Κανείς μας δεν αγνοεί ότι η προσευχή είναι όντως μία πρωταρχική ανάγκη κάθε ψυχής, είναι δένδρον ζωής, το οποίον τρέφει τον άνθρωπον και τον αφθαρτοποιεί, διότι τον καθιστά κοινωνόν του αϊδίου και αφθάρτου Θεού. Όπως δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς ψυχήν, έτσι και δεν νοείται τις ζωντανός εν Χριστώ άνευ προσευχής.
Η νοερά προσευχή είναι αδιάλειπτος ενέργεια των αγγελικών ταγμάτων, ο άρτος, η ζωή και η γλώσσα των άϋλων αυτών όντων, είναι έκφρασις της αγάπης των προς τον Θεόν. Ούτω και οι μοναχοί, εν σαρκί μιμούμενοι και αγωνιζόμενοι, βιούν την αγγελικήν πολιτείαν, ζωπυρούν τον θεϊκόν αυτών έρωτα διά της αδιαλείπτου νοεράς προσευχής.
Διά τούτο, πάλιν και πολλάκις, και μέσα εις την ιστορίαν, βλέπομεν μοναχούς που λησμονούν ακόμη και επί ώρας και ημέρας να φάγουν, ξεχνούν και τον εαυτόν τους, αφοσιωμένοι εις την νοεράν ενατένισιν του Κυρίου. Πόσες φορές κτυπούσαν την θύραν αγίων ή ελάλει ο πετεινός και εκείνοι δεν αντελαμβάνοντο τίποτε, διότι ο νους των ευρίσκετο εις μετάρσιον κοινωνίαν μετά του Θεού. Η προσευχή είναι δι’ αυτούς η πνευματικωτέρα άθλησις, που γίνεται αναφορά εις τον Πατέρα και κτίστην του κόσμου, είναι θαλπωρή της καρδίας των, ανέβασμα εις τα ουράνια• είναι αγκάλιασμα και τρυφερός ασπασμός του μοναχού προς τον Νυμφίον και Σωτήρα των ψυχών μας.
Η Εκκλησία μας ζη με την προσευχήν• ζη με τας προσευχάς των τέκνων της. Βεβαίως, υπάρχουν πολλά είδη προσευχής. Αν όμως θελήσωμεν να ίδωμεν ποία είναι η κατ’ εξοχήν προσευχή της Εκκλησίας, που αειρύτως συντηρεί την πνευματικότητα της «εν παντί καιρώ και πάση ώρα», τότε θα πρέπη να ανατρέξωμεν εις τα φωτόμορφα τέκνα της, τα αποτελούντα την μοναχικήν πολιτείαν. Διότι, όπως λέγει ένας Πατήρ της Εκκλησίας, ο άγιος Ισαάκ, αύτη αποτελεί το «καύχημα της Χριστού εκκλησίας»(1) και εκφράζει το σαρκωμένον και βιωμένον Ευαγγέλιον. Είναι ο μοναχισμός το ιερώτατον θησαυροφυλάκιόν της, εις το οποίον διατηρούνται αλώβητα τα δόγματά της, αληθής η ευσέβεια, ακέραιον το μαρτυρικόν φρόνημα, ανόθευτος η πνευματική παράδοσις, δραστική και σωτήριος η αποστολή της, συνεχές το ηδύμολπον τραγούδι της, με το οποίον προκαλεί και εξυπνά τον ηγαπημένον Χριστόν της και θηρεύει την ολόφωτον περιστεράν, το Πνεύμα το Άγιον, το οποίον εκ του Πατρός εκπορεύεται(2).
Διά να γνωρίσωμεν δε πώς διατηρεί η Εκκλησία μέσα εις τον μοναχισμόν την προσευχήν της, την θεοπρεπή ταύτην φωνήν της, δεν χρειάζεται να τρέξωμεν μακριά εις Ανατολήν και Δύσιν. Εδώ, εις την γειτονιά μας, έχομεν το Άγιον Όρος, την πνευματέμφορον ιεροθήκην των παραδόσεων μας, την θεόρριπτον σανίδα, διά της οποίας διαρκώς σώζονται από τον κλύδωνα της αμαρτίας πολλοί και γεμίζουν την βασιλείαν του Θεού.
