Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Ἰωαννίνων κ.κ. Μάξιμε υἱϊκῶς ἐκ μέσης καρδίας σᾶς εὐχαριστῶ πού μέ τήν εὐλογία σας σήμερα παρευρίσκομαι ἀνάμεσά σας ὡς ὁμιλητής μέ θέμα: «Περί προσευχῆς – ἡ εὐχή τοῦ Ἰησοῦ».
Σεβασμιώτατε, σεβαστοί μου πατέρες καί ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, μέγιστο προνόμιο στόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ προσευχή. Καί προσευχή σημαίνει ἀνάτασι στόν οὐρανό καί διάλογος καί προσωπική ἐπικοινωνία μας μέ τόν Θεό. Ὡς πρός τήν ποιότητά της, εἶναι συνουσία μετά τοῦ Θεοῦ, ἐφ᾽ ὅσον συνάπτεται ὁ ἄνθρωπος μετά τοῦ Θεοῦ, δηλαδή μέ τίς ἄκτιστες θεϊκές ἐνέργειες.
Ἡ προσευχή εἶναι τό ὀξυγόνο τῆς ψυχῆς, εἶναι ἡ ζωή τῆς ψυχῆς, εἶναι ὁ καθρέφτης τῆς πνευματικῆς προκοπῆς καί καταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Δέν νοεῖται πρόοδος στά πνευματικά χωρίς προσωπική βελτίωσι στήν προσευχή, ὅπου ἐκεῖ φαίνεται ἡ πνευματική μας κατάστασις.
Δίχως προσευχή ἡ ψυχή πάσχει ἀπό ἀσιτία, εἶναι νηστική καί ἀτροφεῖ, εἶναι «ζωντανή νεκρή», ὅπως ἀκριβῶς τό σῶμα δέν ζεῖ δίχως τροφή.
Δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι ἡ προσευχή εἶναι μία ἀπό τίς ἐντολές. Καί βέβαια, εἶναι ἀπό τίς πιό βασικές. Μέ τήν προσευχή βελτιωνόμαστε στήν τήρησι τῶν ἐντολῶν. Ἀλλά καί ἀντίστροφα μέ τήν τήρησι τῶν ἐντολῶν προαγόμεθα στήν προσευχή.
Ἡ προσευχή γιά νά γίνη εὐπρόσδεκτη ἀπό τόν Θεό, πρέπει κατά τό ὀλιγώτερο ἤ περισσότερο, νά τηρηθοῦν ὁπωσδήποτε κάποιες προϋποθέσεις. Διαφορετικά, ἄν δέν τηρηθοῦν, δέν θά φθάνη στόν οὐρανό. Δέν θά ξεπερνᾶ σέ ὕψος, ὅπως ἔλεγε ὁ Ὅσιος Παΐσιος, οὔτε τό ἴδιο μας τό κεφάλι.
Οἱ προϋποθέσεις τῆς προσευχῆς εἶναι ἀνεξάντλητες, ἀλλά κάποιες ἀπό αὐτές εἶναι οἱ ἑξῆς:
Κατ᾽ ἀρχήν, θά πρέπη νά γίνεται ἡ προσευχή μας μέ πνεῦμα ταπεινώσεως, μέ βαθειά αὐτογνωσία καί αὐτομεμψία, χωρίς δικαιολογίες καί ἐξιδανικεύσεις τῶν πτώσεών μας, τῆς ὄχι σωστῆς συμπεριφορᾶς μας. Μέ μία λέξι, θά πρέπη νά εἶναι »τελωνική»: »Ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».
Ἐπίσης, δέν πρέπει νά ὑπάρχη ἐχθρότητα μέ τόν ὁποιονδήποτε συνάνθρωπό μας, νά συνοδεύεται ἀπό κρυφές ἐλεημοσύνες, καί γενικώτερα νά ἔχωμε καρδίαν ἐλεήμονα.
Ἐπίσης, ἀπαραίτητη προϋπόθεσις γιά τήν προσευχή εἶναι ἡ ταπείνωσι τοῦ σώματος μέ νηστεία, μετάνοιες, μέ τήν ποικίλη ἄσκησι, καί σέ ποσότητα, καί σέ ποιότητα.
Ἡ σωστή προσευχή πρέπει νά προβάλλη αἰτήματα πνευματικῆς κυρίως διαστάσεως.
Ἐπίσης, πρέπει νά προσευχώμαστε μέ πίστι, ὄχι ἁπλῶς στήν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί στήν Πρόνοιά Του.
Ἀπαιτεῖται Ὀρθοδοξότητα μέσα στήν προσευχή. Εἶναι ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ Κύριος: »Ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν».
Μία θεάρεστη προσευχή πρέπει νά ἔχη, ἐκτός ἀπό τήν ἱκεσία, πηγαία δοξολογία καί εὐχαριστία. Ἔλεγε ὁ Ρῶσος ἀσκητής τῆς Καψάλας παπα-Τύχων ὅτι ἕνα »δόξα σοι ὁ Θεός» ἀπό τήν καρδιά μας, κάνουν χίλια »Κύριε ἐλέησον».
Ἡ προσευχή δέν εἶναι αὐτοσκοπός, ἀλλά εἶναι ἕνα μέσον νά πλησιάσωμε τόν Θεό. Πρέπει νά ἔχωμε ὡς σκοπό πρώτιστο τήν ἀπέκδυσι – μεταστροφή τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Ὄχι νά κάνωμε προσευχή καί νά κρατᾶμε τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες μας. Αὐτό εἶναι μεγίστη πλάνη. Καί πολλές φορές, ἀπό τέτοιες προσευχές, ὅταν ἐπιμένωμε νά κρατᾶμε τά πάθη μας, καί μάλιστα ἐν συνειδήσει, ἀπό τήν προσευχή τελικά πολλές φορές, δέν ὁδηγούμαστε σέ σωστούς δρόμους. Ἄν δηλαδή δέν προσέξωμε, μπορεῖ νά πέσωμε ἀκόμη καί σέ πλάνη. Ὁ πρῶτος καρπός τῆς προσευχῆς εἶναι νά φωτισθοῦμε νά ἀποβάλλωμε αὐτές τίς ἀδυναμίες μας.
Ἡ εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν» ἤ πιό ἁπλᾶ καί συμπεπυκνωμένα «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», εἶναι ἡ πιό δραστική καί ἀποτελεσματική μέθοδος προσευχῆς ἐναντίον τῶν τριῶν μεγάλων ἐχθρῶν τῆς σωτηρίας μας.
