Αναδημοσίευση από: www.parembasis.gr
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί τμήμα της εισηγήσεως του Σεβ. Μητροπολίτου μας στο Διεθνές Συνέδριο της Αλιάρτου με θέμα “Ορθόδοξη Θεολογία και Ψυχοθεραπεία – συγκλίσεις και αποκλίσεις”, στο οποίο είχε γίνει αναφορά σχετικά στο τεύχος 92 της εφημερίδας Εκκλησιαστική Παρέμβαση.
1. Ορθόδοξη νήψη και ησυχία
2. Τα πλαίσια της ορθοδόξου θεολογίας
3. Μερικά ενδεικτικά κείμενα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας
4. Ενας σύγχρονος θεραπευμένος άνθρωπος
5. Η ορθόδοξη θεολογία σε σχέση με την υπαρξιακή ψυχολογία του Frankl και την σύγχρονη νευρολογία και ψυχιατρική
Το κεντρικό θέμα του παρόντος Διεθνούς Συνεδρίου “Ορθόδοξη θεολογία και ψυχοθεραπεία· συγκλίσεις και αποκλίσεις” είναι τεράστιο και οπωσδήποτε δεν μπορεί να καλυφθή από την δική μου ολιγόλεπτη εισήγηση. Εκείνο που πρέπει να επισημάνω εισαγωγικά είναι ότι, η σύγκλιση μπορεί να θεωρηθή κυρίως ως προς την μέθοδο, δηλαδή ως προς την υπέρβαση της μηχανιστικής ιατρικής, που δημιούργησε πολλά προβλήματα στον δυτικό κόσμο, ενώ οι αποκλίσεις ευρίσκονται στην ανθρωπολογία, την σωτηριολογία, καθώς επίσης και στην πνευματική εντελέχεια, για να χρησιμοποιήσω μια αριστοτελική ορολογία, ή καλύτερα την λεγομένη υποστατική αρχή, όπως θα έλεγε ο αείμνηστος Γεροντας Σωφρόνιος, καθώς επίσης και στην ενέργεια της θείας Χάριτος, όπως και στην παρέμβαση των σατανικών δυνάμεων.
Επεξηγώντας την εισαγωγική αυτή παρατήρηση, θα ήθελα να σημειώσω ότι πριν από δύο σχεδόν δεκαετίες εξέδωσα ένα βιβλίο με τίτλο “Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία” και υπότιτλο “πατερική θεραπευτική αγωγή”, το οποίο κυκλοφόρησε στην Ελλάδα σε οκτώ εκδόσεις και μεταφράστηκε στην αγγλική και σε άλλες γλώσσες. Με το ίδιο περιεχόμενο εξεδόθησαν και άλλα τρία βιβλία. Στα βιβλία αυτά εκτίθεται η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας για την θεραπεία του ανθρώπου.
Ο όρος “ορθόδοξη ψυχοθεραπεία” δεν παραπέμπει σε σύγχρονες ψυχοθεραπευτικές σχολές –άλλωστε δεν γίνεται μνεία των σχολών αυτών– αλλά περιγράφει την νηπτική – ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας μας για την θεραπεία του ανθρώπου, πέρα από μεταφυσικές και στοχαστικές αναλύσεις. Η χρησιμοποίηση ενός συγχρόνου όρου, όταν “φορτίζεται” με ορθόδοξο – πατερικό περιεχόμενο, θεωρώ ότι δεν δημιουργεί συγχύσεις. Άλλωστε, αυτό το έργο έκαναν και οι Πατέρες της Εκκλησίας σε σχέση με τους όρους που παρέλαβαν από την φιλοσοφία της εποχής τους και τους οποίους όρους “απεφόρτισαν” από το φιλοσοφικό – μεταφυσικό τους περιεχόμενο, και “φόρτισαν” με θεολογικό περιεχόμενο. Αυτό φαίνεται καθαρά, όπως θα δούμε και πιο κάτω, στην διαίρεση της ψυχής κατά τον Πλάτωνα. Οι Πατέρες δέχθηκαν την πλατωνική διαίρεση της ψυχής σε λογιστικό, επιθυμητικό και θυμικό, χωρίς όμως να δεχθούν την μεταφυσική του Πλάτωνος. Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήση τους Πατέρες της Εκκλησίας γι’ αυτό το ουσιαστικό και σημαντικό έργο τους.
Όμως στον περιορισμένο χρόνο που έχω στην διάθεσή μου, θα ήθελα να αναπτύξω μια πτυχή του θέματος που έχει ανακοινωθή στο πρόγραμμα και είναι “Η ορθόδοξη νηπτική θεολογία ως μέθοδος θεραπείας”. Κυρίως, θα επικεντρώσω την προσοχή μου σε πέντε επί μέρους σημεία που είναι καθοριστικά του όλου θέματος, ήτοι: πρώτον, ορθόδοξη νήψη και ησυχία, δεύτερον τα πλαίσια της ορθοδόξου θεολογίας, τρίτον μερικά ενδεικτικά κείμενα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, τέταρτον ένας σύγχρονος θεραπευμένος άνθρωπος και πέμπτον η ορθόδοξη θεολογία σε σχέση με την υπαρξιακή ψυχολογία του Frankl και την σύγχρονη νευρολογία και ψυχιατρική.
1. Ορθόδοξη νήψη και ησυχία
Όταν κάνουμε λόγο για νηπτική θεολογία δεν εννοούμε ότι είναι κάτι διαφορετικό από την θεολογία της Εκκλησίας, ωσάν να υφίσταται διάκριση μεταξύ κοινωνικής και νηπτικής θεολογίας. Κυρίως εννοούμε την μέθοδο την οποία έχει η Εκκλησία προκειμένου κάποιος να αποκτήση την αποκάλυψη του Θεού, που είναι η πραγματική θεολογία.
Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, αληθινή θεολογία είναι η θεοπτία, η όραση του Θεού, γι’ αυτό και κατά τον άγιο, η θεολογία είναι υπόθεση των “εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία, και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένων ή καθαιρομένων, το μετριώτατον”. Και στην συνέχεια γράφει ότι βιώνουμε την θεωρία και γινόμαστε θεολόγοι “ηνίκα αν σχολήν άγωμεν από της έξωθεν ιλύος και ταραχής και μη το ηγεμονικόν ημών συγχέηται τοις μοχθηροίς τύποις και πλανωμένοις”. Αυτό σημαίνει ότι της πραγματικής θεολογίας, που είναι όραση της θέας της ακτίστου δόξης του Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη, δηλαδή η μεταμόρφωση όλων των ψυχικών δυνάμεων, ώστε να πορεύονται κατά φύσιν και υπέρ φύσιν. Η απαραίτητη προϋπόθεση για την γνώση του Θεού είναι η νήψη και η νοερά ησυχία.
Μιλώντας για την ορθόδοξη νήψη εννοούμε την εγρήγορση και την ετοιμότητα του ανθρώπου να κρατά τον νου του καθαρό από διαφόρους λογισμούς και εικόνες που νεκρώνουν την εσωτερική του ελευθερία και καθαρότητα και τον αποσπούν από την κοινωνία με τον Θεό που συνιστά την γνώση του Θεού. Η νήψη αυτή χαρακτηρίζεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας και ιερά ησυχία. Επειδή υπάρχει ολόκληρο κίνημα ησυχαστικό, γι’ αυτό και θα χρησιμοποιήσω περισσότερο την λέξη ησυχία.
Έτσι, λοιπόν, ησυχία εννοούμε κυρίως την μέθοδο εκείνη που χρησιμοποίησαν όλοι οι θεούμενοι για να ενωθούν με τον Θεό και να υπερβούν τον θάνατο, που είναι ένα από τα μεγαλύτερα υπαρξιακά, αλλά και βιολογικά προβλήματα του ανθρώπου. Θα αναφέρω μερικά χωρία Πατέρων της Εκκλησίας, από τον τεράστιο πλούτο της πατερικής μας παραδόσεως.
Ο Αββάς Βαρσανούφιος, δίνοντας τον ορισμό της ησυχίας λέγει: “Η ησυχία τι εστιν; αλλ’ το συστείλαί τινα την καρδίαν αυτού από δόσεως και λήψεως και ανθρωπαρεσκείας και των λοιπών ενεργειών…”. Πρόκειται για μια προσπάθεια, να μη περιπλέκεται ο άνθρωπος στα εκτός αυτού και, κυρίως, στο λεπτό πάθος της ανθρωπαρέσκειας που είναι η υποδούλωσή του στην γνώμη του κόσμου. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη “ησυχία εστιν απόθεσις νοημάτων των ουκ εκ του πνεύματος θειοτέρων, έως καιρού, ίνα μη προσέχων τούτοις ως καλοίς, το μείζον απολέσης”. Εδώ δεν πρόκειται για απόθεση όλων των νοημάτων, αλλά για απόθεση των νοημάτων που δεν προέρχονται από το Πανάγιο Πνεύμα, και μάλιστα αυτό πρέπει να γίνεται για ένα χρονικό σημείο. Κατά τον όσιο Θαλάσσιο, ησυχία είναι η ασφάλιση των αισθήσεων. Γράφει: “Ασφάλισαι τας αισθήσεις τω τρόπω της ησυχίας και δίκασον τους λογισμούς εφεστώτας τη καρδία”.
Επομένως, η ησυχία είναι μια ολόκληρη επιστήμη των λογισμών, της καρδίας, των αισθήσεων που βοηθά τον άνθρωπο να μη παραμένη αχαλίνωτος και υποδουλωμένος στον κόσμο των αισθήσεων και των νοητών προκειμένου να επιτύχη τον στόχο του.
Αυτή η μέθοδος θεραπείας του ανθρώπου, η οποία στην πραγματικότητα είναι η μεταμόρφωση όλων των ψυχικών και σωματικών δυνάμεων και η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό, γίνεται με την υπακοή, που είναι μια πράξη αγάπης του ανθρώπου προς τον Θεό και τους συνανθρώπους του, δεν έχει απλώς τον χαρακτήρα της “παθητικής υποκλίσεως”, όπως γίνεται στην αρχή, αλλά είναι μία “ενεργητική κίνησις του ανθρωπίνου πνεύματος αγομένου υπό της εντολής του Χριστού” είναι μια υποστατική κοινωνία, γιατί προϋποθέτει την έξοδο από την φιλαυτία και την προσπάθεια να εισέλθη μέσα στην υπόσταση του άλλου, καθώς επίσης να εισαγάγη την υπόσταση του άλλου μέσα στην δική του υπόσταση. Επίσης, αυτό γίνεται και με την προσευχή, που είναι έκφραση της αγάπης του ανθρώπου προς τον Θεό και τους ανθρώπους.
Το καταπληκτικό βιβλίο του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, που τιτλοφορείται “Κλίμαξ”, παρουσιάζει όλη αυτήν την μέθοδο θεραπείας του ανθρώπου, η οποία αρχίζει με την αποταγή ακόμη και του “πλούτου” της διανοίας, συνεχίζεται με την υπακοή σε πνευματικό πατέρα –γνώστη των μυστηρίων του πνεύματος– προχωρεί στην ολοκληρωτική μετάνοια, στον αγώνα εναντίον των παθών και του διαβόλου, στην απόκτηση της διακρίσεως μεταξύ ακτίστων και κτιστών ενεργειών και τέλος φθάνει στην βίωση της θεολογικής αρετής της αγάπης.
