ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ – Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (4) ….ΙΩΆΝΝΗΣ Σ. ΡΩΜΑΝΊΔΗΣ

ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ – Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (4) ….Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης

whitechristmasdeco1

Μετάφρασις εκ του Αγγλικού πρωτοτύπου

JESUS CHRIST – THE LIFE OF THE WORLD
υπό Δεσποίνης Δ. Κοντοστεργίου Δρ. Θ.
Ομιλία η οποία εξεφωνήθη κατά την διάρκειαν του Π.Σ.Ε. Ορθόδοξον Συμβούλιον εις την Δαμασκόν, 5-9 Φεβρουαρίου 1982 και εδημοσιεύθη εις το Xenia Ecumenica, αρ. 39, σελ. 232-275, Helsinki, 1983. Η μετάφρασις δημοσιεύθη εις το “Γρηγόριος ο Παλαμάς”, αφιέρωμα εις τον Παναγιώτατον Μητροπολίτην Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμονα Β’.
http://www.romanity.org
4) Το Σώμα του Χριστού.
Ότι ο Χριστός ήλθε με το Άγιον Πνεύμα και τον Πατέρα μετά την Ανάστασίν Του, την Ανάληψιν και την επιστροφήν του να ενοικήση εις τους πιστούς, είναι μία βασική προϋπόθεσις και του Αποστόλου Παύλου και του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου. Με την δεδομένην σχέσιν του Αποστόλου Λουκά προς τον Παύλον, το γεγονός της Πεντηκοστής το αναφερόμενον υπό του Λουκά πολύ πιθανώς έχει μίαν Παύλειον εκκλησιολογικήν βάσιν. Εν τούτοις, από μίαν σπουδαίαν άποψιν, δηλαδή σχετικώς με το φαινόμενον της γλωσσολαλίας, ο Λουκάς πράγματι έχει γίνει το κλειδί εις τον Παύλον αντί του αντιθέτου.
Θα έπρεπε να σημειωθή ότι αι επιστολαί του Αποστόλου Παύλου απευθύνονται εις τους ήδη μυημένους εις τα μυστήρια της Εκκλησίας. Το Ευαγγέλιον του Ιωάννου είναι έν βιβλίον κατηχήσεως μετά το Βάπτισμα προωρισμένον δι’ εκείνους, οι οποίοι έχουν ήδη το Άγιον Πνεύμα. Αλλά το Ευαγγέλιον του Λουκά, εν τούτοις, ως αυτά του Μάρκου και του Ματθαίου είναι κατήχησις προ του βαπτίσματος και αι Πράξεις των Αποστόλων προορίζονται δια ακροατήριον όχι μυημένον εις την εσωτερικήν ζωήν του Χριστού. Εν τούτοις, αφού ο Λουκάς ήτο μαθητής και ακόλουθος του Παύλου, τα γραπτά του προυποθέτουν και αντανακλούν αυτήν την εσωτερικήν ζωήν εν Χριστώ.
Δια τον Ευαγγελιστήν Ιωάννην η έλευσις του Αγίου Πνεύματος είναι η εκπλήρωσις της υποσχέσεως του Χριστού ότι θα ετοιμάση ένα τόπον εκεί, όπου κατά την επιστροφήν Του, θα παραλάβη τους μαθητάς Του μεθ’ Εαυτού, ούτως ώστε να είναι και αυτοί όπου είναι Αυτός. [ 50 ] Με την μεσιτείαν του Χριστού ο Πατήρ θα δώση εις τους μαθητάς Αυτού άλλον Παράκλητον, τον οποίον αυτοί γνωρίζουν, διότι ενοικεί εις αυτούς και θα είναι μέσα τους. [ 51 ] “Εν εκείνη τη ημέρα” θα γνωρίσουν οι μαθηταί ότι ο Χριστός είναι “εν τω Πατρί” και αυτοί είναι “εν τω Χριστώ” και Ούτος είναι “εν αυτοίς”. [ 52 ]Αυτοί βλέπουν τον Χριστόν, διότι ζη και θα ζήσουν. [ 53 ] Ο Χριστός θα εμφανίζηται εις εκείνον, ο οποίος Τον αγαπά. [ 54 ] Ο Χριστός και ο Πατήρ Του θα έλθουν και θα ενοικήσουν εν αυτώ. [ 55 ] Όταν έλθη το Άγιον Πνεύμα, θα διδάξη αυτούς πάντα και θα τους υπενθυμίση κάθε τι, το οποίον Ούτος είπεν εις αυτούς. [ 56 ]

Όταν το Πνεύμα της αληθείας έλθη, το οποίον θα αποστείλη ο Πατήρ δια του Χριστού, θα μαρτυρήση περί του Χριστού και οι μαθηταί θα μαρτυρήσουν, διότι αυτοί είναι με τον Χριστόν από την αρχήν. [ 57 ] Όταν το Πνεύμα της αληθείας έλθη θα οδηγήση τους μαθητάς “εις πάσαν την αλήθειαν”, διότι Τούτο δεν θα ομιλήση “αφ’ Εαυτού, αλλ’ όσα αν ακούση λαλήσει και τα ερχόμενα αναγγελλεί” εις τους μαθητάς. Τούτο θα δοξάση τον Χριστόν, διότι θα λάβη από Αυτόν αυτά, τα οποία θα αναγγείλη εις τους μαθητάς Του. Ο Χριστός είπεν ότι “πάντα όσα έχει ο Πατήρ” είναι ιδικά Του. Δια τούτο το Πνεύμα της Αληθείας θα λάβη από Αυτόν και θα αναγγείλη εις τους μαθητάς. Έπειτα ο Χριστός επαναλαμβάνει ότι “μικρόν και ου θεωρείτέ με και πάλιν μικρόν και όψεσθέ με”. [ 58 ] Μετά φθάνει εις το τελικόν σημείον των κεφαλαίων 14-17: “Πάτερ, ούς δέδωκάς μοι, θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ’ εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν ήν δέδωκάς μοι, ότι ηγάπησάς με προ καταβολής κόσμου”. [ 59 ]

