ἍΓΙΟΙ 38 ἈΒΒΆΔΕΣ ΟἹ ἘΝ ΤΩ͂Ι ὌΡΕΙ ΣΙΝΑ͂Ι ἈΝΑΙΡΕΘΈΝΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ἍΓΙΟΙ 33 ΠΑΤΈΡΕΣ ἈΒΒΆΔΕΣ ΟἹ ἘΝ ΤΗ͂Ι ΡΑΪΘΩ͂Ι ἈΝΑΙΡΕΘΈΝΤΕΣ,14 ΙΑΝ

1380581_443671495743167_202289717_n

Ἡ ἱερότητα τοῦ ὄρους Σινᾶ ἦταν ἑπόμενο νὰ ἑλκύσει ψυχὲς Ὁσίων καὶ Ἀναχωρητῶν, οἱ ὁποῖοι κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ, ζητοῦσαν τὴν ἐλεύθερη λατρεία, τὴν ἡσυχία καὶ τὴν προσευχὴ σὲ ἐρημικοὺς τόπους. Ὁ τόπος ἐκεῖνος χωρὶς νὰ δίνει ἀνέσεις ἦταν κατάλληλος γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀνύψωση τῆς ψυχῆς. Ἐπιπλέον δὲ οἱ ἐντυπώσεις ποὺ ἔρχονταν στὸ νοῦ ἀπὸ τὶς διηγήσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γιὰ τὸ ὄρος Σινᾶ ἐνίσχυαν τὴν ἡσυχία τοῦ τόπου καὶ τὴν ὁλόψυχη ἀφοσίωση πρὸς τὸν Θεό.
Ἐπειδὴ τότε δὲν ὑπῆρχε κτισμένο μοναστήρι, οἱ παλαιοὶ ἐκεῖνοι Ἀναχωρητὲς καὶ Ἀσκητὲς χρησιμοποιοῦσαν ὡς κελιά τους, σπήλαια ἢ καλύβες, τὶς ὁποῖες ἔκτιζαν σὲ μικρὴ ἀπόσταση τὴ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Πατέρες ἐφονεύθησαν ἀπὸ τοὺς Βλέμμυες, βάρβαρο λαὸ ποὺ κατοικοῦσε σὲ ὅλη τὴν ἔρημο, ἀπὸ τὴν Ἀραβία μέχρι τὴν Αἴγυπτο καὶ τὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα καὶ ἄρχισε τὶς ἐπιδρομὲς τὸ 373 μ.Χ.
Ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τῆς βασιλείας τοῦ Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ) καὶ ὅταν Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ἦταν ὁ Πέτρος (300 – 311 μ.Χ.), ἐφονεύθησαν καὶ ἄλλοι Ὅσιοι Πατέρες ποὺ ἡσύχαζαν στὸ ὄρος Σινᾶ. Συγκεκριμένα, στὸ ὄρος Σινᾶ κατοικοῦσαν καὶ Σαρακηνοί. Αὐτοί, ὅταν πέθανε ὁ ἀρχηγός τους, ξεσηκώθηκαν καὶ σκότωσαν πολλοὺς ἀσκητές. Ὅσοι ἀπὸ αὐτοὺς διέφυγαν τὸ θάνατο κατέφυγαν σὲ ἕνα ὀχύρωμα. Τότε, κατὰ θεία πρόνοια, φάνηκε τὴν νύχτα στοὺς Σαρακηνοὺς μία φλόγα ποὺ κατάκαιγε ὅλο τὸ ὄρος Σινᾶ καὶ ἔφθανε ὡς τὸν οὐρανό. Μόλις εἶδαν τὴν φλόγα αὐτὴ οἱ Σαρακηνοί, φοβήθηκαν πολύ, ἄφησαν κάτω τὰ ὅπλα τους καὶ ἔφυγαν.
Οἱ Ἀσκητὲς ποὺ ἐφονεύθησαν ἦταν τριάντα ὀκτὼ καὶ εἶχαν διάφορες πληγὲς στὰ σώματά τους. Ἄλλων δηλαδὴ εἶχαν ἀποκοπεῖ οἱ κεφαλές, ἐνῶ ἄλλων μόλις κρατοῦνταν ἀπὸ ἕνα μικρὸ τμῆμα δέρματος. Κάποιους μάλιστα, οἱ βάρβαροί τους ἔκοψαν στὴ μέση καὶ χώρισαν τὰ σώματά τους σὲ δυὸ μέρη.
