Ο ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ» ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΣΩΜΑΤΙΚΟ ΘΑΝΑΤΟ

«ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ»
ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΣΩΜΑΤΙΚΟ ΘΑΝΑΤΟ

1. Τό σύγ­χρο­νο φαι­νό­με­νο τῶν «με­τα­θα­νά­τι­ων» ἐμ­πει­ρι­ῶν.

Τὸ θέ­μα τῆς με­τὰ θά­να­τον ζω­ῆς, ἔ­χει τὰ τε­λευ­ταῖα χρό­νια ἀ­πο­τε­λέ­σει ἀν­τι­κεί­με­νο με­γά­λου ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος γιὰ τὸ πλα­τὺ κοι­νὸ στὸν Δυ­τι­κὸ κό­σμο. Ἔτσι τε­λευ­ταῖα ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ ἔ­ρευ­νες καὶ βι­βλί­α ποὺ πε­ρι­γρά­φουν «με­τα­θα­νά­τι­ες ἐμ­πει­ρί­ες», στὰ ὁ­ποῖ­α φη­μι­σμέ­νοι για­τροί, κυ­ρί­ως ψυ­χί­α­τροι καὶ ἄλ­λοι ἐ­πι­στή­μο­νες, ἔ­χουν κα­τα­γρά­ψει μαρ­τυ­ρί­ες καὶ με­λέ­τες, στη­ρι­ζό­με­νες σὲ «ἐμ­πει­ρί­ες» ἀν­θρώ­πων ποὺ πέ­θα­ναν καὶ ἐ­πέσ­τρε­ψαν στὴν ζω­ή, χά­ρις στὶς φρον­τί­δες τῶν εἰ­δι­κῶν ἰα­τρῶν. Με­ρι­κὰ χρό­νια πρίν, τὸ θέ­μα αὐ­τὸ ἀ­πο­τε­λοῦ­σε «ταμ­ποὺ» γιὰ τὸν ἰ­α­τρι­κὸ κό­σμο, ἐ­πα­νῆλ­θε δὲ στὸ προ­σκή­νιο χά­ρις στὶς νέ­ες τε­χνι­κὲς ἐ­πα­να­φο­ρᾶς στὴν ζω­ὴ τῶν «κλι­νι­κὰ νε­κρῶν» μὲ δι­έ­γερ­ση τῆς καρ­διᾶς. Οἱ ἀ­σθε­νεῖς αὐ­τοί, με­τὰ τὴν ἐ­πά­νο­δό τους στὴν ζω­ή, μί­λη­σαν γιὰ τὶς ἐμ­πει­ρί­ες ποὺ ἔ­ζη­σαν κα­τὰ τὴν διά­ρκεια τῆς ἐ­ξό­δου των ἀ­πὸ τὸ σῶ­μα.
2. Ἡ ἐ­ξω­σω­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α.

Τὸ πρῶ­το πράγ­μα ποὺ συμ­βαί­νει σὲ ἕ­ναν ἄν­θρω­πο ποὺ ἔ­χει πε­θά­νει, σύμ­φω­να μὲ τὶς πε­ρι­γρα­φὲς αὐ­τές, εἶ­ναι ὅ­τι ἀ­φή­νει τὸ σῶ­μα του καὶ ὑ­πάρ­χει τε­λεί­ως χω­ρι­στὰ ἀ­π᾿ αὐ­τό, χω­ρὶς νὰ χά­νει οὔ­τε στιγμὴ τὴν συ­νεί­δη­σή του. Συ­χνὰ μπο­ρεῖ νὰ πα­ρα­τη­ρεῖ τὰ πάν­τα γύ­ρω του, ἀ­κό­μα καὶ τὸ ἴ­διο του τὸ νε­κρὸ σῶ­μα (σὰν νὰ ἦ­ταν ἕ­να νε­κρὸ ζῶ­ο), βλέ­πον­τας συγ­χρό­νως τὶς προ­σπά­θει­ες τῶν ἰα­τρῶν νὰ τὸ ἐ­πα­να­φέ­ρουν στὴν ζω­ή. Αἰ­σθά­νε­ται μί­α ἀ­νώ­δυ­νη ζε­στα­σιὰ καὶ γα­λή­νη σὰν νὰ πλέ­ει ἢ νὰ αἰ­ω­ρεῖ­ται στὸν ἀ­έ­ρα. Βλέ­πει ὅ­λα ὅ­σα δι­α­δρα­μα­τί­ζον­ται γύ­ρω του, ἀλ­λὰ εἶ­ναι τε­λεί­ως ἀ­νί­κα­νος νὰ ἐ­πι­δρά­σει στὸ πε­ρι­βάλ­λον του μὲ τὴν ὁ­μι­λί­α ἢ μὲ τὴν ἁ­φὴ καὶ ἔ­τσι νοι­ώ­θει μί­α ἔν­το­νη μο­να­ξιὰ. Οἱ λει­τουρ­γί­ες τῆς σκέ­ψης του γί­νον­ται πο­λὺ πιὸ γρή­γο­ρες ἀπ᾿ ὅ­τι ἦ­ταν ὅ­ταν ἡ ψυ­χὴ του βρί­σκον­ταν μέ­σα στὸ σῶ­μα.