Επίσης ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης συνέλεξε και εξέδωσε την τελική μορφή της “Φιλοκαλίας των ιερών Νηπτικών” στην οποία υπάρχουν πολλά κείμενα Πατέρων της Εκκλησίας στα οποία, όπως λέγει ο άγιος Νικόδημος στον υπότιτλο του έργου αυτού, φαίνεται πως “δια της κατά πράξιν και θεωρίαν ηθικής φιλοσοφίας ο νους καθαίρεται, φωτίζεται και τελειούται”. Οπότε, φαίνεται ότι θεραπεία του ανθρώπου είναι πώς θα θεραπευθή ο νους του ανθρώπου –που είναι διάφορος από την λογική– δια της καθάρσεως, του φωτισμού και της τελειώσεως, που επιτυγχάνεται με την πράξη, που είναι η μετάνοια, και την θεωρία που είναι η θέα της δόξης του Θεού.
Ο ίδιος δε ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης περιέγραψε τα βασικά αυτά σημεία της ησυχαστικής – νηπτικής παραδόσεως της Εκκλησίας στο περίφημο βιβλίο του “Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, ήτοι περί φυλακής των πέντε αισθήσεων”. Μπορεί να σημειωθή ότι η απομάκρυνση και παραθεώρηση όλης αυτής της διδασκαλίας που περιλαμβάνεται στο βιβλίο αυτό, και που είναι η πεμπτουσία της νηπτικής ησυχαστικής παραδόσεως, συνιστά μια εκκοσμικευμένη “θεολογία”.
Την διδασκαλία περί της ησυχαστικής – νηπτικής παραδόσεως της Εκκλησίας κατέγραψα, με όση δύναμη διέθετα, σε τέσσερα βιβλία τα οποία έχουν κυκλοφορήσει σε επανειλημμένες εκδόσεις. Χρησιμοποίησα τον όρο ψυχοθεραπεία με την αρχαία και εκκλησιαστική έννοια του όρου, ως θεραπεία της ψυχής. Άλλωστε για να μη γίνη καμιά σύγχυση με την ουμανιστική ψυχοθεραπεία προσέθεσα το επίθετο ορθόδοξη, δηλαδή “Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία”, και υπότιτλο “πατερική θεραπευτική αγωγή”, το δε περιεχόμενο των βιβλίων αυτών δείχνει την όλη διαφορά της ορθοδόξου μεθόδου θεραπείας από κάθε άλλη θεραπεία, δυτικού και ανατολικού τύπου.
Τα αποτελέσματα μιας τέτοιας εργασίας είναι μεγάλα, διότι δημιουργεί καρδιακή ειρήνη, ελευθερία υπαρξιακή, διάκριση, γνώση μυστηρίων του Θεού κλπ. Η ησυχία νεκρώνει τις εξωτερικές αισθήσεις, αναπτύσσει τις εσωτερικές καρδιακές αισθήσεις και καθαρίζει όλη την εσωτερική καρδιακή ευαισθησία. Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος θα γράψη: “η ησυχία τας αισθήσεις τας έξω νεκροί, και τας έσω κινήσεις εγείρει. Η δε έξω αναστροφή τα εναντία τούτων πράττει, ήγουν τας έξω αισθήσεις εγείρει και τας έσω κινήσεις νεκροί”. Ο άγιος Νικήτας ο Στηθάτος παρουσιάζει όλα τα αποτελέσματα μιας τέτοιας νοεράς ησυχίας. Γράφει: “Ησυχία εστι νοός κατάστασις ανενόχλητος, γαλήνη ελευθερίας και αγαλλιωμένης ψυχής, καρδίας εν Θεώ βάσις ατάραχος και ακύμαντος, θεωρία φωτός, γνώσις Θεού μυστηρίων, λόγος σοφίας εκ καθαράς διανοίας, άβυσσος νοημάτων Θεού, αρπαγή νοός, ομιλία Θεού, ακοίμητος οφθαλμός, προσευχή νοερά, άπονος εν πόνοις μεγάλοις ανάπαυσις· και τέλος, ένωσις μετά Θεού και συνάφεια”. Με την ησυχία ο άνθρωπος καθαρίζεται από τα πάθη, γνωρίζει την πνευματική του ασθένεια και ακόμη γνωρίζει τα πανουργεύματα των δαιμόνων. Γράφει ο όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός: “η ησυχία μείζων πάντων εστιν και χωρίς ταύτης ου δυνάμεθα καθαρθήναι και γινώσκειν την ασθένειαν ημών και τα των δαιμόνων πανουργεύματα.”
Η ησυχία, όπως με σύντομο τρόπο την περιγράψαμε, δείχνει ότι πρόκειται για μια μέθοδο θεραπείας και γνώσεως του Θεού. Είναι μια μέθοδος που έζησαν και ακολούθησαν όλοι οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, οι Απόστολοι, οι μάρτυρες και ομολογητές, οι όσιοι ασκητές. Είναι η πεμπτουσία του Ευαγγελίου και της εκκλησιαστικής ζωής. Αυτήν έζησαν και εκθείασαν όλοι οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, Γρηγόριος Θεολόγος, Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, Μάξιμος Ομολογητής, Γρηγόριος Παλαμάς κλπ. Όλοι οι Χριστιανοί καλούνται να ζήσουν αυτήν την ζωή, είτε ολοκληρωτικά είτε κατά μέρος. Άλλωστε, αυτή είναι η βάση όλων των ευαγγελικών και αποστολικών προσταγμάτων. Ο όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός θα πη: “Παντες οι άνθρωποι χρήζομεν της τοιαύτης σχολής, είτε εκ μέρους, είτε ολοκλήρως, και εκτός ταύτης αδύνατον εις γνώσιν πνευματικήν και ταπεινοφροσύνην ελθείν τινα…”
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ο οποίος συνόψισε όλη την διδασκαλία περί του ησυχασμού σε ομιλία του στα Εισόδια της Παναγίας, παρουσιάζει την Παναγία ως τύπο αληθινού ησυχαστού. Στην ομιλία αυτή δίδει και τον ορισμό περί ησυχίας, την οποία χαρακτηρίζει ως “ησυχίαν, την νου και κόσμου στάσιν, την λήθην των κάτω, την μύστιν των άνω, την των νοημάτων επί το κρείττον απόθεσιν”. Και στην συνέχεια, γράφει ότι η ιερά αυτή ησυχία είναι “μόνη δείγμα της ως αληθώς ευεκτούσης ψυχής”. Αυτό είναι σημαντικό γιατί εκφράζει όλο το πνεύμα της Ορθοδόξου Παραδόσεως, σύμφωνα με το οποίο η ιερά ησυχία, όπως την καθορίζουν οι άγιοι Πατέρες είναι απόδειξη μιας υγιούς ψυχής.
Ζώντας δε σε μια κοινωνία στην οποία υπάρχει μια πολυδιάσπαση της προσωπικότητος του ανθρώπου, αφού ο άνθρωπος άλλα σκέπτεται, άλλα επιθυμεί, άλλα πράττει, στην οποία κοινωνία πράγματι επικρατεί μια ηχορύπανση και εικονορύπανση που υποδουλώνει τον όλο άνθρωπο στην λογική, τις αισθήσεις, τις προκλήσεις των έξω και χάνει την ελευθερία του, καταλαβαίνουμε πολύ καλά την αξία της θεραπευτικής μεθόδου που έχει η Ορθόδοξη Εκκλησία και η οποία λέγεται νοερά ησυχία.
2. Τα πλαίσια της ορθοδόξου θεολογίας
Βέβαια, όταν κάνουμε λόγο για ορθόδοξη ησυχία, εννοείται ότι αυτή διαφέρει σαφώς από μια ουμανιστική ησυχία, μια ησυχία που κινείται μέσα σε ινδουϊστικά και βουδιστικά πρότυπα. Πρόκειται για μια ησυχία που κινείται μέσα στα βασικά πλαίσια του εκκλησιαστικού πνεύματος. Ακριβώς για τον λόγο αυτόν, είναι ανάγκη να καθορισθούν τα βασικά πλαίσια της ορθοδόξου ησυχαστικής και νηπτικής παραδόσεως της Εκκλησίας που την διακρίνει από κάθε άλλη παράδοση, δυτικού ή ανατολικού τύπου.
Το πρώτο είναι ότι ο άνθρωπος είναι θετικό δημιούργημα του Θεού, αποτελείται από ψυχή και σώμα και είναι περίληψη όλης της δημιουργίας. Αποτελείται από νοερό και αισθητό και μέσα του υπάρχει η εντελέχεια, δηλαδή μια αρχή που οδηγείται προς το τέλος. Αυτό λέγεται και υποστατική αρχή (Γέροντας Σωφρόνιος). Είναι το κατ’ εικόνα και το καθ’ ομοίωση. Το παρουσιάζει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον ορισμό περί του ανθρώπου· ο άνθρωπος είναι: “ζώον ενταύθα οικονομούμενον και αλλαχού μεθιστάμενον, και πέρας του μυστηρίου, τη προς Θεόν νεύσει θεούμενον”.
Το δεύτερο είναι ότι, ο άνθρωπος είναι πρόσωπο-υπόσταση, και αυτό δεν αναφέρεται μόνον στην ψυχή, αλλά στην όλη ύπαρξη του ανθρώπου, αφού υπάρχει στενή σχέση μεταξύ ψυχής και σώματος. Και πέρα από τα δύο αυτά στοιχεία, συγχρόνως στον προπτωτικό άνθρωπο υπήρχε και το Πνεύμα, η Χάρη του Τριαδικού Θεού. Στην ορθόδοξη διδασκαλία δεν παραδεχόμαστε την θεωρία της μεταφυσικής του Πλάτωνος, όπου γίνεται διάκριση μεταξύ φύσει αθανάτου ψυχής και φύσει θνητού σώματος.
Στον προπτωτικό άνθρωπο, ο νους ελάμβανε την θεία Χάρη και αυτή διαπορθμευόταν στο σώμα του και από εκεί ακτινοβολούσε σε όλη την κτίση. Όμως με την πτώση του άλλαξαν τα πράγματα. Η ψυχή απομυζά το σώμα και δημιουργούνται η φιλαυτία και τα ψυχικά πάθη. Το σώμα απομυζά την κτίση και δημιουργούνται τα σωματικά πάθη και ακολουθεί το οικολογικό πρόβλημα. Η έκφραση αυτή των παθών δημιουργεί και τα κοινωνικά προβλήματα.
Επομένως, χρειάζεται να γίνη θεραπεία. Να αλλάξουν τα δεδομένα, να αλλάξη η σειρά, ήτοι το σώμα να υποταχθή στην ψυχή και η ψυχή να εμπνέεται από την Χάρη του Θεού.