Ἀπὸ τὰ φονικὰ σπαθιὰ διεσώθησαν δύο Ἅγιοι, ὁ Σάββας καὶ ὁ Ἡσαΐας, οἱ ὁποῖοι καὶ ἔθαψαν τοὺς φονευθέντες καὶ διηγήθηκαν τὰ σχετικὰ μὲ αὐτούς.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς ἁγιόλεκτος τοῦ Λόγου χορεία, ἐν τῷ Σινᾷ καὶ Ῥαϊθῷ οἱ Ἀββάδες, ἀγγελικῶς ἠρίστευσαν ἀγῶσιν ἱεροῖς· ἱδρῶσι γὰρ ἀσκήσεως, τῶν αἱμάτων τοὺς ὄμβρους, μυστικῶς κεράσαντες, χαρισμάτων κρατῆρα, πνευματικῶς προτίθενται ἡμῖν, ἐξ οὗ τρυφῶντες, αὐτοὺς μακαρίσωμεν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἐκ τῆς κοσμικῆς, συγχύσεως ἐφύγετε, καὶ πρὸς γαληνήν, κατάστασιν μετέστητε, μαρτυρίου αἵμασι, καὶ ἀσκήσεως πόνοις στεφόμενοι· ὅθεν ἀνεδείχθητε, Μαρτύρων καὶ Ὁσίων ὁμόσκηνοι.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις πανοσία παρεμβολή, Ῥαϊθῶ πολῖται, καὶ Σιναίου οἱ οἰκισταί· χαίρετε οἱ πόνοις, ἀθλητικοῖς στεφθέντες, βαρβαρικῆς μανίας, θύματα ἄμωμα.
Ἕως δύο μέρες μακριὰ ἀπὸ τὸ ὄρος Σινᾶ, πρὸς τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα, ἦταν ἡ ἔρημος Ραϊθώ, στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ὁποίας ζοῦσαν Χριστιανοὶ Ἀναχωρητὲς καὶ Ἀσκητές. Αὐτοὶ οἱ μακαριστοὶ Πατέρες διένυαν τὸν ἀσκητικὸ ἀγώνα ἐκεῖ ποὺ εἶναι οἱ δώδεκα πηγὲς τῶν ὑδάτων καὶ ἑβδομήντα στέλεχοι τῶν φοινίκων. Οἱ μοναχοὶ αὐτοὶ πραγματοποιοῦσαν παράλληλα πρὸς τὸ ἀσκητικό τους ἔργο καὶ τὴ μεγάλη ἐντολὴ τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου στοὺς ἀλλοεθνής. Ἀλλὰ τὴν ἴδια ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ἔγινε ἡ σφαγὴ τῶν Πατέρων στὸ Σινᾶ, οἱ βάρβαροι ἀποφάσισαν νὰ ἐξολοθρεύσουν καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ραϊθώ.
Οἱ τριακόσιοι Βλέμμυες πῆραν αἰχμαλώτους τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ τῶν Φαρανιτῶν καὶ πῆγαν στὸ Κάστρο, ὅπου εἶχαν τὴν ἐκκλησία τους οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Ἐκεῖνοι, μόλις ἀντελήφθησαν τοὺς βαρβάρους, ἔκλεισαν τὴν πόρτα τοῦ Ναοῦ καὶ περίμεναν τὸν θάνατο. Ὁ προεστὸς τῆς μονῆς, Παῦλος, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ὅτι καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Πατρῶν, θύμισε στοὺς ἀδελφοὺς ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς τους εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἡ βασιλεία Του καὶ ὅτι ὑπὲρ αὐτῆς ἦσαν ἡ προσευχή τους, ἡ μελέτη τους, οἱ πόθοι καὶ τὰ ἔργα τους καὶ τώρα παρουσιάζεται λαμπρὴ εὐκαιρία νὰ ἀποκτήσουν τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου, χύνοντας καὶ αὐτὸ τὸ αἷμά τους ὑπὲρ τοῦ Κυρίου καὶ μισθαποδότου τους. Τοὺς παρακίνησε δέ, νὰ εὐχηθοῦν ὑπὲρ τῶν φονέων τους, οἱ ὁποῖοι ἦταν πραγματικὰ δυστυχεῖς καὶ ἐξέφρασε τὴν ἐλπίδα ὅτι ἡ θυσία αὐτὴ θὰ συντελέσει στὴν αὔξηση τοῦ δένδρου τῆς πίστεως. Οἱ Πατέρες ἐπικρότησαν τὰ λόγια αὐτὰ καὶ προσευχήθηκαν. Οἱ Βλέμμυες τότε, ἔσπασαν τὴν πόρτα, εἰσῆλθαν μέσα καὶ ἔσπειραν τὸν θάνατο κατὰ διαφόρους τρόπους.
