Ἁγίου Γρη­γο­ρί­ου Ἐπισκόπου Νύσ­σης Ὁ­μι­λί­α στὴν ἡ­μέ­ρα τῶν Φώ­των

…. γε­μί­ζει ὁ λα­ὸς ἀ­σφυ­κτι­κὰ μέ­σα το να­ὸ φτά­νον­τας ὡς τὰ ἱ­ε­ρὰ ἄ­δυ­τα, ἀλ­λὰ γε­μί­ζει καὶ τὸν ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ χῶ­ρο στὰ προ­αύ­λι­α, ὅ­σος δὲν μπο­ρεῖ νὰ χω­ρέ­σει μέ­σα σύμ­φω­να μὲ τὴν εἰ­κό­να τῶν με­λισ­σῶν, ποὺ ἄλ­λες δου­λεύ­ουν μέ­σα κι ἄλ­λες βομ­βοῦν ἀ­π’ ἔ­ξω ἀ­π’ τὴν κυ­ψέ­λη. Ἔτ­σι λοι­πόν, παι­δι­ά μου, νὰ κά­νε­τε καὶ μὴ χά­νε­τε πο­τὲ τὸ ζῆ­λο σᾶς αὐ­τόν. Συγ­κι­νοῦ­μαι, ὁ­μο­λο­γῶ, ὡς ποι­μέ­νας καὶ θέ­λω κα­θι­σμέ­νος σ’ αὐ­τὴ τὴν ὑ­ψη­λὴ σκο­πι­ὰ νὰ βλέ­πω γύ­ρω μου στοὺς πρό­πο­δες συ­ναγ­μέ­νο τὸ ποί­μνι­ό μου. Κι ἄν μου συμ­βαί­νει αὐ­τό, γε­μί­ζω ἀ­πὸ προ­θυ­μί­α θαυ­μα­στὴ καὶ ἐ­πε­ξερ­γά­ζο­μαι μ’ εὐ­χα­ρί­στη­ση τὸ λό­γο μου, ὅ­πως οἱ βο­σκοὶ τὰ ποι­με­νι­κά τους τρα­γού­δι­α. Ὅ­ταν ὅ­μως συμ­βαί­νει δι­α­φο­ρε­τι­κὰ καὶ σᾶς πα­ρα­σύ­ρει ἡ ἐ­ξω­τε­ρι­κὴ πλά­νη, ὅ­πως πρό­σφα­τα κά­να­τε τὴν πε­ρα­σμέ­νη Κυ­ρι­α­κή, δυ­σα­ρε­στοῦ­μαι πο­λὺ καὶ προ­τι­μῶ τὴ σι­ω­πή…

Ἔφ­τα­σε λοι­πὸν ὁ και­ρὸς κι ἔ­φε­ρε μα­ζί του τὴ μνή­μη ἁ­γί­ων μυ­στη­ρί­ων ποὺ κα­θαί­ρουν τὸν ἄν­θρω­πο, ποὺ κα­θα­ρί­ζουν καὶ τὴ δύ­σκο­λη ἁ­μαρ­τί­α τῆς ψυ­χῆς καὶ τοῦ σώ­μα­τος καὶ ἐ­πα­να­φέ­ρουν στὸ ἀρ­χι­κὸ κάλ­λος, ποὺ δι­α­μόρ­φω­σε σ’ ἐ­μᾶς ὁ ἀ­ρι­στο­τέ­χνης Θε­ός…

Γεν­νή­θη­κε λοι­πὸν ὁ Χρι­στὸς πρὶν ἀ­πὸ λί­γες ἡ­μέ­ρες, αὐ­τὸς ποὺ ἔ­χει γεν­νη­θεῖ πρὶν ἀ­πὸ κά­θε αἰ­σθη­τὴ καὶ νο­η­τὴ οὐ­σί­α. Βα­πτί­ζε­ται σή­με­ρα ἀ­πὸ τὸν Ἰ­ω­άν­νη, γι­ὰ νὰ ἀ­πο­κα­θά­ρει τὸν γε­μά­το ρύ­πους ἄν­θρω­πο, νὰ φέ­ρει τὸ Πνεῦ­μα ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ ν’ ἀ­νυ­ψώ­σει τὸν ἄν­θρω­πο στοὺς οὐ­ρα­νούς, γι­ὰ νὰ ση­κω­θεῖ αὐ­τὸς ποὺ ἔ­χει πέ­σει καὶ νὰ ντρο­πι­α­στεῖ ἐ­κεῖ­νος ποὺ τὸν ἔ­ρι­ξε (καὶ μὴ θαυ­μά­σεις ἂν ὁ Θε­ὸς ἔ­δει­ξε τό­σο με­γά­λο ἐν­δι­α­φέ­ρον γι­ὰ μᾶς), γι­ὰ νὰ πραγ­μα­το­ποι­ή­σει ὁ ἴ­δι­ος τὴ σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που. Γι­α­τί μὲ πολ­λὲς προ­σπά­θει­ες μᾶς ἐ­πι­βου­λεύ­τη­κε ὁ κα­κοῦρ­γος, μᾶς σώ­ζει ὅ­μως ὁ δη­μι­ουρ­γός μας μὲ τὴ φρον­τί­δα του. Καὶ ὁ κα­κοῦρ­γος καὶ φθο­νε­ρός, ποὺ ἄ­νοι­ξε κα­τὰ τοῦ γέ­νους τῶν ἀν­θρώ­πων τὸ δρό­μο τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, βρῆ­κε ἄ­ξι­ο ὄρ­γα­νο καὶ προ­κά­λυμ­μα τῆς γνώ­μης τοῦ τὸ φί­δι, ὁ ἀ­κά­θαρ­τος μπῆ­κε στὸ ὅ­μοι­ό του, αὐ­τὸς ποὺ προ­τι­μοῦ­σε τὰ γή­ι­να καὶ χθό­νι­α κα­τοί­κη­σε στὸ ἑρ­πε­τό. Ὁ Χρι­στὸς ὅ­μως ποὺ ἐ­πα­νορ­θώ­νει τὴν κα­κί­α ἐ­κεί­νου, ἀ­να­λαμ­βά­νει τέ­λει­ο τὸν ἄν­θρω­πο καὶ σώ­ζει τὸν ἄν­θρω­πο καὶ γί­νε­ται γι­ὰ ὅ­λους τύ­πος καὶ χα­ρα­κτή­ρας, γι­ὰ νὰ ἁ­γι­ά­σει τὴν ἀ­παρ­χὴ κά­θε πρά­ξης καὶ νὰ κλη­ρο­νο­μή­σει στοὺς δού­λους τοῦ τὸ ζῆ­λο τοῦ πα­ρα­δο­μέ­νου μυ­στη­ρί­ου βέ­βαι­ο καὶ ἀ­ναμ­φί­βο­λο.