Δια τον Ιωάννην η Ανάληψις της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού είναι μία απολύτως προϋπόθεσις δια την εκ μέρους του Χριστού αποστολήν του Αγίου Πνεύματος, ως είναι εμφανώς δια τον Λουκάν και κατ’ επέκτασιν δια τον Παύλον: “Νύν δε υπάγω προς τον πέμψαντά με… συμφέρει υμίν ίνα εγώ απέλθω, εάν γαρ εγώ μη απέλθω, ο παράκλητος ουκ ελεύσεται προς υμάς, εάν δε πορευθώ, πέμψω αυτόν προς υμάς”. [ 60 ] Ότι ο Ιωάννης δεν συγχέει τας μετά την Ανάστασιν εμφανίσεις του Χριστού με την επάνοδόν Του εν Αγίω Πνεύματι κατά την Πεντηκοστήν, είναι σαφές από το ότι αναφέρει τα λόγια του Χριστού εις την Μαρίαν την Μαγδαληνήν: “Μη μου άπτου, ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον Πατέρα μου”. [ 61 ] Αλλά εις τας επομένας αναφερομένας εμφανίσεις ο Χριστός είπεν εις τον Θωμάν τον Δίδυμον να βάλη την χείραν του εις την πλευράν Του. Ο Θωμάς επίστευσεν, μάλλον βλέπων παρά ψηλαφών: “ότι εώρακάς με πεπίστευκας”; [ 62 ]
Ο τόπος της κοινής κατοικίας αυτού, ο οποίος αγαπά τον Πατέρα εν Χριστώ είναι η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού, ο Ναός του Λόγου κατά φύσιν και της φυσικής Του δόξης, την οποίαν ο Χριστός ως Λόγος έλαβεν από τον Πατέρα και κατά φύσιν μετέχει με το Άγιον Πνεύμα. Με το να γίνη κάποιος μέλος του Σώματος του Χριστού, γίνεται ναός του Θεού και ταυτοχρόνως μένει εν τω Θεώ, ως εις τον ναόν Του. Η Πεντηκοστή είναι τα γενέθλια της Εκκλησίας, διότι η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού είναι παρούσα και κατά χάριν ηνωμένη με κάθε μέλος του Σώματος Αυτού, όχι ως μέρος του Χριστού εις καθένα, αλλά κατά χάριν ολόκληρος ο Χριστός είναι εις κάθε μέλος. Ο Χριστός απήλθεν, ώστε ώφειλε να επιστρέψη εν Αγίω Πνεύματι δια μιας νέας παρουσίας της ανθρωπίνης φύσεώς Του, η οποία ως η άκτιστος δόξα του Θεού, μερίζεται αμερίστως μεταξύ πολλών πιστών, ούτως ώστε ο Χριστός είναι παρών εντός και ηνωμένος κατά χάριν εις καθένα εκ των μελών του Σώματός Του. Ταυτοχρόνως το Σώμα του Χριστού παραμένει Ένα, ούτως ώστε τα μέλη Του είναι ένα με κάθε άλλο εν τη δόξη και βασιλεία της Αγίας Τριάδος.
Συμφώνως προς τας Πράξεις των Αποστόλων ο Χριστός είπεν εις τους μαθητάς Του προ της Αναλήψεώς Του, ότι μετ’ ολίγον θα εβαπτίζοντο εν Αγίω Πνεύματι. [ 63 ] Κατά την Πεντηκοστήν “ώφθησαν αυτοίς διαμεριζόμεναι γλώσσαι ωσεί πυρός, εκάθισέ τε εφ’ ένα έκαστον αυτών, και επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος, Αγίου, και ήρξαντο λαλείν ετέραις γλώσσαις καθώς το Πνεύμα εδίδου αυτοίς αποφθέγγεσθαι”.[64]
Εν όψει της συνδέσεως του Ιωάννου περί της ελεύσεως του Αγίου Πνεύματος με την επανεμφάνισιν του Χριστού εις τους μαθητάς Του, καθώς είδαμε, και τας πραγματικάς εμφανίσεις του Χριστού μετά την Πεντηκοστήν, π.χ. εις τον Στέφανον (Πράξ. 7, 55-56) και εις τον Παύλον (Πράξ. 9,3 κ. ε. 22,6 κ. ε. 17 κ. ε.) υπάρχει κάποια βάσις να δεχθώμεν την δυνατότητα ή ακόμη και την πιθανότητα ότι το χωρίον των Πράξεων 1,11 θα ημπορούσε να ληφθή ως εκπληρούμενον δια του χωρίου των Πράξεων 2, 1 κ.ε. Καθ’ όν χρόνον ο Χριστός ανελαμβάνετο “ιδού δύο άνδρες παρειστήκεισαν αυτοίς εν εσθήτι λευκή” λέγοντας εις τους Αποστόλους ότι ο Χριστός “ελεύσεται, όν τρόπον εθεάσασθε αυτόν πορευόμενον εις τον ουρανόν”.
Εν πάση περιπτώσει, το “λαλείν ετέραις γλώσσαις” και το “αποφθέγγεσθαι” δεν πρέπει να συγχέωνται. Το “αποφθέγγεσθαι” εις το χωρίον των Πράξεων 2,4 σημαίνει “προφητεύειν”, καθώς είναι σαφές από όλην την ομιλίαν του Αποστόλου Πέτρου εις το χωρίον των Πράξεων 2,14 κ. ε. Κάποιος λαμβάνει πρώτα το χάρισμα της γλωσσολαλίας εις την καρδίαν και έπειτα εμπνέεται εις το μυαλό να κατανοή τους προφήτας και τον Χριστόν, με σκοπόν να προφητεύη. Αυταί αι διακρίσεις είναι καθαραί εις τον Απόστολον Παύλον και θα ήτο απίθανον να μην ήτο ο Λουκάς έμπειρος με αυτάς. Άπαξ ο άνθρωπος λάβη την δωρεάν της γλωσσολαλίας, τότε το Πνεύμα ημπορεί ή όχι να δημιουργήση τοιαύτας καταστάσεις, καθώς εις το χωρίον των Πράξεων 2, 6-13.
Εν πάση περιπτώσει, το βάπτισμα εν Πνεύματι είναι ταυτόν με την λήψιν της δωρεάς της γλωσσολαλίας και είναι σαφώς διακρινόμενον από το βάπτισμα εν ύδατι. Ο Παύλος πρώτα εδοξάσθη εις το όραμά του με τον Χριστόν εν δόξη και έπειτα εβαπτίσθη. [ 65 ] Πότε έλαβε την δωρεάν των γλωσσών δεν καταγράφει αν και κατεγράφη ότι το κατείχε. Οι δώδεκα μαθηταί του Απολλώ, οι οποίοι είχαν λάβει το βάπτισμα μετανοίας του Ιωάννου, “εβαπτίσθησαν εις το όνομα του Κυρίου Ιησού. Και επιθέντος αυτοίς του Παύλου τας χείρας ήλθε το Πνεύμα το Άγιον επ’ αυτούς, ελάλουν, τε γλώσσαις και προεφήτευον”. [ 66 ]Εις την περίπτωσιν του εκατοντάρχου Κορνηλίου και της ακολουθίας του, αυτοί πρώτον εβαπτίσθησαν εν Πνεύματι, αφού έλαβον την δωρεάν των γλωσσών δια ή εν δοξασμώ και έπειτα εβαπτίσθησαν δι’ ύδατος, οπότε ο Πέτρος ούτω δεν ημπορούσε πλέον να αντιδράση: “Έτι λαλούντος του Πέτρου τα ρήματα ταύτα επέπεσε το Πνεύμα το Άγιον επί πάντας τους ακούοντας τον λόγον.
