Ἄρθρα σημειωμένα ὡς Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ καὶ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ

 

βλ. σχετ.́ O ΘΕΣΜOΣ ΤHΣ ΑYΤΟΚΕΦΑΛIΑΣ ΣΤHΝ OΡΘOΔΟΞΗ EΚΚΛΗΣIΑ (Μητροπ. Ναυπάκτου Ἱερόθεος)
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΚΗΡΥΞΗ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΙΑΣ («Τίποτε στήν Συνδιάσκεψη αὐτή δέν ἐνθύμιζε πνεῦμα Χριστοῦ, ἀγάπη, Ἐκκλησία, Πεντηκοστή»)
. Ὅταν ἀναφύονται διάφορα ἐκκλησιαστικά προβλήματα, ἀμέσως ἐκδηλώνονται τά ποικίλα ρεύματα πού ὑπάρχουν μέσα στήν ἐκκλησιαστική ζωή καί τά ὁποῖα ἔχουν διαμορφωθῆ ἀπό ἀλλότριες παραδόσεις. Αὐτό παρατηροῦμε καί στό οὐκρανικό πρόβλημα πού ἐκδηλώθηκε στήν ἐποχή μας καί ἔδωσε ἀφορμή νά ἀποκαλύπτονται «ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί», ὡς πρός τήν ἑρμηνεία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πολιτεύματος.
. Ἄλλοτε προτάσσεται ἡ ἀγάπη ἔναντι τῶν ἱερῶν Κανόνων, ὡσάν οἱ Πατέρες πού θέσπισαν τούς ἱερούς Κανόνες νά μήν εἶχαν ἀγάπη, καί ἄλλοτε θεωρεῖται ὅτι οἱ ἱεροί Κανόνες καταστρατηγοῦν τήν ἐκκλησιαστική ἑνότητα, ὡσάν οἱ Πατέρες νά ἦταν νομικιστές καί νά μή ἐνδιαφέρονταν γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι ἐκδηλώνεται τό προτεσταντικό πνεῦμα τοῦ ἀντι-νομισμοῦ, ὅπως ἐπίσης ἐκδηλώνεται καί τό πνεῦμα τῆς ἐκνομίκευσης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.
. Μέ ὅσα θά γραφοῦν στήν συνέχεια θά γίνω σαφέστερος, γιατί τά πράγματα δέν εἶναι διαζευκτικά: κανόνες ἤ ἀγάπη.
1. Τό ἐκκλησιαστικό πολίτευμα
. Μετά τήν Πεντηκοστή καί τήν ἐπέκταση τῆς Ἐκκλησίας σέ ὅλα τά Ἔθνη χρειάσθηκε σταδιακά νά συγκροτηθῆ αὐτός ὁ «ἱερός θεσμός» τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό τό ἔργο ἄρχισε κυρίως μέ τόν ἅγιο Εἰρηναῖο Ἐπίσκοπο Λουγδούνου-Λυῶνος. Στήν συνέχεια οἱ Τοπικές καί Οἰκουμενικές Σύνοδοι διοργάνωσαν τό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἔθεσαν τίς βάσεις γιά τήν καλή λειτουργία καί τήν ἑνότητά της.
. Στήν ἀρχή συγκροτεῖτο κατά τόπους ἡ Ἐκκλησία ὑπό τόν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως, καί ἀπό τό μισό τοῦ 2ου αἰῶνος μ.Χ. παρατηρεῖται ἡ ἀνάπτυξη τοῦ Συνοδικοῦ Συστήματος, μέ τήν ἐμφάνιση τῶν Ἐπαρχιακῶν Συνόδων, διότι ἔτσι ἔπρεπε νά διαφυλαχθῆ ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
. Τό ἀρχαιότερο σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας ἦταν τό Μητροπολιτικό σύστημα, στό ὁποῖο ὁ Μητροπολίτης ἦταν πρῶτος τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἐπαρχίας του. Ἀργότερα δημιουργήθηκε τό ὑπερ-Μητροπολιτικό σύστημα, γιά νά καταλήξη στό Πατριαρχικό σύστημα διοικήσεως μέ ἀπώτερο σκοπό τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Στά ἐκκλησιαστικά αὐτά συστήματα πάντοτε ὑπάρχει «ὁ Πρῶτος» πού συγκροτεῖ τήν ἑνότητά τους. Τό θέμα αὐτό δέν ἦταν θέμα κοσμικῆς νοοτροπίας καί ἐξουσίας, ἀλλά ἔκφραση τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
. Αὐτή ἡ συνοδική ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας δέν ἔγινε ἀπό ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι δέν εἶχαν ἀγάπη, ἀλλά ἀπό ἁγίους καί θεόπνευστους Πατέρες στίς Τοπικές καί Οἰκουμενικές Συνόδους, οἱ ὁποῖοι Πατέρες μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θέσπισαν Κανόνες γιά νά διασφαλίσουν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
. Ἡ Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος τό 325 μ.Χ. καθιέρωσε τό Μητροπολιτικό σύστημα διοικήσεως, καί οἱ ἑπόμενες Σύνοδοι, κυρίως ἡ Β΄ (381) καί ἡ Δ΄ (451) Οἰκουμενικές Σύνοδοι καθιέρωσαν τό ὑπερ-Μητροπολιτικό καί τελικά τό Πατριαρχικό σύστημα.
. Αὐτές οἱ βασικές ἐκκλησιολογικές γνώσεις εἶναι ἀπαραίτητες, γιατί οἱ Ἐπίσκοποι ὀφείλουμε νά γνωρίζουμε καί νά σεβόμαστε τήν κανονική αὐτή συγκρότηση τῆς Ἐκκλησίας καί νά μήν τήν ἀμφισβητοῦμε οὔτε νά τήν ὑπονομεύουμε μέσα ἀπό συναισθηματικούς λόγους καί μάλιστα μέ λαϊκιστικά συνθήματα, τύπου κοινωνικῆς ἀναρχίας.
. Μάλιστα, λίγο πρίν χειροτονηθοῦμε Ἐπίσκοποι δώσαμε ὑπόσχεση ἐνώπιον Κλήρου καί λαοῦ, καί βασικά ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅτι θά διαφυλάξουμε τούς ὅρους καί τούς Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων. Ἀφοῦ ὁμολογήσουμε τό Σύμβολο τῆς Πίστεως ἔπειτα δίνουμε τήν ἑξῆς ὁμολογία:
. «Πρός δέ τούτοις στέργω καί ἀποδέχομαι τάς ἁγίας ἑπτά οἰκουμενικάς Συνόδους, καί τῶν Τοπικῶν, ἅς ἐκεῖναι ἀποδεξάμεναι ἐκύρωσαν, ἐπί φυλακῇ τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Ἐκκλησίας δογμάτων ἀθροισθεῖσαι. Ὁμολογῶ πάντας τούς ὑπ᾽ αὐτῶν, ὡς ὑπό φωτιστικῆς χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος ὁδηγουμένων, ἐκτεθέντας ὅρους τῆς ὀρθῆς πίστεως καί τούς ἱερούς κανόνας, οὕς οἱ Μακάριοι ἐκεῖνοι, πρός τήν τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας διακόσμησιν καί τῶν ἠθῶν εὐταξίαν κατά τάς Ἀποστολικάς παραδόσεις καί τήν διάνοιαν τῆς Εὐαγγελικῆς θείας διδασκαλίας συντάξαντες, παρέδωκαν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐνστερνίζομαι, καί κατ᾽ αὐτούς ἰθύνειν ἐπιμελήσομαι τήν θείῳ βουλήματι κληρωθεῖσάν μοι διακονίαν καί κατ᾽ αὐτούς διατελέσω διδάσκων πάντα τόν τῇ πνευματικῇ μοι ποιμαντορίᾳ πεπιστευμένον Ἱερόν κλῆρον καί τόν περιούσιον Λαόν τοῦ Κυρίου».
. Ἀπό αὐτό τό ἀπόσπασμα – ὁμολογία πρίν τήν χειροτονία μας εἰς Ἐπίσκοπον φαίνονται δύο σημαντικές ἀλήθειες.
. Ἡ πρώτη ἀλήθεια ὅτι ὑπάρχει ταυτότητα μεταξύ τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Πατέρων. Δέν ὑπάρχει καμμία διάσταση καί διάσπαση μεταξύ τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, τῆς Πεντηκοστῆς καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Μόνον οἱ Προτεστάντες καί ὅσοι διακρίνονται ἀπό τήν νοοτροπία τους κάνουν διάκριση μεταξύ Προφητῶν καί Ἀποστόλων, καί μεταξύ Ἀποστόλων καί Πατέρων, καί προτιμοῦν τούς μέν ἔναντι τῶν δέ. Μέ τέτοια ἐπιχειρήματα ἐπαγγέλλονται νά ἐπαναφέρουν δῆθεν τήν Ἐκκλησία στήν ἀρχαία ἀποστολική ζωή, παρακάμπτοντας τήν ὅλη κανονική δομή τῆς Ἐκκλησίας πού τήν θεωροῦν ὡς διαστρεβλωτική τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ κηρύγματος τῶν Ἀποστόλων.
. Μιά τέτοια θεωρία εἶναι βλασφημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο ἐφώτισε τούς ἁγίους Πατέρες ἐν Συνόδῳ νά θεσπίσουν τού ὅρους καί τούς ἱερούς Κανόνες.
. Ἡ δεύτερη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὑπάρχει σαφέστατη σχέση μεταξύ τῶν ὅρων-δογμάτων καί τῶν Κανόνων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Οἱ ὅροι-δόγματα καθορίζουν τά ὅρια μεταξύ τῆς ἀληθείας καί τῆς πλάνης στό Τριαδολογικό καί Χριστολογικό θέμα, ἐνῶ οἱ Κανόνες εἶναι οἱ ἐφαρμογές τῶν ὅρων στήν ὅλη ἐκκλησιαστική ζωή.
. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο πολλές φορές κατά τήν διάρκεια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους ἑορτάζουμε τήν σύγκληση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων πού ἀποτελοῦν τήν βάση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Γι᾽ αὐτό δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπονομεύονται οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων πρός χάριν μιᾶς νεφελώδους καί συναισθηματικῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία λειτουργεῖ ὡς ἀνατροπή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πολιτεύματος.
. Ὁ μακαριστός Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἀρχιμ. Γεώργιος (Καψάνης) στό ἄριστο ἐπιστημονικό του ἔργο μέ τίτλο «Ἡ ποιμαντική διακονία κατά τούς ἱερούς Κανόνες» ἀναλύει δεξοδικά αὐτό τό σημαντικό θέμα.
. Ἰδίως τά κεφάλαια τοῦ βιβλίου μέ τίτλους: «Ἡ θέσπισις τῶν ἱερῶν Κανόνων πρός πραγμάτωσιν τῶν σκοπῶν τῆς ποιμαντικῆς», «Ἡ τήρησις τῶν ἱερῶν Κανόνων προϋπόθεσις τῆς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ εὐταξίας καί τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας», «Ἡ συνοδική δομή τῆς Ἐκκλησίας καί ὑπό τῶν Ποιμένων συνοδική διαχείρισις τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων», «Ἡ αἵρεσις, τό σχίσμα καί ἡ ἐνδεικνυομένη πρός τούς αἱρετικούς καί σχισμαστικούς ποιμαντική στάσις», εἶναι ὑποδείγματα ἐπιστημονικοῦ λόγου καί ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος.
. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ μακαριστός Ἡγούμενος χρησιμοποιώντας παραδείγματα ἀπό τήν κανονική δομή τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπό τήν σύγχρονη ἐπιστημονική ἔρευνα, γράφει: «Οἱ Πατέρες βιοῦν τούς Κανόνες ὡς “μαρτύρια” Θεοῦ αἰσθανόμενοι δι᾽ αὐτούς χαράν ὡς ᾐσθάνοντο οἱ πιστοί τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι διά τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ. Εἰς τήν συνείδησιν τῶν Πατέρων οἱ ἱεροί Κανόνες ἀποτελοῦν οὐχί τι τό διάφορον πρός τάς θείας ἐντολάς, ἀλλά συνέχισιν αὐτῶν. Ὅ,τι λέγεται, λοιπόν, περί τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ Παλαιᾷ καί τῇ Καινῇ Διαθήκῃ εἶναι δυνατόν νά λέγεται καί περί τῶν ἱερῶν Κανόνων».