 

Τὸ βά­πτι­σμα λοι­πὸν εἶ­ναι κά­θαρ­ση ἁ­μαρ­τι­ῶν, ἄ­φε­ση τῶν σφαλ­μά­των μας, αἰ­τί­α ἀ­να­και­νι­σμοῦ καὶ ἀ­να­γέν­νη­σης, τὴν ἀ­να­γέν­νη­ση ὅ­μως νὰ τὴ θε­ω­ρή­σεις νο­η­τή, ὄ­χι ὅ­τι τὴ βλέ­πο­με μὲ τὰ μά­τι­α. Γι­α­τί βέ­βαι­α δὲ θὰ με­τα­βά­λο­με, ὅ­πως θέ­λει ὁ Ἑ­βραῖ­ος Νι­κό­δη­μος μὲ τὴ μὴ πνευ­μα­τι­κὴ σκέ­ψη του, τὸ γέ­ρον­τα σὲ παι­δὶ οὔ­τε τὸ ρυ­τι­δι­α­σμέ­νο ἀ­σπρο­μάλ­λη σὲ ἁ­πα­λὸ νέ­ο οὔ­τε θὰ ἐ­πα­να­φέ­ρο­με τὸν ἄν­θρω­πο στὴν κοι­λι­ὰ τῆς μη­τέ­ρας του, ἀλ­λὰ ἐ­κεῖ­νον ποὺ ἔ­χει ση­μα­δευ­τεῖ ἀ­πὸ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες κι ἔ­χει πα­λι­ώ­σει ἀ­πὸ τὶς κα­κὲς πρά­ξεις, τὸν ἐ­πα­να­φέ­ρο­με μὲ τὴν βα­σι­λι­κὴ χά­ρη στὴν ἀ­θω­ό­τη­τα τοῦ βρέ­φους. Ὅ­πως δη­λα­δὴ τὸ παι­δὶ μό­λις γεν­νη­θεῖ εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρο ἀ­πὸ ἐγ­κλή­μα­τα καὶ τι­μω­ρί­ες, ἔτ­σι καὶ τὸ παι­δὶ τῆς ἀ­να­γέν­νη­σης δὲν ἔ­χει γι­ὰ ποι­ὸ κα­κὸ ν’ ἀ­πο­λο­γη­θεῖ, ἀ­φοῦ μὲ βα­σι­λι­κὴ χά­ρη ἔ­χει ἀ­παλ­λα­γεῖ ἀ­πὸ τὶς εὐ­θύ­νες του. Αὐ­τὴ βέ­βαι­α τὴν εὐ­ερ­γε­σί­α δὲν τὴ χα­ρί­ζει τὸ νε­ρὸ (γι­α­τί τὸ νε­ρὸ θὰ ἦ­ταν τὸ ἀ­νώ­τε­ρο στοι­χεῖ­ο τῆς φύ­σης), ἀλ­λὰ ἡ προ­στα­γὴ τοῦ Θε­οῦ καὶ ἡ ἐ­πι­φοί­τη­ση τοῦ Πνεύ­μα­τος ποὺ φτά­νει μυ­στι­κὰ στὴ δι­κή μας ἐ­λευ­θε­ρί­α, ἐ­νῶ τὸ νε­ρὸ συν­τε­λεῖ στὸ νὰ φα­νεῖ ἡ κά­θαρ­ση. Ἐ­πει­δὴ δη­λα­δὴ συ­νη­θί­σα­με τὸ σῶ­μα μας ποὺ λε­ρώ­θη­κε­ ἀ­πὸ λε­κέ­δες καὶ λά­σπες νὰ τὸ πλύ­νο­με μὲ νε­ρὸ καὶ νὰ τὸ κά­νο­με κα­θα­ρό, γι’ αὐ­τὸ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με τὸ νε­ρὸ καὶ στὴ μυ­στι­κὴ αὐ­τὴ πρά­ξη, γι­ὰ νὰ δη­λώ­σο­με τὴν ἄυ­λη λαμ­πρό­τη­τα μὲ τὸ αἰ­σθη­τὸ στοι­χεῖ­ο. Ἢ κα­λύ­τε­ρα ἃς ἐ­πι­μεί­νο­με καὶ σὲ λε­πτό­τε­ρη ἀ­νά­λυ­ση σχε­τι­κὰ μὲ τὸ βά­πτι­σμα, σὰ νὰ ἔ­χο­με ἀρ­χί­σει ἀ­πὸ κά­ποι­α πη­γὴ ποὺ εἶ­ναι τὸ πα­ράγ­γελ­μα τῆς Γρα­φῆς.

«Ἂν κά­ποι­ος δὲ γεν­νη­θεῖ», λέ­ει, «ἀ­πὸ νε­ρὸ καὶ Πνεῦ­μα, δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἰ­σέλ­θει στὴ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν». Γι­α­τί ἀ­παι­τοῦν­ται καὶ τὰ δύ­ο καὶ δὲ θε­ω­ρή­θη­κε ὅ­τι εἶ­ναι ἀρ­κε­τὸ μό­νο το Πνεῦ­μα γι­ὰ νὰ ὁ­λο­κλη­ρω­θεῖ τὸ βά­πτι­σμα; Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι σύν­θε­τος καὶ ὄ­χι ἁ­πλός, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς γνω­ρί­ζο­με, καὶ γι’ αὐ­τὸ στὸ δι­πλὸ αὐ­τὸ σύ­ζευγ­μα ὁ­ρί­στη­καν γι­ὰ τὴ θε­ρα­πεί­α τοῦ τὰ συγ­γε­νῆ καὶ ὅ­μοι­α φάρ­μα­κα, γι­ὰ τὸ ὁ­ρα­τὸ σῶ­μα τὸ αἰ­σθη­τὸ νε­ρό, καὶ τη­νἀ­ό­ρα­τη ψυ­χὴ τὸ ἀ­φα­νὲς Πνεῦ­μα, ποὺ τὸ κα­λοῦ­με μὲ πί­στη καὶ ἔρ­χε­ται μὲ τρό­πο ἄρ­ρη­το. Γι­α­τί «τὸ Πνεῦ­μα πνέ­ει ὅ­που θέ­λει κι ἀ­κοῦς τὴ φω­νή του, ἀλ­λὰ δὲν ξέ­ρεις ἀ­πὸ ποῦ ἔρ­χε­ται καὶ ποὺ πη­γαί­νει». Εὐλογεῖ καὶ τὸ σῶμα ποὺ βαπτίζεται καὶ τὸ νερὸ ποὺ βαπτίζει. Γι’ αὐτὸ νὰ μὴν περιφρονήσεις τὸ θεῖο λουτρὸ οὔτε νὰ τὸ ἐξευτελίσεις σὰν κάτι κοινὸ ἐπειδὴ χρησιμοποιεῖ τὸ νερό. Γιατί αὐτὸ ποὺ ἐνεργεῖ εἶναι μεγάλο κι ἀπὸ ἐκεῖνο γίνονται τὰ τελούμενα θαυμαστά. Ἐξάλλου καὶ τὸ ἅγιο αὐτὸ θυσιαστήριο ποὺ στεκόμαστε γύρω του εἶναι μιὰ κοινὴ στὴ σύστασή του πέτρα ποὺ δὲ διαφέρει σὲ τίποτε ἀπὸ τὶς ἄλλες πλάκες ποὺ διακοσμοῦν τοὺς τοίχους καὶ ὀμορφαίνουν τὰ δάπεδα; ἐπειδὴ ὅμως ἁγιάστηκε γιὰ τὴν λατρεία τοῦ Θείου καὶ δέχτηκε καὶ τὴν εὐλογία, ἔγινε τράπεζα ἁγία, θυσιαστήριο ἄχραντο, ποὺ δὲν τὸ ἀγγίζει πιὰ ὁ καθένας, παρὰ οἱ ἱερεῖς μόνο κι αὐτοὶ μὲ φόβο καὶ εὐλάβεια. Ὁ ἄρτος πάλι εἶναι ψωμί, ἀλλὰ ὅταν τὸν ἐξαγιάζει τὸ μυστήριο, λέγεται καὶ εἶναι σῶμα Χριστοῦ. Ἔτσι καὶ τὸ μυστικὸ λάδι, ἔτ­σι καὶ τὸ κρα­σί: ἐ­νῶ ἔ­χουν μι­κρὴ ἀ­ξί­α πρὶν ἀ­πὸ τὴν εὐ­λο­γί­α, ἀ­ποκ­τᾶ κα­θέ­να ἀ­πὸ αὐ­τὰ με­τὰ τὸν ἁ­γι­α­σμὸ τοὺς ἰ­δι­αί­τε­ρη ἐ­νέρ­γει­α.