Τὶς σφαγὲς αὐτὲς καὶ τὶς ἀναιρέσεις διηγοῦνται ὁ μακάριος Νεῖλος ὁ Ἀσκητής, ὁ ὁποῖος εἶχε διατελέσει ἔπαρχος Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Ἀμμώνιος μοναχὸς στὴ Διήγησή του, καθὼς καὶ ὁ Ἀναστάσιος μοναχὸς ὁ Σιναΐτης κατὰ τὸν 7ο μ.Χ. αἰώνα. Ἀρχικὰ ἡ μνήμη τους ἑορταζόταν στὶς 28 Δεκεμβρίου, ἐπικράτησε ὅμως νὰ ἑορτάζεται σήμερα.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς ἁγιόλεκτος τοῦ Λόγου χορεία, ἐν τῷ Σινᾷ καὶ Ῥαϊθῷ οἱ Ἀββάδες, ἀγγελικῶς ἠρίστευσαν ἀγῶσιν ἱεροῖς· ἱδρῶσι γὰρ ἀσκήσεως, τῶν αἱμάτων τοὺς ὄμβρους, μυστικῶς κεράσαντες, χαρισμάτων κρατῆρα, πνευματικῶς προτίθενται ἡμῖν, ἐξ οὗ τρυφῶντες, αὐτοὺς μακαρίσωμεν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἐκ τῆς κοσμικῆς, συγχύσεως ἐφύγετε, καὶ πρὸς γαληνήν, κατάστασιν μετέστητε, μαρτυρίου αἵμασι, καὶ ἀσκήσεως πόνοις στεφόμενοι· ὅθεν ἀνεδείχθητε, Μαρτύρων καὶ Ὁσίων ὁμόσκηνοι.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις πανοσία παρεμβολή, Ῥαϊθῶ πολῖται, καὶ Σιναίου οἱ οἰκισταί· χαίρετε οἱ πόνοις, ἀθλητικοῖς στεφθέντες, βαρβαρικῆς μανίας, θύματα ἄμωμα.

Ἁγία Νίνα ἡ Ἰσαπόστολος

Ἡ Ἁγία Νίνα γεννήθηκε στὴν Καππαδοκία, ὅπου κατοικοῦσαν πολλοὶ Γεωργιανοὶ καὶ φέρεται ὡς συγγενὴς τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου. Ὁ πατέρας της, Ζαβουλῶν, εὐσεβὴς καὶ φημισμένος στρατιωτικός, πρὶν ἀκόμα νυμφευθεῖ, εἶχε φύγει ἀπὸ τὴν πατρίδα του Καππαδοκία, γιὰ νὰ προσφέρει τὶς ὑπηρεσίες του στὸν αὐτοκράτορα Μαξιμιανό. Ἡ μητέρα της, Σωσάννα, ἦταν ἀδελφὴ τοῦ Ἐπισκόπου Ἱεροσολύμων Ἰουβεναλίου. Ὁ πατέρας της, φλεγόμενος ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, ἔγινε, μὲ τὴν συγκατάθεση τῆς συζύγου του, μοναχὸς στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη. Ἡ μητέρα τῆς Ἁγίας Νίνας τοποθετήθηκε ὡς διακόνισσα στὸ Ναὸ τῆς Ἀναστάσεως. Τὴν Ἁγία Νίνα τὴν παρέδωσαν στὴν εὐλαβέστατη Γερόντισσα Νιοφόρα, γιὰ νὰ τὴν ἀναθρέψει.