Την προσευχήν του Αγίου Όρους ποιος δεν την γνωρίζει; Αποτελείται από μίαν φράσιν μικράν, από μετρημένας τας λέξεις.
Με την βοεράν κραυγήν «Κύριε», δοξολογούμεν τον Θεόν, την ένδοξον μεγαλειότητά του, τον βασιλέα του Ισραήλ, τον δημιουργόν της ορατής και αοράτου κτίσεως, ον φρίττουσι τα σεραφίμ και τα χερουβίμ.
Με την γλυκυτάτην επίκλησιν και πρόσκλησιν «Ιησού», μαρτυρούμεν ότι είναι παρών ο Χριστός, ο σωτήρ ημών, και ευγνωμόνως τον ευχαριστούμεν, διότι μας ητοίμασε ζωήν αιώνιον. Με την τρίτην λέξιν «Χριστέ», θεολογούμεν, ομολογούντες ότι ο Χριστός είναι αυτός ο Υιός του Θεού και Θεός. Δεν μας έσωσε κάποιος άνθρωπος ούτε ένας άγγελος αλλά ο Ιησούς Χριστός, ο αληθινός Θεός.
Εν συνεχεία, δια της ενδομύχου αιτήσεως «ελέησόν με», προσκυνούμεν και παρακαλούμεν να γίνη ίλεως ο Θεός, εκπληρών τα σωτήρια αιτήματά μας, τους πόθους και τας ανάγκας των καρδιών μας. Και εκείνο το «με», τι εύρος έχει! Δεν είναι μόνον ο εαυτός μου• είναι άπαντες οι πολιτογραφηθέντες εις το κράτος του Χριστού, εις την αγίαν Εκκλησίαν, είναι όλοι αυτοί που αποτελούν μέλος του ιδικού μου σώματος.
Και, τέλος, δια να είναι πληρέστατη η προσευχή μας, κατακλείομεν με την λέξιν «τον αμαρτωλόν», εξομολογούμενοι -πάντες γαρ αμαρτωλοί εσμεν- καθώς εξωμολογούντο και όλοι οι άγιοι και εγίνοντο δια ταύτης της φωνής υιοί φωτός και ημέρας.
Εξ αυτών αντιλαμβανόμεθα ότι η ευχή εμπεριέχει δοξολογίαν, ευχαριστίαν, θεολογίαν, παράκλησιν και εξομολόγησιν.
Τι να είπωμεν, λοιπόν, αγαπητοί μου, τώρα διά την νοεράν προσευχήν, αφού εις την εποχήν μας, δόξα σοι ο Θεός, παντού γίνεται λόγος περί αυτής και απειράριθμα βιβλία εκδίδονται αναφερόμενα εις την «ευχήν»; Και τα παιδάκια πλέον την γνωρίζουν και την λέγουν• μικροί και μεγάλοι σώζονται με αυτήν.
Είναι καλόν τούτο, ακόμη και διά το γεγονός ότι εις την Ανατολήν τα ψευδώνυμα θρησκεύματα και αι απατηλαί «ιεραποστολαί» των επιδεικνύουν την ιδικήν των δήθεν προσευχήν, που είναι όμως ψυχική, ψευδής και δαιμονική. Είμεθα χρεώσται να ανακαλύπτωμεν τον ιδικόν μας αληθή θησαυρόν, την νοεράν προσευχήν, την μνήμην του θείου ονόματος.
Μέσα εις τους αιώνας η Εκκλησία δια της ευχής αφ’ ενός μεν ομιλεί εις τον Θεόν, αφ’ ετέρου δε με αυτήν ενθουσιάζει τα τέκνα της και τα θεοποιεί. Η νοερά προσευχή είναι κάτι που γεμίζει ολόκληρη την κτίσιν και φθάνει και μέχρις ημών των ανθρώπων.
