Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Εισήγηση στον Διορθόδοξο Μοναχικό Συνέδριο για τον Γέροντα Πορφύριο στην Ι.Μονή Χρυσοπηγής Χανίων Κρήτης, βλ. προηγούμενο τεύχος.
*
Κάθε φορά που σκέπτομαι τον μακάριο Γέροντα π. Πορφύριο, τον αισθάνομαι ως έναν αββά του Γεροντικού.
Όπως είναι γνωστόν, το «Γεροντικόν» είναι συλλογή λόγων των αββάδων – Γερόντων σε ανθρώπους απογοητευμένους τόσο από τον εαυτό τους όσο και από το πως εκφραζόταν και βιωνόταν η εκκλησιαστική ζωή στον κόσμο και αναζητούσαν τους αυθεντικούς εκφραστές της πνευματικής ζωής, για να μυηθούν στα μυστήρια της Βασιλείας των Ουρανών. Άνθρωποι διαφόρων κατηγοριών, αρχιερείς και αυτοκράτορες, μοναχοί και κοσμικοί, νέοι και ηλικιωμένοι, επιστήμονες και αγράμματοι, πλησίαζαν τους Γέροντες για να μυηθούν στην χριστιανική ζωή.
Διαβάζοντας κανείς το «Γεροντικόν», συναντά κυρίως δύο φράσεις.
Η πρώτη είναι: «Αββά, ειπέ ρήμα πως σωθώ». Άνθρωποι ποικίλων ηλικιών, επαγγελμάτων, και διανοητικής καταστάσεως, κατά μόνας η καθ’ ομάδες πλησίαζαν τους αββάδες και ζητούσαν να ακούσουν ένα «ρήμα», πως να σωθούν.
Το «ρήμα» είναι λόγος Θεού που δίδεται σε αγίους ανθρώπους και έχει μέσα του την ενέργειά Του, που τους δίδει μια συγκεκριμένη παραγγελία και τους αναγεννά πνευματικά. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του Ευαγγελιστού Λουκά: «εγένετο ρήμα Θεού επί Ιωάννην τον Ζαχαρίου υιόν εν τη ερήμω και ήλθεν εις πάσαν την περίχωρον του Ιορδάνου κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών» (Λουκ. γ , 2). Ακόμη, ο ίδιος ο Χριστός είπε στους μαθητάς Του: «τα ρήματα α εγώ λαλώ υμίν, πνεύμά εστι και ζωή εστιν» (Ιωαν. στ , 63). Έτσι αντιλαμβάνονταν οι Μαθητές τους λόγους του Χριστού, γι α?τό και ο Απόστολος Πέτρος είπε: «Κύριε, προς τίνα απελευσόμεθα; ρήματα ζωής αιωνίου έχεις•» (Ιω. στ , 68). Το ρήμα του Θεού είναι μια πνευματική γεύση που αισθάνεται ο άνθρωπος που αναγεννάται πνευματικά, γι’ αυτό ο Απόστολος Παύλος γράφει: «και καλόν γευσαμένους Θεού ρήμα δυνάμεις τε μέλλοντος αιώνος» (Εβρ. στ , 5).
Έτσι το «ρήμα», κατά το «Γεροντικόν», είναι μια φράση, μια λέξη, που είναι αποκάλυψη του Θεού η και απόφθεγμα που περικλείει την αγιοπνευματική πείρα του Γέροντος. Αυτό το «ρήμα» έχει δύο ιδιότητες. Η μία ότι είναι απόσταγμα μιας ολόκληρης ζωής του συγκεκριμένου Γέροντος. Ο αββάς αγωνίσθηκε σε όλη του την ζωή και κατέληξε σε μια πρόταση, που έχει μεγάλη ενέργεια, η ακόμη εκείνη την ώρα ο αββάς φωτίζεται από τον Θεό και προσφέρει τον αποκαλυπτικό λόγο σ’ αυτόν που του τον ζητά. Μερικοί αββάδες έγιναν γνωστοί με ένα «ρήμα» που έχει όμως μεγάλη ενέργεια. Η δεύτερη ιδιότητα είναι ότι αυτό το «ρήμα» προσφέρεται σε συγκεκριμένο άνθρωπο, που το έχει ανάγκη, και θα τον καθορίση σε ολόκληρη την ζωή του, αν το εφαρμόση. Και συνήθως, όπως το «ρήμα» είναι απόσταγμα μιας ολόκληρης ζωής, έτσι και η εφαρμογή αυτού του «ρήματος», δηλαδή το να περάση το «ρήμα» και να γίνη τροφή και αίμα στον άνθρωπο, απαιτεί αγώνα μιας ολόκληρης ζωής. Έτσι, πολλές φορές ο άνθρωπος χρειάζεται ένα «ρήμα» για να σωθή.
