Ο Γέροντας Ιωσήφ Ησυχαστής τήρησε την «καινήν εντολή».

Αν και η πρόθεση προς τιμή και εγκωμιασμό είναι θερμή, η δύναμη όμως είναι ελαχίστη. Διότι πώς είναι δυνατό, όχι μόνο να ανταμείψουμε αλλά να περιγράψουμε τη θέση της πατρότητας των πνευματικών εκείνων αναστημάτων, οι οποίοι έφθασαν μέχρι τρίτου ουρανού και ενώνονταν διά της αγάπης τους και της Χάριτος με τον Θεό, και μετά έστρεφαν το βλέμμα τους κάτω στη γη, για να προσέχουν εμάς τους ευτελείς;
Πώς, λοιπόν, είναι δυνατό μία τέτοια θυσία, την οποία μόνο ο Λόγος του Θεού, διά της κενώσεώς του προσέφερε, θα μπορούσαμε εμείς οι ευτελείς να περιγράψουμε; Και τούτο, το λέγω, ενθυμούμενος την ιδιαίτερη στοργή με την οποία μας περιέβαλλε ο πνευματικός αυτός φωστήρας, ο οποίος συγκαταβαίνοντας στην ευτέλειά μας, μείωνε τον εαυτό του στην προς Θεό θέση και θεωρία του, για να κατεβαίνει στην ταπεινή μας θέση και να μας συγκρατεί οδηγώντας και δείχνοντάς μας τον δρόμο, επειδή εμείς δεν είχαμε αφ’ εαυτών δύναμη και ικανότητα προς τούτο. Αλλά δικαίως γράφεται στη Γραφή, ότι ο πνευματικός άνθρωπος πάντας κρίνει, υπ’ ουδενός δε κρίνεται.
Δεν έχομε τίποτε να προσθέσουμε• και εάν επιχειρήσουμε μάλλον η περιγραφή μας θα είναι μείωση έναντι του πνευματικού τούτου Πατρός, ο οποίος στις δύσκολες και σκοτεινές αυτές ημέρες απέδειξε, ότι ο Ιησούς Χριστός, ο Θεός μας, ο τότε και πάντοτε και νυν είναι ο ίδιος αλλά και αύριο ακόμα θα μείνει ο αυτός.
Δεν πρόσφερε, η υψηλή αυτή φυσιογνωμία, μόνο σε μας που τον περιβάλλαμε, μέσα στα ταπεινά του περιθώρια της αφάνειας που θέλησε σ’ όλη του τη ζωή να μείνει.
Η πατρική του πρόνοια με τη σθεναρή του απόφαση, με τον θερμό του ζήλο, με την ολοκληρωμένη του προς Θεό αγάπη και στροφή, την αθωνική παράδοση προεξέτεινε, αλλά ακόμα μπορούμε να πούμε απερίφραστα, χωρίς καμμία συστολή, ότι ολόκληρη την Ορθοδοξία αναστήλωσε, δυνάμωσε και πρόβαλε.
Ξύπνησε και αφύπνισε την κοιμισμένη γενεά. Δεν αρνείται κανείς, απ’ όσους έχουν «τους οφθαλμούς ανεωγμένους», να ομολογήσει την πτώση, την οποία ακόμα κι αυτός ο ασάλευτος Ἀθωνας είχε υποστεί από τις ξένες επιδράσεις του δυτικού πνεύματος που εισήχθησαν αυτόν.
Σ’ αυτή ακριβώς τη δύσκολη καμπή βρέθηκε ο φωστήρας αυτός, ο πνευματικός μας πατέρας, ο οποίος με μίαν ισχυρή ώθηση της ολοκληρωμένης του προς Θεό στροφής αφύπνισε εμάς και τη γενεά μας, την υπνώττουσα, και μας επανέφερε στην εσωστρέφεια και θεωρία, στην παλαμική θεολογία. Επανέφερε πάλι σε ισορροπία τον Άθωνα. Έδωσε πάλι στους μοναχούς το πραγματικό τους έργο και την ασχολία, την εσωστρέφεια και την ευχή.
