Η θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης» και το «μποζόνιο του Χίγκς».
Επισκόπου Ναυπάκτου π. Ιεροθέου
Αυτές τις ημέρες ανακοινώθηκε ότι ανακαλύφθηκε το «μποζόνιο του Χίγκς», δηλαδή το έως τώρα αόρατο σωματίδιο, που αντιστοιχεί στο πεδίο του Χίγκς, και προσδίδει μάζα στην ύλη. Είναι στοιχειώδες σωματίδιο, δηλαδή δεν έχει εσωτερική δομή και δεν αποτελείται από άλλα, συστατικά σωματίδια. Είναι εξαιρετικά ασταθές και όταν σχηματισθή, καταρρέει σχεδόν ακαριαία και δίνει άλλα υποατομικά σωματίδια.
Άν και λέγεται και γράφεται ευρέως ότι το «μποζόνιο του Χίγκς» δίνει στα στοιχειώδη σωματίδια την μάζα τους, αυτό δεν είναι απόλυτα σωστό. Την μάζα την δίνει το πεδίο του Χίγκς, το οποίο δεν την δημιουργεί εκ του μηδενός, αλλά την εμπεριέχει από πριν ως ενέργεια.
Λέγεται «μποζόνιο του Χίγκς», γιατί ο βρεττανός επιστήμων Χίγκς, που ζή ακόμη, πριν πολλά χρόνια είχε ομιλήσει για την ύπαρξή του.
Οι επιστήμονες εδώ και μερικά χρόνια προσπαθούσαν να βρούν τον τρόπο της δημιουργίας του κόσμου, με την θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης» και με τα ανάλογα πειράματα αναζητούσαν να βρούν τα υποατομικά σωματίδια που δίνουν μάζα στην ύλη.
1. Η «Μεγάλη Έκρηξη»
Η θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης» (Big Bang) που κυριαρχεί σήμερα στην επιστήμη προσπαθεί να ερμηνεύση τον τρόπο της δημιουργίας του Σύμπαντος και του κόσμου. Οι φυσικοί επιστήμονες ύστερα από διάφορες παρατηρήσεις «συμφωνούν ότι το σύμπαν ξεκίνησε σaν ένα άπειρα πυκνό, μηδενικών διαστάσεων σημείο καθαράς ενέργειας» (Francis Collins). Σε γενικές γραμμές η θεωρία αυτή είναι η ακόλουθη: «Σύμφωνα με την θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης το Σύμπαν άρχισε από μία αρχέγονη κατάσταση πολύ υψηλής πυκνότητος να διαστέλλεται ταχύτατα, γεγονός που οδήγησε σε μείωση της αρχικής πυκνότητας και πτώση της θερμοκρασίας.
Σύντομα η ύλη κυριάρχησε πάνω στην αντιύλη, ίσως σε μια σειρά από διαδικασίες που προβλέπουν και την διάσπαση των πρωτονίων. Στο στάδιο αυτό πιθανόν να ήταν παρόντες πολλοί τύποι στοιχειωδών σωματιδίων. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, η θερμοκρασία του Σύμπαντος μειώθηκε αρκετά και επέτρεψε τον σχηματισμό ορισμένων πυρήνων. Σύμφωνα με την θεωρία, δημιουργήθηκαν συγκεκριμένες ποσότητες υδρογόνου, ηλίου και λιθίου, οι οποίες επιβεβαιώνονται και από τις σύγχρονες παρατηρήσεις.
Ύστερα από 1.000.000 χρόνια το Σύμπαν είχε ψυχθή σε ικανοποιητικό βαθμό, ώστε να σχηματισθούν άτομα, οπότε κατέστη δυνατόν η ακτινοβολία να αρχίση να ταξιδεύει στον χώρο. Κατάλοιπο του πρώϊμου Σύμπαντος είναι η ακτινοβολία μικροκυμμάτων του υποβάθρου (περίπου 3 βαθμών Κέλβιν) που ανακαλύφθηκε το 1965 από τους Άρνο Άλαν Πενζίας και Ρόμπερτ Γούντροου Γουίλσον.
