«Μέγα τό τοῦ θανάτου μυστήριον» ψάλλουμε στήν ἁγία μας Ἐκκλησία καί σκέφτηκα σήμερα νά ποῦμε λίγα γιά τό θέμα αὐτό. Τί διδάσκει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία; Ἡ ὁποία ἔχει μία συγκεκριμένη διδασκαλία γιά τήν μετά θάνατον ζωή, πού ξεκινάει ἀπό αὐτή τήν ἴδια στιγμή τοῦ θανάτου. Πολλοί λένε, ἴσως καί λίγο βλάσφημα, ποῦ ξέρουμε τί θά γίνει μετά; Μήπως ἦρθε κανένας ἀπό ἐκεῖ νά μᾶς πεῖ τί γίνεται μετά θάνατον;
Πράγματι, ἔχουν ἔρθει καί μᾶς ἔχουν πεῖ καί μᾶς ἔχουν γράψει πολλοί ἄνθρωποι. Καί πολλοί Ἅγιοι, ἀλλά καί ἄλλοι ἄνθρωποι πού δέν εἶναι ἅγιοι ἐπίσημοι τῆς Ἐκκλησίας μας καί ὄχι μόνο Ὀρθόδοξοι, ἀλλά καί ἑτερόδοξοι καί ἀπό ἄλλες θρησκεῖες, καί ἄθεοι… Ἔχουν συγκεντρωθεῖ πολλές μαρτυρίες σέ βιβλία τόσο τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες, ἀλλά καί πολλά βιβλία ἔχουν συγκεντρώσει ἄνθρωποι ἄσχετοι, οἱ ὁποῖοι κάνανε ἔρευνα, κατά τό μᾶλλον ἤ ἧττον, ἐπιστημονική καί συγκέντρωσαν αὐτές τίς μαρτυρίες, ἀνθρώπων δηλαδή οἱ ὁποῖοι εἴχανε τίς λεγόμενες μεταθανάτιες ἤ ἐπιθανάτιες ἐμπειρίες. Ἐμπειρίες πού εἶναι μετά τόν θάνατο ἀκριβῶς, ἤ τό λένε καί στά ἀγγλικά -ἄν δέν κάνω λάθος- «near death», πολύ κοντά στόν θάνατο ἐμπειρίες.
Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἔχουμε τήν διδασκαλία πού εἶναι στήν Ἁγία Γραφή, στούς Ἁγίους Πατέρες καί σέ πολλούς βίους Ἁγίων. Νά ποῦμε ἕνα παράδειγμα, ἔχουμε ἕνα βιβλίο, τό 4ο τῶν Διαλόγων, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Μεγάλου, Πάπα Ρώμης, ὁ ὁποῖος ἔζησε τό 604. Εἶναι Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας καί τό βιβλίο αὐτό ὁλόκληρο εἶναι ἀφιερωμένο σέ συγκεκριμένες ἐμπειρίες τῆς ψυχῆς μετά τόν θάνατο.
Ἑπομένως, ἔχουμε πάρα πολλά νά ποῦμε σ’ αὐτό τό θέμα. Διαβάζοντας τούς βίους τῶν Ἁγίων, λόγου χάρη τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, βλέπουμε πῶς οἱ Ἅγιοι βλέπανε τίς ψυχές. Ὅπως ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος εἶδε τήν ψυχή τοῦ ἀββά Ἀμμούν νά ἀνεβαίνει στόν οὐρανό. Ἤ καί οἱ ἴδιοι εἴχανε ἐμπειρίες πού βρέθηκαν – δέν μποροῦσαν βέβαια νά τό ἑρμηνεύσουν πῶς: Ἐκτός τοῦ σώματός τους; Ἐντός τοῦ σώματός τους;… Εἴχανε καί ἐμπειρίες τῶν τελωνίων. Σήμερα κάποιοι τά κοροϊδεύουν, τά ἀπαξιώνουν ἤ τά μεθερμηνεύουν, δίνουν δηλαδή μιά ἄλλη ἑρμηνεία καί λένε κάτι ἄλλο θά εἶναι… δέν εἶναι αὐτό ἀκριβῶς…
Κι ὅμως ἔχουμε τίς ἐμπειρίες τῶν Ἁγίων μας πού πέρασαν τά τελώνια, πού συναντήθηκαν μέ τούς πονηρούς δαίμονες καί ἐξετάστηκαν, καί ὅλα αὐτά ἀποδεικνύονται ὄχι φαντασίες ἀλλά πραγματικότητες, γιατί ἐπιβεβαιώνονται ἀπό πολλούς. Ἐπίσης, ὑπάρχουν καί βιβλία πού κάνουν Ἀνθολογία ὅλων αὐτῶν τῶν περιστατικῶν. Ὑπάρχει καί ἕνα βιβλίο πού ἔχει ἐκδοθεῖ στήν Ὀρθόδοξη Κυψέλη, τό 1985, «Ἕνα ἀπίστευτο καί ὅμως ἀληθινό γεγονός», τό ὁποῖο περιγράφεται στό βιβλίο «Ἀπίστευτα καί ὅμως ἀληθινά». Εἶναι περιστατικό δηλαδή μέσα σ’ αὐτό τό βιβλίο «Ἀπίστευτα καί ὅμως ἀληθινά» καί γράφει γιά κάποιον ὁ ὁποῖος ἐπανῆλθε στή ζωή ἀφοῦ παρέμεινε νεκρός ἐπί 36 ὧρες! Καί περιγράφει ὁ ἄνθρωπος τί ἔζησε!
Ἑπομένως, ἔχουμε μιά πλούσια γραμματεία ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί καί πρέπει νά τήν γνωρίζουμε αὐτή τήν γραμματεία. Συνάμα ὑπάρχουν καί βιβλία ἀπό ἀνθρώπους ἐκτός τῆς Ὀρθοδοξίας. Θά σᾶς πῶ τρία τέτοια. Ὑπάρχει ἕνα πού γράφτηκε ἀπό κάποιον Ρέιμοντ Μούντυ. Αὐτός ἦταν νεαρός ψυχίατρος ἀπό τίς Νότιες Ἡνωμένες Πολιτεῖες καί κυκλοφόρησε τό 1975. Αὐτός συγκέντρωσε μεταθανάτιες ἐμπειρίες ἀπό ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι τίς διηγήθηκαν σ’ αὐτόν. Ὑπάρχει ἕνα ἄλλο μίας διδάκτορος Ἐλίζαμπεθ Κιούμπλερ-Ρός, ἡ ὁποία ἔχει εὑρήματα πού συμφωνοῦν μέ τά εὑρήματα αὐτά τοῦ Μούντι. Ὑπάρχουν, ἀκόμα, δύο ἐπιστημονικές μελέτες τῶν ἰατρῶν Ὄσις καί Χάραλντσον καί ὁ ἴδιος ὁ Μούντυ ἔχει γράψει ἕνα δεύτερο βιβλίο, πού ἀποτελεῖ συνέχεια τοῦ πρώτου, μέ περαιτέρω ἀναλύσεις στά εὑρήματά του.
Ἐκεῖνο πού ἔχει σημασία γιά μᾶς, εἶναι ὅτι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, ἐπειδή ἀκριβῶς στεροῦνται τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης καί τῆς γνώσης τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης, τοῦ βίου τῶν ἁγίων μας καί τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων μας, δέν τά ξέρουν αὐτά, μπερδεύονται καί προσπαθοῦν νά ἑρμηνεύσουν, ὅπως νομίζουν αὐτοί, αὐτά τά φαινόμενα καί καταφεύγουν πολλές φορές καί σέ ἀποκρυφιστικά κείμενα, κείμενα δηλαδή πού ἔχουν σχέση μέ τούς δαίμονες καί μέ τή μαγεία. Ὅπως ὑπάρχει ἕνα τέτοιο: «Θιβετιανή Βίβλος τῶν Νεκρῶν» καί διάφορα ἄλλα. Ἐκεῖνο πάλι πού πρέπει νά προσέξουμε εἶναι, ὅτι ἑρμηνεύοντας αὐτά πολλοί προσπαθοῦν νά διαψεύσουν τήν ὕπαρξη εἴτε τοῦ παραδείσου εἴτε τῆς κόλασης. Γιατί θά δεῖτε ὅτι αὐτές οἱ ἐμπειρίες πού περιγράφονται, ὄχι ἀπό τά ὀρθόδοξα βιβλία ἀλλά ἀπό τούς ἐκτός Ἐκκλησίας τείνουν, ἐπειδή εἶναι δαιμονικές ἀπάτες κατά βάση ἤ φαντασιώσεις τους, νά διδάξουν -γιατί ὁ διάβολος αὐτό θέλει- ὅτι ὅλα εἶναι καλά, ὅλοι μετά θάνατον πᾶνε σ’ ἕνα ὡραῖο λιβάδι, σέ ὡραῖα μέρη, συναντιοῦνται μέ φωτεινές ὑπάρξεις κ.λ.π. Ἀλλά δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε αὐτό πού λέει ἡ Ἁγία Γραφή ὅτι καί «ὁ διάβολος μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός»1 καί ἐξαπατᾶ πολλούς. Καί οἱ ἄθεοι καί οἱ ἄνθρωποι πού εἶναι ἐκτός χριστιανικῆς ζωῆς ἀρέσκονται πολύ σ’ αὐτή τήν ἰδέα πού τείνει νά ἐμφυσήσει ὁ διάβολος. Ποιά ἰδέα; Ὅτι δέν ὑπάρχει κόλαση. Ἰδίως αὐτό. Δέν ὑπάρχει κόλαση… ὅλοι θά πᾶνε σ’ ἕνα πολύ ὡραῖο μέρος ὅταν θά πεθάνουν. Κατά βάση οἱ ἐμπειρίες αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων, πού εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας καί τίς ἔχουν καταγράψει αὐτοί πού σᾶς εἶπα, ὁ Μούντυ κ.λ.π., αὐτό διδάσκουν. Ἀλλά θά δοῦμε, σᾶς τό λέω ἐκ προοιμίου, ὅτι αὐτό δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά δαιμονική ἀπάτη. Ἐνῶ οἱ πραγματικές, οἱ γνήσιες ἐμπειρίες, οἱ ἐμπειρίες πού ἔχουμε μέσα ἀπό τήν ζωή τῶν Ἁγίων μας ἄλλα μᾶς λένε. Μᾶς μιλᾶνε γιά τελώνια, μᾶς μιλᾶνε γιά κόλαση, μᾶς μιλᾶνε γιά ἐμπειρία κόλασης καί γιά ἐμπειρία παραδείσου. Ἐνῶ αὐτό πού ἐμφανίζεται ὡς παράδεισος, δέν εἶναι παράδεισος, στούς ἐκτός Ἐκκλησίας.
Ὁπότε, σήμερα, παρόλο πού εἶχα σκεφτεῖ νά σᾶς πῶ συγκεκριμένα γιά τό πῶς ἐμφανίζονται οἱ Ἄγγελοι μετά θάνατον -θά τό ποῦμε κι αὐτό, γιατί πολλές περιπτώσεις ἔχουμε στήν ὀρθόδοξη γραμματεία πού ἐμφανίζονται οἱ Ἄγγελοι καί παίρνουν τίς ψυχές- ἤθελα νά σᾶς πῶ γενικά, γι’ αὐτό πού λέγεται καί θά τό βρεῖτε καί στό διαδίκτυο καί βιβλία ὑπάρχουνε, «ἐξωσωματική ἐμπειρία». Ἴσως ἔχετε ἀκούσει τόν ὅρο… ἀκούγεται ἔτσι ὑπερκόσμιο, ὅτι ὁ ἄλλος βγαίνει ἀπ’ τό σῶμα του καί ἔχει διάφορες ἐμπειρίες. Καί σήμερα, ἕνα πολύ ἀγαπητό πνευματικό παιδί, μοῦ ἔστειλε μήνυμα καί μοῦ εἶπε ὅτι ὑπάρχει καί μουσική, ψυχεδελική ὀνομαζόμενη, ἡ ὁποία βοηθεῖ τόν ἄνθρωπο νά ἔχει τέτοιες ὑποτίθεται ἐξωσωματώσεις, νά βγαίνει ἀπό τό σῶμα του καί νά ἔχει τέτοιες ἐμπειρίες. Πολλοί πλανῶνται ἀπό αὐτό, ἰδίως τά μικρά παιδιά. Μάλιστα μερικοί κάνουν καί παράλληλη χρήση ναρκωτικῶν, γιά νά ἔχουνε περισσότερη ἐμπειρία τοῦ πράγματος. Ἀλλά τό νά βγεῖ ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα, αὐτό εἶναι θάνατος, αὐτός εἶναι ὁ ὁρισμός τοῦ θανάτου. Ἑπομένως κάτι ἄλλο συμβαίνει, δέν εἶναι ὅτι φεύγει ἡ ψυχή καί πάει – ταξιδεύει μέ τό λεγόμενο ἀστρικό σῶμα… ἴσως τά ἔχετε ἀκούσει κι αὐτά… τά ὁποῖα εἶναι ὁρολογία ἀπό τούς ἀποκρυφιστές, ἀπό τούς μάγους. Δέν ὑπάρχει ἀστρικό σῶμα. Τό σῶμα εἶναι αὐτό πού ἔχουμε, συγκεκριμένο.
Ἄς δοῦμε λίγο τί εἶναι αὐτή ἡ «ἐξωσωματική» ἐμπειρία, γιά νά δοῦμε μετά καί τό γνήσιο, τό σωστό.
«Τό πρῶτο πράγμα πού συμβαίνει σέ ἕναν ἄνθρωπο πού ἔχει πεθάνει», λέει ἕνας πολύ σπουδαῖος ὀρθόδοξος συγγραφέας-μελετητής, ἔχει κοιμηθεῖ τώρα, ὁ π. Σεραφείμ Ρόουζ, ὁ ὁποῖος πέρασε ἀπό πάρα πολλές θρησκεῖες, ἀνατολικές θρησκεῖες καί ἀπό πάρα πολλά φιλοσοφικά ρεύματα καί θεωρίες καί ἔχει βιώσει πάρα πολύ τό δαιμονικό -θά λέγαμε- στοιχεῖο καί τήν καταστροφή πού δίνει αὐτό στόν ἄνθρωπο, μέχρι πού κατέληξε, Ἀμερικανός αὐτός, νά βαφτιστεῖ καί νά ζήσει μία ζωή ἐν μετανοίᾳ καί ἁγιασμένη. Ἔγραψε αὐτό τό βιβλίο πού ἔχω μπροστά μου «Ἡ ψυχή μετά τόν θάνατο»2, καί ἀπό αὐτό τό βιβλίο παίρνουμε κάποια στοιχεῖα, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, καί τά σχολιάζουμε, τά ὁποῖα θά δεῖτε ἔχουν ἐξαιρετικό ἐνδιαφέρον. Γιατί ὅλοι μας θέλουμε νά ξέρουμε τί γίνεται, ὅταν θά φύγει ἡ ψυχή μας ἀπό τό σῶμα.