Η δεύτερη φράση που συναντά κανείς στο «Γεροντικόν» είναι: «είπε Γέρων». Οι Γέροντες που ομιλούν μπορεί να ανήκουν σε διάφορες ηλικίες, είναι νέοι και ηλικιωμένοι, αλλά πάντα είναι και λέγονται Γέροντες, αββάδες και αμμάδες. Λέγονται Γέροντες γιατί απέκτησαν την σοφία του Θεού, ύστερα από εμπειρική βιωματική κατάσταση, αλλά και ύστερα από την επικοινωνία με άλλους μοναχούς που είχαν την σοφία του Θεού. Έζησαν στην έρημο, εμπνεύσθηκαν από το «πνεύμα» της ερήμου, στην οποία όλα διδάσκουν – η σιωπή και ο λόγος, τα έμψυχα και τα άψυχα, οι άνθρωποι και τα ζώα, ο άνεμος και η ηρεμία – και στην συνέχεια ανεδείχθηκαν καθηγητές της ερήμου. Η έρημος μέσα από την οποία μιλούσαν, η κατά Θεόν σχόλη, ήταν η θεολογική τους σχολή. Χαρακτηριστικός είναι ο λόγος του αββά Ποιμένος, τον οποίο είπε έχοντας υπ’ όψη το χωρίο των Παροιμιών «α είδον οι οφθαλμοί σου, λέγε» (Παροιμ. κε’, 7): «εγώ δε λέγω υμίν, ότι εάν και ψηλαφήσητε ταις χερσίν υμών, μη μαρτυρήσητε». Οι αββάδες, για να ομιλήσουν δεν στηρίζονταν στις σωματικές αισθήσεις, και στην λογική τους, που συνήθως απατούν, αλλά στην πνευματική αίσθηση και την αποκάλυψη του Θεού.
Ο αββάς λέγεται Γέρων, γιατί όσα έλεγε δεν ήταν δική του πείρα, που την απέκτησε σε ένα μικρό χρονικό διάστημα, αλλά ήταν αποκάλυψη του Θεού, εφάμιλλη του λόγου των Προφητών: «τάδε λέγει Κύριος». Επίσης, αυτό το «ρήμα» ήταν εμπειρία που μεταδιδόταν από γενιά σε γενιά, από Πνευματικούς Πατέρας στα πνευματικά τους παιδιά. Γιατί, όπως η βιολογική ζωή, μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, μέσα από την αγάπη, έτσι συμβαίνει και με την μετάδοση της πνευματικής ζωής. Οπότε, ο συγκεκριμένος αββάς, παρά την ενδεχόμενη νεαρά ηλικία του, ήταν Γέρων, αφού δεν διέκοπτε την διαχρονική παράδοση που απέκτησε. Ο λόγος του είχε μια συνέχεια, ήταν φορτισμένος με μια διαχρονική πείρα, την οποία, δεν αντικαθιστούσε με δικούς του στοχασμούς και προσωπικές του σκέψεις.
Τα όσα έλεγαν οι αββάδες ανήκαν σε διάφορες κατηγορίες, ήτοι ανέκδοτο – διήγηση, λόγιο, παραβολή, συμβολικό υπόδειγμα, διήγηση θαυματουργίας, οράματα. Χρησιμοποιούσαν κάθε φορά μια διαφορετική μορφή επικοινωνίας με τους ανθρώπους, ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός και την πνευματική τους ωφέλεια.