Σύμφωνα με την θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης, το σημερινό Σύμπαν, εκτός από την συνηθισμένη ύλη και ακτινοβολία πρέπει να είναι επίσης πλήρες με νετρίνα, στοιχειώδη σωματίδια χωρίς μάζα ή ηλεκτρικό φορτίο. Υπάρχει πάντα η πιθανότητα να ανακαλυφθούν τελικά και άλλα κατάλοιπα του πρώϊμου Σύμπαντος» (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρους Larousse Britanica).
Σχετικά με την θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης», κατά τον μεγάλο επιστήμονα Φράνσις Κόλλινς, υπάρχει ένα αναπάντητο ερώτημα: «άν το Big Bang κατέληξε σ’ ένα σύμπαν που θα συνεχίσει να διαστέλλεται για πάντα, ή αν κάποια στιγμή θα νικήση η βαρύτητα και οι γαλαξίες θα αρχίσουν να συγκλίνουν πάλι μαζί καταλήγοντας σε μια “Μεγάλη Σύνθλιψη”!
Πρόσφατες ανακαλύψεις αδιευκρίνιστων ποσοτήτων γνωστών σaν σκοτεινή ύλη και σκοτεινή ενέργεια, που φαίνεται να αποτελούν ένα πολύ σημαντικό μέρος του υλικού του σύμπαντος, κάνουν την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα να εκκρεμεί, αλλά οι περισσότερες ενδείξεις προς το παρόν προβλέπουν μάλλον έναν αργό μαρασμό, παρά μια δραματική κατάρρευση». Ακόμη, η θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης» θέτει σαφώς το ερώτημα: «τί έγινε πριν από αυτό και ποιός ή τί ήταν υπεύθυνος;». Αυτό το ερώτημα «ασφαλώς δείχνει τα όρια της επιστήμης όσο κανένα άλλο φαινόμενο».
Είναι φυσικό ότι η θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης» αρχίζει έναν διάλογο μεταξύ επιστήμης και θεολογίας ή στην πραγματικότητα μεταξύ επιστημόνων και θεολόγων.
Μερικοί επιστήμονες φθάνουν στο σημείο να αρνηθούν την ύπαρξη του Θεού και αποδίδουν την δημιουργία του Σύμπαντος στην ύλη, αλλά άλλοι αγνωστικιστές επιστήμονες μπροστά στο θέμα αυτό εκφράζονται ως θεολόγοι, όπως ο αστροφυσικός Robert Jastrow που λέγει: «Τώρα βλέπουμε πώς η αστρονομία οδηγεί σε μια βιβλική άποψη της προέλευσης του κόσμου. Οι λεπτομέρειες διαφέρουν, αλλά τα ουσιώδη στοιχεία της αστρονομικής και βιβλικής περιγραφής της Γενέσεως είναι τα ίδια.
Η αλυσίδα των γεγονότων που οδήγησαν στον άνθρωπο, άρχισαν ξαφνικά και απότομα σε μια ορισμένη στιγμή στον χρόνο με μια λάμψη φωτός και ενέργειας».Ο Φράνσις Κόλλινς παρατηρεί: «Οφείλω να συμφωνήσω (μέ τον Jastrow). Το Big Bang κραυγάζει για μια θεία εξήγηση. Επιβάλλει το συμπέρασμα ότι η φύση είχε μια ορισμένη αρχή. Δεν μπορώ να δώ πώς η φύση θα μπορούσε να δημιουργήση τον εαυτό της. Μόνο μια υπερφυσική δύναμη που είναι έξω από τον χώρο και τον χρόνο μπορεί να το έχει κάνει αυτό».