– Μποροῦμε νά ξέρουμε;
Καί βέβαια μποροῦμε, ὅταν ἐγκύψουμε στίς πηγές μας, στήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων μας. Ἀλλά κοιτάξτε, καί αὐτές οἱ μελέτες πού ἔχουν κάνει οἱ ἐκτός Ἐκκλησίας ἄνθρωποι, ὅπως σᾶς εἶπα, ἄθεοι, ἀγνωστικιστές, ἤ ἄλλων δογμάτων, Προτεστάντες, Ρωμαιοκαθολικοί κ.λ.π. ἔχουν κι αὐτές ἀξία. Γιατί; Γιατί πρῶτον, ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι ὀρθόδοξοι, ὁμολογοῦν ὅτι ὁ ἄνθρωπος μετά θάνατον συνεχίζει νά ὑπάρχει καί νά ἔχει, αὐτό πού λέμε, αὐτοσυνειδησία. Δέν πάει σέ μιά κατάσταση ἀνυπαρξίας ἤ ὕπνου ἡ ψυχή. Συνεχίζει νά ζεῖ καί μάλιστα ἔχει καί πιό ἔντονη δραστηριότητα σέ σχέση μέ τό πρίν πεθάνει, πρίν δηλαδή χωριστεῖ ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα. Τό σῶμα δρᾶ μᾶλλον σάν ἐμπόδιο στή δράση τῆς ψυχῆς.
«Τό πρῶτο πράγμα πού συμβαίνει σέ ἕναν ἄνθρωπο πού ἔχει πεθάνει, σύμφωνα μέ αὐτές τίς περιγραφές», προσέξτε, τῶν ἐκτός Ἐκκλησίας, ὄχι τῶν Ἁγίων, «εἶναι ὅτι ἀφήνει τό σῶμα του καί ὑπάρχει τελείως χωριστά ἀπό αὐτό, χωρίς οὔτε μία στιγμή νά χάνει τή συνείδησή του»3. Αὐτό τό λένε καί οἱ ἐκτός Ἐκκλησίας καί οἱ ἐντός, γιατί σᾶς εἶπα ἔχουμε καί ὀρθοδόξους πού πῆγαν καί γύρισαν πίσω.
«Συχνά, μπορεῖ νά παρατηρεῖ τά πάντα γύρω του, ἀκόμα καί αὐτό τό ἴδιο του τό νεκρό σῶμα». Νά βλέπει τό σῶμα του. Ἐνῶ εἶναι ἔξω ἀπό τό σῶμα του, ἔχει πεθάνει δηλαδή, νά βλέπει τό σῶμα του καί βλέπει «καί τίς προσπάθειες ἄλλων ἀνθρώπων νά τό ἐπαναφέρουν στή ζωή». Αὐτό πού κάνουν οἱ γιατροί, τεχνητή ἀναπνοή, τό «φιλί τῆς ζωῆς» κ.λ.π. «Αἰσθάνεται μία ἀνώδυνη ζεστασιά καί γαλήνη, σάν νά «πλέει» ἤ νά «αἰωρεῖται», εἶναι τελείως ἀνίκανος νά ἐπιδράσει στό περιβάλλον του μέ τήν ὁμιλία ἤ τήν ἀφή καί ἔτσι συχνά νιώθει μία ἔντονη «μοναξιά». Οἱ λειτουργίες τῆς σκέψης του συνήθως γίνονται πολύ πιό γρήγορες ἀπ’ ὅ,τι ὅταν ἦταν μέσα στό σῶμα. Παραθέτουμε πιό κάτω μερικά σύντομα ἀποσπάσματα ἀπό αὐτές τίς ἐμπειρίες»4.
Λέει, λοιπόν, κάποιος: «Ἡ μέρα ἦταν πολύ κρύα, ὡστόσο ἐγώ ὅσο ἔπλεα στό ἀπόλυτο ἐκεῖνο κενό, ἔνιωθα μία ζεστασιά καί ἕνα αἴσθημα τόσο εὐχάριστο, πού δέν τό εἶχα ξαναδοκιμάσει ποτέ ὡς τότε… Θυμᾶμαι πώς σκεφτόμουν: θά πρέπει νά ἔχω πεθάνει». Τό σκεφτόταν καί τό θυμᾶται. Ἄλλος εἶπε: «Ἄρχισα νά νιώθω τά πιό ὑπέροχα συναισθήματα. Ἦταν γαλήνη, ἠρεμία, χαλάρωση», ἀμέσως μετά πού βγῆκε ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα. «Τούς ἔβλεπα νά ἀγωνίζονται νά μέ ξαναζωντανέψουν. Ἦταν κάτι παράξενο στ’ ἀλήθεια. Δέν ἤμουν πολύ ψηλά, ἀλλά ἔνιωθα σάν νά βρίσκομαι πάνω σ’ ἕνα βάθρο, μά ὄχι πολύ ψηλότερα ἀπ’ τούς ἄλλους. Προσπαθοῦσα νά τούς μιλήσω, μά κανείς δέν μέ ἄκουγε, κανείς δέν μοῦ ἔδινε προσοχή»5.
Ἄλλος: «Ἀπό παντοῦ ἔβλεπα κόσμο νά τρέχει στόν τόπο τοῦ δυστυχήματος… καθώς μέ πλησίασαν, ἔκανα νά παραμερίσω γιά νά μή μέ τσαλαπατήσουν. Μά δέν χρειάστηκε, γιατί μέ μεγάλη μου κατάπληξη εἶδα πώς περνοῦσαν μέσα ἀπό τό σῶμα μου»6. Δέν ἦταν μέσα ἀπό τό σῶμα του, μέσα ἀπό τήν ψυχή του ἦταν, γιατί τό σῶμα του ἦταν ἐκεῖ. Αὐτός ἦταν ἔξω ἀπό τό σῶμα. Φοβήθηκε μήν τόν πατήσουν…
Ἄλλος: «Δέν μποροῦσα ν’ ἀγγίξω τίποτα, οὔτε κι ἦταν δυνατό νά ἐπικοινωνήσω μέ κανένα γύρω μου». Βλέπετε, ὅμως, ὅτι ἔχει αὐτοσυνειδησία. Αὐτά τά λένε ἄνθρωποι ἄσχετοι, ὄχι ὀρθόδοξοι. «Ἔνιωθα ἕνα αἴσθημα μοναξιᾶς, ἕνα αἴσθημα ἀπόλυτης ἐρημιᾶς. Ἤξερα πώς ἤμουν μόνος, ὁλομόναχος».
«Μερικές φορές», λέει ὁ π. Σεραφείμ τώρα, «ὑπάρχει κάποια ἐντυπωσιακή «ἀντικειμενική ἀπόδειξη» ὅτι ἕνας ἄνθρωπος πράγματι βρίσκεται ἔξω ἀπό τό σῶμα του ἐκείνη τήν ὥρα, ὅπως στίς περιπτώσεις στίς ὁποῖες εἶναι σέ θέση νά ἐπαναλάβει συζητήσεις πού ἔγιναν ἤ νά δώσει ἀκριβεῖς λεπτομέρειες γιά γεγονότα πού συνέβησαν, ἀκόμα καί σέ διπλανά δωμάτια ἤ καί μακρύτερα, ἐνόσω αὐτός ἦταν «νεκρός»». Ἡ ψυχή του δηλαδή ἔβλεπε καί ἄκουγε καί, ὅταν ἐπανῆλθε στό σῶμα, τούς εἶπε τί λέγανε ἤ τί γινότανε στό διπλανό δωμάτιο ἤ καί πιό μακριά. «Ἀνάμεσα σέ ἄλλα παρόμοια παραδείγματα, ἡ κ. Κιούμπλερ – Ρος ἀναφέρει τήν ἀξιοσημείωτη περίπτωση μίας τυφλῆς γυναίκας, ἡ ὁποία «εἶδε» καί ἀργότερα περιέγραψε μέ ἀκρίβεια τά πάντα μέσα στό δωμάτιο ὅπου «πέθανε»». Πῶς εἶδε; Ἀφοῦ ἦταν τυφλή! Μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς της. «Παρότι, ὅταν ἐπανῆλθε στή ζωή ἦταν καί πάλι τυφλή – μία ἐντυπωσιακή ἔνδειξη γιά τό ὅτι δέν εἶναι τό μάτι πού βλέπει οὔτε ὁ ἐγκέφαλος πού σκέφτεται, ἀφοῦ οἱ διανοητικές λειτουργίες ἐπιταχύνονται μετά τόν θάνατο, εἶναι ἡ ψυχή πού ἐπιτελεῖ αὐτές τίς λειτουργίες μέσω τῶν σωματικῶν ὀργάνων γιά ὅσο διάστημα τό σῶμα εἶναι ζωντανό, ἀλλά μέ τή δική της καί μόνη δύναμη ὅταν τό σῶμα εἶναι νεκρό»7. Δέν χρειάζεται τό σῶμα. Ἀφοῦ ἔχει φύγει τό σῶμα, βλέπει μόνη της μετά ἡ ψυχή. Βλέπετε; Τό σῶμα μπλόκαρε αὐτό πού θά μποροῦσε νά δεῖ ἡ ψυχή ἀλλά ἦταν τυφλή. Ὅσο ζοῦσε ἐδῶ, δέν μποροῦσε νά δεῖ. Ὅταν ἐλευθερώθηκε ἀπό τό σῶμα ἡ ψυχή, ἔβλεπε.
– Αὐτό δέν εἶναι καί μία ἀπόδειξη ὅτι ὑπάρχει ψυχή γιά τούς ἄθεους;
Ὀρίστε! Ἐξήγησέ το ἐσύ κύριε ἄθεε!
«Τίποτα ἀπό τά παραπάνω δέν θά πρέπει νά φαίνεται παράξενο σέ ἕναν Ὀρθόδοξο Χριστιανό. Ἡ ἐμπειρία πού περιγράφηκε ἐδῶ εἶναι αὐτό πού γνωρίζουν οἱ Χριστιανοί ὡς χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα κατά τή στιγμή τοῦ θανάτου»8. Αὐτό ἀκριβῶς πού ὁρίζεται ὡς θάνατος. Δέν εἶναι αὐτό -κάνω μιά παρέκβαση τώρα- πού ἐφηῦραν κάποιοι γιατροί σκόπιμα, τόν λεγόμενο «ἐγκεφαλικό» θάνατο. Ἕνας ἄλλος ὁρισμός τοῦ θανάτου καί ὅρισαν ὅτι ἕνας ἄνθρωπος εἶναι «ἐγκεφαλικά» νεκρός, ὅταν δέν ἔχει λειτουργίες ἐγκεφαλικές γιατί ὁ ἐγκέφαλός του ἔχει ἀποσαθρωθεῖ. Ἐνῶ ἡ καρδιά αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου χτυπάει, τοῦ παίρνουν τά ὄργανα, τόν σφαγιάζουν ζωντανό δηλαδή, καί τά δίνουν σέ κάποιον ἄλλον. Γιά νά δώσουν ζωή σέ κάποιον ἄλλον… Αὐτό δέν εἶναι θάνατος. Ἐφόσον ἡ καρδιά χτυπάει, ἐφόσον ὑπάρχει ζωή, ἔστω καί σέ κάποια ὄργανα στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, σημαίνει ὅτι ἡ ψυχή εἶναι μέσα. Γιατί ἡ ψυχή εἶναι πού δίνει ζωή στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου καί δέν ἔχει πεθάνει ὁ ἄνθρωπος, δέν ἔχει φύγει ἡ ψυχή ἀπ’ τό σῶμα. Ἀληθινός θάνατος. λοιπόν, εἶναι ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, καί τότε ἡ ψυχή λειτουργεῖ αὐτόνομα, μέ τίς δικές της δυνάμεις, καί βλέπει μέ τά δικά της μάτια, ὅπως αὐτή ἡ τυφλή γυναίκα πού «εἶδε».
«Εἶναι χαρακτηριστικό δεῖγμα τῆς ἀπιστίας», λέει ὁ π. Σεραφείμ, «πού ἐπικρατεῖ στήν ἐποχή μας τό ὅτι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι σπανίως χρησιμοποιοῦν τό Χριστιανικό λεξιλόγιο ἤ συνειδητοποιοῦν ὅτι εἶναι ἡ ψυχή τους πού ἔχει ἐλευθερωθεῖ ἀπό τό σῶμα καί τώρα βιώνει τά πάντα». Δέν θέλουν νά παραδεχτοῦν πώς ὑπάρχει ψυχή! Πόσο φοβερή τύφλωση ἔχουν! «Συνήθως εἶναι ἁπλῶς σαστισμένοι ἀπό τή νέα κατάσταση στήν ὁποία βρέθηκαν. Ἡ περιγραφή μίας παρόμοιας μεταθανάτιας ἐμπειρίας γράφτηκε ἀπό ἕναν τέτοιο ἄνθρωπο: ἕνα βαπτισμένο Ὀρθόδοξο Χριστιανό ὁ ὁποῖος, ἀκολουθώντας τό πνεῦμα τοῦ τέλους τοῦ 19ου αἰῶνα», πού κυριαρχοῦσε καί τότε ἡ ἀθεΐα, «παρέμεινε ἀδιάφορος πρός τίς ἀλήθειες τῆς δικῆς του Πίστης καί μάλιστα δέν πίστευε στήν ὕπαρξη τῆς μετά θάνατον ζωῆς»9, ἄς ἦταν βαφτισμένος.
