Τό θέμα τής χορήγησης ελληνικής ιθαγένειας σέ μετανάστες δημιουργεί πολλές συζητήσεις μεταξύ Κληρικών καί λαϊκών καί διατυπώνονται διάφορες απόψεις, οι οποίες, τίς περισσότερες φορές, είναι αποσπασματικές, συνθηματολογικές καί γι’ αυτό προβληματικές. Μέ όσα θά καταγράψω στήν συνέχεια θά εντοπίσω μιά πλευρά τού θέματος, πού είναι όμως γενική, παρά τό ευσύνοπτο, καί όχι αποσπασματική.
Η ιθαγένεια ως λέξη συνδέεται μέ τήν νομική επιστήμη καί δηλώνει τόν «νομικό δεσμό πού συνδέει ένα πρόσωπο μέ ορισμένο κράτος καί τό καθιστά πολίτη τού κράτους», καί νομικά είναι συνώνυμη μέ τήν υπηκοότητα.
Είναι αυτονόητο ότι η ιθαγένεια αποτελεί τήν βάση ενότητος ενός Κράτους, καί δημιουργεί υποχρεώσεις καί δικαιώματα, σύμφωνα μέ τίς συνταγματικές επιταγές τού Κράτους. Αυτό σημαίνει ότι η Πολιτεία, κατόπιν εμπεριστατωμένης έρευνας καί μελέτης, χορηγεί σέ κάποιον μετανάστη τήν ιθαγένεια, ή αίρει τήν ιθαγένεια κάποιου άλλου γιά διαφόρους λόγους πού προβλέπονται από τήν νομοθεσία. Έτσι, υπάρχει η κτήση, η διατήρηση καί η αποβολή τής ελληνικής ιθαγένειας. Οπότε, είναι οι ιθαγενείς καί οι ανιθαγενείς.
Όταν μελετήση κανείς τόν τρόπο μέ τόν οποίον συνδέονται οι άνθρωποι μεταξύ τους, μπορεί νά εντοπίση τρείς πραγματικότητες, πού προσδιορίζονται μέ ανάλογες λέξεις-κλειδιά, ήτοι τό αίμα, τήν παιδεία καί τό πνεύμα.
Τό αίμα είναι η βάση συνδέσεων τών οικογενειών καί γενικότερα τών ιδιαιτέρων λαών. Πρόκειται γιά τήν συγγένεια τού αίματος, πού συνδέει στενά τίς οικογένειες καί τίς φυλές. Στούς δεσμούς αίματος μπορούμε νά εντοπίσουμε τά προβλήματα πού δημιουργεί ο ρατσισμός.
Πράγματι, ο ρατσισμός-εθνοφυλετισμός διακηρύσσει τήν βιολογική ενότητα, αλλά καί τήν βιολογική ανισότητα τών ανθρώπων καί συγχρόνως κάνει λόγο γιά ανώτερες καί κατώτερες φυλές καί μέ αυτόν τόν τρόπο δικαιολογούνται φυλετικές διαφορές, καταπιέσεις καί δουλείες, εθνικές, κοινωνικές καί φυλετικές.
Η παιδεία εξετάζει τήν ενότητα τής κοινωνίας μέσα από άλλη ευρύτερη βάση, αφού τήν προσδιορίζει μέ τήν γλώσσα καί τίς ιδιαίτερες αρχές πού καθορίζει ο πολιτισμός πού επικρατεί σέ έναν χώρο. Στό σημείο αυτό δίνεται μεγάλη σημασία καί προτεραιότητα στά ιδιαίτερα πολιτισμικά στοιχεία ενός τόπου.
Πολιτισμός είναι όλος ο τρόπος ζωής, η κληρονομιά καί οι σχέσεις μιάς ομάδας ανθρώπων πρός τό περιβάλλον, τίς αξίες τής ζωής, τόν Θεό καί τόν άνθρωπο. Εάν τό αίμα προσδιορίζει τόν βιολογικό οργανισμό τού ανθρώπου, πράγμα πού παρατηρείται καί στά άλογα ζώα, ο πολιτισμός είναι εκείνος πού χαρακτηρίζει κυρίως τόν άνθρωπο καί προσδιορίζει τήν ποιότητα τής ζωής του. Είναι η «συλλογική μνήμη τών ομάδων» πού μετάφερεται από γενιά σέ γενια καί ενώνει τίς ιδιαίτερες πολιτισμικές ομάδες τών ανθρώπων.
Τό πνεύμα είναι μιά τρίτη ενότητα πού συγκροτεί ευρύτερες ομάδες ανθρώπων, ανεξάρτητα από τό αίμα καί τήν παιδεία. Μέ τήν λέξη πνεύμα δέν εννοώ μόνον τίς ανώτερες πνευματικές καί καλλιτεχνικές αξίες, αλλά κυρίως τήν θρησκεία καί στήν προκειμένη περίπτωση τήν διδασκαλία καί τίς επιταγές τής Εκκλησίας. Πρόκειται γιά τό εκκλησιαστικό πνεύμα, γιά τόν εκκλησιαστικό τρόπο ζωής πού διακρίνεται γιά τήν διδασκαλία καί τό ιδιαίτερο βίωμα, πού ονομάζεται εκκλησιαστικό πολίτευμα.
