ΕΙΣ ΤΑ ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ Κανὼν Ἰαμβικός, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ·

οὗ ἡ ἀκροστιχὶς διὰ Στίχων Ἡρωελεγείων.
Σήμερον ἀχράντοιο βαλὼν Θεοφεγγέϊ πυρσῷ
Πνεύματος, ἐνθάπτει νάμασιν ἀμπλακίην,
Φλέξας Παμμεδέοντος ἐΰς Πάϊς· Ἠπιόων δέ,
Ὑμνηταῖς μελέων τῶν δε δίδωσι χάριν.
ᾨδὴ α´. Ἦχος β´.

ἐλευθέρα νεοελληνικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ (†) Ἀρχιμ. Εὐσεβίου Βίττη
» Στείβει θαλάσσης, κυματούμενον σάλον,
» Ἤπειρον αὖθις, Ἰσραὴλ δεδειγμένον.
» Μέλας δὲ πόντος, τριστάτας Αἰγυπτίων,
» Ἔκρυψεν ἄρδην, ὑδατόστρωτος τάφος,
» Ῥώμῃ κραταιᾷ, δεξιᾶς τοῦ Δεσπότου. Βαδίζει τὴν κυματισμένη θάλασσα ὁ Ἰσραήλ, ποὺ γιὰ χάρη του ξανάγινε στεριά! Καὶ ἡ μαύρη θάλασσα ἔκρυψε στὰ σπλάχνα της τοὺς Αἰγυπτίους ἄρχοντες, θάβοντάς τους ἔτσι σὲ νερόστρωτο τάφο. Καὶ αὐτὸ ἔγινε μὲ τὴν παντοδύναμη δεξιὰ τοῦ Κυρίου.
Ὄρθρου φανέντος, τοῖς βροτοῖς σελασφόρου,
Νῦν ἐξ ἐρήμου, πρὸς ῥοὰς Ἰορδάνου.
Ἄναξ ὑπέσχες, ἡλίου σὸν αὐχένα,
Χώρου ζοφώδους, τὸν Γενάρχην ἁρπάσαι,
Ῥύπου τε παντός, ἐκκαθᾶραι τὴν κτίσιν. Ὅταν πρόβαλε ὁ σὰν λαμπρὴ Αὐγὴ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς ἀπὸ τὴν ἔρημο στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη, Ἐσύ, Βασιλιὰ Χριστέ, ἔκλινες τὸν αὐχένα σου, ἂν καὶ εἶσαι ὁ ὑπέρλαμπρος πνευματικὸς Ἤλιος. Καὶ τὸ ἔκανες αὐτό, γιὰ νὰ ἁρπάξης ἀπὸ τὸν κατασκότεινο ἅδη τὸν ἀρχηγὸ τοῦ ἀνθρώπινου γένους, τὸν Ἀδάμ, καὶ νὰ καθαρίσῃς ὅλη τὴν κτίση ἀπὸ κάθε ρύπο.
Ἄναρχε ῥείθροις, συνταφέντα σοι Λόγε,
Νέον περαίνεις, τὸν φθαρέντα τῇ πλάνῃ,
Ταύτην ἀφράστως, πατρόθεν δεδεγμένος,
Ὄπα κρατίστην· Οὗτος ἠγαπημένος,
Ἶσός τέ μοι Παῖς, χρηματίζει τὴν φύσιν. Κύριε, Ἐσύ, ποὺ δὲν ἔχεις ἀρχὴ ὡς ἄναρχος, τὸν ἄνθρωπο, ποὺ μαζί σου θάφτηκε στὰ νερά, τὸν κάνεις καινούργιο, γιατὶ εἶχε φθαρεῖ ἀπὸ τὴ διαβολικὴ πλάνη. Ἄκουσες ἐτούτη τὴ δυνατὴ Πατρικὴ φωνή. Αὐτός, ποὺ βαφτίζεται στὰ νερά, εἶναι ὁ ἀγαπημένος μου Υἱός, ἴσος μὲ ἐμένα ὡς πρὸς τὴ φύση του, Θεός.
ᾨδὴ γ´.