Χαρακτηριστικός είναι ο λόγος του Αποστόλου Παύλου: “όσοι γαρ Πνεύματι Θεού άγονται, ούτοί εισιν υιοί Θεού. ου γαρ ελάβετε Πνεύμα δουλείας πάλιν εις φόβον, αλλ ελάβετε Πνεύμα υιοθεσίας, εν ω κράζομεν· αββά ο πατήρ. αυτό το Πνεύμα συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού” (Ρωμ. η΄ 14-16). Το χωρίο αυτό του αποστόλου Παύλου είναι πάρα πολύ σημαντικό για την Ορθόδοξη Παράδοση. Εδώ σαφώς λέγεται ότι εκείνος που λαμβάνει το Άγιον Πνεύμα στην καρδιά του άγεται υπό του πνεύματος του Θεού, αποβάλλει το πνεύμα της δουλείας στον φόβο, λαμβάνει το χάρισμα της υιοθεσίας –δηλαδή γίνεται υιός, κατά Χάριν, του Θεού. Έκφραση δε αυτής της υιοθεσίας είναι το ότι ενεργείται η προσευχή μέσα στην καρδιά και το ότι το Άγιον Πνεύμα δίδει την επιβεβαίωση ότι είναι τέκνον Θεού. Οπότε η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά επιβεβαιώνεται εμπειρικά, υπάρχουν αποδείξεις γι’ αυτό το γεγονός.
Το τρίτο είναι το μεγάλο πρόβλημα του θανάτου. Μετά την αμαρτία, που είναι η παρά φύση κίνηση των δυνάμεων της ψυχής και η διακοπή των σχέσεων του ανθρώπου με τον Θεό, εισήλθε ο θάνατος μέσα στην ύπαρξη του ανθρώπου, πρώτα ο πνευματικός, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος “πάντες γαρ ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού” (Ρωμ. γ’, 23) και ύστερα ο σωματικός. Και επειδή ο θάνατος είναι και σωματικός, σημαίνει ότι, όπως ανακάλυψε και η σύγχρονη επιστήμη, στο D.N.A. υπάρχουν τα γονίδια των ασθενειών και της γήρανσης. Ο θάνατος επομένως είναι μια ασθένεια και μάλιστα βιολογική.
Αυτό δημιουργεί πόνο, φόβο, ανασφάλεια, φιλαυτία, αυτοσυντήρηση. Ως αποτέλεσμα είναι το ότι ο άνθρωπος ζητά κατοχύρωση στα χρήματα, τα κτήματα, την εξουσία, την φιληδονία. Ο έρωτας εκλαμβάνεται όχι μόνον ως σωματική ικανοποίηση και ως βίωση της ηδονής, αλλά ως επιβίωση της ύπαρξης. Αυτό έχει σχέση με τα πάθη που αναπτύσσονται στον μεταπτωτικό άνθρωπο. Το δε βασικό πάθος είναι η φιλαυτία, η οποία κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή χαρακτηρίζεται ως η άλογος του σώματος φιλία. Από την φιλαυτία προέρχονται άλλα τρία πάθη ήτοι η φιληδονία, η φιλοδοξία και η φιλαργυρία.
Η θεραπεία αυτών των τριών βασικών παθών επιτυγχάνεται με την υπακοή, την παρθενία και την ακτημοσύνη. Τηρουμένων των αναλογιών μπορούν και οι έγγαμοι να ζήσουν τις τρεις αυτές ευαγγελικές αρετές.
Το τέταρτο σημείο είναι ότι, κάνοντας λόγο για την θεραπεία των παθών, πρέπει να δούμε και την τριμερή διαίρεση της ψυχής, κατά την Ορθόδοξη Παράδοση. Ο Πλάτων δίδασκε την τριμερή διαίρεση της ψυχής σε λογιστικό, επιθυμητικό και θυμικό. Οι Πατέρες προσέλαβαν αυτόν τον χωρισμό, χωρίς όμως να τον εντάξουν μέσα στην φιλοσοφική – μεταφυσική προοπτική του Πλάτωνος. Σύμφωνα με τους αγίους Πατέρας, οι τρεις αυτές ενέργειες είναι φυσικές δυνάμεις της ψυχής και πρέπει να πορεύωνται κατά φύση και υπέρ φύση. Όμως με την αμαρτία απέκτησαν την παρά φύση κίνησή τους. Επομένως πρέπει να επανέλθουν πάλι στην κατά φύση κίνηση.
Στην Αγία Γραφή διατυπώνεται η προτροπή: “αγαπήσης Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου” (Μάρκ. ιβ’, 30). Αυτή η εντολή αναφέρεται στο τριμερές της ψυχής και την πορεία τους προς τον Θεό.
Στον μεταπτωτικό άνθρωπο υπάρχει μια διάσπαση, αφού άλλο σκέπτεται, άλλο επιθυμεί και άλλο πράττει. Αυτό σημαίνει, ότι πρέπει να γίνη ενοποίηση της ύπαρξής του, και βέβαια, ενοποίηση της ψυχής με το σώμα, όπως λειτουργούσαν προ της πτώσεως. Αυτό δεν μπορεί να γίνη παρά μόνον με τον Χριστό. Έτσι θα νικηθή και ο θάνατος. Γι’ αυτό ο Χριστός προσέλαβε το θνητό και παθητό, νίκησε τον θάνατο και ανέστησε το σώμα και έγινε το φάρμακο της αθανασίας.
Η θεραπεία του ανθρώπου είναι η πορεία του από την ιδιοτελή στην ανιδιοτελή αγάπη. Οι τρεις δυνάμεις της ψυχής πρέπει να αποκτήσουν την κατά φύση και υπέρ φύση κίνηση. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, κάνει λόγο για το τρισσόν και το ενιαίο της ψυχής και πώς η ψυχή καθαρίζεται και προσφέρεται στον Θεό. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, κάνει λόγο για την φιλαυτία και ποια είναι τα πάθη κάθε δύναμης της ψυχής και ποιες είναι οι αντίστοιχες αρετές κάθε δύναμης της ψυχής. Το ίδιο διδάσκουν και άλλοι άγιοι Πατέρες, όπως ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Ηλίας ο Πρεσβύτερος και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.
Το πέμπτο σημείο είναι ότι, για την θεραπεία του ανθρώπου, κατά την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας και την όλη θεραπευτική πράξη της Εκκλησίας, απαιτείται συνδυασμός μεταξύ μυστηρίων και ασκήσεως. Η άσκηση ως εφαρμογή των εντολών του Χριστού προηγείται των μυστηρίων και ακολουθεί τα μυστήρια. Συγκεκριμένα, το Βάπτισμα, είναι κάθαρση του κατ’ εικόνα και ένταξη του ανθρώπου στην Εκκλησία· είναι γέννηση. Το Χρίσμα, είναι η κίνηση-φωτισμός του νου, που εκδηλώνεται με την προσευχή και γι’ αυτό στην λατινική γλώσσα χαρακτηρίζεται confirmatio-επιβεβαίωση, δηλαδή επιβεβαίωση ότι ο βαπτισθείς είναι ναός του Αγίου Πνεύματος. Η θεία Ευχαριστία είναι ζωή, γιατί ο βαπτισθείς κοινωνεί του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.
Η εν Χριστώ άσκηση, συνίσταται στην διέλευση του ανθρώπου από τους βαθμούς της πνευματικής ζωής, που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Κάθαρση, κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, είναι η υπέρβαση της ηδονής και της οδύνης, φωτισμός είναι η υπέρβαση της λήθης και της άγνοιας και θέωση είναι η απαλλαγή και από την φαντασία. Τον συντονισμό μεταξύ μυστηρίων και ασκήσεως τον κάνει ο θεούμενος Πνευματικός Πατέρας.
Στην αρχαία Εκκλησία όπως υπήρχε ιδιαίτερη τάξη κατηχουμένων, έτσι υπήρχε και ιδιαίτερη τάξη μετανοούντων, οι οποίοι χωρίζονταν στους προσκλαίοντες, τους προσπίπτοντες, τους συνιστάμενους και τους κοινωνούντες. Το βλέπουμε στους κανόνες του Μ. Βασιλείου, του αγίου Γρηγορίου Νύσσης και άλλων Πατέρων.
Απ’ όλα τα κείμενα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας φαίνεται καθαρά ότι η θεραπεία του ανθρώπου επιτυγχάνεται στην Εκκλησία, η οποία είναι μια ιδιαίτερη εκκλησιαστική κοινότητα – οικογένεια. Δεν πρόκειται για έναν ιδεολογοποιημένο χώρο, αλλά μια πνευματική οικογένεια, στην οποία υπάρχουν πατέρες, αδελφοί, κοινωνία αγγέλων και ανθρώπων, επικρατεί κοινοτική ζωή με τα μυστήρια και την κοινή λατρεία. Η προσωπική ζωή συνδέεται με την κοινοτική ζωή, οπότε δεν μπορούν να καλλιεργηθούν ατομοκεντρικές απόψεις θεραπείας και σωτηρίας.
Το έκτο σημείο είναι ότι, κάθε αμαρτία δεν είναι ένα εξωτερικό γεγονός, αλλά έχει θεολογική υποδομή και συνδέεται με την πτώση του ανθρώπου. Μια αμαρτία, π.χ. ο φόνος, ή η κατάκριση, έχει μεγάλο βάθος. Φανερώνει όλη αυτήν την ασθένεια που υπάρχει στο τριμερές της ψυχής, και την αποδιοργάνωση μεταξύ ψυχής, σώματος και Πνεύματος Αγίου. Για παράδειγμα, ο φόνος δείχνει ότι ο νους είναι σκοτεινός, η επιθυμία είναι ασθενής και το θυμικό είναι άρρωστο. Δεν υπάρχει προσευχή, εγκράτεια και αγάπη. Οπότε, η εξομολόγηση πρέπει να γίνεται με αυτήν την αίσθηση της μετανοίας που είναι πράγματι ώρα έλευσης της Χάριτος του Θεού.
Το έβδομο σημείο είναι ότι, η μετάνοια δεν αποβλέπει απλώς στην επαναφορά του ανθρώπου στην κατάσταση που βρισκόταν ο Αδάμ. Γιατί ο Αδάμ μετά την δημιουργία βρισκόταν σε νηπιακή κατάσταση και έπρεπε να ολοκληρωθή. Γι’ αυτό κάνουμε λόγο για φωτισμό, που είχε ο Αδάμ, αλλά και θέωση ψυχής και σώματος, την οποία έφερε στον κόσμο ο Χριστός. Η μετάνοια έχει εσχατολογική προοπτική.
Ο άγιος Μάξιμος χρησιμοποιεί το παράδειγμα του αρχιτέκτονος, ο οποίος σχεδιάζει το σπίτι όπως το φαντάζεται ότι θα είναι στο μέλλον. Αυτό κάνει και ο Χριστιανός. Το μέλλον καθορίζει το παρόν και αυτό καθορίζει την ζωή του. “Ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει” (Φιλιπ. γ’, 20). “Τα άνω ζητείτε, ου ο Χριστός εστιν εν δεξιά του Θεού καθήμενος, τα άνω φρονείτε, μη τα επί της γής” (Κολ. γ’, 1-2). Τα όσα θα κάνη ο Θεός κατά την Δευτέρα Του Παρουσία θα είναι μεγαλύτερα και λαμπρότερα από εκείνα που έκανε στο παρελθόν.