Και εξέστησαν οι εκ περιτομής πιστοί όσοι συνήλθον τω Πέτρω, ότι και επί τα έθνη η δωρεά του Αγίου Πνεύματος εκκέχυται, ήκουον γαρ αυτών λαλούντων γλώσσαις και μεγαλυνόντων τον Θεόν. Τότε απεκρίθη ο Πέτρος, μήτι το ύδωρ κωλύσαι δύναταί τις του μη βαπτισθήναι τούτους, οίτινες το Πνεύμα το Άγιον έλαβον καθώς και ημείς;”. [ 67 ] Εις την απολογίαν του δι’ αυτό που έκανεν ο Πέτρος ανακαλεί εις την μνήμην του τί είπεν ο Χριστός προ της Αναλήψεώς Του περί λήψεως βαπτίσματος εν Αγίω Πνεύματι (Πράξ. 1,5) και καταλήγει, “ει ουν την ίσην δωρεάν έδωκεν αυτοίς ο Θεός ως και ημίν… εγώ δε τί ήμην δυνατός κωλύσαι τον Θεόν;”. [ 68 ] Η ελληνική λέξις “ίση” εις το κείμενον σημαίνει ότι η δωρεά, η ληφθείσα εδώ, δεν είναι μόνον η ιδία, καθώς της Πεντηκοστής, αλλά επίσης, ίση. Είναι αυτή η ιδέα της ισότητος η οποία κείται εις τον πυρήνα των προβλημάτων εις την Κόρινθον, όπου πολλοί με μόνην την δωρεάν των γλωσσών επίστευαν τους εαυτούς των ότι είναι ίσοι με τους άλλους, χωρίς να αντιλαμβάνωνται ότι αυτό συμβαίνει έτσι μόνον, όταν αι γλώσσαι προηγούνται ή έπονται δια δοξασμού, αφού κατά την διάρκειαν της θέας του Θεού όλα τα χαρίσματα καταργούνται εκτός της αγάπης.
Αυτό το βάπτισμα εν Πνεύματι, το οποίον καταλήγει εις την δωρεάν των γλωσσσών και το οποίον κανονικώς συνοδεύεται με το χάρισμα της προφητείας, είναι προφανώς η αρχή του χρίσματος, του μυστηρίου δια του οποίου κάποιος γίνεται μέλος του Σώματος του Χριστού και ναός του Θεού. Δια τον Απόστολον Παύλον η δωρεά των γλωσσών φαίνεται να είναι η ελαχίστη προϋπόθεσις δια να γίνη κανείς μέλος του Σώματος του Χριστού. Είναι η βάσις όχι μόνο της προφητείας, αλλά όλων των χαρισμάτων. Μετά από αυτούς οι οποίοι ομιλούν γλώσσας είναι οι ιδιώται και οι άπιστοι. Αυτοί δεν είναι ούτε μέλη του Σώματος του Χριστού, ούτε χαρισματούχοι. Οι ιδιώτες έχουν ένα ειδικόν τόπον εις την εκκλησίαν και λέγουν αμήν εις τας καταλλήλους στιγμάς κατά την διάρκειαν των προσευχών. [ 69 ] Το γεγονός ότι αυτοί λέγουν αμήν εις τας ευχαριστιακάς προσευχάς σημαίνει ότι αυτοί ήσαν πιθανώς βαπτισμένοι δι’ ύδατος και περίμεναν την έλευσιν του Αγίου Πνεύματος εις την καρδίαν των, δηλαδή την δωρεάν των γλωσσών, και ημπορούσαν να συμμετάσχουν εις την ευχαριστιακήν κοινωνίαν, ως είχαν κάνει οι απόστολοι επίσης προ της Πεντηκοστής. Αυτοί προφανώς ήσαν οι βαπτισμένοι λαϊκοί της αποστολικής κοινότητος.
Οι άπιστοι είναι προφανώς κατηχούμενοι ειδωλολατρικής προελεύσεως, οι οποίοι δεν ημπορούν να τύχουν μεταχειρίσεως ως Ιουδαίοι. Οι Ιουδαίοι εθεωρούντο ακόμη ως πιστοί, εφ’ όσον δεν απέρριπτον πλέον εντελώς τον Ενανθρωπήσαντα Κύριον της Δόξης.
Αυτοί με τα χαρίσματα εις το χωρίον Α’ Κορ. 12,4-10 (εις τα οποία χαρίσματα συμπεριλαμβάνονται αι “διακονίαι” και τα “ενεργήματα” απαριθμούμενα εις αυτό, καθώς είναι σαφές εις το χωρίον Α’ Κορ. 12,28-31) και αυτοί με τα χαρίσματα εις αυτούς τους τελευταίους στίχους, είναι όλοι μέλη του κλήρου καταγεγραμμένοι συμφώνως προς τας πνευματικάς των δωρεάς, αλλά όχι αυστηρώς με την λειτουργικήν των δραστηριότητα ή χειροτονίαν. Ούτοι εκλήθησαν κατ’ ευθείαν υπό του Θεού, ο Οποίος δίδει την δωρεάν της προσευχής δια γλώσσης, μετά από κατάλληλον προετοιμασίαν υπό πνευματικού πατρός. Ο Παύλος λέγει ότι οι Κορίνθιοι ημπορεί να έχουν πολλούς διδασκάλους εν Χριστώ, αλλ’ όχι πολλούς πατέρας: “Εν γαρ Χριστώ Ιησού δια του Ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα”. [ 70 ] Εν τούτοις, ο Παύλος ευχαριστεί τον Θεόν, διότι δεν εβάπτισε κανένα από τους Κορινθίους εκτός ολίγων. [ 71 ] Τούτο σημαίνει ότι ο Παύλος εγέννησεν αυτούς εις την περιοχήν των χαρισμάτων, εκ των οποίων το θεμέλιον είναι να ομιλή τις ή να προσεύχηται εν γλώσσαις. Με άλλα λόγια, τα χαρίσματα είναι καρποί του βαπτίσματος εν Αγίω Πνεύματι και σημείον ότι έχει γίνει κάποιος μέλος του Σώματος του Χριστού. “Και γαρ εν ενί Πνεύματι ημείς πάντες εις έν σώμα εβαπτίσθημεν… Και πάντες εις έν Πνεύμα εποτίσθημεν”. [ 72 ] Αυτό είναι εμφανώς το βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος. Από όλα, όσα έπονται, το Σώμα του Χριστού περιλαμβάνει μόνον εκείνους, οι οποίοι εβαπτίσθησαν ούτως.
