– Μ. Μ.: Γερόντισσα, πότε ήλθε στο μοναστήρι ή αδελφή Σεραφείμα Μπονλγκάκοβα;
-μ. Μ.: Το 1924. Θυμάμαι, είχε μεγάλη αδυναμία. Από τον υποσιτισμό είχε φουσκάλες σ’ όλο τον σώμα. Έβαζε λαδάκι από τον καντήλι των λειψάνων του αγίου Σεραφείμ. Μολαταύτα συνεχιζόταν τον πρόβλημά της. Πήγε στη Μαρία Ίβάνοβνα και τη ρώτησε τί να κάνει. Της είπε: «Το λαδάκι να μη τον βάζεις όπως- όπως, αλλά να κάνεις σταυρό και γύρω από τον σταυρό ένα κύκλο». Άρχισε να βάζει έτσι τον λάδι κι έφυγαν όλες οι φουσκάλες και οι πληγές!
–
– Μ. Μ.: Μιλήστε μας, Γερόντισσα Μαργαρίτα, για την εποχή των μεγάλων διωγμών τότε που βασανίζονταν οι άνθρωποι για την πίστη τους, τότε που λεηλατούσαν μοναστήρια και ναούς.
-μ. Μ.: Χμ! Αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο. Όταν έκλεισαν τον μοναστήρι, πολλές εικόνες τις έβαλαν στο ναΐσκο τής Γεννήσεως τής Θεοτόκου, για να τις πάρουν αργότερα. Ό Εσταυρωμένος τής άγιας τραπέζης ήταν μεγάλος και δεν χωρούσε να περάσει από την πόρτα του ναΐσκου. Αποφάσισαν να… κόψουν με τον πριόνι τον χέρι του Εσταυρωμένου -με τον αντίστοιχο τμήμα του σταυρού-για την μεταφορά! Στην άγια τράπεζα του άλλου ναού, του άγιου Αλεξάνδρου Νέφσκι, ήδη λειτουργούσε λέσχη εργατών! Κάποιοι καθεστωτικοί, πήγαν Μεγάλη Πέμπτη να πάρουν τον σταυρό. Καθώς έκοβαν τον χέρι του Κυρίου με τον πριόνι, άρχισαν να στάζουν ρανίδες αίματος!!! Πάγωσαν. Το θαύμα διαδόθηκε αστραπιαία. Το πρωί και τον βράδυ τής Μεγ. Παρασκευής, πλήθη κόσμου έτρεξαν στο ναό, για να δουν τον θαύμα.
Το χειμώνα του 1937, ήσαν πολλές μοναχές στη φυλακή Αρζαμάς, κοντά στο Ντιβέγεβο. Μετά τον κλείσιμο τής Μονής -σύμφωνα με πληροφορίες του διευθυντού των φυλακών Άρζαμάς, του κ. Άντρέγιεφ- εκεί ζούσαν 2.000 μοναχές, από δύο κυρίως μοναστήρια τής περιοχής, του άγιου Νικολάου και του άγιου Αλεξίου μαζί και ή ηγουμένη του καθενός. Υπήρχαν επίσης αρκετές μοναχές από τον Ντιβέγεβο, αλλά και από άλλα μοναστήρια. Αυτές πού έβγαλαν τον ράσο και παντρεύτηκαν, ήσαν ελάχιστες. Ή συντριπτική πλειονότητα οδηγήθηκε στη φυλακή. Ανάμεσα τους ή Σεραφείμα Μπουλγκάκοβα. Μια νύχτα, κάποια αδελφή ξύπνησε και είπε στις άλλες ότι είδε τον άγιο Σεραφείμ να περπατά στην αυλή τής φυλακής μαζί με δύο μοναχές και να λέει: «Να, εγώ οδηγώ στη φυλακή τις αγαπημένες μου αδελφές»! Αμέσως έτρεξαν στο παράθυρο πού έβλεπε στην αυλή. Είδαν να περπατούν δύο νεοφερμένες μοναχές, ή Μαριάμ και ή Πελαγία. Την ίδια εποχή, ή Βέρα Τσιτσαγκόβα έλεγε ότι κι αυτή έβλεπε στον ύπνο της ανάλογα. Συγκεκριμένα, τις μοναχές του Ντιβέγεβο να κάθονται σ’ ένα μεγάλο τραπέζι. Δίπλα τους να στέκεται ή Παναγία και να δείχνει ποιές από’ αυτές θα μπουν στη φυλακή!