Ἡ ἴ­δι­α δύ­να­μη τοῦ Λό­γου κά­νει καὶ τὸν ἱ­ε­ρέ­α σε­βα­στὸ καὶ τι­μη­μέ­νο, ποὺ ἀ­πο­χω­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ τὴν κοι­νὴ σχέ­ση του μὲ τοὺς πολ­λοὺς μὲ τὴν και­νὴ εὐ­λο­γί­α ποὺ ἔ­λα­βε. Χτὲς δη­λα­δὴ καὶ προχ­τὲς ἦ­ταν ἕ­νας ἀπὸ τοὺς πολ­λοὺς καὶ ξαφ­νι­κὰ πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ὁ­δη­γὸς τῶν λα­ῶν, προ­κα­θή­με­νος, δι­δά­σκα­λος τῆς πί­στης, μυ­στα­γω­γὸς ἀ­ο­ρά­των μυ­στη­ρί­ων. Κι αὐ­τὰ τὰ κά­νει χω­ρὶς νὰ με­τα­βλη­θεῖ κα­θό­λου τὸ σῶ­μα του ἢ ἡ μορ­φή του, ἀλ­λὰ κα­τὰ τὸ φαι­νό­με­νο εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος ποὺ ἦ­ταν, ἔ­χει ὅ­μως με­τα­μορ­φω­θεῖ ἡ ἀ­ό­ρα­τη ψυ­χή του μὲ μι­ὰ ἀ­ό­ρα­τη δύ­να­μη καὶ χά­ρη πρὸς τὸ κα­λύ­τε­ρο. Κα­τὰ τὸν ἴ­δι­ο τρό­πο ὅ­ταν σκεφ­τεῖς πολ­λὰ πράγ­μα­τα θὰ τὰ δεῖς εὐ­κα­τα­φρό­νη­τα κα­τὰ τὸ φαι­νό­με­νο, ἀλ­λὰ οἱ ἐ­νέρ­γει­ές τους εἶ­ναι με­γά­λες, ὅ­ταν μά­λι­στα ἀ­να­λο­γι­στεῖς τὰ συγ­γε­νῆ καὶ ὅ­μοι­α μὲ τὸ ζη­τού­με­νο ἀ­πὸ τὴν Πα­λαι­ὰ Δι­α­θή­κη.

Τὸ ρα­βδὶ τοῦ Μω­υ­σῆ ἦ­ταν ἀ­πὸ ξύ­λο κα­ρυ­δι­ᾶς, τί ἄλ­λο ἀ­πὸ ἕ­να ξύ­λο κοι­νό, ποὺ τὸ κό­βει ὁ κα­θέ­νας καὶ τὸ κρα­τᾶ καὶ τὸ δου­λεύ­ει ἀ­νά­λο­γα μὲ τὸ σκο­πὸ ποὺ τὸ θέ­λει καὶ τὸ ρί­χνει κα­τὰ τὸ κέ­φι του στὴ φω­τι­ά; Ὅ­ταν ὅ­μως ὁ Θε­ὸς θέ­λη­σε νὰ ἐ­πι­τε­λέ­σει μὲ τὸ ρα­βδὶ αὐ­τὸ τὰ ὑ­ψη­λὰ καὶ ἀ­νώ­τε­ρα ἀ­πὸ λό­γο θαύ­μα­τα, τὸ ξύ­λο με­τα­βαλ­λό­ταν σὲ φί­δι. Καὶ ἀλ­λοῦ πά­λι χτυ­πών­τας τὰ νε­ρὰ ἄλ­λο­τε ἔ­κα­νε τὸ νε­ρὸ αἵ­μα­ καὶ ἄλ­λο­τε ἀ­νά­βρυ­ζε γό­νο βα­τρα­χι­ώ­ν, καὶ ἀλ­λοῦ ἔ­κο­βε τὴ θά­λασ­σα καὶ τὴ χώ­ρι­ζε ὡς τὸ βυ­θὸ χω­ρὶς τὰ νε­ρὰ νὰ συρ­ρέ­ουν ἀ­πὸ τὴ μι­ὰ καὶ τὴν ἄλ­λη8. Ὅ­μοι­α κι ἑ­νὸς ἀ­πὸ τοὺς προ­φῆ­τες ἡ προ­βι­ά, ἐ­νῶ ἦ­ταν δέρ­μα, ἔ­κα­νε τὸν Ἐ­λισ­σαῖ­ο ἀ­φή­γη­μα τῆς οἰ­κου­μέ­νης. Τὸ ξύ­λο πά­λι τοῦ σταυ­ροῦ εἶ­ναι ἡ σω­τη­ρί­α τῶν ἀν­θρώ­πων, ἐ­νῶ ὅ­πως ἀ­κού­ω εἶ­ναι σα­νί­δα μου­ρι­ᾶς, ἑ­νὸς δέν­τρου πε­ρι­φρο­νη­μέ­νου καὶ κα­τώ­τε­ρου ἀ­πὸ τὰ πι­ὸ πολ­λά. Ἐ­πί­σης ὁ θά­μνο­ς τοῦ βά­του ἔ­δει­ξε στὸ Μω­υ­σῆ τὸ Θε­ό, 0 τὸ λεί­ψα­νο πά­λι τοῦ Ἐ­λισ­σαί­ου ἀ­νά­στη­σε κά­ποι­ο νε­κρό­ καὶ ὁ πη­λὸς ἔ­δω­σε τὸ φῶς στὸν τυ­φλὸ ἀ­πὸ τὴν κοι­λι­ὰ τῆς μά­νας του.Ὅ­λα αὐ­τὰ εἶ­ναι ὑ­λι­κὰ ἄ­ψυ­χα καὶ ἀ­ναί­σθη­τα, ἔ­γι­ναν ὅ­μως μέ­σα γι­ὰ τὰ με­γά­λα θαύ­μα­τα, ὅ­ταν δέχ­τη­καν τὴ δύ­να­μη τοῦ Θε­οῦ. Μὲ τὴν ἴ­δι­α σει­ρὰ τῶν συλ­λο­γι­σμῶν ἂν καὶ τὸ νε­ρὸ εἶ­ναι νε­ρὸ καὶ τί­πο­τε ἄλ­λο, ἀ­να­νε­ώ­νει τὸν ἄν­θρω­πο στὴ νο­η­τὴ ἀ­να­γέν­νη­ση, ἐ­νῶ ἡ χά­ρη ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νὸ τὸ εὐ­λο­γεῖ.