Άλλωστε αυτό το έσχατο πραγματοποιήθηκε στην ιστορία. Το έσχατο είναι αυτός ο Ίδιος ο Χριστός, το πρωτότυπο της δημιουργίας του ανθρώπου που σαρκώθηκε και ως μαγνήτης τραβάει όσα έχουν ελκτικότητα.
Γενικά, πρέπει να πούμε ότι, στην ορθόδοξη ψυχοθεραπεία συνδέονται στενά η ανθρωπολογία, η χριστολογία, η εκκλησιολογία, η εσχατολογία. Αυτά είναι τα πραγματικά πλαίσια θεραπείας και σωτηρίας. Η θεραπεία ταυτίζεται με την σωτηρία, την εν-Χρίστωση, την θέωση.
3. Μερικά ενδεικτικά κείμενα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας
Οι Πατέρες της Εκκλησίας είχαν λάβει την αποκαλυπτική παράδοση, ήταν συνεχιστές των Αποστόλων με την αναστάσιμη εμπειρία και την αποστολή τους από τον Ίδιο τον Χριστό και επομένως κινούνται μέσα στην ίδια προοπτική των Προφητών και των Αποστόλων. Κυρίως, εκείνο που πρέπει να σημειωθή στο σημείο αυτό είναι ότι, οι Πατέρες της Εκκλησίας χρησιμοποίησαν την ίδια μέθοδο γνώσεως και κοινωνίας με τον Θεό.
Επειδή δεν είναι δυνατόν να εκθέσουμε πολλά κείμενα των αγίων Πατέρων, αναγκαστικά θα περιορισθούμε σε μερικά από αυτά, που είναι όντως χαρακτηριστικά και εκφραστικά της όλης πατερικής σκέψεως και ζωής στο θέμα που μας απασχολεί. Κυρίως, θα αναφερθούμε στον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή.
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, με το καταπληκτικό και καθοριστικό για την ορθόδοξη θεολογία και πνευματικότητα βιβλίο του “Εις τον βίον του Μωϋσέως”, εκθέτει την πορεία του ισραηλιτικού λαού αλλά και κάθε Χριστιανού από την γη της δουλείας στην γη της ελευθερίας, κυρίως όμως παρουσιάζει με τρόπο θεολογικό και αυθεντικό, εντεταγμένος μέσα στην παράδοση της Εκκλησίας, τον Μωϋσή ως πρότυπο ακριβούς θεολόγου και αυθεντικού ποιμένος της Εκκλησίας, αλλά και του κάθε πιστού. Στην πραγματικότητα, στο βιβλίο αυτό εκτίθεται όλη η μέθοδος της Εκκλησίας που λέγεται νηπτική – ησυχαστική και συνίσταται στην κάθαρση της καρδιάς, τον φωτισμό του νου και την θέωση του ανθρώπου.
Επανειλημμένως, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, κάνει λόγο για τον αιγυπτιώδη βίο που πρέπει να απαρνηθούμε και να νεκρώσουμε. Η απελευθέρωση αυτή γίνεται με επανειλημμένες καθάρσεις, που επιτυγχάνονται με τους πειρασμούς και τις θαυματουργικές επεμβάσεις του Θεού. Βεβαίως, αναγκαία στην πορεία αυτή είναι η παρουσία του θεόπτου οδηγού, θεολόγου, που θα διακρίνη μεταξύ πλάνης και αληθείας και θα υποδεικνύη τον αληθινό δρόμο προς την γη της ελευθερίας, που είναι η κοινωνία και η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό.
Αναλύοντας ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης το μυστήριο της θεοφανείας που γνώρισε ο Μωϋσής στην βάτο, αλλά και την είσοδο του Μωϋσέως στον γνόφο, κάνει λόγο για την κάθαρση του ανθρώπου από όλα εκείνα που φέρνουν οι αισθήσεις και η λογική, για την απαλλαγή του ανθρώπου από τους δερμάτινους χιτώνες, που είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ζώων, και την είσοδο στον γνόφο της αγνωσίας που είναι ο φωτισμός του νου και η θέα του Θεού. Μόνον όταν ο Μωϋσής καθάρισε την ακοή της ψυχής του άκουσε τον ήχο, δηλαδή την γνώση της θείας ενεργείας, που προέρχεται από την θεωρία των όντων και στην συνέχεια εισήλθε στον γνόφο, όπου βρίσκεται ο Θεός.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο μεγάλος αυτός ησυχαστής Πατέρας, που ανέδειξε με ενάργεια την βαθύτερη θεολογία του ησυχασμού, τον οποίο εξασκούσαν μερικοί μοναχοί στην εποχή του, με εκπληκτικό τρόπο στα κείμενά του, παρουσίασε τον τρόπο με τον οποίο θεραπεύεται ο άνθρωπος και αποκτά την γνώση του Θεού. Εντεταγμένος οργανικά μέσα στην Ορθόδοξη Παράδοση σε όλα τα έργα του, ανάλογα με το τι ήθελε κάθε φορά να υπογραμμίση, τόνισε την σημασία που έχει για την σωτηρία του ανθρώπου ο συνδυασμός μεταξύ των μυστηρίων της Εκκλησίας και της ορθοδόξου ασκήσεως. Επειδή στις ημέρες του αμφισβητείτο η ασκητική ησυχαστική μέθοδος, γι’ αυτό έδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στο θέμα αυτό, και φανέρωσε με ενάργεια ότι, η γνώση και η κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό, που επιτυγχάνεται με τα μυστήρια της Εκκλησίας, προϋποθέτουν απαραίτητα την μέθοδο της ησυχαστικής – νηπτικής παραδόσεως.
Είναι χαρακτηριστική μια ομιλία που έκανε στα Εισόδια της Θεοτόκου, στην οποία ομιλία παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο θεραπεύθηκε η Παναγία στα άγια των αγίων, απέκτησε κοινωνία με τον Θεό δια της “καθ’ ησυχίαν αγωγής” και έφθασε στο σημείο να γίνη η μητέρα του Λόγου του Θεού.
Στην αρχή της ομιλίας του κάνει λόγο για το τι είναι η ορθόδοξη ησυχία. Ορίζοντας την ησυχία λέγει ότι, αυτή είναι η εγκατάλειψη “παν ό,τι των αισθητών μετά της αισθήσεως”, η υπέρβαση των “λογισμών και συλλογισμών και γνώσεως πάσης και της διανοίας αυτής”, η εν συνεχεία απόκτηση της κατ’ αίσθηση νοεράς ενέργειας και κατόπιν η βίωση της άγνοιας, που είναι υπερτέρα της ανθρωπίνης γνώσεως. Αυτή, βέβαια, η άγνοια είναι η θετική γνώση του Θεού, αλλά λέγεται άγνοια, γιατί διαφέρει σαφώς από την ανθρώπινη γνώση.
Έχοντας ο ίδιος αυτήν την υπαρξιακή γνώση, αναλύει διεξοδικώς ότι, στον άνθρωπο που είναι περίληψη όλου του κόσμου ενώθηκε ο νους και η αίσθηση. Μεταξύ δε του νοός και της αισθήσεως υπάρχει η φαντασία, η δόξα και η διάνοια. Όμως η φαντασία, η δόξα και η διάνοια, συνδέονται στενώτατα με την αίσθηση, η οποία δεν μπορεί να φθάση στην γνώση του Θεού. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει, ό,τι συνδέεται με την αίσθηση, δηλαδή η φαντασία, η δόξα και η διάνοια, να νεκρωθούν προς καιρόν, προκειμένου να ενεργοποιηθή ο νους, που είναι ο μόνος κατάλληλος για την απόκτηση της θεοκοινωνίας. Όταν ο νους ελευθερωθή από την φορά του προς τα κάτω, τότε “γίνεται και της κρείττονος και υψηλοτέρας ενεργείας”.
Αυτήν την μέθοδο θεραπείας για την γνώση του Θεού, όχι μόνον την έζησε η Παναγία, αλλά και όλοι οι άγιοι, και αυτός ο ίδιος ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Μάλιστα, από τον τρόπο που την περιγράφει, δείχνει καθαρά ότι είχε προσωπική γνώση και εμπειρία αυτής της μεθόδου θεραπείας.
Αλλά και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής στα κείμενά του αναφέρεται διεξοδικά στην μέθοδο αυτή, που συνίσταται, όπως την χαρακτηρίζει, στην πρακτική φιλοσοφία “υπέρβαση ηδονής και οδύνης”, την φυσική θεωρία “υπέρβαση της λήθης και της άγνοιας” και την μυστική θεολογία “αποβολή και αυτής της φαντασίας των αισθητών πραγμάτων”.
Είναι χαρακτηριστικά τα κεφάλαια περί της αγάπης του αγίου Μαξίμου, που δείχνουν αυτήν την κατεύθυνση. Στα κεφάλαια αυτά κάνει λόγο για την αγάπη, που πρέπει να έχη ο άνθρωπος προς τον Θεό και τον συνάνθρωπό του, αλλά ταυτόχρονα κάνει περισσότερο λόγο για το, πώς ο άνθρωπος θεραπεύεται εσωτερικά για να φθάση από την ιδιοτελή στην ανιδιοτελή αγάπη, από την φιλαυτία στην πραγματική φιλοθεΐα και φιλανθρωπία. Διότι όπου υπάρχει ιδιοτέλεια και φιλαυτία, δεν μπορεί να επικρατήση η πραγματική και ανιδιοτελής αγάπη.
Για παράδειγμα, σ ένα κείμενό του κάνει λόγο για την γνήσια αγάπη προς τον Θεό, που την συνδέει με την απερίσπαστη προσευχή. “Ο γνησίως τον Θεόν αγαπών, ούτος και απερισπάστως προσεύχεται”, πράγμα που σημαίνει ότι εκείνος που δεν προσεύχεται απερίσπαστα, δεν αγαπά γνησίως τον Θεό. Αλλά όμως δεν μπορεί να προσευχηθή κανείς απερίσπαστα, όταν έχη τον νου του προσηλωμένο σε κάτι επίγειο. Φυσικά εδώ δεν κάνει λόγο για την λογική, που είναι αναγκασμένη να σκέπτεται με τα στοιχεία του περιβάλλοντος κόσμου, αλλά για τον νου που είναι ο οφθαλμός της ψυχής. Στην συνέχεια αναφέρει ότι, όταν ο νους εγχρονίζη σε κάποιο αισθητό, τότε αναπτύσσεται το πάθος με αυτό, ήτοι η επιθυμία, η λύπη, η οργή, η μνησικακία. Τα πάθη υποδουλώνουν τον νου και τον κρατούν δέσμιο στα υλικά πράγματα. Στην απελευθέρωση από αυτά έχει μεγάλη σημασία όχι μόνον η πρακτική μέθοδος, αλλά και η θεωρητική εργασία, που είναι η προσευχή και η καθαρότητα του νοός. Δι’ αυτής της μεθόδου ο νους ελευθερώνεται από την υποδούλωση στα αισθητά δια των παθών και αγαπά γνησίως τον Θεό και τους ανθρώπους.