– Καί σήμερα πόσοι ὀρθόδοξοι δέν πιστεύουν στήν μετα θάνατον ζωή;
Γι’ αὐτό καί χτυπιοῦνται καί οὐρλιάζουν στίς κηδεῖες…
«Ἡ ἐμπειρία του, πρίν ἀπό ἑκατό περίπου χρόνια, ἔχει πολύ σημαντική ἀξία γιά ἐμᾶς σήμερα, καί μοιάζει νά εἶναι ἀκόμα καί ἔργο τῆς Θείας Πρόνοιας, λαμβανομένων ὑπόψη τῶν καινούριων μεταθανάτιων ἐμπειριῶν τῆς ἐποχῆς μας, ἀφοῦ ἀποτελεῖ μία μοναδική πλήρη ἐμπειρία τοῦ τί συμβαίνει στήν ψυχή μετά τόν θάνατο καί προχωρᾶ πολύ πιό πέρα ἀπό τίς σύντομες καί ἀποσπασματικές ἐμπειρίες πού περιγράφονται στά νέα βιβλία»10. Αὐτός ὁ Μούντυ, πού σᾶς εἶπα προηγουμένως, ἔχει συγκεντρώσει πολλές μαρτυρίες, ἀλλά δέν τίς δίνει ὁλόκληρες, τίς δίνει ἀποσπασματικές, κομμάτια κομμάτια ἀπό κάθε μία.
Αὐτός ὁ ὀρθόδοξος περιγράφει ὅλη του τήν ἐμπειρία ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος. «Ἡ ἐμπειρία αὐτή βιώθηκε ἀπό ἕναν εὐαίσθητο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος, ξεκινώντας ὡς ἄπιστος, σύμφωνα μέ τό σύγχρονο πνεῦμα», καί σήμερα μεσουρανεῖ ἡ ἀθεΐα… εἶναι τῆς μόδας… «κατέληξε νά ἀναγνωρίσει τίς ἀλήθειες τῆς Ὀρθοδοξίας σέ τέτοιο βαθμό –προσέξτε– πού τελείωσε τή ζωή του ὡς μοναχός»11. Τόσο συγκλονίστηκε ἀπό αὐτά πού ἔζησε! Καί μόνο αὐτό εἶναι μαρτυρία ,γιά νά κατατροπωθοῦν οἱ ἄθεοι.
«Τό μικρό αὐτό βιβλίο», αὐτοῦ τοῦ ὀρθοδόξου, «μπορεῖ πράγματι νά χρησιμεύσει ὡς «πρότυπο» βάσει τοῦ ὁποίου νά ἀξιολογήσουμε τίς νέες ἐμπειρίες», αὐτές πού ἔχουν καταγράψει οἱ κοσμικοί ἐρευνητές. «Ἀφοῦ περιγράφει τήν τελική ἐπιθανάτια ἀγωνία του καί τό φοβερό βάρος πού τόν πίεζε πρός τά κάτω. Ὁ συγγραφέας αὐτοῦ τοῦ περιστατικοῦ διηγεῖται…». Ἐνῶ στήν ἀρχή αἰσθανόταν ἀφόρητο βάρος πού τόν πίεζε, τήν ὥρα πού ξεψυχοῦσε, μετά λέει: «ξαφνικά κατάλαβα ὅτι δέν αἰσθάνομαι πιά αὐτήν τήν ἕλξη. Ἄνοιξα τά μάτια μου. Στή μνήμη μου ἀποτυπώθηκαν μέ ὅλες τίς λεπτομέρειες ὅλα αὐτά πού εἶδα ἐκείνη τή στιγμή»12.
– Ποιά μάτια ἄνοιξαν;
Τά μάτια τῆς ψυχῆς. Ὅταν βγαίνει ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα, ἀνοίγουν τά μάτια τῆς ψυχῆς. «Εἶδα ὅτι στέκομαι μόνος μου στή μέση τοῦ δωματίου. Στά δεξιά μου εἶδα τό προσωπικό τοῦ νοσοκομείου πού μαζεύτηκε γύρω ἀπό τό κρεβάτι μου, σχηματίζοντας ἡμικύκλιο… αὐτό μοῦ φάνηκε περίεργο. Ἐκεῖ πού στεκόταν αὐτή ἡ ὁμάδα ἀνθρώπων ἦταν τό κρεβάτι μου. Ποιό πράγμα τώρα τραβοῦσε τήν προσοχή τους, τί κοίταζαν αὐτοί, ἄν ἐγώ τώρα δέν ἤμουν ἐκεῖ, ἀλλά στεκόμουν στή μέση τοῦ δωματίου; Πλησίασα καί κοίταξα ἐκεῖ ὅπου κοιτοῦσαν ὅλοι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι: ἐκεῖ πάνω στό κρεβάτι βρισκόμουν ἐγώ!»13. Καταλάβατε; Ἔβλεπε τό σῶμα του καί ἔβλεπε τούς γιατρούς πού κοιτοῦσαν καί ἔλεγε «τί κοιτᾶνε;.. ἀφοῦ ἐγώ εἶμαι πίσω τους… γιατί κοιτᾶνε ἐκεῖ;.. ποιόν κοιτᾶνε;..». Κοιτοῦσαν τόν ἴδιο, τό σῶμα του δηλαδή.
«Δέν φοβήθηκα ὅταν εἶδα τόν ἑαυτό μου, ἀποροῦσα ὅμως, πῶς εἶναι δυνατό νά γίνεται κάτι τέτοιο», γιατί δέν πίστευε, ἦταν ἄθεος. «Αἰσθανόμουν ὅτι εἶμαι ἐδῶ, ἀλλά καί ἐκεῖ συγχρόνως»14.
– Πῶς βλέπω τόν ἑαυτό μου, ἐνῶ εἶμαι ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό μου;
«Ἤθελα μέ τό δεξιό μου χέρι νά πιάσω τό ἀριστερό. Τό ἕνα χέρι πέρασε μέσα ἀπό τό ἄλλο»15. Γιατί ἦταν ἡ ψυχή του, δέν ἦταν τό σῶμα. Καί σημειῶστε ἡ ψυχή, σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους μας, ἔχει μορφή ἀνθρώπου. Καί στήν ἁγιογραφία τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου πού ὁ Χριστός μας κρατάει στό χέρι Του τήν ψυχή τῆς Θεοτόκου Παναγίας, ἡ ψυχή τῆς Παναγίας ἔχει τή μορφή σάν ἕνα μικρό ἀνθρωπάκι, πού σημαίνει ὅτι καί ἡ ψυχή ἔχει κι αὐτή κάποια μέλη. Ἔχει καί κάποια οὐσία. Δέν εἶναι ἄυλη ἡ ψυχή μας. Τελείως ἄυλος εἶναι μόνο ὁ Θεός.
«Προσπάθησα νά πιάσω μέ τά χέρια τή μέση μου, καί πάλι τά χέρια μου πέρασαν μέσα ἀπό τό σῶμα μου σάν νά ὑπῆρχε στή θέση του ἕνα κενό… Φώναξα τόν γιατρό. Ὅμως ἡ ἀτμόσφαιρα γύρω μου ἦταν ἤδη τελείως διαφορετική: δέν μποροῦσε κἄν νά μεταδώσει τή φωνή μου. Κατάλαβα τότε τόν πλήρη ἀποχωρισμό μου ἀπό τό περιβάλλον, τήν παράξενη μοναξιά μου καί μέ ἔπιασε πανικός. Ἦταν πραγματική φρικτή αὐτή ἡ παράξενη μοναξιά μου. Τόν κοίταξα, καί τότε γιά πρώτη φορά σκέφτηκα ὅτι αὐτό πού μοῦ συνέβη, στή γλώσσα μας, στή γλώσσα τῶν ζωντανῶν ἀνθρώπων, ὀνομάζεται θάνατος! Ἡ σκέψη αυτή μου ήλθε στο μυαλό, επειδή το σώμα που ήταν ξαπλωμένο στο κρεβάτι φαινόταν σάν πτῶμα»16 καί ἀπό τήν ἄλλη ἔνιωθε ὅτι εἶμαι ἐγώ!
«Στόν νοῦ μας ἡ λέξη «θάνατος» συνδέεται ἀδιάρρηκτα μέ τόν ἀφανισμό καί μέ τό τέλος τῆς ζωῆς»17, ἔτσι λένε οἱ ἄθεοι. Θάνατος λένε ἀφανισμός, τελείωσαν ὅλα.. τίποτα δέν ὑπάρχει… Δέν εἶναι ἔτσι! Καθόλου ἔτσι! Ὁ θάνατος δέν εἶναι ἀφανισμός, δέν εἶναι ἐξαφάνιση.
Ὁπότε κι αὐτός ὁ ἄθεος ἄρχισε νά προβληματίζεται. «Πῶς ἦταν δυνατόν, ἐγώ νά σκέφτομαι ὅτι πέθανα ὅταν, οὔτε γιά ἕνα λεπτό, δέν ἔχασα τήν αὐτοσυνειδησία μου, ὅταν αἰσθανόμουν τόν ἑαυτό μου ζωντανό καί εἶχα μάλιστα καί τήν ἱκανότητα νά ἀκούω, νά βλέπω, νά αἰσθάνομαι, νά κινοῦμαι, νά σκέφτομαι καί νά μιλάω;»18. Ἔ, πῶς γίνεται;… Εἶμαι πεθαμένος καί τά κάνω ὅλα αὐτά..; Βλέπετε; Πῶς μπαίνει ὁ προβληματισμός τώρα.
«Ἡ ἀποξένωση ἀπό τό περιβάλλον καί ὁ διχασμός τῆς προσωπικότητάς μου θά μποροῦσε νά μέ κάνει νά ἑρμηνεύσω τό συμβάν, ἄν πίστευα ὅτι ὑπάρχει ἡ ψυχή καί ἄν ἤμουν ἄνθρωπος θρησκευόμενος». Τώρα ἀρχίζει καί ἔρχεται εἰς ἑαυτόν. «Ὅμως τέτοιες προϋποθέσεις δέν ὑπῆρχαν». Ἦταν ἄθεος καί δέν δεχόταν ὅτι ὑπάρχει ψυχή. «Μέ ὁδηγοῦσαν μόνο οἱ αἰσθήσεις μου. Αὐτή ἡ αἴσθηση ὅτι εἶμαι ζωντανός ἦταν τόσο καθαρή, πού ὅλα τά παράξενα αὐτά φαινόμενα μοῦ προκαλοῦσαν ἔκπληξη καί μόνο. Δέν ἤμουν σέ θέση νά συνδέσω αὐτό πού αἰσθανόμουν μέ τή συνηθισμένη ἀντίληψη περί θανάτου, δέν ἦταν δυνατόν ἔχοντας πλήρη αὐτοσυνειδησία, νά σκέφτομαι πώς δέν ὑπάρχω…»19. Ἀφοῦ εἶμαι πεθαμένος καί δέν ὑπάρχω… πῶς ὑπάρχω;… καταλαβαίνω πώς εἶμαι ζωντανός καί ὑπάρχω ἐνῶ εἶμαι καί πεθαμένος…
«Ὅταν ἀργότερα ἐνθυμούμουν τήν κατάσταση στήν ὁποία βρέθηκα, ἔβλεπα ὅτι ὁ νοῦς μου λειτουργοῦσε τότε μέ τόση δύναμη καί ταχύτητα…»20. Βλέπετε, μέ πόσες λεπτομέρειες περιγράφει τά πρῶτα λεπτά μετά τήν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα!
«Ἡ κατάσταση τῆς ψυχῆς», λέει τώρα ὁ π. Σεραφείμ, «κατά τά πρῶτα λεπτά μετά τόν θάνατο δέν περιγράφεται μέ τόσες λεπτομέρειες στή Χριστιανική γραμματεία τῆς ἀρχαιότητας. Ἐκεῖ ἡ ὅλη ἔμφαση δίνεται στίς πολύ πιό ἐντυπωσιακές ἐμπειρίες πού ἀκολουθοῦν». Ὄχι στά πρῶτα λεπτά, ἀλλά μετά, ὅπου γίνεται, αὐτό πού εἴπαμε προηγουμένως, ἡ συνάντηση μέ τά τελώνια.
«Ἴσως μόνο στή σημερινή ἐποχή, στήν ὁποία ἡ ταύτιση τῆς «ζωῆς» μέ τή «ζωή μέσα στό σῶμα..», δυστυχῶς ἐκεῖ ἔχουμε φτάσει σήμερα, νά θεωροῦμε ζωντανό αὐτόν πού ζεῖ βιολογικά, ὅταν ζεῖ τό σῶμα δηλαδή καί μετά ὅτι παύει νά ὑπάρχει, «ἔχει γίνει τόσο πλήρης καί διάχυτη», αὐτή ἡ ταύτιση μέ τήν ζωή μέσα στό σῶμα, «θά περιμέναμε νά ἐκδηλώνεται τέτοιο ἐνδιαφέρον γιά αὐτά τά πρῶτα λίγα λεπτά, ὅπου οἱ προσδοκίες τῶν περισσότερων σύγχρονων ἀνθρώπων διαψεύδονται πλήρως»21. Γι’ αὐτό σήμερα ἔχουμε τέτοιο ἐνδιαφέρον γιά τίς λεγόμενες μεταθανάτιες ἐμπειρίες, γιατί οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ταυτίσει τήν ζωή μέ τήν ζωή μέσα στό σῶμα καί σοῦ λέει τί γίνεται τώρα;… Κάτι περίεργο γίνεται… Ὑπάρχουμε καί μετά τόν θάνατο; Καί βλέπουν ἀκριβῶς ὅτι ὄντως ὑπάρχουμε καί διαψεύδονται οἱ ἄθεοι ἀπό τίς μαρτυρίες τῶν ἀθέων! Βλέπετε; Πῶς ὁ Θεός λειτουργεῖ! Καί μέσα ἀπό τούς ἀθέους καί τούς ἄπιστους ἀποδεικνύει ὅτι ὑπάρχει ψυχή, ὑπάρχει μετά θάνατον ζωή. Διαψεύδονται οἱ ἄθεοι «μέ τή συνειδητοποίηση ὅτι ὁ θάνατος δέν εἶναι τό τέλος, ἡ ζωή συνεχίζεται, καί ἡ ψυχή εἰσέρχεται σέ μία τελείως νέα κατάσταση!
Ἀσφαλῶς δέν ὑπάρχει τίποτε σέ αὐτήν τήν ἐμπειρία πού νά ἀντιδιαστέλλεται μέ τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τήν κατάσταση τῆς ψυχῆς ἀμέσως μετά τόν θάνατο. Γεγονός παραμένει, ὅτι σέ αὐτή τά λίγα λεπτά, καί μερικές φορές ἀκόμα καί στά λεπτά πού προηγοῦνται τοῦ θανάτου», ὅπως τό εἴδαμε ὅταν ἀναλύαμε τόν Εὐεργετινό καί θά τό δοῦμε καί ἐδῶ ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ, καί πρίν ἀκόμα βγεῖ ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα, ἀρχίζει ἡ ψυχή νά βλέπει μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς, νά βλέπει τόν πνευματικό κόσμο. Ὄχι πάντα, ἀλλά συμβαίνει κι αὐτό. «Οἱ ἄνθρωποι συχνά βιώνουν ἐμπειρίες πού δέν μποροῦν νά ἑρμηνευτοῦν ὡς ἁπλές «παραισθήσεις»22.