» Ὅσοι παλαιῶν, ἐκλελύμεθα, βρόχων,
» Βορῶν λεόντων, συντεθλασμένων μύλας,
» Ἀγαλλιῶμεν, καὶ πλατύνωμεν στόμα,
» Λόγῳ πλέκοντες, ἐκ λόγων μελῳδίαν,
» ᾯ τῶν πρὸς ἡμᾶς, ἥδεται δωρημάτων. Ὅσοι ἐλευθερωθήκαμε ἀπὸ τὰ παλιὰ δεσμά, ἀφοῦ τσακίστηκαν τὰ δόντια τῶν ἀδηφάγων λεονταριῶν, ἂς χαροῦμε κι ἂς κράξουμε μὲ χαρὰ συνθέτοντας μὲ εὐγνωμοσύνη χάριν τοῦ Θεοῦ Λόγου ὕμνους μελωδικούς, γιατὶ χαίρεται ὑπερβολικὰ χαρίζοντάς μας δῶρα πνευματικά.
Νέκρωσιν ὁ πρίν, ἐμφυτεύσας τῇ κτίσει,
Θηρὸς κακούργου, σχηματισθεὶς εἰς φύσιν,
Ἐπισκοτεῖται, σαρκικῇ παρουσίᾳ.
Ὄρθρῳ φάναντι, προσβαλὼν τῷ Δεσπότῃ,
Φλᾶν τὴν ἑαυτοῦ, δυσμενεστάτην κάραν. Αὐτός, ὁ πρίν, φύτεψε τὴ νέκρωση στὴ φύση, ὁ διάβολος, ἔχοντας μεταμορφωθῆ σὲ κακοῦργο φίδι, σκοτίζεται τώρα ἀπὸ τὴν κατὰ σάρκα παρουσία τοῦ Θεοῦ Λόγου. Πρόβαλε τὴν αὐγή, γιὰ νὰ συντρίψῃ τὴν κεφαλὴ τοῦ ἐχθροῦ, ὅταν αὐτὸς ἔκανε ἐπίθεση ἐναντίον τοῦ Κυρίου.
Ἕλκει πρὸς αὐτὸν τὴν θεόδμητον φύσιν,
Γαστρὸς τυράννου, συγκεχωσμένην ὅροις·
Γεννᾷ τε αὖθις, γηγενῶν ἀναπλάσει.
Ἔργον φέριστον, ἐκτελῶν ὁ Δεσπότης·
Ἷκται γὰρ αὐτήν, ἐξαλεξῆσαι θέλων. Ὁ Κύριος τραβάει κοντά του ἀγαπητικὰ τὴ θεοκατασκεύαστη ἀνθρώπινη φύση, ποὺ ἦταν καταχωνιασμένη στὴν κοιλιὰ τοῦ τύραννου. Καὶ ἐκτελεῖ ὁ Κύριος θαυμασιώτατο ἔργο ἀναγεννώντας καὶ ξαναπλάθοντας τὸν ἄνθρωπο.
ᾨδὴ δ´.

» Πυρσῷ καθαρθεὶς μυστικῆς θεωρίας,
» Ὑμνῶν Προφήτης τὴν βροτῶν καινουργίαν,
» Ῥήγνυσι γῆρυν, Πνεύματι κροτουμένην,
» Σάρκωσιν ἐμφαίνουσαν ἀῤῥήτου Λόγου,
» ᾯ τῶν δυναστῶν τὰ κράτη συνετρίβη. Ἐξαγνίσθηκε ἀπὸ τὸ φῶς μυστικῆς πνευματικῆς θεωρίας ὁ Προφήτης. Καὶ ὑμνώντας τὴν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου ἀφήνει νὰ ἀκουστῇ χαρούμενη κραυγὴ μὲ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ὕμνος αὐτὸς κάνει γνωστὴ τὴ σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ποὺ κανένας λόγος ἀνθρώπινος δὲν μπορεῖ νὰ περιγράψῃ. Διὰ μέσου αὐτοῦ τοῦ θείου Λόγου συντρίφτηκε ἡ δύναμη ἐκείνων, ποὺ καταδυνάστευαν τὸν ἄνθρωπο.