Αιωνία ή μνήμη τής Μαρίας Ίβάνοβνα. Είχε προείπει όλες τις δυσκολίες, τις θλίψεις και τις ταλαιπωρίες…
Αργότερα αποφυλακίστηκε ή αδελφή Σεραφείμα. Ένα βράδυ, είδε στον ύπνο της ότι βρισκόταν στο ναό του Ντιβέγεβο κι έψελνε. Απότομα σταμάτησε. Είδε τούς ιερείς, κάτι να συζητούν μεταξύ τους. Βγήκε στην πύλη του ναού και είδε να μπαίνουν δύο αρχιερείς. Τον ένα τον γνώριζε. Ήταν ό Πέτρος. Πέφτει στα πόδια του. Εκείνος τη σήκωσε, κράτησε τον κεφάλι και τής είπε: «Ναι, δούλη του Θεού, φυλακισμένη είσαι»! «Όχι, δέσποτα, δεν είμαι φυλακισμένη απελευθερώθηκα» του απάντησε. «Όχι, πρέπει να πάς κι άλλο», συμπλήρωσε. «Δεν θέλω ήμουν αρκετά στη φυλακή» είπε ή Σεραφείμα με παράπονο. «Κι όμως, αυτό χρειάζεται να γίνει» επέμεινε ό επίσκοπος. Βγήκε έξω από τον ναό. Είδε την ηγουμένη. Φίλησε τον χέρι της, λέγοντας: «Γερόντισσα, ό δεσπότης μου είπε ότι πρέπει να ξαναμπώ στη φυλακή». Σ’ αυτό το σημείο ξύπνησε. Τής φάνηκε πώς ήταν στην πραγματικότητα. Τότε ήταν ή περίοδος 1936-38. Πολλές από τις μοναχές πού είχαν απολύσει από τις φυλακές, ζητούσαν αφορμή για να τις φυλακίσουν πάλι!
Ό διευθυντής των σιδηροδρόμων του Καζάν, είχε πάρει μυστική εντολή να αφήσει να συγκρουστούν δύο στρατιωτικά τραίνα, πού μετέφεραν πολεμικό υλικό. Δεν ήξερε τί να κάνει. Βρισκόταν σε απόγνωση. Είτε επέτρεπε τη δολιοφθορά, είτε όχι, θα τον τιμωρούσαν… Τελικά, έγινε ή σύγκρουση. Διέδωσαν στις εφημερίδες ότι υπεύθυνοι ήσαν μοναχοί, μοναχές, τσιγγάνοι και διάφοροι άλλοι άστεγοι! Βγήκε αμέσως απόφαση να συλληφθούν όλοι και να οδηγηθούν στη φυλακή. Νομίζω, εκτελέστηκε ό διευθυντής των σιδηροδρόμων. Μάλιστα…
Ξέραμε ότι ό κάθε αστυνομικός πού έπιανε μια μοναχή ή κρυπτομοναχή ή κάποιον άλλο άνθρωπο τής Εκκλησίας, πληρωνόταν πέντε ρούβλια το… κεφάλι! Την περίοδο εκείνη ή αδελφή Σεραφείμα εργαζόταν στους σιδηροδρόμους, γι’ αυτό γνώριζε αυτές τις λεπτομέρειες. Μόλις βγήκε ή διαταγή τής συλλήψεως, πήγε στην πόλη Μούρομ. Δεν γινόταν να μείνει άλλο στην εργασία της. Πήγε κρυφά στον σπίτι όπου έμενε ή ηγουμένη. Ήταν βασανιστικό να περιμένεις να σε βρουν, να σε συλλάβουν. Προσευχόταν θερμά, λέγοντας: «Κύριε, κάνε να με πιάσουν σύντομα, για να μη βασανίζομαι περιμένοντας». Ό άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ, έλεγε ότι «στις μοναχές δεν περνούν απαρατήρητα τέτοια λόγια». Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, χτύπησαν την πόρτα. Μια φωνή άγρια ρώτησε: «Ποιόν έχετε φιλοξενούμενο»; Μάλλον την είχαν παρακολουθήσει. Είχε παρατηρήσει ότι από το σταθμό, ακολουθούσε κάποιος περίεργος τύπος.
