Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
Κατ᾽ ἀρχάς, νά εὐχηθῶ σέ ὅλους σας, ἔστω καί λίγο καθυστερημένα, Καλή καί Ἁγία Τεσσαρακοστή μέ πλουσία τήν πνευματική σας καρποφορία. Μέ νηστεία, καί σέ ποιότητα, καί σέ ποσότητα, γιατί ἡ νηστεία εἶναι ἡ ἀρχή κάθε καλοῦ. Εἶναι τό Α τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Εἶναι τό πρῶτο βῆμα, ἰσχυροποιεῖ τήν θέλησι, σταυρώνεται ὁ ἄνθρωπος, ὠφελεῖται ὁ ὀργανισμός, διότι γίνεται μιά κάποια σχετική ἀποτοξίνωσις, καί, πάνω καί πέρα ἀπ᾽ ὅλα, κάνομε ὑπακοή εἰς τήν ἁγία μας Ἐκκλησία κι ἔτσι θάβομε τόν ἐγωκεντρισμό μας. Ἐπειδή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀπαιτεῖται ταπείνωσις ἀπό τόν ἄνθρωπο γιά νά νηστέψη. Γιά νά νηστέψη δηλαδή, ὄχι ὅποτε θέλει ὁ ἴδιος, ἤ γιά ἄλλους λόγους, ἀλλ᾽ ὅποτε καί ὅπως ὁρίζη ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία καί ἐπειδή ἀκριβῶς αὐτό εἶναι ἐντολή τοῦ Θεοῦ.
Πρίν ὅμως προχωρήσωμε στήν συνέχεια τῆς καρδιακῆς προσευχῆς, νά συμπληρώσωμε τήν ἀπάντησί μας σέ κάποια ἀπορία, ἡ ὁποία μεταξύ τῶν ἄλλων μᾶς ἐρωτοῦσε, ἄν εἶναι ἐμφανεῖς οἱ καρποί τῆς εὐχῆς τοῦ Ἰησοῦ.
Εἴχαμε πῆ, ἄν ἐνθυμῆσθε, ὅτι, ὅσο προχωράει ὁ ἄνθρωπος καί πολεμάει στό πνευματικό του μέτωπο, τότε ἀνάλογα καί ἀντίστοιχα, ἐπιτρέπει, παραχωρεῖ δηλαδή ὁ Θεός, νά πολεμήση, ὁ ἑκάστοτε ἀγωνιστής, καί μέ πιό δυνατούς, μέ πιό ἰσχυρούς, μέ πιό ὕπουλους ἀντιπάλους. Ἔτσι, δέν καταλαβαίνει πάντα ἄμεσα, τήν πρόοδό του ὁ ἀγωνιστής. Ἄλλωστε, τό καθαρό κέρδος ἀπό τόν πνευματικό ἀγῶνα δέν εἶναι τόσο ὁ ἴδιος ὁ πνευματικός ἀγῶνας, αὐτός καθ᾽ ἑαυτός, ἀλλά ἡ πραγματική ταπείνωσις πού προκύπτει ἀπό αὐτόν. Καί ὁ ἄνθρωπος δέν στεφανώνεται γιά τίς ἀρετές καί τούς ἀγῶνες του, ἀλλά στεφανώνεται γι᾽ αὐτήν τήν ταπείνωσι, πού εἶναι ἀπόρροια τοῦ προσωπικοῦ του πνευματικοῦ ἀγῶνα καί ἡ ὁποία ἀποκτᾶται ἀκριβῶς μετά ἀπό αὐτόν.
Ἀλλά, γιά νά ἔλθη ἡ ταπείνωσις, πρέπει ἀπαραίτητα, μά ἀπαραίτητα, νά παραχωρηθοῦν πειρασμοί. Χωρίς ἀγῶνα, ἡ ταπείνωσις νά ξέρετε, ἤ εἶναι νόθος, ἤ ἔστω τῶν ἀρχαρίων. Δέν εἶναι ἡ πλουτοποιός ταπείνωσις τῶν πραγματικῶν ἀγωνιστῶν. Καί χωρίς πειρασμούς, δέν μπορεῖς ἄνθρωπέ μου νά γνωρίσης τήν ἀδυναμία σου. Πάντα θά ἔχης ἄγνοια, δέν θά ξέρης τόν ἑαυτό σου, θά πετᾶς στά σύννεφα, θά ἔχης μαῦρα πνευματικά μεσάνυκτα. Χωρίς πειρασμούς δέν μπορεῖς νά ταπεινωθῆς πραγματικά.
Εἶναι ὄντως μυστήριο. Ὅσο περισσότερο ὁ ἄνθρωπος προχωρεῖ πνευματικά, σωστά ἐννοεῖται, τόσο περισσότερο βλέπει πόσο, μά πόσο, πίσω εἶναι. Καί νά δῆ κάποια βελτίωσι, ταυτόχρονα μέ τήν βελτίωσι, βλέπει τότε καθαρώτερα, πιό ρεαλιστικά, πιό ὀρθά, πιό ξάστερα, πόσο ὑστερεῖ. Καί αὐτό, τοῦ δίνει ἀκριβῶς νέα ὤθησι γιά νέες πνευματικές ἀποφάσεις καί πνευματικούς ἀγῶνες.
Ὅποιος κάνει κάποια πνευματική προσπάθεια καί μέ αὐτήν αἰσθάνεται αὐτάρκεια, νομίζει δηλαδή ὅτι αὐτό εἶναι ἀρκετό καί δέν χρειάζεται κάτι περισσότερο, αὐτός δέν ἔχει καταλάβει τίποτε ἀπό τό τί θά πῆ ὀρθή πνευματική ζωή, τό τί θά πῆ γνήσια Ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Ἀγνοεῖ ὅτι ἡ τελειότης, καί αὐτῶν ἀκόμη τῶν τελείων, εἶναι ἀτέλεστος. Ὅπως λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες ”ἡ τῶν τελείων ἀτέλεστος τελειότης”. Καί αὐτή ἡ κατάστασις ἐπεκτείνεται καί στήν ἄχρονη αἰωνιότητα.
Βέβαια, ἡ πρόοδος τῶν σεσωσμένων εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, πού θά ἔλθη μετά τήν Δευτέρα Αὐτοῦ φρικτή Παρουσία, θά γίνεται ἄκοπα. Ὄχι ὅπως τώρα δηλαδή, πού γιά νά προοδεύση κανείς πρέπει νά χύση, πνευματικά ἐκλαμβανόμενο, αἷμα. Τώρα ἡ πρόοδος γίνεται μόνο μετά ἀπό πνευματικό ἱδρῶτα. Ἀκόμη καί αὐτή ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ ὁποία ξεπερνᾶ σέ δόξα, ἀσύγκριτα μάλιστα, καί αὐτά τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ, σήμερα, τήν στιγμή πού ὁμιλοῦμε, ἄν τό θέλετε, εἶναι ἁγιωτέρα ἀπό χθές. Καί αὔριο θά εἶναι ἁγιωτέρα ἀπό σήμερα. Ἄκοπα ὅπως εἴπαμε. Καί θά εἶναι ἁγιωτέρα ἀπό σήμερα, μέ τήν ἔννοια, ὅτι θά εἶναι δεκτικωτέρα περισσοτέρου θείου Φωτός, διότι ἁπλούστατα τό θεῖο Φῶς δέν εἶναι δεξαμενή πού κάποτε στερεύει.