Ἂν πά­λι κά­ποι­ος ποὺ δι­στά­ζει κι ἀμ­φι­βάλ­λει κι ἐ­νο­χλεῖ ὑ­πο­βάλ­λον­τας συ­νέ­χει­α ἐ­ρω­τή­σεις καὶ ζη­τών­τας ἐ­ξη­γή­σεις, πῶς τὸ νε­ρὸ καὶ ἡ μυ­στα­γω­γί­α ποὺ γί­νε­ται μ’ αὐ­τὸ ἀ­να­γεν­νᾶ, θ’ ἀ­παν­τή­σω σ’ αὐ­τὸν μὲ ὅ­λο μου τὸ δί­κι­ο. Πα­ρά­στη­σέ μου τὸν τρό­πο τῆς σω­μα­τι­κῆς γέν­νη­σης καὶ θὰ σοῦ ἐκ­θέ­σω κι ἐ­γὼ τὴ δύ­να­μη τῆς ἀ­να­γέν­νη­σης τῆς ψυ­χῆς. Θὰ μι­λή­σεις ἴ­σως μὲ τὸν τρό­πο ἀ­πό­δο­σης αἰ­τί­ας, ἀφοῦ τὸ σπέρ­μα ὡς αἰ­τί­α κά­νει τὸν ἄν­θρω­πο. Ἄ­κου­σε τώ­ρα κι ἐ­μέ­να, ὅ­τι τὸ νε­ρὸ ποὺ εὐ­λο­γεῖ­ται κα­θαί­ρει καὶ φω­τί­ζει τὸν ἄν­θρω­πο. Ἂν πά­λι μου ἀν­τι­προ­βά­λεις το πῶς, θὰ σοῦ φω­νά­ξω κι ἐ­γὼ δυ­να­τό­τε­ρα. Πῶς γί­νε­ται ἄν­θρω­πος ἡ ὑ­δα­ρὴς καὶ ἄ­μορ­φη οὐ­σί­α; Καὶ προ­χω­ρών­τας ὁ λό­γος μ’ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο σ’ ὅ­λη τὴν κτί­ση θὰ δο­κι­μα­στεῖ σὲ κά­θε πράγ­μα. Πῶς ἔ­γι­νε ὁ οὐ­ρα­νός, πῶς ἡ γῆ, πῶς ἡ θά­λασ­σα, πῶς τὸ κά­θε πράγ­μα; Γι­α­τί ὁ λο­γι­σμὸς τῶν ἀν­θρώ­πων στα­μα­τών­τας μπρο­στὰ στὴν ἀ­πο­ρί­α νὰ βρεῖ, κα­τα­φεύ­γει στὴ φρά­ση αὐ­τὴ σὰ νὰ ἦ­ταν κά­θι­σμα γι­ὰ τοὺς ἀ­δύ­να­τους στὴ πε­ζο­πο­ρί­α. Καὶ γι­ὰ νὰ συν­το­μεύ­σω, παν­τοῦ ἡ δύ­να­μη καὶ ἡ ἐ­νέρ­γει­α τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ἀ­κα­τά­λη­πτη καὶ ἀ­νε­ξή­γη­τη, δί­νει εὔ­κο­λα τὴν ὕ­παρ­ξη σὲ ὅ­σα θέ­λει, μᾶς κρύ­βει ὅ­μως τὴ λε­πτο­με­ρῆ γνώ­ση τῆς λει­τουρ­γί­ας της. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ὁ μα­κά­ρι­ος Δα­βίδ, ὅ­ταν στά­θη­κε κά­πο­τε κι ἔ­στρε­ψε τὸ νοῦ του στὴ με­γα­λο­πρέ­πει­α τῆς κτί­σης καὶ γέ­μι­σε ἡ ψυ­χὴ του ἀ­πὸ ἄ­πει­ρο θαυ­μα­σμό, δι­α­τύ­πω­σε ἐ­κεῖ­νο ποὺ ἐ­πα­να­λαμ­βά­νουν ὅ­λοι: «πό­ση με­γα­λο­σύ­νη, Κύ­ρι­ε, δεί­χνουν τὰ ἔρ­γα σου! ὅ­λα τα δη­μι­ούρ­γη­σες μὲ σο­φί­α!». Τὴ σο­φί­α δη­λα­δὴ τὴν κα­τα­νό­η­σε, δὲ βρῆ­κε ὅ­μως τὸν τρό­πο λει­τουρ­γί­ας τῆς σο­φί­ας.

Ἀ­φοῦ ἐγ­κα­τα­λεί­ψου­με λοι­πὸν τὴν πά­νω ἀ­πὸ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη δύ­να­μη πο­λυ­πραγ­μο­σύ­νη, ἃς ἐ­πι­ζη­τή­σο­με μᾶλ­λον ἐ­κεῖ­νο, ποὺ δεί­χνει ἔ­στω καὶ με­ρι­κὴ κα­τα­νό­η­ση. Γι­ὰ ποι­ὸ λό­γο γί­νε­ται μὲ τὸ νε­ρὸ ἡ κά­θαρ­ση καὶ ποι­ὰ ἡ ἀ­νάγ­κη νὰ γί­νον­ται οἱ τρεῖς κα­τα­δύ­σεις; Αὐ­τὸ λοι­πὸν ποὺ καὶ οἱ πα­τέ­ρες δί­δα­ξαν καὶ ὁ δι­κός μας νοῦς σκέφ­τη­κε καὶ πα­ρα­δέχ­τη­κε εἶ­ναι τοῦ­το.

Γνω­ρί­ζο­με ὅ­τι ὁ κό­σμος ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ τέσ­σε­ρα στοι­χεῖ­α, σ’ ὅ­λους γνω­στὰ ἀ­κό­μα κι ἂν ἀ­πο­σι­ω­πη­θοῦν τὰ ὀ­νό­μα­τά τους. Κι ἂν πρέ­πει νὰ πῶ τὰ ὀ­νό­μα­τά τους γι­ὰ τοὺς ἁ­πλού­στε­ρους, αὐ­τὰ εἶ­ναι ἡ φω­τι­ὰ καὶ ὁ ἀ­έ­ρας, ἡ γῆ καὶ τὸ νε­ρό. Ὁ Θε­ὸς λοι­πὸν καὶ σω­τή­ρας μᾶς ὀ­λο­κλη­ρώ­νον­τας τὴ γι­ὰ χά­ρη μᾶς οἰ­κο­νο­μί­α, κα­τέ­βη­κε στὸ τέ­ταρ­το ἀ­πὸ αὐ­τά, τὴ γῆ, γι­ὰ νὰ κά­νει τὴ ζω­ὴ ν’ ἀ­να­τεί­λει ἀ­πὸ ἐ­κεῖ. Ἐ­μεῖς, πα­ρα­λαμ­βά­νον­τας τὸ βά­πτι­σμα γι­ὰ νὰ μι­μη­θοῦ­με τὸν Κύ­ρι­ο καὶ δι­δά­σκα­λο καὶ ὁ­δη­γό μας, δὲ θα­πτό­μα­στε βέ­βαι­α στὴ γῆ (γι­α­τί αὐ­τὴ γί­νε­ται κά­λυμ­μα τοῦ φυσικῶς νεκρωμένου σώματος καλύπτοντας τὴν ἀσθένεια καὶ τὴ φθορὰ τῆς φύσης μας), ἀλλὰ ἐρχόμαστε στὸ συγγενικὸ μὲ τὴ γῆ στοιχεῖο, τὸ νερὸ καὶ σ’ ἐκεῖνο κρυβόμαστε, ὅπως ὁ Σωτήρας στὴ γῆ, καὶ αὐτὸ κάνοντάς το τρεῖς φορές, ἐξεικονίζομε μὲ τὸν ἑαυτὸ μᾶς τὴν τριήμερη χάρη τῆς ἀνάστασης. Καὶ δὲν τὰ κάνομε αὐτὰ παίρνοντας τὸ μυστήριο σιωπηλά, ἀλλὰ ἐπικαλούμαστε κατ’ αὐτὸ τὶς τρεῖς ἅγιες ὑποστάσεις, στὶς ὁποῖες πιστέψαμε καὶ στὶς ὁποῖες ἐλπίζομε, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἔχομε καὶ τὸ ὅτι ὑπάρχουμε καὶ τὸ ὅτι θὰ ξαναζήσομε.