Άνοιξαν την πόρτα ή ηγουμένη και ή οικοδέσποινα πού ήταν πνευματική της κόρη, ψυχίατρος (αργότερα κι αυτή έγινε μοναχή). Συνέλαβαν την Σεραφείμα και την αδελφή Ραφαηλία πού βρισκόταν επίσης εκεί. Ό επικεφαλής διέταξε να μαζέψουν τα πράγματά τους και να τούς ακολουθούσουν. Τούς απάντησαν θαρρετά: «Δεν ερχόμαστε τώρα, μέσα στη νύχτα, με τρεις άντρες. Αν θέλετε, ελάτε το πρωί. Θα σάς περιμένουμε!». Ανεξήγητα, συμφώνησαν! Κράτησαν το διαβατήριο και την ταυτότητα και είπαν στην οικοδέσποινα να τις πάει στον αστυνομικός τμήμα, το πρωί. Έτσι, είχαν τη δυνατότητα να συνομιλήσουν αρκετά με τη Γερόντισσα και να την αποχαιρετήσουν. Τούς είπε επίσκοπος λέξει: «Θα σάς καταδικάσουν πέντε χρόνια καταναγκαστικά έργα σε στρατόπεδο. Εσύ, Σεραφείμα, θα δουλεύεις εκεί σαν λογίστρια. Να προσεύχεσαι στην Παναγία, να συγχωρηθούν οι αμαρτίες σου. Όταν σε συγχωρήσει, τότε θ’ απελευθερωθείς!». Το πρωί τις φόρτωσαν όλες, όπως- όπως σ’ ένα μεγάλο φορτηγό. Μαζί με τις μοναχές, τσιγγάνοι, μικροκλέφτες και κάποιοι άλλοι. Ήταν όρθιοι, κολλημένοι σαν σαρδέλες.
Τούς οδήγησαν σε γραφείο, όπου τους περίμενε ή περιβόητη τρόικα- δηλαδή τρία άτομα πού «δίκαζαν» και καταδίκαζαν. Σε τρεις ώρες, δίκασαν τριακόσια άτομα! Κανείς δεν ερευνούσε ουσιαστικά. Μερικές φορές, ούτε πού κοίταζαν τον υποψήφιο κατάδικο… Την Σεραφείμα καταδίκασαν -ως κοινωνικά βλαβερό στοιχείο- πέντε χρόνια σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως!.. Ή πρώτη εξορία πού είχε, ήταν με την παράγραφο 58: άντιεπαναστατική οργάνωση, επειδή υπηρετούσε στον ναό! Μόλις, λοιπόν, την καταδίκασαν, πήγε σε στρατόπεδο γενικού τύπου, με τούς εγκληματίες και τούς άλλους κακοποιούς στον νότο. Δούλευε -όπως τής είχε πει ή Γερόντισσα- στον λογιστήριο. Στη συνέχεια την έστειλαν σε στρατόπεδο στην Άπω Ανατολή! Ή πορεία ήταν φοβερή.