Πεμφθεὶς ὁ Πατρὸς παμφαέστατος Λόγος,
Νυκτὸς διῶσαι τὴν καχέσπερον σχέσιν,

Ἔκριζον ἥκεις, καὶ βροτῶν ἁμαρτίας,
Υἷας συνελκῦσαί τε τῇ σῇ Βαπτίσει,
Μάκαρ φαεινούς, ἐκ ῥοῶν Ἰορδάνου. Σταλμένος, φωτεινότατε Λόγε τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, γιὰ νὰ ἀπωθήσῃς καὶ νὰ ἀπομακρύνῃς τὴ σκοτεινὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, ἦρθες, Κύριε, νὰ ξεριζώσῃς πέρα γιὰ πέρα καὶ τὴν ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἀκόμη, νὰ τοὺς τραβήξης κοντά σου ὡς υἱοὺς τοῦ θεοῦ καὶ μὲ τὴ Βάπτισή Σου νὰ τοὺς μεταβάλῃς σὲ φωτεινοὺς ἀνθρώπους μὲ τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη, στὰ ὁποῖα βαπτίσθηκες κι Ἐσὺ ὁ ἴδιος.
Αὐτὸν προσιδὼν τὸν περίκλυτον Λόγον,
Τρανῶς ὁ Κήρυξ ἐκβοᾶται τῇ κτίσει.
Οὗτος προών μου, δεύτερος τῷ σαρκίῳ.
Σύμμορφος ἐξέλαμψεν ἐνθέῳ σθένει,
Ἔχθιστον ἡμῶν ἐξελεῖν ἁμαρτίαν. Βλέποντας τὸν ἐνδοξότατο Θεὸ Λόγο κράζει μὲ δυνατὴ φωνὴ ὁ Κήρυκας τῆς μετανοίας Ἰωάννης γιὰ ν᾿ ἀκουστῇ ἀπὸ ὅλη τὴ Δημιουργία. Αὐτός, ποὺ ἦταν πρὶν ἀπὸ μένα ὡς Θεός, ἀλλὰ ἔπειτα ἀπὸ μένα ὡς ἄνθρωπος ἔλαμψε μὲ θεϊκὴ δύναμη καὶ ὡς ἄνθρωπος μὲ σκοπὸ νὰ μᾶς ἀπαλλάξῃ ἀπὸ τὴ μισητὴ ἁμαρτία.
Νομὴν πρὸς αὐτὴν τὴν φερέσβιον φέρων,
Θηρᾷ δρακόντων φωλεοῖς ἐπιτρέχων·
Ἄπλητα κύκλα καββαλὼν Θεὸς Λόγος,
Πτέρνῃ τε τὸν πλήττοντα παμπήδην γένος,
Τοῦτον καθειργνύς, ἐκσαώζει τὴν κτίσιν. Φέρνοντας τὴ ζωοδότρα νομὴ στὸν ἄνθρωπο, κυνηγάει, ἐδῶ κι ἐκεῖ τρέχοντας στὶς φωλιές τους τοὺς ἄγριους πνευματικοὺς δράκοντες, δηλαδὴ τοὺς δαίμονες. Καὶ αὐτόν, ποὺ κλωτσοῦσε καὶ βασάνεζε ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος, αὐτὸν τὸν περιορίζει καὶ σώζει ὁλόκληρη τὴν πλάση.
ᾨδὴ ε´.

» Ἐχθροῦ ζοφώδους καὶ βεβορβορωμένου,
» Ἰὸν καθάρσει Πνεύματος λελουμένοι,
» Νέαν προσωρμίσθημεν ἀπλανῆ τρίβον,
» Ἄγουσαν ἀπρόσιτον εἰς θυμηδίαν,
» Μόνοις προσιτήν οἷς Θεὸς κατηλλάγη. Λουσμένοι καὶ καθαρισμένοι μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπὸ τὸ δηλητήριο τοῦ σκοτεινοῦ καὶ βουτηγμένου στὸ βόρβορο τῆς κακίας ἐχθροῦ, ὡδηγηθήκαμε σὲ καινούργιο δρόμο, ποὺ δὲν ὁδηγεῖ πιὰ σὲ πλάνη. Αὐτὸς ὁ δρόμος μᾶς ὁδηγεῖ σὲ χαρὰ ἀπλησίαστη, ποὺ εἶναι ὅμως προσιτὴ καὶ δυνατὸν νὰ τὴ νιώθουν ἐκεῖνοι, ποὺ ἔχουν συμφιλιωθῆ μὲ τὸ Θεό.