. Αὐτός ὁ λόγος εἶναι πολύ σημαντικός καί δείχνει τήν ἑνότητα μεταξύ τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, μεταξύ τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Γι᾽ αὐτό κανείς μάλιστα ἀπό μᾶς τούς ἐκκλησιαστικούς δέν πρέπει νά ἀμφισβητῆ τήν κανονική δομή τῆς Ἐκκλησίας, ἐν ὀνόματι τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἀποστόλων.
2. Ὁ θεσμός τῆς «Πενταρχίας»
. Στήν πορεία τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας χρειάσθηκε οἱ θεόπνευστοι Πατέρες, ὅπως προαναφέρθηκε, νά θεσπίσουν τούς ἱερούς Κανόνες, γιά νά διασφαλίσουν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
. Ἡ πολυπρόσωπη ἐκκλησιαστική ζωή καί ἡ πολυποίκιλη ὀργάνωση, ἀπαιτοῦσαν μιά ἰδιαίτερη διαρθρωμένη ἐκκλησιαστική ἱεραρχία, πού νά πειθαρχῆ καί νά ὑπακούη σέ ἰδιαίτερους κανόνες. Στήν πραγματικότητα τό Ἅγιον Πνεῦμα ἦταν ἐκεῖνο πού διατηροῦσε διά τῶν κανόνων τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
. Ἔτσι, ἀναπτύχθηκε ὁ θεσμός τῶν Πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων, τῆς λεγομένης «Πενταρχίας», καί τῆς αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου.
Μερικά παραδείγματα.
. Ὁ ϛ΄ Κανόνας τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325 μ.Χ.) ὁρίζει τόν Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας νά εἶναι «Πρῶτος» τῶν Ἐπισκόπων στήν Αἴγυπτο, τήν Λιβύη καί τήν Πεντάπολη. Καί αὐτό θά γίνη, ὅπως ἀκριβῶς συνηθίζεται μέ τόν Ἐπίσκοπο Ρώμης. Τόν Ἐπίσκοπο Ἀντιοχείας ὁρίζει νά προΐσταται ὅλων τῶν ὑποκειμένων σέ αὐτόν ἐπαρχιῶν, ἤτοι Συρίας καί Κοίλης Συρίας, καί Κιλικίας καί Μεσοποταμίας, καί νά ἔχη τά πρεσβεῖα στίς Ἐκκλησίες. Μέ τόν ζ΄ Κανόνα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Αἰλία, ὅπως ἐκαλεῖτο τότε ἡ πόλη τῶν Ἱεροσολύμων, νά ἐξακολουθήση νά ἔχη τήν τιμή στήν Μητρόπολη, διατηρώντας τό κύρος της.
. Μέ τόν β΄ καί γ΄ κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (381 μ.Χ.), συγκροτεῖται καί ἡ διαίρεση τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς, μέ βάση τήν διαίρεση τοῦ Κράτους ἀπό τόν Μ. Κωνσταντίνο. Μέ τόν γ΄ Κανόνα τῆς Συνόδου αὐτῆς, καθορίζονται τά πρεσβεῖα τιμῆς τοῦ Θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Κείμενο: «Τόν μέν τοι Κωνσταντινουπόλεως ἐπίσκοπον ἔχειν τά πρεσβεῖα τῆς τιμῆς μετά τόν τῆς Ρώμης ἐπίσκοπον, διά τό εἶναι αὐτήν νέαν Ρώμην». Μετάφραση (Προδρόμου Ἀκανθοπούλου): «Ὁ Ἐπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως βέβαια νά ἔχη τά πρεσβεῖα τιμῆς μετά τόν ἐπίσκοπο τῆς Ρώμης, ἐπειδή ἡ Κωνσταντινούπολη εἶναι ἡ νέα Ρώμη».
. Μέ τόν η΄ Κανόνα τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (431 μ.Χ.) ἐπικυρώνεται μαζί μέ τίς προηγούμενες ἐκκλησιαστικές περιφέρειες καί τό Αὐτοκέφαλο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου. Κείμενο: «…ἕξουσι τό ἀνεπηρέαστον καί ἀβίαστον οἱ τῶν ἁγίων ἐκκλησιῶν, τῶν κατά τήν Κύπρον, προεστῶτες, κατά τούς κανόνας τῶν ὁσίων Πατέρων, καί τήν ἀρχαίαν συνήθειαν, δι᾿ ἑαυτῶν τάς χειροτονίας τῶν εὐλαβεστάτων ἐπισκόπων ποιούμενοι· τό δέ αὐτό καί ἐπί τῶν ἄλλων διοικήσεων, καί τῶν ἁπανταχοῦ ἐπαρχιῶν παραφυλαχθήσεται». Μετάφραση: «…οἱ ἐπίσκοποι τῶν ἁγίων ἐκκλησιῶν τῆς Κύπρου, πού προσῆλθαν στήν ἁγία σύνοδο, νά ἔχουν τό ἀνεπηρέαστο καί ἀβίαστο σύμφωνα μέ τούς κανόνες τῶν ὁσίων Πατέρων καί τήν παλιά συνήθεια, τελώντας μόνοι τους τίς χειροτονίες τῶν εὐσεβεστάτων ἐπισκόπων∙ τό ἴδιο νά τηρηθῆ καί στίς ἄλλες διοικήσεις καί σέ ὅλες γενικά τίς ἐπαρχίες».
. Μέ τόν κη΄ Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451 μ.Χ.), οἱ ἅγιοι Πατέρες καθόρισαν τά ἴσα πρεσβεῖα τιμῆς στόν θρόνο τῆς Νέας Ρώμης μέ τόν θρόνο τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης, μέ τό ἑξῆς σκεπτικό: Κείμενο: «Καί τῷ αὐτῷ σκοπῷ κινούμενοι οἱ ἑκατόν πεντήκοντα θεοφιλέστατοι ἐπίσκοποι, τά ἴσα πρεσβεῖα ἀπένειμαν τῷ τῆς νέας ῾Ρώμης ἁγιωτάτῳ θρόνῳ, εὐλόγως κρίναντες, τήν βασιλείᾳ καί συγκλήτῳ τιμηθεῖσαν πόλιν, καί τῶν ἴσων ἀπολαύουσαν πρεσβείων τῇ πρεσβυτέρᾳ βασιλίδι Ῥώμῃ, καί ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς ὡς ἐκείνην μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ᾿ ἐκείνην ὑπάρχουσαν». Μετάφραση: «Ἔχοντας λοιπόν τόν ἴδιο σκοπό οἱ ἑκατό πενήντα θεοφιλέστατοι ἐπίσκοποι ἀπένειμαν τά ἴσα πρεσβεῖα στόν ἁγιότατο θρόνο τῆς Νέας Ρώμης, κρίνοντας δικαιολογημένα, ὥστε ἡ πόλη πού τιμήθηκε μέ βασιλεία καί σύγκλητο, ἀπολαμβάνοντας καί τά ἴσα πρεσβεῖα μέ τήν πρεσβύτερη βασιλική πόλη Ρώμη, νά μεγαλύνεται ὅπως ἐκείνη καί στά ἐκκλησιαστικά πράγματα, καθώς εἶναι δεύτερη (στήν τάξη) ὕστερα ἀπό ἐκείνη».
. Ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος (691-692 μ.Χ.) βεβαίωσε τήν διαίρεση τῶν ἐκκλησιαστικῶν περιφερειῶν, ἀλλά καί καθόρισε τήν ἱεραρχική τάξη καί τά πρεσβεῖα τῶν θρόνων μέ τόν λϛ´ Κανόνα της. Κείμενο: «Ἀνανεούμενοι τά παρά τῶν ἑκατόν πεντήκοντα ἁγίων Πατέρων, τῶν ἐν τῇ θεοφυλάκτῳ ταύτῃ καί βασιλίδι πόλει συνελθόντων, καί τῶν ἑξακοσίων τριάκοντα, τῶν ἐν Χαλκηδόνι συναθροισθέντων νομοθετηθέντα, ὁρίζομεν, ὥστε τόν Κωνσταντινουπόλεως θρόνον τῶν ἴσων ἀπολαύειν πρεσβείων τοῦ τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης θρόνου, καί ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς, ὡς ἐκεῖνον, μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δεύτερον μετ᾿ ἐκεῖνον ὑπάρχοντα, μεθ᾿ ὅν ὁ τῆς Ἀλεξανδρέων μεγαλοπόλεως ἀριθμείτω θρόνος, εἶτα ὁ Ἀντιοχείας, καί μετά τοῦτον ὁ τῆς Ἱεροσολυμιτῶν πόλεως». Μετάφραση: «Ἀνανεώνοντας ὅσα νομοθετήθηκαν ἀπό τούς ἑκατόν πενήντα ἁγίους Πατέρες πού συνῆλθαν σ᾽ αὐτήν τή θεοφύλαχτη καί βασιλική πόλη καί ἀπό τούς ἑξακοσίους τριάντα πού συνῆλθαν στή Χαλκηδόνα, ὁρίζουμε νά ἀπολαμβάνη ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινούπολης τά ἴσα πρεσβεῖα μέ τό θρόνο τῆς πρεσβύτερης Ρώμης καί νά μεγαλύνεται, ὅπως ἐκεῖνος, στά ἐκκλησιαστικά πράγματα καί νά εἶναι δεύτερος μετά ἀπό ἐκεῖνον, καί ὕστερα ἀπ’ αὐτόν νά ἀριθμῆται ὁ θρόνος τῆς μεγαλούπολης Ἀλεξάνδρειας, ἔπειτα ὁ θρόνος τῆς Ἀντιόχειας καί ὕστερα ἀπ᾽ αὐτόν ὁ θρόνος τῶν Ἱεροσολύμων».
. Μέ τούς ἀναφερθέντες Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καί ἰδιαιτέρως μέ τόν Κανόνα τῆς ἐν Τρούλλῳ Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ρυθμίσθηκαν τελεσιδίκως καί ἀμετακλήτως τά λεγόμενα Πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα καί τό Αὐτοκέφαλο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου. Αὐτό λέγεται «Πενταρχία».
. Ἀργότερα τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὅταν ἀπομακρύνθηκε ἡ Πρεσβυτέρα Ρώμη, παρεχώρησε μέ κενωτική-θυσιαστική ἀγάπη τμήματα τοῦ ποιμνίου του γιά τήν δημιουργία τῶν νεωτέρων αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν μέ συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Συνήθως τά ἄλλα Πατριαρχεῖα δέν προχώρησαν σέ δημιουργία νέων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ἀπό τά Ποίμνιά τους.
3. Ἡ παραθεώρηση τῆς κανονικῆς δομῆς τῆς Ἐκκλησίας
. Τά νεώτερα χρόνια παρουσιάσθηκε μιά ἄποψη, θά ἔλεγα ἀντινομιστική, πού εἶναι ἀντίθετη μέ αὐτήν τήν παράδοση, πού ἐκφράζεται ἀπό τούς ἱερούς Κανόνες. Πρόκειται γιά μιά θεωρία πού ἐκπόνησαν διάφοροι Ρῶσοι θεολόγοι, ἀναφερόμενοι στό ὅτι ἡ θεία Εὐχαριστία καί ἡ χριστιανική ἀγάπη εἶναι τό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, πού δείχνει τήν ἐλευθερία, παραθεωρώντας συγχρόνως τούς Κανόνες καί τήν κανονική συγκρότηση τῶν Ἐκκλησιῶν.
. Βασικό σημεῖο αὐτῆς τῆς θεωρίας εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία θά πρέπει νά ἑρμηνευθῆ ὄχι ὡς ἕνας κανονικός ὀργανισμός, ἀλλά μέ βάση τήν θεία Εὐχαριστία, ἀφοῦ αὐτή εἶναι τό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ἡ θεωρία αὐτή διατυπώθηκε ἀπό τόν Νικολάϊ Ἀφανάσιεφ (1893-1966), ὁ ὁποῖος ἀξιοποίησε τίς ἀπόψεις τῶν Σλαυοφίλων θεολόγων, ἰδιαιτέρως τοῦ Χομιακώφ καί τοῦ Μπουλγκάκωφ.