Ἴσως δυσανασχετεῖς ἐσὺ ποὺ μάχεσαι μὲ θράσος τὴ δόξα τοῦ Πνεύματος καὶ ζηλεύεις γιὰ τὸ σεβασμὸ τοῦ Παρακλήτου ἐκ μέρους τῶν εὐσεβῶν. Πάψε νὰ συμπλέκεσαι μαζί μου κι ἀντιστάσου στοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, ἂν μπορεῖς, ποὺ νομοθέτησαν τὴν ἐπίκληση αὐτὴ κατὰ τὸ βάπτισμα. Τί λέει λοιπὸν τὸ παράγγελμα τοῦ Κυρίου; «Βαπτίζοντάς τους στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύ­μα­τος».Γι­α­τί «στὸ ὄ­νο­μα τοῦ Πα­τέ­ρα»; Ἐ­πει­δὴ εἶ­ναι ἀρ­χὴ τῶν πάν­των. Γι­α­τί «στὸ ὄ­νο­μα τοῦ Υἱ­οῦ»; Ἐ­πει­δὴ εἶ­ναι ἀρ­χὴ τῶν πάν­των. Γι­α­τί «στὸ Πνεῦ­μα τὸ Ἅγι­ο»; Ἐ­πει­δὴ τε­λει­ο­ποι­εῖ τὰ πάν­τα. Σκύ­βο­με λοι­πὸν τὸ κε­φά­λι στὸν Πα­τέ­ρα, γι­ὰ νὰ μᾶς ἁ­γι­ά­σει. Σκύβομε στὸν Υἱ­ό, γι­ὰ νὰ ἐ­πι­τύ­χο­με τὸ ἴ­δι­ο. Σκύ­βο­με καὶ στὸ ἅ­γι­α Πνεῦ­μα, γι­ὰ νὰ γί­νο­με ὅ­τι εἶ­ναι καὶ λέ­γε­ται. Δὲν ὑ­πάρ­χει δι­α­φο­ρὰ ἁ­γι­α­σμοῦ, ὅ­τι τά­χα ὁ Πα­τέ­ρας ἁ­γι­ά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο, λι­γό­τε­ρο ὁ Υἱ­ὸς καὶ λι­γό­τε­ρο ἀ­πὸ τοὺς δύ­ο το ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα. Γι­α­τί λοι­πὸν κομ­μα­τι­ά­ζεις τὶς τρεῖς ὑ­πο­στά­σεις σὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὲς φύ­σεις καὶ δη­μι­ουρ­γεῖς τρεῖς θε­οὺς ἀ­νό­μοι­ους με­τα­ξύ τους, ἐ­νῶ ἀ­πὸ ὅ­λους δέ­χε­σαι μι­ὰ καὶ τὴν αὐ­τὴ χά­ρη;…

Βρί­σκω ὅ­τι τὴ δω­ρε­ὰ τοῦ βα­πτί­σμα­τος δὲν τὴν κή­ρυ­ξαν τὰ εὐ­αγ­γέ­λι­α ποὺ γράφ­τη­καν με­τὰ τὸ σταυ­ρό, ἀλ­λὰ καὶ πρὶν ἀ­πὸ τὴν ἐ­ναν­θρώ­πη­ση τοῦ Κυ­ρί­ου σὲ ὅ­λα τα μέ­ρη της ἡ Πα­λαι­ὰ Δι­α­θή­κη προ­τύ­πω­σε τὴν εἰ­κό­να τῆς ἀ­να­γέν­νη­σής μας, χω­ρὶς βέ­βαι­α νὰ τὴν πα­ρου­σι­ά­ζει μὲ ὁ­λο­κά­θα­ρη μορ­φή, ἀλ­λὰ προ­ση­μαί­νον­τας τὴ φι­λαν­θρω­πί­α τοῦ Θε­οῦ μὲ αἰ­νίγ­μα­τα. Κι ὅ­πως ὑ­πῆρ­χαν προ­αγ­γε­λί­ες γι­ὰ τὸν ἀ­μνὸ καὶ προ­φη­τεῖ­ες γι­ὰ τὸ σταυ­ρό, ἔτ­σι ὑ­πῆρ­χε καὶ πρα­κτι­κὸ καὶ λο­γι­κὸ μή­νυ­μα γι­ὰ τὸ βά­πτι­σμα. Ἃς ὑ­πεν­θυ­μί­σο­με στοὺς φί­λους του κα­λοῦ τὶς προ­τυ­πώ­σεις. Γι­α­τί ὁ και­ρὸς τῆς ἑ­ορ­τῆς ἀ­παι­τεῖ τὴ μνή­μη τους ὡς ἀ­πα­ραί­τη­τη.

Ἡ Ἄ­γαρ, ἡ δού­λη τοῦ Ἀ­βρα­άμ, ποὺ καὶ ὁ Παῦ­λος ἀ­να­φέ­ρει μι­λών­τας ἀλ­λη­γο­ρι­κὰ στοὺς Γα­λά­τες, ὅ­ταν δι­ώχ­τη­κε ἀ­πὸ τὸ σπί­τι τοῦ κυ­ρί­ου τῆς ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ὀρ­γῆς τῆς Σάρ­ρας (εἶ­ναι φο­βε­ρὸ γι­ὰ τὶς νό­μι­μες γυ­ναῖ­κες νὰ ὑ­πο­πτεύ­ον­ται σχέ­ση τῆς δού­λης τους μὲ τὸν κύ­ρι­ό του σπι­τι­οῦ), ἡ Ἄ­γαρ πλα­νι­ό­ταν ἔ­ρη­μη μέ­σα στὴν ἐ­ρη­μι­ὰ ἔ­χον­τας στὴν ἀγ­κα­λι­ὰ τῆς μι­κρὸ ποὺ θή­λα­ζε, τὸν Ἰ­σμα­ήλ. Τῆς ἔ­λει­ψαν κά­πο­τε τὰ ἐ­φό­δι­ά της κι ἔφ­τα­σε κι αὐ­τὴ στὰ πρό­θυ­ρα τοῦ θα­νά­του καὶ τὸ παι­δὶ πρὶν ἀ­πὸ αὐ­τὴ (γι­α­τί τὸ νε­ρὸ ποὺ εἶ­χε στὸν ἀ­σκὸ τε­λεί­ω­σε ἐ­πει­δὴ οὔ­τε ἦ­ταν δυ­να­τὸ ἡ συ­να­γω­γὴ νὰ ἔ­χει αὐ­τάρ­κει­α ζω­ῆς, αὐ­τὴ ποὺ ὡς τό­τε ζοῦ­σε στοὺς τύ­πους τῆς ἀ­έ­να­ης πη­γῆς). Τό­τε κα­τὰ πα­ρά­δο­ξο τρό­πο πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἄγ­γε­λος καὶ τῆς δεί­χνει ἕ­να πη­γά­δι μὲ ζων­τα­νὸ φρέ­σκο νε­ρὸ καὶ παίρ­νον­τας ἀ­πὸ κεῖ νε­ρὸ σώ­ζει τὸν Ἰ­σμα­ήλ. Πρό­σε­ξε λοι­πὸν τύ­πο μυ­στι­κό, πῶς εὐ­θὺς ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χὴ ἡ σω­τη­ρί­α γι’ αὐ­τὸν ποὺ χά­νε­ται πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται μὲ ζων­τα­νὸ νε­ρὸ ποὺ δὲν ὑ­πῆρ­χε πρῶ­τα, ἀλ­λὰ πα­ρα­χω­ρή­θη­κε κα­τὰ χά­ρη ἀ­πὸ ἄγ­γε­λο.