2. «Το μποζόνιο του Χίγκς»
Όπως ελέχθη πιο πάνω οι επιστήμονες προσπαθούν να βρούν το υλικό εκείνο που υπήρχε μετά την «Μεγάλη Έκρηξη» και μορφοποίησε το Σύμπαν. Ο Πίτερ Χίγκς είναι βρεττανός καθηγητής σε διάφορα Πανεπιστήμια της Αγγλίας και στην συνέχεια κατέληξε στο Εδιμβούργο όπου και ζή σήμερα. Το έτος 1964 διατύπωσε την θεωρία του πεδίου Χίγκς, που έλαβε το όνομά του, σύμφωνα με την οποία θεωρία το πεδίο αυτό διαπερνά το Σύμπαν δίνοντας μάζα στα στοιχειώδη σωματίδια, δηλαδή με την θεωρία αυτή εξηγεί πώς η ύλη αποκτά μάζα.
Η θεωρία αυτή του Χίγκς ταλαιπώρησε τους ερευνητές και όπως γράφει ο καθηγητής Γεώργιος Μπαμπινιώτης, όταν ο Αμερικανός φρυσικός Dick Teresi το 1993 έγραψε ένα βιβλίο για το θέμα αυτό, έκανε λόγο για το «αναθεματισμένο σωματίδιο» («Goddamn particle»). Όμως, ο εκδότης του έργου θεώρησε την λέξη «αναθεματισμένο» υβριστική και απέδωσε ευφημιστικώς το σωματίδιο ως «σωματίδιο του Θεού» («The God particle») (Εφημερίδα TA NEA). Έτσι, επικράτησε αυτή η ονομασία.
Το 2008 λειτούργησε ο Μεγάλος Επιταχυντής Ανδρονίων του CERN (Οργανισμός για την Πυρηνική Ενέργεια), όπου εργάσθηκαν πολλοί επιστήμονες, ο οποίος προκάλεσε συγκρούσεις δεσμών πρωτονίων με ταχύτητα λίγο μικρότερη από την ταχύτητα του φωτός, με σκοπό να ανακαλυφθούν τα μυστήρια της σωματιδιακής φυσικής και της προέλευσης του Σύμπαντος.
Έτσι, πρόσφατα, έγινε η ανακάλυψη «ενός σωματιδίου αόρατου και θνησιγενούς». Από τις πληροφορίες που έχουν δημοσιευθή μάθαμε ότι από την διάσπαση των πρωτονίων «προέκυψαν άλλα σωματίδια που παγιδεύονταν στους ογκώδεις ανιχνευτές του CERN και από την μελέτη τους προέκυπταν ίχνη του άφαντου σωματιδίου. Οπτικά, δεν θα μπορούσε κανείς να το αντικρύσει. Ζεί μόνο για ένα εκατομμυριοστό του δισεκατομμυριοστού του δισεκατομμυριοστού του δευτερολέπτου» (Εφημερίδα TA NEA). Το σωματίδιο αυτό άφησε μερικά ίχνη πίσω του και φάνηκε ότι υπάρχει.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες είναι ένα σωματίδιο «σήμα κατατεθέν ενός πεδίου, που απλώνεται σε ολόκληρο το Σύμπαν, και προσδίδει στα σωματίδια την μάζα που έχουν».
Όταν έγινε η «Μεγάλη Έκρηξη» όλα τα σωματίδια δεν είχαν μάζα, αλλά την «απέκτησαν όταν ενεργοποιήθηκε το πεδίο μετά την Μεγάλη Έκρηξη». Το σωματίδιο του Χίγκς «αιχμαλωτίζει» τα στοιχειώδη σωματίδια και τα καθιστά βαρύτερα προσδίδοντάς τους μάζα. Έτσι, τα σωματίδια αποκτούν μάζα και ξεχύνονται στο Σύμπαν για να δημιουργήσουν τον κόσμο. Το ερώτημα που τίθεται είναι πώς αυτό το «αόρατο» και «θνησιγενές» σωματίδιο μπόρεσε να δημιουργήση όλο το Σύμπαν, αλλά και τόσα όντα –έλλογα και άλογα– που κατοικούν στην γή και όλες τις ομορφιές; Και πώς σε αυτό το σωματίδιο οφείλεται όλη η λογικότητα του ανθρώπου και οι πνευματικές αναζητήσεις του Θεού από τον άνθρωπο;
Πάντως, οι επιστήμονες, παρά την ανακάλυψη αυτή, ισχυρίζονται ότι μένουν πολλά ακόμη σημεία να διευκρινισθούν που δεν μπορούμε τώρα να εξηγήσουμε στο Σύμπαν, όπως η λεγόμενη «σκοτεινή ύλη», που αποτελεί το 25% του Σύμπαντος, οι μαύρες τρύπες και οι «περίφημες έξτρα διαστάσεις».