. Οἱ Σλαυόφιλοι πιστεύουν ὅτι ἡ ρωσική κουλτούρα ἦταν ἕνα προϊόν τοῦ ἰουδαιο-χριστιανισμοῦ καί τῆς βυζαντινῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τήν ὁποία ἔλαβαν τόν Χριστιανισμό, καί δέν προέρχεται ἀπό τήν ἑλληνική φιλοσοφία καί τό ρωμαϊκό δίκαιο. Ἔτσι, ἡ ἔλλειψη στήν ρωσική κοινωνία τοῦ ρωμαϊκοῦ δικαίου καί τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, ἐνῶ φαίνεται ὡς ἀρνητική, ἐν τούτοις γι᾽ αὐτό θεωρεῖται θετική, γιατί ἡ ρωσική κουλτούρα ἀποτελεῖτο ἀπό χριστιανικές πηγές καθαρές, χωρίς τίς μή χριστιανικές ἐπιρροές.
. Τέτοιες ἀπόψεις ἐκφράσθηκαν ἀπό τόν Ἀλέξη Χομιακώφ, ὁ ὁποῖος συγχρόνως καθόριζε ὅτι ὁ ὁρισμός τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἀγάπης «ἔχει τίς ρίζες του σέ ἕνα συστηματικό Τριαδικό ὅραμα τῆς Ἐκκλησίας». Σέ αὐτήν τήν προοπτική παρουσιάζει τό Ἅγιον Πνεῦμα ὡς θεϊκό πρόσωπο πού ἐσωτερικεύει τήν ἐξωτερική ἀποκάλυψη τοῦ Πατέρα ἀπό τόν Χριστό. Αὐτό ἐκδηλώνεται μέσα στήν θεία Εὐχαριστία, σύμφωνα μέ τίς παρατηρήσεις τοῦ Aidan Nichols.
. Συγκεκριμένα, ὁ Ἀλέξης Χομιακώφ ἔβλεπε τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας στήν ἑνότητα τῆς Χάριτος πού ζοῦν οἱ ἄνθρωποι μέσα στά Μυστήρια, ἐνῶ αἰσθανόταν ἀπέχθεια γιά τόν Παπισμό, στόν ὁποῖο ἔβλεπε ὅτι ὑπάρχει μιά ἐξουσία πάνω σέ ἄλλες Τοπικές Ἐκκλησίες, γιατί, κατ᾽ αὐτόν, μέσα ἀπό τόν ὁρισμό τῆς ἀγάπης «δέν μπορεῖ νά ὑπάρξη καμμιά σχέση ἐξουσίας μεταξύ τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, δέν ὑπάρχει ἱεραρχία μεταξύ τους, καμμιά κατάταξη σέ μεγαλύτερο ἤ μικρότερο, μέσα στήν χριστιανική κοινοπολιτεία».
. Ὁ Ἀλέξης Χομιακώφ ἔβλεπε τήν Ἐκκλησία ὡς μιά ἀόρατη πραγματικότητα, μιά ἕνωση προσώπων μέ βάση τήν κοινή πίστη καί τήν ἀγάπη τους στόν Χριστιανικό Θεό, καί ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία -Κληρικοί καί λαϊκοί- κληρονομοῦν τό χάρισμα τῶν Ἀποστόλων.
. Κριτική στήν θεωρία αὐτή τοῦ Χομιακώφ ἔγινε ἀπό τόν Μπουλγκάκωφ πού ὑποστήριζε ὅτι μιά τέτοια ἑρμηνεία προέρχεται ἀπό τήν ταύτιση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας μέ τό Κράτος, πού συνέβαινε στήν Τσαρική Ρωσία, καί γι’ αὐτό ὁ Χομιακώφ προσπάθησε νά δῆ τήν ἐσωτερική χαρισματική της ζωή. Ὅμως, οἱ δύο ἐπαναστάσεις τοῦ 1917 ἀπελευθέρωσαν τήν Ἐκκλησία ἀπό τόν κρατικό ἔλεγχο καί ἀπεκάλυψαν ὅτι εἶναι μία κοινωνία ἀπό μόνη της, μέ δικά της ὄργανα διακυβερνήσεως καί ἑπομένως δέν εἶναι μόνον ἕνα θεϊκό μυστήριο ἤ μιά πνευματική κοινωνία.
. Ὅμως, ὁ Μπουλγκάκωφ, παρά τήν κριτική του, κράτησε τρία σημεῖα ἀπό τόν Χομιακώφ, ὅτι ἡ ἀθέατη πλευρά τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πιό σημαντική ἀπό τήν ὁρατή, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία ἑνιαία ἕνωση κοινοτήτων, χωρίς νά ὑπάρχη ἕνας παγκόσμιος θεσμός, καί ὅτι στήν Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ὑπάρξη ἐξουσία, ἐξαναγκασμός, νομικός περιορισμός, ποινή, ὁπότε ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κατ’ οὐσίαν ἑνότητα μεταξύ ἐλευθερίας καί ἀγάπης.
. Στήν συνέχεια ὁ Ἀφανάσιεφ εἶδε τά θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι σέ ἕνα ἀνθρώπινο στοιχεῖο, ἀλλά στίς Τοπικές Ἐκκλησίες, τῶν ὁποίων ἡ ὕπαρξη θεμελιώνεται στήν θεία Εὐχαριστία. Ἔτσι, τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μιά ἐπέκταση καί ἐκ νέου ἔκφραση τοῦ δόγματος τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία μέ ὅρους τῆς θείας Εὐχαριστίας εἶναι ἐσχατολογική, βασική της μορφή εἶναι ἡ Τοπική Ἐκκλησία, καί γι’ αὐτό δέν μπορεῖ νά ὑπάρξη νόμος ἤ ἐξουσία ἤ σχέσεις ὑποταγῆς καί ἐπιβολῆς.
. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια ἡ ἱερωσύνη, ὅπως φαίνεται στήν θεία Εὐχαριστία, εἶναι διακονική προσφορά, καί ὅταν μιά Τοπική Ἐκκλησία λαθεύει, τότε διακόπτεται ἡ εὐχαριστιακή κοινωνία μέ τά μέλη της καί αὐτό δέν εἶναι μιά πράξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου, μιά πράξη σχέσεων ἐξουσίας, ἀλλά μιά πράξη ὁμολογίας πίστεως καί ἀγάπης διορθωτικῆς, πράγμα πού σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία πού ἔκανε λάθη εἶναι ἐλεύθερη νά τά λάβη ὑπ᾽ ὄψη της ἤ ὄχι.
. Ἀπό αὐτήν τήν μικρή ἀνάλυση τῆς θεωρίας τῶν σλαυόφιλων θεολόγων φαίνεται καθαρά ἡ ὑποτίμηση καί ἡ παραθεώρηση τῶν ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι δῆθεν ἦταν ἐπίδραση τοῦ Ρωμαϊκοῦ δικαίου. Βέβαια, οἱ σλαυόφιλοι θεολόγοι εἶχαν δικά τους προβλήματα, κατά τήν τσαρική περίοδο καί τήν μεταεπανασταστική περίοδο, καί γι᾽ αὐτό ἔφθασαν σέ αὐτήν τήν θεωρία ἐξάρσεως τῆς θείας Εὐχαριστίας σέ βάρος τῆς κανονικῆς συγκροτήσεως τῆς Ἐκκλησίας.
. Δυστυχῶς ὅμως αὐτές οἱ θεωρίες ἐπηρέασαν καί πολλούς ὀρθοδόξους θεολόγους, ὥστε στήν συνέχεια καί αὐτοί νά παραθεωροῦν τήν κανονική δομή τῆς Ἐκκλησίας, καί ὁμιλοῦν γιά μιά σύνδεση ἀγάπης καί ἐλευθερίας μέσα στήν Ἐκκλησία.
. Μελετώντας τά Πρακτικά τῶν Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, παρατηρεῖ κανείς τά ἀκόλουθα:
. Πρῶτον, οἱ Πατέρες στίς Τοπικές καί Οἰκουμενικές Συνόδους ἐθέσπισαν ἱερούς Κανόνες γιά τήν συγκρότηση τῆς Ἐκκλησίας καί τήν διαφύλαξη τῆς ἑνότητάς της, μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
. Δεύτερον, οἱ ἱεροί Κανόνες δέν εἶναι νομικά κείμενα πού καταργοῦν τήν ἀγάπη καί ἀντιπαλεύουν τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ ἤ τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά εἶναι «μαρτύρια» τοῦ Θεοῦ, ὅπως οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά καί Καινή Διαθήκη.
. Τρίτον, ὁ θεσμός τῆς «Πενταρχίας» πού καθιερώθηκε ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους ἔχει ὡς Πρῶτο τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, μετά τήν ἀπομάκρυνση τοῦ Πάπα τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης.
. Τέταρτον, ἡ παραθεώρηση τοῦ κανονικοῦ συστήματος ἐν ὀνόματι τῆς δῆθεν ἀγάπης καί ἐλευθερίας συνιστᾶ ὑπονόμευση τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, γιά τίς ὁποῖες ἐμεῖς οἱ Ἀρχιερεῖς ὁμολογήσαμε πρίν τήν χειροτονία μας ὅτι θά τηροῦμε καί δέν πρέπει νά τούς ἀπαξιώνουμε μέ περίεργους συλλογισμούς.
. Πέμπτον, ἰδίως ἐμεῖς οἱ Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε τήν ἱστορία τῆς Αὐτοκεφαλίας μας. Γιατί, ὅπως ἔγραφε παλαιότερα ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός, εἴμαστε «οἱ πρῶτοι διδάξαντες» τούς Βαλκανικούς λαούς γιά τήν ἀποσκίρτησή τους μέ ἐπαναστατικό τρόπο ἀπό τήν Μητέρα Ἐκκλησία, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Καί αὐτό ἔγινε μέ τήν παρέμβαση ξένων δυνάμεων, ἀλλά καί μέ τήν ἀνάπτυξη τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ πού ἦταν ἀπόρροια τοῦ Διαφωτισμοῦ.
. Ἕκτον, δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι ἀνήκουμε στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία εἶναι ἡ «πρωτότοκη θυγατέρα» καί ἀδελφή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἡ ὁποία ὅμως ἔχει τήν τιμή νά συνοικῆ μέ τήν Μητέρα – Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Γι᾽ αὐτό πρέπει νά εἴμαστε προσεκτικοί στούς λόγους μας, ὥστε νά μή συμμετέχουμε σέ πράξεις ὑπονομεύσεώς του. Ἄν γίνη κάτι τέτοιο, εἶναι στήν πραγματικότητα παράβαση τῆς ὁμολογίας πού δώσαμε ὅτι θά τηροῦμε τά δόγματα, τούς ὅρους καί τούς Κανόνες τῶν Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
. Ὅλα ὅσα ἀναφέρθησαν προηγουμένως εἶναι ἀπαραίτητα νά ὑπενθυμίζονται, γιατί δυστυχῶς παραθεωρεῖται τό κανονικό δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας ὡς δῆθεν νομικισμός. Μέ τόν τρόπο αὐτό βλασφημεῖται τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό Ὁποῖον ἐφώτισε τούς ἁγίους Πατέρες νά ρυθμίσουν τό ἐκκλησιαστικό πολίτευμα. Συγχρόνως δείχνουν καί τήν βασική αἰτία τῆς ἐκκλησιαστικῆς κρίσεως τῆς ἐποχῆς μας.
. Τά θέματα τῆς κανονικῆς δομῆς τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καθορίσθηκαν ἀπό τίς Τοπικές καί Οἰκουμενικές Συνόδους, εἶναι σοβαρότατα καί δέν προσφέρονται γιά ἐκκλησιαστικούς λαϊκισμούς.