Ἡ Dr. Elisabeth Kubler–Ross στό βι­βλί­ο της “Death does not exist” τοῦ 1977 (σελ. 103, 104) ἀ­να­φέ­ρει τὴν πε­ρί­πτω­ση μί­ας τυ­φλῆς γυ­ναί­κας, ἡ ὁ­ποί­α «εἶ­δε» καὶ πε­ρι­έ­γρα­ψε τὰ πάν­τα μέ­σα στὸ δω­μά­τιο ποὺ «πέ­θα­νε» καὶ ὅ­ταν ἐ­πα­νῆλ­θε στὴ ζω­ὴ ἦ­ταν καὶ πά­λι τυ­φλὴ – μί­α ἐν­τυ­πω­σια­κὴ ἔν­δει­ξη, ὅ­τι δὲν εἶ­ναι τὸ μά­τι, οὔ­τε ὁ ἐγ­κέ­φα­λος ποὺ σκέ­πτε­ται. Εἶ­ναι ἡ ψυ­χή, ποὺ ἐ­πι­τε­λεῖ τὶς λει­τουρ­γί­ες αὐ­τὲς τῶν σω­μα­τι­κῶν ὀρ­γά­νων γιὰ ὅ­σο δι­ά­στη­μα τὸ σῶ­μα εἶ­ναι ζων­τα­νό, ἀλ­λὰ μὲ δι­κή της μό­νο δύ­να­μη, ὅ­ταν τὸ σῶ­μα εἶ­ναι νε­κρό.
Με­ρι­κοὶ σχο­λι­ά­ζον­τας τέ­τοι­ου εἴ­δους ἐμ­πει­ρί­ες, ἐκ­φρά­ζουν ἀμ­φι­βο­λί­ες γιὰ τὸ ἂν τὸ πρό­σω­πο εἶ­ναι πράγ­μα­τι νε­κρό, στὴν πε­ρί­πτω­ση ποὺ ἐ­πα­νέρ­χε­ται στὴν ζω­ὴ μέ­σα σὲ λί­γα λε­πτά. Ἀ­πάν­τη­ση σ᾿ αὐ­τὸ μό­νο ἡ ἰ­α­τρι­κὴ ἐ­πι­στή­μη μπο­ρεῖ νὰ δώ­σει. Γε­γο­νὸς ὅ­μως πα­ρα­μέ­νει ὅ­τι σ᾿ αὐ­τὰ τὰ λί­γα λε­πτά, ἀ­κό­μα καὶ στὰ λε­πτὰ ποὺ προ­η­γοῦν­ται τοῦ θα­νά­του, οἱ ἄν­θρω­ποι βι­ώ­νουν ἐμ­πει­ρί­ες ποὺ δὲν μπο­ροῦν νὰ ἑρ­μη­νευ­θοῦν ὡς ἁ­πλὲς πα­ραι­σθή­σεις.
3. Ἡ συ­νάν­τη­ση μέ τούς ἄλ­λους.