Και τα τρία αυτά κείμενα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, ήτοι του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, υποδεικνύουν την μέθοδο θεραπείας όπως διαφυλάσσεται μέσα στην Εκκλησία, δια της οποίας ο άνθρωπος δεν ζη σ’ ένα ιδεαλιστικό τόπο και τρόπο, αλλά απαλλάσσεται από την υποδούλωση στα αισθητά, ελευθερώνεται ψυχικά και σωματικά από την επίδραση του περιβάλλοντος, ελευθερώνεται από την δυναστεία των αισθήσεων και των αισθητών, οπότε βλέπει τους λόγους των όντων σε όλη την κτίση, χαίρεται την δημιουργία του Θεού, αγαπά γνήσια τον Θεό, τον άνθρωπο και την κτίση, οπότε είναι ο πιο φυσικός άνθρωπος, όπως δημιουργήθηκε από τον Θεό και όπως αναδημιουργήθηκε από τον ενανθρωπήσαντα Λόγο του Θεού, και κατ’ αυτόν τον τρόπο ζη μια εσχατολογική ζωή.
4. Ενας σύγχρονος θεραπευμένος άνθρωπος
Η πατερική παράδοση δεν περατώθηκε σε μια χρονική περίοδο και επομένως έπαυσε να υπάρχη, αλλά εξακολουθή να είναι ζωντανή μέχρι τις ημέρες μας. Και αυτό είναι φυσικό, αφού υπάρχει η Ορθόδοξη Εκκλησία, που είναι το Σώμα του αναστάντος Χριστού, αφού λειτουργούν τα μυστήρια, εξαιρέτως δε το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας που είναι το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής και, βεβαίως, εξακολουθεί να υπάρχη ολόκληρη η νηπτική – ησυχαστική μέθοδος δια της οποίας ο άνθρωπος μετέχει των αγίων Μυστηρίων.
Ακριβώς, για τον λόγο αυτόν στην συνέχεια θα εντοπιστούν μερικά σημεία από τους λόγους και την ζωή ενός συγχρόνου θεραπευμένου ανθρώπου, που είναι όντως εκφραστής της Ορθοδόξου Πατερικής Παραδόσεως και ο οποίος έζησε την ησυχαστική μέθοδο της Εκκλησίας, όπως φαίνεται στην διδασκαλία του που τελευταία είδε το φως της δημοσιότητος. Πρόκειται για τον αείμνηστο π. Πορφύριο που πολλοί από μας τον είδαμε και τον ακούσαμε να μας απευθύνη “ρήματα ζωής αιωνίου”.
Κρίνεται απαραίτητο το κεφάλαιο αυτό, διότι έτσι θα παρουσιασθή η αλήθεια ότι η ορθόδοξη νηπτική παράδοση της Εκκλησίας μας έχει πράγματι θεραπευτικά αποτελέσματα και στην εποχή μας. Και είναι γνωστόν ότι από τα αποτελέσματα κρίνεται κάθε θεωρία. Ο Γέροντας Πορφύριος κινήθηκε μέσα σε μια διαχρονική εκκλησιαστική παράδοση, η οποία ανέδειξε Προφήτας, Αποστόλους, Μάρτυρας, Οσίους, Ασκητάς και γενικά Αγίους, οι οποίοι αποκατέστησαν τις σχέσεις τους με τον Θεό, τον εαυτό τους, τους συνανθρώπους τους και το περιβάλλον. Όλοι αυτοί οι άγιοι, ενωθέντες με τον Θεάνθρωπο Χριστό, βίωσαν στην ζωή τους την κατάσταση του Αδάμ προ της πτώσεως και την εσχατολογική ζωή των αναγεννημένων ανθρώπων, δηλαδή υπερέβησαν τον θάνατο στα όρια της προσωπικής τους ζωής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Στο βιβλίο “Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος και Λόγοι” παρουσιάζονται απομαγνητοφωνημένα λόγια του αγίου Γέροντος, φαίνεται η εσωτερική του ελευθερία αλλά και η καθαρότατη αγάπη του που ήταν αποτέλεσμα καθάρσεως της καρδιάς του από τα πάθη, και του φωτισμού του νοός, αλλά ακόμη και της θεώσεώς του. Ακριβώς για το ότι απέκτησε αυτήν την εσωτερική ελευθερία, αλλά και την καθαρότατη αγάπη, προσήγγιζε τον Θεό, τον κόσμο και την κτίση με ένα αυθεντικό φυσικό τρόπο, που μας θυμίζει την ζωή του Αδάμ προ της παρακοής, αλλά και την ζωή των δικαίων στην εσχατολογική κατάσταση. Όλα αυτά, βέβαια, ξεκίνησαν από την μεταμόρφωση της υπάρξεώς του, από την προσευχή και την θέα του ακτίστου Φωτός, όπως το λέγει καθαρά σε πολλά σημεία των λόγων του. Θα δούμε μερικά στοιχεία από τον τρόπο με τον οποίο ομιλεί για τον Θεό, τους ανθρώπους και την κτίση.
Ο Γέροντας Πορφύριος έτρεφε μια καθαρή αγάπη προς τον Θεό, τον οποίο δεν έβλεπε μέσα σε συμφεροντολογικές εμπαθείς καταστάσεις, αλλά στην ανιδιοτελή αγάπη. Η στάση του προς τον Θεό ήταν θετική. Έλεγε: “η σχέση με τον Χριστό είναι αγάπη, είναι έρωτας, είναι ενθουσιασμός, είναι λαχτάρα του θείου”. Ζούσε μέσα στο κέντρο της Αθήνας, στην Ομόνοια, με αυτήν την αγάπη του Θεού. “Άμα αγαπάεις, ζεις στην Ομόνοια και δεν ξέρεις ότι βρίσκεσαι στην Ομόνοια. Ούτε αυτοκίνητα βλέπεις, ούτε κόσμο βλέπεις, ούτε τίποτε. Είσαι μέσα σου με το πρόσωπο που αγαπάεις… Σκεφθείτε αυτό το πρόσωπο που αγαπάτε να είναι ο Χριστός”. “Όταν μπει ο Χριστός στην καρδιά, τα πάθη εξαφανίζονται. Δεν μπορείς ούτε να βρίσεις, ούτε να μισήσεις, ούτε να εκδικηθείς, ούτε, ούτε, ούτε, ούτε… Πού να βρεθούν τα μίση, οι αντιπάθειες, οι κατακρίσεις, οι εγωϊσμοί, τα άγχη, οι καταθλίψεις. Κυριαρχεί ο Χριστός”. Όλη την πνευματική ζωή του ανθρώπου την στηρίζει στο θετικό σημείο, στην αγάπη προς τον Χριστό και όχι απλώς στο αρνητικό. Λέγει: “Δεν χρειάζεται, λοιπόν, να ασχολείσθε με τ’ αγκάθια. Μην καταπιάνεστε με την εκδίωξη του κακού… Δεν γίνεστε άγιοι κυνηγώντας το κακό. Αφήστε το κακό. Να κοιτάζετε προς τον Χριστό κι Αυτός θα σας σώσει”. “Όλη η δύναμή σας να στρέφεται στην αγάπη του Θεού, στη λατρεία Του, στην προσκόλληση σ’ Αυτόν. Έτσι η απαλλαγή απ’ το κακό και τις αδυναμίες θα γίνεται μυστικά, χωρίς να παίρνετε είδηση, χωρίς κόπο. Αυτήν την προσπάθεια κάνω κι εγώ. Βρήκα ότι είναι ο καλύτερος τρόπος αγιασμού, “αναίμακτος”. Καλύτερα, δηλαδή, να ρίχνομαι στην αγάπη, μελετώντας τους κανόνες, τα τροπάρια, τους ψαλμούς. Αυτή η μελέτη κι εντρύφηση, χωρίς να το καταλάβω, πηγαίνει το νου μου προς τον Χριστό και γλυκαίνει την καρδιά μου. Συγχρόνως εύχομαι, ανοίγοντας τα χέρια με λαχτάρα, με αγάπη, με χαρά και ο Κύριος με ανεβάζει στην αγάπη Του. Αυτός είναι ο σκοπός μας, να φτάσουμε εκεί. Τι λέτε, αυτός ο δρόμος δεν είναι “αναίμακτος”;.
Εδώ φαίνεται καθαρά πώς ο π. Πορφύριος με την αγάπη προς τον Θεό θεράπευε την ψυχή του, προσανατολίζοντάς την προς τον Θεό. Έτσι η αγάπη στον Θεό, η οποία μεταμορφώνει όλες τις ψυχικές δυνάμεις του ανθρώπου, είναι μια θεραπεία “αναίμακτος”.
Ακόμη ο Γέροντας πλησίαζε τους ανθρώπους με πνεύμα ελευθερίας, αλλά και αγάπης, αφού σε κάθε άνθρωπο έβλεπε την εικόνα του Θεού. Δεν τον ενδιέφερε η διαφορά του φύλου, αλλά το πρόσωπο του ανθρώπου ως κτισθέντος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Θεού. Εκείνος που αγαπά τον Χριστό έχει μια ανοικτή καρδιά και αγαπά ό,τι αγαπά ο αγαπημένος, ο Χριστός. Και αυτή η αγάπη ήταν ανιδιοτελής, καθαρή αγάπη. Γράφει ο ίδιος για την περίπτωση αυτή: “Όλους τους αγαπούσα, για όλους πονούσα, όλα με συγκινούσαν. Αυτό μου το είχε δώσει η θεία χάρις. Έβλεπα τις νοσοκόμες με τις λευκές τους στολές, σα λευκοφορεμένους αγγέλους να κατεβαίνουν στην Εκκλησία και δάκρυζα που τις έβλεπα. Πολύ τις αγαπούσα τις αδελφές νοσοκόμες. Και σκεφτόμουν, όταν έβλεπα αδελφή με στολή, ότι είναι αδελφή του ελέους, είναι αδελφή της αγάπης, που πάει να λειτουργήσει στο ναό της αγάπης του Θεού, δηλαδή στο νοσοκομείο, να υπηρετήσει τους ασθενείς, τους αδελφούς. Ο άγγελος, ο λευκός άγγελος. Πόσα πράγματα αφήνουμε απαρατήρητα! Όταν πάλι έβλεπα μια μάνα να βυζαίνει το μωρό της, συγκινιόμουν. Όταν έβλεπα μια γυναίκα έγκυο, δάκρυζα. Έβλεπα τις δασκάλες που πήγαιναν τα παιδιά στην Εκκλησία και δάκρυζα για το έργο της αγάπης”.
