Ο ιερομόναχος πατήρ σεραφείμ Ρόουζ, κατά κόσμον Ευγένιος, γεννήθηκε σε μια τυπική μεσαία αμερικάνικη οικογένεια στο σαν Ντιέγκο της Αμερικής, το 1934. Τελειώνοντας το γυμνάσιο, άρχισε να ψάχνει την «αλήθεια», όπως έλεγε ο ίδιος και καθώς δεν την έβρισκε στην κοινωνία στην οποία ζούσε, άρχισε να επαναστατεί. Ο ίδιος είχε προ πολλού απορρίψει τον χριστιανισμό της Αμερικής, έτσι όπως τον βίωναν οι άνθρωποι γύρω του, θεωρώντας τον κοσμικό, αδύναμο και ψεύτικο. Πίστευε ότι αυτός ο Χριστιανισμός είχε βάλει τον Θεό σ’ ένα καλούπι. Στράφηκε λοιπόν στα άθεα έργα του Νίτσε που επηρέασαν βαθύτατα την ψυχή του. Όπως ήταν φυσικό όταν η ψυχή πελαγοδρομεί μέσα στην αθεΐα, έπεσε σε πλήρη απόγνωση και σε μια κατάσταση που ο ίδιος περιγράφει αργότερα ως «ζωντανή κόλαση». Ένιωθε ότι δεν μπορούσε με τίποτα να ενταχθεί στον σύγχρονο κόσμο που ζούσε, ότι κανείς δεν τον καταλάβαινε, ούτε καν η οικογένεια του. Ένιωθε ότι γεννήθηκε σε λάθος μέρος, σε λάθος χρόνο. Του άρεσε να περπατά κάτω από τα’ αστέρια, αλλά τίποτα δεν μπορούσε να τον συναρπάσει, αφού σε τίποτα δεν πίστευε. Τον πόνο που του άφηνε το κενό πάλευε να τον πνίξει μέσα στο ποτό. Πονούσε και μεθούσε. Ο πόνος του προερχόταν από την αίσθηση ότι ο θεός τον κυνηγούσε ασταμάτητα, γι’ αυτό μεθούσε και Του φώναζε, πολλές φορές με θυμό, να τον αφήσει ήσυχο. Κάποτε μεθυσμένος στάθηκε πάνω στην κορυφή ενός βουνού, σήκωσε τη γροθιά του στον ουρανό, καταράστηκε τον Θεό και Τον προκάλεσε να τον στείλει στην κόλαση. Πίστευε ότι από την κατάσταση της αδιαφορίας που βρισκόταν ήταν προτιμότερη η κόλαση, αφού τότε θα ήταν σίγουρος ότι ο Θεός υπήρχε και δεν θα βασανιζόταν από τις ατέλειωτες αμφιβολίες του. Έστω και για τη στιγμή που τα χέρια του Θεού θα τον τοποθετούσαν στην κόλαση, ένιωθε ότι ακόμα και γι’ αυτή τη στιγμή μπορούσε να κολαστεί. Αργότερα, στις δεκαετίες του 50 και 60, ο Ευγένιος άρχισε να μελετά τον Βουδισμό και έγινε οπαδός του. Παράλληλα έμαθε την κινέζικη γλώσσα άπταιστα με σκοπό να μελετήσει αρχαία ανατολικά κείμενα στην πρωτότυπη γλώσσα τους, ελπίζοντας ότι θα βρει την αλήθεια μέσα σε αυτά. Ωστόσο δεν τη βρήκε ούτε στον βουδισμό, αλλά ανακάλυψε ότι ο βουδισμός τον βύθισε σε μεγαλύτερο κενό. Συνέχισε ν’ αναζητά την αλήθεια που πάντα του διέφευγε. Αναζητώντας τη βρέθηκε ανάμεσα στις αρχαίες θρησκείες και παραδόσεις και σε άλλους δρόμους αδιέξοδους.
Κάποτε επισκέφθηκε μια ορθόδοξη εκκλησία. Γράφει αργότερα γι’ αυτή την εμπειρία: «Όταν επισκέφθηκα μια ορθόδοξη εκκλησία για πρώτη φορά, μου συνέβη κάτι που σε κανένα βουδιστικό ή άλλο ανατολικό ναό δεν είχα νοιώσει. Κάτι μέσα στην καρδιά μου μου είπε ότι γύρισα σπίτι. Η έρευνα μου για την αλήθεια είχε τελειώσει.