Με­τὰ τὸν σω­μα­τι­κὸ θά­να­το, ἡ ψυ­χὴ πα­ρα­μέ­νει γιὰ μι­κρὸ δι­ά­στη­μα στὴν ἀρ­χι­κὴ κα­τά­στα­ση τῆς μο­να­ξιᾶς. Σὲ πολ­λὲς πε­ρι­πτώ­σεις, οἱ ἄν­θρω­ποι, λί­γο πρὶν πε­θά­νουν, βλέ­πουν ξαφ­νι­κὰ πε­θα­μέ­νους συγ­γε­νεῖς καὶ φί­λους τους (βλ. Dr. Moody “Life afterLife” σελ. 44). Εἶ­ναι ἡ λε­γο­μέ­νη «ὑ­πε­ραι­σθητὴ ἀν­τί­λη­ψη» ἤ ΕXP: “Εxtra Sensory Perception”.
Ἔ­χει πα­ρα­τη­ρη­θεῖ, κα­τὰ τὸν θά­να­το ἁ­γί­ων ἀν­θρώ­πων, νὰ ἐκ­δη­λώ­νον­ται «ἔ­κτα­κτα ση­μεῖ­α τῆς χά­ρι­τος» τοῦ Θε­οῦ καὶ ὅ­λοι ἢ με­ρι­κοὶ ἀ­πὸ αὐ­τοὺς ποὺ βρί­σκον­ται κον­τὰ στὸν ἑ­τοι­μο­θά­να­το, ἔ­χουν τὴν δυ­να­τό­τη­τα νὰ δοῦν «ὁ­ρά­μα­τα ἀ­πὸ τὸν ἄλ­λο κό­σμο»(π.χ. ὑ­περ­κό­σμιο φῶς νὰ λού­ζει τὸν ἑ­τοιμο­θά­να­το ἢ ἄρ­ρη­τη εὐ­ω­δί­α νὰ γε­μί­ζει τὸν χῶ­ρο, ἢ ὑ­περ­κό­σμι­ες ψαλ­μω­δί­ες νὰ ἀ­κού­γον­ται κ.λ.π. (βλ. σελ. 39 ἀπό τό Βι­βλί­ο «Η ΨΥΧΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ» π. Σε­ρα­φείμ Ρό­ουζ, Ἐκ­δό­σεις «ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ»).
Ὁ Ἅγ. Γρη­γό­ριος ὁ Δι­ά­λο­γος λέ­γει, ὅ­τι «μό­νο ὁ ἑ­τοι­μο­θά­να­τος ἀ­να­γνω­ρί­ζει ἄ­το­μα», ἐ­νῶ στοὺς δι­καί­ους «ἐμ­φα­νί­ζον­ται οἱ Ἅ­γιοι τῆς Βα­σι­λεί­ας τῶν Οὐ­ρα­νῶν». Ἡ δι­ά­κρι­ση αὐ­τὴ δὲν ὑ­πο­δει­κνύ­ει ἁ­πλῶς τὴν δι­α­φο­ρε­τι­κὴ με­τα­θα­νά­τια ἐμ­πει­ρί­α με­τα­ξὺ δι­καί­ων καὶ κοι­νῶν ἁ­μαρ­τω­λῶν, ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἄ­με­σα συν­δε­δε­μέ­νη μὲ τὴν δι­α­φο­ρε­τι­κὴ με­τα­θα­νά­τια κα­τά­στα­ση ἁ­γί­ων καὶ τῶν κοι­νῶν ἁ­μαρ­τω­λῶν. Οἱ ἅ­γιοι ἔ­χουν με­γά­λη ἐ­λευ­θε­ρί­α νὰ πρε­σβεύ­ουν ὑ­πὲρ τῶν ζών­των καὶ νὰ σπεύ­δουν πρὸς βο­ή­θειά τους, ἐ­νῶ οἱ ἀ­πο­θα­νόν­τες ἁ­μαρ­τω­λοὶ ἐ­κτὸς ἀ­πὸ πο­λὺ εἰ­δι­κὲς πε­ρι­πτώ­σεις, δὲν ἔ­χουν καμ­μί­α ἐ­πα­φὴ μὲ τοὺς ζῶν­τες.