Επιτρέψατέ μου, πριν προχωρήσω, να Σας αναφέρω δια κάποιον μοναχόν, τον οποίον εγνώρισα και -όπως όλοι μας περνούμε τέτοιες δυσκολίες- διήρχετο εις το μοναστήρι του μίαν κρισιμωτάτην εποχήν δύσκολες ημέρες! Το μυαλό του το πυρπολούσε ο πονηρός εχθρός και δυνάμεις αντίθετες ήθελαν να τον «πετάξουν» και από πρίγκιπα της Εκκλησίας να τον μεταποιήσουν εις αναζητητήν δήθεν της αληθείας. Η ψυχή του βογγούσε σαν τα αφρισμένα κύματα και ζητούσε την λύτρωσιν από της δυσχερείας. Ενεθυμείτο πότε-πότε την ευχήν αυτήν, αλλά έβγαινε τόσον αδύναμη, διότι δεν επίστευεν εις αυτήν. Το περιβάλλον του το άμεσον δεν τον βοηθούσε καθόλου• ήτο άρνητικόν. Ταλαίπωρος που γίνεται ο άνθρωπος, όταν προβληματίζεται. Ποιος όμως δεν
διέρχεται από τοιαύτες φρικτές ημέρες, σκοτεινές νύκτες, τραγικές δοκιμασίες;
Λοιπόν, ο μοναχός μας δεν ήξευρε τι να κάνη. Ο περίπατος δεν του έδιδε τίποτε. Η νύκτα τον έπνιγε. Και κάποια νύκτα μέσα εις το πνίξιμο που ένοιωθε, ανοίγει το παράθυρο του κελλιού του να αναπνεύση. Ήταν σκοτάδι – κάπου τρεις της νυκτός. Και όπως ήταν κουρασμένος, επήγε να το κλείση, μήπως μπορέση λίγο να ξεκουρασθή. Όμως σαν να έγινε τριγύρω του -έξω όλο το σκοτάδι- σαν να έγινε φως! Σκύβει να δη, πόθεν έβγαινε αυτό το φως! Αλλά, από πουθενά δεν προήρχετο. Το σκότος το ανυπόστατον έγινε φως και η καρδιά του ιδίου ακόμη ήταν φωτεινή• το κελλί του, όταν ήλθε προς αυτό, είδε ότι και τούτο έγινε φως! Κοιτούσε μήπως το φως αυτό ήτο από την λάμπα. Όμως δεν μπορούσε η λάμπα του πετρελαίου να γίνη και να κάνη το παν φως!
Η καρδιά του πριν δεν ήταν ακόμη φωτεινή, όμως είχε κάποιαν ελπίδα• χωρίς να καταλαβαίνη και ο ίδιος, μέσα εις το ξάφνιασμά του και μέσα εις την ελπίδα που ανέβλεπε, βγαίνει εις την μαύρη αυλή του μοναστηριού, που πολλές φορές του είχε φανή σαν κόλασι• βγαίνει μέσα εις την σιωπή, μέσα εις την νυχτιά. Μα παράξενο! Όλα ήσαν φανερά! Τίποτε δεν ήταν κρυμμένο μέσα εις την σκοτεινιά. Όλα μέσα εις το φως, και τα ξύλινα δοκάρια και τα παράθυρα, ο ναός, το χώμα που πατούσε, ο ουρανός, η βρύσι που έτρεχε συνεχώς, τα τριζόνια εκεί, οι πυγολαμπίδες, τα νυχτοπούλια, όλα παρουσιάσθηκαν εκεί, όλα! Και κατέβαιναν και τα άστρα, και χαμήλωνε ο ουρανός, μάλλον του εφαίνετο ότι όλα είχαν γίνει -γη και ουρανός- ένας ουρανός! Και όλα μαζί έψαλλαν την ευχή, όλα έλεγαν την ευχή. Και η καρδιά του παραδόξως άνοιξε και αυτή και άρχισε να χορεύη, άρχισε και εκείνη να κτυπά και να συμμετέχη άθελά της εις την ιδίαν την ευχήν και τα πόδια του δεν ήξευρε τι να τα κάνη.