Βέβαια, γιά νά τό ξεδιαλύνωμε μιά γιά πάντα, ὁ ἄνθρωπος ὅσο περισσότερο προοδεύει, τόσο περισσότερο βλέπει τό πόσο πίσω εἶναι. Αὐτή ἡ νέα κατάστασις δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ τήν μελαγχολία, τήν ἀπογοήτευσι καί ὅλα τά συνεπακόλουθα αὐτῶν. Ἁπλῶς αἰσθάνεται μέν ἀσύγκριτα καλύτερα ἀπό πρίν, παρ᾽ ὅλα αὐτά ὅμως ἔχει μία καλή καί σωτήρια ἀνησυχία, ἡ ὁποία αὐτή καλή ἀνησυχία εἶναι ὑπερτέρα πάσης νηφαλιότητος, πάσης ἠρεμίας, πάσης εἰρήνης. Καί αὐτή ἡ καλή ἀνησυχία τόν ὠθεῖ στό νά προχωρήση σέ νέους ἀγῶνες καί σέ νέες πνευματικές καταστάσεις, ἐφ᾽ ὅσον μπροστά του βλέπη ὅτι τοῦ ἀνοίγονται νέοι πνευματικοί ὁρίζοντες. Ὅπως λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος ἕναν ”ἀκόρεστο κορεσμό”. Ἐνῶ δηλαδή αἰσθάνεται γεμᾶτος, ταυτόχρονα μέ αὐτό τό ”γέμισμα” αἰσθάνεται καί μία ὤθησι γιά νέους ἀγῶνες. Βέβαια αὐτά εἶναι μυστήρια τοῦ Πνεύματος καί τά καταλαβαίνουν μόνον ὅσοι ἀγωνίζονται. Πῶς δηλαδή ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται γεμᾶτος καί ταυτόχρονα θέλει νά γεμίση ἀκόμη, μά ἀκόμη, πιό πολύ.
Ἄς μή μᾶς φαίνεται παράξενο, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί. Οἱ ἀνθρώπινες λέξεις, τά ἀνθρώπινα λεκτικά σχήματα δέν μποροῦν νά ἀποδώσουν ἐπαρκῶς τά φαινόμενα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, δέν μποροῦν νά τά ὁλοκληρώσουν, οὔτε κἄν, καλά-καλά νά τά προσεγγίσουν. Ἄν μυστήριο καλύπτη τήν ζωή γύρω μας καί μέσα μας, κατά γενική ὁμολογία ὅλων, κατά μείζονα λόγο μυστήριο ἀνεξάντλητο ὑπάρχει στά πνευματικά φαινόμενα, πού ἐκπηγάζουν ἀπό τόν Θεό καί κατευθύνονται στά λογικά Του κτίσματα, τά ὁποῖα Τόν ἀναζητοῦν.
Ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ ὅμως στό σημεῖο αὐτό, νά συμπληρώσωμε καί κάτι ἀκόμη στήν σχετική ἐρώτησι, πού ἐρωτᾶ ἐάν καταλαβαίνη ὁ ἀγωνιζόμενος μέ τήν εὐχή τήν προσωπική του πρόοδο.
Σέ αὐτό ἀπαντοῦμε, ὅτι στήν ἀρχή τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα, ὁ Θεός ἀπό συγκατάβασι μᾶς προσεγγίζει.
Καί ἕνας ἀπό τούς τρόπους προσεγγίσεώς Του εἶναι νά μᾶς δίνη κάποιες πνευματικές ”καραμέλες” γιά νά μᾶς προσελκύση, γιά νά μᾶς γλυκάνη μέ τήν Χάρι Του, γιά νά μᾶς τραβήξη καί νά μᾶς ξεκολλήση ἀπό τήν ἁμαρτία. Γιατί ἡ ἁμαρτία, ἰδιαίτερα στήν ἀρχή, μᾶς ἐξαπατᾶ. Φαίνεται πολύ γλυκειά, ἄσχετα ἄν τελικά βέβαια, ἀργά ἤ γρήγορα ὁδηγῆ σέ ἀφάνταστη πικρία, καί σέ αὐτήν τήν ζωή, καί πολύ περισσότερο στήν αἰωνία ζωή.
Στήν ἀρχή λοιπόν τῆς πνευματικῆς στροφῆς μας αἰσθανόμεθα, κάποιες στιγμές, αἰσθητά τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ. Ὅταν κάνωμε κάποια πνευματική στροφή, τό αἰσθανόμεθα αὐτό. Αἰσθανόμεθα μία κατάνυξι, μία ὄρεξι, πού πρίν ὅλα αὐτά γιά μᾶς ἴσως ἦταν καί ἀνεξήγητα.
Μετά ὅμως μέ τόν καιρό, φαινομενικά, ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τήν ἄρσι, τό σήκωμα, τό πάρσιμο τῆς Χάριτος, ἀνάλογα βέβαια μέ τήν περίπτωσι, διότι οἱ περιπτώσεις τῶν πνευματικῶν καταστάσεων καί τῶν ἀγωνιζομένων εἶναι ἀναρίθμητες καί πολυποίκιλες. Καί αὐτήν τήν στιγμή φυσικά δέν μπαίνομε σέ λεπτομέρειες. Ἁπλῶς ἐδῶ ἀναφέρομε ὅτι, ἄν τυχόν κάποιος ἐνδιαφέρεται, τόν παραπέμπομε στόν Ρῶσο ἀρχιμανδρίτη Σωφρόνιο πού ἔγραψε τό βιβλίο μέ τίτλο ” Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης” καί ὅπου ἀλλοῦ θέλει. Στήν Πατερική Γραμματολογία ἐπεξηγεῖται τό πῶς αἴρεται ἡ Χάρις στούς ἀγωνιζομένους.
Λοιπόν, φαινομενικά ὁ ἄνθρωπος ἀπό κάποια στιγμή καί μετά, ἀρχίζει νά βιώνη τήν ἄρσι τῆς ἀρχικῆς Χάριτος, τό πάρσιμό Της. Καί ἀναγκάζεται πλέον νά παλαίψη μέ τά πάθη, πού πρῶτα ἦσαν θαμμένα μέσα του, καί ἀπό τά ὁποῖα ἴσως πάθη ἐνόμιζε, ἐσφαλμένα βέβαια, ὁ ἀγωνιστής, ὅτι ἀπαλλάχθηκε, δῆθεν, μιά γιά πάντα. Γι᾽ αὐτό ποτέ μά ποτέ, δέν πρέπει νά ξεθαρρεύωμε στήν πνευματική ζωή, ἕως τελευταίας μας πνοῆς. Ὅπως ἔλεγε ὁ σοφός ἱερέας, ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος: ”Σάρξ-πλάξ”. Δηλαδή, τά πάθη τῆς σάρκας, καί ὄχι μόνο αὐτά βέβαια, μόνο ἡ ταφόπλακά μας θά τά σταματήση. Πρίν μπῆ ἡ ταφόπλακα ἀπό πάνω μας, πάντα ὑπάρχει, ἀνα πᾶσα ὥρα καί στιγμή, ὁ κίνδυνος τά πάθη τῆς σάρκας νά ἐκδηλωθοῦν μέ τήν α´ ἤ β´ μορφή.