Ὅταν ἡ Ἁγία Νίνα μελετοῦσε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἔφθασε στὸ κεφάλαιο ποὺ ἔγραφε γιὰ τὴν σταύρωση τοῦ Κυρίου, ὁ λογισμός της σταμάτησε στὸν χιτώνα τοῦ Χριστοῦ. Ἀναρωτήθηκε ποὺ νὰ βρίσκεται ἄραγε ἡ ἐπίγεια πορφύρα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Τῆς εἶπαν, λοιπόν, ὅτι κατὰ τὴν παράδοση, αὐτὴ φυλασσόταν στὴν πόλη Μιτσχέτη τῆς Ἰβηρίας (Γεωργίας). Τὴν μετέφερε ἐκεῖ ὁ ραββίνος τῆς πόλεως ποὺ ὀνομαζόταν Ἐλιόζ, ὁ ὁποῖος τὴν εἶχε παραλάβει ἀπὸ τὸ στρατιώτη ποὺ τὴν κέρδισε στὴν κλήρωση κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρό. Τὰ λόγια αὐτὰ χαράχτηκαν βαθιὰ στὴν καρδιά της. Καὶ παρακάλεσε τὴν Θεοτόκο νὰ τὴν ἀξιώσει νὰ πάει στὴν Χώρα τῶν Ἰβήρων, γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν χιτώνα τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ της. Ἡ Παναγία ἄκουσε τὴν προσευχή της καὶ ἐμφανίσθηκε στὸν ὕπνο τῆς Ἁγίας. Τὴν προέτρεψε νὰ πάει στὴν Ἰβηρία νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς πρόσφερε ἕνα Σταυρὸ ἀπὸ κληματόβεργες, ποὺ θὰ ἦταν ἡ ἀσπίδα καὶ ὁ φύλακάς της. Ἡ Ἁγία ξύπνησε καὶ εἶδε στὰ χέρια της τὸ θαυμαστὸ Σταυρό. Τὸν ἀσπάσθηκε, ἔκοψε μία κοτσίδα ἀπὸ τὰ μαλλιά της, τὴν ἔπλεξε στὸν Σταυρὸ καὶ πῆγε νὰ συναντήσει ἀμέσως τὸν θεῖο της Ἐπίσκοπο Ἰουβενάλιο. Ἐκεῖνος διέκρινε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἔδωσε τὴν εὐχή του.
Ἔτσι μετὰ ἀπὸ ἐντολὴ τῆς Θεοτόκου, κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴ Γεωργία, περὶ τὸν 3ο Αἰώνα μ.Χ. Ἡ ἀποστολική της δράση καὶ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας ὁδήγησαν τοὺς βασιλεῖς τῆς Γεωργίας Μιριὰν (265 – 342 μ.Χ.) καὶ Νάνα στὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ἁγία βρῆκε τὸν τόπο, ὅπου εἶχε ἐναποτεθεῖ ὁ χιτώνας τοῦ Χριστοῦ, στὸν κῆπο τῶν ἀνακτόρων καὶ ἐκεῖ ἀνήγειρε τὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Στύλου.
Ἡ Ἁγία Νίνα κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη καὶ ὁ Θεὸς τὴν δόξασε διατηρώντας τὸ τίμιο λείψανό της ἄφθαρτο.

Ὅσιος Σάββας ὁ πρῶτος Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας καὶ κτήτορας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Χιλανδαρίου

Ὁ Ἅγιος Σάββας ἦταν υἱὸς τοῦ ἡγεμόνα τῆς Σερβίας Στεφάνου Α’ Νεμάνια (στὶς βυζαντινὲς πηγὲς ἀναφέρεται Νεεμὰν) καὶ τῆς πριγκίπισσας Ἄννας. Τὸ λαϊκό του ὄνομα ἦταν Ρέσκο.
Ἡ ἵδρυση καὶ ὀργάνωση τοῦ πρώτου Σερβικοῦ κράτους ἀπὸ τὸ μέγα ζουπάνο Στέφανο Νεμάνια (1167 – 1169), τὸν πατέρα τοῦ Ἁγίου, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴ συνένωση ὅλων σχεδὸν τῶν Σέρβων σὲ ἑνιαῖο καὶ ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ κυριαρχία κράτος μὲ ἐπίκεντρο τὴ Ρασκία. Ὁ αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Ἰσαάκιος Β’ Ἄγγελος (1185 – 1195) συνῆψε, τὸ ἔτος 1190, εἰρήνη μὲ τὸ ζουπάνο τῶν Σέρβων. Ἡ ἵδρυση τοῦ κράτους ἀνέδειξε τὴν ἀνάγκη ἀναδιοργανώσεως καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, ἡ ὁποία ὑπέφερε ἀπὸ ἀνεξέλεγκτη δράση τῶν αἱρετικῶν Βογομίλων. Σύμφωνα πρὸς τὶς ἱστορικὲς εἰδήσεις, ἂν καὶ ἡ παγίωση τοῦ Χριστιανικοῦ βίου στοὺς Σέρβους ἦταν ἀναντίρρητη, ἡ ἔλλειψη ἑνιαίας ἐκκλησιαστικῆς διοργανώσεως παρέτεινε τὴν σύγχυση δικαιοδοσιῶν καὶ διευκόλυνε τὴν δράση τῶν αἱρετικῶν. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ζουπάνου τῶν Σέρβων Στέφανου ἀποσύρθηκε σὲ ἡλικία μόλις δέκα ἕξι ἐτῶν στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκάρη μοναχὸς στὴ Μονὴ Βατοπαιδίου καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Σάββας. Ἀργότερα, περὶ τὸ 1195, ἵδρυσε μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του Στέφανο, ποὺ ἔγινε μοναχὸς καὶ ὀνομάστηκε Συμεὼν († 13 Φεβρουαρίου), τὴ Μονὴ τοῦ Χιλανδαρίου μὲ χρυσόβουλο τοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Γ’ τοῦ Ἀγγέλου (1195 – 1203).