Ὁ πρῶτος καί κύριος ἐχθρός μας εἶναι ὁ ἴδιος μας ὁ ἑαυτός. Μέ τά χούγια μας καί τά πάθη μας, πού πολλές φορές, ὄχι μόνο ὅλα αὐτά δέν τά ἐντοπίζομε, ἀλλά τά θεωροῦμε ἀκόμη καί γιά προτερήματα.
Δεύτερος ἐχθρός μας εἶναι ὁ διάβολος, πού «ὡς λέων ὀρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίει». Σάν λιοντάρι δηλαδή πού βρυχᾶται, μέ τήν πνευματική ἔννοια, ζητᾶ νά δῆ, μέχρι τελευταίας πνοῆς μας, ποιόν θά καταφέρη νά κατασπαράξη.
Καί ὁ τρίτος μεγάλος ἐχθρός μας εἶναι ὁ κόσμος, ὁ ὁποῖος κατά τήν Γραφή κεῖται ἐν τῷ πονηρῷ, μέ ὅλες τίς ἐν γένει ἀντίθεες παραστάσεις τῆς καθημερινότητος.
Στό πρῶτο τμῆμα τῆς εὐχῆς τοῦ Ἰησοῦ, στό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ Υἱέ τοῦ Θεοῦ Ἰησοῦ, παραδεχόμαστε τήν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἔπαθε ὑπέρ ἡμῶν καί ἀντί ἠμῶν, στήν θέσι μας δηλαδή καί γιά χάρι μας, ἐκπληρώνοντας ἔτσι τήν σχετική προφητεία τοῦ ἀποδιοπομπαίου τράγου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί μᾶς ἄνοιξε ἐκ νέου τόν δρόμο γιά τόν χαμένο Παράδεισο καί τήν κατά Χάριν Θέωσί μας.
Στό δεύτερο τμῆμα τῆς εὐχῆς, στό «ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν», παραδεχόμαστε τήν ἐνοχή μας, ἔστω καί ἄν δέν τήν καταλαβαίνωμε. Καί αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο νά τό κάνωμε. Παραδεχόμενοι λοιπόν τήν ἐνοχή μας, ἐπικαλούμεθα τό Θεῖο ἔλεος.
Τό »ἐλέησόν με» θά πῆ »σπλαγχνίσου με, Κύριε» καί τό »σπλαγχνίσου με», μέ τήν σειρά του, «μεταφράζεται» ποικιλοτρόπως, σέ »φώτισέ με, Κύριε», σέ »ἐνίσχυσέ με, Κύριε», »θεράπευσέ με, Κύριε», καί πρό πάντων, »συγχώρεσέ με, Κύριε», σέ κάθε στιγμή, περίστασι καί πειρασμό.
Ὄχι, ὅμως ὅπως κρίνομε ἐμεῖς οἱ ἐμπαθεῖς, ἀλλά ὅπως θά ἔκρινε ἡ ἀλάνθαστη κρίσι τοῦ Θεοῦ. Ὅ,τι δηλαδή κυρίως εἶναι γιά τό πνευματικό καί αἰώνιο συμφέρον μας. Γιατί, ἄς μή κρυβόμαστε. Ἐμᾶς, μᾶς ἐνδιαφέρει νά περνᾶμε καλά, κυρίως σέ αὐτήν τήν ζωή. Τόν Θεό ὅμως, σάν καλός καί πάνσοφος Πατέρας πού εἶναι, δέν τόν ἐνδιαφέρει τόσο αὐτή ἡ πρόσκαιρη ζωή, ἀλλά ἡ κατά τό δυνατόν αἰωνία προσωπική μας βελτίστη πνευματική ἀποκατάστασις.
Καί πολλές φορές κάποια προσωπική, ἐπαγγελματική, ἤ οἰκογενειακή ἀποτυχία, ἤ, πολύ περισσότερο, μιά ἀρρώστεια, ἕνας θάνατος κλπ., ὅσο φυσικά, καί ἄν τά προαναφερθέντα εἶναι ἀναμφισβήτητα πολύ ὀδυνηρά, κανείς δέν ἀντιλέγει, ὅμως, ἐάν ὅλα αὐτά τά ἀξιοποιήσωμε πνευματικά, ἀποτελοῦν σημαντικώτατο ψυχοσωτήριο, προσωπικό μας παράγοντα.
Ἄλλο θέμα βέβαια εἶναι ὅτι πολλές φορές, κάποιες δικές μας προσωπικές ἀτασθαλεῖες, μέ ὀδυνηρές γιά μᾶς συνέπειες, καί ὑλικές, καί πνευματικές, ἀπό νοσηρή μας ψευτοευλάβεια καί ἀπό καμουφλαρισμένη διάθεσι αὐτοδικαιώσεως, τίς ἀποδίδομε στόν Θεό, καί ὄχι στήν δική μας ἀστοχία.
Λέγοντας τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, ζοῦμε τήν ὄντως μακαρία κατάστασι τῆς ταπεινώσεως. Ἡ ταπείνωσις δέν εἶναι ταπεινολογίες καί εὐσεβισμός, δέν εἶναι νά καθόμαστε π.χ. εὐσεβίστηκα, σάν κολῶνες ἤ ἀγάλματα, ἀφύσικα, ἀλλά εἶναι ἡ πιό ρεαλιστική κατάστασι.
Κατά τόν ἄγιο Μάξιμο ἡ ταπείνωσις συνίσταται, ἁπαρτίζεται, ἀπό μιά διπλῆ γνῶσι καί ἐπίγνωσι. Κατ᾽ ἀρχάς, συνίσταται στήν ἐπίγνωσι τῆς δυνάμεως καί τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ καί ταυτόχρονα στήν συναίσθησι τῆς δικῆς μας προσωπικῆς πνευματικῆς ἀδυναμίας. Ἀλλά, γιά νά γνωρίσωμε αὐτές τίς δύο ρεαλιστικώτατες πραγματικότητες καί καταστάσεις, πρέπει νά ἀγωνιζώμαστε. Διαφορετικά, ὅσο καί ἄν εἴμαστε ἔξυπνοι, ἤ διαβασμένοι, τίποτε δέν μποροῦμε νά καταλάβωμε ἀπό αὐτά τά δύο.