Ἱεροὶ Κανόνες, Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος, Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο
Σχολιάστε
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΚΗΡΥΞΗ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΙΑΣ («Τίποτε στήν Συνδιάσκεψη αὐτή δέν ἐνθύμιζε πνεῦμα Χριστοῦ, ἀγάπη, Ἐκκλησία, Πεντηκοστή»)
Ἀναρτήθηκε ἀπὸ τὸν/τὴν christian-vivliografia στὸ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ, ΘΕΟΛΟΓΙΑ στὶς 26 Ὀκτωβρίου 2018
Ἡ συζήτηση γιά τήν ἀνακήρυξη Αὐτοκεφαλίας
σέ μιά Ἐκκλησία

τοῦ Μητροπ. Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
περιοδ. «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ»
. Σέ προηγούμενο ἄρθρο μου μέ τίτλο «Ὁ θεσμός τῆς Αὐτοκεφαλίας στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία» [O ΘΕΣΜOΣ ΤHΣ ΑYΤΟΚΕΦΑΛIΑΣ ΣΤHΝ OΡΘOΔΟΞΗ EΚΚΛΗΣIΑ (Μητροπ. Ναυπάκτου Ἱερόθεος)] ἔδωσα τά βασικά στοιχεῖα τί εἶναι Αὐτοκέφαλο καί πῶς αὐτό λειτουργεῖ μέσα στό συνοδικό καί ἱεραρχικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά μή καταλήξη οὔτε στό παπικό πρωτεῖο οὔτε στίς προτεσταντικές συνομοσπονδίες.
. Μέ τό παρόν ἄρθρο μου, πού εἶναι συνέχεια τοῦ προηγουμένου, θά ἐπισημάνω τήν συζήτηση πού ἔγινε τά τελευταῖα χρόνια γιά τό πῶς χορηγεῖται τό Αὐτοκέφαλο, μέ ποιές προϋποθέσεις δίνεται καί βεβαίως θά παρουσιάσω τό ἀτελέσφορο αὐτῶν τῶν συζητήσεων καί πῶς ἔτσι φθάσαμε στά σύγχρονα γεγονότα στήν Οὐκρανία, μέ τά ὁποῖα ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας διέκοψε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
1. Τό κείμενο γιά τό «Αὐτοκέφαλον καί ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ»
. Ἕνα ἀπό τά θέματα τά ὁποῖα καθορίσθηκαν νά συζητηθοῦν καί νά ἐγκριθοῦν ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, ἀπό τήν Α´ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη στήν Γενεύη τόν Νοέμβριο τοῦ 1976, ἦταν καί τό θέμα: «Τό Αὐτοκέφαλον καί ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ», καί μάλιστα ἦταν τό δεύτερο θέμα κατά σειρά μετά τό θέμα τῆς «Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς».
. Στήν Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Ἐπιτροπή τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου πού ἔγινε μεταξύ 7ης καί 13ης Νοεμβρίου 1993 ἐγκρίθηκε ἕνα κείμενο γιά τό σοβαρό αὐτό θέμα. Ὅπως γράφεται στό κείμενο αὐτό, ἡ Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Ἐπιτροπή «ἐξήτασε τάς ἐκκλησιολογικάς, κανονικάς, ποιμαντικάς καί πρακτικάς διαστάσεις τοῦ θέματος τοῦ Αὐτοκεφάλου ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ» καί κατέληξε σέ συμπεράσματα.
. Τό κείμενο αὐτό ἀποτελεῖται ἀπό 4 ἄρθρα καί τά παραθέτω:
«1. Ὁ θεσμός τῆς Αὐτοκεφαλίας ἐκφράζει κατ’ αὐθεντικόν τρόπον μίαν ἐκ τῶν οὐσιαστικῶν ὄψεων τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογικῆς παραδόσεως περί τῆς σχέσεως τῆς τοπικῆς πρός τήν ἀνά τήν Οἰκουμένην Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ. Ἡ βαθεῖα αὕτη σχέσις τοῦ κανονικοῦ θεσμοῦ τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτοκεφαλίας πρός τήν ὀρθόδοξον ἐκκλησιολογικήν διδασκαλίαν περί τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας ἐξηγεῖ τόσον τήν εὐαισθησίαν τῶν κατά τόπους αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν διά τήν ἀντιμετώπισιν τῶν ὑφισταμένων προβλημάτων περί τήν εὔρυθμον λειτουργίαν τοῦ θεσμοῦ, ὅσον καί τήν προθυμίαν αὐτῶν ὅπως συμβάλουν δι’ ἐκτενῶν εἰσηγήσεων εἰς τήν ἀξιοποίησίν του ὑπέρ τῆς ἑνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
2. Ἡ συνεπής πρός τήν ὀρθόδοξον ἐκκλησιολογίαν ἀλληλοπεριχώρησις τοπικότητος καί οἰκουμενικότητος προσδιορίζει τήν λειτουργικήν σχέσιν μεταξύ τῆς διοικητικῆς ὀργανώσεως καί τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, διό καί διεπιστώθη πλήρης συμφωνία ὡς πρός τήν θέσιν τοῦ θεσμοῦ τῆς Αὐτοκεφαλίας εἰς τήν ζωήν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
3. Διεπιστώθη πλήρης συμφωνία ὡς πρός τούς ἀναγκαίους κανονικούς ὅρους διά τήν ἀνακήρυξιν τοῦ Αὐτοκεφάλου τοπικῆς τινος Ἐκκλησίας, ἤτοι ὡς πρός τήν συγκατάθεσιν καί τάς ἐνεργείας τῆς Ἐκκλησίας-μητρός, ὡς πρός τήν ἐξασφάλισιν πανορθοδόξου συναινέσεως καί ὡς πρός τόν ρόλον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῶν λοιπῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν κατά τήν ἀνακήρυξιν τοῦ αὐτοκεφάλου. Συμφώνως πρός τήν συμφωνίαν ταύτην:
α) Ἡ Ἐκκλησία-μήτηρ, δεχομένη τό αἴτημα ὑπαγομένης εἰς αὐτήν ἐκκλησιαστικῆς περιοχῆς, ἀξιολογεῖ τάς ὑφισταμένας ἐκκλησιολογικάς, κανονικάς καί ποιμαντικάς προϋποθέσεις, πρός παροχήν τοῦ αὐτοκεφάλου. Εἰς περίπτωσιν καθ’ ἥν ἡ τοπική Σύνοδος, ὡς ἀνώτατον ἐκκλησιαστικόν ὄργανον, παράσχει τήν συγκατάθεσιν αὐτῆς, ὑποβάλλει σχετικήν πρότασιν πρός τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον διά τήν ἀναζήτησιν τῆς πανορθοδόξου συναινέσεως, ἐνημερώνει δέ σχετικῶς τάς λοιπάς κατά τόπους αὐτοκεφάλους Ἐκκλησίας.
β) Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, κατά τά πανορθοδόξως καθιερωμένα, ἀνακοινοῖ διά Πατριαρχικοῦ Γράμματος πάντα τά σχετικά πρός τό συγκεκριμένον αἴτημα καί ἀναζητεῖ τήν ἔκφρασιν τῆς πανορθοδόξου συναινέσεως. Ἡ πανορθόδοξος συναίνεσις ἐκφράζεται διά τῆς ὁμοφωνίας τῶν Συνόδων τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν.
γ) Ἐκφράζων τήν συγκατάθεσιν τῆς Ἐκκλησίας-μητρός καί τήν πανορθόδοξον συναίνεσιν ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἀνακηρύσσει ἐπισήμως τό αὐτοκέφαλον τῆς αἰτησαμένης Ἐκκλησίας διά τῆς ἐκδόσεως Πατριαρχικοῦ Τόμου. Ὁ Τόμος οὗτος ὑπογράφεται ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Εἶναι ἐπιθυμητόν νά προσυπογράφεται καί ὑπό τῶν Προκαθημένων τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ὁπωσδήποτε ὅμως ὑπό τοῦ Προκαθημένου τῆς Ἐκκλησίας-μητρός.
4. Ἡ ἀνακηρυχθεῖσα Αὐτοκέφαλος τοπική Ἐκκλησία ἐντάσσεται ὡς ἰσότιμος εἰς τήν κοινωνίαν τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί ἀπολαύει πάντων τῶν πανορθοδόξως καθιερωμένων κανονικῶν προνομίων (Δίπτυχα, Μνημόσυνον, Διορθόδοξοι σχέσεις κ.λπ.)».
. Τό κείμενο αὐτό δείχνει τί εἶναι τό αὐτοκέφαλο, πῶς στήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία ὑπάρχει ἀλληλοπεριχώρηση μεταξύ τοπικότητος καί οἰκουμενικότητος καί ποιά εἶναι ἡ σχέση μεταξύ διοικητικῆς ὀργανώσεως κάθε Τοπικῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἑνότητος τῆς ὅλης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
. Ἐπίσης, φαίνεται ὅτι ἡ παράγραφος γ´ τοῦ ἄρθρου 3 ἦταν ἡ πλέον βασική, γιατί δείχνει τόν τρόπο ἀνακηρύξεως τοῦ Αὐτοκεφάλου σέ μιά Τοπική Ἐκκλησία. Δηλαδή ἡ Τοπική Ἐκκλησία κάνει αἴτηση νά λάβη τό Αὐτοκέφαλο, ἡ Ἐκκλησία-μητέρα στήν ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία τῆς ὁποίας ἀνήκει ἐκφράζει τήν συγκατάθεσή της, ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες δίδουν τήν συναίνεση καί μετά ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἀνακηρύσσει ἐπισήμως τό Αὐτοκέφαλο στήν Ἐκκλησία πού τό ζήτησε. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἀφοῦ προηγηθοῦν τά προηγούμενα στάδια, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἐκδίδει τόν Συνοδικό Τόμο.
. Ἐπί πλέον ἐκφράσθηκε ἡ ἐπιθυμία νά προσυπογράφεται ἀπό τούς Προκαθημένους ὅλων τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ὁπωσδήποτε ἀπό τόν Προκαθήμενο τῆς Ἐκκλησίας στήν ὁποία ἀνῆκε ἕως τότε ἡ Ἐκκλησία, στήν ὁποία θά χορηγηθῆ τό Αὐτοκέφαλο, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ὡς Ἐκκλησία Μητέρα.
. Πρόκειται γιά μιά ἰσορροπημένη ἐκκλησιαστική ἀπόφαση, πού δείχνει πῶς λειτουργεῖ τό συνοδικό καί ἱεραρχικό πολίτευμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὥστε τό αὐτοκέφαλο νά μή γίνη «κακοκέφαλο».
. Στό τέλος ὅμως τοῦ κειμένου καταγράφεται μιά σημείωση: «Τό περιεχόμενον τῆς παραγράφου 3. γ) παρεπέμφθη πρός πληρεστέραν ἐπεξεργασίαν εἰς τήν ἑπομένην Διορθόδοξον Προπαρασκευαστικήν Ἐπιτροπήν, ἥτις καί θά ἀναζητήσῃ τήν ἐπ’ αὐτῆς ἑνιαίαν θέσιν τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὁλοκληροῦσα οὕτω τό ἔργον αὐτῆς ἐπί τοῦ θέματος τούτου».
. Τό κείμενο αὐτό ἦταν ἔργο τῶν Ἐκπροσώπων ὅλων τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί θά ἔπρεπε νά ἐγκριθῆ ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, ὅποτε αὐτή θά συνερχόταν.
2. Ἡ Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Ἐπιτροπή τοῦ Δεκεμβρίου 2009
. Τήν Συνοδική περίοδο 2009-2010 ἤμουν μέλος τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου καί μέ τήν ἰδιότητα αὐτή παρακολούθησα τήν πορεία τοῦ θέματος αὐτοῦ.
. Συγκεκριμένα, τήν περίοδο ἀπό 9ης ἕως 17ης Δεκεμβρίου 2009 συνῆλθε στό Πατριαρχικό Κέντρο στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης ἡ Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Ἐπιτροπή, γιά νά μελετήση τά θέματα πού ἐπρόκειτο νά συζητηθοῦν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, ἤτοι τό «Αὐτοκέφαλο», τό «Αὐτόνομο» καί τά «Δίπτυχα». Πρόκειται γιά σοβαρά ἐκκλησιολογικά ζητήματα πού ἀναφέρονται στήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
. Ὁ ἀείμνηστος Πρωτ. Στέφανος Ἀβραμίδης, Γραμματεύς τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικῶν Σχέσεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πού συμμετεῖχε ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν Ἐπιτροπή αὐτή ὡς σύμβουλος, ἐνῶ μέλος ἦταν ὁ Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης Μελέτιος, ὑπέβαλε Ἔκθεση τῶν Πεπραγμένων τῆς Διορθόδοξης αὐτῆς Προσυνοδικῆς Ἐπιτροπῆς στήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο. Ἡ ἔκθεση αὐτή εἶναι ἀρκετά ἐνδιαφέρουσα, γιατί δείχνει τά προβλήματα πού ὑπάρχουν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
. Θά δοῦμε δύο σημεῖα ἀπό τήν Ἔκθεση αὐτή, πού φανερώνουν τό πρόβλημα πού ἀνέκυψε μέ τήν Οὐκρανία.