Με αυτή την αποκάλυψη της ορθοδοξίας και με την συναναστροφή μου με ορθοδόξους, μια καινούργια σκέψη γεννήθηκε στο μυαλό μου: ότι η αλήθεια δεν είναι μια αφηρημένη ιδέα, αλλά είναι πολύ συγκεκριμένη και αξίζει ν’ αγαπιέται με όλη μας την καρδιά και με όλο μας το είναι. Έτσι, γνώρισα τον Χριστό». Πριν ανακαλύψει ο Ευγένιος την αλήθεια υπέφερε από την ατέλειωτη έλλειψή της. Τώρα που την βρήκε υπέφερε για χάρη της. Αφιέρωσε την υπόλοιπη ζωή του ζώντας γι’ αυτή την Αλήθεια και μάλιστα σκοτώνοντας τον εαυτό του για να την παραδώσει σε άλλους. Μαζί μ’ ένα νεαρό Ρώσο που ονομαζόταν Γκλέμπ συγκρότησαν μια αδελφότητα που την ονόμασαν «ο Άγιος γερμανός της Αλάσκα». Ζούσαν πλέον μαζί αφιερωμένοι στην ιεραποστολή της Ορθόδοξης αλήθειας. Για πνευματικό τους διάλεξαν τον Άγιο Ιωάννη Μαξίμοβιτς,
που με την βοήθειά, τις προσευχές και τις ευλογίες του, συγκρότησαν την ιεραποστολική αδελφότητα. Ο άγιος Ιωάννης ο Μαξίμοβιτς είχε ήδη προφητέψει από το 1967 περίπου, λίγο πριν την κοίμησή του, ότι σε λίγα χρόνια στην Καλιφόρνια θα γινόταν ένα ορθόδοξο ιεραποστολικό μοναστήρι.
Ο Ευγένιος λοιπόν και ο Γκλέμπ άνοιξαν ένα βιβλιοπωλείο στα πλαίσια της ιεραποστολής τους, ενώ νυχθημερόν μετέφραζαν θρησκευτικά κείμενα Πατέρων και άλλα, που ποτέ δεν είχαν μεταφραστεί στην αγγλική γλώσσα και παράλληλα τα τύπωναν μ’ ένα χειροκίνητο παλιό τυπογραφικό μηχάνημα, το οποίο αγόρασαν, για να έχουν έτσι την δυνατότητα να διαδώσουν την Ορθοδοξία στην περιοχή τους και ακόμα παραπέρα.
Επειδή όμως γρήγορα ο κόσμος και η πόλη τους κούρασε, και επειδή οι ψυχές τους λαχταρούσαν να ανέβουν ακόμα υψηλότερα, όσο γίνεται πιο κοντά στο Θεό, εγκαταλείπουν την πόλη και μεταφέρουν το τυπογραφείο τους σ’ ένα ερημικό μέρος της βόρειας Καλιφόρνιας, στο οποίο δεν υπήρχε τίποτε άλλο πέρα από τη φύση που έφτιαξε ο Θεός. Εκεί, χωρίς νερό τρεχούμενο, χωρίς ρεύμα και τηλέφωνο, άρχισαν να ζουν σαν ασκητές παλαιών χρόνων, με μόνιμους συντρόφους τις αρκούδες, τις νυχτερίδες, τα φίδια και τα άλλα ερπετά της ερημιάς εκείνης. Και έφτασε η ώρα για τους δυο φίλους να ενωθούν για πάντα με το θεό και ν’ αφιερωθούν εξ’ ολοκλήρου σ’ Εκείνον, όπως ήταν άλλωστε και ο πόθος της καρδιάς τους. Ήταν το 1970, όταν οι δυο φίλοι έγιναν μοναχοί και ο Ευγένιος έλαβε το όνομα Σεραφείμ, από τον γνωστό άγιο της Ρωσίας άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ και ο Γκλέμπ έλαβε το όνομα Γερμανός, από τον άγιο Γερμανό της Αλάσκα.