Γιά παράδειγμα, πῶς μποροῦμε νά ἐννοήσωμε, νά γνωρίσωμε ἐμπειρικά, τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἐάν ὁ ἴδιος ὁ Θεός δέν μᾶς ἀποκαλύψη, διά τῆς ἐμπειρίας, λίγο ἀπό τήν ἀμέτρητή Του δόξα; Καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι, πάνω στόν ἀγῶνα, ἐκ πείρας, ἐγνώρισαν τήν δύναμι, τήν λύσσα καί τήν μανία τοῦ σατανᾶ καί τῶν δαιμόνων, τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καί ἀσθένεια καί ἀνεπάρκεια, ἀλλά καί τήν ταυτόχρονη λυτρωτική ἐπέμβασι τοῦ Θεοῦ, πού, τίς πιό πολλές φορές, συνωδεύετο μέ κάποια θεοπτία, θεοφάνεια, ἤ τέλος πάντων, μέ κάποια ἄμεση ἤ ἔμμεση θεία ἐπέμβασι. Πολλές φορές λέμε, πῶς φέρει τά πράγματα ὁ Θεός καί μᾶς σώζει ἀπό κάτι. Πού αὐτό σίγουρα, δέν εἶναι τυχαῖο.
Στό πρῶτο στάδιο τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, τό »Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», γιά μᾶς πού εἴμαστε ἀρχάριοι πνευματικά, ἐνδείκνυται καί ἐπιβάλλεται νά τήν λέμε ψιθυριστά. Καί, ὅταν λέμε ψιθυριστά, ἐννοοῦμε νά ἀκούη τό αὐτί τί λέει τό στόμα. Αὐτό βέβαια, ταιριάζει ἰδιαίτερα ὅταν εἴμαστε μόνοι μας καί δέν γινώμαστε ἀντιληπτοί ἀπό τούς ἄλλους.
Ὁπότε, ὅταν εἴμαστε ἐντελῶς μόνοι μας, μποροῦμε, ἄν θέλωμε, νά τήν λέμε καί ἐκφώνως. Ἀλλά, νά μή ξεχνᾶμε κάτι: Ὅτι ὁ Θεός εὐχαριστεῖται, εὐφραίνεται, στήν κρυφή πνευματική προσωπική ἐργασία μας καί ὄχι στίς διαφημίσεις. Πολλές φορές, ἀπό καλή ἴσως διάθεσι ἐπειδή μᾶς κλέβει ἐκεῖ ὁ πειρασμός, νομίζομε ὅτι πρέπει νά λέμε τό καλό πού κάνομε, γιά ὠφέλεια δῆθεν τῶν ἄλλων κλπ.
Πρέπει λοιπόν νά τήν λέμε στήν ἀρχή ψιθυριστά, κατά μείζονα λόγον ὅταν εἴμαστε ἀπερίσπαστοι, ἀλλά καί ὅταν ἔχωμε κάποιες ἄλλες ἀσχολίες. Μέ ἄλλα λόγια, δέν ὑπάρχει ἀκατάλληλη στιγμή πού νά μή λέγεται ἡ εὐχή. Καί πρέπει νά εὑρίσκωμε κάποιο χρόνο κατά τήν διάρκεια τῆς ἡμέρας, πού νά εἴμαστε ἀπερίσπαστοι. Ὅσο καί ἄν νομίζωμε ὅτι δέν ὑπάρχει τέτοιο χρονικό διάστημα, δέν ὑπάρχει δικαιολογία. Διότι, ἄν ἀναρωτηθῆ ὁ καθένας μας ποῦ καί πῶς καταναλώνομε τόν χρόνο τῆς ἡμέρας, θά βροῦμε ὅλοι μας ὅτι τόν περνᾶμε σέ πράγματα, ἄν ὄχι βλαβερά, τοὐλάχιστον ἀνώφελα. Καί αὐτός ὁ χρόνος, πού διαθέτομε στήν προσευχή, ὄχι μόνο δέν πάει χαμένος, ἀκόμη καί γιά τά βιοτικά, ἀλλά μᾶς δημιουργεῖ μία κατάστασι νήψεως, ἐγρηγόρσεως, καί ἔτσι ἀποδίδομε πολύ καλύτερα καί στίς καθημερινές ἐργασίες τῆς ἡμέρας καί ξεφεύγομε, ἄν λέμε τήν εὐχή, ἀπό πολλές παγίδες, ἀπό πολλά ἀπρόοπτα, τά ὁποῖα, ἐάν δέν τά ἀντιμετωπίσωμε σωστά, μέ πνευματική ἐγρήγορσι καί μέ τόν φωτισμό τῆς εὐχῆς, τότε θά χάσωμε πολύ περισσότερο χρόνο ἀντιμετωπίζοντάς τα διαφορετικά. Καί, ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά θά βλαφθοῦμε καί πνευματικά καί θά ἔχωμε ποικίλλου εἴδους ἄλλες φθορές.
Ἔτσι, ὅπως ἤδη εἴπαμε, καί παράλληλα μέ πάσης φύσεως ἀσχολίες, ὄχι ἁπλῶς ἐπιτρέπεται, ἀλλά ἐπιβάλλεται νά λέμε τήν εὐχή.
Βέβαια, ἴδιον τοῦ νοός εἶναι τό ἄστατον, δηλαδή νά φεύγη πέρα-δῶθε. Ὅπως λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, τό μυαλό μας ὁμοιάζει μέ κάποιο ἀλητάκι, τοῦ ὁποίου τοῦ ἀρέσει νά σεργιανάη τῇδε κακεῖσε. Ἔτσι, καί ὁ νοῦς μας ἀρέσκεται στό νά πηγαίνη σέ διάφορες ὑποθέσεις, ἀπό ἐδῶ καί ἀπό ἐκεῖ. Ἀλλά, ὅπου ἐπεμβαίνει ὁ Θεός, τά πάντα σταθεροποιοῦνται. Ἔτσι θά συμβῆ καί στήν περίπτωσι τοῦ νοός μας, ὅταν ἐπέμβη ὁ Θεός, θά ἔχωμε εὐχή ἀμετεώριστη, δηλαδή χωρίς διακοπές, χωρίς νά σκεπτώμεθα ἄλλες ὑποθέσεις. Ἀλλά γιά νά ἐπέμβη ὁ Θεός, πρέπει νά προηγηθῆ, ἀπαραιτήτως ἀπό τή πλευρά μας, μέχρις ἐξαντλήσεως θά λέγαμε, ἡ ἀνθρωπίνη προσπάθεια, τό ἀνθρώπινο φιλότιμο. Καί μέ σωστό ἐννοεῖται πάντα φρόνιμα.