α) Συζήτηση γιά τό θέμα
. Ἤδη, ὅπως ἔχω σημειώσει πιό πάνω, ἡ παράγραφος 3γ´ παραπέμφθηκε ἀπό τήν Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Διάσκεψη τοῦ 1993 νά συζητηθῆ σέ μιά ἑπόμενη Προπαρασκευαστική Διάσκεψη.
. Γιά τό θέμα αὐτό διεξήχθη ἐνδιαφέρουσα καί ἀποκαλυπτική συζήτηση στήν Προπαρασκευαστική Διάσκεψη τοῦ Δεκεμβρίου 2009. Δέν διαθέτω τά Πρακτικά τῆς Συνεδριάσεως αὐτῆς, ἀλλά ἔχω τήν Ἔκθεση τοῦ Γραμματέως π. Στεφάνου Ἀβραμίδη, πού κατέθεσε σέ ἐπίσημο κείμενό του στήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο, καί νομίζω ὅτι θά ἀποδίδη τήν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων.
. Ὁ Σεβασμιώτατος Πρόεδρος (Περγάμου Ἰωάννης) Ἐκπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου «ἀνέπτυξε τήν θέσιν τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου: ὅτι δηλαδή ἐφ’ ὅσον ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἐξασφαλίζει τήν συναίνεσιν τῶν κατά Τόπους Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, διά τῆς λήψεως ἐγγράφου συναινέσεώς τους, δύναται νά ὑπογράψῃ μόνος του τόν Πατριαρχικόν Τόμον». Δηλαδή, ὁ Τόμος τῆς Αὐτοκεφαλίας θά ὑπογραφόταν ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, ἀφοῦ θά προηγῆτο ἡ συναίνεση ὅλων τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν.
. Στήν συνέχεια ἀκολούθησε συζήτηση μεταξύ τῶν ἐκπροσώπων ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
. Πρῶτος, ὁ Σεβασμιώτατος Βολοκολάμσκ Ἱλαρίων (Ἐκκλησία Ρωσίας) «ἀνέπτυξε διά μακρῶν τήν θέσιν τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας: ὅτι ὅλοι οἱ Προκαθήμενοι πρέπει νά ὑπογράφουν τόν Τόμον τοῦ Αυτοκεφάλου ἤ τοὐλάχιστον “καί” ἡ Ἐκκλησία-Μήτηρ».
. Αὐτό δείχνει ὅτι ἀμέσως ἐτέθη ἡ δεύτερη πρόταση, ἀντίθετη ἀπό τήν πρόταση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Στήν οὐσία ἐτέθη τό θέμα τῆς μειώσεως τῶν προνομίων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὅπως προβλέπεται ἀπό τούς Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, ἰδίως τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅσες ἀκολούθησαν καί τῆς ὅλης Ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως.
. Ὁ Θεοφιλέστατος Καμπινεάνουλ Κυπριανός (Ἐκκλησία Ρουμανίας) «ἐξέφρασε τήν αὐτήν μέ τόν Σεβ. Βολοκολάμσκ θέσιν, τονίσας ὅτι οὕτως ἐξασφαλίζεται ἡ ὁμοφωνία καί ἡ Συνοδικότης. Καί ἐπρότεινε, νά προστεθῆ εἰδική παράγραφος προβλέπουσα τήν δυνατότητα μιᾶς Ἐκκλησίας νά προσφύγῃ εἰς πανορθόδοξον ὄργανον εἰς περίπτωσιν “ἀδικαιολογήτου ἀρνήσεως” τῆς Ἐκκλησίας-Μητρός νά συγκατατεθῇ νά χορηγηθῇ Αὐτοκέφαλον. Ὄπισθεν τῆς προτάσεως αὐτῆς ἴσως ὑποκρύπτετο ἡ Ρουμανική διεκδίκησις δικαιοδοσίας ἐπί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Μολδαβίας».
. Ἀκολούθως ὁ Σεβασμιώτατος Πρόεδρος Μητροπολίτης Περγάμου ἀντέτεινε, «ὅτι ὑπάρχουν πολλοί τρόποι ἐκφράσεως τῆς συνοδικότητος, τῆς ὁμοφωνίας καί τῆς ἑνότητος καί ἐξέφρασε τόν φόβον πού διατυπώνουν πολλοί, περί συνειδητῶν ἐνεργειῶν Ἐκκλησιῶν τινων διά μείωσιν τῶν προνομίων τῆς Πρωτοθρόνου Ἐκκλησίας. Καί ἐτόνισεν, ὅτι ἄν ὑπογράψῃ μόνον ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης τόν Τόμον τοῦ Αὐτοκεφάλου οὐδόλως ὑποβαθμίζεται ἡ πανορθόδοξος συναίνεσις, ἀφοῦ κατά τά ἤδη ἀποφασισθέντα θά πρέπει ἐκ τῶν προτέρων νά ἔχῃ δοθῆ ἡ συναίνεσις πάντων τῶν προκαθημένων‧ καί φυσικά καί τοῦ προκαθημένου τῆς Ἐκκλησίας-Μητρός».
. Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος (Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος) «ἀφοῦ ἀνεφέρθη εἰς τήν παγεράν ἀτμόσφαιραν πού ἐπεκράτει εἰς τήν αἴθουσαν τῶν συνεδριάσεων, διά πολλῶν ἐπιχειρημάτων ἀπέδειξε ὅτι τήν ὁμοφωνίαν δέν μποροῦν νά διασαλεύσουν “ὡρισμένοι φιλονεικοῦντες” (κατά τήν φράσιν τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καν. ϛ´). Αἱ Οἰκουμενικαί Σύνοδοι ἐκήρυττον ὅτι τά πάντα ἀπεφασίζοντο ὁμοφώνως, παρά τό γεγονός ὅτι ποτέ δέν ὑπῆρξεν ἀπόλυτος ὁμοφωνία‧ καί πάντοτε ἐκράτει ἡ ψῆφος τῶν πλειόνων. Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος δέν δεσμεύεται ἀπό καμμίαν προπαρασκευαστικήν διαδικασίαν, ἀπαιτοῦσαν λῆψιν ὁμοφώνων προτάσεων πρός αὐτήν, καί μπορεῖ νά φέρῃ τά πάνω κάτω».
. Ὁ Σεβασμιώτατος Βολοκολάμσκ «ὑπέμνησε ὅτι τόν Τόμον τοῦ Αὐτοκεφάλου τό Πατριαρχεῖον Μόσχας ἔλαβε κατόπιν ἀποφάσεως τῆς ἐνδημούσης ἐν Κ/πόλει Συνόδου! Μέ τό ἐπιχείρημα αὐτό ἤθελε νά ἐνισχύσῃ τήν θέσιν τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ὅτι τό Αὐτοκέφαλον πρέπει νά χορηγῆται ὑπό πανορθοδόξου σώματος».
. Τότε ὁ Καθηγητής Φειδᾶς, πού ἦταν σύμβουλος στήν Γραμματεία «ἐπί τῆς Προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», «παρεμβαίνων εἰς τό σημεῖον αὐτό ἐτόνισεν ὅτι τό Πατριαρχικόν Ἀξίωμα ἐδόθη εἰς τόν Μόσχας ὑπό μόνου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἱερεμία. Αὐτοκέφαλος εἶχε ἀνακηρυχθῇ τότε ὁ Μητροπολίτης Μόσχας. Στόν Μητροπολίτη Ἰώβ πρῶτα ἐδόθη τό Πατριαρχικό Ἀξίωμα καί μετά τό Αὐτοκέφαλον. Δηλαδή ἀποσαφηνίσθη ἡ θέσις τοῦ Πατριάρχου Μόσχας ἐν σχέσει πρός τόν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως καί ἡ θέσις του εἰς τό σύστημα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν».
. Πράγματι, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Καθηγητής ὑποστηρίζει σέ βιβλίο του, ἡ πατριαρχική τιμή καί ἀξία στόν Μητροπολίτη Μόσχας Ἰώβ ἔγινε ὑπό τοῦ Πατριάρχη Ἱερεμία Β´ τήν 26 Ἰανουαρίου 1589, κατά τήν θεία Λειτουργία στόν Ἱερό Ναό τῆς Θεοτόκου, ὁ ὁποῖος ὀνομάσθηκε «Πατριαρχεῖον». Ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας μετά τήν ἐπιστροφή του στήν Κωνσταντινούπολη συνεκάλεσε ἐνδημοῦσα Σύνοδο (1590), στήν ὁποία συμμετεῖχαν καί ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Ἰωακείμ Ε´ καί ὁ Ἱεροσολύμων Σωφρόνιος Δ´, γιά τήν ἔκφραση τῆς συναινέσεώς τους στήν ἀνακήρυξη τῆς πατριαρχικῆς τιμῆς καί ἀξίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας. Ἐπειδή ὅμως τότε ὁ θρόνος τῆς Ἀλεξανδρείας τελοῦσε ἐν χηρείᾳ, συνεκλήθη μετά τρία χρόνια μεγάλη ἐνδημοῦσα Σύνοδος (1593) γιά νά ἐκφρασθῆ καί ἡ συναίνεση καί τοῦ ἤδη ἐκλεγέντος καί χειροτονηθέντος Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Μελετίου Α´ Πηγᾶ. Ἔτσι, μέ τήν Ἐνδημοῦσα αὐτήν Σύνοδο ἔγινε ἀποδοχή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας ὡς Πατριαρχείου πού εἶχε χορηγηθῆ ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἱερεμία Β´ μέ ἐπίδοση Πατριαρχικοῦ Χρυσόβουλου ἤ Τόμου τό 1589 στήν Μόσχα (Βλασίου Φειδᾶ, Ὁ θεσμός τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν, Ἀθῆναι 2012, σελ. 343 καί ἑξῆς).
. Ὁ Σεβασμιώτατος Βολοκολάμσκ «ὡσάν νά ἀπαντοῦσε εἰς τόν κ. Φειδᾶν εἶπε: Ὁ Πατριάρχης μας ποτέ δέν θά ἐξουσιοδοτήσῃ τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην νά μιλήσῃ ἐκ προσώπου του!».
. Ἐκδηλώθηκε σαφέστατα ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ὡς πρώτου στό σύστημα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
. Ἄμεση ἀπάντηση ἔδωσε ὁ Σεβασμιώτατος Πρόεδρος: «Ἐδῶ, διαπιστώνεται, ὅτι τίθεται θέμα ἐκκλησιολογικό. Αὐτά πού λέγατε ἐνισχύουν τάς ὑποψίας μας, ὅτι ὑπάρχει προσπάθεια ὑποβαθμίσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἔχει συντονιστικόν ἔργον καί δύναται νά ἐκφράζῃ τήν γνώμην ὅλης τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί τό κάνει ἀφοῦ συνεννοηθῇ μέ τούς ἄλλους Προκαθημένους. Αὐτό δέν ἔχει καμμία σχέση μέ παπικά πρωτεῖα. Ὁ Πάπας ἐκφράζει τήν γνώμην του, δέν ἐρωτάει τούς ἄλλους. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ζητεῖ νά ἐξασφαλίσῃ τήν γνώμην τῶν ἄλλων καί αὐτήν ἐκφράζει».
. Στό σημεῖο αὐτό λύθηκε ἡ Συνεδρία τῆς ἡμέρας ἐκείνης. Ὁ π. Στέφανος Ἀβραμίδης συνεχίζει στήν Ἔκθεσή του:
. «Καθ’ ὅλην τήν ἑπομένην ἡμέραν, παρά τήν ἔκκλησιν τοῦ Σεβ. Προέδρου νά μή μειωθῇ ἡ μεταξύ τῶν ἐκπροσώπων συνέδρων ἀγάπη, αἱ συζητήσεις ἐπί τοῦ θέματος τοῦ ποιός ὑπογράφει τόν Τόμον τοῦ Αὐτοκεφάλου διεξήγοντο μέσα σέ ἕνα κλῖμα ἐντάσεων».
. Ὁ Σεβασμιώτατος Πρόεδρος «ἐτόνισε ὅτι τό θέμα τῆς ὑπογραφῆς τοῦ Τόμου τοῦ Αὐτοκεφάλου ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου εἶναι βασικόν ἐκκλησιολογικόν θέμα ἐπί τοῦ ὁποίου δέν δύναται νά γίνῃ καμμία ὑποχώρησις ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου».