Ἀθρῶν ὁ Πλάστης ἐν ζόφῳ τῶν πταισμάτων,
Σειραῖς ἀφύκτοις, ὃν διαρθροῖ δακτύλοις,
Ἵστησιν ἀμφ᾿ ὤμοισιν ἐξάρας ἄνω,
Νῦν ἐν πολυῤῥύτοισι δίναις ἐκπλύνων,
Αἴσχους παλαιοῦ τῆς Ἀδὰμ καχεξίας. Βλέποντας ὁ Κτίστης καὶ Πλάστης Θεὸς νὰ εἶναι βυθισμένος στὸ ζοφερὸ σκοτάδι τῶν ἁμαρτιῶν του καὶ δεμένος μὲ ἀδιάσπαστα δεσμά, αὐτόν, ποὺ μὲ τὰ χέρια του ἔπλασε, τὸν σηκώνει ψηλὰ παίρνοντάς τον στοὺς ὤμους του. Καὶ τώρα τὸν ξεπλένει στὸν μὲ πολλὰ νερὰ Ἰορδάνη ἀπὸ τὸ παλιό του αἶσχος καὶ τὴν ντροπὴ τῆς κακιᾶς ἀρρώστιας καὶ ἁμαρτωλῆς καταστάσεως τοῦ Ἀδάμ.
Μετ᾿ εὐσεβείας προσδράμωμεν εὐτόνως,
Πηγαῖς ἀχράντοις ῥεύσεως σωτηρίου,
Λόγον κατοπτεύοντες ἐξ ἀκηράτου,
Ἄντλημα προσφέροντα δίψης ἐνθέου,
Κόσμου προσηνῶς ἐξακεύμενον νόσον. Ἂς τρέξουμε γρήγορα μὲ εὐσέβεια στὶς ἄχραντες καὶ πεντακάθαρες πηγὲς τοῦ ρεύματος ποὺ σώζει, γιὰ νὰ ἰδοῦμε ἐκεῖ τὸν Θεὸ καὶ Λόγο, ὁ ὁποῖος προσφέρει νερὸ ἀπὸ τὶς ἄχραντες καὶ πεντακάθαρες πηγές. Τὸ νερὸ αὐτὸ ἱκανοποιεῖ τὴ θεϊκὴ δίψα. Καί, ἀκόμη, μὲ εὐγενικὴ καὶ ἀγαθὴ διάθεση χαρίζει φάρμακο, ποὺ θεραπεύει τὴν ἀρρώστια τοῦ κόσμου.
ᾨδὴ Ϛ´.

» Ἱμερτὸν ἐξέφηνε σὺν πανολβίῳ,
» Ἤχῳ Πατήρ, ὃν γαστρὸς ἐξηρεύξατο.
» Ναί, φησιν, Οὗτος, συμφυὴς γόνος πέλων,
» Φώταυγος ἐξώρουσεν ἀνθρώπων γένους,
» Λόγος τέ μου ζῶν, καὶ βροτὸς προμηθείᾳ. Μὲ καταχαρούμενη φωνὴ καὶ ἀγαλλίαση εἶπε ὁ Οὐράνιος Πατέρας, ὅτι τοῦ εἶναι ἀγαπητός του Υἱός, αὐτός, ποὺ μὲ τρόπο ἄφραστο καὶ ἀπερίγραπτο ὁ ἴδιος γέννησε. «Ναί, λέει, Αὐτὸς ποὺ εἶναι γέννημά μου ἀπὸ τὴν ἴδια μου φύση, αὐτὸς ὁ ἴδιος πρόβαλε ὁλόφωτος καὶ ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος, δηλαδὴ καὶ ὡς ἄνθρωπος. Εἶναι μὲ ἄλλα λόγια καὶ δικός μου ζωντανὸς Θεὸς καὶ Λόγος καὶ ταυτόχρονα ἄνθρωπος μὲ θεϊκὴ καὶ στοργικὴ Πρόνοιά μου καὶ φροντίδα».