Τούς έβαλαν να φτιάξουν το λιμάνι Ναχότκα. Τούς οδήγησαν σε μια γυμνή ακτή. Έπρεπε πρώτα να χτίσουν τα μπλοκ, στα όποια θα έμεναν. Ή Σεραφείμα βρέθηκε στον στρατόπεδο με τούς άνδρες. Έγραψε αμέσως γράμμα στην ηγουμένη: «Γερόντισσα, προσευχηθείτε για μένα- βρίσκομαι στον στρατόπεδο των ανδρών…». Ό Κύριος τής έδωσε δύναμη και νεκρώθηκαν όλες οι αισθήσεις και τα αισθήματα, παρόλο πού ήταν 35 μόλις ετών. Δούλευε και δεν έδινε σημασία σε κανένα. Κι εκεί ήταν λογίστρια. Αργότερα την έστειλαν στον φαρμακείο. Το διηύθυνε ή σύζυγος του διευθυντή του στρατοπέδου και ζητούσε βοηθό πού να μη κλέβει! Την είχε πάρει με καλό μάτι. Δούλευε στον φαρμακείο αποφυλακίστηκε’ τις 9 το πρωί ως τις 5 το απόγευμα και στη συνέχεια πήγαινε στον σπίτι τής κυρίας της και εργαζόταν μέχρι τις 10 το βράδυ.
Το ζευγάρι είχε δύο παιδιά και ή μοναχή τούς βοηθούσε. Αργά το βράδυ, πήγαινε στον στρατόπεδο για ύπνο. Ήταν μόνο τριάντα γυναίκες στον μπλοκ και μερικές χιλιάδες ανδρών. Δεν έδινε δικαιώματα σε κανένα και δεν φοβόταν. Μια μέρα ρώτησε έναν εγκληματία ανάλογα πρέπει να φοβάται κι αυτός τής απάντησε: «Όχι. Μέσα στον μπλοκ να μη φοβάσαι τίποτα. Έξω, στον κόσμο να μάς φοβάσαι». Φοβόταν μόνο τα σκυλιά πού άφηναν ελεύθερα τη νύχτα στον στρατόπεδο. Στη συνέχεια την έβαλαν και πάλι στον λογιστήριο- παράλληλα είχε την ευθύνη για το μαγειρείο του νοσοκομείου. Εκεί ανακάλυψε λαθροχειρίες από το μάγειρα. Τον πρόδωσε κάποιος κι ό μάγειρας πήγε σε άλλη φυλακή τέσσερα χρόνια. Όταν αποφυλακίστηκε, σκότωσε αυτόν πού τον πρόδωσε και ξαναφυλακίστηκε, για δέκα χρόνια, αυτή τη φορά!
Στη συνέχεια, την έστειλαν στον Βλαδιβοστόκ. Καθόταν στον κατάστρωμα του φέρυ μπόουτ. Είχε φουρτούνα. Έβρεχε κιόλας. Τούς είχαν δώσει ένα ύφασμα, για να προστατεύονται στοιχειωδώς. Σ’ όλο το ταξίδι διάβαζε το ψαλτήρι. Έπλεαν ανάμεσα σε νάρκες και τορπίλες. Το καράβι κινδύνευε κάθε στιγμή ν’ ανατιναχθεί. Πέρασαν δίπλα από ένα νησάκι, όπου είχαν αποβιβάσει μοναχές, για να μη τις πειράζουν οι άλλοι κρατούμενοι. Μπροστά στα μάτια τους, τα κύματα ξέβρασαν στην ακτή μια τορπίλη, πού ανατινάχθηκε. Μολονότι οι μοναχές βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από την έκρηξη, καμιά δεν έπαθε το παραμικρό.