Επομένως, οι τρείς αυτές λέξεις, ήτοι αίμα, παιδεία, πνεύμα, συνιστούν τρείς επάλληλους καί ομόκεντρους κύκλους, από τούς οποίους τό αίμα, δηλαδή η βιολογική συγκρότηση, είναι ο στενός καί εσωτερικός κύκλος, πού συνδέεται μέ τόν ρατσισμό η παιδεία είναι ο αμέσως ευρύτερος κύκλος, πού χαρακτηρίζεται κυρίως από τόν πολιτισμό καί τό πνεύμα, πού είναι ο ευρύτατος καί εξωτερικός κύκλος, βλέπει τά πράγματα μέ άλλη οπτική γωνία. Ο άνθρωπος όσο ωριμάζει πολιτισμικά καί πνευματικά τόσο καί εξέρχεται από τό αίμα, προχωρεί στήν παιδεία-πολιτισμό καί ανέρχεται στό πνεύμα, πού συνιστά τήν μεγαλύτερη καί πληρέστερη ελευθερία.
Από τήν φύση της η ενότητα πού στηρίζεται μόνο στό αίμα, παραβλέποντας καί τά άλλα δύο στοιχεία, προωθεί τήν θεωρία τής ανώτερης φυλής καί αυτό συνδέεται μέ επιθετικότητες, όπως τό είδαμε τόν 20ο αιώνα μέ τόν ναζισμό. Η παιδεία βελτιώνει κάπως τά πράγματα, αλλά είναι δυνατόν καί αυτή νά λειτουργήση επιθετικά, όταν προσδένεται στό άρμα τού εθνοφυλετισμού- ρατσισμού, δηλαδή τής νοοτροπίας τού αίματος, οπότε δημιουργούνται οι συγκρούσεις μεταξύ πολιτισμών. Τό πνεύμα, όπως εκφράζεται από τήν Ορθόδοξη Εκκλησία, υπέρκειται τού αίματος καί τής ιδιαίτερης πολιτισμικής έκφρασης, γιατί αναφέρεται περισσότερο στήν οικουμενικότητα.
Ειδικά η Ορθόδοξη Εκκλησία, χωρίς νά καταργή τίς ιδιαίτερες Πατρίδες, κινείται πάνω καί πέρα από αυτές, γιατί προσδιορίζεται από τήν «μέλλουσαν» καί όχι τήν «μένουσαν πόλιν» (Εβρ. ιγ’, 14). Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος τού αγίου Ιωάννου τού Χρυσοστόμου, ότι όλος ο παρών βίος είναι «αποδημία» καί ότι ο άνθρωπος δέν είναι απλώς «πολίτης», αλλά «οδίτης» Γι’ αυτό συνιστά: «Μή είπης έχω τήνδε τήν πόλιν, καί έχω τήνδε. Ουκ έχει ουδείς πόλιν. Η πόλις άνω εστί. τά παρόντα οδός εστιν».
Πάντως, η ιστορία τού γένους μας έχει αποδείξει ότι ο ελληνισμός, ως τρόπος σκέψεως καί ζωής, υπήρξε οικουμενικός, καί η Ορθόδοξη Εκκλησία ζή καί εργάζεται «εις πάντα τά έθνη» (Ματθ. κη’, 19), προσλαμβάνει καί τά πολιτισμικά καί φυλετικά στοιχεία άλλων λαών καί τά νοηματοδοτεί, όπως έδειξαν οι ιεραποστολικές προσπάθειες στά Βαλκάνια καί τήν Ρωσία.
Οι ρατσιστές βλέπουν τήν ταυτότητά τους στό αίμα καί σέ μιά πλευρά τού πολιτισμού (τήν γλώσσα), αλλά όσοι διακατέχονται από τό ορθόδοξο πνεύμα, καί εμπνέονται από τόν ελληνισμό, πού καί τά δυό κυριαρχούνται από τήν υγιή οικουμενικότητα, εξέρχονται από τήν στενότητα τών βιολογικών δεσμών, χωρίς νά τούς καταργούν καί εισέρχονται μέσα στήν όλη οικογένεια τού Αδάμ.
Η πολιτιστική μας παράδοση διδάσκει ότι αυτή προσλαμβάνει άλλες παραδόσεις καί τίς νοηματοδοτεί, δέν φοβάται τίποτε, αλλά αντέχει στόν χρόνο καί τίς πολιτισμικές επιθέσεις. Τό ίδιο καί η εκκλησιαστική παράδοση διδάσκει ότι είναι πολύ δυνατή καί «όλο τό φύραμα ζημοί». Όταν διακατεχόμαστε από φοβίες καί αισθανόμαστε τόν άλλο ως απειλή τής ύπαρξής μας, φανερώνουμε υπαρξιακή ανασφάλεια.