Ελέχθησαν αυτά, για να καταλήξω στο ότι η επικοινωνία του Γέροντος Πορφυρίου με τον κόσμο, τον λαό του Θεού, εκινείτο μέσα στην προοπτική των αββάδων του Γεροντικού. Έζησε και ζούσε μέσα στην ατμόσφαιρα και το «πνεύμα» της ερήμου. Ακόμη και όταν διακονούσε στην Πολυκλινική Αθηνών και κυκλοφορούσε στην Πλατεία Ομόνοιας, ανέπνεε από την ατμόσφαιρα της ερήμου, ζούσε και την ήρεμη φύση της ερήμου, η οποία, κατά τον δικό του λόγο, είναι «το μυστικό Ευαγγέλιο». Υπήρξε καθηγητής της ερήμου, και έλεγε «ρήματα» σε ανθρώπους που τον πλησίαζαν για να σωθούν. Δηλαδή, οι άνθρωποι τον ρωτούσαν: «αββά Πορφύριε, ειπέ ρήμα πως σωθώ». Και εκείνος τα όσα έλεγε ήταν έκφραση του: «είπε Γέρων».
1. Η επικοινωνία μου με τον π. Πορφύριο
Δεν είχα μεγάλη επικοινωνία με τον π. Πορφύριο, όπως είχαν πολλοί άλλοι Κληρικοί και λαϊκοί. Συναντηθήκαμε μερικές φορές, και αυτό έγινε με δική του πρωτοβουλία, αφού εκείνος μου τηλεφωνούσε. Δεν είχα την ευλογία να τον επισκεφθώ στον τόπο της ασκήσεως και διαμονής του κατά τα τελευταία χρόνια του, αλλά λίγες φορές που συναντηθήκαμε και συνομιλήσαμε ήταν πολύ χαρακτηριστικές για την ζωή μου. Αυτό δείχνει και τον τρόπο της ποιμαντικής που ασκούσε. Ένας μικρός λόγος του ήταν «ρήμα» Θεού.
Την πρώτη φορά τον συνάντησα στην Ιερά Μονή της Πεντέλης, στα διαλείμματα ενός Συνεδρίου Ιεροκηρύκων στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Συζητούσε με διαφόρους θεολόγους για την σχέση μεταξύ της ψυχολογίας και της πνευματικής ζωής. Εκεί παρευρισκόταν και ένας νεαρός θεολόγος που είχε σπουδάσει ψυχολογία και ομιλούσε θετικά γι’ αυτήν. Ο Γέροντας Πορφύριος με μειλιχιότητα και ευγένεια ανέλυε ότι άλλο είναι η ανθρωπολογία της ψυχολογίας και άλλο η ανθρωπολογία της ορθοδόξου θεολογίας, καθώς επίσης άλλο είναι η ψυχολογία – ψυχανάλυση και άλλο η νευρολογία. Για την ψυχολογία είχε σοβαρούς ενδοιασμούς ως προς την ορθόδοξη θεολογία, ενώ για την νευρολογία έλεγε ότι είναι επιστήμη που μπορούμε να την αποδεχθούμε για τις ασθένειες του ανθρωπίνου σώματος. Αυτό ήταν καθοριστικό για την ζωή μου, όπως φάνηκε αργότερα στα κείμενα που έγραψα για το θέμα αυτό. Τότε δεν συνομίλησα καθόλου μαζί του, αλλά τον άκουγα να συζητά με άλλους, εντυπωσιάσθηκα από τις απόψεις του και τον τρόπο που τις εξέφραζε και αποδέχθηκα πλήρως τον λόγο του.
Την δεύτερη φορά που είχα επικοινωνία μαζί του έγινε με δική του πρωτοβουλία, όταν ο ίδιος μου τηλεφώνησε για να με ρωτήση για την Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας. Μετά την πρώτη μου επίσκεψη στην Ιερά Μονή, έγραψα τις εντυπώσεις μου για τον Γέροντα Σωφρόνιο και την Ιερά Μονή και εκείνος, όταν διάβασε το κείμενο, ενθουσιάσθηκε. Ζήτησε, λοιπόν, να του δώσω περισσότερες πληροφορίες από τον τρόπο της επικοινωνίας του Γέροντα Σωφρονίου και των Πατέρων με τους ανθρώπους, γιατί και ο ίδιος ήθελε να εφαρμόση το ίδιο στην Ιερά Μονή που σχεδίαζε να λειτουργήση. Και αυτό είναι σημαντικό, γιατί δείχνει το τι πρότυπο επικοινωνίας ήθελε να αναπτύξη με τους ανθρώπους και πως ήθελε να λειτουργήση η Ιερά Μονή του. Ο ίδιος αφηγήθηκε για την επιθυμία του αυτή:
«Όνειρό μου παλιό, όπως σας έχω πει, ήταν να φτιάξω ένα μοναστήρι. Να είναι πνευματικό εργαστήριο, όπου θ’ αγιάζονται και θα καλλιεργούνται ψυχές και θα δοξάζουν αδιαλείπτως τ’ όνομα του Θεού. Θα ήθελα να είναι το κέντρο που θα καταφεύγουν πονεμένοι και ταλαιπωρημένοι άνθρωποι και θα βρίσκουν παρηγοριά κι ενίσχυση και θεραπεία».