Καί κάτι ἀκόμα «Μετά τόν θάνατο ἡ ψυχή παραμένει γιά πολύ μικρό χρονικό διάστημα στήν ἀρχική κατάσταση μοναξιᾶς». Ὁ Δρ. Μούντυ παραθέτει ἀρκετές περιπτώσεις ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι, ἀκόμα καί πρίν πεθάνουν, εἶδαν ξαφνικά πεθαμένους συγγενεῖς καί φίλους τους»23. Κι ἐσεῖς θά τό ἔχετε ἀκούσει, τήν στιγμή πού βγαίνει ἡ ψυχή, λένε ἦρθε ὁ θεῖος μου, ἡ γιαγιά μου κ.λ.π.
Ἀκοῦστε μία ἐμπειρία: «Ὁ γιατρός μου ἀποφάσισε καί εἶπε στούς δικούς μου πώς ἤμουν στά τελευταῖα μου… Διαπίστωσα πώς ἦταν ὅλοι τους γνωστοί μου, πού ὅμως εἶχαν πεθάνει πρίν ἀπό μένα ὅλοι τους. Ἀναγνώρισα τή γιαγιά μου, μία συμμαθήτριά μου ἀπ΄ τό σχολεῖο καί πολλούς ἄλλους συγγενεῖς καί φίλους… Φαίνονταν ὅλοι τους εὐχαριστημένοι καί σκέφτηκα πώς εἶχαν ἔρθει νά μέ προστατέψουν ἤ νά μέ ὁδηγήσουν».
Ἡ ἐμπειρία», αὐτή λέει ὁ π. Σεραφείμ «μέ ἀποβιώσαντες φίλους καί συγγενεῖς κατά τήν ὥρα τοῦ θανάτου δέν ἀποτελεῖ καθόλου νέα ἀποκάλυψη. Περισσότερο ἀπό ἑβδομήντα χρόνια πρίν, ἀποτέλεσε τό θέμα ἑνός μικροῦ βιβλίου πού γράφτηκε ἀπό ἕναν –πού θεωρήθηκε– πρωτοπόρος τῆς σύγχρονης «παραψυχολογίας» ἤ ἀλλιῶς, τῆς σύγχρονης «ψυχικῆς ἔρευνας», τόν σέρ Οὐίλιαμ Μπάρετ»24. Θά ἔχετε ἀκούσει τούς ὅρους αὐτούς. Σήμερα λένε, εἶμαι ψυχοερευνήτρια ἤ παραψυχολόγος. Αὐτά συνδέονται μέ τή μαγεία, νά ξέρετε.
«Μετά τήν ἐμφάνιση τοῦ πρώτου βιβλίου τοῦ Δρος Μούντυ, ἕνα νέο βιβλίο δημοσιεύτηκε, ἐμπνευσμένο ἀπό τό βιβλίο τοῦ Σέρ Οὐίλιαμ, τό ὁποῖο πραγματευόταν τό θέμα τῆς «συνάντησης μέ ἄλλους». Πρέπει ἐδῶ νά ποῦμε λίγα λόγια», λέει ὁ π. Σεραφείμ, «γιά τά εὑρήματα αὐτοῦ τοῦ βιβλίου. Πρόκειται γιά τό πρῶτο καθαρά «ἐπιστημονικό» βιβλίο πού κυκλοφόρησε σχετικά μέ τίς ἐμπειρίες τῶν ἀνθρώπων τή στιγμή πού πεθαίνουν. Βασίζεται στά ἀποτελέσματα ἐρωτηματολογίων καί συνεντεύξεων μέ μία τυχαία ἐπιλεγμένη ὁμάδα γιατρῶν καί νοσοκόμων στίς ἀνατολικές Ἡνωμένες Πολιτεῖες καί τή Βόρεια Ἰνδία». Δύο διαφορετικοί τόποι. Ἡ Ἰνδία «ἐπελέγη γιά νά ἐπιτευχθεῖ ἡ μέγιστη ἀντικειμενικότητα, ἔτσι ὥστε νά ἐλεγχθοῦν οἱ πιθανές διαφορές στίς ἐμπειρίες ἀνθρώπων λόγω τῆς διαφορᾶς ἐθνικότητας, ψυχολογίας καί θρησκεύματος»25. Νά δοῦνε ἄν διαφορετικές ἐμπειρίες ἀνθρώπων πού ζοῦν σέ διαφορετικά μέρη ἐπηρεάζουν αὐτό πού βλέπει ὀ ἄνθρωπος μετά θάνατον. Καί ὄντως θά δεῖτε ὅτι τό ἐπηρεάζουν.
«Συγκεντρώθηκε τό ὑλικό πού περιλαμβάνει πάνω ἀπό χίλιες περιπτώσεις ὀπτασιῶν καί ὁραμάτων πού ἐμφανίστηκαν σέ ἑτοιμοθάνατους, καθώς καί σέ μερικούς, οἱ ὁποῖοι ἐπανῆλθαν στή ζωή ἀφοῦ εἶχαν θεωρηθεῖ κλινικά νεκροί. Οἱ συγγραφεῖς τοῦ βιβλίου θεωροῦν ὅτι σέ γενικές γραμμές τά εὑρήματα τοῦ Δρος Μούντυ συμφωνοῦν μέ τά δικά τους. Διαπιστώνουν ὅτι ὀπτασίες νεκρῶν συγγενῶν καί φίλων καί, στήν Ἰνδία, πολλές ὀπτασίες Ἰνδουιστικῶν «θεοτήτων» ἐμφανίζονται στούς ἀνθρώπους ἀρκετές φορές μέσα στήν τελευταία ὥρα καί συνήθως μέσα στό τελευταῖο εἰκοσιτετράωρο πρίν τόν θάνατο». Βλέπανε στήν Ἰνδία δηλαδή, θεότητες ἰνδουιστικές. «Στίς μισές περίπου περιπτώσεις ἐμφανίζεται ἕνα ὅραμα κάποιου μεταφυσικοῦ περιβάλλοντος, πού θυμίζει «παράδεισο», καί προκαλεῖ τά ἴδια συναισθήματα. Αὐτή ἡ ἐμπειρία «παραδείσου» θά συζητηθεί παρακάτω»26, ἄν εἶναι ὄντως παράδεισος αὐτό πού βλέπει.
«Ἡ ἰδιαίτερη ἀξία τῆς μελέτης τῶν» δύο γιατρῶν, «Ὄσις καί Χάραλντσον», πού εἴπαμε προηγουμένως, «ἔγκειται στό ὅτι διαχωρίζει ἐπιμελῶς τίς ἀσύνδετες, φυσικές παραισθήσεις ἀπό τἰς «ὑπερκόσμιες» ἐμφανίσεις ὀπτασιῶν καί ὁραμάτων, καί ἀναλύει στατιστικά τήν παρουσία παραγόντων, ὅπως ἡ χρήση παραισθησιογόνων φαρμάκων, ὁ ὑψηλός πυρετός, καθώς καί ἀσθένειες καί βλάβες τοῦ ἐγκεφάλου, τά ὁποῖα θά μποροῦσαν νά δημιουργήσουν ἁπλές παραισθήσεις, παρά πραγματικές ἐμπειρίες κάποιας κατάστασης πού λαμβάνει χώρα ἔξω ἀπό τό ἴδιο τό μυαλό τοῦ ἀθενοῦς»27. Νά ἀποκλείσουμε ὅτι ἦταν μία παραίσθηση, γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶχε πάρει κάποια φάρμακα ἤ εἶχε ὑψηλό πυρετό. Τά ἀποκλείουμε αὐτά. Βλέπετε; Εἶναι ἐπιστημονική ἔρευνα. Γιά νά μήν πεῖ κάποιος, ξέρεις, αὐτά τά εἶδε γιατί εἶχε ὑψηλό πυρετό.
«Οἱ συγγραφεῖς καταλήγουν στήν διαπίστωση: οἱ καθαρά «ὑπερκόσμιες» καί μέ τή μεγαλύτερη ἐσωτερική συνοχή ἐμπειρίες συμβαίνουν στούς ἀσθενεῖς ἐκείνους πού ἔχουν τή μεγαλύτερη ἐπαφή μέ τή «φυσική» πραγματικότητα καί τίς λιγότερες πιθανότητες νά ἐκδηλώσουν παραισθήσεις. Εἰδικότερα, ὅσοι βλέπουν ὀπτασίες νεκρῶν ἤ πνευματικῶν ὄντων συνήθως διατηροῦν πλήρως τίς διανοητικές τους λειτουργίες καί βλέπουν αὐτά τά ὄντα ἔχοντας ταυτόχρονα πλήρη ἀντίληψη τοῦ νοσοκομειακοῦ περιβάλλοντος»28. Δέν τά ’χουνε χάσει. Εἶναι λίγο πρίν τόν θάνατο, ἀντιλαμβάνονται ποῦ βρίσκονται, ὅτι εἶναι στό νοσοκομεῖο, βλέπουν τούς γιατρούς, ἀλλά συγχρόνως βλέπουν καί αὐτά τά πράγματα. Δέν εἶναι λοιπόν παραισθήσεις, γιατί παραίσθηση εἶναι νά βλέπεις ἄλλο ἀπό αὐτό πού εἶναι στήν πραγματικότητα. Βλέπεις, ἄς ποῦμε, ἕναν καλόγερο πού κρεμᾶνε τά καπέλα τους οἱ ἄνθρωποι, τά παλτά τους, καί νομίζεις ὅτι εἶναι ἄνθρωπος. Αὐτό εἶναι παραίσθηση. Δέν εἶναι αὐτό τό πράγμα. Αὐτοί εἶχαν σωστή ἀντίληψη τοῦ περιβάλλοντος καί συγχρόνως βλέπανε καί νεκρούς, συγγενεῖς πού ἦταν ἤδη πεθαμένοι.
«Οἱ συγγραφεῖς, παρότι ἐπιφυλακτικοί ὅσον ἀφορᾶ τά συμπεράσματά τους, καταλήγουν ὅτι τείνουν πρός τήν «ἀποδοχή τῆς ὑπόθεσης περί μετά θάνατον ζωῆς ὡς τῆς πιό ἀξιόπιστης ἑρμηνείας τῶν δεδομένων μας»29. Βλέπετε; Καί οἱ ἄθεοι δέν μποροῦν νά ποῦνε τίποτα ἄλλο. Σοῦ λένε, μᾶλλον ὑπάρχει ἡ μετά θάνατον ζωή. Βλέπετε πῶς καί οἱ ἴδιοι οἱ ἐπιστήμονες ἀναγκάζονται νά τό ὁμολογήσουν αὐτό. Ἐδῶ ἔγκειται ἡ ἀξία, γι’ αὐτό ἀσχολούμαστε λίγο μ’ αὐτά. Θά πᾶμε καί στά ὀρθόδοξα, νά δοῦμε ποιά εἶναι ἡ πλήρης ἀλήθεια γιά αὐτά. Ἀλλά, βλέπετε, πῶς καί μέσα ἀπό αὐτά τά ἐπιστημονικά ἐπιβεβαιώνεται ἡ ἀλήθεια ὅτι ὑπάρχει ἡ μετά θάνατον ζωή, ὑπάρχει ἡ ψυχή. Ἀλλιῶς αὐτά δέν ἐξηγοῦνται. Καί δέν εἶναι παραισθήσεις…
«Τέτοια εὑρήματα προκαλοῦν, φυσικά, κάποια ἔκπληξη ἀφοῦ προέρχονται ἀπό τό ὑπόβαθρο τοῦ ἀγνωστικισμοῦ». Ξέρετε τί θά πεῖ ἀγνωστικιστής. Αὐτός πού λέει: Ὑπάρχει Θεός; Δέν ξέρω! Αὐτός εἶναι ὁ ἀγνωστικιστής. Δέν ξέρω… Κι ὅμως ἀπό αὐτούς τούς ἀγνωστικιστές καί τούς ἀπίστους ἔχουμε τέτοια εὑρήματα «πού ἐδῶ καί τόσον καιρό χαρακτηρίζουν τίς θεωρίες τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης. Ἐντούτοις, γιά ἕναν Ὀρθόδοξο Χριστιανό, δέν ὑπάρχει τίποτε σέ αὐτές πού νά προκαλεῖ ἔκπληξη», λέει ὁ π. Σεραφείμ. «Γνωρίζουμε ὅτι ὁ θάνατος ἀποτελεῖ μόνο μία μετάβαση πρός μία ἄλλη μορφή ὕπαρξης». Δέν εἶναι ἐξαφάνιση. Ἁπλῶς ἀρχίζεις νά ὑπάρχεις σέ μία ἄλλη μορφή. «Καί μᾶς εἶναι οἰκεῖες πολλές περιπτώσεις ἐμφάνισης ὀπτασιῶν καί ὁραμάτων στούς ἑτοιμοθάνατους, τόσο στούς ἁγίους ὅσο καί στούς κοινούς ἁμαρτωλούς»30. Γεμάτα εἶναι τά Συναξάρια καί οἱ διδασκαλίες τῶν Ἁγίων Πατέρων ἀπό τέτοιες μαρτυρίες.
«Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Μέγας, περιγράφοντας πολλές τέτοιες ἐμπειρίες στούς Διαλόγους του, ἐξηγεῖ τό φαινόμενο τῆς συνάντησης μέ ἄλλα πρόσωπα ἤ πνευματικά ὄντα». Τί λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος; Τί εἶναι αὐτά τά ὄντα πού βλέπουμε λίγο πρίν πεθάνουμε; «Συμβαίνει ἀρκετά συχνά ἡ ψυχή πού πρόκειται νά ἐξέλθει νά ἀναγνωρίζει ἀκόμη καί αὐτούς, μέ τούς ὁποίους πρόκειται νά τῆς ὁρισθεῖ ἡ ἴδια οὐράνια μονή, λόγω ἰσότητας πταισμάτων ἤ καί βραβείων». Κατατάσσεται ἡ ψυχή μέ τούς ὁμοίους της καί αὐτοί οἱ ὅμοιοί της τήν ὑποδέχονται κατά κάποιο τρόπο. Ἤ αὐτή βλέπει καί θεωρεῖ ὅτι εἶναι οἱ συγγενεῖς. Δέν εἶναι συγγενεῖς, ἀλλά θέλει ὁ Θεός νά ἐμφανίζονται ἔτσι. Τί εἶναι ἀκριβῶς; Θά τό ποῦμε – ὅσο μποροῦμε. «Καί εἰδικά ὅσον ἀφορᾶ ἐκείνους πού ἔχουν ζήσει ἕναν ἐνάρετο βίο, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος παρατηρεῖ ὅτι «πράγματι συμβαίνει πολλές φορές στούς δικαίους, κατά τόν θάνατό τους νά δέχονται ὀπτασίες τῶν προηγηθέντων ἁγίων γιά νά μή φοβηθοῦν τήν καταδικαστική ἀπόφαση τοῦ θανάτου τους, ἀλλά, καθώς δεικνύεται στόν νοῦ τους ὁ ὅμιλος τῶν ἐντός τῆς Βασιλείας πολιτῶν, νά λυθοῦν ἀπό τόν δεσμό τῆς σάρκας τους χωρίς λύπη ἤ φόβο»31. Ἔτσι λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Μέγας, ὁ Πάπας Ρώμης. Δηλαδή, στούς ἀνθρώπους πού ἔχουν ζήσει ἁγία ζωή, παραχωρεῖ ὁ Θεός νά συναντηθοῦν μέ τούς ἁγίους πού ἔχουν ἤδη κοιμηθεῖ, ὥστε νά τούς ἁπαλύνει αὐτή τήν ἀγωνία καί αὐτόν τόν φόβο τοῦ θανάτου. Γιατί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δέν θέλουμε τόν θάνατο. Δέν εἶναι κάτι εὐχάριστο. Δέν εἴμαστε φτιαγμένοι γιά τόν θάνατο. Ὁ Θεός δέν ἔπλασε τόν ἄνθρωπο θνητό. Τόν ἔπλασε ἀθάνατο. Ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα ἦταν ἀθάνατοι στόν παράδεισο, ὅσο δέν εἶχαν ἁμαρτήσει. Ἤ ἄν θέλετε πιό σωστά, δυνάμει ἀθάνατοι, δηλαδή μποροῦσαν νά εἶναι ἀθάνατοι, ἐάν ἔμεναν στήν ὑπακοή. Ἐπειδή ἀκριβῶς δέν ἔμειναν στήν ὑπακοή τοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό καί ἔγιναν θνητοί. Γίναμε ὅλοι θνητοί. Εἶναι κάτι ἔξω δηλαδή ἀπό τή φύση μας ὁ θάνατος. Ὁ Θεός δέν ἔφτιαξε θάνατο. Ὁ θάνατος μπῆκε ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλά ὡς κάτι ἀφύσικο τό ἀποστρεφόμαστε, δέν τό θέλουμε.
Ὁ Θεός, λοιπόν, γιά νά ἁπαλύνει αὐτή τήν διαδικασία τῆς ἐξόδου τῆς ψυχῆς, στούς ἁγίους στέλνει Ἁγίους, λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, οἱ ὁποῖοι ἔχουν κοιμηθεῖ πρίν ἀπό αὐτόν, γιά νά τούς πάρει αὐτόν τόν φόβο καί ἔτσι χωρίς λύπη καί φόβο νά πορευθοῦν πρός τόν Θεό.
«Παραθέτει χαρακτηριστικές περιπτώσεις ὅπου Ἄγγελοι, Μάρτυρες, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ἡ Παναγία, ἀκόμα καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἔχουν ἐμφανιστεῖ σέ ἑτοιμοθανάτους.
Ὁ κ. Μούντυ ἀναφέρει ἕνα παράδειγμα συνάντησης πού εἶχε ἕνας ἑτοιμοθάνατος, ὄχι μέ κάποιο συγγενή ἤ πνευματικό ὄν, ἀλλά μέ ἕναν τελείως ἄγνωστο ἄνθρωπο: «Μία γυναίκα μοῦ διηγήθηκε πώς σάν «πέθανε», εἶδε, ἐκτός ἀπ’ τό δικό της «ἐξαϋλωμένο σῶμα», καί τό «σῶμα» κάποιου πού εἶχε πεθάνει πρόσφατα καί πού ὡστόσο ἡ ἴδια δέν τόν γνώριζε».
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος περιγράφει ἕνα παρόμοιο φαινόμενο στούς Διαλόγους του: ἀναφέρει διάφορα περιστατικά, κατά τά ὁποῖα ἕνας ἑτοιμοθάνατος φωνάζει δυνατά τό ὄνομα κάποιου ἄλλου, ὁ ὁποῖος πεθαίνει τήν ἴδια ὥρα σέ κάποιο ἄλλο μέρος». Πῶς τό ξέρει; «Καί δέν πρόκειται καθόλου γιά φαινόμενο διόρασης, ἡ ὁποία εἶναι δυνατή μόνο στούς ἁγίους, ἀφοῦ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος περιγράφει τό πῶς ἕνας κοινός ἁμαρτωλός, προοριζόμενος προφανῶς γιά τήν κόλαση, καλεῖ κάποιον μέ τό ὄνομα Στέφανος, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶναι ἄγνωστος καί πεθαίνει τήν ἴδια μέ ἐκεῖνον στιγμή, θέλοντας νά τοῦ πεῖ ὅτι «ἕτοιμο εἶναι τό καράβι γιά νά μᾶς μεταφέρει στή Σικελία». Σημειώνεται ὅτι ἡ Σικελία εἶναι τόπος ἔντονης ἡφαιστειακῆς δραστηριότητας, πού θυμίζει τήν Κόλαση. Εἶναι φανερό ὅτι πρόκειται γιά τήν ὀνομαζόμενη σήμερα «ὑπέρ – αἰσθητική ἀντίληψη» ἤ ESP», ὅπως τό λένε ἀγγλιστί, «ἡ ὁποία γίνεται ἰδιαιτέρως ἔντονη σέ πολλούς ἀνθρώπους ἀκριβῶς πρίν πεθάνουν, καί φυσικά συνεχίζει νά ὑπάρχει μετά τόν θάνατο, ὅταν ἡ ψυχή βρίσκεται τελείως ἔξω ἀπό τόν κόσμο τῶν φυσικῶν αἰσθήσεων»32. Μέ τίς αἰσθήσεις ἐσύ δέν μπορεῖς νά δεῖς τί γίνεται 50 χιλιόμετρα μακριά, ἀλλά μέ τίς αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς μπορεῖς.
«Ἑπομένως, αὐτή ἡ συγκεκριμένη «ἀνακάλυψη» τῆς σύγχρονης ψυχικῆς ἔρευνας ἁπλῶς ἐπιβεβαιώνει αὐτό πού ὁ ἀναγνώστης τῆς ἀρχαίας χριστιανικῆς γραμματείας ἤδη γνωρίζει σχετικά μέ τίς συναντήσεις μέ ἄλλα πνευματικά ὄντα ἤ πρόσωπα κατά τή στιγμή τοῦ θανάτου. Οἱ συναντήσεις αὐτές, ἐνῶ κατά κανέναν τρόπο δέν φαίνεται νά συμβαίνουν σέ κάθε ἑτοιμοθάνατο, μποροῦν, ἐντούτοις, νά ὀνομαστοῦν καθολικές ἐμπειρίες, μέ τήν ἔννοια ὅτι συμβαίνουν ἀνεξαρτήτως ἐθνικότητας, θρησκεύματος ἤ ἁγιότητας βίου τοῦ ἑτοιμοθανάτου»33. Παντοῦ, καί σ’ αὐτή τήν ἔρευνα πού κάνανε, καί στούς Ἰνδούς καί στούς Ἀμερικάνους εἶχαν τέτοιες συναντήσεις μέ ὄντα τή στιγμή τοῦ θανάτου.
«Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἡ ἐμπειρία ἑνός χριστιανικοῦ ἁγίου, ἐνῶ ἔχει τά γενικά κοινά χαρακτηριστικά, τά ὁποῖα φαινομενικά ὁ καθένας μπορεῖ νά βιώσει, διαθέτει μία τελείως ἄλλη διάσταση, μία διάσταση ἡ ὁποία δέν ἐπιδέχεται ὁρισμό ἀπό τούς ἐρευνητές τῶν ψυχικῶν φαινομένων. Κατά τήν ἐμπειρία αὐτή, συχνά ἐκδηλώνονται ἔκτακτα σημεῖα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καί ὅλοι ἤ πολλοί ἀπό αὐτούς πού βρίσκονται κοντά στόν ἑτοιμοθάνατο ἔχουν τή δυνατότητα νά δοῦν τό ὅραμα ἀπό τόν ἄλλο κόσμο»34. Δηλαδή, δέν εἶναι μόνο ὁ ἅγιος πού πεθαίνει ἐκείνη τή στιγμή πού βλέπει, ἀλλά καί αὐτοί πού εἶναι γύρω του βλέπουν καί αἰσθάνονται, ὅταν ὑπάρχει ἁγιότητα.
«Ἄς παραθέσουμε, ὅμως, ἕνα καί μόνο τέτοιο παράδειγμα ἀπό τούς Διαλόγους τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. «Τά μεσάνυκτα, ἐνῶ βρισκόντουσαν δίπλα στό κρεβάτι τῆς κατάκοιτης», μιά ἁγία γυναίκα ἦταν αὐτή, «ξαφνικά φῶς σταλμένο ἀπό τόν οὐρανό γέμισε κάθε χῶρο τοῦ μικροῦ οἰκίσκου καί ἀστραποβόλησε μία λάμψη τέτοιας φωτεινότητας, πού ἀνείπωτος φόβος διαπέρασε τίς καρδιές τῶν παρευρισκομένων». Δέν τό ἔβλεπε τό φῶς μόνο ἡ ἑτοιμοθάνατη, ἀλλά καί αὐτοί πού ἦταν γύρω της. «Ἄρχισε νά ἀκούγεται ἦχος σάν νά ἔμπαινε μέσα πλῆθος πολύ», σάν νά μπαίνει κόσμος μέσα στό δωμάτιο. Ἀκουγόταν ἦχος γιά ὅλους, ὄχι μόνο ἀπό τήν ἑτοιμοθάνατη «καί ἡ εἴσοδος τοῦ οἰκίσκου σειόταν σάν νά συνθλιβόταν ἀπό τίς μάζες τῶν εἰσερχομένων». Στριμωγνόντουσαν δηλαδή καί αὐτό ἦταν ἀντιληπτό. «Ὅπως ἔλεγαν, αἰσθανόντουσαν πλῆθος νά εἰσέρχεται, ἀλλά ἀπό τήν ὑπερβολή τοῦ φόβου καί τοῦ φωτός δέν μποροῦσαν νά δοῦν, γιατί τά μάτια τους τά εἶχε πλακώσει ὁ φόβος καί τά εἶχε θαμπώσει ἡ ἀκτινοβολία τόσου φωτός. Τό φῶς αὐτό ἀμέσως τό ἀκολούθησε ὀσμή θαυμαστῆς εὐωδίας». Ὄχι μόνο φῶς, ἀλλά καί εὐωδία, «ἔτσι ὤστε κι ἄν τήν τρόμαξε τήν ψυχή τους τό ἐκπεμπόμενο φῶς, τήν ἀνέθαλπε ὅμως ἡ γλυκύτητα τῆς εὐωδίας. Ἄρχισε –τότε– ἡ Ρωμύλα νά παρηγορεῖ μέ φιλόφρονα τόνο φωνῆς τήν δικιά της διδασκάλισσα τῆς χρηστοήθειας Ρεδέμπτα, πού στεκόταν δίπλα καί ἔτρεμε, λέγοντας: «Μή φοβᾶσαι, μητέρα. Δέν πεθαίνω ἀμέσως». Ἡ Ρωμύλα ἦταν αὐτή ἡ ἁγία κοπέλα, πού ἦταν ἑτοιμοθάνατη καί ἡ Ρεδέμπτα ἦταν ἡ Γερόντισσά της. Μή φοβᾶσαι τῆς λέει, δέν πεθαίνω ἀκόμα. «Κι ἐνῶ τό ἐπαναλάμβανε αὐτό συνέχεια, λίγο-λίγο τό ἐκπεμπόμενο φῶς ἀποτραβήχθηκε, ἀλλά ἡ εὐωδία πού τό ἀκολούθησε παρέμεινε. Ἔτσι πέρασε δεύτερη καί τρίτη ἡμέρα καί ἡ σκορπισμένη ὀσμή εὐωδίας παρέμενε. Τήν τέταρτη νύκτα φώναξε ξανά τήν διδασκάλισσά της. Σάν ἦρθε, ζήτησε τή Θεία Κοινωνία, τήν ὁποία καί πῆρε. Δέν εἶχαν ἀκόμη ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τό κρεβάτι τῆς κατάκοιτης ἡ Ρεδέμπτα καί ἡ ἄλλη μαθήτριά της», εἶχε καί μία ἀκόμα, «ὅταν ξαφνικά στήν πλατεία μπροστά στήν εἴσοδο αὐτοῦ τοῦ οἰκίσκου στάθηκαν δυό χοροί ψαλλόντων», δύο χορωδίες. «Ἡ Ἁγία ἐκείνη ψυχή λύθηκε ἀπό τή σάρκα»35. Τότε ἔφυγε ἡ ψυχή της. Ὅπως τῆς εἶπε, ὄχι ἀκόμα… σέ τέσσερις μέρες, ἀφοῦ ὑπῆρχε αὐτό τό ἄπλετο φῶς, τό ἄκτιστο φῶς τοῦ Θεοῦ, ἡ οὐράνια εὐωδία καί ἡ ψαλμωδία. Βλέπετε; Μία ἐμπειρία ὀρθόδοξης κοίμησης. Πόσο διαφορετική ἀπό αὐτά πού ζοῦνε οἱ ἐκτός Ἐκκλησίας!
«Καθώς ὁδηγεῖτο αὐτή στόν οὐρανό –ἡ ψυχή της– ὅσο ψηλότερα ἀνέβαιναν οἱ χοροί τῶν ψαλλόντων, τόσο σιγανότερα ἄρχισε νά ἀκούγεται ἡ ψαλμωδία». Ὅσο ἀνέβαινε, χαμήλωνε ἡ ψαλμωδία «ἕως ὅτου ξεμακρυσμένος πιά ὁ ἦχος τῆς ψαλμωδίας καί ἡ γλυκύτητα τῆς εὐωδίας ἔσβησαν». Αὐτό τό περιστατικό μᾶς τό παραδίδει ὁ Μέγας Γρηγόριος ὁ Διάλογος καί ὑπάρχει καί στόν Εὐεργετινό. «Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί θά θυμοῦνται παρόμοια περιστατικά ἀπό τήν ἀνάγνωση πολλῶν Βίων Ἁγίων, ὅπως τοῦ Ἁγίου Σισώη, τῆς Ἁγίας Ταϊσίας, τοῦ Ὁσίου Θεοφίλου τοῦ Κιέβου, κλπ.
