…Ουσιαστικά όταν μιλούσες μαζί της ένοιωθες ότι γινόταν εσύ, ήταν σαν να μιλούσες στον εαυτό σου, δεν απευθυνόσουν σε μοναχή, γι’ αυτό και δεν έλεγε τίποτε, δεν σε διόρθωνε, με αποτέλεσμα να νοιώθεις πολύ άνετα μαζί της, όπως νοιώθεις με τον εαυτό σου…
…Η γερόντισσα δεν ήταν χαμογελαστή αλλά χαμογελούσαν τα μάτια της. Ο λόγος της ήταν πάντα όμορφος, είχε μέσα μία χάρη. Ένοιωθες αυτό που είπαν οι μαθητές στην Μεταμόρφωση «καλόν εστίν ημάς ώδε είναι». Δεν θέλαμε να φύγουμε από κοντά της. Όταν ησύχαζε, καθόταν πολλές φορές στον ήλιο, στον εξώστη, και έβλεπες ότι προσευχόταν. Φαινόταν αυτό έντονα στο πρόσωπό της, η αίσθηση ότι είναι ένας άνθρωπος που έχει «φύγει» με την προσευχή.
…Οι άνθρωποι είμαστε τραγικά πρόσωπα. Σκοντάφτουμε, ψάχνουμε, θέλουμε, πονάμε, πέφτουμε και μαζί μας οι αόρατοι άγγελοι με «αρχιαγγέλισσα» την γερόντισσα Γαβριηλία μας ξεσκονίζουν, μας δροσίζουν και μας χαμογελούν. Σηκωθείτε, λένε. Και αν πέσατε, δεν πειράζει, σηκωθείτε πάλι και πάλι. Στο τέρμα περιμένει η Χαρά του κόσμου. Πάμε, ερχόμαστε, ο Χριστός μένει. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)