Ἐκ ποντίου λέοντος ὁ τριέσπερος,
Ξένως Προφήτης ἐγκάτοις φλοιδούμενος,
Αὖθις προῆλθε, τῆς παλιγγενεσίας,
Σωτηρίαν δράκοντος ἐκ βροτοκτόνου,
Πᾶσι προφαίνων, τῶν χρόνων ἐπ᾿ ἐσχάτων. Θαλασσοβρεγμένος ὁ Προφήτης Ἰωνᾶς, ποὺ παραδόξως ἔμεινε τρεῖς μέρες σὲ θαλάσσιο κῆτος, βγῆκε πάλι ζωντανὸς ἀπὸ αὐτό. Καὶ ἔτσι δήλωσε προφητικὰ τὴν ἀναγέννηση ἀπὸ τὴν κυριαρχία τοῦ ἀνθρωποκτόνου δράκοντα, δηλαδὴ τοῦ διαβόλου. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν φανέρωσε, ὅ,τι θὰ γινόταν στὰ τελευταῖα χρόνια.
Ἀνειμένων Πόλοιο παμφαῶν πτυχῶν,
Μύστης ὁρᾷ πρὸς Πατρὸς ἐξικνούμενον,
Μένον τε Πνεῦμα τῷ παναχράντῳ Λόγῳ,
Ἐπελθὸν ὡς πέλειαν ἀφράστῳ τρόπῳ,
Δήμοις τε φαίνει, προσδραμεῖν τῷ Δεσπότῃ. Καθὼς ἄνοιξαν πάμφωτοι οἱ οὐρανοί, ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ποὺ τοῦ ἔγινε γνωστὸ τὸ μυστικὸ τοῦ Θεοῦ, βλέπει νὰ ἔρχεται ἐπάνω στὸν πανάχραντο καὶ πεντακάθαρο Λόγο τοῦ Θεοῦ σὰν περιστέρι τὸ Πανάγιο Πνεῦμα μὲ τρόπο ἀπερίγραπτον. Καὶ φάνηκε στὰ πλήθη γιὰ νὰ τρέξουν στὸν Δεσπότη Χριστό.
ᾨδὴ ζ´.

» Ἔφλεξε ῥείθρῳ τῶν δρακόντων τὰς κάρας,
» Ὁ τῆς καμίνου τὴν μετάρσιον φλόγα,
» Νέους φέρουσαν εὐσεβεῖς κατευνάσας.
» Τὴν δυσκάθεκτον ἀχλὺν ἐξ ἁμαρτίας,
» Ὅλην πλύνει δέ, τῇ δρόσῳ τοῦ Πνεύματος. Ζεμάτισε μὲ τὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ τὰ κεφάλια τῶν δρακόντων, δηλαδὴ τῶν δαιμόνων, Αὐτὸς ποὺ ἔκανε ἤρεμη καὶ ἀκίνδυνη τὴν τεράστια φωτιὰ τῆς καμίνου, ὅπου ρίχτηκαν οἱ εὐσεβεῖς Νέοι. Καὶ τὴ σκοτοδίνη τῆς δυσκολοθεράπευτης ἁμαρτίας τὴν ξεπλένει ἐντελῶς μὲ τὴ δροσιὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Σὲ ζωγραφοῦσαν τὴν Ἀσσύριον φλόγα,
Ἐκστῶσαν ἵστης, εἰς δρόσον μετηγμένην.
Ὕδωρ ὅθεν νῦν ἀμφιέσσαο φλέγον,
Σίντην κάκιστον Χριστὲ προσκεκευθμένον,
Πρὸς τὴν ὄλισθον ἐκκαλούμενον τρίβον. Ἡ ἀσσυριακὴ φλόγα Ἐσένα ζωγράφισε, Χριστέ. Τὴν μεταβάλλες, ἂν καὶ ἦταν τεράστια, σὲ δροσιά. Τώρα ὅμως ντύθηκες τὸ νερό, ποὺ καταφλέγει τὸν ἄθλιο κακοῦργο, Χριστέ, πού, κρυμμένος, σπρώχνει στὸν γλιστερὸ δρόμο τοῦ κακοῦ.