Ἐπαναλαμβάνομε λοιπόν ὅτι, ἀπό κάποια στιγμή καί μετά, φαίνεται ὅτι ἡ Χάρις ἐγκαταλείπει τόν ἀγωνιστή ἄνθρωπο, ἀλλά στήν πραγματικότητα, αὐτή ἡ ἴδια ἡ Χάρις, μυστικά τοῦ δίνει τήν δύναμι, τήν ψυχική ἀντοχή, τό κουράγιο νά ἀντέξη στίς διάφορες ὀδυνηρές πνευματικές δοκιμασίες. Διότι, ἄν στήν πραγματικότητα ὄντως μᾶς ἐγκατέλειπε ἡ θεία Χάρις, τότε αὐτόματα θά πέφταμε στό κενό, ὅπως ἔλεγε σχετικά ὁ μακαριστός Γέροντας Παΐσιος, καί μάλιστα σέ μεγάλη ἡλικία εὑρίσκετο τότε, λίγο πρίν τόν θάνατό του. Τί ἔλεγε; Ἀκοῦστε λόγο: «Ἄν μέ ἐγκαταλείψη ἡ Χάρις, θά μέ δῆτε πρῶτον νά χορεύω στίς ταβέρνες, στίς διασκεδάσεις, στά μπουζούκια». Συγγνώμη πού τά λέμε λίγο ἁπλᾶ, ἀλλά ἔτσι ἀκριβῶς τά ἔλεγε, γελῶντας χαριτωμένα ὁ Γέροντας, γιά νά δείξη ὅτι ὅλα ὅσα ἔχομε τά ὀφείλομε στήν θεία Χάρι.
Ἡ Χάρις βέβαια δέν ἐγκαταλείπει ποτέ τόν ἄνθρωπο, ἐκτός καί ἄν εἶναι μόνιμα ὑπερήφανος, ἤ ἐκτός ἄν, τελικά, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ἐν ψυχρῷ ἐγκαταλείψωμε τήν Χάρι καί γενικώτερα παρατήσωμε καί ἀχρηστεύσωμε τά διάφορα θεῖα ὅπλα, τά ὁποῖα μᾶς ἔχουν δοθῆ, γιά τόν πνευματικό μας ἀγῶνα. Ἀκόμη λοιπόν καί τότε πού ὁ ἄνθρωπος βιώνει τήν ἄρσι τῆς Χάριτος καί δοκιμάζεται καί πάσχει, οὐσιαστικά καί τότε μέ μυστικό τρόπο, ἡ ἴδια ἡ Χάρις τόν ἐνισχύει. Καί, ἄς γίνωμε ἀκόμη πιό παραστατικοί. Θυμηθεῖτε τόν Μέγα Ἀντώνιο, πού ἐπί δέκα ἕξι ὁλόκληρα χρόνια ἔπασχε συνεχῶς ἀπό τά δαιμόνια. Καί τί πειρασμούς δέν τοῦ προξενοῦσαν! Καί μόνο μετά ἀπό τήν δοκιμασία αὐτή, τόν περιέλαμψε θεῖο Φῶς καί εἶπε στόν Χριστό, ὅταν τοῦ ἐνεφανίσθη: «Ποῦ ἤσουν, Κύριε;» Καί τοῦ εἶπε ὁ Χριστός: «Δίπλα σου ἤμουν Ἀντώνιε καί παρακολουθοῦσα τούς ἀγῶνες σου».
Ἔτσι συμβαίνει συνήθως στά πνευματικά. Στήν ἀρχή, κάποια χαρά δοκιμάζει ὁ ἀγωνιζόμενος. Μετά ὅμως, δοκιμασίες πολλές, ἀνάλογα βέβαια μέ τήν δεκτικότητα τοῦ ἀνθρώπου καί μέ τό ἀντίστοιχο θεῖο σχέδιο. Λοιπόν, στήν ἀρχή χαρά, καί μετά δοκιμασίες πολλές. Καί, ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν κάνη πίσω – ἐδῶ φαίνονται τά παλληκάρια, στήν πρᾶξι – ἐάν δέν ἀπογοητευθῆ, ἀλλά συνεχίση νά ἀγωνίζεται, νά πάσχη, ἔ, μετά, ἀκολουθεῖ ἀσύγκριτη, μεγαλυτέρα πνευματική χαρά.
Θέλω νά πιστεύω, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅτι ἔστω καί λίγοι ἔχουν αὐτή τήν μικρή γευσούλα τῆς Χάριτος. Ἀλλά πολύ φοβᾶμαι, ὅτι ἄν ὄχι ὅλοι μας, σχεδόν ὅλοι μας, μετά, δέν δείχνομε τή ἀπαιτουμένη καρτερία στίς πνευματικές δοκιμασίες πού ἀκολουθοῦν, καί δέν κάνομε ἀγῶνα ὅπως πρέπει, καί ἔτσι, στερούμεθα, ἀλλοίμονο μας, τήν μεγάλη χαρά πού ἀκολουθεῖ καί πού ὅταν ἔλθη, ξεπερνᾶ σέ ἀπόλαυσι, σέ ποσότητα, σέ ποιότητα, κάθε ἐμπειρία αὐτῆς τῆς ζωῆς. Αὐτή ἡ οὐράνια χαρά εἶναι ἀνώτερη ἀπό κάθε ἀπόλαυσι αὐτῆς τῆς ζωῆς, εἴτε αὐτή ἡ ἀπόλαυσι εἶναι νόμιμη, εἴτε εἶναι παράνομη. Ὁ,τιδήποτε γήινο, καί τό πιό ἐπαινετό, ὠχριᾶ μπροστά στήν γοητεία καί στήν ἡδονή, ἡ ὁποία προξενεῖται ἀπό αὐτήν τήν πνευματική χαρά.
Ὅπως μᾶς ἔλεγε ὁ π. Παΐσιος, στήν ἀρχή ὁ Θεός μᾶς δίνει ἕνα πνευματικό γλυκάκι γιά νά μᾶς τραβήξη ἀπό τήν ἁμαρτία. Μετά ὅμως μᾶς δίνει τά ἀπαραίτητα ἐργαλεῖα γιά νά κουρασθοῦμε προσωπικά καί νά φτιάξωμε μόνοι μας γλυκά, νά φτιάξωμε πνευματικό ”ζαχαροπλαστεῖο”. Νά γίνωμε πνευματικοί ”ζαχαροπλάστες”. Ἀλλά αὐτό, θέλει κόπο. Θέλει τήν ἰδική μας ἐργασία πρῶτα. Ἤ, ὅπως ἔλεγε, πάλι ὁ ἴδιος Γέροντας, ἀκόμη πιό παραστατικά: «Ὅταν ἔχης ἕνα μικρό δενδράκι, ἕνα μικρό φυτό, στήν ἀρχή, αὐτό τό μικρό φυτό θέλει μόνο πότισμα, θέλει μόνο ”χάϊδεμα”. Μετά ὅμως, ὅταν μεγαλώση λίγο, ἄν δέν τό κλαδέψης τό φυτό, τό δένδρο, ὅσο καί νά τό ποτίζης, δέν κάνει τήν προβλεπόμενη προκοπή, δέν βγάζει δηλαδή τούς ἀναμενόμενους καρπούς».