Οἱ Πα­τέ­ρες γε­νι­κῶς λέ­γουν ὅ­τι «οἱ νε­κροὶ κα­τὰ γε­νι­κὸν κα­νό­να δὲν ἐμ­φα­νί­ζον­ται στοὺς ζῶν­τες». Οἱ πε­ρι­πτώ­σεις ἐμ­φα­νί­σε­ως νε­κρῶν στοὺς ζῶν­τες εἶ­ναι σὲ ἐ­λά­χι­στες πε­ρι­πτώ­σεις «ἔρ­γο τῶν ἀγ­γὲλων» καὶ στὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες πε­ρι­πτώ­σεις ἔρ­γο τῶν δαι­μό­νων, ποὺ ἀ­πο­σκο­ποῦν νὰ ὁ­δη­γή­σουν τοὺς ἀν­θρώ­πους σὲ δι­α­μόρ­φω­ση μιᾶς ἐ­σφαλ­μέ­νης δι­δα­σκα­λί­ας πε­ρὶ τῆς με­τὰ θά­να­τον ζω­ῆς (πρβλ. Ἁ­γί­ου Αὐ­γου­στί­νου «πε­ρὶ φρον­τί­δος τῶν νε­κρῶν» Κεφ. 13 σελ. 378 -’Saint Augustine’s “Care for the Dead”). Γε­νι­κά θά πρέ­πει νά πι­στεύ­ου­με, ὅτι οἱ Ἅ­γιοι καὶ οἱ Μάρ­τυ­ρες δι­α­μέ­σου τῆς θεί­ας δυ­νά­με­ως συμ­με­τέ­χουν στὶς ὑ­πο­θέ­σεις τῶν ζών­των, ἀλ­λὰ οἱ νε­κροὶ ἀ­πὸ μό­νοι τους δὲν ἔ­χουν τὴν δύ­να­μη νὰ πα­ρέμ­βουν σ᾿ ­αὐ­τὲς. Ἔ­τσι, ὅ­ταν ἔ­χου­με πα­ρεμ­βά­σεις νε­κρῶν μὲ ζῶν­τες ἢ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α νε­κρῶν μὲ ζῶν­τες, αὐ­τοὶ ποὺ φαί­νον­ται σὰν προ­σφι­λεῖς νε­κροὶ δὲν εἶ­ναι ἄλ­λοι πα­ρὰ δαί­μο­νες, πού μι­μοῦν­ται τὴν φω­νὴ ἢ τὴν συμ­πε­ρι­φο­ρὰ τῶν προ­σφι­λῶν μας νε­κρῶν.
4. Ἐμ­φα­νί­σεις ἀγ­γέ­λων καί δαι­μό­νων κα­τά τήν ὥρα τοῦ θα­νά­του.

Ἀ­μέ­σως με­τὰ τὸν χω­ρι­σμὸ τῆς ψυ­χῆς ἀ­πὸ τὸ σῶ­μα, πα­ρα­λαμ­βά­νουν τὴν ψυ­χὴ δύ­ο ἄγ­γε­λοι. Ὁ ἕ­νας εἶ­ναι ὁ φύ­λα­κας ἄγ­γε­λοςκαὶ ὁ δεύ­τε­ρος εἶ­ναι ὁ ἄγ­γε­λος τῆς ὑ­πο­δο­χῆς. Οἱ ἄγ­γε­λοι αὐ­τοὶ ἔ­χουν σὰν ἀ­πο­στο­λὴ νὰ συ­νο­δέ­ψουν τὴν ψυ­χὴ τοῦ ἀ­πο­θα­νόν­τος στὸ με­τα­θα­νά­τιο τα­ξί­δι της, περ­νών­τας μέ­σα ἀ­πὸ τὶς ὁ­μά­δες τῶν ἐ­να­ε­ρί­ων δαι­μο­νί­ων (τὰ ἐ­να­έ­ρια τε­λώ­νια), τὰ ὁ­ποῖ­α φο­ρο­λογοῦν τρό­πον τι­νά τὴν ψυ­χή, δηλ. τὴν ἐ­λέγ­χουν καὶ τὴν κα­τη­γο­ροῦν (ἀ­λη­θῶς ἀλ­λὰ καὶ ψευ­δῶς κά­ποι­ες φο­ρὲς) γιὰ δι­ά­φο­ρες ἁ­μαρ­τί­ες ποὺ ἔ­χει δι­α­πρά­ξει, ὅ­σο ζοῦ­σε μὲ τὸ σῶ­μα της, καὶ τὴν δι­εκ­δικοῦν ἀ­πὸ τοὺς ἀγγέ­λους, προ­βάλ­λον­τας δι­και­ώ­μα­τα ἐ­π᾿ αὐ­τῆς, ἐ­ὰν αὐ­τὴ εἶ­χε ἁ­μαρ­τή­σει μὲ τὴν πα­ρα­κί­νη­σή τους. Οἱ ἄγ­γε­λοι τὴν ὑ­πε­ρα­σπί­ζον­ται προ­βάλ­λον­τας τὶς κα­λές της πρά­ξεις ἢ τὴν με­τά­νοι­ά της.