Ο γνωστός ακαδημαϊκός Δημήτριος Νανόπουλος ισχυρίζεται ότι «τό μποζόνιο του Χίγκς» «ανοίγει τον δρόμο για την ερμηνεία πολύπλοκων καταστάσεων στο Σύμπαν», «μάς βοηθά να κατανοήσουμε περίπου το 4% του Σύμπαντος», ενώ «τό 25% του Σύμπαντος που αποτελείται από την λεγόμενη σκοτεινή ύλη παραμένει ακατανόητο και το Καθιερωμένο Μοντέλο μας είναι άχρηστο» (Εφημερίδα TA NEA). Το υπόλοιπο του Σύμπαντος φαίνεται ότι αποτελείται από μια τελείως μυστηριώδη οντότητα, την σκοτεινή ενέργεια.
3. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης για την δημιουργία του κόσμου
Είναι ανάγκη να δούμε με συντομία την εκπληκτική διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης για την δημιουργία του κόσμου, που ομοιάζει κατά κάποιον τρόπο με την θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης» με την διαφορά ότι την ερμηνεύει μέσα από την ενέργεια του Θεού, ότι, δηλαδή, ο Θεός με την άκτιστη ενέργειά Του δημιούργησε τον κόσμο.
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης απορρίπτει, όπως το κάνουν όλοι οι άγιοι Πατέρες, την αυτόματη δημιουργία του κόσμου, γιατί όλα έγιναν με την δημιουργική ενέργεια του Θεού και προήλθαν «εκ του μη όντος». Τα πάντα δημιουργήθηκαν «ουκ αυτομάτω τινί συντυχία, κατά τινα άτακτον και τυχαίαν φοράν».
Εκτός από την αρχή της μη «αυτομάτου συντυχίας» για την δημιουργία του κόσμου, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης κάνει λόγο για την «αθρόαν καταβολήν». Έτσι εξηγεί τον λόγο του Μωϋσέως «εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γήν».
Γράφει: «Η ούν αθρόα των όντων παρά της αφράστου δυνάμεως του Θεού καταβολή αρχή παρά του Μωϋσέως, ήγουν “κεφάλαιον” κατενομάσθη». Η σύσταση των όντων έγινεν αθρόως: «Ότι αθρόον της των όντων συστάσεως…».Μιά άλλη βασική αρχή που συνδέεται με το προηγούμενο είναι ότι στην κτίση υπάρχει ο λεγόμενος «εγκείμενος της κτίσεως λόγος». Ακόμη και όταν δημιουργήθηκε το Σύμπαν, πριν εμφανισθή κάθε μέρος, όλο το Σύμπαν βρισκόταν στο σκοτάδι, γιατί «ούπω γάρ εξεφάνη του πυρός η αυγή υποκεκρυμμένη τοίς μορίοις της ύλης» και έτσι όλα ήταν αόρατα, αφανή και ανακατεμμένα. Όταν ο Θεός έδωσε εντολή για την γένεση του κόσμου, τότε αυτό το πύρ που επισκιαζόταν από τα μόρια της ύλης επρόβαλε και αμέσως «τώ φωτί τα πάντα περιηυγάζετο».