. Ἑπομένως, ἐτέθησαν δύο προτάσεις. Ἡ πρώτη πρόταση ἦταν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὅτι ὁ Τόμος Αὐτοκεφαλίας ὑπογράφεται ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, ἀφοῦ προηγηθῆ αἴτηση ἀπό τήν Ἐκκλησία πού θέλει τήν Αὐτοκεφαλία, συγκατάθεση τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, στήν ὁποία ἀνῆκε προηγουμένως καί συναίνεση ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἡ δεύτερη πρόταση ἦταν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας ὅτι μέ τά ὅσα προηγοῦνται τῆς ἀνακήρυξης Αὐτοκεφάλου, ὁ Τόμος ὑπογράφεται ἀπό ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.
. Στήν ἔκθεση γράφεται: «Μέ τήν θέσιν αὐτήν (δηλαδή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου) συνετάγησαν τά Πατριαρχεῖα Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων καί αἱ Ἐκκλησίαι Ἑλλάδος καί Ἀλβανίας», δηλαδή 6 Ἐκκλησίες μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
«Μέ τήν θέσιν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας συνετάγησαν αἱ Ἐκκλησίαι Σερβίας, Ρουμανίας (διά τούς δικούς της λόγους), καθώς καί αἱ Ἐκκλησίαι Βουλγαρίας, Γεωργίας, Πολωνίας, καί Τσεχίας καί Σλοβακίας», δηλαδή 7 Ἐκκλησίες μέ τό Πατριαρχεῖο Ρωσίας.
«Ὑπέρ τῆς ὑπογραφῆς τοῦ Τόμου ἀπό ὅλες τίς Ἐκκλησίες ἐτάχθη καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου». Τελικά 6 Ἐκκλησίες συνετάγησαν μέ τήν πρόταση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί 8 Ἐκκλησίες συνετάγησαν μέ τήν πρόταση τοῦ Πατριαρχείου Ρωσίας.
. Στήν συνέχεια ὁ Σεβ. Βολοκολάμσκ «ἐπρότεινε μίαν συμβιβαστικήν λύσιν: ὁ τόμος νά ὑπογράφεται ὑπό τοῦ Οἰκ. Πατριάρχου μέ μεγαλύτερα γράμματα καί ἡ Ἐκκλησία-Μήτηρ νά ὑπογράφῃ ὡς συναποφαινομένη ἤ συμμαρτυροῦσα. Ὅμως ἡ πρότασις αὐτή δέν ἔγινε δεκτή, αἱ Ἐκκλησίαι, αἱ ὁποῖαι ἐστήριζον τήν θέσιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐπέμενον, ὅπως ὁ Πατριαρχικός Τόμος ὑπογράφεται ὑπό μόνου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἐνῷ αἱ ἄλλαι Ἐκκλησίαι ἐπέμεναν ὁ Τόμος νά ὑπογράφεται ἀπό ὅλους τούς Προκαθημένους τῶν κατά Τόπους Ἐκκλησιῶν καί ὄχι μόνον ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί τοῦ Προκαθημένου τῆς Ἐκκλησίας-Μητρός».
. Στό σημεῖο αὐτό παρενέβη ὁ Μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος (Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος), ὁ ὁποῖος τόνισε «ὅτι ἡ ἐπιμονή καί ἐμμονή ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι θέλουν νά συνυπογράφουν ὅλοι οἱ προκαθήμενοι ἤ ἔστω ὁ Προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας-Μητρός δέν δείχνει ταπείνωσιν. Ἀνεφέρθη εἰς τά προνόμια τοῦ πάπα Παλαιᾶς Ρώμης, καθώς καί στά ἴσα προνόμια καί πρεσβεῖα τοῦ Πατριάρχου τῆς Νέας Ρώμης. Ὑπενθύμισε δέ, ὅτι εἰς τόν Τόμον τοῦ Αὐτοκεφάλου τῆς Μόσχας ρητῶς ἀναφέρεται, ὅτι ὁ Πατριάρχης Μόσχας ὀφείλει νά ἀναγνωρίζῃ τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην ὡς Πρῶτον. Καί ἄρα ὁ Μόσχας ἀθετεῖ βασικόν ὅρον ἐπί τῇ βάσει τοῦ ὁποίου τοῦ ἐχορηγήθη τό αὐτοκέφαλον καί ἡ Πατριαρχική ἀξία».
. Ὁ Μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος εἶχε δίκαιο, γιατί στό πατριαρχικό Χρυσόβουλο πού δόθηκε ἀπό τόν Πατριάρχη Ἱερεμία Β´ στόν Μόσχας, μέ τό ὁποῖο ἀναγνωρίζεται Πατριάρχης, ὅσο καί στό Συνοδικό Γράμμα τοῦ 1590, μέ τήν συναίνεση τῶν Πατριαρχῶν Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων τονιζόταν «ἵνα ὡς κεφαλήν καί ἀρχήν ἔχῃ αὐτόν τόν ἀποστολικόν θρόνον τῆς τοῦ Κωνσταντίνου πόλεως, ὡς καί οἱ ἄλλοι Πατριάρχαι» (Βλασίου Φειδᾶ ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 363).
. Σέ ἀπάντηση αὐτῶν πού εἶπε ὁ Σεβασμιώτατος Νικοπόλεως, ὁ Σεβ. Βολοκολάμσκ ἐπέμενε: «Ἡ ὑπογραφή ὑπό τῆς Ἐκκλησίας-Μητρός τοῦ Τόμου τοῦ Αὐτοκεφάλου εἶναι conditio sine qua non (προϋπόθεσις ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ) διά τό Πατριαρχεῖον Μόσχας. Ἡμεῖς ἐδέχθημεν νά ἀλλάξωμεν τήν ἀπόφασιν διά τό Αὐτοκέφαλον τῆς ἐν Ἀμερικῇ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (O.C.A.) καί εἰς οὐδεμία περίπτωσιν δεχόμεθα νά λείπῃ ἀπό τόν Τόμον τοῦ Αὐτοκεφάλου ἡ ὑπογραφή τῆς Ἐκκλησίας-Μητρός».
. Ὑπονομεύθηκε πλήρως τό κείμενο περί τῆς ἀνακηρύξεως τοῦ αὐτοκεφάλου, ἄν καί προβλεπόταν νά προηγηθῆ ἡ αἴτηση τῆς Ἐκκλησίας πού τό ἐπιζητεῖ, ἡ συγκατάθεση τῆς Μητρός Ἐκκλησίας καί ἡ συναίνεση ὅλων τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Ἡ διαφορά πού προέκυψε φαίνεται στά ρήματα «προσυπογράφεται», «συνυπογράφεται» καί «ὑπογράφεται». Δέν πρόκειται βέβαια γιά ἁπλά ρήματα, ἀλλά στήν πραγματικότητα πρόκειται γιά μείωση τῶν προνομίων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί στήν πράξη ὅτι δέν ὑπάρχει πρῶτος στήν Ἐκκλησία.
. Τήν ἑπομένη ἡμέρα, ἤτοι τήν 12η Δεκεμβρίου, μνήμη τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, μετά τήν θεία Λειτουργία στόν Ναό τοῦ Πατριαρχικοῦ Κέντρου, συνεχίσθηκε ἡ συζήτηση γιά τό ποιός ὑπογράφει τόν Πατριαρχικό Τόμο τοῦ Αὐτοκεφάλου. Γράφεται στήν Ἔκθεση: «Κατετέθη δέ πρότασις, νά τροποποιηθῆ ἡ παράγραφος 3γ καί ἀντί νά λέγη: “Εἶναι ἐπιθυμητόν νά προσυπογράφεται (ὁ Τόμος ὑπό τοῦ Οἰκ. Πατριάρχου) καί ὑπό τῶν Προκαθημένων τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ὁπωσδήποτε ὅμως ὑπό τοῦ Προκαθημένου τῆς Ἐκκλησίας-μητρός”, νά λέγῃ “…μάλιστα δέ ὑπό τοῦ Προκαθημένου τῆς Ἐκκλησίας-Μητρός” ὥστε νά ἐκφράζεται τό ἐπιθυμητόν καί ὄχι τό ὑποχρεωτικόν διά νά ἐξασφαλίζεται τό ὑπάρχον προνόμιον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἐπέμεινεν ὅτι ἦτο ἀπαραίτητον ὁ Τόμος νά συνυπογράφεται ὑπό τῆς Ἐκκλησίας-Μητρός, (ὡς ἐσχάτη ὑποχώρησις), αἱ δέ Ἐκκλησίαι Ρουμανίας καί Πολωνίας ἀνέφερον, ὅτι ἡ πρότασις, ὁ Τόμος νά ὑπογράφεται ἀπό ὅλους τούς Προκαθημένους εἶναι ἀπόφασις ἀμετάκλητος δι’ αὐτάς».
. Ἀφοῦ δέν ἔγινε ἀποδεκτή αὐτή ἡ συμβιβαστική πρόταση ὁ Σεβ. Πρόεδρος «παρετήρησεν ὅτι ἐφ’ ὅσον δέν προβλέπεται ἀπό τά μέχρι τώρα, νά ὑπάρξῃ ὁμοφωνία ἐπί τοῦ θέματος τούτου δέν ἔχομεν δικαίωμα νά δαπανῶμεν περισσότερον χρόνον ἐπ’ αὐτοῦ. Τό θέμα ἔληξε καί παραπέμπεται εἰς τήν προσεχῆ Προπαρασκευαστικήν Ἐπιτροπήν».
. Στήν συνέχεια ἔγινε συζήτηση γιά τήν πρόταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας πού εἶχε ὡς ἑξῆς: «Ὡς πρός τό θέμα τοῦ Αὐτοκεφάλου καί τοῦ τρόπου ἀνακηρύξεως αὐτοῦ, μέ σκοπόν τήν διατύπωσιν τῆς ἐπισήμου θέσεως τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐπιθυμοῦμε νά ληφθοῦν ὑπ’ ὄψιν αἱ ἑξῆς ἐπισημάνσεις:
1) εἰς τήν περίπτωσιν ἀδικαιολογήτου ἀρνήσεως ἐκ μέρους μιᾶς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας-Μητρός, νά παράσχῃ τήν συγκατάθεσίν της νά ἀποκτήσῃ Αὐτοκέφαλον κάποιο τμῆμα τοπικῆς Ἐκκλησίας, τό θέμα αὐτό πρέπει νά παραπέμπεται πρός ἐπίλυσίν του εἰς μίαν ad hoc Πανορθόδοξον Σύναξιν (προκαθημένων ἤ ἐκπροσώπων των),
2) ἡ πρᾶξις διά τῆς ὁποίας παρέχεται τό Αὐτοκέφαλον εἰς μίαν τοπικήν Ἐκκλησίαν νά ὀνομάζεται ἁπλῶς “Τόμος” καί νά ὑπογράφεται ἀπό τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην καί ὅλους τούς Προκαθημένους τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν».
. Ἡ πρόταση αὐτή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας ἀπαιτοῦσε νά γίνη προσθήκη στήν παράγραφο 3α τοῦ κειμένου πού εἶχε ἐγκριθῆ ἀπό τήν Προπαρασκευαστική Ἐπιτροπή τοῦ 1993, πράγμα πού δέν προβλεπόταν νά γίνη στήν Προπαρασκευαστική αὐτή Ἐπιτροπή, ἡ ὁποία εἶχε ἁρμοδιότητα νά συζητήση μόνον τήν παράγραφο 3γ.