Ἡ δι­α­δι­κα­σί­α αὐ­τὴ εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ ἐ­πώ­δυ­νη καί τα­λαι­πω­ρεῖ ἀ­φάν­τα­στα τὴν ψυ­χὴ, ἡ ὁ­ποί­α φρίτ­τει καὶ τρέ­μει ἀ­πὸ τὴν πα­ρου­σί­α τῶν πο­νη­ρῶν πνευ­μά­των, ποὺ τῆς προ­κα­λοῦν φρί­κη καὶ φό­βο, μὲ τὶς φω­νές, τὶς ἀ­πει­λές τους καὶ τὴν λύσ­σα τῆς κα­κί­ας καὶ μο­χθη­ρί­ας τους. Ἡ ψυ­χὴ γιὰ νὰ ἀ­πο­φύ­γει τοὺς δαί­μο­νες, κουρ­νιά­ζει στὴν ἀγ­κα­λιὰ τῶν ἀγ­γέ­λων ποὺ προ­σπα­θοῦν νὰ τὴν σώ­σουν ἀ­πὸ τὴν λυσ­σώ­δη κα­κί­α τῶν δαι­μό­νων. Τέ­λος τὴν 40ή ἡ­μέ­ρα (ἀ­πὸ τὸν θά­να­το τοῦ σώ­μα­τος), ἡ ψυ­χὴ φθά­νει μπρο­στὰ στὸν θρό­νο τοῦ Θε­οῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐκ­φέ­ρει τὴν προ­σω­ρι­νὴ ἀ­πό­φα­ση γιὰ τὴν τύ­χη της. Πρό­γευ­ση τῆς αἰ­ώ­νιας μελ­λον­τι­κῆς χα­ρᾶς ἢ πρό­γευ­ση τῆς αἰ­ώ­νιας μελ­λον­τι­κῆς κα­τα­δί­κης. Ἡ τε­λι­κὴ κρί­ση καὶ ἡ τε­λε­σί­δι­κη κα­τά­στα­ση τῆς ψυ­χῆς θὰ γί­νει κα­τὰ τὴν Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ, ὅ­που θὰ κρι­θοῦν ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι ὅ­λων τῶν ἐ­πο­χῶν, μὲ μό­νο κρι­τή­ριο: τὴν ἀ­γά­πη ποὺ ἔ­δω­σαν στοὺς συ­ναν­θρώ­πους τους. Μέ­χρι τό­τε ὅ­μως, μπο­ρεῖ νὰ ὑ­πάρ­ξει μι­κρὴ βελ­τί­ω­ση στὴν κα­τά­στα­ση τῶν ψυ­χῶν ἀ­πὸ τὶς προ­σευ­χὲς τῶν ζών­των ὑ­πὲρ αὐ­τῶν (μνη­μό­συ­να τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ ἀ­το­μι­κὲς προ­σευ­χὲς) καὶ τὶς ἀ­γα­θο­ερ­γί­ες καὶ ἐ­λε­η­μο­σύ­νες αὐ­τῶν ὑ­πὲρ τῶν «κε­κοι­μη­μέ­νων».