Έπειτα, μέσα σε όλη την κτίση υπάρχει ο λόγος του Θεού. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης κάνει λόγο για τον «εγκείμενον της κτίσεως λόγον». Σε κάθε όν ενυπάρχει κάποιος σοφός και τεχνικός λόγος, έστω κι αν εμείς δεν τον βλέπουμε έτσι, «πάν το γινόμενον, λόγω γίνεται» και τίποτα από εκείνα που δημιουργήθηκαν από τον Θεόν δεν νοείται «άλογον τι και συντυχικόν και αυτόματον». Όταν ο Θεός είπε «γεννηθήτω φώς», ερμηνεύεται ότι αυτό αναφέρεται «εις τον εγκείμενον της κτίσεως λόγον».
Αυτός ο λόγος-ενέργεια που ενυπάρχει σε όλα τα όντα χαρακτηρίζεται από τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης «οιωνεί σπερματική δύναμις».
Πρόκειται για την πρώτη ορμή του Θεού προς δημιουργία, που υπήρχε «δυνάμει» στην κτίση, όχι όμως και ενεργεία, διότι η γή ήταν ακόμη αόρατη και ακατασκεύαστη.
Η αριστοτελική αρχή του δυνάμει και ενεργεία χρησιμοποιείται από τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης για να ερμηνεύση το πώς δημιουργήθηκε η κτίση.
Αυτή η σπερματική δύναμη στα όντα, την οποία έβαλε ο Θεός, ενεργοποιήθηκε με την δύναμη του λόγου Του. Γράφει: «τή μεν δυνάμει τα πάντα ήν εν πρώτη του Θεού περί την κτίσιν ορμή, οιονεί σπερματικής τινος δυνάμεως προς την του παντός γένεσιν καταβληθείσης, ενεργεία δε τα καθ’ έκαστον ούπω ήν».
Έτσι, τα διάφορα είδη των όντων ήταν αποτέλεσμα της σπερματικής δυνάμεως και της δημιουργικής ενέργειας του Θεού. Στην αρχή ο Θεός δημιούργησε την άμορφη ύλη που δεν ήταν άκτιστη, και στην συνέχεια με τον δημιουργικό Του λόγο δημιούργησε τις ποιότητες και έτσι δημιουργήθηκαν τα επί μέρους είδη.
Μέ αυτήν την δύναμη και σοφία που καταβλήθηκαν στην κτίση για την τελείωση κάθε μορίου του κόσμου, «ειρμός τις αναγκαίος κατά τινα τάξιν επηκολούθησεν».
Γράφει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης ότι όλα έχουν προκατανοηθή από την σοφία του Θεού «τά δια τινος αναγκαίας τάξεως κατά το ακόλουθον εκβησόμενα».
Γίνεται φανερό ότι η δημιουργία του κόσμου «εν αρχή» και η επί μέρους δημιουργία των όντων, ήτοι το δυνάμει και ενεργεία, η άμορφος ύλη, τα μόρια και η εξέλιξή τους, οι ποιότητες έγιναν με την προσωπική ενέργεια του Θεού, με τον δημιουργικό Του λόγο, που εισήλθε ευθύς εξ αρχής «αθρόως» στην ουσία των όντων. Από εκεί με την δημιουργική ενέργεια του Θεού προήλθε αυτή η ορμή και το φώς που περιέλουσε την κτίση και δημιούργησε τις ποιότητες των ειδών.
Επομένως, ο κόσμος δημιουργήθηκε από τον Θεό, με την άκτιστη δημιουργική ενέργειά Του και μέσα σε όλη την κτίση υπάρχει η άκτιστη ενέργεια του Θεού που ουσιοποιεί και ζωοποιεί την κτίση.
