ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ “ΚΥΡΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ” ΚΕΡΚΥΡΑΣ 1910-1979
(Μέρος Δ’)
Το μακάριον τέλος της Γεροντίσσης Αναστασίας
Η Γερόντισσα Αναστασία έχουσα συμπληρώσει τον κύκλο της επί γης ζωής της, έχουσα φέρει εις πληρότητα την διακονία της και έχουσα ανεγείρει την Μονή της Κυράς ετοιμαζόταν για την έξοδό της από τον κόσμο αυτό προσευχομένη αδιαλείπτως, ευλογούσα και νουθετούσα τις αδελφές της συνοδείας της και συγχωρούσα εκ βάθους καρδίας τους διώκτας της. Προέβλεψε δε ότι οι δυσκολίες θα συνεχίζονταν και μετά την κοίμησί της. Για αυτό ώρισε ως διαδόχους της τας Αγγελική Καστρινού (και ύστερα Αναστασία μοναχή) και μετ’ αυτήν την Ελευθερία Μεταξά (και ύστερα Ευπραξία μοναχή).
Από τις αρχές του θέρους του έτους 1979 η Γερόντισσα ήταν εξαιρετικώς αδύναμος και εξασθενημένη και σταδιακώς άρχισε να φθάνη προς το τέλος. Οι αδελφές την παρακαλούν να φάη κάτι (λαδερό μόνον) για να δυναμώση. Εκείνη όμως αρνείτο λέγουσα: «Αυτός είναι ο κανών μου, θα τον κρατήσω έως το τέλος». Άλλοτε την παρακαλούσαν να την ιδή ιατρός επειδή εχειροτέρευε. Πάλιν αρνείτο λέγουσα: «Ιατρός μου είναι η Παναγία. Αν με γιάνη καλώς, αν όχι ας με πάρη μαζί Της». Η μακαρία έθετε την όλη ύπαρξι και άπασα την ελπίδα αυτής εις τον Χριστό και την Παναγία.
Στην πανηγύρι της Μονής (15/08/1979), φανερώς καταβεβλημένη ακολουθούσε το πρόγραμμα της Μονής. Αισθάνεται όμως κατάνυξι και πνευματική αλλοίωσι. Με ιδιαίτερο ζήλο στάθηκε στην αγρυπνία και έψαλε τα εγκώμια της Παναγίας, δίδουσα την ευχή της στα πνευματικά αυτής τέκνα και τους πολυπληθείς προσκυνητάς της Μονής.
Μετά την περίοδο της πανηγύρεως αισθάνθηκε ατονία και δεν εξήλθε του κελλίου της πλέον των είκοσι ημερών. Οι αδελφές ανήσυχες την παρακαλούν να δεχθή την ύστατη ιατρική βοήθεια. Όμως εκείνη αρνείτο ως και πρότερον….
Οι αδελφές άκουσαν ότι στο χωριό εφιλοξενείτο μία ιατρός παθολόγος την οποίαν επεσκέφθησαν κρυφίως και της εζήτησαν να εξετάση την Γερόντισσα. Πράγματι, εκείνη εδέχθηκε. Όταν εισήλθε στο κελλί της Γεροντίσσης έκπληκτος την άκουσε να λέγη: «Εγώ παιδί μου, δεν εζήτησα ιατρόν, να πας εις την ευχήν του Χριστού και της Παναγίας!».
Τις τελευταίες ημέρες το πολύαθλο σώμα της άρχισε να πρήσκεται. Τα δάκρυα έγιναν ο αχώριστος σύντροφός της και το κομβοσχοίνι εκινείτο ρυθμικώς εις τα σκελετωμένα δάκτυλα της.
Παρεκαλούσε δε τις αδελφές, όσες φορές την επεσκέπτονταν, να της αναγινώσκουν τα θαύματα της Παναγίας και τους Βίους των Αγίων.
Τρεις ημέρες προ της κοιμήσεώς της ειδοποίησε τις αδελφές ότι έλαβε μήνυμα από την Παναγία για το επικείμενο τέλος της. Επιπλέον έδωσε εντολή να αγοράσουν ψάρια πολλά διότι ως εξήγησε: «Την Κυριακήν θα έχομε πάρα πολύν κόσμον εις την Μονήν!»