Ἐκεῖνο πού θά θέλαμε νά τονίσωμε στό σημεῖο αὐτό, εἶναι ὅτι, κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, δέν πρέπει νά υἱοθετοῦμε καμμία ἀπολύτως σκέψι. Ὄχι μόνο τίς βλαβερές σκέψεις, ὄχι μόνο τίς ἀνωφελεῖς, ἀλλά καί τίς πλέον »ὠφέλιμες». Ἡ λέξις »ὠφέλιμες» τίθεται σέ εἰσαγωγικά, διότι τελικά, τοὐλάχιστον γιά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, κάθε ἄλλο παρά ὠφέλιμες εἶναι. Εἶναι μιά ὕπουλη παγίδα τοῦ διαβόλου. Διότι τό πλέον ὠφέλιμο, τοὐλάχιστον γιά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, εἶναι νά προσέχωμε, χωρίς φαντασιώσεις, μόνο στά λόγια τῆς προσευχῆς.
Νά τό ποῦμε πιό ἁπλᾶ γιά νά γίνωμε πιό κατανοητοί. Νά μή σκεπτώμεθα, οὔτε ἐκκλησίες, οὔτε μοναστήρια, οὔτε ἁγίους, οὔτε εἰκόνες, οὔτε τίς διάφορες συνομιλίες πού εἴχαμε μέ ἀνθρώπους φωτισμένους καί εἴχαμε γοητευθῆ καί εἴχαμε βοηθηθῆ ἀπό αὐτούς. Τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά, πού, ἄν τά σκεφθοῦμε ἄλλες ὧρες καί στιγμές, εἶναι ὄντως ἀπαραίτητα, ὠφέλιμα καί μᾶς δίνουν δύναμι καί φώτισι στόν προσωπικό μας ἀγῶνα. Τό νά τά διώχνωμε ὅλα αὐτά ὅμως εἶναι πάρα πολύ ὀδυνηρό στήν ἀρχή, γιατί εἶναι κακομαθημένος ὁ ἑαυτός μας, ὁ νοῦς μας. Εἶναι μέν ὀδυνηρό, ἀλλά πάντα ὠφέλιμο καί ἀπαραίτητο.
Διότι, ἰδιαίτερα κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, μᾶς πολεμάει μέ λύσσα, μέ μέθοδο, μέ ἰδιαίτερη μανία ὁ διάβολος. Μᾶς πολεμοῦν αἰσχροφρικιαστικοί καί ἀλλόκοτοι λογισμοί πάσης φύσεως καί κατευθύνσεως. Μᾶς πολεμάει ἡ ἀκηδία, ἔρχονται στήν ἐπιφάνεια ἀπωθημένα, πάρα πολλά, ἴσως καί ξεχασμένα, ἔρχεται ἄκαιρος θυμός, πού πολλές φορές εἶναι πάρα πολύ δυνατός, καί κατά τήν προσευχή, καί μετά τήν προσευχή. Μᾶς ἔρχονται στόν νοῦ μας διάφορες δουλειές, ὑποχρεώσεις, νά μή ξεχάσωμε τό ἕνα, νά μή ξεχάσωμε τό ἄλλο – δῆθεν, ἀπαραίτητο αὐτό, ἀπαραίτητο ἐκεῖνο, κλπ. Μᾶς τά διογκώνει ὅλα αὐτά ὁ πειρασμός καί ἡ δική μας ἡ ἀπειρία. Μᾶς τά διογκώνει σέ βαθμό ὑπερβολικό καί ἐνῶ ὅταν προσευχώμαστε λέγαμε νά μή ξεχάσωμε τό α´, τό β´, τό γ´, εἶναι ἀπαραίτητα, κλπ., ὅταν τελειώνη ἡ προσευχή δέν θυμόμαστε τίποτε ἀπό ὅλα ἐκεῖνα πού, κατά τήν διάρκεια τῆς προσευχῆς μᾶς ἔπνιγαν καί τά ἐθεωρούσαμε, ἐν τῇ ἀπειρίᾳ μας, ἀπολύτως ἀναγκαῖα νά τά διεκπεραιώσωμε.
Βέβαια στό σημεῖο αὐτό, νά διευκρινήσωμε, ὅτι αὐτοί καθ᾽ ἑαυτοί οἱ λογισμοί δέν εἶναι ποτέ ἁμαρτία, ὅταν φυσικά δέν τούς δεχώμαστε, ὅταν δέν τούς »σκαλίζωμε», ὅταν δέν τούς βάζωμε »λίπασμα». Τότε, ἀπό τήν θλῖψι αὐτή τῶν λογισμῶν πού μᾶς προσβάλλουν, ὄχι μόνο δέν ζημιωνόμεθα, ἀλλά προαγόμεθα πνευματικά, σοφιζόμεθα δηλαδή στόν ἀγῶνα κατά τῶν παθῶν. Εἶναι λοιπόν πειρασμοί πού μᾶς προάγουν καί, ὅσο προχωράει ὁ ἀγωνιστής, τόσο πιό δυνατοί εἶναι οἱ ἀντίπαλοι, οἱ ὁποῖοι ἀναφύονται στό πνευματικό μέτωπο. Αὐτό εἶναι πνευματικός νόμος.
Καί τό κάνει ὁ ἐχθρός αὐτό μέ τούς λογισμούς γιά νά ἀπελπισθοῦμε καί νά σταματήσωμε ἐντελῶς τήν προσευχή, διότι δῆθεν, ὄχι μόνο δέν ὠφελούμεθα ἀπό αὐτήν, ἀλλά ἐπί πλέον ἁμαρτάνομε ἀκόμη περισσότερο κατά τήν διάρκεια τῆς προσευχῆς, ἐφ᾽ ὅσον κατ᾽ αὐτήν σκεπτώμεθα πράγματα δῆθεν πιό ἄσχημα, δῆθεν πιό ἀλλόκοτα, δῆθεν πιό ἀπαράδεκτα, πού δέν τά ἐσκεπτόμεθα πρίν ξεκινήσωμε τήν προσευχή.