Ἔ, κάπως ἔτσι ἰσχύει καί στά πνευματικά. Γιά νά βγοῦν πνευματικοί καρποί, χρειάζεται ἀπαραίτητα πνευματικό κλάδεμα, χρειάζεται πνευματική ἐγχείρησις. Ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, στίς ἀρχές μέν εἶχε φοβερή ἐπίσκεψι τῆς Χάριτος καί μάλιστα εἶδε τόν ἴδιο τόν Χριστό μέσα σέ θεῖο Φῶς. Μετά ὅμως τόν ἐγκατέλειψε – ἐξ ὑποκειμένου πάντα, ἐννοεῖται – ἡ Χάρις, καί τότε εἶχε ἐπί χρόνια φοβερό μαρτύριο δαιμονικῶν προσβολῶν. Ἔπασχε συνεχῶς ἀπό λογισμούς. Ἐπί παραδείγματι, ἄλλες φορές τοῦ ἔλεγαν οἱ λογισμοί ὅτι ἦταν ἅγιος καί ἄλλες φορές τοῦ ἔλεγαν ὅτι θά χανόταν. Ἀφοῦ νά σκεφθῆτε, ἔκανε στρωτές μετάνοιες καί ἔβλεπε μπροστά του δαιμόνια μεταμορφωμένα νά κάθωνται ὄρθια καί νά σαρκάζουν. Καί εἶχε τήν πικροτάτη αἴσθησι, ὅτι προσκυνοῦσε, μέ τίς μετάνοιες πού ἔκανε, ὄχι τόν Χριστό, ἀλλά τόν διάβολο.
Σέ μᾶς βέβαια δέν ὑπάρχουν τέτοιες περιπτώσεις, οὔτε διαβόλους νά δοῦμε, οὔτε τίποτε ἀπό αὐτά. Ἀλλά, ξέρεις τί εἶναι ἀδελφέ μου, νά κάνης μετάνοια, νά προσκυνᾶς τόν Θεό, καί νά βιώνης ὅτι προσκυνᾶς, ἀντί γιά τόν Χριστό, τόν διάβολο; Νά μή τύχῃ τέτοιο πρᾶγμα! Καί ἐν συνεχείᾳ, ἔλεγε ὁ Ἅγιος Σιλουανός: «Ἄν δέν εἶχα δεχθῆ τήν πρώτη δυνατή Χάρι, δέν θά ἄντεχα, οὔτε ἕνα βράδυ, τό δαιμονικό αὐτό μαρτύριο. Ἀλλά, ἦταν τόσο ἔντονη, γλυκειά καί καθοριστική αὐτή ἡ Χάρις πού δέχθηκα, πού ἄντεξα, ἐπί πολλά χρόνια, ἀναρίθμητες τέτοιες μακάβριες δαιμονικές νύχτες». Καί σέ κάποια ἄλλη συνάφεια, ἔλεγε ὁ Ἅγιος Σιλουανός στόν Χριστό: «Κύριε, θέλω νά προσευχηθῶ καί δέν μέ ἀφήνουν οἱ λογισμοί». Καί τότε ἄκουσε θεϊκή φωνή πού τοῦ ἔλεγε: «Ἔτσι ὑποφέρουν οἱ ὑπερήφανοι». Καί ἐν συνεχείᾳ, ἄκουσε τό περίφημο καί γνωστό σας πλέον: «Κράτα τόν νοῦ σου στόν ᾅδη, καί μήν ἀπελπίζεσαι». Νά ἔχης, δηλαδή, συντετριμμένο νοῦ καί νά μή στενοχωριέσαι γι᾽ αὐτά πού σοῦ συμβαίνουν.
Αὐτά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὡς πρός τήν ἀπορία αὐτή. Ἐπειδή τά θεωρήσαμε πολύ βασικά καί χρήσιμα, γι᾽ αὐτό καί τά ἀναφέραμε, γιατί πολλοί ἀπό μᾶς, ἐνῶ στήν ἀρχή κάνωμε κάποιο ἀγῶνα, μετά, μέ τό παραμικρό, τά παρατᾶμε, ἀγνοῶντας τά ”παιχνίδια” τῆς Χάριτος. Ἔ, πῶς νά τό κάνωμε; Θέλομε καί ἐκεῖ Παράδεισο, καί ἐδῶ Παράδεισο; Συνέχεια; Δέν γίνεται. Ὁ Παράδεισος γιά νά κατακτηθῆ θέλει πολύ κόπο. Τί λέγει ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ; «Ἀδελφέ μου, ἄνθρωπέ μου, θέλεις νά ἀνεβῆς στόν οὐρανό καί ὑπολογίζεις κόπους καί πόνους καί θυσίες; Δέν βλέπεις πῶς κινοῦνται οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι γιά ἄλλες κοσμικές ὑποθέσεις; Διδάξου ἀπό αὐτούς».
Καί ἐν προκειμένῳ, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, νά τό ξέρωμε καλά, θέλει πολύ ἀγῶνα, θέλει καρτεροψυχία, θέλει πολύ ὑπομονή, δέν γίνεται σέ ἕνα βράδυ, σέ δύο βράδυα, σέ ἕναν μῆνα νά ἐπιτύχωμε αὐτά τά ὁποῖα θά θέλαμε. Βέβαια, τό ἀνώτερο ἀπ᾽ ὅλα εἶναι ἡ ἀπέκδυσις τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό κυρίως πρέπει νά ζητοῦμε διά τῆς προσευχῆς. Θέλει ὅμως πολύ ὑπομονή καί πολύ κόπο. Δέν μοῦ ἀρέσει νά σᾶς τά ὡραιοποιῶ. Θέλω νά σᾶς λέγω τήν ἀλήθεια.
Μία ἄλλη ἀπορία εἶναι ἡ ἑξῆς: ” Ἄν ἐπιτρέπεται ἡ προσευχή γιά τούς ἀλλοθρήσκους”.
Σέ αὐτήν, ἐλλείψει χρόνου, ἀπαντοῦμε ἐπιγραμματικά: Φυσικά καί ἐνδείκνυται καί ἐπιβάλλεται νά προσευχώμεθα καί γιά τούς ἀλλοθρήσκους. Γι᾽ αὐτούς, ἐπί παραδείγματι, ἡ προσωπική μας προσευχή, μέ τό κομβοσχοίνι, ἤ χωρίς αὐτό, ἄς εἶναι ὡς ἑξῆς: Νά λέμε ”Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησε τόν δοῦλο σου τάδε, ἤ τούς δούλους σου τάδε”. Θά τά ἀναλύσωμε ὅμως ὅλα αὐτά καί πιό κάτω. Ὅμως, δέν πρέπει τά ὀνόματα αὐτά τῶν ἀλλοθρήσκων ἤ τῶν αἱρετικῶν, ὅταν δέν εἶναι Ὀρθόδοξοι δηλαδή, νά τά δίνωμε στούς ἱερεῖς γιά νά μνημονεύωνται στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, στίς Θεῖες Λειτουργίες, στήν Προσκομιδή, κλπ. Δηλαδή, σέ καμμία περίπτωσι, δέν πρέπει αὐτά τά ὀνόματα νά μνημονεύωνται στήν Θεία Λειτουργία.
Αὐτά, εἴχαμε νά ποῦμε ὡς προς τίς σχετικές μέ τό θέμα μας ἀπορίες.