Ούτε κατάλαβε πότε άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα εις τον ναό, πότε «ντύθηκε», πότε ήλθε κάποιος άλλος μοναχός γεροντάκος, πότε άρχισε την λειτουργία του, πότε ήλθαν και οι άλλοι μοναχοί. Τι έγινε δεν ήξευρε. Είχε χάσει τον συνειρμόν του, ήξευρε μόνον ότι ευρίσκεται μπροστά εις το θυσιαστήριον, ενώπιον του αοράτως παρισταμένου Θεού και λειτουργούσε. Και κτυπώντας τα πλήκτρα -ας πούμε εμείς έτσι- της καρδίας και του θυσιαστηρίου, η φωνή αντηχούσε επάνω εις το υπερουράνιον θυσιαστήριον. Η λειτουργία προχώρησε, ο ναός εφωτίζετο από τα κανδήλια μυστικώτατα. Τελείωσε το Ευαγγέλιο. Το φως δεν υπήρχε τριγύρω του, μα το φως είχε φωλιάσει εις την καρδίαν του. Όλα τελείωσαν• όμως δεν τελείωνε πια το τραγούδι που είχε αρχίσει η καρδιά του. Ναι, είδε -μέσα εις την έκστασίν του- ότι γη και ουρανός ψάλλουν την ευχήν και κατάλαβε ότι ο μοναχός ζη και φαίνει, όταν σκιρτά από την ευχήν. Αρκεί μόνον να παύση να υπάρχη δια τον εαυτόν του.
Ορθώς λέγει ο ψαλμωδός ότι το όνομα του Θεού μας δίδει ζωήν(3). Και τι ωραία που λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης, ότι η προσευχή είναι ως πυρ ευφροσύνης, ως φως ευωδιάζον, αποστόλων κήρυγμα, ευαγγέλιον Θεού, πληροφορία καρδίας, Θεού επίγνωσις, το του Ιησού αγαλλίαμα, ευφροσύνη ψυχής, έλεος Θεού, ακτίς νοητού ηλίου, χάρις Θεού. «Προσευχή εστιν ο Θεός, ο ενεργών τα πάντα εν πάσι»(4).
Ναι, μέσα εις τους αιώνας η Εκκλησία δια της ευχής, αφ’ ενός μεν ομιλεί εις τον Θεόν, αφ’ ετέρου δε με αυτήν ενθουσιάζει τα τέκνα της και τα θεοποιεί. Ο απόηχός της γεμίζει ολόκληρον την κτίσιν και η ενέργειά της συνεργεί εις την ανακαίνισιν του κόσμου.
Και τώρα, λοιπόν, τι να είπωμεν διά το θαυμαστόν τούτο δώρημα της θείας χάριτος, το οποίον έδωσε και εις ημάς; Δια την προσευχήν ταύτην, που τόσον πολύ τιμάται εις το Άγιον Όρος;
Δι’ αυτό, ας ερμηνεύσωμεν την έννοιαν της ευχής, να ρίψωμεν και μια ματιά εις την ιστορίαν της, να ίδωμεν και μερικάς πνευματικάς προϋποθέσεις αυτής και ωρισμένας κοινωνικάς υποχρεώσεις μας, αναγκαίας δια την προσευχήν.
Σημειώσεις
1. Ασκητικά, Λόγος 10, σελ. 43.
2. Ιω. 15,26.
3. Πρβλ. Ψαλμ. 142, 11.
4. Κεφάλαια πάνυ ωφέλιμα 113, PG 150, 1277D-1280A.