Καθώς εις τας Πράξεις, ούτω εις τον Παύλον, ομιλών εν γλώσσαις είναι έν βασικόν σημείον του ότι εβαπτίσθη κάποιος εν Αγίω Πνεύματι. Αλλά, εις το χωρίον Α’ Κορ. 12, 10 και 12, 28, 30, το “γένη γλωσσών” εκ πρώτης όψεως φαίνεται να είναι χωρισμένον από τα υψηλότερα χαρίσματα, δίδων την εντύπωσιν ότι η Εκκλησία ημπορεί να ενεργή χωρίς αυτά. Εν τούτοις, το κείμενον “μή πάντες γλώσσαις λαλούσι” [ 73 ] δεν αναφέρεται εις τους υψηλότερον χαρισματούχους, αλλά μάλλον ότι “οι ιδιώται” και “οι άπιστοι” δεν ομιλούν γλώσσαις, καθώς είναι σαφές εις το χωρίον Α’ Κορ. 14, 16, 23, 24. Όταν ο Παύλος αριθμή αυτούς, τους οποίους έθεσεν ο Θεός εις την Εκκλησίαν, ούτος αρχίζει με τους Αποστόλους εις την πρώτην θέσιν και τελειώνη με τα “γένη γλωσσών” εις την τελευταίαν θέσιν. [ 74 ] Οι “ιδιώται” δεν περιλαμβάνονται ούτε εδώ, ούτε εις την τάξιν της Εκκλησίας εις το χωρίον Α Κορ. 14, 26 κ.ε. Ο λόγος δι’ αυτό είναι ότι αυτοί δεν έχουν ακόμη την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος να προσεύχωνται αδιαλείπτως εν αυτοίς και επομένως δεν έχουν τοποθετηθή υπό του Θεού εις το Σώμα του Χριστού.
Ότι τα υψηλότερα χαρίσματα περιλαμβάνουν τα χαμηλότερα, αλλά όχι τα χαμηλότερα τα υψηλότερα, είναι σαφές από ό,τι ο Απόστολος Παύλος λέγει περί εαυτού: “Ευχαριστώ τω Θεώ μου πάντων υμών μάλλον γλώσσαις λαλών, αλλ’ εν εκκλησία θέλω πέντε λόγους δια του νοός μου λαλήσαι, ίνα και άλλους κατηχήσω ή μυρίους λόγους εν γλώσση”. [ 75 ] Με αυτό δεν εννοείται ότι ο Απόστο λος Παύλος δεν προσεύχεται εις την εκκλησίαν εν γλώσση δηλαδή εν Πνεύματι, αλλά ότι εις την εκκλησίαν αυτός ήτο υποχρεωμένος να προσεύχηται επίσης με την διάνοιαν, δια την οικοδομήν των άλλων: “Προσεύξομαι τω πνεύματι, προσεύξομαι δε και τω νοΐ”. [ 76 ]
Μετά τα “γένη γλωσσών” ο Απόστολος Παύλος προφανώς εννοεί προσευχή, απαγγελία ψαλμών και ψαλμωδία πνευματικών ύμνων και ωδών. [ 77 ] Ούτω μερικοί έχουν “γένη γλωσσών” και άλλοι έχουν επί πλέον “ερμηνείαν γλωσσών”. [ 78 ]“Ζηλούτε δε τα πνευματικά, μάλλον δε ίνα προφητεύητε… Θέλω δε πάντας υμάς λαλείν γλώσσαις, μάλλον δε ίνα προφητεύητε, μείζων γαρ ο προφητεύων ή ο λαλών γλώσσαις, εκτός ει μη διερμηνεύη, ίνα η εκκλησία οικοδομήν λάβη”. [ 79 ] Καθώς εις τας Πράξεις, ούτω και εδώ η προφητεία υπάρχει εξ αιτίας της δωρεάς των γλωσσών, αλλά αυτό το τελευταίον δεν ημπορεί πάντα να οδηγήση εις την προφητείαν. Δεν υπάρχει ένδειξις ότι ο Κορνήλιος και οι ακόλουθοί του προεφήτευαν, αν και ελάλουν γλώσσαις ως αποτέλεσμα του δοξασμού των.
Όταν ο Απόστολος Παύλος λέγη [ 80 ] “θέλω δε πάντας υμάς λαλείν γλώσσαις, μάλλον δε ίνα προφητεύητε, μείζων γαρ ο προφητεύων ή ο λαλών γλώσσαις, εκτός ει μη διερμηνεύει, ίνα η εκκλησία οικοδομήν λάβη” [ 81 ] εννοεί ότι αυτός, ο οποίος μόνον “λαλεί γλώσσαις”, πρέπει να μάθη να διερμηνεύη τους ψαλμούς και τας προσευχάς εν τη καρδία του, δηλαδή να τα μεταφέρη εις την διάνοιάν του δια να εισακουσθούν. “Διόπερ ο λαλών γλώσση προσευχέσθω ίνα διερμηνεύη, εάν γαρ προσεύχωμαι γλώσση, το πνεύμά μου προσεύχεται, ο δε νούς μου άκαρπός εστι. τί ουν εστι; προσεύξομαι τω πνεύματι, προσεύξομαι δε και τω νοΐ, ψαλώ τω πνεύματι, ψαλώ δε και τω νοΐ. επεί εάν ευλογήσης τω πνεύματι, ο αναπληρών τον τόπον του ιδιώτου πώς ερεί το αμήν επί τη ευχαριστία; επειδή τί λέγεις ουκ είδε, συ μεν γαρ καλώς ευχαριστείς, αλλ’ ο έτερος ουκ οικοδομείται. ευχαριστώ τω Θεώ μου πάντων υμών μάλλον γλώσσαις λαλών, αλλ’ εν τη εκκλησία θέλω πέντε λόγους δια του νοός μου λαλήσαι, ίνα και άλλους κατηχήσω ή μυρίους λόγους εν γλώσση”. [ 82 ]
 Ο Παύλος ουδέποτε λέγει ότι κάποιος διερμηνεύει αυτό το οποίον ο άλλος “λαλεί γλώσσαις”. Διερμηνεύει κανείς αυτά, τα οποία ο ίδιος “λαλεί γλώσσαις” εν τη καρδία του. Επομένως το Α’ Κορ. 14, 27-28 σημαίνει “είτε γλώσση τις λαλεί, κατά δύο ή το πλείστον τρείς, και ανά μέρος, και είς διερμηνευέτω, εάν δε μη ή διερμηνευτής, σιγάτω εν εκκλησία, εαυτώ δε λαλείτω και τω Θεώ”. Ο διερμηνεύς είναι σαφώς εκείνος, ο οποίος έχει την χάριν να μεταφέρη την προσευχήν του πνεύματός του, εν τη καρδία εις την διάνοιάν του δια να γίνη ακουστή δια την οικοδομήν των άλλων.