. Στήν Ἔκθεσή του ὁ π. Στέφανος Ἀβραμίδης γράφει: «Ἀκολούθησε συζήτησις περί τοῦ: ἄν καί κατά πόσον ἡ Προπαρασκευαστική Ἐπιτροπή μποροῦσε νά συζητήσῃ ἕνα τέτοιο θέμα. Καί ὡρισμένοι μέν -ἰδίως οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας- ἐθεώρησαν ὅτι τό θέμα ἦτο ἐκτός ἡμερησίας διατάξεως καί ὅτι εἶχε πλέον κλείσει ἡ συζήτησις ἐπί τῆς παραγρ. 3α τοῦ κειμένου τοῦ 1993, ἡ διατύπωσις τῆς ὁποίας εἶχε γίνῃ τότε ὁμοφώνως ἀποδεκτή. Ἄλλοι ὅμως συνεφώνησαν ὅτι τό θέμα δύναται νά συζητηθῆ ὡς σχετικόν καί ἐκφράζον τό Πανορθόδοξον ἐνδιαφέρον διά μίαν Πανορθόδοξον λύσιν. Ἀλλά καί πάλιν διαπιστώθηκε διαφωνία. Καί γενομένης ψηφοφορίας, ἄν δύναται νά συζητηθῇ τό θέμα, ἐννέα Ἐκκλησίαι ἐψήφισαν ναί, πέντε ὄχι! Κατά τήν ἀκολουθήσασα συζήτησιν ἡ Ρωσσική ἀντιπροσωπεία ἐτάχθη κατηγορηματικῶς ἀντίθετη μέ τήν πρότασιν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας, διότι ἐφαίνετο ἀναιροῦσα τό ὁμοφώνως δεκτόν γενόμενον, ὅτι τό αὐτοκέφαλον δέν χορηγεῖται ἄν δέν συγκατατεθῇ ἡ Ἐκκλησία-Μήτηρ.
Εἰς τό ἐπιχείρημα τοῦτο τῶν Ρώσων, ἡ Ρουμανική Ἐκκλησία ἀντέτεινε, ὅτι ἡ πρότασις δέν ἀπέβλεπε νά ἀναιρέσῃ τήν διαδικασίαν τῆς ἀνακηρύξεως Αὐτοκεφάλου, πού ὁπωσδήποτε θά πρέπει νά ἀρχίζῃ μέ πρωτοβουλίαν τῆς Ἐκκλησίας-Μητρός, ἀλλά μόνον εἰς τόν τρόπον μέ τόν ὁποῖον μποροῦν αἱ ἄλλαι Ἐκκλησίαι νά ἀναπτύξουν ἐνδιαφέρον διά ἄλλην Ἐκκλησίαν, πού θά ἐπιθυμεῖ νά λάβῃ Αὐτοκέφαλον. Ἐντός τοῦ πνεύματος τούτου ἐγένοντο δύο προτάσεις: τό θέμα νά παραπέμπεται ἤ εἰς τό Οἰκ. Πατριαρχεῖον, ἤ εἰς πανορθόδοξον Σῶμα, συγκαλούμενον ὑπό τοῦ Οἰκ. Πατριάρχου. Εἰς τό σημεῖον αὐτό κατατέθη μετ’ ἐμφάσεως, ὅτι Ἐκκλησίαι τινές Ἐθνικαί, ἐπιζητοῦσαι Αὐτοκέφαλον, καί μή εὑρίσκουσαι κατανόησιν σκέπτονται νά ἀποχωρήσουν ἀπό τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν καί νά γίνουν οὐνιτικαί.
Εἰς τήν παρατήρησιν αὐτήν ὁ ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Τσεχίας καί Σλοβακίας θέλων νά ὑποστηρίξῃ τήν θέσιν τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας εἶπε: “Ἐγώ φοβοῦμαι τόν ἐκβιασμό! Ὅποιος θέτει τήν ταυτότητά του ὑπεράνω τῆς πίστεως, ἀργά ἤ γρήγορα θά φύγη! Ἄν δέν εἶσαι εὐχαριστημένος πού εἶσαι ἐλεύθερος, νά φύγης καί νά πᾶς ὅπου θέλεις”!».
. Τότε ὁ Σεβ. Νικοπόλεως εἶπε: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν εἶναι δεκατέσσερα σώματα, ἀλλ’ ἕν σῶμα. Ἐδῶ οἱ συνομιλίαι μας ὁμοιάζουν μέ ἐκεῖνες τοῦ Χριστόφια μέ τόν Ταλάτ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καί ὑπάρχει διά τήν σωτηρίαν τοῦ κόσμου. Ὁ Χριστός μᾶς λέγει, ὅτι ὁ Καλός Ποιμήν, ὅταν πλανηθῇ καί φεύγῃ ἕνα πρόβατον ἀπό τά ἑκατόν, ἀφίνει τά ἐννενῆντα ἐννέα καί βγαίνει στά βουνά πρός ἀναζήτησιν τοῦ πλανηθέντος. Εἴμεθα ποιμένες -ἐκτός ἄν εἴμεθα μισθωτοί! Καί ἔχομεν καθῆκον νά φροντίζωμεν τά πρόβατα τοῦ Χριστοῦ. Διαμαρτύρομαι γιά αὐτό πού ἐλέχθη, δηλαδή “ἄν θέλουν ἄς φύγουν”! Τά πρόβατα εἶναι τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός σταυρώθηκε γιά μᾶς. Καί ἐμεῖς πρέπει νά σταυρώσωμεν τίς δικές μας ἐπιθυμίες. Ὅταν μιά Ἐκκλησία τελεῖ σαράντα χρόνια σέ σχίσμα, ἔχομεν χρέος νά παρέμβωμεν καί ὄχι νά ἀκολουθοῦμεν τήν “κατά φιλονεικίαν” γνώμην τοῦ ἑνός. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι Ο.Η.Ε. Δέν ἔχουν οἱ Ἐκκλησίες βέτο. Ἡ Ἐκκλησία καλεῖ σύνοδον καί αὐτή ἐπιβάλλει λύσιν διά τήν σωτηρίαν τῶν λογικῶν προβάτων. Ἀκόμη καί ἐπιτίμια. Τό θέμα εἶναι πνευματικόν, ὄχι νομικίστικον! Εἴμαστε ἀδελφοί! Καί δέν κάνει νά συμπεριφερόμεθα σάν ἐχθροί».
. Ὁ Μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος ἔθεσε τόν δάκτυλο ἐπί τῶν τύπων τῶν ἥλων, ἐκφράζοντας τήν ἀλήθεια ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἕνα σῶμα καί ὄχι δεκατέσσερα ἀνεξάρτητα σώματα, κατά προτεσταντικό τρόπο!
. «Κατόπιν ἐτέθη εἰς ψηφοφορίαν ἡ ὡς ἄνω πρότασις τῆς Ρουμανίας. Ἀλλά ἡ Ρωσική Ἐκκλησία προέβαλε βέτο! Ἔτσι ἡ πρότασις δέν ἐτέθη κἄν εἰς ψηφοφορίαν!».
. Τό θέμα ἔχει καί συνέχεια.
. Στήν Σύναξη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (Φανάρι 6-9 Μαρτίου 2014) μεταξύ τῶν ἀποφάσεων πού ἐλήφθησαν γιά τήν μέλλουσα νά συγκληθῆ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἦταν καί τά ἀκόλουθα: «Τυγχάνει εὐκταῖον ὅπως τά εἰς προπαρασκευαστικόν στάδιον συζητηθέντα δύο θέματα, ἤτοι «Τό Αὐτοκέφαλον ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ καί ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ» καί «τά Δίπτυχα» συζητηθοῦν περαιτέρω ὑπό τῆς Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς. Ἐάν ἐπιτευχθῆ ὁμοφωνία καί ἐπί τῶν δύο τούτων θεμάτων, ταῦτα θά παραπεμφθοῦν εἰς τήν Προσυνοδικήν Πανορθόδοξον Διάσκεψιν τοῦ 2015 καί δι’ αὐτῆς εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον».
. Ὅμως δέν ἐπετεύχθη ὁμοφωνία, γι’ αὐτό τά θέματα αὐτά δέν παρεπέμφθησαν στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης. Ἔτσι, χάθηκε μιά εὐκαιρία γιά τήν ἐπίτευξη τῆς ἑνότητος τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
. Παρατηρῶ ὅτι γίνεται θεολογικός διάλογος μέ τούς ἑτεροδόξους Χριστιανούς γιά νά εὑρεθῆ τρόπος ἐπαναφορᾶς τους στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἀλλά δέν μπορεῖ νά ὑπάρξη ἑνότητα μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Αὐτό κάνει τούς Ἑτεροδόξους νά καγχάζουν λέγοντας: «Νά βρῆτε ἐσεῖς τήν ἑνότητα μεταξύ σας καί τότε νά ἐπιχειρήσετε καί τήν ἑνότητα ὅλων τῶν ἄλλων Χριστιανῶν».
. Ἔτσι, καί τό παπικό σύστημα διοικήσεως ἔχει πρόβλημα, λόγῳ τοῦ πρωτείου καί ἀλαθήτου τοῦ Πάπα, καί τό συνοδικό σύστημα ἔχει πρόβλημα, ὅταν δέν ἀναγνωρίζεται ἕνας Πρῶτος στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πού δέν θά ἀσκῆ τά καθήκοντά του μέ παπική νοοτροπία, ἀλλά ὡς Πρῶτος πού θά ἐπικοινωνῆ μέ τίς ἄλλες Ἐκκλησίες καί θά ἐξασφαλίζη τήν συναίνεσή τους. Σαφέστατα ὑπάρχει διαφορά μεταξύ τοῦ Παπικοῦ Πρωτείου καί τοῦ Πρώτου στό συνοδικό σύστημα διοικήσεως. Ἄν δέν ὑπάρχη ἕνας Πρῶτος, τότε καταλήγουμε στήν προτεσταντική συνομοσπονδία.
β) Παρατηρήσεις-Συμπεράσματα
. Ὁ Πρωτοπρεσβύτερος π. Στέφανος Ἀβραμίδης στό τέλος τῆς Ἐκθέσεως παραθέτει καί τίς παρατηρήσεις του καί τά συμπεράσματά του. Πρόκειται γιά ἕξι συμπεράσματα, τά ὁποῖα δείχνουν τά προβλήματα πού ὑπάρχουν στίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες ταλανίζονται ἀπό μία ἀκατανόητη μορφή αὐτονομίας καί μιά ἀντορθόδοξη νοοτροπία ἐθνοφυλετισμοῦ, σύμφωνα μέ τήν ὁποία προτάσσεται τό ἔθνος πάνω ἀπό τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
. Παραθέτω τά συμπεράσματα τοῦ π. Στεφάνου πού εἶναι ἀποκαλυπτικά, γιατί τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νά γνωρίζη αὐτήν τήν κατάσταση, γιά νά κάνη τήν διάκριση μεταξύ τοῦ ἐσωτερικοῦ πνεύματος τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως παρουσιάζεται ἀπό τούς Ἀποστόλους καί Πατέρας, καί τῆς ἐθνικιστικῆς ἐμπαθοῦς νοοτροπίας μερικῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.
. Γράφεται στήν Ἔκθεση ὡς Παρατηρήσεις-Συμπεράσματα:
«1. Ἄν κανείς θελήσει νά ἐκτιμήσει καί ἀξιολογήσει τά ἐν Γενεύῃ εἰς τήν Προπαρασκευαστικήν Διάσκεψιν ἀπό 9 – 17 Δεκεμβρίου 2009 διά τήν προετοιμασίαν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, θά πρέπει νά ὁμολογήσῃ ὅτι ξεκίνησε, συνεχίσθηκε καί ἔκλεισε μέσα σέ ἕνα πνεῦμα ὄχι ἁπλῶς ψυχρότητος, ἀλλά κατά κυριολεξία παγερότητος καί παγωνιᾶς. Τό 1993, δηλαδή πρό 16 ἐτῶν εἶχε διακοπῆ ὑπό θλιβεράς συνθήκας ἡ τότε Συνδιάσκεψις χωρίς ἐλπίδα. Κατά ἄκρα μακροθυμία ἡ Α.Θ.Π. ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἐδέχθη νά συνεχισθοῦν κατά τό ἤδη παρελθόν ἔτος 2009.
2.Τίποτε στήν Συνδιάσκεψη αὐτή δέν ἐνθύμιζε πνεῦμα Χριστοῦ, ἀγάπη, Ἐκκλησία, Πεντηκοστή. Οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν Ἐκκλησιῶν σεβάσμιοι ἱεράρχες ἀγωνίζονταν, ἤ παραταξιακά χωρισμένοι σέ δύο μπλόκ (τῶν ὑπερμάχων τῶν προνομίων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῶν πολεμίων του) ἤ μέ ἀγωνία νά ξεπερασθῇ αὐτό τό ψυχοφθόρον καί καταλυτικόν τῆς ἔννοιας τῆς Ἐκκλησίας πνεῦμα, πού ἔχει εἰσέλθη εἰς τά ἀνώτερα κλιμάκιά της καί σιγά-σιγά μεταβάλλεται σέ ἰδεολογική ταυτότητα τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Μάτην ἠκούσθησαν κραυγαί ἀγωνίας.