Καί ἐδῶ δυστυχῶς εἶναι πικρή ἀλήθεια, πέφτομε λίγο-πολύ ὅλοι μας σ᾽ αὐτήν τήν παγίδα τοῦ διαβόλου, καί εἴτε ἀπογοητευόμεθα, εἴτε παρατᾶμε τήν προσευχή, εἴτε πέφτομε σέ μελαγχολία, ἤ τό λιγώτερο, πιάνομε κουβέντα μέ τούς λογισμούς καί χάνομε τό περιεχόμενο τῆς προσευχῆς. Φεύγει τό μυαλό μας δηλαδή ἀπό τά λόγια τῆς εὐχῆς καί μετεωριζόμεθα.
Τό ὅτι ὑπάρχει ἀγῶνας, τό ὅτι ὑπάρχουν ἐπιθέσεις ἀπό τόν ἐχθρό, τό ὅτι ὑπάρχει πόλεμος, τί σημαίνει; Σημαίνει, ὅτι ἐπειδή ἀκριβῶς πολεμεῖται ἀπό ἐμᾶς, γι᾽ αὐτό καί μᾶς ἀντιπολεμᾶ. Αὐτό καί μόνο, πρέπει νά μᾶς δίνη θάρρος νά συνεχίσωμε τήν προσευχή μέ περισσότερη δύναμι, μέ περισσότερη προσοχή, μέ μεγαλύτερη ἐλπίδα καί θεία παρηγοριά.
Βέβαια, ὅπως εἴπαμε, χρειάζεται ἀπό ἐμᾶς προθυμία καί ὑπομονή. Δέν πρέπει νά ρεμβάζωμε ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἐργασίας, ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπό ἐμᾶς. Λέγει εἰς τό σημεῖο αὐτό ὁ ἱερός Χρυσόστομος περίπου τό ἑξῆς: «Ἄνθρωπέ μου, ἐάν ἐσύ ὁ ἴδιος δέν ἀκοῦς τήν προσευχή σου, δέν προσέχης τά δικά σου λόγια, πῶς ἔχεις τήν ἀπαίτησι, τήν ἀφέλεια καί τήν θρασύτητα νά σέ ἀκούση ὁ ἴδιος ὁ Θεός;».
Βέβαια, χρειάζεται ἀγῶνας. Καί, σιγά-σιγά, ὅπως ἤδη εἴπαμε, ἀπό τήν ποσότητα ἔρχεται καί ἡ ποιότητα. Αὐτό ἄλλωστε ἰσχύει καί στούς ὑπολοίπους τομεῖς τῆς ζωῆς μας. Ἀπό τήν ποσότητα, ἀπό τίς πολλές φορές, ἔρχεται καί ἡ ποιότητα, ἔρχεται καί ἡ βελτίωσις. Αὐτά εἴχαμε νά ποῦμε ὡς πρός τούς λογισμούς κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς.
Ἡ προσευχή ποτέ δέν αὐτονομεῖται. Δέν πρέπει νά λέμε τήν εὐχή μηχανικά, ἄψυχα, σάν τό ρολόϊ, τίκ-τάκ, τίκ-τάκ, τίκ-τάκ, χωρίς νά χωνεύωμε, χωρίς νά καταλαβαίνωμε αὐτά πού λέμε, ἀλλά πρέπει νά τά αἰσθανώμεθα, πρέπει νά αἰσθανώμεθα μέσα μας καλά τήν εὐχή.
Λοιπόν, στήν ἀρχή ὅπως εἴπαμε τήν λέμε ψιθυριστά. Καί, ἐάν καταβάλωμε ἰδιαίτερη προσπάθεια, διαθέτωμε πολύ χρόνο, μέ σωστό πάντα φρόνημα, μέ συντετριμμένο φρόνημα – αὐτά πάντα ἐννοοῦνται -, ἐάν κάνωμε προσπάθεια, ποιοτική καί ποσοτική, τότε, σιγά-σιγά, θά μποροῦμε νά λέμε τήν εὐχή, μέ κάποια σχετική πλέον εὐκολία καί νοερά. Νά τήν λέμε ἀπό μέσα μας, μέ τόν νοῦ μας. Ἀπό τίς πολλές φορές πού τήν ἐπαναλαμβάνομε γίνεται αὐτό.
Γι᾽ αὐτό, ἄλλωστε, καί ἐπιμένομε εἰδικά σέ αὐτήν τήν μέθοδο τῆς προσευχῆς, γιατί εἶναι μονολόγιστη – »Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» – καί μπορεῖ ὁ νοῦς νά συγκεντρώνεται καλύτερα καί νά συνηθίση αὐτές τίς πέντε λέξεις καί ὡς ἐκ τούτου νά τίς ἐπαναλαμβάνη χωρίς κόπο. Ἐνῶ οἱ ποικίλου περιεχομένου στίχοι ἄλλων προσευχῶν δέν »χωνεύωνται» εὔκολα, οὕτως ὥστε νά μποροῦν νά ἐπαναληφθοῦν εἰς τό μυαλό μας αὐτόματα, ὅπως δηλαδή γίνεται μέ τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ.
Καί, ἄν ἐπιμείνωμε ἀκόμα πιό πολύ, μέ τόν καιρό, καί δέν ἀποκάμωμε, δέν βαρεθοῦμε, δέν τά παρατήσωμε, ἐπιμείνωμε δηλαδή σ᾽ αὐτήν τήν προσευχή καί προσευχώμαστε γιά πολύ καιρό καί πολύ χρόνο τήν κάθε φορά καί ἐφαρμόζωμε ταυτόχρονα ὅλα τά προστάγματα τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἐάν εὐδοκήση ὁ καλός Θεός, τότε, ἴσως σέ μερικούς, δοθῆ πλέον τό χάρισμα τῆς καρδιακῆς προσευχῆς. Αὐτό σημαίνει, ὅτι ὅσοι τό λάβουν θά μποροῦν νά λέγουν τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ πλέον μέ τήν καρδιά ἄκοπα, ἀβίαστα, χωρίς τήν παραμικρή ἀπό τήν πλευρά τους πλέον προσπάθεια.
Ξανατονίζομε, ὅτι δέν πρέπει νά κάνωμε ἐπιλεκτικά ὅ,τι, ὅσο καί ἄν μᾶς ἀρέση ἐπειδή θέλομε ὅλα νά τά κόβωμε στά δικά μας μέτρα καί σταθμά – αὐτό εἶναι ὀρθόδοξος προτεσταντισμός -, ἀλλά ἀπαραιτήτως πρέπει νά κάνωμε πλήρη ὑπακοή σέ ὅλα ἀνεξαιρέτως τά προστάγματα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας.