Ο Απόστολος Παύλος ελυπήθη, διότι μία ομάς Κορινθίων χαρισματούχων είχε προφανώς πείσει τους άλλους να κάνουν την ομαδικήν λατρείαν της καρδίας, χωρίς να μεταφέρουν την προσευχήν του Αγίου Πνεύματος δια της λογικής, ώστε να μην ακούσουν και οι άλλοι. Δια τον Παύλον αυτό είναι καλόν: “σύ μεν γαρ καλώς ευχαριστείς, αλλ’ ο έτερος ουκ οικοδομείται”. [ 83 ] “Επεί εάν ευλογήσης τω πνεύματι, ο αναπληρών τον τόπον του ιδιώτου πώς ερεί το αμήν επί τη σή ευχαριστία; επειδή τί λέγεις ουκ οίδε,”. [ 84 ] Είναι φανερόν ότι να προσεύχηται εν γλώσση ή δια του Πνεύματος είναι όροι εναλλασσόμενοι.
Ο Απόστολος Παύλος συζητεί δια τα είδη των φωνών που υπάρχουν εις τον κόσμον, τόσον των αψύχων αντικειμένων ως των αυλών, αρπών και σαλπίγγων, όσον και των ανθρωπίνων. Ότι ο Παύλος ομιλεί δια φωνάς καθ’ εαυτάς αι οποίαι παράγονται και όχι περί συγχεομένων και μη αντιληπτών φωνών, φαίνεται καθαρά από τον όρον “άδηλον φωνήν” εις το Α’ Κορ. 14, 8, το οποίον σημαίνει αφανής ή φωνή που δεν ακούεται. Εις το 14, 9 ο Παύλος ομιλεί δια την αδυναμίαν της κατανοήσεως του λόγου, εκτός εάν μεταδίδεται με λέξεις σχηματιζόμενος δια της γλώσσης. Τότε συνεχίζει λέγων, “τοσαύτα ει τύχοι γένη φωνών εστιν εν κόσμω και ουδέν αυτών άφωνον, εάν ουν μη ειδώ την δύναμιν της φωνής, έσομαι τω λαλούντι βάρβαρος και ο λαλών εν εμοί βάρβαρος”. [ 85 ]
Φαίνεται καθαρά ότι το κεφάλαιον 14 της Α’ Κορ. δεν αντιλέγει εις κανένα σημείον με εκείνο, το οποίον κυριολεκτικώς ετέθη εξ αρχής ως αντικείμενον συζητήσεως: “Ο γαρ λαλών γλώσση ουκ ανθρώποις λαλεί, αλλά τω Θεώ, ουδείς γαρ ακούει, πνεύματι δε λαλεί μυστήρια”. [ 86 ] “Νυνί δέ, αδελφοί, εάν έλθω προς υμάς γλώσσαις λαλών, τί υμάς ωφελήσω, εάν μη υμίν λαλήσω…”. [ 87 ]
Τούτο το γεγονός ότι ωρισμένοι Κορίνθιοι ωμίλουν εν γλώσσαις, αλλ’ ούτε διερμήνευον ούτε επροφήτευον, θα ήτο οριστική απόδειξις ότι τούτο, δηλαδή το “γλωσσολαλείν” δεν ήτο το “αποφθέγγεσθαι” των Πράξεων 2, 1 κ.ε. Από το άλλο μέρος, ο Παύλος δεν κάνει τον παραμικρόν υπαινιγμόν δια να κατανοήσουν ο είς τον άλλον. Φαίνεται ότι μόνον οι ιδιώται και οι άπιστοι δεν ημπορούσαν να συμμετάσχουν εις ό,τι συνέβαινε. Εν τούτοις, όταν όλο το σώμα των χαρισματούχων ενασχολήται με την προφητείαν, τότε αμφότεροι, και οι ιδιώται και οι άπιστοι, συνειδητοποίουν ότι “τά κρυπτά της καρδίας των φανερά γίνεται, ελεγχόμενοι και ανακρινόμενοι υπό πάντων”. [ 88 ] Αυτή είναι η διάγνωσις, δια την οποίαν ωμιλήσαμεν εις το τελευταίον κεφάλαιον. Αυτοί απέκτων την πεποίθησιν ότι οι προφήται αληθώς είχον τον Θεόν εντός των. Η τελική εμπιστοσύνη και υποταγή εις την θεραπείαν αυτών των πνευματικών Πατέρων, οδηγεί εις την υιοθεσίαν των εν Πνεύματι και εις ένωσιν με το Σώμα του Χριστού, δηλαδή εις την υποδοχήν του χαρίσματος των γλωσσών.
Ούτως, η διάγνωσις της πνευματικής ασθενείας της καρδίας ενός εκ των θεραπευτών με το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων [ 89 ] είναι η πλέον βασική προϋπόθεσις της αποκτήσεως της θεραπευτικής προσευχής του Αγίου Πνεύματος εν τη καρδία η οποία μόνη δίδει την κατανόησιν εκείνων των πραγμάτων, τα οποία αναφέρονται εις τον Χριστόν και εις το Σώμα Αυτού, δηλαδή την Εκκλησίαν. Αυτό είναι διατί “αι γλώσσαι εις σημείόν εισιν ου τοις πιστεύουσι, αλλά τοις απίστοις, η δε προφητεία ου τοις απίστοις, αλλά τοις πιστεύουσιν”. [ 90 ] Με άλλα λόγια, αι γλώσσαι δεν είναι σημείον δι’ εκείνους, οι οποίοι έχουν το χάρισμα της εσωτερικής προσευχής εν τη καρδία των, εφ’ όσον έχουν το χάρισμα των γλωσσών, αλλά εκείνων, οι οποίοι δεν έχουν αυτό το χάρισμα.
