Η μετάφραση τών λειτουργικών ευχών, δηλαδή τών ευχών τής θείας Λειτουργίας καί τών άλλων Μυστηρίων απασχόλησε τελευταία τόν εκκλησιαστικό καί θεολογικό χώρο καί όπως ήταν επόμενο ασχολήθηκε η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, η οποία, ύστερα από μελέτη διαφόρων κειμένων, έλαβε ομοφώνως μιά συγκεκριμένη απόφαση, πού διακρίνεται γιά τήν σοβαρότητα, τήν υπευθυνότητα καί τήν σύνεση.
Σύμφωνα μέ αυτήν, η Σύνοδος «εμμένει στήν παράδοση τού γλωσσικού ιδιώματος καί τού παραδεδομένου τρόπου τελέσεως τής θείας Λειτουργίας καί τών ιερών Μυστηρίων». Συγχρόνως όμως δίνει δυνατότητα σέ όσους από τούς Αρχιερείς θεωρούν ότι πρέπει νά χρησιμοποιηθή στήν λειτουργική ζωή τής Εκκλησίας κάποια μετάφραση, νά λάβουν άδεια από τήν Ιερά Σύνοδο. Επίσης, αφήνει τό θέμα ανοικτό γιά συζήτηση καί επεξεργασία στά Συνέδρια καί τίς Θεολογικές Σχολές, οπότε άν χρειασθή θά εισαχθή στήν Ιεραρχία τής Εκκλησίας τής Ελλάδος πρός συζήτηση καί «συνοδική διαγνώμη».
Τό θέμα αυτό είναι σοβαρό καί χρειάζεται μελέτη από πολλές πλευρές. Έχουν διατυπωθή πολλά επιχειρήματα ένθεν κακείθεν, αλλά στό παρόν άρθρο θά ήθελα νά εκθέσω πολύ σύντομα μερικές από τίς απόψεις μου.
1. Γίνεται σύγχυση μεταξύ τής μετάφρασης τού πρωτοτύπου κειμένου τής θείας Λειτουργίας σέ άλλες γλώσσες (αγγλική, γαλλική, αραβική, σλαβονική κλπ.) καί τής μεταγλώττισης στήν ελληνική δημοτική γλώσσα. Αλλά, πρέπει νά ληφθή σοβαρώς υπ’ όψη ότι δέν υπάρχει αντιστοιχία, γιατί η δημοτική γλώσσα δέν μπορεί νά νοηθή ως ξένη γλώσσα.
Η αρχαία ελληνική γλώσσα καί η κοινή ελληνιστική δέν είναι νεκρές γλώσσες, αλλά ακούγονται συνεχώς μέ διαφόρους τρόπους καί είναι αυτές πού ανατροφοδοτούν καί τήν ομιλούμενη γλώσσα από τόν λαό. Είναι χαρακτηριστικό ότι όσοι χειρίζονται πολύ καλά τήν δημοτική γλώσσα, γνωρίζουν εξίσου καλά καί τήν αρχαία, από τήν οποία προσλαμβάνουν γλωσσικές μορφές καί εμπλουτίζουν τήν ομιλουμένη γλώσσα. Ως παραδείγματα δέ αναφέρω τούς μεγάλους ποιητές μας Κωστή Παλαμά, Οδυσσέα Ελύτη κ.ά.
2. Σίγουρα δέν πιστεύουμε στήν θεωρία τών τριών ιερών γλωσσών (ελληνική, εβραϊκή, λατινική), αλλά θεωρούμε ότι η γλώσσα τής λατρείας έχει μία ιερότητα, γιατί χρησιμοποιείται ως προσευχή στόν Θεό. Ακόμη καί οι αρχαίοι Έλληνες, όπως φαίνεται στίς ωδές τού Πινδάρου, χρησιμοποιούσαν μία ανώτερη γλωσσική μορφή κατά τήν λατρεία τους.
Οι Πατέρες τής Εκκλησίας δέν συνέταξαν τίς ευχές πού διαβάζονται στήν θεία Λειτουργία απλώς στήν μορφή τής κοινής ελληνιστικής γλώσσας πού ομιλείτο στήν εποχή τους, αλλά χρησιμοποίησαν τήν «αττικιστική γλώσσα», πού είναι η λόγια γλώσσα, τήν οποία μιλούσαν οι μορφωμένοι τής εποχής εκείνης καί αυτή καθιερώθηκε ως γλώσσα τής λατρείας.
Άλλωστε, τό θέμα τής λειτουργικής γλώσσας δέν είναι μόνον η εξωτερική μορφή της, η οποία επιχειρείται νά μεταγλωττισθή, αλλά τό «υψηλό εννοιολογικό, εικονικό, συμβολικό καί βιωματικό επίπεδό της», πού είναι αδύνατον νά μεταγλωττισθή.