Την τρίτη φορά που επικοινωνήσαμε ήταν όταν πάλι ο ίδιος μου τηλεφώνησε, μετά την έκδοση του βιβλίου «Μια βραδυά στην έρημο του Αγίου Όρους», για να με ρωτήση αν είχαμε ποτέ συζητήσει για την νοερά προσευχή, γιατί μερικοί που διάβασαν το βιβλίο αυτό αισθάνθηκαν ότι αυτός είναι ο Γέροντας με τον οποίο συζήτησα. Και χαρακτηριστικά μου είπε: «Κουβεντιάσαμε ποτέ, π. Ιερόθεε, για τα θέματα αυτά; Διότι όσοι διάβασαν το βιβλίο σου, μου είπαν ότι ομοιάζουν με αυτά που τους διδάσκω». Και αυτό το περιστατικό δείχνει ότι ήταν ένας αληθινός διδάσκαλος του ησυχασμού. Όταν του είπα ότι δεν συζητήσαμε ποτέ ούτε συναντηθήκαμε, εκτός από την περίπτωση εκείνη που βρεθήκαμε στην Ιερά Μονή Πεντέλης που τον άκουγα να συνομιλή με άλλους, μου είπε ότι εκείνος με γνώριζε. Και στην συνέχεια μου απεκάλυψε ότι με συνάντησε για πρώτη φορά, πριν είκοσι χρόνια, όταν εγώ νεαρός φοιτητής επισκεπτόμουν το Άγιον Όρος και έτυχε στο καραβάκι που μας μετέφερε από την Δάφνη προς την έρημο του Αγίου Όρους, να κάθομαι δίπλα του, χωρίς να συζητήσουμε καθόλου. Μου είπε χαρακτηριστικά: «τότε είδα την ψυχή σου». Από συστολή δεν τον ρώτησα πως και τι είδε. Αργότερα, διάβασα σε βιβλίο που περιείχε τους λόγους του, ότι ο ίδιος αφηγείτο το ότι έβλεπε την ψυχή των ανθρώπων τους οποίους εξομολογούσε. «Την ώρα που εκείνος έλεγε πολλά κι όχι μόνο προσωπικά του, εγώ ‘’έβλεπα’’ τι ψυχή είναι αυτή. Απ’ όλη του τη στάση καταλάβαινα την κατάστασή του και στο τέλος του έλεγα κάτι, για να τον ωφελήσω».
Την τέταρτη φορά που επικοινωνήσαμε ήταν πάλι με δική του πρωτοβουλία, γιατί ήθελε να μου συστήση μια Γαλλίδα που ήθελε να γίνη μοναχή και μάλιστα αγαπούσε τον ησυχασμό. Μου έπλεξε το εγκώμιο της εσωτερικής της ζωής. Και πράγματι σήμερα είναι ησυχάστρια στο Όρος Σινά με μεγάλη άσκηση.
Δυστυχώς, δεν ανταποκρίθηκα σε μια άλλη πρόσκλησή του να τον επισκεφθώ στο Μήλεσι, που βρισκόταν εκείνον τον καιρό, όταν είχα προβλήματα στην Έδεσσα και ετοιμαζόμουν να αναχωρήσω από εκεί. Κάποιος γνωστός μου πήγε στον Γέροντα Πορφύριο να τον παρακαλέση να προσευχηθή για μένα ώστε να μην φύγω από την Έδεσσα. Εκείνος του είπε: «Να πης στον π. Ιερόθεο να έλθη να του πω κάτι, που δεν μπορώ να πω σε σένα να το μεταφέρης». Δυστυχώς, οι μετέπειτα μετακινήσεις μου δεν μου επέτρεψαν να τον επισκεφθώ και να μάθω αυτό το «κάτι».