Στὸ θρόνο τῆς Σερβίας ἀνῆλθε ὁ νέος ἡγεμόνας Στέφανος ὁ Πρωτοστεφῆς (1195 – 1228), υἱὸς τοῦ μοναχοῦ πλέον Συμεών, ποὺ εἶχε νυμφευθεῖ τὴν Εὐδοκία, θυγατέρα τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Γ’ τοῦ Ἀγγέλου (1195 – 1203).
Ὁ Ἅγιος Σάββας χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνο Μεσοποταμίτη καὶ τὸ 1204 ἐπέστρεψε στὴ Σερβία, ὅπου ἀσχολήθηκε μὲ τὴν εἰρήνευση, τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν ἀναδιοργάνωση τῆς Ἐκκλησίας. Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ ὁ Ἅγιος συνειδητοποίησε πληρέστερα τὶς ἀνάγκες τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ὁ ἀδελφός του Στέφανος δέχθηκε αὐθαίρετα τὸ στέμμα τοῦ κράλη τῆς Σερβίας ἀπὸ τὸν Πάπα Ὀνώριο Γ’ (1204 – 1222) καὶ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μανουὴλ Α’ Σαραντηνὸ (1217 – 1222). Οἱ προτάσεις του ἔγιναν δεκτές, ἀλλὰ ὁ αὐτοκράτορας ἐπέμενε στὴ χειροτονία τοῦ Ἁγίου Σάββα ὡς Ἀρχιεπισκόπου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, ἀντὶ τοῦ προταθέντος προσώπου τῆς συνοδείας τοῦ Ἁγίου. Πράγματι, ὁ Ἅγιος χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μανουὴλ Α’ μετὰ τὴ συνοδικὴ ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας.
Σὲ αὐτὴν τὴν ἐνέργεια ἀντέδρασε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδος Δημήτριος Χωματηνός, ποὺ ἀμφισβήτησε ὄχι μόνο τὴν κανονικότητα τῆς χειροτονίας τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἀλλὰ καὶ τὰ κανονικὰ δίκαια τοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς βασιλικῆς αὐθεντίας.
Ὁ Ἅγιος Σάββας, ἀφοῦ ἐργάσθηκε κατὰ Θεόν, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὸ Τύρνοβο τὸ ἔτος 1236. Τὸ ἱερὸ λείψανό του βρέθηκε ἄφθορο, ἀλλὰ κάηκε τὸ ἔτος 1594 ἀπὸ τὸν Σινὰν πασᾶ στὸ Βελιγράδι.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀρετῶν ταῖς ἀκτῖσι καταλαμπόμενος, Ἀρχιερεὺς θεοφόρος ὤφθης καὶ θεῖος ποιμήν, τῆς Σερβίας ὁ φωστὴρ Σάββα μακάριε, καὶ Ἀποστόλων μιμητής, γεγονὼς ὡς ἀληθῶς, στηρίζεις τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ τῷ Σωτῆρι πρεσβεύεις, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς Ἀποστόλων μιμητὴν καὶ ἰσοστάσιον
Καὶ τῆς Σερβίας ποιμενάρχην καὶ διδάσκαλον
Ἀνυμνοῦμέν σε οἱ δοῦλοί σου Ἱεράρχα.
Ἀλλ’ ὡς πλήρης τῆς ἐλλάμψεως τοῦ Πνεύματος
Τῷ φωτὶ τῶν πρεσβειῶν σου φωταγώγησον
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Σάββα Πατὴρ ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν ἐν Ἄθῳ ἄστρον λαμπρόν, καὶ τῆς ἐν Σερβίᾳ, Ἐκκλησίας ὑφηγητής, Σάββα Ἱεράρχα, τῆς εὐσεβείας στόμα, καὶ ἀρετῶν ὁσίων, θεῖον κειμήλιον.
Share Button