Καθώς προχωροῦμε ὅλο καί βαθύτερα στή μελέτη τῶν ἐμπειριῶν θανάτου καί ἐπιθανάτιων ἐμπειριῶν θά πρέπει νά ἔχουμε πάντοτε ὑπόψη τίς σημαντικές διαφορές πού ὑπάρχουν ἀνάμεσα στή γενική ἐπιθανάτια ἐμπειρία, ἡ ὁποία προκαλεῖ σήμερα τόσο ἔντονο ἐνδιαφέρον καί στήν ἐμπειρία θανάτου πού παρέχει ἡ Θεία Χάρη στούς δικαίους Ὀρθόδοξους Χριστιανούς». Τεράστια διαφορά! «Αὐτό θά μᾶς βοηθήσει νά κατανοήσουμε πληρέστερα μερικές ἀπό τίς δυσεξήγητες πλευρές τῶν σύγχρονων ἐμπειριῶν θανάτου.
Ἡ ἐπίγνωση αὐτῆς τῆς διάκρισης, γιά παράδειγμα, μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει νά προσδιορίσουμε τήν ταυτότητα τῶν ὀπτασιῶν πού βλέπουν οἱ ἑτοιμοθάνατοι». Τί εἶναι αὐτό πού βλέπουν; Εἶναι ὄντως οἱ συγγενεῖς; «Συμβαίνει πράγματι νά ἔρχονται συγγενεῖς καί φίλοι ἀπό τόν κόσμο τῶν νεκρῶν γιά νά ἐμφανιστοῦν στούς ἑτοιμοθάνατους; Καί διαφέρουν ἄραγε αὐτές οἱ ἴδιες οἱ ὀπτασίες ἀπό τίς ἐμφανίσεις Ἁγίων σέ δίκαιους Χριστιανούς κατά τόν θάνατό τους;
Γιά νά ἀπαντήσουμε στό πρῶτο ἐρώτημα», ἄν εἶναι ὄντως συγγενεῖς καί φίλοι, «θά ἀνατρέξουμε στό βιβλίο τῶν Ὄσις καί Χάραλντσον, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρουν ὅτι –προσέξτε– πολλοί Ἰνδουιστές βλέπουν τούς «θεούς» καί τίς «θεές» τοῦ Ἰνδουιστικοῦ Πανθέου», πού ἐμεῖς ξέρουμε ὅτι αὐτά εἶναι δαίμονες. Δέν ὑπάρχουνε ἄλλοι θεοί. «Οἱ θεοί τῶν ἐθνῶν δαιμόνια»36. Λοιπόν, αὐτοί βλέπουν αὐτούς, «τόν Κρίσνα, τόν Σίβα, τήν Κάλι κλπ, καί ὄχι ἐκείνους τούς στενούς συγγενεῖς καί φίλους πού συχνά ἀναφέρονται στήν Ἀμερική». Οἱ Ἀμερικάνοι δέν βλέπουν αὐτούς, βλέπουν συγγενεῖς. «Ὡστόσο, ὅπως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τόσο κατηγορηματικά διδάσκει, αὐτοί οἱ «θεοί» δέν ὑπάρχουν στήν πραγματικότητα: «περί τῆς βρώσεως οὖν τῶν εἰδωλοθύτων οἴδαμεν ὅτι οὐδέν εἴδωλον ἐν κόσμῳ, καί ὅτι οὐδείς Θεός ἕτερος εἰ μή εἷς»37. Ἕνας μόνο Θεός ὑπάρχει, ὁ Τριαδικός Θεός. Δέν ὑπάρχει ἄλλος θεός. «Σέ ὁποιαδήποτε ἀληθινή ἐμπειρία «θεῶν» ἐμπλέκονται δαίμονες». Δέν εἶναι θεοί, εἶναι δαίμονες, «ὅτι ἅ θύει τά ἔθνη, δαιμονίοις θύει καί οὐ Θεῷ»38»39. Θυσιάζουν καί οἱ εἰδωλολάτρες στούς ὑποτιθέμενους θεούς. Στά δαιμόνια θυσιάζουν. Καί οἱ ἀρχαῖοι μας Ἕλληνες πρόγονοι στά δαιμόνια θυσίαζαν.
«Ποιούς λοιπόν πραγματικά βλέπουν αὐτοί οἱ ἑτοιμοθάνατοι Ἰνδουιστές; Οἱ Δρ. Ὄσις καί Χάραλντσον πιστεύουν ὅτι ὁ προσδιορισμός τῆς ταυτότητας τῶν ὄντων μέ τά ὁποῖα συναντᾶται ὁ ἑτοιμοθάνατος εἶναι σέ μεγάλο βαθμό προϊόν ὑποκειμενικῆς ἑρμηνείας πού ἀποδίδεται ἀνάλογα μέ τό θρησκευτικό, πολιτισμικό καί προσωπικό ὑπόβαθρο τοῦ καθενός». Ἀνάλογα δηλαδή μέ τό τί ἔχουν μέσα τους ὡς ἐμπειρία ζωῆς, αὐτό νομίζουν καί ὅτι βλέπουν. Γι’ αὐτό βλέπουν διαφορετικά πράγματα οἱ Ἰνδουιστές ἀπό τούς Ἀμερικανούς. «Καί αὐτή φαίνεται πράγματι νά εἶναι μία λογική ἄποψη πού ἁρμόζει στίς περισσότερες περιπτώσεις. Στίς περιπτώσεις ἀτόμων ἀπό τίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, τό πιθανότερο εἶναι ὅτι οἱ νεκροί συγγενεῖς, τούς ὁποίους βλέπουν οἱ ἑτοιμοθάνατοι, δέν εἶναι στήν πραγματικότητα «παρόντες», ὅπως ἐκεῖνοι πιστεύουν ὅτι εἶναι. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Μέγας λέει», προσέξτε, ἔχει σημασία πῶς τό λένε οἱ ἅγιοι. Οἱ ἅγιοι δέν κάνουν λάθος, προσέχουν πολύ τήν διατύπωσή τους. Ὄχι ὅτι εἶναι ἀλάθητοι οἱ ἅγιοι, ἀλλά ἀξίζει νά λεπτολογοῦμε λίγο καί τήν διατύπωση. Τί λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Μέγας; «Ὁ ἑτοιμοθάνατος «ἀναγνωρίζει» ἄτομα, ἐνῶ στούς δικαίους «οἱ Ἅγιοι τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν ἐμφανίζονται». Ἐνῶ στούς ἁπλούς ἀναγνωρίζει. Τώρα, τό τί ἀναγνωρίζει ἐξαρτᾶται καί ἀπό τό τί ἔχει μέσα του ὡς ἐμπειρία. Οἱ Ἰνδουιστές, ἐπειδή μιά ζωή εἶναι μέ τά εἴδωλα, ἀναγνωρίζουν τήν Κάλι, τόν Σίβα. Οἱ Ἀμερικάνοι, πού δέν ἔχουν σχέση μ’ αὐτά καί ζοῦνε μιά ζωή τρά-λά-λά… ὅλοι θά σωθοῦμε… ὅπως λένε οἱ προτεστάντες.. ὅλα καλά, ὅλα ὡραῖα, βλέπουν συγγενεῖς, ἀναγνωρίζουν, νομίζουν δηλαδή ὅτι βλέπουν. «Μία διάκριση ἡ ὁποία δέν ὑποδεικνύει ἁπλῶς τή διαφορετική ἐπιθανάτια ἐμπειρία μεταξύ δικαίων καί κοινῶν ἁμαρτωλῶν»40, οἱ Ἅγιοι ἔχουν ἀληθινές ἐμπειρίες. Δέν ἀναγνωρίζουν, ἀλλά ζοῦν τήν ἐπίσκεψη τῶν Ἁγίων, τῆς Παναγίας, τοῦ Χριστοῦ κατά τήν ὥρα τοῦ θανάτου τους. Βλέπετε; Διαφορετικά ἐκφράζεται ὁ Ἅγιος γιά τούς ἁπλούς κοινούς θνητούς, οἱ ὁποῖοι ἀναγνωρίζουν ἀνάλογα μέ τό τί ἔχουν μέσα τους, καί διαφορετικά γιά τούς ἁγίους πού ζοῦν τήν ἐμφάνιση ὄντως τῶν Ἁγίων, ἀκόμα καί τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ.
«Οἱ Ἅγιοι ἔχουν μεγάλη ἐλευθερία νά πρεσβεύουν ὑπέρ τῶν ζώντων καί νά σπεύδουν πρός βοήθειά τους, ἐνῶ οἱ ἀποθανόντες ἁμαρτωλοί, ἐκτός ἀπό πολύ εἰδικές περιπτώσεις, δέν ἔχουν καμία ἐπαφή μέ τούς ζῶντες»41. Προσέξτε το αὐτό, πολλοί ἐξαπατῶνται καί λένε, ἄ, ξέρεις, ἦρθε στό ὄνειρό μου, τόν εἶδα. Ἤ ἄλλοι μοῦ λένε, πάτερ, ἔχει πεθάνει 30 μέρες καί ἀκόμα δέν τόν εἶδα. Ποῦ νά τόν δεῖς;, λέω. Στό ὄνειρό μου. Δέν τόν εἶδα… Παρακαλάω, λέει, τόν Θεό νά ἔρθει στό ὄνειρό μου… Δέν ἔρχεται! Οὔτε θά ἔρθει! Κι ἄν ἔρθει, δέν θά εἶναι αὐτός, θά εἶναι δαίμονας. Δέν μποροῦν νά μετακινηθοῦν. Οἱ μόνοι πού μποροῦν νά μετακινηθοῦν εἶναι οἱ Ἅγιοι. Ἄν ἦταν ἅγιος… μακάρι νά ἦταν. Τότε μπορεῖ νά τόν δεῖς ὄχι στόν ὕπνο σου, νά τόν δεῖς μπροστά σου πραγματικά. Οἱ Ἅγιοι ἔχουν ἐλευθερία νά πρεσβεύουν ὑπέρ τῶν ζώντων καί νά σπεύδουν πρός βοήθειά τους. Ἐνῶ οἱ ἀποθανόντες ἁμαρτωλοί, ἐκτός ἀπό πολύ εἰδικές περιπτώσεις, δέν ἔχουν καμία ἐπαφή μέ τούς ζῶντες. Προσέξτε το αὐτό, καμία ἐπαφή! Λέει, θέλω νά τόν δῶ.. ποῦ εἶναι κ.λ.π. Δέν μπορεῖ νά τόν δεῖ, δέν μπορεῖ νά ἔχει καμία ἐπαφή.
Ἐκεῖνος δέν μπορεῖ νά ἔρθει. Τώρα, ἄν ἐσύ εἶσαι πολύ ἅγιος καί κάνεις πολλή προσευχή καί νηστεία, μπορεῖ νά σοῦ δείξει ὁ Θεός ποῦ εἶναι, ἀλλά ὄχι ὅτι ἐκεῖνος ἔρχεται. Ὁ Θεός παραχωρεῖ νά δεῖς ἐσύ τήν κατάστασή του. Ἔχουμε τέτοια περιστατικά ἀπό ἁγίους Γέροντες πού προσευχήθηκαν καί εἶδαν ποῦ πῆγε, ἄς ποῦμε, τό πνευματικό τους παιδί.
«Αὐτή ἡ διάκριση ἐκφράζεται μέ ἀρκετή σαφήνεια ἀπό τόν ἱερό Αὐγουστίνο», Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας. Ὄρθόδοξος ἀλλά ἔζησε στήν Δύση, «Λατίνο Πατέρα τοῦ 5ου αἰῶνα, στήν πραγματεία πού ἔγραψε κατ’ αἴτησιν τοῦ ἁγίου Παυλίνου Ἐπισκόπου Νώλης περί τῆς «φροντίδος τῶν νεκρῶν». Στό ἔργο αὐτό, ὁ Αὐγουστίνος προσπαθεῖ νά συμβιβάσει τό ἀδιαμφισβήτητο γεγονός ὅτι ἅγιοι, ὅπως ὁ Μάρτυρας Φήλιξ τῆς Νώλης, ἔχουν σαφῶς ἐμφανιστεῖ σέ πιστούς, μέ τό ἐξίσου ἀδιαμφισβήτητο γεγονός ὅτι οἱ νεκροί κατά γενικό κανόνα δέν ἐμφανίζονται στούς ζῶντες». Γενικός κανόνας. Κι αὐτά πού κάνουνε οἱ μάγοι, πού ὑποτίθεται κάνουν ἐπικλήσεις καί ἔρχεται ἡ ψυχή τοῦ νεκροῦ στίς λεγόμενες πνευματιστικές συγκεντρώσεις, εἶναι ἀπάτες. Δαίμονες ἔρχονται! Δέν ἔρχεται ἡ ψυχή τοῦ νεκροῦ. Λένε, νά φωνάξουμε τήν ψυχή τοῦ νεκροῦ τάδε, γιά νά μᾶς πεῖ τί νά κάνουμε κ.λ.π. Εἶναι ἀπάτες δαιμονικές ὅλα αὐτά.
«Οἱ ψυχές τῶν νεκρῶν», λέει ὁ Ἅγιος Αὐγουστίνος, «βρίσκονται σέ ἕνα μέρος, ὅπου δέν βλέπουν τά διαδραματιζόμενα σέ αὐτήν τή θνητή ζωή», καθώς –λέει- καί τήν ἄποψη τοῦ ὅτι οἱ περιπτώσεις φαινομενικῶν ἐμφανίσεων νεκρῶν στούς ζῶντες εἶναι συνήθως εἴτε τό ἀποτέλεσμα «ἔργου τῶν Ἀγγέλων» εἴτε «ψευδή ὁράματα» κατ’ ἐνέργειαν τῶν δαιμόνων, πού ἀποσκοποῦν στό νά ὁδηγήσουν τούς ἀνθρώπους στή διαμόρφωση μίας ἐσφαλμένης διδασκαλίας περί τῆς μετά θάνατον ζωῆς»42. Εἴτε εἶναι Ἄγγελοι ἑπομένως, εἴτε εἶναι δαιμονικά τερτίπια, δαίμονες.