Ἀποῤῥαγέντος τοῦ Ἰορδάνου πάλαι,
Ἰσθμῷ περᾶται λαὸς Ἰσραηλίτης,
Σὲ τὸν κράτιστον ἐμφοροῦντα τὴν κτίσιν,
Ἠπειγμένως νῦν ἐν ῥοαῖς διαγράφων,
Πρὸς τὴν ἄῤῥευστον καὶ ἀμείνονα τρίβον. Ὅταν κάποτε κόπηκε στὰ δυὸ ὁ Ἰορδάνης, πέρασε ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ περιέγραψε Ἐσένα τὸν Παντοδύναμο Κύριο τῆς Δημιουργίας. Τώρα ὅμως ὁδηγεῖς μὲ δύναμη στὸν ἄρευστο, μὲ ἄλλα λόγια, τὸν αἰώνιο καὶ ἄριστο δρόμο, Κύριε.
Ἴδμεν τὸ πρῶτον τὴν πανώλεθρον κλύσιν,
Οἰκτρῶς σε πάντων εἰς φθορὰν παρεισάγειν,
Ὦ τρισμέγιστα χρηματίζων καὶ ξένα·
Νῦν δὲ κλύσαντα Χριστὲ τὴν ἁμαρτίαν,
Δι᾿ εὐπάθειαν, καὶ βροτῶν σωτηρίαν. Γνωρίζουμε τὸν πρῶτο παγκόσμιο κατακλυσμό, ποὺ ἔφερε τὴν ὁλοκληρωτικὴ καταστροφή. Ἐσὺ Κύριε, ποὺ πραγματοποιεῖς τεράστια καὶ παράδοξα γεγονότα. Τώρα ὅμως προκάλεσες τὸν κατακλυσμὸ γιὰ τὴν ἴδια τὴν ἁμαρτία μὲ σκοπὸ τὴν εὐτυχία καὶ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
ᾨδὴ η´.

» Ἐλευθέρα μὲν ἡ κτίσις γνωρίζεται·
» Υἱοὶ δὲ φωτός, οἱ πρὶν ἐσκοτισμένοι.
» Μόνος στενάζει, τοῦ σκότους ὁ προστάτης.
» Νῦν εὐλογείτω συντόνως τὸν αἴτιον,
» Ἡ πρὶν τάλαινα τῶν Ἐθνῶν παγκληρία. Ἡ κτίση ἔχει γνώρισμά της τὴν ἐλευθερία καὶ εἶναι παιδιὰ φωτεινά, ποὺ πρὶν ζοῦσαν στὸ σκοτάδι. Ἀπομονωμένος, τώρα στενάζει ὁ ἄρχοντας τοῦ σκοταδιοῦ διάβολος. Τώρα ἂς εὐλογῇ καὶ ἂς δοξάζῃ μὲ ὅση δύναμη μπορεῖ τὸν αἴτιο αὐτῆς τῆς νέας καταστάσεως ὅλη ἡ ταλαίπωρη ἀνθρωπότητα.
Τριττοὶ θεουδεῖς ἐμπύρως δροσούμενοι,
Αἰγλῆντα τριτταῖς παμφαῶς ἁγιστείαις,
Σαφῶς ἐδήλουν τὴν ὑπέρτατον φύσιν,
Μίξει βροτείᾳ πυρπολοῦσαν ἐν δρόσῳ,
Εὐκτῶς ἅπασαν τὴν ὀλέθριον πλάνην. Τὰ τρία νέα παιδιά, ποὺ ἦταν θεοφοβούμενα καὶ εἶχαν φρόνημα θεϊκό, δροσίζονταν στὴ φωτιὰ καὶ δήλωναν ἔτσι λατρεία στὴν τριπρόσωπη Θεότητα, τὴν Ὕψιστη Τριαδικὴ φύση, δηλαδὴ τὴν Ἁγία Τριάδα. Αὐτὴ λοιπόν ἡ Ἁγία Τριάδα μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ ἑνὸς Προσώπου της πυρπολοῦσε μὲ δροσιά, δηλαδὴ μὲ τὴ βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, ὅλη τὴν ὀλέθρια πλάνη, πράγμα ἐπιθυμητό.