4. Επιστήμονες και Πατέρες της Εκκλησίας
Επανερχόμενος στην σύγχρονη ανακάλυψη του «μποζονίου του Χίγκς» θέλω να υπενθυμίσω ότι μερικοί αποκάλεσαν αυτό το σωματίδιο ως «σωματίδιο του Θεού».Άλλοι όμως διετύπωσαν την άποψη ότι κακώς αποδόθηκε ως «σωματίδιο του Θεού», αλλά ο καλύτερος ορισμός είναι «σωματίδιο θεός». Υφίσταται μεγάλη διαφορά. Άλλο να υποστηρίζη κανείς ότι πρόκειται για έναν τρόπο με τον οποίο ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, και άλλο ότι αυτή η ενέργεια και η ύλη είναι θεός.
Στην δεύτερη αυτή περίπτωση όχι μόνον οδηγείται ο άνθρωπος στον αγνωστικισμό και τον αθεϊσμό, αλλά αποδέχεται τον ματεριαλισμό-υλισμό, ότι δηλαδή αρχή του κόσμου είναι η ύλη.
Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι προσπαθούσαν να απαντήσουν στο ερώτημα πώς δημιουργήθηκε και υπάρχει ο κόσμος καί, όπως λέγει ο Χάϊντεγκερ, ερωτούσαν «γιατί υπάρχει ο κόσμος και όχι το τίποτα».
Μερικοί προσωκρατικοί φιλόσοφοι, όπως οι λεγόμενοι Ίωνες φυσικοί (Θαλής, Αναξίμανδρος, Αναξιμένης), που είναι «εισηγητές της λογικής, αμυθολόγητης κοσμοερμηνείας», μιλούσαν για την ύπαρξη της ύλης από την οποία δημιουργήθηκε ο κόσμος, η οποία ύλη έχει μέσα της δύναμη, οπότε «ύλη και δύναμη είναι ένα» και «η ενέργειά της μηχανική».
Οπότε, ο κόσμος, κατά την ιωνική αντίληψη «είναι υλικός και μηχανικός». Αυτή η «ιωνική φυσική», «η φυσιολογία», όπως έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, «έχει βάση τον ντετερμινισμό» (Χαράλαμπος Θεοδωρίδης).
Άλλοι, οι μεταφυσικοί φιλόσοφοι, όπως ο Πλάτων, ανέπτυξε την θεωρία των ιδεών, ότι όλα τα όντα είναι αντίγραφα των ιδεών που υπήρχαν στον νού του ανώτατου όντος, του Θεού, ο δε Αριστοτέλης έκανε λόγο για το «πρώτον ακίνητον κινούν».
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως είδαμε προηγουμένως και στον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, μελέτησαν τα σχετικά με την δημιουργία του κόσμου με θεολογικό λόγο. Αρνήθηκαν και τον υλισμό και την μεταφυσική. Έτσι, στις δύο αυτές φιλοσοφικές κατευθύνσεις «εν αρχή ήν η ύλη» και «εν αρχή ήν η ιδέα», αντιπαρέθεσαν το «εν αρχή ήν ο Λόγος». Ο Θεός είναι πρόσωπο, είναι αγάπη, αφού η αγάπη είναι η άκτιστη ενέργεια του Θεού. Επομένως ο Θεός δεν είναι ούτε ιδέα ούτε ύλη.
Έπειτα, λέγουν ότι ο Θεός εδημιούργησε τον κόσμο «εξ ούκ όντων», «εκ μη υπαρχούσης ύλης» με τον λόγο Του που είναι η άκτιστη ενέργειά Του, η οποία δημιουργεί κτιστά όντα. Σύγχρονοι επιστήμονες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, ερμηνεύοντας τις νέες ανακαλύψεις. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν εκείνοι που αποδέχονται κάποια δύναμη που βρίσκεται έξω από τον χώρο και τον χρόνο, η οποία δημιούργησε τον κόσμο.