3. Η μετοχή στήν θεία Λειτουργία καί τά Μυστήρια τής Εκκλησίας δέν πρέπει νά ταυτισθή απόλυτα μέ τήν λογική κατανόηση τών λέξεων καί τής γλώσσας πού χρησιμοποιείται. Βεβαίως, η γλώσσα έχει σημαντική συνεισφορά στήν επικοινωνία μεταξύ μας, αλλά δέν είναι καθοριστικό γνωσιολογικό στοιχείο, αφού υπάρχουν καί άλλοι τρόποι μεταδόσεως τής γνώσεως, όπως είναι τό συναίσθημα, η φαντασία, η διαίσθηση, δηλαδή οι λειτουργίες εκείνες πού κινούνται πέρα από τήν λογική.
Η επιστήμη έχει αποδείξει ότι δέν ισχύει απολύτως τό απόφθεγμα «cogito, ergo sum», δηλαδή, σκέπτομαι άρα υπάρχω. Οι θεωρίες γύρω από τήν συναισθηματική νοημοσύνη, η ψυχανάλυση καί η ψυχολογία, ο ρομαντισμός, ο υπαρξισμός καί η νεωτερικότητα κλόνισαν τά θεμέλια τής απόλυτης κυριαρχίας τής λογικής στόν γνωσιολογικό τομέα.
Έτσι, στήν θεία Λειτουργία δέν μετέχουμε μόνον μέ τήν λογική, αλλά καί μέ όλες τίς άλλες λειτουργίες τής ψυχής, γι’ αυτό καί θεωρούμε ότι τά βρέφη, τά μικρά παιδιά, οι κωφάλαλοι κλπ. εφ’ όσον έχουν βαπτισθή συμμετέχουν πραγματικά στήν λατρεία.
4. Επειδή η κοινή ελληνιστική γλώσσα δέν είναι ξένη ως πρός τήν αρχαία αττική διάλεκτο καί επειδή πολλές εκφράσεις της χρησιμοποιούνται στήν καθημερινή επικοινωνία μεταξύ μας, γι’ αυτό καί δέν είναι δύσκολη η προσαρμογή τών ανθρώπων στό ιδίωμα τών λειτουργικών ευχών. Όποιος εκκλησιάζεται τακτικά έχει τήν δυνατότητα νά αντιλαμβάνεται τό νόημα τών λειτουργικών προτροπών.
Τό ίδιο γίνεται καί μέ τά έργα τού Παπαδιαμάντη, τού Κάλβου κ.ά. ποιητών καί λογοτεχνών καί βεβαίως κατανοούμε πώς χάνεται τό “πνεύμα” τού συγγραφέως, όταν μεταγλωττίζωνται.
Αυτός είναι ο λόγος γιά τόν οποίον ο καθηγητής Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι εναντίον τής μεταγλωττίσεως τής λειτουργικής γλώσσας. Τό βασικό επιχείρημά του είναι ότι η θεία Λειτουργία «έχει τελετουργικό χαρακτήρα», «είναι μυστήριο», γι’ αυτό δέν πρέπει «νά αντικαθίσταται εξ ολοκλήρου από μεταφράσεις», αφού «οι λέξεις στό πέρασμα από τή μιά γλώσσα στήν άλλη γλώσσα χάνουν σέ σημαντικό βαθμό τό σημασιολογικό τους περιεχόμενο καί τό βιωματικό τους φορτίο, στοιχεία απαραίτητα στό μυστηριακό χαρακτήρα τής Θ. Λειτουργίας», οπότε άν μεταφράση κανείς αυτό τό μυστηριακό στοιχείο, «τό ευτελίζει».
Γενικά, θεωρώ ότι η γλώσσα μέ τήν οποία είναι γραμμένες οι ευχές τής θείας Λειτουργίας καί τών Μυστηρίων δέν αποτελεί εμπόδιο γιά τήν μέθεξη τού Μυστηρίου, ακόμη καί γιά τήν λεκτική κατανόηση. Αντίθετα μάλιστα η λειτουργική γλώσσα μπορεί νά βοηθήση αποτελεσματικά τούς ανθρώπους στήν εποχή μας, στήν οποία παρατηρείται «γλωσσική ανεπάρκεια» καί «γλωσσική πενία» νά βελτιώσουν τόν γραπτό καί προφορικό τους λόγο. Οπότε, οι εκπτώσεις πού γίνονται στήν καθημερινή ζωή δέν πρέπει νά επεκταθούν καί στήν γλώσσα τής λατρείας, γιατί τότε φτωχαίνουν η λεκτική καί κριτική σκέψη, η διατύπωση καί η ακρίβεια τών εννοιών, πράγμα πού θά έχη συνέπειες στήν ζωή μας.