Λευχειμονείτω πᾶσα γήϊνος φύσις,
Ἐκπτώσεως νῦν οὐρανῶν ἐπηρμένη·
ᾯ γὰρ τὰ πάντα συντετήρηται Λόγῳ,
Νάουσι ῥείθροις ἐκπλυθεῖσα πταισμάτων,
Τῶν πρὶν πέφευγε παμφαῶς λελουμένη. Ἂς ντυθῇ στὰ λευκὰ κάθε ἡ γήινη φύση, ποὺ τώρα ἀνυψώθηκε ἀπὸ τὸν ξεπεσμό της ἀπ᾿ τὸν οὐρανό. Γιατὶ τώρα μέσῳ τοῦ συντηρητῆ τῶν πάντων Θεοῦ Λόγου ἔχει ξεπλυθῆ μὲ τὰ τρεχούμενα νερὰ τοῦ Ἰορδάνη ἀπὸ τὰ φταιξίματα καὶ τὶς ἁμαρτίες της. Ἔτσι ξέφυγε πιὰ λουσμένη στὸ φῶς ἀπὸ τὴν προηγούμενη κατάστασή της.
ᾨδὴ θ´.

» Ὢ τῶν ὑπὲρ νοῦν, τοῦ τόκου σου θαυμάτων!
» Νύμφη πάναγνε, Μῆτερ εὐλογημένη·
» Δι᾿ ἧς τυχόντες παντελοῦς σωτηρίας,
» Ἐπάξιον κροτοῦμεν ὡς εὐεργέτῃ,
» Δῶρον φέροντες ὕμνουν εὐχαριστίας. Ὤ, πόσο ξεπερνοῦν τὸ νοῦ μας τὰ θαύματα τοῦ Παιδιοῦ Σου, Πάναγνε Νύμφη, Παναγία μας καὶ Μητέρα εὐλογημένη! Διὰ μέσου σου βρήκαμε τὴν ὁλοκληρωτική μας σωτηρία. Γι᾿ αὐτὸ μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη προσφέρουμε στὸν Κύριο καὶ Υἱό σου ὕμνον εὐχαριστίας.
Ἴδμεν τὰ Μωσεῖ, τῇ βάτῳ δεδειγμένα,
Δεῦρο ξένοις, θεσμοῖσιν ἐξειργασμένα·
Ὡς γὰρ σέσωσται, πυρφοροῦσα Παρθένος,
Σελασφόρον τεκοῦσα, τὸν εὐεργέτην,
Ἰορδάνου τε, ῥεῖθρα προσδεδεγμένα. Ξέρουμε αὐτά, ποὺ δείχτηκαν στὸ Μωυσῆ. Εἶναι μὲ παράδοξο καὶ ἀκατανόητο τρόπο καμωμένα καὶ φανερωμένα. Πῶς, μὲ ἄλλα λόγια, σώθηκε ἡ Παρθένος ἔχοντας μέσα της τὸ πῦρ τῆς Θεότητος, καὶ ἔφερε στὸν κόσμο τὸν φωτοφόρο Εὐεργέτη. Καὶ πῶς ὅλα αὐτὰ τὰ δέχτηκαν τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη.
Χρίεις τελειῶν, τὴν βρότειον οὐσίαν,
Ἄναξ ἄναρχε, Πνεύματος κοινωνίᾳ,
Ῥοαῖς ἀχράντοις, ἐκκαθάρας καὶ σκότους,
Ἰσχὺν θριαμβεύσας τε, τὴν ἐπηρμένην,
Νῦν εἰς ἄληκτον, ἐξαμείβεαι βίον. Ἀλείφεις μὲ ἱερὸ χρίσμα, δηλαδὴ μὲ τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν ἀνθρώπινη φύση, Ἄναρχε Βασιλιᾶ. Καὶ μὲ τὰ ἄχραντα ρεύματα τοῦ νεροῦ χάρισες τὴν κάθαρση καὶ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸ σκοτάδι. Ταυτόχρονα ντρόπιασες καὶ ξεφτίλισες τὴ δύναμη, ποὺ σήκωσε μὲ ἀλαζονεία τὸ κεφάλι της ἔντασί Σου. Καὶ τώρα ἀνταλάσσεις τὴ θνητὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν κατάσταση τῆς αἰώνιας ζωῆς.

Share Button