Βέβαια, ἡ κατάστασις τῆς αὐτενέργητης καρδιακῆς προσευχῆς, εἶναι ἀναμφισβήτητα δῶρο τοῦ Θεοῦ. Δέν πρέπει ὅμως νά ξεχνᾶμε, ὅτι τά δῶρα Του τά δίνει ὁ Θεός τελικά μόνο στούς πραγματικούς Του ἀγωνιστάς. Διαφορετικά, ἄν δέν ἐγίνετο ἔτσι, θά ἦτο ἀδικία ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, πρᾶγμα πού ἀσφαλῶς εἶναι πέρα γιά πέρα ἄτοπο.
Ὅσοι δέν ἔχουν ἐκ πείρας αἰσθανθῆ αὐτό τό ὁποῖο ἀναφέρομε, νά μή προσπαθοῦν, νά μή »κουράζωνται», δέν μποροῦν μέ τίποτε νά τό καταλάβουν στό βάθος, πῶς δηλαδή ἡ καρδιά, χωρίς πλέον καμμία ἀπολύτως βία, μπορεῖ αὐτόματα νά λέγη τά λόγια τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ. Καί αὐτό, ἐπειδή εἶναι ὄντως μυστήριο, προϊόν τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἡ προσευχή, ἄς μή γελιώμαστε, δέν μαθαίνεται, οὔτε χαρίζεται παρά κερδίζεται μόνο ἐκ πείρας μετά ἀπό προσωπικό μας ἀγῶνα. Ὅσο καί νά ἀκοῦμε, ὅσο καί νά μελετοῦμε, ἐάν δέν ἀγωνισθοῦμε σωστά, τότε μοιραῖα τίποτε, μά τίποτε ἀπολύτως, δέν θά ἐπιτύχωμε.
Ἐμεῖς ἐδῶ κατά τήν μικρή δύναμί μας ἁπλῶς δίνομε κάποιες ἁπλές κατευθυντήριες γραμμές, μέ τήν βοήθεια τῶν ὁποίων προσπαθοῦμε, ὄχι ἀσφαλῶς νά διδάξωμε, ἀλλά νά σᾶς παρακινήσωμε, ὥστε εἰ δυνατόν ὅλοι μας νά γευθοῦμε καί νά γνωρίσωμε προσωπικά τά ἀνεξάντλητα μυστήρια τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ. Καί ὁ καθένας μας καταλαβαίνει τελικά, ἀνάλογα μέ τήν δική του πνευματική κατάστασι. Ἔτσι, ἐπί παραδείγματι, ἄν κάποιος κάνη μάθημα γυμνασιακοῦ ἐπιπέδου σέ ἕνα ἀκροατή του, πού εἶναι τοῦ Δημοτικοῦ, αὐτός ὁ ἀκροατής δέν θά καταλάβη τίποτε περισσότερο παρά ὅσα εἶναι τοῦ Δημοτικοῦ, γιατί μόνο αὐτά κατέχει. Γι᾽ αὐτό, κι ἐμεῖς ἐδῶ δέν προσπαθοῦμε νά σᾶς μάθωμε αὐτήν τήν προσευχή, ἀλλά προσπαθοῦμε νά σᾶς δώσωμε ἁπλῶς τό ἔναυσμα γιά τήν προσευχή αὐτή.
Βέβαια, κατά γενική ὁμολογία, στήν ἀνθρωπίνη μας φύσι ταιριάζει ἡ ἀλλαγή, ἡ ποικιλία. Διαφορετικά δημιουργεῖται στόν ἄνθρωπο μία μορφή πνευματικοῦ μουχλιάσματος. Ὁπότε, εἶναι πιό ξεκούραστο, πιό φυσικό, πιό ὠφέλιμο καί πιό ἀποδοτικό, ἄλλοτε νά ψάλλωμε ἐσωτερικά, ἤ ἐξωτερικά, καί ἄλλοτε νά λέμε τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ ψιθυριστά, ἤ νοερά. Τό ἕνα δέν ἀντιμάχεται τό ἄλλο. Ἀντιθέτως, τό ἕνα συμπληρώνει καί βελτιώνει τό ἄλλο. Ἔτσι εἶναι ἡ ἀνθρωπίνη μας φύσις. Διότι ὅ,τι ὑπάρχει στήν ἁγία μας Ἐκκλησία, εἶναι ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι κατατεθειμένο. Καί, ἄν κάνωμε διακριτική χρῆσι ὅλων αὐτῶν, μεγιστοποιεῖται ἡ προσωπική μας πρόοδος.
Ἐπί παραδείγματι: Ὅταν λέμε ἤ ἀκοῦμε μία προσευχή στήν ἐκκλησία, εἴτε εἶναι ψαλμωδία, εἴτε εἶναι ψαλμός τοῦ Δαυΐδ, εἴτε εἶναι ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ἄν κάποιος συγκεκριμένος στίχος μιᾶς προσευχῆς μᾶς κεντήση ἰδιαίτερα καί μᾶς »τρυπήση» τήν καρδιά, μᾶς κατανύξη, ἄν μιλήση ἰδιαίτερα μέσα μας, τότε, ὄχι μόνο δέν εἶναι ἁμαρτία νά ἀδολεσχοῦμε γύρω ἀπό αὐτόν τόν στίχο, ἀλλά ἐπιβάλλεται καί συμφέρει πνευματικά αὐτή ἡ ἐργασία.
Αὐτή ἡ μέθοδος τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, ἔχει τρία κύρια μεγάλα πλεονεκτήματα:
Κατ᾽ ἀρχάς, δέν ἀπαιτοῦνται εἰδικές συνθῆκες τόπου καί χρόνου. Δέν θέλει δηλαδή νά ἔχωμε δικό μας εἰδικό χῶρο, εἰδικό δωμάτιο, βιβλία, καί ἄλλον ἐξοπλισμό. Μποροῦμε νά λέμε τήν εὐχή παντοῦ καί πάντοτε, εὐκαίρως-ἀκαίρως, εἴτε ὅταν εἴμαστε ἀπερίσπαστοι, εἴτε παράλληλα καί ταυτόχρονα μέ ἄλλες ἀσχολίες.