«Ὁ ἱερός Αὐγουστίνος προχωρᾶ κατόπιν στή διάκριση ἀνάμεσα στίς φαινομενικές ἐμφανίσεις νεκρῶν καί τίς ἀληθινές ἐμφανίσεις τῶν ἁγίων. «Πῶς γίνεται οἱ μάρτυρες μέ τίς εὐεργεσίες τους, πού παρέχουν σέ ἐκείνους πού τίς ζητοῦν, νά δείχνουν ὅτι ἐνδιαφέρονται γιά τίς ἀνθρώπινες ὑποθέσεις, ἐάν οἱ νεκροί δέν γνωρίζουν τί κάνουν οἱ ζῶντες; Ἀφοῦ, ὁ Φήλιξ ὁ Ὁμολογητής ὄχι μόνο ἔγινε ἀντιληπτός ἀπό τίς εὐεργεσίες πού παρεῖχε στούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί ἐμφανίστηκε μπροστά στά ἴδια τους τά μάτια, ὅταν ἡ Νώλα», αὐτή ἡ πόλη, «ἐπολιορκεῖτο ἀπό τούς βαρβάρους. Σεῖς (σημ: ἐννοεῖ τόν Ἐπίσκοπο Παυλίνο), διακατέχεστε ἀπό εὐσεβή ἀγαλλίαση λόγω αὐτῆς τῆς ἐμφανίσεως. Πληροφορηθήκαμε αὐτό τό γεγονός ὄχι ἀπό ἀμφίβολες φῆμες, ἀλλά ἀπό ἀξιόπιστους μάρτυρες. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι παρουσιάζονται κατά θεῖο τρόπο πράγματα, τά ὁποῖα διαφέρουν ἀπό τή συνήθη τάξη πού ἡ φύση ἔχει δώσει στά διαφορετικά εἴδη τῶν δημιουργημάτων. Τό ὅτι ὁ Κύριός μας μετέτρεψε ξαφνικά τό νερό σέ κρασί, ὅταν Ἐκεῖνος τό θέλησε, δέν ἀποτελεῖ δικαιολογία γιά ἐμᾶς γιά νά μήν κατανοήσουμε τήν καθαυτό ἀξία τοῦ νεροῦ ὡς νεροῦ. Πρόκειται γιά ἕνα σπάνιο, καί μάλιστα μοναδικό περιστατικό θεϊκῆς παρέμβασης. Ἐπίσης, τό γεγονός ὅτι ὁ Λάζαρος ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς, δέν σημαίνει ὅτι κάθε νεκρός ἀνασταίνεται ὅταν τό ἐπιθυμεῖ, ἤ ὅτι ἕνας ζωντανός μπορεῖ νά ἐπαναφέρει στή ζωή κάποιον πού ἔχει πεθάνει, ὅπως μπορεῖ νά ξυπνήσει κάποιον πού κοιμᾶται. Μερικά γεγονότα ὀφείλονται χαρακτηριστικά σέ ἀνθρώπινη ἐνέργεια, ἐνῶ ἄλλα ἐμφανίζουν τά σημεῖα θείας δύναμης. Κάποια πράγματα συμβαίνουν φυσικά, ἐνῶ ἄλλα γίνονται θαυματουργικά, μολονότι ὁ Θεός εἶναι παρών στίς φυσικές διαδικασίες, καί ἡ φύση συνοδεύει τό θαῦμα. Δέν πρέπει λοιπόν νά πιστεύουμε ὅτι ἕνας νεκρός μπορεῖ νά παρέμβει στίς ὑποθέσεις τῶν ζώντων ἁπλῶς καί μόνο ἐπειδή οἱ μάρτυρες εἶναι παρόντες ὅταν θεραπεύουν, ἤ ὅταν βοηθοῦν ὁρισμένους ἀνθρώπους. Ἀντίθετα, θά πρέπει νά πιστεύουμε τό ἑξῆς: «Οἱ μάρτυρες διά μέσου τῆς θείας δύναμης συμμετέχουν στίς ὑποθέσεις τῶν ζώντων, ἀλλά οἱ νεκροί ἀπό μόνοι τους δέν ἔχουν τή δύναμη νά παρέμβουν σέ αὐτές»43. Ὅπως αὐτός ὁ Ἅγιος Μάρτυς Φήλιξ, πού εἶπε στήν ἀρχή, ἔγινε ἀντιληπτός ἀπό τίς εὐεργεσίες πού παρεῖχε στούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί ἐμφανίστηκε μπροστά στά ἴδια τους τά μάτια ὅταν ἡ Νώλα ἐπολιορκεῖτο ἀπό τούς βαρβάρους.
«Μάλιστα, γιά νά δώσουμε ἕνα παράδειγμα, οἱ Ἅγιοι Πατέρες πού ἔζησαν πρόσφατα», λέει ὀ π. Σεραφείμ τώρα, «ὅπως ὁ Ὅσιος Ἀμβρόσιος τῆς Ὄπτινα, διδάσκουν ὅτι τά ὄντα μέ τά ὁποῖα ἔρχονται σέ ἐπικοινωνία οἱ παρευρισκόμενοι σέ πνευματιστικές συγκεντρώσεις δέν εἶναι τά πνεύματα τῶν νεκρῶν ἀλλά δαίμονες». Αὐτό πού εἴπαμε προηγουμένως. «Ἀλλά καί ὅσοι ἔχουν ἐνδελεχῶς ἐρευνήσει τά πνευματιστικά φαινόμενα, ἀκόμα καί ἄν διαθέτουν στό ἐλάχιστο κάποια Χριστιανικά κριτήρια, ἔχουν καταλήξει στό ἴδιο συμπέρασμα. Δέν χρειάζεται, λοιπόν, νά ἀμφιβάλλουμε γιά τό ὅτι οἱ Ἅγιοι πράγματι ἐμφανίζονται στούς δικαίους κατά τή στιγμή τοῦ θανάτου τους, ὅπως περιγράφεται σέ πολλούς Βίους Ἁγίων.
Ἀπό τήν ἄλλη, στούς κοινούς ἁμαρτωλούς ἐμφανίζονται συχνά ὀπτασίες συγγενῶν, φίλων, ἤ «θεῶν» πού ἀντιστοιχοῦν σέ ὅτι οἱ ἑτοιμοθάνατοι εἴτε προσδοκοῦν εἴτε εἶναι προετοιμασμένοι νά δοῦν». Τό περιμένουν δηλαδή, γι’ αὐτό νομίζουν ὅτι τό βλέπουν. Οἱ μέν Ἰνδουιστές βλέπανε «θεούς» γιατί τό περίμεναν, οἱ δέ Ἀμερικάνοι, ὅπως εἴπαμε ἐκεῖ στήν ἔρευνα, τούς συγγενεῖς τους. «Ἡ άκριβής φύση αὐτῶν τῶν τελευταίων ἐμφανίσεων εἶναι ἴσως ἀδύνατο νά προσδιορισθεῖ». Τί εἶναι ἀκριβῶς δέν μποροῦμε νά ποῦμε. «Σίγουρα δέν εἶναι ἁπλές παραισθήσεις, ἀλλά φαίνεται ὅτι ἀποτελοῦν μέρος τῆς φυσικῆς ἐμπειρίας τοῦ θανάτου, μία ἔνδειξη γιά τό ἀποθνῆσκον πρόσωπο ὅτι πρόκειται νά εἰσέλθει σέ ἕνα νέο κόσμο, ὅπου οἱ νόμοι τῆς συνηθισμένης ὑλικῆς πραγματικότητας δέν ἰσχύουν πιά. Δέν ὑπάρχει τίποτα τό ἰδιαίτερα ἀσυνήθιστο ὅσον ἀφορᾶ τήν ἐμπειρία αὐτή, ἡ ὁποία φαίνεται ὅτι ἐπαναλαμβάνεται σταθερά, ἀνεξαρτήτως χρόνου, τόπου καί θρησκεύματος.
Ἡ ἐμπειρία τῆς «συνάντησης μέ ἄλλους» συνήθως συμβαίνει ἀκριβῶς πρίν τόν θάνατο καί δέν πρέπει νά συγχέεται μέ τήν μᾶλλον διαφορετική συνάντηση τήν ὁποία θά περιγράψουμε, τή συνάντηση μέ τή «φωτεινή ὕπαρξη»»44, ἔτσι τήν περιγράφουν αὐτοί στά βιβλία τῶν κοσμικῶν ἐρευνητῶν. Αὐτή ἡ φωτεινή ὕπαρξη, σᾶς τό λέω ἐκ τῶν προτέρων, δέν εἶναι Ἄγγελος ὅπως νομίζουν, οὔτε ὁ Χριστός, ἀλλά εἶναι δαίμονες. Ἁπλῶς παίρνει τό φῶς, «μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός»45. Εἶναι κάτι ἀκαθόριστο. Ὁ διάβολος δέν ἔχει τήν ἐμφάνιση τοῦ Ἀγγέλου. Ὁ Ἄγγελος πάντοτε, ὅταν ἐμφανίζεται, ἐμφανίζεται ὡς ἄνθρωπος φωτεινός. Ὁ δαίμονας δέν μπορεῖ. Παίρνει κάποιο φῶς, ἐμφανίζεται σάν ἄγγελος φωτός, ἀλλά ὄχι ὅπως εἶναι πραγματικά οἱ ἐμφανίσεις τῶν Ἀγγέλων.
Σταματῶ ἐδῶ, γιατί βλέπω συμπληρώθηκε ἡ ὥρα καί, ἄν θέλετε, ἄς τά κρατήσουμε αὐτά, τά ὁποῖα εἶναι ἰσχυρά ἐπιχειρήματα καί πρέπει κι ἐμεῖς νά τά ἔχουμε γιά νά στερεωθοῦμε στήν πίστη μας, ἀλλά καί ἐναντίον τῶν ἀθέων καί τῶν ἀπίστων, πού λένε δέν ὑπάρχει μετά θάνατον ζωή, δέν ὑπάρχει ἡ ψυχή καί ὅλες αὐτές τίς ἀνοησίες. Ἀνοησία καί ἀφροσύνη… «Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός»46. Ἡ Ἁγία Γραφή τό λέει, ὅτι ὁ ἄθεος εἶναι ἄφρων, εἶναι ἀνόητος.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ. : Εἵπατε ὅτι ὑπάρχει περίπτωση νά δώσουν κάποιοι τά ὄργανα δικῶν τους ἀνθρώπων, ὅταν τούς λένε οἱ γιατροί ὅτι ἔτσι κι ἀλλιῶς αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἔχουν πεθάνει, ἔχουν φύγει, εἶναι «κλινικά νεκροί» – τέτοιες λέξεις χρησιμοποιοῦνε… Ἐγώ θά πῶ ἕνα περιστατικό πού εἶναι ἀληθινό, γιά μία κυρία ἡ ὁποία εἶχε τόν γιό της «κλινικά νεκρό», ὅπως λέγανε καί οἱ γιατροί, καί κάθε μέρα τήν παρακαλοῦσαν νά δώσει τά ὄργανά του. Ἐπί ἕξι μῆνες! Γιά ἕξι μῆνες ἦταν στό κρεβάτι, καί ἡ γυναίκα ταλαιπωριότανε καί ἔλεγε, μήπως πρέπει νά τό κάνω.. Μετά ἀπό ἕξι μῆνες, ὅταν ἀποφάσισε νά πεῖ τό «ναί» στούς γιατρούς, εἶδε νά κουνάει τό δαχτυλάκι του. Ἡ γυναίκα ἦταν πολύ πιστή, προσευχόταν κάθε μέρα στόν Θεό, δέν ἤθελε νά κάνει κάποιο λάθος. Μετά ἀπό αὐτό, προσευχήθηκε, καί σέ λίγο ἄρχισε νά κουνάει καί τό ἄλλο δάχτυλο, καί μετά νά κουνάει καί τά μάτια. Τώρα, μετά ἀπό μεγάλο διάστημα βέβαια, ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἄρχισε νά περπατάει… ὄχι ὅπως περπατᾶμε ὅλοι μας… ἀλλά ἔκανε καί οἰκογένεια!
Θέλω νά ρωτήσω, ἄν βρεθοῦμε σ’ αὐτή τή θέση καί μᾶς λένε οἱ γιατροί, ὁ ἄνθρωπός σας δέν θά ζήσει, δέν θά ἐπανέλθει καί… τουλάχιστον νά σωθεῖ ὁ τάδε ἄνθρωπος, νά μήν ὑποφέρει πού δέν ἔχει τό τάδε ὄργανο κ.λ.π. νά τοῦ τό προσφέρετε ἐσεῖς! Μᾶς δελεάζουν καί ποντάρουν στήν ἀγαθή ψυχή κάποιων ἀνθρώπων, νά ποῦνε ἔτσι κι ἀλλιῶς ὁ δικός μας ἄνθρωπος χάθηκε, ἄς ζήσει ὁ ἄλλος. Τί νά κάνουμε ἐμεῖς; Νά ἀποφασίσουμε νά τό δώσουμε; Νά κάνουμε αὐτό πού μᾶς λέει ὁ γιατρός; Πότε πρέπει νά δώσουμε κάποιο ὄργανο…;
Ἀπ. : Δέν ἔχουμε δικαίωμα νά ἀποφασίσουμε τέτοιο πράγμα, γιατί σᾶς εἶπα ὁ θάνατος δέν εἶναι ἡ νέκρωση τοῦ ἐγκεφάλου. Ὁ θάνατος εἶναι ἡ ἔξοδος τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ἡ ὁποία φανερώνεται μέ τήν παύση τῆς καρδιακῆς λειτουργίας. Τό πρῶτο ὄργανο πού φαίνεται στό ἔμβρυο, καί στόν ὑπέρηχο, εἶναι ἡ καρδιά πού χτυπάει. Καί τό τελευταῖο πού σβήνει, ὅταν πεθαίνει ὁ ἄνθρωπος εἶναι πάλι ἡ καρδιά. Ἑπομένως, δέν μποροῦμε νά ποῦμε, πάρτε τά ὄργανα, σέ καμιά περίπτωση. Ἐφόσον χτυπάει ἡ καρδιά σημαίνει ὅτι ἡ ψυχή εἶναι μέσα.