Οι δυο μοναχοί, μέσα στην έρημο μακριά από τον θόρυβο του κόσμου, έγιναν μια ψυχή, θυσιάζοντας τον εαυτό τους και μεταφράζοντας συνεχώς ορθόδοξα κείμενα, Πατέρες, κηρύγματα, διδαχές για να υπάρχουν όσο το δυνατόν διαθέσιμα αγγλικά κείμενα για να μοιράζουν στον κόσμο και να κερδίζουν ψυχές. Έτσι λοιπόν, εκπληρώνεται η προφητεία του Αγίου Ιωάννου του Μαξίμοβιτς, αφού ένα ορθόδοξο ιεραποστολικό μοναστήρι ιδρύεται από εδώ και μπρος στην Καλιφόρνια. Κάτω από το φως των κεριών, στο μικρό κελί του ο πατήρ Σεραφείμ έγραφε πολλά βιβλία για την πνευματικότητα του σύγχρονου ανθρώπου και μετέφραζε πατερικά κείμενα για την πνευματική ζωή στην αγγλική γλώσσα. Αυτά τα χρόνια, στις κομμουνιστικές χώρες, τα γραπτά του για τον πόνο και την ψυχή μετά τον θάνατο είχαν ανυπολόγιστη επίδραση σε εκατομμύρια ψυχές. Τα γραπτά του κρυφά μεταφέρθηκαν και μοιράστηκαν από ανθρώπους με πίστη στην κομμουνιστική Ρωσία και αλλού, με κίνδυνο της ζωής τους, αφού όποιον συνελάμβαναν να μοιράζει ορθόδοξα έντυπα, βιβλία ή φυλλάδια μπορούσαν άνετα και να τον εκτελέσουν. Το μήνυμα του π. Σεραφείμ για τον πόνο και τους διωγμούς χάρη της πίστης μας στο Χριστό, συγκίνησε βαθύτατα τον λαό που σταυρωνόταν από το αθεϊστικό καθεστώς. Μέχρι και σήμερα στη Ρωσία τα έργα του π. Σεραφείμ είναι πασίγνωστα και απολαμβάνουν μεγάλη εκτίμηση. Το 1982 ο π. Σεραφείμ μιλά σ’ ένα πανεπιστήμιο για τα σημεία των καιρών. Ένας φοιτητής που τον παρακολουθεί καθηλωμένος από τα λόγια του και που ο ίδιος θα γίνει αργότερα μοναχός στο μοναστήρι του π. Σεραφείμ, γράφει: «Αυτό που με εντυπωσίασε πιο πολύ στον π. Σεραφείμ ήταν το γεγονός ότι ήταν άνθρωπος που θυσίαζε ολόκληρο τον εαυτό του για τον Θεό. Δεν ήταν ένας καθηγητής Πανεπιστημίου που αποζητούσε χρήματα, ούτε ένας θρησκευτικός ηγέτης που επιζητούσε δύναμη και δόξα. Ήταν ένας απλός μοναχός που ποθούσε απάνω απ’ όλα την αλήθεια. Πιστεύω ότι αυτός θα μπορούσε και να πεθάνει για την αλήθεια, για την οποία ήδη φαινόταν ότι είχε αρχίσει να πεθαίνει».
Εν τω μεταξύ ο π. Σεραφείμ γίνεται ιερέας και ένα πολύ σπουδαίο έργο που χαρακτηρίζει τη ζωή του είναι οι αναρίθμητες βαπτίσεις που κάνει. Ένας σύγχρονος απόστολος, που εκπλήρωσε το « πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Με τις μεταφράσεις του και τις εκδόσεις του μαθήτευσε το έθνος των Αμερικανών στην ορθοδοξία. Και με τις βαπτίσεις του έσωσε χιλιάδες ψυχές που οδηγήθηκαν στην αλήθεια χάρη σ’ αυτόν.
Ότι είναι ο π. Κοσμάς Γρηγοριάτης για την Αφρική, είναι ο π. Σεραφείμ για την Αμερική. Το όνομά του, το έργο του, η δράση του εξαπλώθηκε όμως και πέρα από την Αμερική. Ακόμη και στη χώρα μας έχουν τα τελευταία χρόνια μεταφραστεί λίγα από τα έργα του. Αρκούσαν λίγα χρόνια επίγειας ζωής για ν’ αναδείξουν στον ουρανό ένα μεγάλο άγιο που ο χρόνος και ο Θεός θα δικαιώσουν. Και μιλάμε για λίγα χρόνια επίγειας ζωής γιατί, ενώ ο π. Σεραφείμ έγραφες, μετέφραζε και βάπτιζε, τελείως ξαφνικά αρρώστησε βαριά, έως θανάτου. Ήταν καλοκαίρι του 1982 και μαζί με την ανυπόφορη ζέστη, είχε να αντιμετωπίσει και φρικτούς πόνους. Τα υπέμεινε όμως όλα, χωρίς να γογγύζει καθόλου.