Τώρα, ἄς ὑπενθυμίσωμε, ὅτι στό θέμα τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, εἴχαμε φθάσει, στήν προηγουμένη σύναξί μας, στό τρίτο στάδιο τῆς προσευχῆς, ὅπου ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ, στήν κατάστασι αὐτή, μέ τήν καρδιά του, χωρίς πλέον καμμία βία ἤ ἀνθρωπίνη προσπάθεια, νά λέη τήν εὐχή, εἴτε ἐργάζεται χειρωνακτικά, εἴτε ἀκόμη καί διανοητικά, ἀκόμη καί ὅταν κοιμᾶται. Αὐτή ἡ κατάστασις, τό ξανατονίζομε, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Καί τά δῶρα Του τά δίνει ὁ Θεός ὅποτε Ἐκεῖνος κρίνει καί θέλει. Ἀλλά δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε, ὅτι τά δῶρα Του τά δίνει ὁ Θεός σέ ὅσους, καί μόνο σέ ὅσους, ἀγωνίζονται, καί μάλιστα σωστά.
Μία φορά, ὁ νεοφανείς Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης κουβέντιαζε μέ κάποιον ἄλλον ἀγωνιστή μοναχό. Καί ἔλεγε ὁ ἄλλος μοναχός στόν Ἅγιο Σιλουανό: «Ὅλα καλά, ὅταν κάνω κάποια χειρονακτική ἐργασία, μπορεῖ ταυτόχρονα νά λέγεται καί ἡ εὐχή μέ τόν νοῦ μου. Τήν κρατάω καλά μέ τόν νοῦ μου. Ἀλλά, ὅταν κάνω μιά πρᾶξι πού θέλει ἰδιαίτερη προσοχή, εἶναι δηλαδή διανοητική ἐργασία, τότε δέν μπορῶ, ταυτόχρονα, νά κρατήσω καί τήν εὐχή στό μυαλό μου γιατί τό μυαλό μου εἶναι ἀφοσιωμένο, πέρα γιά πέρα, εἰς τήν ἐργασία ἐκείνη». Αὐτά ἐκμυστηρεύθηκε ὁ μοναχός ἐκεῖνος στόν Ἅγιο Σιλουανό. Τότε, ὁ Ἅγιος Σιλουανός χαμογέλασε ἐλαφρά, μέ πόνο καί ἀγάπη, καί τοῦ εἶπε: «Σέ μᾶς, δέν συμβαίνει ἔτσι…». Μόνο αὐτήν τήν φρασούλα τοῦ εἶπε. Καί ἐννοοῦσε φυσικά, ὅτι κατεῖχε τήν καρδιακή προσευχή. Δηλαδή ὅ,τι καί νά ἔκανε, εἴτε εὑρίσκετο ἀνάμεσα σέ τόσους ἐργάτες, πού εἶχε μεγάλη ὑπευθυνότητα τότε ὁ ἅγιος Σιλουανός ὡς οἰκονόμος πού ἦτο εἰς τό Μοναστήρι – ἄν ἐνθυμοῦμαι καλά -, παρά δηλαδή τίς ἐργασίες πού εἶχε, παρά τό πλῆθος τῶν ἐργατῶν πού κατηύθυνε, παρά τίς τόσες ἐξωτερικές, πολλές φορές, ἀντιξοότητες πού ἀντιμετώπιζε, μέσα του κρατοῦσε αὐτήν τήν καρδιακή προσευχή, ὡς δῶρο Θεοῦ.
Καί στό σημεῖο αὐτό, ἄς κάνωμε μία παρένθεσι. Ἄλλωστε, πιστεύω, οἱ πιό πολλοί θά τό γνωρίζετε. Πρόκειται γιά τόν π. Φώτιο ἀπό τήν Μυτιλήνη, ἕναν χαριτωμένο παππούλη, πολύ μεγάλης ἡλικίας τώρα, πού εἶχε λειτουργήσει στό Μοναστήρι καί μᾶς εἶχε ἐπισκεφθῆ ἀρκετές φορές, ὁ ὁποῖος προσωπικά ἐγνώρισε τόν πατέρα τότε Σιλουανό, νῦν Ἅγιο Σιλουανό. Τότε, μεταξύ τῶν ἄλλων, μᾶς διηγήθηκε ὁ π. Φώτιος καί τό ἑξῆς:
Αὐτό συνέβη, ὅταν ἦτο ὁ π. Φώτιος νέο καλογέρι εἰς τό Ἅγιον Ὄρος. Τότε πῆγε κάποια στιγμή, γιά κάποια δουλειά, στό Ρωσικό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, εἰς τό ὁποῖο ἀσκήτευε ὁ π. τότε Σιλουανός. Ἐκεῖ λοιπόν, κάποια στιγμή, ὁ παπα-Φώτιος χρειάσθηκε, γιά κάποια δουλειά, τόν π. Σιλουανό. Τόν ἀνεζήτησε καί ἀφοῦ δέν τόν εὕρισκε, στήν συνέχεια ἐπῆγε καί ἐκτύπησε τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του, ὅπως ἦτο φυσικό. Ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὅμως, ἄν καί συμπτωματικά ἐκοιμᾶτο, ἀμέσως ἐσηκώθηκε καί ἤρεμα καί πρόθυμα ἐξυπηρέτησε τόν π. Φώτιο. Καί μάλιστα ἔμεινε μαζί του γιά ἀρκετή ὥρα, ἐπειδή ἐπρόκειτο γιά δουλειά σοβαρή πού ἀπαιτοῦσε πολύ χρόνο. Τοῦ ἔκανε δέ πολύ καλή ἐντύπωσι, τοῦ π. Φωτίου, ἡ προθυμία, ἡ ἠρεμία, ἡ καλωσύνη τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ. Ὅταν ὅμως μετά ἀπό λίγο, ὅλα αὐτά τά ἀνέφερε, εὐχαριστημένος καί αὐθόρμητα, σέ κάποιους ἄλλους μοναχούς πού ἀσκήτευαν τότε στό Ρωσικό Μοναστήρι, ὅταν δηλαδή ὁ π. Φώτιος εἶχε ἀποχαιρετήσει τόν π. Σιλουανό, τότε ἔμαθε, ὅτι ὁ Ἅγιος Σιλουανός, τήν στιγμή πού τόν ξυπνοῦσε ὁ π. Φώτιος, ἀκριβῶς πρίν ἀπό λίγο εἶχε πάει στό κελλί του γιά νά ξεκουρασθῆ ὕστερα ἀπό ὁλονύκτια ἀγρυπνία. Καί τότε ἐθαύμασε, ὁ π. Φώτιος, ἀκόμη πιό πολύ τήν πραότητα τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ καί τήν κρυφή ἐσωτερική του ἐργασία, πού δηλαδή δέν τοῦ ἀνέφερε οὔτε μία λεξούλα σάν παράπονο, ὅπως «ξέρεις, εἶμαι ἀπό ἀγρυπνία, περίμενε λίγο, κλπ.». Τίποτε ἀπό αὐτά. Τέτοια λεπτότης, τέτοια διάκρισις ἐχαρακτήριζαν τόν Ἅγιο Σιλουανό. Δέν τοῦ εἶπε: «Ξέρεις, μόλις ξάπλωσα. Ἄν θέλης, ἔλα ἀργότερα, δέν μπορῶ τώρα,…». Οὔτε ἔκανε ἔστω ἕναν ὑπαινιγμό. Τέτοια ἐντύπωσι ἔκανε τοῦ π. Φωτίου ὅλη αὐτή ἡ στάσι τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ, πού ὅλα αὐτά τοῦ ἔμειναν γιά τόσα πολλά χρόνια μέσα στήν διάνοιά του. Τόσο μεγάλη ἐντύπωσι, πού ἀρκεῖ νά σκεφθῆ κανείς, ὅτι μᾶς τά διηγήθηκε μετά ἀπό 60 περίπου, ἴσως καί περισσότερο, χρόνια. Νέο καλογέρι τότε, γέρων τώρα, καί τά θυμόταν σάν νά ἦταν χθές, σάν νά ἦταν αὐτήν τήν στιγμή.