Καί γιά ἕναν πνευματικό λόγο, γιατί ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἐφόσον ἡ ψυχή εἶναι μέσα στό σῶμα του, εἶναι σέ μία διαδικασία μετανοίας. Μπορεῖ νά εἶναι, τό εὐχόμαστε νά εἶναι… καί νά προσεύχεται ἐκείνη τή στιγμή, νά παρακαλεῖ τόν Θεό νά πάρει τό ἔλεός Του. Δέν ἔχουμε δικαίωμα ἐμεῖς νά τοῦ ἀφαιρέσουμε ἐκείνη τήν ὥρα τή ζωή καί αὐτή τήν διαδικασία τῆς μετανοίας νά τήν σταματήσουμε κατά κάποιο τρόπο, νά τήν ἐμποδίζουμε. Γιατί ἡ μετάνοια γίνεται ὅσο ὁ ἄνθρωπος εἶναι μέ τό σῶμα. Ἀπό τή στιγμή πού θά φύγει ἀπό τό σῶμα, δέν γίνεται. «Ἐν τῷ Ἅδῃ οὔκ ἔστι μετάνοια». Ἀπό τή στιγμή πού τόν σκοτώνεις τόν ἄλλον, τοῦ στερεῖς καί τή δυνατότητα τῆς μετανοίας. Εἶναι φοβερό πράγμα αὐτό! Γι’ αὐτό καί ἡ χειρότερη ἁμαρτία εἶναι ἡ αὐτοκτονία, γιατί στερεῖς ἀπό τόν ἑαυτό σου τή δυνατότητα τῆς μετανοίας, ἀφαιρεῖς μόνος σου τή ζωή σου καί ἐξαποστέλλεις τόν ἑαυτό σου στόν ἄλλον, ὅπου δέν ὑπάρχει δυνατότητα νά μετανοήσεις καί νά σωθεῖς.
Ἑπομένως, δέν ἔχουμε τέτοιο δικαίωμα. Πάμπολλα περιστατικά ἔχουμε, ὅπως αὐτό πού μᾶς εἶπε ὁ σεβαστός π. Θεόδωρος, ἑτοιμοθάνατοι κατά τούς γιατρούς, καί μετά ἀνανήπτουν… καί γυναῖκες ἔγκυες πού ἦταν σέ τέτοια κατάσταση καί γέννησαν! Πῶς γίνεται; Γίνεται, γιατί τό θέλει ὁ Θεός, καί δέν μποροῦμε ἐμεῖς νά παρεμβαίνουμε στόν Θεό καί στήν Δημιουργία.
Σέ καμία περίπτωση δέν δίνουμε ὄργανα. Ἀκόμα, ξέρετε, συζητιέται -ὄχι ὅτι ἐμεῖς ἀντιτιθέμεθα- στήν μεταμόσχευση τοῦ αἵματος. Κι αὐτό μεταμόσχευση εἶναι, ὅταν δίνουμε αἷμα ὁ ἕνας στόν ἄλλον. Ἀκόμα κι αὐτό ξέρετε, δέν εἶναι ἁπλό πράγμα. Ἔλεγε ἕνας ἅγιος, ὁ ὁποῖος εἶχε νοερά προσευχή, πού τοῦ κάνανε τέτοια μετάγγιση, ὅτι ὅταν τοῦ ἔκαναν μετάγγιση ἔχασε τήν νοερά προσευχή! Καί ἔκανα μῆνες μετά, λέει, νά ξαναβρῶ τήν νοερά προσευχή! Πῶς ἐξηγεῖται αὐτό τώρα; Μπορεῖτε νά μοῦ πεῖτε; Νά ἀφομοιώσει τό ξένο αἷμα, αὐτό λειτούργησε παρεμποδιστικά στήν ψυχή του. Καί μέχρι νά ἀφομοιώσει τό ξένο αἷμα, γιατί ὁ ἄλλος προφανῶς δέν ἔκανε νοερά προσευχή, ἦταν ἄσχετος… εἶδα κι ἔπαθα… μετά ἀπό μῆνες πάλι ἀπέκτησα τήν νοερά προσευχή. Τήν νοερά προσευχή δέν τήν λές μόνο μέ τήν ψυχή σου, τή λές καί μέ τό σῶμα σου, μέ ὅλο σου τό εἶναι, μέ κάθε κύτταρό σου τή λές. Μέχρι νά ἐντάξει τό καινούριο αἷμα στό σῶμα του, εἶδε καί ἔπαθε ὁ ἄνθρωπος. Καταλάβατε; Εἶναι ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, μέγα μυστήριο, ψυχοσωματική ἑνότητα. Δέν εἴμαστε κουτάκια: σῶμα – ψυχή. Εἴμαστε ψυχοσωματική ἑνότητα. Καί σέ καμιά περίπτωση δέν πρέπει νά ἀποδεχθοῦμε αὐτές τίς θεωρίες, οἱ ὁποῖες ξεκίνησαν γιά ὠφελιμιστικούς λόγους, γιά κερδοσκοπικούς λόγους. Τό 1968 ξεκίνησε ἀπό τό Πανεπιστήμιο τοῦ Χάρβαρντ αὐτή ἡ θεωρία περί ἐγκεφαλικοῦ θανάτου, γιατί εἶδαν οἱ ἐπιστήμονες ὅτι ὅταν ἔπαιρναν τά ὄργανα ἀπό ἕνα πτῶμα, τά ὄργανα δέν κολλοῦσαν. Εἶναι ἄχρηστα τότε. Καί λένε νά βροῦμε ἕναν ὁρισμό τοῦ θανάτου, νά λέμε ὅτι εἶναι κάποιος νεκρός, ἐνῶ χτυπάει ἡ καρδιά, γιατί τότε ὄντως κολλοῦσαν τά ὄργανα! Καταλάβατε; Φοβερό δέν εἶναι; Νά σφαγιάζεις τόν ἄνθρωπο γιά τό χρῆμα. Νά τόν λές νεκρό, ἐνῶ εἶναι ζωντανός, γιά νά τοῦ πάρεις τά ὄργανα καί νά πετύχεις τό ὑλικό κέρδος…
Ἐρ. : ……(ἐρώτηση σχετικά μέ τίς ἐκτρώσεις).
Ἀπ. : Οἱ Ἅγιοι μᾶς λένε ὅτι οἱ ψυχές αὐτές δέν ἔχουνε οὔτε κόλαση οὔτε παράδεισο. Πάλι κι αὐτές στά χέρια τοῦ Θεοῦ εἶναι. Γι’ αὐτό ἡ ἔκτρωση εἶναι μεγάλο ἔγκλημα, γιατί στερεῖς ἀπό τό παιδί τήν βάφτιση, τό Ἅγιο Πνεῦμα, τόν παράδεισο οὐσιαστικά. Γιατί πῶς θά πᾶς στόν παράδεισο χωρίς τό βάφτισμα, χωρίς τό Ἅγιο Πνεῦμα; Δέν μπορεῖς. Γι’ αὐτό λένε οἱ Ἅγιοι, αὐτά τά παιδιά οὔτε κόλαση οὔτε παράδεισο. Τώρα… στά χέρια τοῦ Θεοῦ εἶναι.
Ἐρ. : Ἄν κατάλαβα καλά, εἴπατε, μετά τόν θάνατο ἡ ψυχή ὑπάρχει καί ἔχει κάποιες δραστηριότητες. Τί ἀκριβῶς εἶναι αὐτές οἱ δραστηριότητες;
Ἀπ. : Σᾶς εἶπα.. αὐτός ἐδῶ εἴδατε τί ἔλεγε. Ἤμουν στή μέση τοῦ δωματίου καί ἔβλεπα τούς γιατρούς πού ἦταν γύρω ἀπό τό σῶμα μου. Ὁ ἴδιος ὑπῆρχε, σκεφτόταν, ἔβλεπε, ἄκουγε, τά πάντα. Ἀλλά, φώναζε καί δέν τόν ἄκουγαν, δέν μποροῦσε νά τούς ἀκουμπήσει, δέν εἶχε αὐτές τίς αἰσθήσεις καί αὐτές τίς λειτουργίες πού ἔχουμε ἐδῶ. Εἶναι κάτι ἄλλο. Θά ποῦμε καί στή συνέχεια τί γίνεται, καί τή δεύτερη ἡμέρα, τήν τρίτη ἡμέρα, μέχρι τίς σαράντα ἡμέρες πού κάνουμε τό τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο. Ὅλα αὐτά ἔχουν σημασία. Εἶναι ἐμπειρίες τῶν Ἁγίων καί σταθμοί στήν πορεία τῆς ψυχῆς. Τά ξέρουμε, γιατί μᾶς τά ἔχουν πεῖ οἱ Ἅγιοι καί δέν πρέπει νά τά θεωροῦμε οὔτε φαντασίες οὔτε παραμυθάκια οὔτε συμβολικά οὔτε νά δίνουμε ἄλλες ἑρμηνεῖες, ὅπως νομίζουμε ἐμεῖς. Ὄχι, εἶναι ὅπως μᾶς τά λένε οἱ Ἅγιοι. Καί τά τελώνια ὑπάρχουν καί ὅλη αὐτή ἡ δυσκολία τῆς ψυχῆς μέχρι νά φτάσει στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ καί τά προσκυνήματα τῆς ψυχῆς στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ ὑπάρχουνε καί ἡ ἀπόφαση, ἡ μερική κρίση τήν τεσσαρακοστή ἡμέρα, πού βγαίνει ἀπό τόν Θεό καί ἀπό κεῖ καί μετά ἡ ψυχή πηγαίνει στόν οἰκεῖον τόπον, ἐκεῖ πού πρέπει νά πάει. Ἀπό ἐκεῖ δέν μετακινεῖται… πού εἴπατε γιά δραστηριότητες… ἀλλά προγεύεται εἴτε τήν μέλλουσα κόλαση εἴτε τήν μέλλουσα βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀνάλογα μέ τό πῶς ἔζησε. Σιγά-σιγά θά τά ποῦμε…
Ἐρ. : …………………..
Ἀπ. : Τήν τεσσαρακοστή ἡμέρα βγαίνει μία πρώτη ἀπόφαση ἀπό τόν Χριστό γιά τό ποῦ θά πάει ἡ ψυχή. Ἄν θά μπεῖ στήν κατάσταση τῆς πρόγευσης τοῦ παραδείσου ἤ τῆς κόλασης. Ἀλλά ἤδη προδιαγράφεται αὐτό ἄν μπορέσει καί περάσει τά τελώνια, πού τά περνάει τίς πρῶτες ἡμέρες. Ἄν περάσει τά τελώνια, σημαίνει ὅτι πάει καλά ἡ ψυχή. Γι’ αὐτό προσοχή πῶς ζοῦμε τώρα. Πότε θά μᾶς πιάσουν τά τελώνια; Ἄν ἔχουμε συγγένεια! Θά πεῖς: Γίνεται νά ἔχουμε συγγένεια μέ τούς δαίμονες; Βέβαια! Ἅμα καλλιεργεῖς τό πάθος τῆς μοιχείας, τῆς πορνείας κ.λ.π. συγγενεύεις μέ τόν ἀντίστοιχο δαίμονα τῆς μοιχείας καί τῆς πορνείας. Καί ὅταν θά πᾶς νά ἀνεβεῖς πάνω, θά σοῦ πεῖ, ἔ, φίλε, ἐδῶ εἴμαστε μαζί… φιλαράκια! Ποῦ πᾶς;! Ἐδῶ μαζί μέ μένα… στήν κόλαση μαζί… Καταλάβατε; Καί θά ἔχει δίκαιο, ἀφοῦ εἶστε συγγενεῖς. Δέν θά μπορέσεις νά πᾶς πιό πάνω. Αὐτό σημαίνει σέ πιάνει τό τελώνιο. Γιατί ἔχεις ἀποκτήσει συγγένεια ἀπό αὐτή τή ζωή, ἔχεις συγγενέψει. Ἄν ὅμως ἐσύ ἔχεις νικήσει τό πάθος, δέν θά μπορέσει νά σέ κρατήσει. Δέν θά ὑπάρχει τίποτα κοινό πού νά σέ δένει μ’ αὐτόν. Νά τή σημασία ἔχει αὐτή ἡ ζωή. Δέν εἶναι ἀστεῖα τά πράγματα, πρέπει νά τό πάρουμε στά σοβαρά. Τά πάθη μας πρέπει νά τά κόψουμε, νά κόψουμε δηλαδή τήν συγγένεια μέ τούς δαίμονες. Καί ὄχι αὔριο… τώρα! Γιατί τό αὔριο δέν ξέρουμε ἄν θά τό ἔχουμε.
Ἐρ. : …………………..
Ἀπ. : Προφανῶς ἔχουνε τό ἴδιο πνεῦμα, τό ἀμερικάνικο… τό τρά-λά-λά… ὅλα καλά καί ὅλα ὡραῖα. Δέν εἶναι ὅτι ἐμφανίζονται συγγενεῖς, τό ξαναλέμε. Νομίζουν ὅτι ἐμφανίζονται συγγενεῖς, γιατί αὐτό περιμένουν. Δέν εἶναι συγγενεῖς. Οἱ συγγενεῖς δέν μποροῦν νά μετακινηθοῦν ἐκτός ἄν εἶναι ἅγιοι.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
https://hristospanagia3.blogspot.com/
1 Β΄Κορ. 11, 14.
2 Ἡ ψυχή μετά τόν θάνατο, Ρόουζ Σεραφείμ Ἱερομόναχος, ἐκδ. ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ, 2014, (στό ἑξῆς: Ἡ ψυχή μετά τόν θάνατο).
3 Ἡ ψυχή μετά τόν θάνατο.
4 Ὅ.π.
5 Ὅ.π.
6 Ὅ.π.
7 Ὅ.π.
8 Ὅ.π.
9 Ὅ.π.
10 Ὅ.π.
11 Ὅ.π.
12 Ὅ.π.
13 Ὅ.π.
14 Ὅ.π.
15 Ὅ.π.
16 Ὅ.π.
17 Ὅ.π.
18 Ὅ.π.
19 Ὅ.π.
20 Ὅ.π.
21 Ὅ.π.
22 Ὅ.π.
23 Ὅ.π.
24 Ὅ.π.
25 Ὅ.π.
26 Ὅ.π.
27 Ὅ.π.
28 Ὅ.π.
29 Ὅ.π.
30 Ὅ.π.
31 Ὅ.π.
32 Ὅ.π.
33 Ὅ.π.
34 Ὅ.π.
35 Ὅ.π.
36 Ψαλμ. 95, 5.
37 Α΄ Κορ. 8, 4.
38 Α΄ Κορ. 10, 20.
39 Ἡ ψυχή μετά τόν θάνατο.
40 Ὅ.π.
41 Ὅ.π.
42 Ὅ.π.
43 Ὅ.π.
44 Ὅ.π.
45 Β΄Κορ. 11, 14.
46 Ψαλμ. 52, 2.