Με τα πολλά έφθασαν στον Βλαδιβοστόκ. Αυτή ήταν ή χειρότερη περίοδος τής ζωής της. Ήταν φυλακισμένη μαζί με τούς εγκληματίες. Οι συνθήκες άθλιες. Είχαν ελάχιστο νερό. Κάθε άτομο δικαιούχο ένα μόνο ποτήρι ημερησίως! Αυτό και για να πιουν και για να πλυθούν! Στον διάδρομο υπήρχε ένα μεγάλο βαρέλι, όπου έβαζαν όλες τις ακαθαρσίες. Τη νύχτα, το χρησιμοποιούσαν οι άνδρες για τουαλέτα. Από κει, κάποιες φορές έπαιρναν νερό κι έπλεναν το πάτωμα… Καταλαβαίνετε, ή δυσοσμία ήταν αφόρητη. Το μπλοκ είχε το γυναικείο και το ανδρικό τμήμα. Τα χώριζε ένας λεπτός τοίχος από ξύλο. Μερικοί άνδρες είχαν μαχαίρια. Όλοι γύρω της είχαν πέσει χαμηλά… Ή μοναχή αγωνιζόταν να φυλάξει την καθαρότητα τής ψυχής της. Ή διπλανή της, τής είπε για έναν από τούς κακούργους, ότι είχε σκοτώσει ένα μωρό και είχε πιει το αίμα του… Αυτοί ήσαν οι συγκροτούμενοι της! Όλη την ώρα, κάθε νύχτα ξυπνούσαν από κραυγές. Κάποιον χτυπούσαν, κάποιον βασάνιζαν, κάποιον σκότωναν… Πώς άντεξαν τα νεύρα της; Σε χωριστό μπλοκ έμεναν οι κατάδικοι πού έπασχαν από φοβερά αφροδίσια νοσήματα.
Ένα βράδυ, έφτασε πολυάριθμη ομάδα καινούργιων καταδίκων κι επειδή δεν υπήρχαν κενά κρεβάτια, ό διευθυντής διέταξε να τούς βάλουν στον χώρο των ασθενών και τούς ασθενείς να τούς φέρουν στον μπλοκ τής Σεραφείμας! Οι άρρωστοι δεν ήθελαν να φύγουν από το μπλοκ τους, αφού στον άλλο οι θέσεις ήσαν πιασμένες. Τούς είπαν να μπουν και να τούς βγάλουν από τα κρεβάτια τους! Έτσι, μετά τα μεσάνυχτα ακούστηκαν άγριες φωνές ουρλιαχτά, κραυγές. Μπήκε αλαλάζοντας στον μπλοκ, όλο το λεφούσι των ασθενών. Οι πληγές τους έτρεχαν αδιάκοπα αίμα και πύον. Αγριεμένα τα πρόσωπα -πολλά αποφυλακίστηκε’ αυτά παραμορφωμένα- σκαμμένα από την αρρώστια και την ταλαιπωρία. Άρχισαν να τραβούν τούς άλλους από τα κρεβάτια και να μπαίνουν ανάμεσα τους. Έτσι, αναγκάστηκαν να «συμβιώσουν». Έπιναν από τα ίδια κύπελλα. Πήγαιναν στον ίδιο «αποχωρητήριο». Παρόλα ταύτα, ό Θεός τη φύλαξε -προσευχόταν συνεχώς- και δεν έπαθε τίποτα σοβαρό. Τούς πήγανε κάποτε και στα δημόσια λουτρά, όλους μαζί. Οι τελευταίοι δεν πρόλαβαν να πλυθούν, γιατί τελείωσε το λιγοστό νερό! Μ’ αυτές τις γυναίκες-εγκληματίες, ή Σεραφείμα απέκτησε καλές σχέσεις.