Στὸν βί­ο τοῦ Ἁ­γί­ου Βα­σι­λεί­ου τοῦ νέ­ου (ἑ­ορ­τά­ζει στὶς 26 Μαρ­τί­ου), ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­ζη­σε τὸν 10ο αἰ­ῶ­να, ἀ­να­φέ­ρε­ται μί­α λε­πτο­με­ρὴς πε­ρι­γρα­φὴ τοῦ τα­ξι­διοῦ τῆς ψυ­χῆς με­τὰ τὸν σω­μα­τι­κὸ θά­να­το, δι­α­μέ­σου τῶν «ἐ­να­ε­ρί­ων τε­λω­νί­ων». Ἀ­φο­ρᾶ τὴν ψυ­χὴ τῆς γε­ρόν­τισ­σας Θε­ο­δώ­ρας, μιᾶς ἡ­λι­κι­ω­μέ­νης γυ­ναί­κας, ποὺ τὰ τε­λευ­ταῖα χρό­νια τῆς ζω­ῆς της, ὑ­πη­ρε­τοῦ­σε στὸ μο­να­στή­ρι τοῦ ὁ­σί­ου Βα­σι­λεί­ου. Με­τὰ ἀ­πὸ ἔν­το­νες πα­ρα­κλή­σεις τοῦ ὑ­πο­τα­κτι­κοῦ τοῦ ὁ­σί­ου Βα­σι­λεί­ου, μο­να­χοῦ Γρη­γορί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε ἔν­το­νη πε­ρι­έρ­γεια νὰ μά­θη τί ἀ­πέ­γι­νε ἡ ψυ­χὴ τῆς γε­ρόν­τι­σας Θε­ο­δώ­ρας καὶ με­τὰ ἀ­πὸ προ­σευ­χὴ τοῦ ὁ­σί­ου, ἐμ­φα­νί­στη­κε στὸν ὕ­πνο τοῦ Γρη­γο­ρί­ου ἡ γε­ρόν­τισ­σα καὶ τοῦ δι­η­γή­θη­κε μὲ λε­πτο­μέ­ρει­ες, τὸ τα­ξί­δι τῆς ψυ­χῆς της ἀ­πὸ τὴν ὥ­ρα τοῦ σω­μα­τι­κοῦ της θα­νά­του (χω­ρι­σμὸς τῆς ψυ­χῆς ἀ­πὸ τὸ σῶ­μα), μέ­χρι νὰ φθά­σει στὸ θρό­νο τοῦ Θε­οῦ. Πέ­ρα­σε ἀ­πὸ 23 ὁ­μά­δες δαι­μό­νων (τὰ ἐ­να­έ­ρια τε­λώ­νια), τὰ ὁ­ποῖ­α ζη­τοῦ­σαν μὲ λύσ­σα καὶ ἀ­φάν­τα­στη κα­κί­α, δι­και­ώ­μα­τα γιὰ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες ποὺ εἶ­χε δι­α­πρά­ξει μὲ τὴν προ­τρο­πή τους, σὰν ἕ­να εἶ­δος φό­ρου ποὺ πλη­ρώ­νει κα­νεὶς στὸ τε­λω­νεῖ­ο, ὅ­ταν εἰ­σά­γει πράγ­μα­τα ἀ­πὸ ἄλ­λη χώ­ρα.
Τά δι­ά­φο­ρα τε­λώ­νια (ὁ­μά­δες δαι­μό­νων ἐ­ξει­δι­κευ­μέ­νων σὲ δι­ά­φο­ρα ἁ­μαρ­τή­μα­τα), πού ἀ­να­φέ­ρει στὴν δι­ή­γη­σή της ἡ γε­ρόν­τισ­σα Θε­ο­δώ­ρα, εἶ­ναι τὰ ἑ­ξῆς: «Τε­λώ­νιον» τῆς κα­τα­λα­λιᾶς, τῆς ὕβρε­ως, τοῦ φθό­νου, τοῦ ψεύ­δους, τοῦ θυ­μοῦ καί τῆς ὀρ­γῆς,τῆς ὑ­πε­ρη­φά­νειας, τῆς βλα­σφη­μί­ας, τῆς φλυ­α­ρί­ας, καί τῆς μω­ρο­λο­γί­ας, τοῦ τό­κου καί τοῦ δό­λου, τῆς ὀ­κνη­ρί­ας, τῆς φι­λαρ­γυ­ρί­ας, τῆς μέ­θης, τῆς μνη­σι­κα­κί­ας, τῆς μα­γεί­ας καί γο­η­τεί­ας, τῆς πο­λυ­φα­γί­ας, τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρεί­ας, τῆς ἀρ­σε­νο­κοι­τί­ας,τῶν χρω­μα­το­προ­σώ­πων, τῆς μοι­χεί­ας, τοῦ φό­νου, τῆς κλο­πῆς, τῆς πορ­νεί­ας καί τῆς ἀ­σπλα­χνί­ας.