Αισθανόταν τρυφερότητα και στους γυμνιστές. Γι’ αυτό έλεγε: “Η αγάπη προς τον Χριστό δεν έχει όρια, το ίδιο και η αγάπη προς τον πλησίον. Να εκτείνεται παντού, στα πέρατα της γης. Παντού, σ όλους τους ανθρώπους. Εγώ ήθελα να πάω να ζήσω μαζί με τους χίπηδες στα Μάταλα χωρίς, βέβαια, αμαρτίες, για να τους δείξω την αγάπη του Χριστού, πόσο είναι μεγάλη και πώς μπορεί να τους αλλάξει, να τους μεταμορφώσει. Η αγάπη είναι πάνω απ’ όλα”.
Με αυτήν την τρυφερότητα και την αγάπη εξομολογούσε τους ανθρώπους. Ο ίδιος διηγείται: “Άφηνα τον εξομολογούμενο να πη ό,τι ήθελε επί πολλή ώρα και στο τέλος έλεγα κι εγώ κάτι. Την ώρα που εκείνος έλεγε πολλά κι όχι μόνο προσωπικά του, εγώ “έβλεπα” τι ψυχή είναι αυτή. Απ’ όλη του τη στάση καταλάβαινα την κατάστασή του και στο τέλος του έλεγα κάτι, για να τον ωφελήσω. Κι εκείνα ακόμη που δεν ήταν προσωπικά του, είχανε κι αυτά κάποια σχέση μ’ εκείνον, με την ψυχική του υπόσταση. Κι όλοι μ’ αγαπούσαν, επειδή δεν τους μιλούσα και λέγανε ελεύθερα ό,τι θέλανε. Κι αν ερχόταν και κανείς που δεν είχε σχέση με τη θρησκεία ή μου έλεγε κανένα παράπτωμα λίγο πιο σοβαρό, δεν του τόνιζα πολύ αυτό το πράγμα. Όταν κάνεις τον άνθρωπο να το αισθανθεί πολύ το παράπτωμα, του έρχεται μια αντίδραση, για να μην μπορεί να το κόψει μετά. Κι έλεγα στο τέλος της εξομολογήσεως κάτι σχετικό με το σοβαρό παράπτωμά του, για το οποίο κι αυτός είχε πείσει τον εαυτό του να το πει. Έτσι κι εγώ δεν αδιαφορούσα τελείως, αλλ’ ούτε και το τόνιζα. Ανάλογα. Μπορεί και ν’ αδιαφορούσα”.
Επί πλέον και την κτίση έβλεπε ως δημιούργημα του Θεού, αφού με την καθαρότητα που είχε και τον φωτισμό του νοός του έβλεπε μέσα στην κτίση, ακόμη και στα άγρια ζώα, τους λόγους των όντων. Υπάρχουν πολλοί λόγοι του Γέροντος Πορφυρίου, στους οποίους φαίνεται αυτή η αγάπη του προς την κτίση, το αηδονάκι από το οποίο διδασκόταν την ησυχία και την ταπείνωση, τα δενδράκια τα οποία πότιζε, τον αετό που προσπάθησε να εξημερώση με την προσευχή κλπ. Έλεγε ότι “προσευχή είναι να πλησιάζεις το κάθε πλάσμα του Θεού με αγάπη και να ζεις με όλα, και με τ’ άγρια ακόμη, εν αρμονία. Αυτό επιθυμώ και προσπαθώ να το εφαρμόζω”.
Ήταν βασική σκέψη του Γέροντα, την οποία συναντούμε σε πολλούς λόγους του, ότι “για να γίνει κανείς χριστιανός, πρέπει να έχει ποιητική ψυχή, πρέπει να γίνει ποιητής. “Χοντρές” ψυχές κοντά Του ο Χριστός δεν θέλει. Ο χριστιανός, έστω και μόνο όταν αγαπάει, είναι ποιητής, είναι μες στην ποίηση”. Στην συνέχεια λέγει: “Να εκμεταλλεύεσθε τις ωραίες στιγμές. Οι ωραίες στιγμές προδιαθέτουν την ψυχή σε προσευχή, την καθιστούν λεπτή, ευγενική, ποιητική. Ξυπνήστε το πρωί να δείτε το βασιλιά ήλιο να βγαίνει ολοπόρφυρος απ’ το πέλαγος. Όταν σας ενθουσιάζει ένα ωραίο τοπίο, ένα εκκλησάκι, κάτι ωραίο, να μη μένετε εκεί, να πηγαίνετε πέραν αυτού, να προχωρείτε σε δοξολογία για όλα τα ωραία, για να ζείτε τον μόνον Ωραίον. Όλα είναι άγια, και η θάλασσα και το μπάνιο και το φαγητό. Όλα να τα χαίρεστε· όλα μας πλουτίζουν, όλα μας οδηγούν στην μεγάλη Αγάπη, όλα μας οδηγούν στον Χριστό”.
Η φύση είναι το μυστικό ευαγγέλιο γι’ αυτόν που έχει την θεία Χάρη μέσα του: “Να ζείτε μέσα σε όλα, στη φύση, στα πάντα. Η φύση είναι το μυστικό Ευαγγέλιο. Όταν, όμως, δεν έχει κανείς εσωτερική χάρη, δεν τον ωφελεί η φύση. Η φύση μας ξυπνάει, αλλά δεν μπορεί να μας πάει στον Παράδεισο”. Με πόση τρυφερότητα μιλάει για το αηδονάκι που κελαδάει. “ Α, τι να σας πω! Αυτό το έζησα, όταν με επισκέφθηκε η θεία χάρις στο Άγιον Όρος. Θυμάμαι τ’ αηδόνι να ξελαρυγγίζεται μες στα δέντρα με τα φτερά του κατά πίσω, για να έχει δύναμη. Πω, πω, πω! Να είχα ένα ποτηράκι με νερό, να του έδινα να πίνει κάθε τόσο, να ξεδιψάει… Γιατί να ξελαρυγγίζεται τ’ αηδόνι, γιατί; Όμως κι αυτό το χαίρεται το κελάηδημά του, το αισθάνεται, γι’ αυτό ξελαρυγγίζεται”.
Είναι καταπληκτικές οι συμβουλές του για τον πνευματικό αγώνα που κάνουν οι Χριστιανοί. Ο άνθρωπος πρέπει να αγωνίζεται “απλά, απαλά, χωρίς βία”, να μην ασχολείται τόσο πολύ με τον διάβολο και τα πάθη, αλλά με την αγάπη του Χριστού, να μάθη να εξασκή την πνευματική εργασία “στα βάθη της ψυχής”, η οποία πρέπει “να γίνεται μυστικά, να μη γίνεται αντιληπτή όχι μόνο απ’ τους άλλους, αλλά ούτε κι από σας τους ίδιους”.
Εδινε μεγάλη σημασία στην ελευθερία του ανθρώπου, γιατί χωρίς αυτήν δημιουργούνται πολλά προβλήματα. Λέγει: “ Ό,τι κάνεις αγγαρία και κλωτσάει η ψυχή σου μέσα σου, βλάπτεσαι. Το έχω πει πολλές φορές αυτό. Έχω δει και μοναχούς κι ανθρώπους κάθε ηλικίας να φεύγουν εντελώς απ’ την Εκκλησία κι απ’ τον Θεό, μην αντέχοντας την εσωτερική πίεση αλλά και την πίεση από άλλα πρόσωπα. Απ’ την πίεση, όχι μόνον αντιδρά κανείς εναντίον της Εκκλησίας, αλλά δεν τη θέλει καν. Δεν τον επηρεάζει θετικά. Δεν καρπούται. Το κάνει, πιεστικά βέβαια, γιατί το είπε ο γέροντας, το είπε ο πνευματικός. Και λέει: “Τώρα πρέπει να πάω, παραδείγματος χάριν, στ’ απόδειπνο”. Ναι, όλα γίνονται, αλλ’ όταν γίνονται τυπικά, βλάπτουν, δεν ωφελούν”.
Ακόμη και όταν ο άνθρωπος προσεύχεται, πρέπει να το κάνη ελεύθερα, και σε σχέση με τον Θεό. “Να μην εκβιάζουμε με τις προσευχές μας τον Θεό. Να μη ζητούμε απ’ τον Θεό να μας απαλλάξει από κάτι, ασθένεια κλπ., ή να μας λύσει τα προβλήματά μας, αλλά να ζητούμε δύναμη και ενίσχυση από Εκείνον, για να τα υπομένουμε. Όπως Εκείνος κρούει με ευγένεια την πόρτα της ψυχής μας, έτσι κι εμείς να ζητούμε ευγενικά αυτό που επιθυμούμε κι αν ο Κύριος δεν απαντάει, να σταματάμε να το ζητούμε”.
Η προσευχή πρέπει να λέγεται με τρυφερότητα. “Αξία έχει να λες την ευχή με τρυφερότητα ψυχής, με αγάπη, με λαχτάρα, και τότε δεν θα σού φαίνεται κουραστική· όπως όταν λες, “μητέρα μου… πατέρα μου”, και νιώθεις πλήρη ανάπαυση”.
Ήξερε καλά ο Γέροντας ότι η θρησκεία μπορεί να βλάψη τον άνθρωπο, όταν ο άνθρωπος δεν την αντιμετωπίζη καλά. Έλεγε: “Η θρησκεία μας είναι αγάπη, είναι έρωτας, είναι ενθουσιασμός, είναι τρέλα, είναι λαχτάρα του θείου. Είναι μέσα μας όλ’ αυτά. Είναι απαίτηση της ψυχής μας η απόκτησή τους. Για πολλούς, όμως, η θρησκεία είναι ένας αγώνας, μια αγωνία κι ένα άγχος. Γι’ αυτό πολλούς απ’ τους “θρήσκους” τους θεωρούνε δυστυχισμένους, γιατί βλέπουνε σε τι χάλια βρίσκονται. Κι έτσι είναι πράγματι. Γιατί αν δεν καταλάβει κανείς το βάθος της θρησκείας και δεν τη ζήσει, η θρησκεία καταντάει αρρώστια και μάλιστα φοβερή”.
Γενικά, ο Γέροντας Πορφύριος, θεραπευμένος από την Χάρη του Θεού διακατεχόταν από μια καρδιακή ευαισθησία ευρισκόμενος ακόμη και στις πιο δύσκολες συνθήκες ζωής και στις πιο ακραίες καταστάσεις του θνητού και παθητού ανθρωπίνου σώματος, των δερματίνων χιτώνων της φθοράς και της θνητότητος.
Πολλές φορές κάνει λόγο για την αξία του πόνου που είναι μια ψυχική δύναμη την οποία έβαλε ο Θεός, κάνει λόγο για την αγάπη, την χαρά, την προσευχή, την οποία όμως ψυχική δύναμη ο διάβολος την οδηγεί προς την κατάθλιψη και βασανίζει τον άνθρωπο. Διδάσκει δε ότι θα πρέπη αυτόν τον πόνο να τον μετατρέπη σε αγάπη, προς το καλό. Υπέροχες είναι οι παρατηρήσεις του, για το πώς θεραπεύεται η κατάθλιψη με το ενδιαφέρον για την κτίση, τα φυτά, τα λουλούδια, με την μουσική, που όλα αυτά επιδρούν ως φάρμακα, προπαντός όμως με την στροφή του ανθρώπου στην αγάπη του Χριστού.