Στην δεύτερη κατηγορία είναι οι αγνωστικιστές και οι άθεοι που ερμηνεύουν την δημιουργία του κόσμου χωρίς να πιστεύουν στην ύπαρξη του Θεού. Πρόσφατα διάβασα τις απόψεις ενός επιστήμονος που έλεγε: «Είμαστε μια ανακατανομή του τίποτα». Επίσης έλεγε ότι η «Μεγάλη εικόνα» «πού έχουμε σήμερα για την εμφάνιση κι εξέλιξη του σύμπαντος» σε συνδυασμό με την δαρβινική εξέλιξη των ειδών «ελευθερώνει τον άνθρωπο από πολλά θεμελιώδη και υπαρξιακά ερωτήματα που τον απασχολούν από τότε που υπάρχει» (Δ. Νανόπουλος).
Πάντως, κατά τους Πατέρας, οι επιστήμονες μπορούν να ερευνούν τον κόσμο, να εξετάζουν από τί αποτελείται, πώς έγινε, αλλά δεν μπορούν να εισέρχωνται σε άλλα πεδία, δηλαδή της ύπαρξης ή μη του Θεού. Άλλωστε, άλλο είναι το έργο της επιστήμης και άλλο το έργο της ορθόδοξης θεολογίας και δεν πρέπει να υπάρχη σύγκρουση ή σύγχυση μεταξύ τους.
Η επιστήμη ερευνά τον κτιστό κόσμο, την ύλη, τα άτομα, τα μόρια, τα πρωτόνια, τα σωματίδια, το κύτταρο, τα γονίδια κλπ. ενώ η θεολογία, που είναι εμπειρία, ασχολείται με το πώς ο άνθρωπος θα γνωρίση τον Θεό-πρόσωπο με τις άκτιστες ενέργειές Του.
Η επιστήμη προχωρεί σε διάφορες ανακαλύψεις οι οποίες πρέπει να ωφελούν και να μη βλάπτουν τους ανθρώπους, και η ορθόδοξη θεολογία δίνει απαντήσεις στις πνευματικές αναζητήσεις του ανθρώπου και στο πώς θα αποκτήση ανιδιοτελή αγάπη προς τον Θεό και τους συνανθρώπους του, σε μια εποχή μάλιστα που όχι μόνον κηρύσσεται «ο θάνατος του Θεού», αλλά και «ο θάνατος του πλησίον».
Τελικά, όσες ανακαλύψεις και αν κάνη η επιστήμη, ο άνθρωπος πεινά και διψά για προσωπικό Θεό, για ανιδιοτελή αγάπη, εσωτερική ειρήνη και ελευθερία, για πληρότητα πνευματική, θέλει να μάθη τί υπάρχει πέρα από την κτίση, τί γίνεται μετά τον θάνατο, τί είναι η αιώνια ζωή κ.ά. Ο άνθρωπος δεν είναι άλογο όν, αλλά αναπτύσσει πολιτισμό, καλλιεργεί τις πνευματικές αρχές, αναζητά τον Θεό και επιδιώκει να βιώση την αγάπη Του.
Ο άνθρωπος μπορεί να ζήση χωρίς επιστήμη, αλλά δεν μπορεί να ζήση χωρίς Θεό.
Επομένως, η επιστήμη προσπαθεί να δώση μια ερμηνεία για την δημιουργία και την σύσταση του κόσμου, αλλά εκείνο που έχει μεγάλη σημασία είναι ποιός δημιούργησε τον κόσμο και τον άνθρωπο. Ο Θεός δεν είναι μια άλογη δύναμη, ούτε ένα ευδαίμον όν, αλλά πρόσωπο, είναι ο Λόγος που δημιούργησε τον κόσμο και μέσα σε όλη την κτίση υπάρχουν οι «λόγοι των όντων», η ενέργεια του Θεού.
Ακόμη ο Θεός προσέλαβε σώμα για να θεώση τον άνθρωπο. Έτσι, ο άνθρωπος πού, κατά τον σημαντικό ορισμό του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, είναι «ζώον ενταύθα οικονομούμενον και αλλαχού μεθιστάμενον και πέρας του μυστηρίου τη προς Θεόν νεύσει θεούμενον», δεν αναπαύεται σε μερικές ανακαλύψεις, όσο ωφέλιμες κι αν είναι, αλλά αναζητά τον προσωπικό Θεό.