Παρ’ όλο που πονούσε τόσο πολύ, δεχόταν τους προσκυνητές που έφταναν στον μοναστήρι, στο κελί του, για να τους δώσει συμβουλές, για να τους απαλύνει τον πόνο τους, για να προσφέρει μέχρι τελευταία στιγμή τον εαυτό του για την αγάπη του αδελφού, για την αγάπη του Θεού του. Έπ’ ουδενί δεν ήθελε ν’ αφήσει το μοναστηράκι του και το ασκητικό κελί του για να παρηγορηθεί έστω λίγο μέσα στο θάλαμο ενός νοσοκομείου. Όταν όμως έπεσε λιπόθυμος μέσα σε φρικτούς πόνους, οι πατέρες τον πήγαν στο νοσοκομείο, ενώ εκείνος ψιθύριζε συνεχώς «δόξα σοι ο Θεός, δόξα σοι ο Θεός, δόξα σοι ο Θεός». Οι γιατροί στο νοσοκομείο απλώς διαπίστωσαν ότι η αρρώστια του ήταν σπάνια και ανίατη και είχε ήδη προκαλέσει γάγγραινα στο παχύ έντερο. Μάλιστα οι γιατροί εξέφρασαν την απορία τους πως δεν ούρλιαζε από τους πόνους και πώς άντεχε χωρίς νάρκωση. Τον έβαλαν αμέσως στο χειρουργείο, χωρίς όμως να έχουν και πολλές ελπίδες. Πραγματικά στην εγχείρηση διαπίστωσαν ότι είχαν πειραχτεί και άλλα ζωτικά όργανα, με αποτέλεσμα παρόλο που του αφαίρεσαν ένα κομμάτι του παχέως εντέρου, να μη δίνουν περισσότερο από 2% πιθανότητες ν’ αναρρώσει. Το νέο διαδόθηκε αστραπιαία και κόσμος άρχισε να συρρέει ελπίζοντας όλοι σ’ ένα θαύμα. Ένιωθαν ότι έχαναν τον πατέρα του, το στήριγμά τους, την ελπίδα τους. Από εκείνον έμαθαν για το Χριστό, από τα χέρια του βαπτίστηκαν και από τα χέρια του λάμβαναν τακτικά το σωτήριο φάρμακο της Θείας Ευχαριστίας. Δεν το χωρούσε ο νους τους ότι θα τον έχαναν. Καθημερινά βέβαια ήταν κοντά του οι πατέρες από το μοναστήρι του και ειδικά ο π. Γερμανός που μαζί ήταν μια ψυχή σε δυο σώματα. Καθώς το τέλος πλησίαζε, ο π. Γερμανός γι’ άλλη μια φορά, όπως τακτικά έκανε, τον εξομολόγησε και πάλι, τον κοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων και κατόπιν τέλεσε το ευχέλαιο. Όταν του έτεινε το Ευαγγέλιο για να προσκυνήσει και ενώ ο π. Σεραφείμ βρισκόταν πλέον σε κωματώδη κατάσταση- ω του θαύματος!- ανασηκώθηκε και αφού προσκύνησε το Ευαγγέλιο το οποίο με τόσο ζήλο και πίστη υπηρέτησε και διέδωσε, εξουθενωμένος, έπεσε πάλι στην ίδια κωματώδη κατάσταση. Όταν ήρθε το τέλος, ήταν ένα πραγματικό μαρτύριο. Πάντα έλεγε ότι πρέπει να υποφέρουμε πόνους και μαρτύρια γιατί ο πόνος καθαρίζει την ψυχή και την φέρνει πιο κοντά στο Θεό. Το τέλος του ήταν ένα μαρτύριο. Όπως κι ο Χριστός μας υπέφερε τόσα πολλά για τη σωτηρία μας, έτσι και ο π. Σεραφείμ για την Αγάπη Του και την Αλήθεια Του, υπέφερε έως τέλους τους πόνους της αρρώστιας του που τον έφερε στην αγκαλιά του Νυμφίου του Χριστού για ν’ απολαύσει πλέον στην άλλη ζωή, στα ουράνια σκηνώματα του Παραδείσου, όσα ονειρεύτηκε από παιδί η αγνή ψυχή του. Αν και ήταν Αύγουστος και η θερμοκρασία ήταν σε πολύ υψηλά επίπεδα και παρόλο που το σκήνωμά του για τρεις ημέρες εκτέθηκε σε προσκύνημα, ωστόσο όχι μόνο δεν μύρισε, αλλά ευωδίαζε.
Στο πρόσωπό του το τόσο ταλαιπωρημένο και χαραγμένο πριν από τους πόνους, απλώθηκε ένα μειδίαμα, αμέσως μόλις παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Ουράνιου Νυμφίου του. Είδε πλέον με τα μάτια του, με την ίδια του την ψυχή, την Αλήθεια, για την οποία τόσο πάλεψε, τόσο αναζήτησε και τόσο θυσιάστηκε.
Ας έχουμε όλοι την ευχή του.
ΠΗΓΕΣ.ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΘΗΣΑΥΡΙΣΜΑΤΑ -Ο.Ο.Δ.Ε