Δεύτερο μεγάλο πλειονέκτημα πού ἔχει αὐτός ὁ τρόπος τῆς προσευχῆς, εἶναι ὅτι δέν ἀπαιτεῖται ἰδιαίτερος προσωπικός μας φιλολογικός καί θεολογικός καταρτισμός. Δέν χρειάζονται ἰδιαίτερες γνώσεις. Λίγο πολύ, ὅλοι μας ὑστεροῦμε σέ θεολογικο-φιλολογική κατάρτησι καί δέν καταλαβαίνομε τά ἐξαίσια, κατά τά ἄλλα, βαθύτατα νοήματα τῶν τροπαρίων, πού ψάλλονται στήν ἁγία μας Ἐκκλησία κατά τήν διάρκεια τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν. Ὁπότε, ἀντί νά αἰσθανώμαστε κάποια σχετική ἀνία, ἐνδείκνυται κάποιες φορές, παράλληλα μέ τό ἐξαίσιο κλῖμα τῆς ψαλμωδίας, νά δίνωμε στόν ἑαυτό μας ὡς στερεά πνευματική τροφή τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ.
Καί τό τρίτο μεγάλο πλεονέκτημα, πού ἔμμεσα τό προαναφέραμε, εἶναι ὅτι ἡ ἐνέργεια τῆς εὐχῆς αὐτῆς μένει ἀκεραία καί μετά τό πέρας της.
Γιά παράδειγμα, ὅποιος λέγει τήν εὐχή ψιθυριστά, ὅταν δηλαδή εἶναι μόνος του, τότε, σιγά-σιγά, καί χωρίς νά τό καταλαβαίνη, ὅταν εὑρεθῆ σέ δημόσιο χῶρο, τοῦ ἔρχεται – βγαίνει ἡ εὐχή ἀπό μόνη της καί τήν λέγει μέ τόν νοῦ του. Δηλαδή, συνεχίζει ἡ ἐνέργεια τῆς προσευχῆς μετά τό τελείωμά της.
Τώρα ἐπίσης, ἐκτός ἀπό τόν ἑαυτό μας, ἐνδείκνυται νά προσευχώμεθα, μέ τόν ἴδιο πάντα τρόπο, γιά ὁλόκληρη τήν οἰκογένειά μας, γιά ἄτομα στά ὁποῖα αἰσθανόμεθα κάποια πνευματικῆς ἤ ὑλικῆς φύσεως εὐγνωμοσύνη, γιά ἀνθρώπους πού ἔχουν κάποια εἰδική ἀνάγκη, περιπέτεια, συμφορά, κάποια ἀρρώστεια, καί γενικῶς, γιά ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα καί γιά ὅλους τούς ζῶντας λέγοντας »Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς». Καί τοῦτο ἐπειδή ἡ ἀνθρωπότης, πιό πολύ ἀπό ὅλα, πάσχει ἀπό ἔλλειψι προσευχῆς. Καί ὅ,τι πολλές φορές δέν ἐπιτυγχάνομε μέ ἕνα σωρό διδασκαλίες, τσακωμούς, ἀπειλές, δοσοληψίες, συζητήσεις, πού τελειωμό δέν ἔχουν καί πολλές φορές μᾶς φθείρουν καί μᾶς βγάζουν ἐκτός τόπου καί χρόνου, μποροῦμε νά τό ἐπιτύχωμε μέ τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, γιατί αὐτή κρύβει μέσα της τεραστία πνευματική δύναμι. Μποροῦμε λοιπόν νά ἀναφέρωμε κάποια ἰδιαίτερα συγκεκριμένα ὀνόματα μία μόνο φορά εἰς τήν ἀρχή, καί μετά, ὅσες φορές θέλομε, νά λέμε γενικά »Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς». Στό »ἡμᾶς» συμπεριλαμβάνονται, ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα καί ἐπί πλέον κατά ἕναν ἐντελῶς ξεχωριστό καί ἰδιαίτερο τρόπο, τά ὀνόματα πού προαναφέραμε τήν πρώτη μόνο φορά στήν ἀρχή.
Δέν χρειάζεται δηλαδή νά ζαλιζώμαστε συνεχῶς μέ πολλά ὀνόματα καί νά τά ἀναφέρομε συνεχῶς, γιατί αὐτό διαχέει τήν πνευματική μας προσοχή καί οὔτε εἶναι ἐφικτόν καί δυνατόν νά τούς θυμηθοῦμε ὅλους.
Κάτι ἀνάλογο ἐπιβάλλεται, καί μάλιστα μέ τό παραπάνω, νά κάνωμε καί γιά τούς κεκοιμημένους λέγοντας: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἀνάπαυσον τούς δούλους σου»
Τό κομβοσχοίνι δέν εἶναι μέν ὑποχρεωτικό νά χρησιμοποιῆται πάντοτε κατά τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ. Ὅμως, τελικά, στήν πρᾶξι, εἶναι πολύ πρακτικό, πολύ χρήσιμο, καί ἄρα ἐπιβεβλημένο. Δηλαδή εἶναι πιό ἀποτελεσματική ἡ εὐχή, ὅταν λέγεται μέ τό κομβοσχοίνι, ὅταν εἴμαστε ἀπερίσπαστοι.
Ἡ πρώτη χρησιμότητα τοῦ κομποσχοινιοῦ εἶναι νά μᾶς δίνη ἕναν σταθερό καί αὐτόματο ρυθμό, μία σταθερή συχνότητα ὅταν λέμε τήν εὐχή. Νά ἀναφέρωμε ἐπ᾽ αὐτοῦ ὅτι ἡ ἀντιστοιχία εἶναι: Ἕνας κόμπος πού μετρᾶμε, μία εὐχή νά λέμε. Ὄχι δηλαδή νά λέμε μία εὐχή καί νά προσπερνοῦμε πολλούς κόμπους.
Ἀπό τήν μία πρέπει νά χωνεύωμε καλά τά λόγια τῆς προσευχῆς, καί ἔτσι ὄχι μόνο δέν θά κουραζώμαστε, ἀλλά θά ξεκουραζώμαστε ἀπό τά λόγια τῆς προσευχῆς. Ἐπί πλέον θά μεγιστοποιοῦμε τήν προσωπική μας ὠφέλεια, ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπό τήν εὐχή.
Ἀπό τήν ἄλλη ὅμως νά μήν ἀφήνωμε χρονικά κενά ἀπό εὐχή σέ εὐχή, γιά νά μή προλαβαίνη ὁ νοῦς μας νά μετεωρίζεται καί νά σκέφτεται ἄλλα πράγματα καί νά διαχέεται, ἰδιαίτερα, ὅταν εἴμαστε στήν ἀρχή αὐτῆς τῆς πνευματικῆς ἐργασίας τῆς προσευχῆς.