Όντως, μετά τρεις ήμερες και περί την ενδέκατη πρωινή ώρα, όταν την επεσκέφθηκε η αδελφή Βασιλική, η Γερόντισσα την διέταξε να κτυπήση το καμπανάκι για να συναχθούν οι αδελφές από τα διακονήματα. «Όχι», αντέταξε η αδελφή, «ακόμη δεν είναι ώρα για το γεύμα». Όχι παιδί μου, εδώ και τώρα να έλθουν οι αδελφές εις το κελλίον μου», είπεν η Γερόντισσα με επιτακτικό τρόπο ο οποίος δεν εχώρει αντίρρησι.
Μετ’ ολίγον οι αδελφές συνήχθησαν στο κελλί της όπου ανεκοίνωσε σε αυτές ότι έφθασε η ώρα του επί γης χωρισμού τους. Εκείνες, απαρηγόρητες εθρηνούσαν. Όμως η μακαρία μήτηρ τις εστήριζε πνευματικώς νουθετούσα αυτές και ευλογούσα. Εδοξολόγει τον Θεό και ανέθετε στην σκέπη της Παναγίας Μητρός Του αυτάς τας παρθένους, τας οποίας μετά κόπου εσύναξε στον οίκο της Θεομήτορος. Τελευταία της επιθυμία ήταν να τας ακούση να ψάλουν το τροπάριο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και ακολούθως το του Αγίου Σπυρίδωνος. Εκείνες λίαν συγκεκινημένες και με λυγμούς το έκαμαν. Ακολούθως εζήτησε να ακούση ξανά το Τροπάριο της Κοιμήσεως. Όταν οι αδελφές έλεγαν το «…ταις πρεσβείαις ταις σαις λυτρουμένη εκ θανάτου…», εκείνη ανεσηκώθη της κλίνης της, εβροντοφώναξε το «Δόξα σοι ο Θεός», εσταυροκοπήθη, άπλωσε τας χείρας της και παρέδωκε το πνεύμα της εις χείρας Θεού.
Ήτο τότε Σάββατο, 22 Σεπτεμβρίου 1979, και περί ώραν 13.00 μ.μ.
Οι αδελφές συνέστειλαν μετά δέους το τίμιο σκήνος της φορούσαι εις αυτό για πρώτη φορά καινουργή ράσα….
Η αδελφή Νίκη έκοψε ένα βόστρυχο εκ της μέλαινης κόμης της Γεροντίσσης και τον εφύλαξε εις ένα κυτίο ομού μετά τριών χαλίκων εκ του τάφου της. Ακολούθως το λείψανον ευτρεπίσθη επί του νεκροκραββάτου των μοναζουσών και ετέθη εις λαϊκό προσκύνημα εις το μέσον του Καθολικού της Μονής.
Οι αδελφές εκτύπησαν πένθιμα τους κώδωνας της Μονής και έτσι εμαθεύθηκε εις τα γύρω της Μονής χωριά το θλιβερό νέο. Ο κόσμος άρχισε να συρρέη στην Κυράν για να αποτίση φόρο τιμής στην «καλογρηάν» όπως την εκάλουν και να ζητήση την ευλογία της.
Μοναχές από όλες τις Μονές της νήσου κατέφθασαν για να αγρυπνήσουν και να αναγνώσουν εκ περιτροπής το ιερό ψαλτήρι. Καθ’ όλη την διάρκεια της νυκτός έφθαναν προσκυνητές από διάφορα μέρη της νήσου, της Ηπείρου και της Ελλάδος. Ο ναός και οι αύλειοι χώροι της Μονής ήσαν γεμάτοι ασφυκτικώς.
Ενωρίς τα χαράματα εξεκίνησεν η Θεία Λειτουργία την οποία ετέλεσεν ο τότε Εφημέριος της Μονής Νικόλαος Βούλγαρης.
Μετά την τέλεσι της εξοδίου ακολουθίας, ο εφημέριος εξεφώνησεν ένα λίαν συγκινητικόν λόγον.