Τα περιστατικά αυτά δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο επικοινωνούσε ο Γέροντας Πορφύριος με τους ανθρώπους, και ότι τελικά τις λίγες αυτές φορές ο Γέροντας μου μετάγγισε «ρήματα ζωής», χωρίς βία και εξαναγκασμό, χωρίς ανελευθερία, αλλά με απλότητα, απαλότητα και ευαισθησία.
2. Θεολογία και ποιμαντική
Μία από τις απαιτήσεις της εποχής μας είναι να συνδέεται η θεολογία με την ποιμαντική, γιατί μια θεολογία χωρίς ποιμαντική είναι σχολαστικισμός και μια ποιμαντική χωρίς θεολογία είναι ένας ηθικισμός και μια εκκοσμικευμένη αντίληψη.
Φυσικά, όταν κάνω λόγο για θεολογία, δεν εννοώ τις εγκεφαλικές γνώσεις γύρω από τον Θεό και γύρω από την ιστορία της Εκκλησίας, αλλά την γνώση του Θεού και της ακτίστου Εκκλησίας, όπως θα έλεγε και ο μακάριος Γέρων Πορφύριος. Θεολογία είναι να διακρίνη – δοκιμάζη κανείς «τα πνεύματα ει εκ του Θεού εστιν» (Α Ιω. δ, 1). Η διάκριση των κτιστών από τα άκτιστα, των ενεργειών της θείας Χάριτος από τις ενέργειες των δαιμόνων και των παθών είναι αυτό που χαρακτηρίζει την θεολογική γνώση. Χωρίς το Άγιον Πνεύμα δεν μπορεί κανείς να διακρίνη τους λογισμούς και τα πάθη, πότε ενεργούν παρά φύσιν, κατά φύσιν και υπέρ φύσιν. Όποιος τρέφεται με το γάλα είναι νήπιος πνευματικά και είναι «άπειρος λόγου δικαιοσύνης». Όσοι, όμως, είναι ώριμοι πνευματικά και τρώγουν την στερεά τροφή του Πνεύματος έχουν ασκήσει τα πνευματικά τους αισθητήρια όργανα «προς διάκρισιν καλού τε και κακού» (Εβρ. ε , 13-14). Και όταν κανείς έχει αυτό το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων, τότε ασκεί σωστή και απλανή ποιμαντική διακονία στον λαό.
Επίσης, με τον όρο ποιμαντική δεν εννοείται απλώς η διοίκηση, ούτε απλώς το κήρυγμα και οι συμβουλές, αλλά το να βλέπη κανείς την ψυχή του άλλου και να διακρίνη τις πνευματικές ασθένειες, να απαλλάσση τον άνθρωπο από την πλάνη και να τον οδηγή απλανώς στην κατά Θεόν πορεία. Οπότε, η ποιμαντική συνδέεται με την θεραπευτική αγωγή, όπως την συναντούμε στους αββάδες του Γεροντικού, στα κείμενα των Φιλοκαλικών Πατέρων, αλλά και τις ομιλίες των Πατέρων της Εκκλησίας. Επίσης, αυτό το συναντούμε στις επιστολές των Αποστόλων, που περιλαμβάνονται στην Καινή Διαθήκη. Όταν διαβάση κανείς προσεκτικά τις αποστολικές αυτές επιστολές, μπορεί να δη τι ακριβώς είναι ποιμαντική, και ότι αυτή η ορθόδοξη ποιμαντική δεν έχει καμμιά σχέση με την ποιμαντική που ασκούν μερικοί Κληρικοί στην εποχή μας.
Μια τέτοια ποιμαντική εξασκούσε ο Χριστός, όπως φαίνεται σε πολλά παραδείγματα που είναι καταγεγραμμένα στα Ευαγγέλια. Ένα από αυτά είναι η πορεία των δύο μαθητών προς Εμμαούς.