Η προφητεία, από το άλλο μέρος, είναι σημείον όχι δι’ όσους δεν έχουν αυτήν την πίστιν, εφ’ όσον δεν έχουν το χάρισμα των γλωσσών, το οποίον κάνει δυνατή και την προφητείαν και την κατανόησίν της, αλλά δι’ εκείνους, οι οποίοι έχουν πίστιν, εφ’ όσον έχοντες αυτό το χάρισμα των γλωσσών κατανοούν την προφητείαν. Ούτως πρέπει να αρχίση κάποιος με την εξωτερικήν πίστιν της αποχής της αυθεντίας ή της ικανότητος του θεραπευτού. Να παραμείνη εις την κατάστασιν της προσευχής και απαγγελίας των ψαλμών εν τη καρδία, χωρίς να προοδεύση τουλάχιστον εις την διερμηνείαν, η οποία εποικοδομεί τους άλλους, είναι ανακοπή προόδου της πνευματικής αυξήσως και δεν θα οδηγήση εις την αγάπην, “ήτις ου ζητεί τα εαυτής”. “Δια τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και κοιμώνται ικανοί”.[91 ]
Η γλωσσολαλία δεν είναι φαινόμενον ιδιάζον εις την Κόρινθον. Ο Απόστολος Παύλος ομιλεί εις τους Ρωμαίους περί της “λογικής λατρείας” και περί της μεταμορφώσεως δια της ανανεώσεως του νοός. [ 92 ] Αυτό είναι δυνατόν δια της απελευθερώσεως του νοός από τον νόμον, ο οποίος κατοικεί εις τα μέλη τινός, και πολεμεί εναντίον του νόμου, τον οποίον απεδέχθη δια του νοός και αιχμαλωτίζει αυτόν (τόν άνθρωπον) εις το νόμον της αμαρτίας. [ 93 ] “Αυτός εγώ τω μεν νοΐ δουλεύω νόμω Θεού, τη δε σαρκί νόμω αμαρτίας. Ουδέν άρα νυν κατάκριμα τοις εν Χριστώ Ιησού μη κατά σάρκα περιπατούσιν, αλλά και κατά πνεύμα. Ο γαρ νόμος του πνεύματος της ζωής εν Χριστώ Ιησού ηλευθέρωσέ με από του νόμου της αμαρτίας και του θανάτου”. [ 94 ] “Ει δε Χριστός εν υμίν, το μεν σώμα νεκρόν δι’ αμαρτίαν, το δε πνεύμα ζωή δια δικαιοσύνην”. [ 95 ] “Όσοι γαρ Πνεύματι Θεού άγονται, ούτοί εισιν υιοί Θεού. ου γαρ ελάβετε πνεύμα δουλείας πάλιν εις φόβον, αλλ’ ελάβετε πνεύμα υιοθεσίας, εν ω κράζομεν, αββά ο πατήρ. αυτό το πνεύμα συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού”. [ 96 ] Με άλλα λόγια, γνωρίζει κανείς την δικαίωσιν και την υιοθεσίαν εν Χριστώ δια του Πνεύματος, όταν ακούη την προσευχήν του Πνεύματος εν τη καρδία του αδιαλείπτως.
Ότι ο νόμος ούτος του Πνεύματος της εν Χριστώ ζωής είναι το χάρισμα της Α’ Κορ. και των Πράξεων, είναι σαφές από την κατάληξιν της εκθέσεως του Παύλου: “Το γαρ τί προσευξόμεθα καθό δη ουκ οίδαμεν, αλλ’ αυτό το Πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις, ο δε ερευνών τας καρδίας οίδε τί το φρόνημα του Πνεύματος, ότι κατά Θεόν εντυγχάνει υπέρ αγίων”. [ 97 ] Με άλλα λόγια δια να είναι κανείς μέλος του Σώματος του Χριστού, πρέπει να έχη αυτό το χάρισμα των γλωσσών: “Ει δε τις Πνεύμα Χριστού ουκ έχει, ούτος ουκ έστιν αυτού”. [ 98 ]
Ημπορεί κάποιος να καταλάβη διατί ο Ιωάννης καλεί το Άγιον Πνεύμα “άλλον Παράκλητον”, το οποίον κυριολεκτικώς σημαίνει συνήγορος ή κάποιον, ο οποίος μεσολαβεί υπέρ άλλου.
Ίσως ένα από τα πλέον καταπληκτικά χωρία σχετικώς με τα “γένη γλωσσών” είναι το Εφεσ. 5, 18-20: “αλλά πληρούσθε εν Πνεύματι, λαλούντες εαυτοίς (πρβλ. το λαλούντες εαυτοίς με το εαυτώ δε λαλείτω και τω Θεώ της Α, Κορ. 14,28) ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς, άδοντες και ψάλλοντες εν τη καρδία υμών τω Κυρίω, ευχαριστούντες πάντοτε υπέρ πάντων εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού τω Θεώ και πατρί”. Αυτό βεβαίως είναι διακρινόμενον από το “ψαλώ δε και το νοΐ”. Αυτό επίσης είναι σαφής αντανάκλασις του τί είπεν ο Παύλος δια τον εαυτόν του εις το χωρίον της Α’ Κορ. 14, 18, καθώς και μαρτυρία δια την αδιάλειπτον φύσιν του “γένη γλωσσών”.
Υπό το φως αυτών ημπορεί τις να στραφή εις την Α’ Θεσσαλ. 5,16-22: “Πάντοτε χαίρετε, αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε, τούτο γαρ θέλημα Θεού εν Χριστώ Ιησού εις υμάς. Το Πνεύμα μη σβέννυτε, προφητείας μη εξουθενείτε. πάντα δε δοκιμάζετε, το καλόν κατέχετε, από παντός είδους πονηρού απέχεσθε”. Αυτό είναι περίληψις των όσων εξητάσαμεν έως εδώ.
Ο νόμος του Πνεύματος της εν Χριστώ ζωής είναι τοιουτοτρόπως όχι εις αντίθεσιν με την κτιστήν Τορά (Πεντάτευχον), αλλά αυτός, ο οποίος κάνει δυνατή την εκπλήρωσίν της. Ημπορεί τις να δη διατί οι Πατέρες δεν σκέπτονται μέσα εις τα πλαίσια ότι η Παλαιά Διαθήκη είναι νόμος και η Καινή Διαθήκη χάρις. Δια τον Παύλον πίστις δεν είναι απλώς μία αποδοχή των δογμάτων, αλλά το χάρισμα των γλωσσών εν τη καρδία. Αι ίδιαι θέσεις τονίζονται σαφώς εις την επιστολήν του Παύλου προς Γαλάτας: “ο νόμος παιδαγωγός ημών γέγονεν εις Χριστόν ίνα εκ πίστεως δικαιωθώμεν, ελθούσης δε της πίστεως ουκέτι υπό παιδαγωγόν εσμεν”. [ 99 ] Ο Παύλος δεν κάνει εδώ μίαν ιστορικήν αντίθεσιν μεταξύ της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης εις την ορολογίαν του νόμου, ο οποίος υποθετικώς κατηργήθη δια της χάριτος με την έλευσιν του Χριστού. Ούτος ομιλεί περί της διακρίσεως μεταξύ των κατηχουμένων υπό την καθοδήγησιν του νόμου και εκείνων, οι οποίοι εβαπτίσθησαν εν πνεύματι εις την εποχήν του.