Όσοι είναι ικανοί να συγκρίνουν τις ημέρες αυτές τα πρόσωπα και τα πράγματα, δεν μπορούν να κρύψουν αυτήν την αλήθεια. Κι εμείς είμαστε οι προσωπικοί μάρτυρες αυτής της εργασίας.
Πράγματι, κατά το προφητικό λόγιο, εξακολούθησε οπίσω του φόβου και της αγάπης του Κυρίου και «ημέραν άνθρωπου», δεν επεθύμησεν ο φωστήρας αυτός. Στις δύσκολες αυτές ημέρες, που ο συμβιβασμός και η δήθεν ψευδοοικονομία λύγισαν τα πάντα, τίποτε δεν κατόρθωσε να δαμάσει και να κάμψει την ηρωική του καρδιά. Μακριά από κάθε όριο συμβιβασμοί, με αναπεπταμένο το φρόνημα πιστός στην πατερική παράδοση και ομολογία, καταδέχτηκε να ονομάζεται «πλανεμένος» και έσερνε ισόβια αυτήν τη μομφή, αλλ’ όμως δεν συμβιβάστηκε. Τον φόβο του Κυρίου κράτησε άσβεστο μέσα στη ψυχή του από την πρώτη μέρα της εκκινήσεως του μέχρι τη δύση του βίου του. Ούτε τα σκώμματα των ανθρώπων, ούτε οι περιφρονήσεις, οι προσωπικές και οι από μακριά γενόμενες, ούτε οι πολύπλοκες, και πολύμορφες ασθένειες, που δάμασαν κυριολεκτικά το σώμα του, δεν κατόρθωσαν να τον λυγίσουν, αλλά έμεινε έως τέλους του βίου του το λαμπρό παράδειγμα της αυταπαρνήσεως και της ομολογίας.
Πώς μπορούμε τώρα εμείς, που δεν είμαστε μακριά, αλλά φοιτήσαμε κοντά του και κατεβάσαμε το δοκιμασμένο του σώμα στον τάφο και ανεβάσαμε από εκεί τα μυρισμένα του οστά, πώς μπορούμε να υπαχθούμε στις ψευδοπροφάσεις του συμβιβασμού και να παραδεχθούμε ότι είναι δύσκολη η επιτυχία μας στην πατερική μας παράδοση και ότι δεν μπορεί η δική μας φύση να μιμηθεί τους πατέρες μας;
Ασφαλώς ουδέποτε. Διότι είναι τόσο ζωντανό το παράδειγμά του. Δεν πέρασαν γενεές και αιώνες. Είναι όλα μπροστά μας, ζωντανά. Αισθανόμαστε την πνοή του να κινείται ανάμεσά μας. Όταν ακόμα η τρομερή ασθένεια, τον δάμασε, ώστε να μη μπορεί να ξαπλώσει, αλλά καθόταν στην καρέκλα, και εκεί ακόμα δεν παρεδίδετο, αλλά κρατούσε την ομολογία. Αγαπούσε τον Θεό. Πίστευε στην άρση του σταυρού, τον οποίο κράτησε ολόκληρο στον ώμο του από την πρώτη ημέρα της εκκινήσεώς του.
Και ναι μεν, ως προς τον εαυτό του, με την αυστηρή φιλοπονία απέδειξε ότι μόνο έτσι εκφράζεται η προς τον Θεό αγάπη, ως προς εμάς όμως και τον συνάνθρωπό του ήτο πλήρωμα αγάπης και συμπάθειας.
Θυμάμαι, ότι όχι μόνο τους πνευματικούς ανθρώπους αλλά και αυτούς ακόμη τους θεωρούμενους από εμάς ότι ανήκουν στα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας, τους ευτελείς, τους πτωχούς, τους πεταμένους -ας μου επιτραπεί να πω- και δι’ αυτούς ήταν φίλος και αγαπητός. Και την ημέρα της μεταστάσεώς του παραδόξως συγκεντρώθηκαν πολλοί απ’ αυτούς και ο καθένας με τον τρόπο, που μπορούσε, εξέφραζε τη λύπη του, ότι έχασε ένα πιστό φίλο. Και την ημέρα της ανακομιδής του πάλι βρέθηκαν, όλοι αυτοί οι φτωχοί, οι πλανεμένοι, οι από τους άλλους καταφρονούμενοι, που δεν θεωρούνταν άξιοι φιλοξενίας, στον Γέροντα ήταν φίλοι και αγαπητοί.