Μάλιστα σταμάτησαν να βρίζουν όταν ήταν εκείνη μπροστά! Ήταν, ή καημένη, πολύ αδύνατη. Την είχαν σε γενικές εργασίες, σ’ ένα κολχόζ. Δεν προλάβαινε να κάνει τη νόρμα της, τής ημέρας. Κάποτε πού ήταν ή επέτειος θανάτου τής μητέρας της, έλεγε: «μανούλα μου, ανάλογα έχεις παρρησία στον Θεό, προσευχήσου για μένα, γιατί δεν αντέχω άλλο θα πεθάνω έδώ». Σε λίγο έγινε το θαύμα. Άλλαξε ή δουλειά της. Δούλευε πιο ελαφρά. Εκείνη την εποχή αρρώστησε. Έπεφταν τα δόντια της. Συνέπεσε ή επέτειος θανάτου του πατέρα της. Τον παρακάλεσε κι εκείνον να πρεσβεύει. Την ίδια μέρα -ω του θαύματος- άλλαξαν το αντικείμενο τής εργασίας της. Την τοποθέτησαν στη φάρμα, να καταγράφει πόσο γάλα έδιναν οι αγελάδες του κολχόζ.
Ένα μήνα πού εργαζόταν εκεί, έπινε γάλα και συνήλθε. Στον στρατόπεδο, τα δύο τελευταία χρόνια δεν πήρε γράμμα από την οικογένεια της. Το τελευταίο ήταν από την αδελφή της, πριν τον πόλεμο. Δεν ήξερε ανάλογα και ποιοι ζουν. Όταν ήλθε ή γιορτή του άγιου Σεραφείμ του Σάρωφ, μπήκε στην αποθήκη λαχανικών για να προσευχηθεί με την ησυχία της! «Πάτερ Σεραφείμ», του έλεγε, «εσύ δεν με ξέχασες. Έτσι δεν είναι; Δεν έχω, έδώ και δύο χρόνια γράμμα από το σπίτι μου. Κάνε κάτι να επικοινωνήσω με τούς δικούς μου». Γύρισε στον μπλοκ και τής έδωσαν γράμμα πού… μόλις είχε φτάσει, από την αδελφή της! Όλοι το στρατόπεδο έτρεξε να δει το γράμμα, γιατί επίσκοπος δύο χρόνια κανείς δεν είχε λάβει κι αυτό ήταν το πρώτο!
Επιτέλους, έφτασε και ή ώρα τής απελευθερώσεως της. Θυμήθηκε τα λόγια τής ηγουμένης: «Να προσεύχεσαι στην Παναγία, να συγχωρήσει τις αμαρτίες σου. Κι όταν σου τις συγχωρήσει, τότε θ’ απελευθερωθείς». Την αποφυλάκισαν! Για να φτάσει στον σπίτι, χρειάστηκαν δυόμιση χρόνια… Για ένα διάστημα τούς έβαλαν σε σπίτια, στον Βλαδιβοστόκ, μαζί με τούς άλλους απελευθερωμένους εγκληματίες. Δεν είχε δικό της δωμάτιο. Ήσαν μαζί τέσσερις γυναίκες. Κάθε βράδυ έρχονταν άνδρες και γλεντούσαν. Αυτή πήγαινε στην κουζίνα και προσευχόταν. Όταν κουραζόταν εκεί, πήγαινε στον δωμάτιο, όπου γινόταν μεγάλη φασαρία. Έβαζε την κουβέρτα στον κεφάλι και λέγοντας «Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, έλέησόν με την αμαρτωλή», προσπαθούσε να κοιμηθεί.
Ας πάμε όμως και άλλου. Στη Μονή Δανιήλ έγκαταβίωναν οι επίσκοποι Θεόδωρος και Γουρίας. Τούς φυλάκισαν κι εκείνους -για τέσσερα χρόνια- στη φυλακή Ταγκάνσκαγια τής Μόσχας. Ό διευθυντής ήταν κουνιάδος του Τζερζίνσκι, πού ήταν μέλος τής κυβερνήσεως των μπολσεβίκων. Ήταν καλός άνθρωπος ό διευθυντής. Όταν πήρε εντολή να ετοιμάσει κελί για τον πατριάρχη Τύχωνα, με μεγάλο κίνδυνο τής ζωής του πήγε νύχτα στον άγιώτατο. Ζήτησε την ευχή του και στη συνέχεια του εξιστόρησε τα καθέκαστα.