Λοιπόν, ἄς συνεχίσωμε:
Ὁ π. Παΐσιος ἐπισκέφθηκε κάποιον μοναχό στά τελευταῖα του, ὁ ὁποῖος ξεψυχοῦσε. Ἐκεῖνος ὁ μοναχός, ἀπό ὑπερβολική ταπείνωσι, ἔλεγε στόν π. Παΐσιο, ὅτι ἐπέρασε μία ὁλόκληρη ζωή στήν ματαιότητα, στήν ἁμαρτία. Ἔλεγε: «Εἶμαι σκέτη ἁμαρτία. Δέν ἔκανα τίποτε». Τότε ὁ π. Παΐσιος, γιά νά τοῦ δώση θάρρος, ἐπειδή ἐγνώριζε τήν κρυφή του πνευματική ἐργασία, τοῦ εἶπε: « Ἄς ἀφήσωμε τά ἄλλα, τό παρελθόν. Ἐν τάξει. Δέν ἔκανες τίποτε. Τώρα, ὅταν κοιμᾶσαι ἀδελφέ, ἡ εὐχή δέν λέγεται ἀπό μόνη της;» Καί ἀπήντησε ὁ ψυχορραγῶν μοναχός: «Ἔ αὐτό γίνεται, τοὐλάχιστον. Αὐτό ἔλειπε νά μή γινόταν καί αὐτό!» Δηλαδή, λίγο-πολύ τό ἐθεωροῦσε φυσικό νά γίνεται ἡ προσευχή στόν ὕπνο, νά ἐνεργῆται ἀπό μόνη της. Καί ἱκανοποιημένος ἀπό αὐτήν τήν ἀπάντησι ὁ π. Παΐσιος εἶπε στόν μοναχό αὐτόν, πρό τοῦ τέλους του: «Ἔ, ἀφοῦ αὐτό γίνεται, μή φοβᾶσαι γιά τό οὐράνιο ταξεῖδι σου. Ὅλα θά πᾶνε καλά. Ὁ Θεός θά σέ σώση».
Συγχωρέστε με, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀλλά τώρα μοῦ ἔρχονται κι ἄλλες σχετικές ἱστορίες ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος. Μοῦ ἔρχεται εἰς τό μυαλό ἕνα παρόμοιο περιστατικό, πού μᾶς τό ἐδιηγεῖτο πάλι ὁ π. Παΐσιος:
Κάποτε ψυχορραγοῦσε ἕνας ρουμᾶνος μοναχός. Αὐτός ἦταν ὑποτακτικός σέ κάποιον Γέροντα – καί οἱ δύο ἦσαν πολύ μεγάλης ἡλικίας. Ὅταν ψυχορρραγοῦσε ὁ ὑποτακτικός, πῆγε, ἀνήμερα τῆς Παναγίας, ἔτσι συνέπεσε, ἕνας πρακτικός γιατρός ἀπό ἐκεῖ κοντά, ὀνόματι Δανιήλ. Αὐτός ὁ γιατρός πῆγε γιά νά προσφέρη στόν ψυχορραγοῦντα ὑποτακτικό τίς τελευταῖες ἀνθρώπινες δυνατές βοήθειες. Τότε ἀπεγνωσμένα ὁ Γέροντας τοῦ ψυχορραγοῦντος μοναχοῦ ἔλεγε μέ ἀγωνία πρός τόν πρακτικό γιατρό, σέ σπαστά Ἑλληνικά – γιατί, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε, ἦτο Ρουμᾶνος: «Μή Ντανῆλο – Δανιήλ, δηλαδή -, μή κάνης τίποτε. Ἄσε καλύτερα, νά πεθάνη σήμερα. Γιατί, σήμερα εἶναι μεγάλη γιορτή. Εἶναι τῆς Παναγίας. Γιατί, καί νά κάνης κάτι, ἤ θά πεθάνη αὔριο, ἤ μεθαύριο. Καλύτερα νά πεθάνη σήμερα, πού εἶναι γιορτή. Μεγάλη εὐλογία. Εἶναι τῆς Παναγίας». Ἄς μή κάνωμε σχόλια τώρα τό πῶς ἀντιμετωπίζομε ἐμεῖς τέτοιες καταστάσεις….
Αὐτή ἡ μέθοδος τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, ἔχει τρία κύρια μεγάλα πλεονεκτήματα:
Κατ᾽ ἀρχάς, δέν ἀπαιτοῦνται εἰδικές συνθῆκες τόπου καί χρόνου. Δέν θέλει δηλαδή νά ἔχωμε δικό μας εἰδικό χῶρο, εἰδικό δωμάτιο, βιβλία, καί ἄλλον ἐξοπλισμό. Μποροῦμε νά λέμε τήν εὐχή παντοῦ καί πάντοτε, εὐκαίρως-ἀκαίρως, εἴτε ὅταν εἴμαστε ἀπερίσπαστοι, εἴτε παράλληλα καί ταυτόχρονα μέ ἄλλες ἀσχολίες. Καί ὅταν ταξειδεύωμε, καί ὅταν κάνωμε ὁποιαδήποτε δουλειά, καί ὅταν περπατᾶμε, καί στά διαλείμματα τῶν ἐργασιῶν, καί ἀνά πᾶσα ὥρα καί στιγμή, ὅπως ἤδη ἔχομε ἐξηγήσει. Μέ μία λέξι, δέν ὑπάρχει ἀκατάλληλη στιγμή γιά τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ. Πάντα ἐνδείκνυται, πάντα ἐπιβάλλεται. Ὄχι ἁπλῶς ἐπιτρέπεται, ἀλλά καί ἐπιβάλλεται. Πάντα εἶναι ὠφέλιμη, πάντα εἶναι σωτήρια. Καί ἀντί συνεχῶς νά σκεπτώμεθα καί νά ἀκοῦμε ἕνα σωρό ἄλλα πράγματα πού, ἄν δέν εἶναι βλαβερά, εἶναι τό ὀλιγώτερο ἀνώφελα καί μάταια, καί τά ὁποῖα μᾶς κουράζουν, μᾶς ἀποπροσανατολίζουν, μᾶς θολώνουν τό μυαλό, ἀντί λοιπόν νά κάνωμε ὅλα αὐτά, μποροῦμε νά δίνωμε, ἄν ὄχι πάντα, τοὐλάχιστον ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν, ὡς στερεά πνευματική τροφή, στόν ἑαυτό μας, τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ. Αὐτό εἶναι τό πρῶτο μεγάλο πλεονέκτημα. Δέν ἀπαιτεῖται εἰδικός χῶρος, δέν ἀπαιτοῦνται εἰδικές συνθῆκες.