Καὶ πά­λι ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ χρό­νι­α ἔ­πρε­πε νὰ γί­νει ὁ γά­μος τοῦ Ἰ­σα­άκ, ποὺ γι­ὰ χά­ρη τοῦ δι­ώχ­τη­κε καὶ ὁ Ἰ­σμα­ὴλ μὲ τὴ μη­τέ­ρα του ἀ­πὸ τὴν πα­τρι­κὴ ἑ­στί­α. Στάλ­θη­κε λοι­πὸν ὁ ὑ­πάλ­λη­λος τοῦ Ἀ­βρα­ὰμ ὡς προ­ξε­νη­τὴς γι­ὰ νὰ βρεῖ σύ­ζυ­γο στὸν Ἰ­σα­ὰκ καὶ βρί­σκει τὴ Ρε­βέ­κα στὸ πη­γά­δι. Καὶ ὁ γά­μος ποὺ ἦ­ταν νὰ δώ­σει τὴ γε­νι­ὰ τοῦ Χρι­στοῦ ἔ­λα­βε καὶ τὴν ἀρ­χή του καὶ τὴν πρώ­τη συμ­φω­νί­α κον­τὰ στὸ νε­ρό. Ἀλ­λὰ καὶ ὁ ἴ­δι­ος ὁ Ἰ­σα­άκ, ὅ­ταν ἐ­πι­στα­τοῦ­σε στὰ κο­πά­δι­α τοῦ πα­τέ­ρα του, σὲ ὅ­λα τα ση­μεῖ­α τῆς ἐ­ρή­μου ἄ­νοι­γε πη­γά­δι­α, ποὺ τὰ ἔ­φρα­ζαν οἱ ἀλ­λό­φυ­λοι καὶ τὰ πα­ρά­χω­ναν ὡς προ­τύ­πω­ση τῶν με­τα­γε­νέ­στε­ρων ἀ­σε­βῶν, ὅ­σοι ἐμ­πό­δι­ζαν τὴ δω­ρε­ὰ τοῦ βα­πτί­σμα­τος καὶ ἄ­νοι­γαν στό­μα κα­τὰ τῆς ἀ­λή­θει­ας πο­λε­μών­τας την. Οἱ μάρ­τυ­ρες ὅ­μως καὶ οἱ ἱ­ε­ρεῖς νί­κη­σαν στὸ ἄ­νοιγ­μα πη­γα­δι­ῶν καὶ ἡ δω­ρε­ὰ τοῦ βα­πτί­σμα­τος κα­τά­κλυ­σε ὅ­λη τὴν οἰ­κου­μέ­νη.

Σύμ­φω­να μὲ αὐ­τὸ τὸ νό­η­μα τοῦ λό­γου καὶ ὁ Ἰ­α­κὼβ πη­γαί­νον­τας πρὸς τὴ μνη­στεί­α του συ­ναν­τᾶ ἀ­προσ­δό­κη­τα τὴ Ρα­χὴλ στὸ πη­γά­δι. Με­γά­λη πέ­τρα ἔ­κλει­νε τὸ πη­γά­δι, ποὺ πολ­λοὶ βο­σκοὶ μα­ζὶ μα­ζεύ­ον­ταν καὶ τὴν ἔβ­γα­ζαν κι ἔτ­σι ἔ­παιρ­ναν νε­ρὸ αὐ­τοὶ καὶ τὰ κο­πά­δι­α τους. Ὁ Ἰ­α­κὼβ ὅ­μως κύ­λη­σε μό­νος του τὴν πέ­τρα καὶ πο­τί­ζει τὰ πρό­βα­τα τῆς μελ­λού­σης μνη­στῆς του. Τὸ πράγ­μα ἀ­πο­τε­λεῖ ὑ­παι­νιγ­μὸ καὶ σκι­ὰ τοῦ μέλ­λον­τος. Ποι­ὸς ἦ­ταν ὁ λί­θος ποὺ ἔ­κλει­νε τὸ πη­γά­δι, πα­ρὰ ὁ ἴ­δι­ος ὁ Χρι­στός, γι­ὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο λέ­ει ὁ Ἠ­σα­ΐ­ας «καὶ θὰ βά­λω τὰ θε­μέ­λι­α της Σι­ῶν λί­θο ἀ­κρι­βό, πο­λύ­τι­μο, ἐ­κλε­κτό»; Ἐ­πί­σης κι ὁ Δα­νι­ήλ: «λα­το­μή­θη­κε πέ­τρα χω­ρὶς ἀν­θρώ­που χέ­ρι»,δη­λα­δὴ ὁ Χρι­στὸς γεν­νή­θη­κε χω­ρὶς σύμ­πρα­ξη ἀν­δρός. Ὅ­πως δη­λα­δὴ εἶ­ναι πρω­τά­κου­στο καὶ πα­ρά­δο­ξο ν’ ἀ­πο­κο­πεῖ μι­ὰ πέ­τρα δί­χως λα­τό­μο καὶ λι­θουρ­γι­κὰ ἐρ­γα­λεῖ­α, ἔτ­σι εἶ­ναι πέ­ρα ἀ­πὸ κά­θε θαῦ­μα νὰ δοῦ­με παι­δὶ ἀ­πὸ παρ­θέ­να ποὺ δὲν ἔ­χει νυμ­φευ­τεῖ. Ἦ­ταν λοι­πὸν πά­νω στὸ πη­γά­δι ὁ νο­η­τὸς λί­θος, ὁ Χρι­στὸς ποὺ σκέ­πα­ζε στὰ βά­θη καὶ στὸ μυ­στή­ρι­ο τὸ λου­τρὸ τῆς ἀ­να­γέν­νη­σης, ποὺ ἤ­θε­λε πο­λὺν και­ρὸ ἀ­κό­μα ὅ­πως σκοι­νὶ πο­λὺ μα­κρὺ γι­ὰ νὰ βγεῖ στὴν ἐ­πι­φά­νει­α. Καὶ κα­νέ­νας δὲν ἀ­πο­κύ­λι­σε τὴν πέ­τρα πα­ρὰ μο­νά­χα ὁ Ἰσ­ρα­ήλ, ποὺ ση­μαί­νει, «νοῦς ποὺ βλέ­πει τὸ Θε­ό». Ἀλ­λὰ καὶ ἀν­τλεῖ τὸ νε­ρὸ καὶ πο­τί­ζει τὰ πρό­βα­τα τῆς Ρα­χήλ, δη­λα­δὴ ἀ­πο­κά­λυ­ψε κρυμ­μέ­νο μυ­στή­ρι­ο καὶ δί­νει ζω­τι­κὸ νε­ρὸ στὸ κο­πά­δι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Πρό­σθε­σε ἀ­κό­μα καὶ τὰ τρί­α ρα­βδι­ὰ τοῦ Ἰ­α­κώβ. Ὅ­ταν ἔ­φε­ρε τὰ τρί­α ρα­βδι­ὰ κον­τὰ στὴν πη­γή, ἀ­πὸ τό­τε ὁ εἰ­δω­λο­λά­τρης Λά­βαν ἔ­γι­νε φτω­χός, ἐ­νῶ πλού­σι­ος μὲ πολ­λὰ κο­πά­δι­α ἔ­γι­νε ὁ Ἰ­α­κώβ. Ἀλ­λη­γο­ρι­κὰ μπο­ροῦ­με νὰ ἑρ­μη­νεύ­σο­με τὸ Λά­βαν μὲ τὸ δι­ά­βο­λο καὶ τὸν Ἰ­α­κὼβ μὲ τὸ Χρι­στό. Γι­α­τί με­τὰ τὸ βά­πτι­σμα ὁ Χρι­στὸς σή­κω­σε ὅ­λο το κο­πά­δι τοῦ Σα­τα­νᾶ καὶ τὸ ἔ­κα­νε δι­κό του πλοῦ­το.