Ό πατριάρχης τον άκουσε ήρεμα και του είπε: «’Αφού έχετε τέτοια εντολή, να ετοιμάσετε το κελί». Τελικά, τότε περιόρισαν τον πατριάρχη στη Μονή Ντονσκόι. Όμως στον κελί αυτό, έβαλαν δώδεκα αρχιερείς μαζί! Λειτουργούσαν εκεί και μη έχοντας διάκονο, με τη σειρά εκτελούσαν τα χρέη του. Μερικοί δεσμοφύλακες ήσαν καλοί. Έδιναν στους ιεράρχες τα πρόσφορα πού έστελναν ευσεβείς γυναίκες. Εκείνη την περίοδο, στη φυλακή Ταγκάνσκαγια κρατείτο ό επίσκοπος Πέτρος Ζβέρεφ, ό όποιος συχνά έλεγε στα πνευματικά παιδιά του: «Αν μπορούσα να σάς δείξω την καρδιά μου, θα βλέπατε ότι το μαρτύριο την καθαρίζει»! Δύσκολα χρόνια. Όμορφα χρόνια! Χρόνια πνευματικής ανατάσεως…
Την εποχή του Χρούτσεφ, ξανάρχισαν οι διωγμοί. Ήταν άκρως επικίνδυνο να συγκεντρωνόμαστε για να προσευχηθούμε. Ό Κύριος και πάλι δεν μάς άφησε. Εκείνο τον καιρό ζούσε ή τελευταία διά Χριστόν σαλή του Ντιβέγεβο, ή οσία Άννα Μπόκοβα. Πολύ μάς στήριξε. Οι μεγαλύτερες αδελφές κοιμήθηκαν και ήλθαν νέες. Ούτε για μια μέρα δεν σταμάτησε ή προσευχή στον Ντιβέγεβο. Είδα ότι πραγματοποιήθηκαν όλες οι προφητείες του άγιου Σεραφείμ, για το μοναστήρι.
Το 1989 βγήκε ή άδεια για τα εγκαίνια του ναού. Ό άγιος πριν εκατόν εξήντα περίπου χρόνια, είχε πει: «Θα ‘ρθει ό καιρός και χωρίς καμία δυσκολία, θα σάς πουν ότι ανοίγει το μοναστήρι. Και τότε, μην αρνηθείτε!». Τέλος του 1989, ό πρόεδρος του σοβιέτ του Ντιβέγεβο συνάντησε στον δρόμο μια από τις πιστές γυναίκες πού ζούσαν τη μοναστική ζωή και τής είπε: «Σεις πού ζείτε σαν μία κοινότητα, να ετοιμασθείτε να πάρετε πίσω το ναό τής Μονής». Στις 30 Απριλίου 1989 εγκαινιάστηκε ό ναός τής άγιας Τριάδος από τον αρχιεπίσκοπο Νίζνι Νόβγκοροντ και Άρζαμάς Νικόλαο.