Δεύτερο μεγάλο πλειονέκτημα πού ἔχει αὐτός ὁ τρόπος τῆς προσευχῆς, εἶναι ὅτι δέν ἀπαιτεῖται ἰδιαίτερος προσωπικός μας φιλολογικός καί θεολογικός καταρτισμός. Δέν χρειάζονται ἰδιαίτερες γνώσεις. Διότι, πολλά τά αἴτια μέν, ἄς μή κρυβώμαστε δέ. Λίγο πολύ, ὅλοι μας ὑστεροῦμε σέ θεολογικο-φιλολογική κατάρτησι καί δέν καταλαβαίνομε, ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, τά ἐξαίσια, κατά τά ἄλλα, βαθειά, βαθύτατα, νοήματα τῶν τροπαρίων, πού ψάλλονται εἰς τήν ἁγία μας Ἐκκλησία κατά τήν διάρκεια τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν. Ἐπειδή, γιά νά καταλάβη κάποιος καλά τά ἐξαίσια αὐτά τροπάρια, πρέπει νά ξέρη, καί τήν Παλαιά Διαθήκη, καί τήν Καινή Διαθήκη, καί τούς βίους τῶν Ἁγίων, τά συγγράμματα τῶν Ἁγίων, ἐκκλησιαστική ἱστορία, δογματική, νά ξέρη καί κάποια ἀρχαῖα Ἑλληνικά. Καί πολλές φορές, ἄν εἶναι ἰαμβικοί οἱ στίχοι τῶν τροπαρίων, ὅπως κατά τά Χριστούγεννα, Θεοφάνεια καί κάποιες ἄλλες γιορτές, πρέπει νά ξέρη καλά ἀρχαῖα Ἑλληνικά. Καί ὅλα αὐτά βέβαια, ἐφ᾽ ὅσον ἀποδίδωνται σωστά καί ἀπό τούς ἱεροψάλτες.
Ὅπως καταλαβαίνετε, ὅλα αὐτά γιά νά συντρέχουν ταυτόχρονα, δέν εἶναι καί τόσο εὔκολο, γιά νά μή ποῦμε ὅτι εἶναι πολύ δύσκολο. Ὁπότε εἶναι φυσικό πολλές φορές, νά αἰσθανώμεθα κάποια ἀνία κατά τήν διάρκεια τῶν ἀκολουθιῶν μέσα στόν ναό. Γιατί, ἄν δέν καταλαβαίνη κάποιος τί ἀκούει, ὅσο καί ἄν ὑπάρχη ἕνα ἐξαίσιο πνευματικό κλῖμα ἀπό τήν ψαλμωδία, δέν εἶναι παράξενο νά αἰσθάνεται ἀνία. Ὁπότε, ἀντί νά ἔχωμε πολλές φορές αὐτό τό ὄχι σωτήριο αἴσθημα, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν καταλαβαίνομε τό νόημα τῶν λεγομένων, εἶναι πολύ ὠφέλιμο καί χρήσιμο, παράλληλα μέ τό ἐξαίσιο πνευματικό κλῖμα τό ὁποῖο δημιουργεῖται μέ τήν βυζαντινή ψαλμωδία, νά λέμε παράλληλα, κάπου – κάπου, καί τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, τό ”Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με”. Ἤ, ἐάν ἐκείνη τήν στιγμή τό τροπάριο ἀναφέρεται στήν Παναγία, μποροῦμε νά λέμε τό ”Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον με”, ἤ, ἄν κάποιο τροπάριο ἀναφέρεται σέ κάποιον Ἅγιο, νά λέμε ”Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἐμοῦ”. Εἶναι πολύ πιό χρήσιμο, πολύ πιό ὠφέλιμο.
Βέβαια, στό σημεῖο αὐτό νά ποῦμε ὅτι φταῖμε λίγο-πολύ ὅλοι μας, πού, ἐνῶ μαθαίνωμε ξένες γλῶσσες, ἐνῶ μαθαίνωμε ἕνα σωρό ἄλλα πράγματα, βλαβερά, ἀνώφελα, δέν κάνομε μία προσπάθεια νά βελτιώσωμε τά Ἑλληνικά μας, τά ἀρχαῖα Ἑλληνικά μας. Καί σέ λίγο, θά ἔλθουν νά μᾶς τά μάθουν οἱ Γερμανοί καί οἱ ξένοι γιατί, ὅπως πάει τό πρᾶγμα, θά τά ἔχωμε ξεχάσει. Τί νά μᾶς μάθουν δηλαδή οἱ ξένοι; Τήν δική μας ἐξαισία γλῶσσα! Καί αὐτό εἶναι μεγάλη μας ντροπή. Τί λέγω γιά τά Ἀρχαῖα Ἑλληνικά. Ἐδῶ, καλά – καλά, δέν ξέρομε τήν ἁπλῆ καθαρεύουσα καί μέ αὐτά τά μονοτονικά συστήματα, πού εἶναι ντροπή πού τά υἱοθετήσαμε, δέν ξέρω κι ἐγώ τί νά πῶ, σέ λίγο, θά πᾶμε καί στό ἀτονικό σύστημα. Ἀλλά, ἄς μή ξεφύγω ἀπό τό θέμα μας. Ὅμως ἄν κάνωμε μία προσπάθεια καί ἀπό μόνοι μας, μποροῦμε νά βελτιωθοῦμε στό θέμα αὐτό.
Ἀλλά, καί πέραν τούτου, ἄν μεγάλοι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως τῆς τάξεως τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, εὑρῆκαν μεγαλυτέρα πνευματική ἀνάπαυσι καί ὠφέλεια στήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, παρά στά πολλά λόγια τῶν ἄλλων προσευχῶν, παρά στήν Ὑμνολογία, πόσῳ μᾶλλον ἐμεῖς, πού ὅπως εἴπαμε στερούμεθα τόν ἀπαραίτητο θεολογικό καί φιλολογικό καταρτισμό.
Βέβαια, γιά νά εἴμαστε πιό ὁλοκληρωμένοι καί γιά νά μήν ὑπάρχη καί καμμία παρανόησις, κατά γενική ὁμολογία, στήν ἀνθρωπίνη μας φύσι ταιριάζει ἡ ἀλλαγή, ἡ ποικιλία. Διαφορετικά δημιουργεῖται στόν ἄνθρωπο μία μορφή πνευματικοῦ μουχλιάσματος. Ὁπότε, εἶναι πιό ξεκούραστο, πιό φυσικό, πιό ὠφέλιμο καί πιό ἀποδοτικό, ἄλλοτε νά ψάλλωμε ἐσωτερικά, ἤ ἐξωτερικά, καί ἄλλοτε νά λέμε τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ ψιθυριστά, ἤ νοερά. Τό ἕνα δέν ἀντιμάχεται τό ἄλλο. Ἴσα-ἴσα, τό ἕνα συμπληρώνει καί βελτιώνει τό ἄλλο. Ἔτσι εἶναι ἡ ἀνθρωπίνη μας φύσις. Διότι ὅ,τι ὑπάρχει στήν ἁγία μας Ἐκκλησία, εἶναι ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι κατατεθειμένο. Καί, ἄν κάνωμε διακριτική χρῆσι ὅλων αὐτῶν, μεγιστοποιεῖται ἡ προσωπική μας πρόοδος. Ἄλλωστε, αὐτά δέν μπαίνουν σέ καλούπια.