Οι Γαλάται ήσαν, ως πνευματικά τέκνα, υπό την καθοδήγησιν της Τορά, αλλά τώρα έχοντες λάβει το βάπτισμα “εν Πνεύματι” δεν είναι πλέον ιδιώται ή άπιστοι, διότι έχουν τον άκτιστον νόμον του Αγίου Πνεύματος του Χριστού εν ταις καρδίαις των. Πίστις εδώ δεν είναι απλώς πεποίθησις ή εμπιστοσύνη εις τον Χριστόν, αλλά ενδιάθετος πίστις, η οποία έρχεται ως το χάρισμα των γλωσσών: “Πάντες γαρ υιοί Θεού εστέ δια της πίστεως εν Χριστώ Ιησού, όσοι γαρ εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε… ότι δε εστε υιοί, εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του υιού αυτού εις τας καρδίας υμών, κράζον, αββά ο πατήρ, ώστε ουκέτι εί δούλος, αλλ’ υιός, ει δε υιός, και κληρονόμος Θεού δια Χριστού”. [ 100 ] Δικαίωσις δια της πίστεως, το χάρισμα των γλωσσών, βάπτισμα εν Χριστώ καταλλαγή και υιοθεσία είναι μία ταυτή πραγματικότης.
Εις τα πλαίσια, της εν Χριστώ ζωής “ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ, πάντες γαρ είς εστέ εν Χριστώ Ιησού”. [ 101 ] Εις το επίπεδον της προσευχής εν γλώσσαις και προφητείαις, όλοι είναι είς εν Χριστώ. Ούτως έχομεν το “πάς ανήρ προσευχόμενος ή προφητεύων” και “πάσα γυνή προσευχομένη ή προφητεύουσα” της Α ‘ Κορ. 11, 4-5. Εν τούτοις οι άνδρες ηδύναντο να κάνουν αυτό με τα κεφάλια τους ακάλυπτα και αι γυναίκες με τα κεφάλια τους κεκαλυμμένα, διότι “παντός ανδρός η κεφαλή ο Χριστός εστι, κεφαλή δε γυναικός ο ανήρ, κεφαλή δε Χριστού ο Θεός”.[ 102 ] Εφ’ όσον τις προφητεύει δια την οιδοκομήν των άλλων [ 103 ] και της Εκκλησίας, [ 104 ] θα ανέμενέ τις ότι αι γυναίκες προφητεύουν επίσης εις την Εκκλησίαν: “Δύνασθε γαρ καθ’ ένα πάντες προφητεύειν, ίνα πάντες μανθάνωσι και πάντες παρακαλώνται”. [ 105 ] Εν τούτοις ο Παύλος απαγορεύει εις τας γυναίκας να ομιλούν εις την Εκκλησίαν. [ 106 ] Από το άλλο μέρος, η εντολή του Παύλου ότι αι γυναίκες θα έπρεπε να προφητεύουν με κεκαλυμμένην την κεφαλήν τους φαίνεται ότι αναφέρεται σχετικώς με την ενδυμασίαν των εις τας συνάξεις της Εκκλησίας. Ότι αι γυναίκες προφητεύουν παραλλήλως με τους άνδρας είναι η πρώτιστος εκπλήρωσις της προφητείας της Παλαιάς Διαθήκης αναφερομένη υπό του Πέτρου εις την ομιλίαν του την Πεντηκοστήν. [ 107 ]
Οι προφήται, οι οποίοι αναφέρονται εις το Εφεσ. 2,20 είναι προφανώς όχι εκείνοι της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά της Εκκλησίας, ως εις την περίπτωσιν της Εφεσ. 3,5: Ο Χριστός “ετέραις γενεαίς ουκ εγνωρίσθη τοις υιοίς των ανθρώπων ως νυν απεκαλύφθη τοις αγίοις αποστόλοις αυτού και προφήταις εν Πνεύματι…”. Αυτό φαίνεται να είναι σαφής αναφορά εις το γεγονός ότι εκείνοι, οι οποίοι έχουν την δευτέραν θέσιν εις την Εκκλησίαν μετά τους Αποστόλους, [ 108 ] την έχουν, διότι ο Χριστός απεκάλυψε τον Εαυτόν Του εν δόξη εις αυτούς, ως είχε κάμει και εις τους Αποστόλους. Με άλλα λόγια, αυτοί δεν προεφήτευον μόνον, διότι είχον το χάρισμα των γλωσσών, αλλά διότι είχον επίσης δοξασθή εν Χριστώ δια του Πνεύματος. Εις την αμφισβήτησιν ότι όλα τα μέλη του Σώματος του Χριστού, δεν είναι τα ίδια, ο Παύλος συμπεραίνει λέγων, “είτε δοξάζεται έν μέλος, συγχαίρει πάντα τα μέλη. Υμείς δε εστε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους. Και ούς μεν έθετο ο Θεός εν τη εκκλησία πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους…”. [ 109 ] Υπό το φως της Εφεσ. 3,5 αυτό σημαίνει ότι οι προφήται είχον κληθή κατά τον ίδιον τρόπον, ως οι Απόστολοι. Υπ’ αυτό το πρίσμα προφανώς πρέπει να κατανοηθή το Εφεσ. 2,19 εξ. “Άρα ουν ουκέτι εστέ ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού, εποικοδομηθέντες επί τω θεμελίω των αποστόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού…”.
Ό,τι έχομεν ενώπιόν μας είναι η κλίμαξ τελειώσεως, η οποία αποκορυφούται εις την αγάπην “ήτις ου ζητεί τα εαυτής” [ 110 ]και η οποία και μόνη “ουδέποτε εκπίπτει” [ 111 ] όταν όλα τα χαρίσματα καταργούνται με την έλευσιν του τελείου, δηλαδή ο δοξασμός, ή η θέα του Θεού εις την συνάντησιν “πρόσωπον προς πρόσωπον” με τον Χριστόν εν δόξη. [ 112 ] Εν τούτοις, μετά από αυτή την συνάντησιν η αγάπη παραμένει παραλλήλως με την πίστιν και την ελπίδα και τα συνοδεύοντα χαρίσματα.
Ό,τι έχει γίνει γνωστόν ως ευχαριστιακή εκκλησιολογία είναι έν δομικόν φαινόμενον, του οποίου η πρωτότυπος συναφής έκφρασις ήτο η Παύλειος πραγματικότης του Σώματος του Χριστού. Εις το κέντρον της δομής ήτο η διάγνωσις της ασθενείας της καρδίας και η θεραπεία της με τας εννοίας των χαρισμάτων, εκ των οποίων η προσευχή του Αγίου Πνεύματος εν τη καρδία ήτο το εκ των ών ουκ άνευ και ο δοξασμός η βάσις. Όταν η τοπική κοινότης ήτο το Παύλειον Σώμα του Χριστού, η ευχαριστιακή εκκλησιολογία ήτο η ομαλή ή φυσική δομική έκφρασίς Του. Εν τούτοις με τα διάφορα στάδια της εξασθενήσεως του κέντρου τούτου του τοπικού εκκλησιάσματος, η δομή της Εκκλησίας υπέστη μίαν εξέλιξιν, η οποία ήτο το αποτέλεσμα της αποφασιστικότητος εκείνων οι οποίοι διετήρησαν την παράδοσιν της προσευχής του Αγίου Πνεύματος εν τη καρδία από γενεάς εις γενεάν, εφ’ όσον αυτή είναι το κέντρον της αποστολικής παραδόσεως και διαδοχής.