Κά­θε μί­α ἀ­πὸ τὶς πα­ρα­πά­νω ὁ­μά­δες ἐ­ξέ­τα­ζε καὶ ἔ­λεγ­χε τὴν ψυ­χὴ (ἀ­λη­θῶς ἢ πολ­λὲς φο­ρὲς καὶ ψευ­δῶς), ἀ­να­φέ­ρον­τας συγ­κε­κρι­μέ­νες ἁ­μαρ­τί­ες ποὺ εἶ­χε δι­α­πρά­ξει ἢ εἶ­χε τὴν πρό­θε­ση νὰ δι­α­πρά­ξει καὶ ζη­τοῦ­σε δι­και­ώ­μα­τα. Οἱ ἄγ­γε­λοι δὲ ποὺ συ­νό­δευ­αν τὴν ψυ­χή, τὴν ὑ­πε­ρα­σπί­ζον­ταν ἀν­τι­πα­ραθέ­τον­τας στὶς ἁ­μαρ­τί­ες της, τὴν με­τά­νοι­ά της ἢ κά­ποι­ες κα­λές της πρά­ξεις.
Ὁ ὅ­σιος Βα­σί­λει­ος, με­τὰ τὸν θά­να­το τῆς γε­ρόν­τι­σας Θε­ο­δώ­ρας προ­σευ­χή­θη­κε γι᾿ αὐ­τὴν καὶ ζή­τη­σε ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ νὰ τοῦ χα­ρί­σει τὴν ψυ­χή της. Ἡ γε­ρόν­τι­σα, τὴν ὥ­ρα ποὺ τὴν πα­ρε­λάμ­βα­ναν οἱ ἄγ­γε­λοι, ὅ­ταν ἡ ψυ­χὴ της χω­ρι­ζό­ταν ἀ­πὸ τὸ σῶ­μα της, αἰ­σθάν­θη­κε τὶς προ­σευ­χὲς τοῦ ὁ­σί­ου Βα­σι­λεί­ου, σὰν ἕ­να «πουγ­γὶ» μὲ νο­μί­σμα­τα ποὺ ἔ­δω­σε ὁ ὅ­σιος στοὺς ἀγ­γέ­λους, ὡς βο­ή­θεια γιὰ τὸ με­τα­θα­νά­τιο τα­ξί­δι τῆς ψυ­χῆς της. Ἔ­τσι λοι­πόν, ὅ­σες φο­ρὲς ἡ με­τά­νοι­α τῆς Θε­ο­δώ­ρας καὶ οἱ κα­λές της πρά­ξεις, δὲν ἐ­παρ­κοῦ­σαν γιὰ νὰ κα­τευ­νά­σουν τὴν μα­νί­α τῶν δαι­μό­νων καὶ τὶς δι­εκ­δι­κή­σεις τους, οἱ ἄγ­γε­λοι ἔ­δι­ναν στοὺς δαί­μο­νες κά­τι, ὡς πλη­ρω­μή, ἀ­πὸ τὸ «πουγ­γὶ» μὲ τὰ νο­μί­σμα­τα ποὺ εἶ­χε δώ­σει σ᾿ αὐ­τοὺς ὁ ὅ­σιος. Ἔ­τσι μὲ τὴν βο­ή­θεια τῶν προ­σευ­χῶν τοῦ ὁ­σί­ου Βα­σι­λεί­ου, ἡ ψυ­χὴ τῆς Θε­ο­δώ­ρας, πέ­ρα­σε τὴν δο­κι­μα­σί­α τῶν «ἐ­να­έ­ρι­ων τε­λω­νί­ων», χω­ρὶς ση­μαν­τι­κὲς ἀ­πώ­λει­ες, μπῆ­κε στὴν πύ­λη τοῦ Οὐ­ρα­νοῦ καὶ με­τὰ τὴν 40ή μέ­ρα ἀ­πὸ τὸν θά­να­τό της, το­πο­θε­τή­θη­κε ἀ­πὸ τοὺς ἀγ­γέ­λους στὸ «πα­λά­τι» ποὺ ἦ­ταν προ­ο­ρι­σμέ­νο γιὰ τὸν ὅ­σιο Βα­σί­λει­ο καὶ τοὺς ὑ­πο­τα­κτι­κούς του.
