Εμπειρική και ακαδημαϊκή θεολογία ΕΦΡΑΙΜ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΣ Ομιλία στην Εκδήλωση «Χριστιανική ηθική και Πατερική θεολογία» προς τιμή του ομοτίμου καθηγητού Γ. Μαντζαρίδη

 

(Σταυρούπολη, Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015)

Η θεολογία δεν είναι μία απόμακρη και ανέγγιχτη κατάσταση για τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος που έχει δημιουργηθεί «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Θεού μπορεί να κοινωνεί εμπειρικά με τον Θεό. Μπορεί να γίνει κατά Χάριν ο,τι είναι ο Θεός κατ’ ουσίαν, ζωοποείται από τον Θεό και νοηματοδοτείται η ζωή του από τον Θεό. Μπορεί ο λόγος του να γίνει θεολογικός από την στιγμή που ο λόγος του είναι έκφραση και διατύπωση, δημιούργημα εκείνου του νου που ενώνεται και κοινωνεί εμπειρικά με τον ενυπόστατο Θεό Λόγο.

IMG_91211

Στην παρούσα ομιλία μας θα δανειστούμε τους λόγους από δύο κυρίως εμπειρικούς θεολόγους, τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά και τον μακάριο Γέροντα Σωφρόνιο του Έσσεξ.

«Θεολογία είναι να ζούμε εν Θεώ και να έχουμε τον Θεό να ζει μέσα μας»1, έλεγε χαρακτηριστικά ο Γέροντας Σωφρόνιος. Η θεολογία δεν διδάσκεται, δεν είναι ένα διανοητικό κατασκεύασμα, όσο μεγαλοφυές και αν είναι αυτό. Η θεολογία βιώνεται, είναι μία εμπειρική κατάσταση του πνεύματός μας. Γίνεται το περιεχόμενο της προσευχής μας, αλλά και αναπτύσσεται, τροφοδοτείται από την προσευχή. Λένε οι Πατέρες ότι θεολόγος είναι αυτός που προσεύχεται και ότι αυτός που προσεύχεται αληθινά είναι και αληθινός θεολόγος2.

Η Ορθόδοξη Παράδοση έχει δείξει ότι για να φθάσει κάποιος στην αληθινή, εμπειρική θεολογία θα πρέπει να βιώσει το ησυχαστικό ασκητικό σχήμα, υπακοή-προσευχή-θεολογία. Όπως έλεγε ο Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης η υπακοή φέρνει την προσευχή και η προσευχή την θεολογία ως εμπειρική κατάσταση. Ως βάση για την απόκτηση του χαρίσματος της θεολογίας θεωρούσε την μακαρία υπακοή.

Η αληθινή θεολογία είναι λόγος περί Θεού, που προκύπτει από την ένωση με τον Θεό. Χωρίς την ένωση αυτή δεν έχει αντίκρισμα ο λόγος περί Θεού. Είναι σαν να μιλάς για μία πόλη την οποία δεν έχεις επισκεφθεί, δεν την γνωρίζεις εμπειρικά. Η θεολογία ως διανοητική ενασχόληση, επεξεργασία συλλογισμών και εννοιών είναι πολύ υποδεέστερη από την θεοπτία. Η θεολογία τότε γίνεται στείρα και μένει στα όρια της κτιστότητας, αγνοεί την φανέρωση του ακτίστου μέσα στην κτίση και δεν συντελεί στην πραγματοποίηση της κοινωνίας με τον Θεό. Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς τονίζει ότι η θεολογία αυτή απέχει τόσο πολύ από την θεοπτία και τόσο μακριά βρίσκεται από την συναναστροφή με τον Θεό, όσο απέχει η γνώση από την απόκτηση αυτής· γιατί το να λέμε κάτι για τον Θεό και το να συναναστρεφώμαστε με τον Θεό δεν είναι το ίδιο3. Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς κάνει διάκριση μεταξύ αυτής της διανοητικής, ακαδημαϊκής θεολογίας και της θεοπτίας. Η θεολογία απέχει από την θεοπτία τόσο όσο το «ειδέναι» από το «κεκτήσθαι», όσο δηλαδή η γνώση κάποιου πράγματος από την κατοχή του. Αυτός που έχει την εμπειρία της Χάριτος, της ενώσεως με τον Θεό, μπορεί να ομιλεί με αυθεντικό, με απλανή τρόπο για τον Θεό, μπορεί να θεολογεί ορθώς.

Η θεία αυτή ένωση τελεσιουργείται με την εύρεση της νοεράς ενέργειας στην καρδιά του ανθρώπου, στον τόπο της συναντήσεώς του με τον Θεό. Η ανακάλυψη της νοεράς ενέργειας και ο απεγκλωβισμός της από την λογική ενέργεια του ανθρώπου, αποτελεί ίσως το λεπτότερο και σημαντικότερο θέμα για την εσωτερική πνευματική ζωή4. Ο τέλειος θεολόγος, όπως πολύ εύστοχα είχε επισημάνει ο μακαριστός π. Ιωάννης Ρωμανίδης, έχει στο έπακρο ανεπτυγμένη και την νοερά και την λογική του ενέργεια. Η ένωση νου και καρδιάς δια της νοεράς προσευχής θα προκαλέσει τα θεία χαρίσματα, αν κάποιος επιμείνει με ταπείνωση και προσοχή σε αυτήν την εργασία.

Share Button