Ἐπί παραδείγματι: Ὅταν λέμε μία προσευχή, ἤ ἀκοῦμε στήν ἐκκλησία μία προσευχή, εἴτε εἶναι ψαλμωδία, εἴτε εἶναι ψαλμός τοῦ Δαυΐδ, εἴτε εἶναι ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ἅμα κάποιος συγκεκριμένος στίχος μιᾶς προσευχῆς μᾶς κεντήση ἰδιαίτερα, μᾶς ”τρυπήση”, μᾶς κατανύξη, ἄν μιλήση ἰδιαίτερα μέσα μας, τότε, ὄχι μόνο δέν εἶναι ἁμαρτία νά ἀδολεσχοῦμε γύρω ἀπό αὐτόν τόν στίχο, ἀλλά ἐπιβάλλεται καί συμφέρει πνευματικά αὐτή ἡ ἐργασία.
Αὐτά λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος τονίζει περίπου τό ἑξῆς: «Μή χάσης, λέγει, τήν εὐκαιρία αὐτή, γιατί, διά μέσου αὐτοῦ τοῦ στίχου, διά μέσου αὐτοῦ τοῦ λογισμοῦ, διά μέσου αὐτοῦ τοῦ φαινομένου, σέ ἐπισκέφθηκε ὁ Θεός, γιά νά συγχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτίες σου, γιά νά φωτισθῆς καί γιά πολλούς ἄλλους λόγους». Βλέπετε, στήν Ὀρθοδοξία δέν ὑπάρχουν ποτέ συνταγές, ποτέ δέν ὑπάρχουν πνευματικά καλούπια. Πάντα ὑπάρχει ἡ διάκρισις, πού εἶναι ἡ συνισταμένη ὅλων τῶν πνευματικῶν φαινομένων καί ὅλων τῶν πνευματικῶν ἀρετῶν.
Ἀλλά, ἄς μή ξεφύγωμε πιό πολύ.
Καί τό τρίτο μεγάλο πλεονέκτημα πού ἔχει αὐτή ἡ εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, πού ἔμμεσα τό προαναφέραμε, εἶναι ὅτι ἡ ἐνέργεια τῆς εὐχῆς αὐτῆς μένει ἀκεραία, θά λέγαμε, καί μετά τό πέρας τῆς προσευχῆς.
Γιά παράδειγμα, ὅποιος λέγει τήν εὐχή ψιθυριστά, ὅταν δηλαδή εἶναι μόνος του, τότε, σιγά-σιγά, καί χωρίς νά τό καταλαβαίνη, ὅταν εὑρεθῆ σέ δημόσιο χῶρο, τοῦ ἔρχεται ἡ εὐχή ἀπό μόνη της καί τήν λέγει μέ τόν νοῦ του. Δηλαδή, συνεχίζει ἡ ἐνέργεια τῆς προσευχῆς μετά τό τελείωμά της.
Αὐτά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἴχαμε νά ποῦμε ὡς πρός τά τρία κύρια πλεονεκτήματα πού ἔχει ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ ἔναντι τῶν ἄλλων θεαρέστων προσευχῶν.
Τώρα ἐπίσης, ἐκτός ἀπό τόν ἑαυτό μας, ἐνδείκνυται νά προσευχώμεθα, μέ τόν ἴδιο πάντα τρόπο, γιά ὁλόκληρη τήν οἰκογένειά μας, γιά ἄτομα στά ὁποῖα αἰσθανόμεθα κάποια πνευματικῆς ἤ ὑλικῆς φύσεως εὐγνωμοσύνη, γιά ἀνθρώπους πού ἔχουν κάποια εἰδική ἀνάγκη, περιπέτεια, συμφορά, κάποια ἀρρώστεια, καί γενικῶς, γιά ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα καί γιά ὅλους τούς ζῶντας λέγοντας ”Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς”. Καί τοῦτο ἐπειδή ἡ ἀνθρωπότης, πιό πολύ ἀπό ὅλα, πάσχει ἀπό ἔλλειψι προσευχῆς. Καί ὅ,τι πολλές φορές δέν ἐπιτυγχάνομε μέ ἕνα σωρό διδασκαλίες, ἐκβιασμούς, τσακωμούς, ἀπειλές, δοσοληψίες, συζητήσεις, πού τελειωμό δέν ἔχουν καί πολλές φορές μᾶς φθείρουν καί μᾶς βγάζουν ἐκτός τόπου καί χρόνου, μποροῦμε νά τό ἐπιτύχωμε μέ τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, γιατί αὐτή κρύβει μέσα της τεραστία πνευματική δύναμι. Μποροῦμε λοιπόν νά ἀναφέρωμε κάποια ἰδιαίτερα συγκεκριμένα ὀνόματα μία μόνο φορά εἰς τήν ἀρχή, καί μετά, ὅσες φορές θέλομε, νά λέμε γενικά ”Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς”. Εἴχαμε πῆ δηλαδή στήν ἀρχή ”Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησε τούς δούλους σου τάδε, τάδε, τάδε, καί ὅλην τήν ἀνθρωπότητα”. Μετά, συνεχίσαμε νά λέμε ”Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς”, ”Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς”….. Στό ”ἡμᾶς” συμπεριλαμβάνονται, ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα καί ἐπί πλέον κατά ἕναν ἐντελῶς ξεχωριστό καί ἰδιαίτερο τρόπο, τά ὀνόματα πού προαναφέραμε τήν πρώτη μόνο φορά στήν ἀρχή.
Δέν χρειάζεται δηλαδή νά ζαλιζώμαστε συνεχῶς μέ πολλά ὀνόματα καί νά τά ἀναφέρομε συνεχῶς, γιατί αὐτό διαχέει τήν πνευματική μας προσοχή καί οὔτε εἶναι ἐφικτόν καί δυνατόν νά τούς θυμηθοῦμε ὅλους. Γι᾽ αὐτό, μποροῦμε νά λέμε ἐπί πλέον καί ἐν κατακλεῖδι: ”Καί τοῖς ἐντειλαμένοις ἡμῖν τοῖς ἀναξίοις εὔχεσθαι ὑπέρ αὐτῶν”. Ὁ Θεός γνωρίζει γιά ποιούς θέλομε νά προσευχηθοῦμε, ποιούς θά ἔπρεπε νά ἀναφέρωμε καί ποιούς λησμονήσαμε ἐν τῇ ἀδυναμίᾳ μας. Ἔτσι, ἄς ἀφήσωμε τόν Θεό νά κατευθύνη Ἐκεῖνος αὐτήν τήν ταπεινή μας προσευχή, ὅπου ὑπάρχει ἀνάγκη, ὅπου πρέπει, ὅπου εἶναι τό θεῖο Του θέλημα. Δηλαδή, ἐμεῖς νά λέμε ”Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς”, ἀναξίως βέβαια, καί νά ἀφήνωμε τόν Θεό νά ἐνεργῆ γιά λογαριασμό μας.
Αὐτά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἴχαμε νά ποῦμε γιά σήμερα.
Ἄς σταματήσωμε ἐδῶ καί θά συνεχίσωμε, πρῶτα ὁ Θεός, τήν ἑπόμενη φορά.
Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος,
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
(Ἑσπερινή ὁμιλία στόν Ἱ. Ναό Παναγίας Δεσποίνης Λαμίας κατά τό ἔτος 1999)