Ἡ ζωή εἶναι διαφορετική ἀπό ὅπως τήν φαντάζονται οἱ ἄνθρωποι. Καί ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος εἶναι διαφορετικός ἀπό ὅ,τι φαντάζεται αὐτός ὅτι εἶναι. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὄντως διαφορετική ἀπό τό πῶς τήν θεωρεῖ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς.
Θέλω νά εἶμαι εἰλικρινής καί ἀνοιχτός μέχρι τά βάθη τῆς ψυχῆς μου. Μέ τό πρῶτο βῆμα πού ἔκανα στήν φυλακή ἀναρωτιόμουνα γιατί εἶχα φυλακιστεῖ.
Στό κοινωνικό ἐπίπεδο πάντα ἐθεωρούμην σάν πολύ καλός, ἕνα παράδειγμα ἠθικῆς ἀγωγῆς. Ἄν βρισκόμουν σέ σύγκρουση μέ κάποιον, θά ἦταν μόνο γιά τήν ἀλήθεια.
Μετά ἀπό πολλή ἀνησυχία καί πολύ πόνο, ὅταν τό ποτήρι τῶν βασάνων εἶχε γεμίσει, ἦλθε μιά ἁγία ἡμέρα, τόν Ἰούνιο 1943, ὅταν ἔπεσα μέ τό πρόσωπο στό ἔδαφος, γονατισμένος, μέ συντετριμμένη καρδιά, κλαίγοντας μέ λυγμούς.
Παρακαλοῦσα τόν Θεό νά μοῦ δωρίσει τό φῶς. Ἐκείνη τήν περίοδο εἶχα χάσει ὅλη τήν ἐμπιστοσύνη μου στούς ἀνθρώπους. Ἔνοιωθα ὅτι βρισκόμουνα στήν ἀλήθεια καί τότε γιατί ὑπέφερα; Στήν ψυχή μου κάποτε γεμάτη ἀπό ἐνθουσιασμό παρέμεινε μόνο ἡ ἀγάπη.
Κανένας δέν μέ καταλάβαινε.
Ταὐτόχρονα μέ τό κλάμμα ἄρχισα νά κάνω μετάνοιες. Καί ξαφνικά –ὦ Κύριε, τί μεγάλος εἶσαι, Κύριε! Εἶδα ὅλη τήν ψυχή μου γεμάτη ἀπό ἁμαρτίες. Βρῆκα μέσα μου τήν ρίζα ὅλων τῶν ἀνθρώπινων ἁμαρτιῶν. Ἀλλοίμονο, ἦταν τόσες ἁμαρτίες καί τά μάτια τῆς πωρωμένης διά τῆς ὑπερηφάνειας ψυχῆς μου δέν τίς ἔβλεπαν! Τί μεγάλος εἶναι ὁ Θεός!
Βλέποντας ὅλες τίς ἁμαρτίες μου αἰσθάνθηκα τήν ἀνάγκη νά φωνάζω δυνατά, νά καταβάλλομαι ἀπ᾿ αὐτές. Καί μιά βαθειά εἰρήνη, ἕνα ἀπέραντο φῶς καί πολύ ἀγάπη πλημμύρισαν τήν καρδία μου. Μόλις ἀνοίχθηκε ἡ πόρτα βγῆκα ταχύτατα ἀπό τό κρατητήριο καί ἐπῆγα στούς ἀνθρώπους πού τούς ἤξερα ὅτι μέ ἀγαποῦν περισσότερο καί σ΄ ἐκείνους πού μέ μισοῦσαν καί εἶχαν ἁμαρτήσει ἐναντίον μου πιό πολύ καί τούς εἶπα στ᾿ ἀνοιχτά καί ρητά: «Εἶμαι ὁ πιό ἁμαρτωλός ἄνθρωπος. Δέν ἀξίζω τήν ἐμπιστοσύνη οὔτε τοῦ τελευταίου ἀνθρώπου. Εἶμαι εὐτυχής!»