Ακόμη έδινε σημασία στην αμαρτία που είναι μια ψυχική αρρώστια και η οποία μπερδεύει τον άνθρωπο. “Η αμαρτία κάνει τον άνθρωπο πολύ μπερδεμένο ψυχικά. Το μπέρδεμα δεν φεύγει με τίποτε. Μόνο με το φως του Χριστού γίνεται το ξεμπέρδεμα”.
Ο Γέροντας Πορφύριος δεν ήταν ένας άνθρωπος απόκοσμος. Ζούσε μέσα στον κόσμο, στον οποίο και συνεχώς είχε επικοινωνία με τους ανθρώπους. Ήταν άνθρωπος φιλάσθενος και κατά καιρούς είχε πολλές ασθένειες που τον οδηγούσαν προς τον θάνατο. Όμως και σε αυτές τις καταστάσεις δεν τον εγκατέλειπε η αγάπη προς τον Χριστό. Λέγει κάπου: “Όταν ήμουν άρρωστος βαριά και θα έφευγα για τους ουρανούς, δεν ήθελα να σκέφτομαι τις αμαρτίες μου. Ήθελα να σκέφτομαι την αγάπη του Κυρίου μου, του Χριστού μου, και την αιώνια ζωή. Δεν ήθελα να έχω φόβο. Ήθελα να πάω στον Κύριο και να σκέφτομαι την αγαθότητά Του, την αγάπη Του. Και τώρα, που πλησιάζει το τέλος της ζωής μου, δεν έχω άγχος, αγωνία, αλλά σκέφτομαι ότι, όταν παρουσιαστώ στην Δευτέρα Παρουσία και μου πει ο Χριστός: “Εταίρε, πώς εισήλθες ώδε, μη έχων ένδυμα γάμου;”, θα σκύψω το κεφάλι και θα πω: “Ό,τι θέλεις, Κύριέ μου, ό,τι θέλει η αγάπη Σου. Το ξέρω, δεν είμαι άξιος. Στείλε με όπου θέλει η αγάπη Σου. Για την κόλαση είμαι άξιος. Και στην κόλαση να με βάλεις, αρκεί να είμαι μαζί Σου. Ένα θέλω, ένα επιθυμώ, ένα ζητώ, να είμαι μαζί Σου, όπου και όπως θέλεις Εσύ””.
Στο βιβλίο αυτό υπάρχει ένας καταπληκτικός λόγος που αναφέρεται στις αρρώστιες του, αλλά ταυτόχρονα και στην αγάπη του Θεού που αισθανόταν: “Ευχαριστώ τον Θεό, που μου έδωσε πολλές αρρώστιες. Πολλές φορές του λέω: “Χριστέ μου, η αγάπη Σου δεν έχει όρια”. Το πώς ζω είναι ένα θαύμα. Μέσα στις άλλες μου αρρώστιες έχω και καρκίνο στην υπόφυση. Δημιουργήθηκε εκεί όγκος που μεγαλώνει και πιέζει το οπτικό νεύρο. Γι’ αυτό τώρα πια δεν βλέπω. Πονάω φοβερά. Προσεύχομαι, όμως, σηκώνοντας τον Σταυρό του Χριστού με υπομονή. Είδατε τη γλώσσα μου πώς είναι; Έχει μεγαλώσει, δεν είναι όπως ήταν. Είναι και αυτό από τον καρκίνο που έχω στο κεφάλι. Κι όσο πάω, θα γίνομαι χειρότερα. Θα μεγαλώσει κι άλλο, θα δυσκολεύομαι να μιλήσω. Πονάω πολύ, υποφέρω, αλλά είναι πολύ ωραία η αρρώστια μου. Την αισθάνομαι ως αγάπη του Χριστού. Κατανύγομαι κι ευχαριστώ τον Θεό. Είναι για τις αμαρτίες μου. Είμαι αμαρτωλός και προσπαθεί ο Θεός να με εξαγνίσει”.
Και τελειώνοντας την αναφορά μου στον Γέροντα Πορφύριο, που είναι ένας θεραπευμένος άνθρωπος, θα ήθελα να παραθέσω ένα λόγο του, που είναι η πεμπτουσία πολλών άλλων λόγων και δείχνει το πώς πρέπει να διάγη και να είναι ο Χριστιανός, το πώς είναι ο άνθρωπος που θεραπεύεται από την Χάρη του Θεού.
“Η ψυχή του Χριστιανού πρέπει να είναι λεπτή, να είναι ευαίσθητη, να είναι αισθηματική, να πετάει, όλο να πετάει, να ζει μες στα όνειρα. Να πετάει μες στ άπειρο, μες στ’ άστρα, μες στα μεγαλεία του Θεού, μες στη σιωπή. Όποιος θέλει να γίνει χριστιανός, πρέπει πρώτα να γίνει ποιητής. Αυτό είναι. Πρέπει να πονάεις. Ν’ αγαπάεις και να πονάεις. Να πονάεις γι’ αυτόν που αγαπάεις. Η αγάπη κάνει κόπο για τον αγαπημένο. Όλη νύχτα τρέχει, αγρυπνεί, ματώνει τα πόδια, για να συναντηθεί με τον αγαπημένο. Κάνει θυσίες, δεν λογαριάζει τίποτε, ούτε απειλές, ούτε δυσκολίες, εξαιτίας της αγάπης. Η αγάπη προς τον Χριστό είναι άλλο πράγμα, απείρως ανώτερο”.
Ο Γέροντας Πορφύριος είναι καρπός της ησυχαστικής παραδόσεως, θεραπεύθηκε χρησιμοποιώντας την μέθοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως και περιγράψαμε στην αρχή της εισηγήσεως, και στην συνέχεια έζησε μέσα στον κόσμο με ειρήνη και αγάπη.
5. Η ορθόδοξη θεολογία σε σχέση με την υπαρξιακή ψυχολογία του Frankl και την σύγχρονη νευρολογία και ψυχιατρική
Αυτή η προοπτική που έχει η Εκκλησία μας, δεν είναι εντελώς αντίθετη και άσχετη με την σύγχρονη επιστήμη της ψυχοθεραπείας.
Όπως γνωρίζουμε από άλλες αναλύσεις, στον δυτικό Χριστιανισμό χάθηκε αυτή η νηπτική παράδοση της Εκκλησίας, και αναπτύχθηκαν άλλα είδη Χριστιανικής ζωής. Στους Παπικούς αναπτύχθηκε, με τον σχολαστικισμό, η υπερτροφική λογική που ετέθη στην βάση της Χριστιανικής αλλά και της εν γένει ζωής, και στους Προτεστάντες αναπτύχθηκε η ηθικιστική ζωή, που αφήνει ανεξέλεγκτο όλο τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Ακριβώς για τον λόγο αυτόν, ευρισκόμενος ο δυτικός άνθρωπος μέσα στα στενά και απάνθρωπα πλαίσια του σχολαστικισμού και του πουριτανισμού, έφθασε στο σημείο να ανακαλύψη έναν άλλο τρόπο για να λύση τα ποικίλα προβλήματα και αυτός είναι η ψυχολογία, η ψυχανάλυση και η ψυχοθεραπεία. Επομένως, αυτή η ανακάλυψη είναι στην πραγματικότητα αναζήτηση της νηπτικής θεολογίας που έχει η Εκκλησία. Γι’ αυτό και η προσφορά της Εκκλησίας μας στην αναζήτηση του δυτικού ανθρώπου είναι η προσφορά του θησαυρού που έχει και αυτός είναι η νηπτική – ησυχαστική παράδοση.
Μεταξύ των μεθόδων που ανακαλύφθηκαν στην Δύση για την θεραπεία των εσωτερικών καταστάσεων είναι και η λεγόμενη υπαρξιακή ψυχοθεραπεία, η οποία ονομάσθηκε από τον Frankl λογοθεραπεία, που αναφέρεται στην εύρεση νοήματος για την ζωή.
Ο Frankl στα κείμενά του κάνει λόγο, για το ότι η λογοθεραπεία είναι η εύρεση και αναζήτηση λόγου-νοήματος για την ζωή, για την διαφορά μεταξύ λογοθεραπείας και ψυχανάλυσης, για τις τρεις βασικές προϋποθέσεις της λογοθεραπείας “ελευθερία θέλησης, θέληση για νόημα, νόημα ζωής”, για την τραγική τριάδα “πόνος, θάνατος και ενοχή”, για τις νοογενείς και ψυχογενείς νευρώσεις, για το φαινόμενο της παράδοξης πρόθεσης, για την υπαρξιακή συνάντηση με τον λογοθεραπευτή κλπ. Αυτά είναι πολύ σημαντικά, γιατί προσεγγίζουν πολύ στην μέθοδο που έχει η Εκκλησία μας, χωρίς, βέβαια, να αγνοούμε τις ιδιαίτερες προϋποθέσεις μεταξύ των δύο.
Επίσης, πρέπει να λεχθή ότι, σήμερα στην Αμερική γίνεται αντιληπτό ότι τα προβλήματα που βασανίζουν τον άνθρωπο είναι σύνθετα και γι’ αυτό πρέπει όλες οι επιστήμες να συνεργάζωνται μεταξύ τους, ακόμη και η επιστήμη πρέπει να χρησιμοποιήση και την γνώση που προέρχεται από τον θρησκευτικό χώρο, γιατί όλα τα προβλήματα του ανθρώπου είναι συνάρτηση των γονιδίων του και του περιβάλλοντος, καθώς επίσης και των ιδανικών που έχει θέσει στην ζωή του ο άνθρωπος.
Πριν λίγο καιρό διάβαζα στο Neurology, που είναι το επίσημο περιοδικό της Amerikan Society of Neurology, ένα άρθρο με τίτλο “Νευρολογία και ψυχιατρική, κλείνοντας τον μεγάλο διχασμό”, το οποίο συνέγραψαν τρεις αμερικανοί επιστήμονες, οι Price, Adams και Coyle.
Ένα από τα ενδιαφέροντα σημεία του είναι το ότι, ενώ πριν λίγο καιρό υπήρχε διάσταση απόψεων και μη συνεργασία μεταξύ ψυχιατρικής και νευρολογίας, ακόμη και στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, αφού “το να καταφέρεις να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι, τους νευρολόγους και ψυχιάτρους της εποχής, χωρίς την βοήθεια της αστυνομίας ήταν από μόνο του μεγάλο επίτευγμα” (σελ. 3-4), εν τούτοις σήμερα παρατηρείται ότι είναι ανάγκη να συνεργάζωνται μεταξύ τους, αφού σήμερα “τα θεμέλια της διάκρισης μεταξύ νευρολογίας και ψυχιατρικής σταδιακά εξαλείφονται. Ένας δεύτερος λόγος που συνηγορεί υπέρ της ενοποίησης νευρολογίας και ψυχιατρικής είναι η αναγνώριση ότι ψυχιατρικά συμπτώματα είναι συχνά και συνεισφέρουν σημαντικά στην νοσηρότητα των νευρολογικών ασθενειών καθώς και ότι πολλά χαρακτηριστικά των ψυχιατρικών παθήσεων μπορεί στην πραγματικότητα να έχουν νευρολογικό αίτιο” (σελ. 5).