Ο Γέροντας καθώς έμαθε να αγαπά τον Θεό, έμαθε να αγαπά και τον πλησίον. Ολοκλήρωσε την «καινήν εντολή».
Αλλά πώς είναι δυνατό τώρα που αφυπνισθήκαμε και γνωρίσαμε την προσφορά του και το ύψος του μεγαλείου του, να μπορέσουμε να του ανταποδώσουμε μία ευχαριστία; Εάν και εμείς πιέσουμε τον εαυτό μας και τα πτωχά μας μέτρα και βιαστούμε να μιμηθούμε τον βίο του, να τηρήσουμε τις εντολές του, αυτό θα είναι γι’ αυτόν μία ευγνωμοσύνη, μία ευχαριστία. Διότι με το πνεύμα του πάντοτε και σήμερα βρίσκεται εδώ και απολαμβάνει τους καρπούς των κόπων του.
Έφυγε όπως επεθύμησε μέσα στην αφάνεια. Και δεν καταδέχτηκε καμμία τιμή και αμοιβή στη ζωή αυτή. Σέρνοντας στο πνεύμα του το ταπεινό φρόνημα και στη φύση του εξωτερικά δεν καταδέχτηκε καμμία τιμή, καμμία άνεση, καμμία αμοιβή, για να την ολοκλήρωση στη βασιλεία των ουρανών.
Παρ’ όλη την προσωπική μας μηδαμινότητα και ευτέλεια αλλά και τις αντιθέσεις δεν οπισθοχωρούμε στη ζωή μας αισθανόμενοι την πατρική του στοργή και παρουσία. Και να η απόδειξη, ότι από τις ρίζες του πλημμύρισε ο Άθωνας. Από τις ρίζες του δοξάζεται και συνεχίζεται η πατερική μας παράδοση. Και όχι μόνο εντός του Άθωνα αλλά και έξω. Η πνευματική ευωδία της προνοίας του σκορπίζεται και μέσα στην κοινωνία. Και εκεί, οι εν Χριστώ αδελφοί υπό την επίδραση της στοργής και της προνοίας του συνεχίζουν και αυτοί αγωνιζόμενοι για να φθάσουμε όλοι μαζί στο πλήρωμα των θείων επαγγελιών καθώς πιστεύομε και αγωνιζόμαστε.
Δεν έχομε τίποτε άλλο να προσφέρουμε στην ιερή του μνήμη αλλά μία υπόσχεση από το βάθος του είναι μας. Ότι δεν θα λυγίσουμε, αλλά σε ό,τι εξαρτάται από μας θα συνεχίσουμε την ακριβή παράδοση, την οποία μας παρέδωσε. Και η πληροφορία της υποσχέσεώς του είναι σαφής. Έχουμε πλέον αποδείξεις, όχι ενδείξεις, ότι η παρουσία της στοργής του είναι μαζί μας. Αυτό πράγματι μας ενισχύει και συνεχίζομε με γενναιοψυχία.
Στρεφόμενοι δε στη μακαρία του μορφή, τον επικαλούμαστε και πάλι. Να λησμονήσει εάν εμείς οι ευτελείς προσωπικά τον λυπήσαμε κάποτε αλλά και τώρα στη συνέχεια εάν είμαστε ράθυμοι, αδύνατοι και πολλές φορές προδότες της ομολογίας μας. Όλα αυτά να συμπαθήσει η πατρική του πρόνοια και στοργή και να συνεχίσει την αντίληψή του στηρίζοντας και βοηθώντας στο πλήρωμα της επιτυχίας. Αμήν.
(Γέροντος Ιωσήφ, «Ο Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής και η Πατερική παράδοσις», Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 5, σ. 185-189)

Share Button