Ὁ μέ­γας πά­λι Μω­υ­σῆς ὅ­ταν ἦ­ταν βρέ­φος χα­ρι­τω­μέ­νο καὶ ἀ­κό­μα θή­λα­ζε ἔ­πε­σε στὴν κοι­νὴ καὶ σκλη­ρὴ ἀ­πό­φα­ση, ποὺ πῆ­ρε ὁ ἀ­πάν­θρω­πος Φα­ρα­ὼ κα­τὰ τῶν ἀρ­σε­νι­κῶν παι­δι­ῶν. Τὸν ἄ­φη­σαν λοι­πὸν στὶς ὄ­χθες τοῦ πο­τα­μοῦ ὄ­χι γυ­μνό, ἀλ­λὰ σὲ κι­βώ­τι­ο (γι­α­τί ἔ­πρε­πε νὰ ἦ­ταν ὁ τό­πος τοῦ νό­μου ποὺ ἦ­ταν σὲ κι­βω­τὸ) κον­τὰ στὸ νε­ρό. Γι­α­τί ὁ νό­μος γει­το­νεύ­ει μὲ τὴ χά­ρη καὶ τὰ πα­ρο­δι­κὰ ραν­τί­σμα­τα τῶν Ἑ­βραί­ων ποὺ ἐ­πρό­κει­το λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα νὰ πά­ρει τὴ θέ­ση τοὺς τὸ τέ­λει­ο καὶ θαυ­μα­στὸ βά­πτι­σμα. Καὶ ὅ­πως νο­μί­ζει ὁ θε­σπέ­σι­ος Παῦ­λος κι ὁ ἴ­δι­ος ὁ λα­ὸς ποὺ πέ­ρα­σε τὴν Ἐ­ρυ­θρὰ θά­λασ­σα εὐ­αγ­γε­λι­ζό­ταν τὴ σω­τη­ρί­α μὲ τὸ βά­πτι­σμα. Πέ­ρα­σε ὁ λα­ὸς καὶ ὁ Αἰ­γύ­πτι­ος βα­σι­λι­ὰς βού­λι­α­ξε μα­ζὶ μὲ τὸ στρα­τὸ του­ καὶ δί­νον­ταν γι­ὰ τὸ μυ­στή­ρι­ο ἔμ­πρα­κτη προ­φη­τεί­α. Γι­α­τί καὶ τώ­ρα, ὅ­πο­τε ὁ λα­ὸς ἔρ­θει στὸ λου­τρὸ τῆς πα­λιγ­γε­νε­σί­ας, φεύ­γον­τας ἀ­πὸ τὴν κα­κο­ποι­ὸ ἁ­μαρ­τί­α Αἴ­γυ­πτο, ὁ ἴ­δι­ος ἐ­λευ­θε­ρώ­νε­ται καὶ σώ­ζε­ται, ἐ­νῶ ὁ δι­ά­βο­λος μα­ζὶ μὲ τοὺς ὑ­πη­ρέ­τες του, ἐν­νο­ῶ τὰ πο­νη­ρὰ πνεύ­μα­τα, σκά­ζει ἀ­πὸ τὴ λύ­πη του κι ἀ­φα­νί­ζε­ται, γι­α­τί θε­ω­ρεῖ συμ­φο­ρὰ τὴ σω­τη­ρί­α τῶν ἀν­θρώ­πων.

Εἶ­ναι αὐ­τὰ ἀρ­κε­τὰ βέ­βαι­α γι­ὰ νὰ στη­ρί­ξουν τὴν ἀ­νά­πτυ­ξή μου αὐ­τή, ἀλ­λὰ ὁ φί­λος του κα­λοῦ δὲν πρέ­πει ν’ ἀ­με­λή­σει καὶ τὰ ἑ­ξῆς. Ἀ­φοῦ ἔ­πα­θε πολ­λά, ὅ­πως μά­θα­με, ὁ λα­ὸς τῶν Ἑ­βραί­ων καὶ πέ­ρα­σε τὴ βα­σα­νι­στι­κὴ πε­ρί­ο­δο τῆς ἐ­ρή­μου, δὲ χά­ρη­κε τὴ γῆ τῆς ἐ­παγ­γε­λί­ας, μέ­χρι ποὺ μὲ ὁ­δη­γὸ τοῦ τὸν Ἰ­η­σοῦ καὶ τῆς ζω­ῆς τοῦ κυ­βερ­νή­τη καὶ μὲ τὴν κα­τεύ­θυν­ση ἐ­κεί­νου ἔ­φθα­σε στὸν Ἰ­ορ­δά­νη. Καὶ ὁ Ἰ­η­σοῦς, ποὺ ἔ­ρι­ξε τὶς δώ­δε­κα πέ­τρες στὸ πο­τά­μι,εἶ­ναι φα­νε­ρὸ ὅ­τι προ­ει­κό­νι­ζε τοὺς δώ­δε­κα μα­θη­τὲς τοὺς ὑ­πη­ρέ­τες τοῦ βα­πτί­σμα­τος. Καὶ ἡ θαυ­μα­στὴ ἱ­ε­ρουρ­γί­α τοῦ θε­σβί­τη γέ­ρον­τα­, ποὺ ὑ­περ­βαί­νει κά­θε ἀν­θρώ­πι­νο νοῦ, τί ἄλ­λο μπο­ρεῖ νὰ προ­μη­νᾶ στὴν πρά­ξη, πα­ρὰ τὴν πί­στη στὸν Πα­τέ­ρα, τὸν Υἱ­ὸ καὶ τὸ ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα καὶ τὴν ἀ­πο­λύ­τρω­σή μας; Ἐ­πει­δὴ δη­λα­δὴ ὅ­λος ὁ λα­ὸς τῶν Ἑ­βραί­ων, κα­τα­πα­τών­τας τὴν προ­γο­νι­κή του εὐ­σέ­βει­α, ξέ­πε­σε στὴν πλά­νη τῆς πο­λυ­θε­ΐ­ας καὶ ὁ βα­σι­λι­ὰς Ἀ­χα­ὰβ ἦ­ταν παί­γνι­ο τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας, ἔ­χον­τας κα­κὴ σύν­τρο­φο τῆς ζω­ῆς του καὶ παμ­μί­α­ρη δα­σκά­λισ­σα τῆς ἀ­σέ­βει­ας τὴν δι­α­βό­η­τη Ἰ­ε­ζά­βελ, ὁ προ­φή­της, ἀ­φοῦ ἐμ­φο­ρή­θη­κε ἀ­πὸ τὴ χά­ρη τοῦ Πνεύ­μα­τος, πῆ­γε νὰ συ­ναν­τή­σει τὸν Ἀ­χα­άβ, καὶ μπρο­στὰ στὰ μά­τι­α τοῦ βα­σι­λι­ὰ καὶ ὅ­λου του λα­οῦ ἀν­τι­πα­ρα­τέ­θη­κε στοὺς ἱ­ε­ρεῖς τοῦ Βά­αλ σὲ ἀ­γώ­να θαυ­μα­στὸ καὶ κα­τα­πλη­κτι­κό. Τοὺς πρό­τει­νε νὰ θυ­σι­ά­σουν τὸ βό­δι χω­ρὶς φω­τι­ὰ καὶ τοὺς πα­ρου­σί­α­σε κα­τα­γέ­λα­στους καὶ ἀ­ξι­ο­λύ­πη­τους, κα­θὼς προ­σεύ­χον­ταν καὶ φώ­να­ζαν χω­ρὶς ἀ­πο­τέ­λε­σμα στοὺς ἀ­νύ­παρ­κτους θε­ούς. Τέ­λος, ἀ­φοῦ ἐ­πι­κα­λέ­στη­κε κι ἐ­κεῖ­νος τὸ δι­κό του ἀ­λη­θι­νὸ Θε­ό, πραγ­μα­το­ποί­η­σε μὲ τρό­πο θαυ­μα­στὸ μὲ πολ­λὰ καὶ κα­τα­πλη­κτι­κὰ ση­μεῖ­α τὸν ἀ­γώ­να ποὺ εἶ­χε προ­τεί­νει. Δι­ό­τι ἔ­φε­ρε δη­λα­δὴ ἁ­πλῶς τὴ φω­τι­ὰ ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νὸ στὰ ξε­ρὰ ξύ­λα μὲ τὴν προ­σευ­χή, ἀλ­λὰ ἔ­δω­σε ἐν­το­λὴ στοὺς ὑ­πη­ρέ­τες καὶ πρό­στα­ζε νὰ φέ­ρουν πο­λὺ νε­ρό. Κι ἀ­φοῦ ἄ­δει­α­σε τρεῖς φο­ρὲς τοὺς κου­βά­δες ἐ­πά­νω στὶς σχί­ζες, ἄ­να­ψε μὲ τὴν προ­σευ­χὴ τοῦ τὴ φω­τι­ὰ μέ­σα ἀ­πὸ τὸ νε­ρὸ κι ἔτ­σι μὲ τὴ φυ­σι­κὴ ἐ­ναν­τι­ό­τη­τα τῶν στοι­χεί­ων, ποὺ κα­τὰ πα­ρά­δο­ξο τρό­πο ἑ­νώ­θη­καν σὲ φι­λί­α καὶ συ­νερ­γα­σί­α, φα­νέ­ρω­σε μὲ τὸ πα­ρα­πά­νω τὴ δύ­να­μη τοῦ ἴ­δι­ου του Θε­οῦ.