Ο κλήρος υποτίθεται ότι εκλέγεται από τους πιστούς, δηλαδή από εκείνους, οι οποίοι είναι εις το στάδιον είτε του δοξασμού είτε του φωτισμού. Η εκλογή ήτο η αναγνώρισις της αυθεντίας της πνευματικότητος, εις την οποίαν κάποιος είχε φθάσει. Η ιστορική πορεία καθ’ ήν έγινε δυνατόν ωρισμένοι πατριάρχαι και μητροπολίται να χειροτονούν επισκόπους, οι οποίοι δεν είχον φθάσει εις την πνευματικήν εμπειρίαν, εις την οποίαν οδηγούν τα δόγματα, αλλά των οποίων το μυστήριον δεν ημπορούν να εκφράσουν περιγράφεται υπό του Συμεώνος του Νέου Θεολόγου (απέθανε το 1042) ανεγνωρισμένου ως ενός των μεγίστων πατέρων. Αυτό σημαίνει ότι η ιστορική του ανάλυσις είναι έν ακέραιον τμήμα της αυτοκατανοήσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Εις μίαν εργασίαν σχετικήν με την εξομολόγησιν, άλλοτε αποδιδομένην εις τον Άγιον Ιωάννην τον Δαμασκηνόν, ο Άγιος Συμεών εξηγεί πώς “ιδιώται” στην εκκλησία, δια της προσποιήσεως ότι δήθεν έφθασαν εις τον φωτισμόν – τον οποίον δεν είχον, άρχισαν να χειροτονούνται επίσκοποι. Εξ αιτίας εκείνων των μη φωτισθέντων ενεφανίσθησαν αι αιρέσεις εις την Εκκλησίαν. Εν τούτοις, αυτό δεν σημαίνει ότι κάποιος είναι Ορθόδοξος, διότι δεν εισάγει νέα δόγματα, αλλά, διότι είναι φωτισμένος. Αδυνατούντες να εύρουν τοιούτους υποψηφίους, ή έχοντες εύρει αυτούς επροτίμων τους αναξίους. Ούτω ωρισμένοι επίσκοποι και μητροπολίται εχειροτόνουν επισκόπους, οι οποίοι δεν είχον φθάσει εις το στάδιον του φωτισμού. Εις την θέσιν του σταδίου του φωτισμού αυτοί “τούτο μόνον απαιτούντες, το εγγράφως εκθέσθαι το της πίστεως σύμβολον, και τούτο μόνον αποδεχόμενοι, το μήτε υπέρ του αγαθού ζηλωτόν είναι, μήτε δια το κακόν τινι αντιμάχεσθαι, ειρήνην ενταύθα τη Εκκλησία περιποιούμενοι, ό χείρον πάσης έχθρας εστί, και μεγάλης ακατατασίας”. [ 113 ]
Εις το πρόσωπον του Αγίου Συμεώνος ημπορεί κανείς να διακρίνη σαφώς την απ’ αιώνων αρχαίαν πάλην μεταξύ της αποστολικής παραδόσεως της διαγνώσεως και θεραπείας και εκείνων, οι οποίοι υποβιβάζουν την σωτηρίαν εις πίστιν και εμπιστοσύνην εις τα δόγματα και εις τας αξιομισθίας των καλών έργων και της ηθικής.
Οιαιδήποτε και αν ήσαν αι αιτίαι πράγματι δια την προέλευσιν του μοναχισμού, η προσευχή του Αγίου Πνεύματος εν τη καρδία έμεινε το κέντρον αυτού και η ψυχή του. Ακόμη από την αρχήν του βίου του Αγίου Αντωνίου, ο Άγιος Αθανάσιος μας πληροφορεί ότι “προσηύχετο δε συνεχώς, μαθών ότι δει κατ’ ιδίαν προσεύχεσθαι αδιαλείπτως”. [ 114 ] Ο Άγιος Ιωάννης ο Κασσιανός μας πληροφορεί ότι η αδιάλειπτος προσευχή είναι το έργον “κάθε μοναχού εις την πρόοδόν του προς διαρκή μνήμην του Θεού…”. [ 115 ]


Αυτή η παράδοσις ήτο πάρα πολύ ζωντανή εις τα Μεροβίγκεια Βασίλεια των Φράγκων. Αλλά το επισκοπείον ήτο μεταμορφωμένον εις έν διοικητικόν όργανον των Φράγκων Βασιλέων. Ούτως, αν και ο Άγιος Γρηγόριος Τουρώνης ήτο μέγας θαυμαστής του Κασσιανού, του Βασιλείου του Μεγάλου και των πνευματικών των απογόνων εις την Γαλατίαν – Γαλλίαν, δεν καταλάβαινε πράγματι τί ακριβώς έκαναν. Εις την περιγραφήν του της ζωής του Πατρόκλου του ερημίτου, ο Γρηγόριος γράφει ότι “η τροφή του ήτο ψωμί μουσκεμένο σε νερό και ραντισμένο με αλάτι. Τα μάτια του ποτέ δεν έκλεισαν δια ύπνο. Προσηύχετο αδιαλείπτως καί, όταν σταματούσε προς στιγμήν να προσεύχηται, εξώδευε τον χρόνον του διαβάζων ή γράφων”. [ 116 ]
 
Ο Γρηγόριος νομίζει ότι δια να προσεύχηται κανείς αδιαλείπτως, θα έπρεπε να μένη τρόπον τινά άγρυπνος αδιαλείπτως. Επίσης, εφ’ όσον ο Πάτροκλος ήτο γνωστός ότι εξώδευε τον χρόνον του διαβάζων και γράφων, αυτό σημαίνει δια τον Γρηγόριον ότι έπρεπε να σταματήση να προσεύχηται, δια να ασχοληθή με αυτά. Ο ισχυρισμός του ότι “τά μάτια του Πατρόκλου δεν έκλειναν ποτέ δια ύπνον” είναι εξαιρετικώς απίθανος. Μόνον, όταν ο Πάτροκλος ήτο εις το στάδιον του δοξασμού, δεν εκοιμάτο. Αλλά δεν έτρωγε ψωμί ούτε έπινε νερό και το σπουδαιότερο, κατά την διάρκειαν αυτού του σταδίου εσταματούσε να προσεύχηται (γλώσσαι παύσονται – Α’ Κορ. 13, 8). Όταν αυτός δεν ήτο εις αυτό το στάδιον της δόξης, προσηύχετο αδιαλείπτως και όταν ήτο άγρυπνος και όταν εκοιμάτο και όταν εδιάβαζε και όταν έγραφε.
Share Button