5. Τό “φω­τει­νό ὄν”.

Τὸ φω­τει­νὸ ὂν πού ἐμ­φα­νί­ζε­ται, σὲ ὅ­λες τὶς σύγ­χρο­νες με­τα­θα­νά­τι­ες ἐμ­πει­ρί­ες, δὲν εἶ­ναι ἕ­νας ὁ­δη­γὸς ἄγ­γε­λος, ἀ­φοῦ τὸ ὂν αὐ­τὸ δὲν ἔ­χει συγ­κε­κρι­μέ­νη μορ­φή, δὲν ὁ­δη­γεῖ τὴν ψυ­χὴ που­θε­νά. Στα­μα­τᾶ γιὰ νὰ δι­α­λε­χθεῖ μὲ τὴν ψυ­χὴ καὶ τῆς δεί­χνει, σὲ τα­χύ­τα­τη ἀ­να­δρο­μὴ τὰ πε­ρα­σμέ­να γε­γονό­τα τῆς ζω­ῆς της. Δὲν εἶ­ναι στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἄγ­γε­λος, κά­θε ὂν ποὺ ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὡς ἄγ­γε­λος, ἀ­φοῦ «αὐ­τὸς γὰρ ὁ Σα­τα­νᾶς με­τα­σχη­μα­τί­ζε­ται εἰς ἄγ­γε­λον φω­τὸς» (β’ Κο­ρινθ. ι­α΄ 47). Ἔ­τσι λοι­πὸν τὰ ὄν­τα ποὺ ἔ­χουν τὴν μορ­φὴ ἀγ­γέ­λων, δὲν μπο­ροῦν πάν­το­τε νὰ ταυ­τι­σθοῦν μα­ζί τους. Αὐ­θεν­τι­κὲς συ­ναν­τή­σεις μὲ ἀγ­γέ­λους, στὶς σύγ­χρο­νες με­τα­θα­νά­τι­ες ἐμ­πει­ρί­ες, δὲν συμ­βαί­νουν σχε­δὸν πο­τέ.
Εἶ­ναι λοι­πὸν δυ­να­τὸν, «τὸ φω­τει­νὸν ὂν» πού ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὡς ἄγ­γε­λος, νὰ εἶ­ναι στὴν πραγ­μα­τικό­τη­τα ἕ­νας δαί­μο­νας με­ταμ­φι­ε­σμέ­νος σὲ ἄγ­γε­λο φω­τός, προ­κει­μέ­νου νὰ βά­λει σὲ πει­ρα­σμὸ τὸν ἑ­τοι­μο­θά­να­το, ἀ­κό­μα καὶ τὴν στιγ­μὴ κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α ἡ ψυ­χὴ ἀ­φή­νει τὸ σῶ­μα. Σὲ ἄλ­λες πε­ρι­πτώ­σεις, ἀ­κό­μα καὶ σὲ βί­ους Ἁ­γί­ων, συ­ναν­τᾶ­με πε­ρι­πτώ­σεις δαι­μο­νι­κῶν ὁ­ρά­σε­ων κα­τὰ τὴν ὥ­ρα τοῦ θα­νά­του, ποὺ ἀ­πο­σκο­ποῦν νὰ τρο­μο­κρα­τή­σουν τὸν ἀ­πο­θνή­σκον­τα καὶ νὰ τὸν κά­νουν νὰ χά­σει κά­θε ἐλ­πί­δα γιὰ τὴν σω­τη­ρί­α του.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. «Η ΨΥΧΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ»
π. Σε­ρα­φείμ Ρό­ουζ – Ἐκ­δό­σεις «ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ».
2. Ὁ τε­λω­νι­σμὸς τῶν ψυ­χῶν κα­τὰ τὴν ὥ­ρα τοῦ Θα­νά­του.

Share Button