Οι δύο μαθητές, Λουκάς και Κλεόπας, πορεύονταν προς Εμμαούς και συζητούσαν σκυθρωποί για όσα είχαν γίνει στα Ιεροσόλυμα. Ο Χριστός τους πλησίασε και συμπορευόταν μαζί τους, αλλά ταυτόχρονα τους σεβόταν, γιατί οι οφθαλμοί τους κρατούνταν κλειστοί για να μη Τον αναγνωρίσουν. Τότε τους ρώτησε για το ποιά ήταν η αιτία της στενοχωρίας τους, που τους δημιουργούσε σκυθρωπότητα και στην συνέχεια, όταν οι μαθητές του ανέφεραν τα γεγονότα της σταυρώσεως του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, εκείνος άρχισε να τους υπενθυμίζει τους λόγους των Προφητών ότι όλα αυτά έπρεπε να συμβούν. Η καρδιά των μαθητών, κατά την διάρκεια της συνομιλίας, ήταν «καιομένη», γιατί η θεία ενέργεια την είχε αγγίξει. Πλησίον της κώμης ο Χριστός προφασίσθηκε ότι ήθελε να πάη μακρύτερα.
Εκείνοι τον πίεσαν να μείνη στο σπίτι τους. Κατά την διάρκεια της ευλογήσεως και κλάσεως του άρτου και της διανομής του, άνοιξαν τα μάτια τους «και επέγνωσαν αυτόν». Αλλά και τότε που τον γνώρισαν «αυτός άφαντος εγένετο απ’ αυτών» (Λουκ. κδ , 13—32).
Στο περιστατικό αυτό φαίνεται ότι ο Χριστός πλησιάζει τον άνθρωπο με πολύ ευαισθησία, τρυφερότητα, τον ερωτά διακριτικά για το πρόβλημά του, στην συνέχεια του αποστέλλει ανεπαίσθητα και μυστικά την Χάρη Του που του θερμαίνει την καρδιά. Τότε ο καιόμενος από την θεία Χάρη άνθρωπος προσφέρει την ελευθερία του στον Χριστό, τον τρυφερό αυτόν επισκέπτη, τον δέχεται στον οίκο του, έστω κι αν εκείνος με ευγένεια προσποιείται ότι θέλει να μη τον ενοχλήση. Και όταν η καρδιά θερμαίνεται – καίγεται και στην συνέχεια φωτίζεται, τότε αναγνωρίζει τον Χριστό και μάλιστα κατά την κλάση του άρτου, το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Οπότε Αυτός διακριτικά φεύγει και αφήνει έντονη την παρουσία Του, προκαλώντας ακόρεστη δίψα. Έτσι, αυτή η εν σώματι απουσία του Χριστού, είναι εν Χάριτι παρουσία Του και ακένωτη τροφή για τον άνθρωπο.
Αυτό το περιστατικό έζησαν πολλοί από την επικοινωνία τους με τον Γέροντα Πορφύριο. Καθώς ήταν απελπισμένοι και περίλυποι, τους πλησίαζε με διαφόρους τρόπους, διακριτικά, τρυφερά, τους άγγιζε με την αγάπη του, τους θέρμαινε την καρδιά, τους φώτιζε τον νου, τους θεράπευε την αρρώστια τους, τους οδηγούσε στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και στην άκτιστη Εκκλησία και εκείνος τους άφηνε διακριτικά, με ακόρεστη δίψα για τον Θεό.
Το πλησίασμα αυτό γινόταν με τον λόγο και την σιωπή, με την διδαχή και την προσευχή, με το ψάλσιμο και τους αλαλήτους στεναγμούς, με τα τηλέφωνα και τις επισκέψεις, με τις θεραπείες και τα θαύματα κλπ. Όταν διαβάση κανείς το βίβλιο «Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, βίος και λόγοι», καθώς και άλλα βιβλία στα οποία είναι κατατεθειμένες οι αναμνήσεις των ευεργετηθέντων από τον Γέροντα, τότε διακρίνει τον σύνδεσμο μεταξύ της θεολογίας και της ποιμαντικής στην ύπαρξη του ευλογημένου αυτού Γέροντος, εφάμιλλου με τους Γέροντες των πρώτων αιώνων. Πολλοί αισθάνθηκαν τον Γέροντα πλησίον τους, στην προσωπική τους πορεία προς Εμμαούς, με όλα τα χαρακτηριστικά σημεία που περιγράφονται στο περιστατικό αυτό που αναφέραμε.