Στην συνέχεια παραθέτομε μερικά αποσπάσματα από το λόγο εκείνο: «…Πάλεψες σκληρά ενάντια στην αμαρτία, όρθωσες περήφανα και αποφασιστικά το σκελετωμένο σου κορμί κατά του σατανά κι όλων εκείνων που τόλμησαν να σε καταστρέψουν, κι έκανες τη ζωή σου ένα αγώνα σκληρό και μακροχρόνιο, μα νικηφόρο όμως. Τιμώρησες, όσο δεν γινόταν περισσότερο το σαρκίο σου, και τόκανες σωστό κυματοθραύστη, που πάνω σ’ αυτόν, συντρίβονταν τα μανιασμένα κύματα του μίσους και της κακίας, δοκίμασες πάρα πολλά στην όλη σου ζωή, μα ανεδείχθης τελικά νικήτρια, και σαν καλή αθλήτρια του Χριστού, στέφθηκες σαν άλλος μάρτυρας με το αμαράντινο στεφάνι της δόξης.
Ταπεινώθηκες απ’ τους ανθρώπους πολ¬λές φορές στην παρούσα ζωή, βρίστηκες και χλευάστηκες για την αγνή και ακλόνητη σου πίστη, γι’ αυτό μπορείς και συ να καυχηθής όπως ο Ιερός Παύλος, ότι “ως περικαθάρματα του κόσμου εγενήθημεν, πάντων περίψημα έως άρτι”»….
«Σειρά από ταπεινώσεις και περιφρονισμούς ήταν η όλη σου ζωή, όμως, τι κι αν πόνεσες τόσο πολύ; τι κι αν ταπεινώθηκες όσο πολύ λίγοι στον κόσμο; τι κι αν περιφρονήθηκες από φίλους κι από εχθρούς; Κι ακόμα τι κι αν σε πέταξαν από το φτωχικό σου κελλί, αυτό που συ η ίδια είχες ανεγείρει με πολλές στερήσεις;… Όλα όσα δεινά δοκίμασες στην ζωή, σε στήριξαν αφάνταστα, γιγάντωσαν το πνευματικό σου σθένος, και μ’ οδηγό την σκέπη και προστασία της Μεγαλόχαρης, ξεπρόβαλλες κάθε φορά, όλο και πε-ρισσότερο ενισχυμένη».
Μετά το πέρας της εξοδίου ακολουθίας οι μοναχές εσήκωσαν σεμνοπρεπώς το νεκροκράββατο και το ελιτάνευσαν τρεις φορές πέριξ του ναού.
Κατά το μοναχικό έθος η Γερόντισσα ετάφη ερραμμένη στο μοναχικό της ράσο, κεκαλυμμένη με λευκή σινδόνα, θέαμα πρωτόγνωρο για τους απλοϊκούς προσκυνητάς. Μόνον μοναχαί ήγγισαν το λείψανο, το εναπέθεσαν στον φρεσκοσκαμμένο λάκκο και το εκάλυψαν με χώμα και εις τόπο τον οποίο η ιδία η μακαριστή είχε επιλέξει.
Μετά την ταφή προσεφέρθη εις όλους πλουσιοπάροχο γεύμα με τους ιχθύας, τους οποίους παρήγγειλε η τεθνεώσα….
Όλοι θρηνούσαν για τον πνευματικό απορφανισμό τους, ανεχώρησαν όμως από τη Μονή με αίσθημα κατανύξεως, πλήρεις πνευματικής χαράς και αγαλλιάσεως….
Κατά τα τελευταία έτη της ζωής της συντροφιά εκράτει στην Γερόντισσα ένα γατάκι το οποίο ευρήκε στους αγρούς κτυπημένο. Το περιεποιήθη και το εμεγάλωσε και εκείνο ευγνωμόνως την ακολουθούσε και εσυνήθιζε να αναβαίνη στους ώμους της. Μετά την ταφή εκαθόταν στον σταυρό του μνήματος της και ενιαούριζε τεθλιμμένα…
Ιερομονάχου
Δημητρίου Καββαδία
Βίος και Πολιτεία της Ασκήτριας Αναστασίας
της Ιεράς Μονής “Κυρά των Αγγέλων” Κερκύρας,
1910-1979
Εκδόσεις
“Ορθόδοξος Κυψέλης”