Επίσης υπογραμμίζεται ότι, μέρα με την ημέρα με έρευνες και πειράματα αποδεικνύεται περίτρανα ότι “οι μοντέρνοι επιστήμονες έχουν επιβεβαιώσει ότι οι οργανισμοί είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ έκφρασης των γονιδίων και περιβάλλοντος”, ότι “η επιβίωση και πολλαπλασιασμός των νέων νευρώνων μπορεί να επηρεασθεί από την εμπειρία”, ότι “ο εγκέφαλος και το περιβάλλον έχουν ενεργό, σοβαρή επικοινωνία και επηρεάζουν το ένα το άλλο με αμφίδρομο τρόπο”, ότι “η σχιζοφρένεια, οι διαταραχές της διάθεσης, οι μανιοκαταθλιπτικές παθήσεις, παθήσεις πανικού, ο εθισμός και ο αυτισμός, τώρα αναγνωρίζονται ως ψυχιατρικές παθήσεις με υποκειμενικές βιολογικές αλλοιώσεις”, “ότι η έκφραση ενός γονιδίου είναι στενά συνδεδεμένη και μπορεί να αλλάξει με την επίδραση περιβαλλοντολογικών παραγόντων” κλπ. Μάλιστα οι αρθρογράφοι επιστήμονες αναφέρονται σε έρευνα, σύμφωνα με την οποία ο εγκέφαλος μιας ομάδας ανθρώπων, που έμαθαν να γράφουν και να διαβάζουν, έχει καλύτερη αντίδραση σε διάφορα γεγονότα. Όπως γράφουν “η μάθηση ανάγνωσης και γραφής κατά την παιδική ηλικία αλλάζει την λειτουργική νευροανατομία του εγκεφάλου, και ότι η απόκτηση μάθησης και άλλων επίκτητων ικανοτήτων μεταβάλλει την λειτουργία του εγκεφάλου και σε άλλες παρόμοιες εργασίες”. Οι επιστήμονες αυτοί αναφέρονται σ’ ένα λόγο του Φρόϋντ, σύμφωνα με τον οποίο η φυσιολογία και η χημεία του μέλλοντος, θα δώσουν απαντήσεις σε τεθέντα ερωτήματα και, όπως χαρακτηριστικά έλεγε, “μπορεί να είναι τέτοιας μορφής που θα αχρηστεύσουν τις τεχνητά φτιαγμένες υποθέσεις μας”. Ακριβώς για τον λόγο αυτόν, οι επιστήμονες αυτοί υποστηρίζουν ότι, είναι ανάγκη να συνεργάζωνται στενά η ψυχιατρική με την νευρολογία, καθώς επίσης “πρέπει να ενσωματώσουμε προοπτικές και από άλλους χώρους όπως κοινωνιολόγους, φιλοσόφους, ειδικούς θεμάτων δεοντολογίας και ηθικής, αντιπροσώπους θρησκειών, συμβουλευτικές ομάδες ασθενών, και ακόμη νομικούς”.
Επίσης παρατηρείται ότι, “εκτεταμένη συνεργασία μεταξύ νευρολογίας, ψυχιατρικής, νευροχειρουργικής, νευροφυσιολογίας, και άλλων επιστημών μπορεί να επικεντρωθεί 1) στο πώς βιολογικές λειτουργίες του εγκεφάλου δίνουν γένεση σε “ψυχικές” (mental) εκδηλώσεις, 2) στο πώς περιβαλλοντικοί παράγοντες τροποποιούν την βιολογική δομή του εγκεφάλου 3) στο πώς αυτές οι γνώσεις θα βοηθήσουν την “ψυχική” (mental) υγεία και στην ανάνηψη από βλάβες του εγκεφάλου” (σελ. 10). Έτσι “η ψυχιατρική θα συνεχίση τον μοναδικό κλινικό της ρόλο που περιλαμβάνει την διάγνωση και ταξινόμηση των “ψυχικών” (mental) παθήσεων, την μελέτη των σημαντικών σχέσεων μεταξύ του εγκεφάλου και των εμπειριών της ψυχοπαθολογίας και την εκτίμηση ειδικών φαρμακολογικών και ψυχολογικών παρεμβάσεων σε αυτές. Θα παραμείνη ο εκπρόσωπος της ιατρικής στην κοινωνία …. Η νευρολογία θα αυξήση την εμπλοκή της στην βασική και κλινική έρευνα σε διαταραχές συμπεριφοράς στις νευροψυχιατρικές παθήσεις…”
Επομένως, είναι φανερό ότι χρειάζεται συνεργασία μεταξύ της νευρολογίας και ψυχιατρικής, αφού η νευρολογία θα εξετάζη τις επιπτώσεις του περιβάλλοντος και του ψυχισμού στον βιολογικό οργανισμό του ανθρώπου, και η ψυχιατρική θα εξετάζη τις επιπτώσεις της νευροβιολογίας στην ψυχολογική και κοινωνική συμπεριφορά του ανθρώπου. Αλλά και οι δύο αυτές επιστήμες πρέπει να δεχθούν τα πορίσματα των άλλων επιστημών, ακόμη και της θρησκείας, γιατί έχει υποστηριχθή ότι τα ιδανικά, η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό και η επίδραση της σατανικής δυνάμεως, καθώς επίσης και της θείας ενεργείας, έχουν επιπτώσεις, θετικές ή αρνητικές, στην ψυχολογική, αλλά και βιολογική κατάσταση του ανθρώπου. Είναι γνωστόν από διάφορες μελέτες και έρευνες ότι, η πίστη του ανθρώπου στον Θεό έχει συνέπεια στον οργανισμό του, αλλά και έχει, ακόμη, διαπιστωθή ότι ο σατανάς ενεργεί δια του αρρωστημένου εγκεφάλου, όταν, βέβαια, συντρέχουν και άλλες πνευματικές προϋποθέσεις.
Αυτό πρέπει κυρίως να λεχθή για την Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία δεν είναι μια θρησκεία που ικανοποιεί τα συναισθήματα του ανθρώπου και του δίδει μια υπαρξιακή μεταφυσική “παρηγοριά”, σαν ένα είδος “ναρκωτικού”, αλλά τον φέρει σε συνάντηση “πρόσωπον προς πρόσωπον” με τον αληθινό Θεό, πράγμα το οποίο έχει σημαντικές ανθρωπολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Η υπέρβαση του θανάτου, όπως φαίνεται στην ζωή των αγίων, αλλά και στην αφθαρσία των λειψάνων τους, δείχνει την αληθινότητα της θεραπείας και την μεγάλη προσφορά της Ορθοδόξου θεολογίας.
Βεβαίως δεν αρνείται κανείς την προσφορά της επιστήμης γενικά, αλλά και της νευρολογίας και ψυχιατρικής ειδικότερα στην ψυχολογική και σωματική υγεία του ανθρώπου. Ο άνθρωπος που βρίσκεται στην κατάσταση της πτώσεώς του μπορεί να βρη πολλούς τρόπους για να παρηγορήται, όπως εκείνος που είναι φυλακισμένος μπορεί να ξεπερνά την οδύνη της φυλακής του, χρησιμοποιώντας ποικίλες μεθόδους από την καθημερινή ζωή. Ένας Γέροντας έλεγε ότι οι άθεοι και όσοι ζουν εκτός της Εκκλησίας μπορούν να χρησιμοποιούν μερικούς ανθρώπινους και καθημερινούς τρόπους, προκειμένου να ξεκουρασθούν από την οδύνη που αισθάνονται. Και σε αυτό βοηθά η ψυχιατρική, η ψυχανάλυση, η ψυχολογία. Όμως το πρόβλημα δεν είναι μια ψυχολογική ανάπαυση και μια ανθρώπινη παρηγοριά, αλλά η υπέρβαση του θανάτου, η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό. Αυτό επιτυγχάνεται μόνον με την ορθόδοξη θεολογία και την ορθόδοξη νηπτική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Όλα τα ανθρώπινα μέσα και οι ψυχολογικοί τρόποι θεραπείας του ανθρώπου, καίτοι δημιουργούν μια αναψυχή, εν τούτοις κινούνται μέσα στην κτιστότητα, την φθαρτότητα και την θνητότητα, δηλαδή ευρίσκονται μέσα στην πεπτωκυία κατάσταση και δεν μπορούν να εξαγάγουν τον άνθρωπο από την περιοχή του θανάτου. Μόνον η μέθεξη της ακτίστου Χάριτος είναι εκείνη που δίνει άλλο νόημα και προοπτική στην θνητότητα και κτιστότητα του ανθρώπου, γιατί μόνον το άκτιστον μπορεί να βοηθήση τον κτιστό άνθρωπο να εξέλθη από τα όρια της κτιστότητός του.
Το συμπέρασμα αυτής της μικρής εισηγήσεως είναι ότι, εμείς οι Ορθόδοξοι έχουμε ένα μεγάλο θησαυρό και πλούτο, τον οποίο, δυστυχώς, εν πολλοίς αγνοούμε. Σήμερα με τις μελέτες που γίνονται, έρχεται στην επιφάνεια αυτός ο πλούτος. Όμως, παλαιότερα πολλοί θρησκευόμενοι κύκλοι στην Ελλάδα, αγνοούσαν αυτήν την ησυχαστική – νηπτική μέθοδο της Εκκλησίας, με αποτέλεσμα να ενθουσιάζονται από τις δυτικές ανακαλύψεις που όπως είδαμε, ήταν αποτέλεσμα της άγνοιας της ορθοδόξου μεθόδου θεραπείας.
Είναι καιρός λοιπόν να μη αισθανόμαστε φτωχοί συγγενείς εν σχέσει με αυτά που γίνονται στον δυτικό χώρο, αλλά να εισδύσουμε στο βάθος του δικού μας πολιτισμού και της δικής μας παραδόσεως και να δούμε τα στοιχεία της. Άλλωστε αυτό είναι επιστημονικό γιατί ανταποκρίνεται στην λεγομένη διαπολιτιστική μέθοδο θεραπείας. Σε μας δεν ισχύει το λεγόμενο αγγλοσαξονικό πρότυπο, αλλά ένα άλλο πρότυπο που αναπτύσσεται από την όλη παράδοσή μας. Μπορούμε να προσλάβουμε μερικά στοιχεία από την δυτική παράδοση, αλλά αυτα τα στοιχεία πρέπει να αφομοιωθούν ουσιαστικά μέσα στον δικό μας οργανισμό.
Γενικά, πρέπει να δώσουμε μεγαλύτερη προσοχή στην θεολογία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, του Γέροντος Πορφυρίου και πολλών άλλων, διότι “παράγουν” αποδεδειγμένως θεραπευτικά αποτελέσματα.