3.Αἰτία τοῦ κακοῦ ὑπῆρξε ἡ, εἴτε κατά παγίδευσιν, εἴτε ἄλλως πως, εἰσαχθεῖσα εἰς τόν τρόπον προετοιμασίας μέθοδος τῆς λήψεως ἀποφάσεων κατά πλήρη καί ἀπόλυτον ὁμοφωνίαν. Ἡ ἀρχή φαίνεται ἀπολύτως ὀρθή. Ὅμως δέν εἶναι. Ἀφοῦ δέν ἐλήφθη ποτέ, εἰς καμμίαν Σύνοδον καμμία ἀπόφασις οὔτε γιά διατύπωσιν δόγματος, οὔτε γιά λύσιν κανονικοῦ προβλήματος μέ ἀπόλυτον ὁμοφωνίαν. Καί ἤδη ἡ Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος προειδοποιεῖ καί μέ τόν ϛ´ Κανόνα νομοθετεῖ, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τήν ψῆφον τινῶν, δύο ἤ τριῶν, πού “φιλονεικοῦντες”, δηλαδή ἀντίθετα πρός τίς ἐπιταγές τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί τῆς Εὐαγγελικῆς ἀγάπης σκεπτόμενοι καί ἐνεργοῦντες, προκαλοῦν ταραχήν καί τραύματα εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ὄχι μόνον νά καταφρονοῦνται, ἀλλά καί νά ἐπιτιμῶνται. Καί παρετηρήθη, ὅτι μέ προπέτειαν καί ἐλαφράν καρδίαν ὑποτιμῶντο ἀρχές πού ἐπρυτάνευαν ἐντελῶς ἀδιαμφισβήτητες εἰς τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας περισσότερα ἀπό 1500 χρόνια!
4.Ὅπως ἀναφέραμε ἀνωτέρω, διεφάνη ὁλοκάθαρα ὅτι ὑπάρχουν δύο “μπλόκ” μέσα στίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες: Τό “μπλόκ” ὑπέρ τῶν δικαίων προνομιῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τό “μπλόκ”, τό ὁποῖον θέλει νά μειώσῃ, καί εἰ δυνατόν, νά καταργήσῃ τά προνόμια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, παρά τό γεγονός ὅτι ἰσχυρίζεται τό ἀντίθετον. Εἰς τό πρῶτον ἀνήκουν ὅλα τά πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἡ Ἐκκλησία Ἀλβανίας καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ἄν καί αὐτή διαφοροποιήθη, ὅσον ἀφορᾷ τό θέμα τῆς ὑπογραφῆς τοῦ Τόμου τοῦ Αὐτοκεφάλου. Εἰς τό δεύτερον “μπλόκ”, ἡγέτις εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας συνεπικουρουμένη ὑπό τῶν Ἐκκλησιῶν Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, Πολωνίας καί Τσεχίας. Ἡ πώλωσις αὐτή δυσκολεύει καί θά δυσκολεύσῃ ὄχι μόνον τήν πορείαν πρός τήν σύγκλησιν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ἀλλά καί κάθε ἄλλην πανορθόδοξον συνεργασίαν καί προσπάθειαν.
5. Ἰδιαιτέρως αἰσθητή ὑπῆρξεν ἡ ἀντίθεσις τοῦ ἐκπροσώπου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Βολοκολάμσκ κ. Ἰλαρίωνος πρός τά προνόμια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Τοῦτο ἄλλωστε ἦτο ἀναμενόμενον, ἀφοῦ οὗτος δέν ἔπαυσε ποτέ εὐκαίρως-ἀκαίρως, τόσον εἰς τό Βελιγράδι, ὅσον καί εἰς τόν διάλογον μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς, νά δράττεται πάσης εὐκαιρίας νά τονίζῃ ὅτι ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης δέν εἶναι “Πάπας τῆς Ἀνατολῆς” καί ὅτι οὐδεμίαν ἐξουσίαν κατέχει ἐντός τοῦ σώματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Καί ὅτι οὐδέποτε ὁ Πατριάρχης Μόσχας θά τόν ἐξουσιοδοτήσῃ νά ἐκφράσῃ γνώμην του! Παρόμοια ἦτο καί ἡ στάσις τοῦ ἐκπροσώπου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας, Θεοφ. Ἐπισκόπου Καμπινεάνολ κ. Κυπριανοῦ ἄν καί ὄχι τόσο ἐμφανής.
Ἐντύπωσιν προεκάλεσεν ἡ στάσις τοῦ Ἐκπροσώπου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, Σεβ. Μητροπολίτου Μαυροβουνίου κ. Ἀμφιλοχίου, ἡ ὁποία, παρά τόν προβαλλόμενον τάχα “φιλελληνισμόν” τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας, εἰς ὅλα σχεδόν, ἦτο εὐθυγραμμισμένη μέ τάς θέσεις τῆς Μόσχας.
6. Τέλος τό γεγονός, ὅτι μεταξύ τῶν ἐκπροσώπων τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ὑπῆρξαν ἀρκετοί πρώην ὑπότροφοι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅπως ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Μαυροβουνίου κ. Ἀμφιλόχιος, ὁ Σεβ. Ἀχρίδος κ. Ἰωάννης, ὁ Θεοφ. Ἐπίσκοπος Καμπινεάνολ κ. Κυπριανός, ὁ Θεοφ. Γεωργιανός Ἐπίσκοπος κ. Μελχισεδέκ, ὁ Θεοφ. Πολωνός Ἐπίσκοπος Σιεματίτσε κ. Γεώργιος, εἰς οὐδέν ὠφέλησε τάς διεκδικήσεις τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου. Οὗτοι οὐδεμίαν φιλελληνικήν στάσιν ἐτήρησαν. Τό μόνον πού κατάφεραν, ἦτο νά ὁμιλήσουν ἐναντίον τῶν θέσεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἰς ἄπταιστα ἑλληνικά».
. Οἱ παρατηρήσεις αὐτές τοῦ π. Στεφάνου Ἀβραμίδη εἶναι ἐνδεικτικές τῆς ἀτμόσφαιρας πού ἐπικρατοῦσε στήν Προπαρασκευαστική αὐτή διάσκεψη, ἀλλά καί τό κλίμα πού ἐπικρατεῖ στίς σχέσεις μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
. Ὅταν διαβάση κανείς προσεκτικά τίς πιό πάνω παρατηρήσεις, λέξη πρός λέξη, τότε θά καταλάβη ὅλο τό σύγχρονο πρόβλημα πού ἀνέκυψε μέ τήν διαδικασία ἀνακηρύξεως τοῦ Αὐτοκεφάλου τῆς Ἐκκλησίας στήν Οὐκρανία. Ὅταν ἀμφισβητῆται ὁ ρόλος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, πού καθιερώθηκε ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους καί σεβάσθηκε ἡ παράδοση ὅλων τῶν αἰώνων, τότε δέν μπορεῖ νά λυθῆ κανένα πρόβλημα στήν Ἐκκλησία.
. Αὐτός εἶναι ὁ βασικός λόγος γιά τόν ὁποῖον στήν σύνταξη τῶν κειμένων ἐπικρατεῖ ἡ διπλωματική γλώσσα, προκειμένου νά ἐπέλθη ὁμοφωνία. Ἀλλά μέ διπλωματικές λέξεις καί κρυφά νοήματα δέν μπορεῖ νά ἐπικρατήση ἐκκλησιαστική ἑνότητα.
. Πρέπει δέ νά σημειωθῆ ὅτι ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης δέν ἐνεργεῖ ὡς «Πάπας τῆς Ἀνατολῆς». Ἄλλωστε ὁ ἴδιος πολλές φορές ἔχει διακηρύξει ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ἔχουμε Πάπα. Ἀλλά τό συνοδικό καί ἱεραρχικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας λειτουργεῖ βάσει τῶν ἱερῶν Κανόνων, πού σημαίνει ὅτι ὑπάρχει μιά Πρωτόθρονη Ἐκκλησία, πού ἔχει συντονιστικό καί καθοριστικό ρόλο.
3. Τελικό συμπέρασμα
. Ὕστερα ἀπό ὅσα ἀναφέρθησαν φαίνεται ὅτι τελικά δέν συμφωνήθηκε νά παραπεμφθῆ τό κείμενο περί τοῦ Αὐτοκεφάλου καί τοῦ τρόπου ἀνακηρύξεώς του στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο.
. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης καί ὅλες οἱ Αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες εἶχαν δεχθῆ νά ἀνακηρύσσεται μία Ἐκκλησία Αὐτοκέφαλη μετά ἀπό αἴτησή της, συγκατάθεση τῆς Μητρός Ἐκκλησίας ἀπό τήν ὁποία ἀποσπᾶται καί τήν συναίνεση ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅπως τό δέχθηκαν ὅλες οἱ Ἐκκλησίες. Ἐπίσης, μερικές Ἐκκλησίες ἀρνήθηκαν καί συμβιβαστικές προτάσεις χωρίς νά προσβάλλονται τά προνόμια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
. Σαφῶς φαίνεται ὅτι μέ τίς τακτικές αὐτές ὑπονομεύονται τά κανονικά προνόμια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὅπως καθορίσθηκαν ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, ἐπειδή ἐμφιλοχώρησε ἡ θεωρία περί «Τρίτης Ρώμης».
. Ἄν συμφωνοῦσαν ὅλες οἱ Ἐκκλησίες νά παραπεμφθῆ τό κείμενο τῆς ἀνακηρύξεως τοῦ Αὐτοκεφάλου στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο γιά ἔγκριση, ὅπως εἶχε ἐγκριθῆ ἀπό τό 1993, σήμερα δέν θά βρισκόμασταν στήν κατάσταση αὐτήν. Προφανῶς, ἀφοῦ δέν ἐγκρίθηκε τό κείμενο περί ἀνακηρύξεως τοῦ Αὐτοκεφάλου, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἐφήρμοσε τήν πρακτική μέ τήν ὁποία οἱ Ἐκκλησίες τά νεώτερα χρόνια ἀπέκτησαν τήν Πατριαρχική ἀξία καί τιμή, δηλαδή μέ Πατριαρχικούς Τόμους, μέ τήν προϋπόθεση νά ὁλοκληρωθῆ αὐτή ἡ διαδικασία στήν Μέλλουσα Πανορθόδοξη Σύνοδο.
. Τελειώνοντας πρέπει νά ὑπογραμμισθῆ, ὅτι παρά τά προβλήματα πού ὑπάρχουν στόν ἐξωτερικό χῶρο, ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καί κοινωνία θεώσεως, ὅπως καταγράφεται στίς Ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, μέ τούς ὅρους καί τούς κανόνας. Ἄν τηροῦμε τά δόγματα καί τούς κανόνες τότε θά ἐπικρατῆ ἡ ἑνότητα στήν Ἐκκλησία.
. Πάντως, στίς συζητήσεις πού ἔγιναν στήν Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Ἐπιτροπή τόν Δεκέμβριο τοῦ 2009 στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης φαίνεται καθαρά γιατί φθάσαμε στίς σύγχρονες διενέξεις καί ποιός εὐθύνεται γι’ αὐτό.
Αἰωνία νά εἶναι ἡ μνήμη τοῦ Μητροπολίτη Νικοπόλεως Μελετίου, ὁ ὁποῖος μέ τίς γνώσεις του καί τό ἐκκλησιαστικό του φρόνημα ἐκπροσώπησε κατά τόν καλύτερο τρόπο τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος στήν Προπαρασκευαστική αὐτή Πανορθόδοξη Διάσκεψη, πού δείχνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος σέβεται τά κανονικά θέσμια.
Ἐπίσης, αἰωνία ἡ μνήμη καί τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου Ἀβραμίδη, ὁ ὁποῖος κατέγραψε μέ εὔστοχο τρόπο τά ὅσα συνέβησαν στήν Διάσκεψη αὐτή, καί τό κείμενό του ἀποτελεῖ ἱστορικό ντοκουμέντο, πού ἑρμηνεύει τό θέμα πού ἀνέκυψε στίς ἡμέρες μας.

Share Button