Βέβαια, ἄν θέλωμε ἀκόμη πιό πολύ νά ἐμβαθύνωμε στό θέμα τῆς συχνότητος, πού γιά μᾶς εἶναι πάρα πολύ σοβαρό θέμα, καλό εἶναι νά ἀναφέρωμε τό ἑξῆς: Ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἄν ἀγωνισθῆ γιά κάποιο διάστημα στό πνευματικό ἀγώνισμα τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, κάποια στιγμή ἀποκτᾶ μία δική του, ἄς τήν ὀνομάσωμε ἔτσι, στιγμιαία »ἰδιοσυχνότητα» εὐχῆς (δηλαδή τῆς περιόδου ἐκείνης). Αὐτή συμβαίνει νά εἶναι καί ἡ συχνότητα μέ τήν ὁποία λέγει ὁ ἄνθρωπος τήν προσευχή, ὅταν ἡ εὐχή λέγεται ἀπό μόνη της αὐτενέργητα, ἀβίαστα, νοερά, καρδιακά. Ἐπί παραδείγματι, ὅταν ὁ προσευχόμενος κοιμᾶται, ἤ ὅταν ξυπνάη καί ἀντιλαμβάνεται νά λέγεται ἡ εὐχή ἀπό μόνη της μέσα του, ἔ, αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἰδιοσυχνότητα εἶναι καί ἡ πιό ἐνδεικνυομένη συχνότητα γιά νά ἐκφέρεται ἡ εὐχή ἀπό τόν ἄνθρωπο αὐτό ἀνά πᾶσα ὥρα καί στιγμή. Ἔτσι, κατά τόν ταπεινό μας λογισμό, νομίζομε ὅτι ἔχομε ἐσωτερικό πνευματικό συντονισμό κατά τόν ὁποῖο μεγιστοποιοῦνται τά ὀφέλη τῆς εὐχῆς.
Ἐπίσης δεύτερη μεγάλη βοήθεια πού μᾶς παρέχει τό κομβοσχοίνι, εἶναι ὅτι μᾶς ὑπενθυμίζει νά λέμε τήν εὐχή ὅταν ὁ νοῦς μας ταξειδεύη τῇδε-κακεῖσε, πέρα-δῶθε, κλπ. Εἶναι δηλαδή τρόπον τινά ἕνας τέλειος ὑπομνηματιστής. Διότι μᾶς ὑπενθυμίζει συνεχῶς νά λέμε τήν εὐχή. Διότι, ὅπως καταλαβαίνετε, ἐάν κρατᾶς στό χέρι σου τό κομβοσχοίνι, καί νά ξεφύγης λίγο – πού σίγουρα θά ξεφεύγωμε κάπου-κάπου – ὅταν κοιτᾶς τό κομβοσχοίνι, αὐτό θά σοῦ ὑπενθυμίζη τό ἱερό καί ἀδιάκοπο χρέος σου. Ἔτσι εἶναι πάρα πολύ καλό νά κρατᾶμε τό κομβοσχοίνι στό χέρι – ὅταν βέβαια εἶναι ἐφικτό – καί νά μή τό ἀποχωριζώμεθα. Καί ἐάν τό ἀποχωρισθοῦμε νά εἶναι μόνον ἀπό πολλή ἀνεξέλεγκτη πνευματική χαρά-ἡδονή.
Ὅπως συνέβαινε σέ κάποια ψυχή, πού σταματοῦσε τήν εὐχή καί ἄφηνε τό κομβοσχοίνι, ἐπειδή ἐγοητεύετο. Καί ὅταν ἐπυρπολῆτο ἀπό τήν πολλή θεία ἡδονή καί ἀπό τήν ὑπερφυσική θεία λάμψι, τῆς φαινόταν ὁ πολύς χρόνος πού προσευχόταν σ᾽ αὐτήν τήν κατάστασι γιά πολύ λίγος. Ἤ καλύτερα, τῆς φαινόταν ὅτι σταματοῦσε ὁ χρόνος, καθ᾽ ὅσον τότε ὑπῆρχε ἐμπειρικά ἄϋλη αἴσθησις τοῦ ἀΰλου Θεοῦ. Ἀλλά γιά νά γίνωνται αὐτά καί ἄλλα ἀνώτερα, ὡραιότερα, γοητευτικώτερα, χρειάζεται πολύς καί σωστός ἀγῶνας.
Τό τρίτο ἐπί πλέον στοιχεῖο πού ἔχει τό κομβοσχοίνι, εἶναι ὅτι εἶναι ἕνας πολύ καλός μετρητής. Μποροῦμε δηλαδή μέ αὐτό νά μετρᾶμε τίς εὐχές τοῦ κανόνα μας, τίς εὐχές πού λέμε.
Εὔχομαι ὅπως τό τό βρέφος, δέν καταλαβαίνει μέν ἀπό τί ἀποτελεῖται τό γάλα, ὅμως διαισθάνεται ὅτι τρέφεται ἀπό αὐτό, γι᾽ αὐτό καί τό ἀναζητᾶ διακαῶς καί μέ κλάμμα καί τό ρουφᾶ, ἔτσι κι ἐμεῖς, μέ πάντα νηπιακό φρόνημα, νά ρουφοῦμε τίς ἐνέργειες τῆς εὐχῆς μέσα μας. Διότι ἀρκετοί γράφουν βιβλία ὁλόκληρα γιά τήν εὐχή, καί καλά κάνουν ἀπό μία ἄποψι, ἀλλά τό πλέον ζητούμενο γιά ὅλους μας, εἶναι ποιός τελικά γλυκαίνεται καί γεύεται τούς ἀτελείωτους καρπούς τῆς προσευχῆς. Γιά νά γίνη ὅμως αὐτό, ὅπως ἤδη ἔχομε ἀναλύσει, χρειάζεται ἀγῶνας.
Αὐτά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶχα νά ἀναφέρω στήν ἀγάπη σας.
Εὐχηθῆτε Σεβασμιώτατε νά οἰκειοποιηθοῦμε αὐτήν τήν μέθοδο τῆς προσευχῆς, πού περιληπτικά ἀνεπτύξαμε, οὕτως ὥστε νικηταί τῆς ἁμαρτίας νά εἰσέλθωμε, Χάριτι Θεοῦ στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Συγγνώμη ἄν σᾶς κούρασα, σᾶς εὐχαριστῶ.
Εὔχεσθε.
Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
(Ὁμιλία στόν Ἱερό Ναό Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Περιβλέπτου Ἰωαννίνων – 27/9/2015)