Ό Θεός χαιρέτησε και πάλι την ταλαίπωρη Ρωσία, πού απομακρύνθηκε για ένα μεγάλο διάστημα από την πίστη των πατέρων και πρόδωσε την Ορθοδοξία. Έγινε το ουράνιο δικαστήριο και θανατώθηκαν όχι πλέον 14.000 αθώα βρέφη -όπως επίσκοπος Ήρώδου- αλλά ογδόντα εκατομμύρια τέκνα τής πατρίδας αυτής!.. Και αυτοί πού έμειναν ζωντανοί, φορώντας χειροπέδες σήκωσαν το βαρύ σταυρό του μαρτυρίου…
– Μ. Μ.: Γερόντισσα Μαργαρίτα, πώς αισθάνεστε σήμερα ύστερα αποφυλακίστηκε όσα έχετε , ζήσει και αντιμετωπίσει- πού μπορείτε ελεύθερα να λατρεύετε τον Θεό;
– μ. Μ.: Συγκινούμαι πολύ πού βλέπω την Εκκλησία μας ελεύθερη, απαλλαγμένη από περιπέτειες. Όπως ό Ιωνάς μετά τις τρεις ή μέρες και τις τρεις νύχτες στην κοιλιά του κήτους. Δοξάζω κι ευχαριστώ τον Θεό πού πέρασε ή δυστυχία τής Ρωσίας μας. Τον ευχαριστώ επίσης πού δέχθηκε -σαν θυσία- το τίμιο αίμα των μαρτύρων μας. Σημασία, βεβαίως, έχει εμείς τί κάνουμε- εννοώ πνευματικά. Πρέπει ό καθένας μας να προσπαθεί συνεχώς. Οφείλουμε κι εμείς -σε κάθε επίπεδο- να δίνουμε τη μαρτυρία μας, κηρύσσοντας «Ίησούν Χριστόν και τούτον εσταυρωμένον»! Έτσι θα νιώθουμε συνεχώς πνευματική χαρά. Τη χαρά πού αισθανόταν ό άγιος Σεραφείμ, την όποια ασφαλώς απέκτησε με πολύ κόπο. Προσευχόταν πάνω στον στύλο, χίλιες μέρες και νύχτες! Ό άγιος είχε πει ότι κάποτε θα ψάλει το Πάσχα σε περίοδο καλοκαιριού, εννοώντας ότι θα βρίσκονταν τότε τα λείψανα του. Οι εχθροί τής πίστεως ήθελαν να εμφανίζουν -όλ’ αυτά τα χρόνια- την Εκκλησία ως ανύπαρκτη. Προσπαθούσαν μάλιστα να υποβαθμίζουν την πόλη Σάρωφ, στις διάφορες αναφορές. Την αποσιωπούσαν. Ό ιερός αυτός τόπος, έγινε κέντρο παραγωγής ατομικών όπλων! Το μοναστήρι μας, παλαιότερα διέθετε έξηνταέξι κτίρια. Τα τελευταία χρόνια απέμεινε μόνο ένα!.. Το καθολικό κτίσθηκε με δαπάνη του Μοσχοβίτη Θεοδώρου Βασίλιεβιτς Ντολγκίντσεφ. Το είχε τάξει. Οι μοναχές, παλαιότερα ήσαν ογδόντα. Ασχολούνταν με διάφορα διακονήματα. Πάμπολλες γυναίκες ήθελαν ν’ σπασθούν το αγγελικό Σχήμα, αλλά ήταν φύσει αδύνατο, λόγω τής καταστάσεως. Τουλάχιστον, πριν πεθάνουν τις έκαναν μοναχές!
Πόσα και πόσα έχουν δει τα μάτια μου, 97 ολόκληρα χρόνια -έναν αιώνα- πού με αξίωσε ό Θεός να ζω, δίνοντάς μου τόσο πολύ χρόνο για να μετανοήσω…
Ή αδελφή Σεραφείμα Μπουλγκάκοβα κοιμήθηκε εντολή Κυρίω στις 4 Μαρτίου 1991, σε ηλικία 88 ετών. Να ‘χουμε την ευχή της!
Συνεχώς παρακαλώ τον Θεό να με συγχωρήσει και να με βάλει σε μια γωνίτσα του Παραδείσου! Για τη Ρωσία μας, εύχομαι ό αιώνας πού σηματοδοτεί την έναρξη τής νέας χιλιετίας, να είναι περίοδος δόξης τής Ορθοδοξίας, πού τόσο ταλαιπωρήθηκε στα εβδομήντα αυτά χρόνια, αλλά και πού τόσο μεγαλούργησε! Σ’ εσάς και τούς αγαπητούς αναγνώστες σας, εύχομαι να έχετε την ευλογία του άγιου Σεραφείμ και τις πρεσβείες του προς τον Κύριο. Ό Θεός μαζί σας!
ΒΙΒΛ. ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΕΛΙΝΟΣ. ΑΝΘΗ ΑΓΙΑΣ ΡΩΣΙΑΣ