Ὅλοι ἔμειναν κατάπληκτοι. Μερικοί μέ κοίταξαν περιφρονητικά ἄλλοι ἀψήφιστα, ὡρισμένοι μέ κοίταξαν μέ μιά ἀγάπη πού οὔτε οἱ ἴδιοι δέν μποροῦσαν νά τήν ἐξηγήσουν. Μόνο ἕνας ἄνθρωπος μοῦ εἶπε: «Ἀξίζεις νά σέ ἀσπασθοῦμε!» ἀλλά ἐγώ ἔτρεξα γρήγορα στό κρατητήριο μου, ξάπλωσα στό κρεβάτι μου καί συνέχισα τά κλάμματα μου, εὐχαριστῶντας καί δοξάζοντας τόν Θεό …
Ἀπό τότε ἄρχισα ἐνσυνείδητα τήν μάχη ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλά, ἄν ξέρατε τί δύσκολη εἶναι ἡ μάχη μέ τήν ἁμαρτία! Θέλω νά ξέρετε ὅτι ὄχι μόνο ἐδῶ, ἀλλά καί ὅταν ἤμουν ἔξω πολεμοῦσα πάρα πολύ μέ τήν ἁμαρτία (ἐδῶ ὁμολογεῖ ὅτι, μολονότι ἔχει μολυνθεῖ σωματικά, δέν ἔχει πέσει, ἀλλά παρέμεινε καθαρός).
Στήν φυλακή ἔχω ἐξετάσει τήν ψυχή μου καί κατάλαβα ὅτι, ἔστω κι ἄν δέν εἶχα ἁμαρτήσει στήν πράξη, ἀλλά μέ τό στόμα καί μέ τό νοῦ εἶχα φταίξει. Ἐπῆγα στόν ἱερέα καί, μετά ἀπό μιά βαθειά ἐξέταση τῆς συνείδησής μου, ἐξωμολογήθηκα. Ἡ ἐξομολόγηση μέ ξεφόρτωσε ἀπό τίς ἁμαρτίες μου.
Καί ἀγωνίζομαι ἀδιαλείπτως. Ἡ μάχη δέν σταματάει μέχρι τόν θάνατο. Χωρίς μετάνοια κανένας ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά προχωρήσει οὔτε κἄν ἕνα βῆμα. Ὅποιος τρέχει ἀπό τήν ἰκανότητα τῆς δικῆς του ψυχῆς εἶναι ἕνας ψεύτης. Τί εἶναι ἡ ζωή; Εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ γιά ἐμᾶς, τούς ἀνθρώπους, γιά νά καθαρίζουμε τίς ψυχές μας ἀπό τήν ἁμαρτία καί νά ἑτοιμαστοῦμε, διά τοῦ Χριστοῦ, νά δεχτοῦμε τήν αἰώνια ζωή.
Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Ἕνα πλάσμα πού ἔχει δημιουργηθεῖ ἀπό τήν ἀπροσμέτρητἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, στόν ὁποῖο τέθηκαν μπροστά ἡ εὐτυχία καί ὁ θάνατος, γιά νά διαλέξει τί θέλει…
Νά εἶστε πολύ προσεκτικοί! Στήν κοινωνική τους ζωή οἱ ἄνθρωποι κοιτάζονται καί ἐκδικάζονται ὄχι μέ βάση τί εἶναι αὐτοί οὐσιαστικά, ἀλλά μέ ἐξωτερικά κριτήρια. Μήν ἔχετε ἀπαιτήσεις ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, διότι ὅποιος κάνει ἔτσι θά ὑποφέρει πικρά. Ἀλλά ἀγαπῆστε τον. Ἕνας μόνος εἶναι τέλειος, ἕνας μόνο εἶναι ἀγαθός καί ἀγνός: ὁ Χριστός-Θεός!
Καί τώρα: τί εἶναι ἡ ἀλήθεια; Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὁ Χριστός, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Προσπαθεῖστε νά πλησιάσετε εἰλικρινά τόν Χριστό καί ἀφῆστε τόν κόσμο μέ τίς ἁμαρτίες του!
ΡΟΥΜΑΝΟΙ ΓΕΡΟΝΤΕΣ
3 Δεκεμβρίου 2013