Αὐ­τὰ βέ­βαι­ά μας προ­α­νήγ­γει­λε ὁ Ἠ­λί­ας μὲ σα­φή­νει­α μὲ τὴν θαυ­μα­στὴ ἐ­κεί­νη θυ­σί­α του γι­ὰ τὴ μυσταγωγία τοῦ βα­πτί­σμα­τος ποὺ θὰ τε­λού­σα­με ἀρ­γό­τε­ρα. Γι­α­τί ἡ φω­τι­ὰ ἄ­να­ψε ὅ­ταν χύ­θη­κε τὸ νε­ρὸ γι­ὰ τρί­τη φο­ρά, γι­ὰ νὰ δη­λω­θεῖ ὅ­τι, ὅ­που ὑ­πάρ­χει τὸ «μυ­στι­κὸν ὕ­δωρ», ἐ­κεῖ ὑ­πάρ­χει καὶ τὸ Πνεῦ­μα ποὺ ἀ­να­φλέ­γει τὸ θερ­μό, τὸ ὅ­μοι­ο μὲ φω­τι­ά, ποὺ καί­ει τοὺς ἀ­σε­βεῖς καὶ φω­τί­ζει τοὺς πι­στούς. Ἀλ­λὰ βέ­βαι­α καὶ ὁ μα­θη­τὴς τοῦ Ἐ­λισ­σαῖ­ος, ὅ­ταν ἦρ­θε σ’ αὐ­τὸν ἱ­κέ­της ὁ Νε­εμᾶν ὁ Σύ­ρος, ποὺ εἶ­χε νο­σή­σει ἀ­πὸ λέ­πρα, ἔ­λου­σε μέ­σα στὸν Ἰ­ορ­δά­νη καὶ κα­θαί­ρει τὸν ἄρ­ρω­στο μὲ τὴ γε­νι­κὴ χρή­ση τοῦ νε­ροῦ, ἀλ­λὰ καὶ μὲ τὸ ἰ­δι­αί­τε­ρο βά­πτι­σμα μέ­σα στὸ πο­τά­μι προ­ϋ­πο­δή­λω­νε τὸ μελ­λον­τι­κό. Γι­α­τί ἀ­πὸ τὰ πο­τά­μι­α μό­νο ὁ Ἰ­ορ­δά­νης δέχ­τη­κε τὴν ἀρ­χὴ τοῦ ἁ­γι­α­σμοῦ καὶ τῆς εὐ­λο­γί­ας καὶ σὰν ἀ­πὸ κά­ποι­α πη­γὴ μὲ τὴ δι­κή του προ­τύ­πω­ση σκορ­ποῦ­σε σ’ ὅ­λον τὸν κό­σμο τὴ χά­ρη τοῦ βα­πτί­σμα­τος. Αὐ­τὰ εἶ­ναι τὰ ἐ­νερ­γὰ καὶ πρα­κτι­κὰ μη­νύ­μα­τα τῆς πα­λιγ­γε­νε­σί­ας μας μὲ τὸ βά­πτι­σμα.

Ἃς δοῦ­με ὅ­μως τώ­ρα τί εἶ­παν καὶ φώ­να­ξαν οἱ προ­φη­τεῖ­ες.

Ὁ Ἠ­σα­ΐ­ας φώ­να­ζε λέ­γον­τας: «λου­σθεῖ­τε, γί­νε­τε κα­θα­ροί, ἀ­φαι­ρέ­σε­τε τὶς πο­νη­ρί­ες ἀ­πὸ τὶς ψυ­χές σας». Ὁ Δα­βὶδ πά­λι: «πλη­σι­ά­στε σ’ αὐ­τὸν καὶ φω­τι­στεῖ­τε καὶ τὰ πρό­σω­πά σας δὲ θὰ κα­ταν­τρο­πι­α­στούν». Ἐ­νῶ ὁ Ἰ­ε­ζε­κι­ήλ, γρά­φον­τας σα­φέ­στε­ρα ἀ­πὸ τοὺς δύ­ο καὶ πι­ὸ κα­θα­ρά, δί­νει τὴν κα­λὴ ὑ­πό­σχε­ση: «θὰ σᾶς ραν­τί­σω μὲ νε­ρὸ κα­θα­ρὸ καὶ θὰ κα­θα­ρι­στεῖ­τε ἀ­πὸ κά­θε ἀ­κα­θαρ­σί­α καὶ ἀ­πὸ ὅ­λα τα εἴ­δω­λά σας θὰ σᾶς κα­θα­ρί­σω καὶ θὰ σᾶς δώ­σω νέ­α καρ­δι­ὰ καὶ πνεῦ­μα νέ­ο. θὰ ἀ­φαι­ρέ­σω τὴν πέ­τρι­νη καρ­δι­ὰ ἀ­πὸ τὴ σάρ­κα σας, θὰ σᾶς δώ­σω καρ­δι­ὰ σάρ­κι­νη καὶ θὰ δώ­σω γι­ὰ νὰ ἔ­χε­τε μέ­σα σας τὸ πνεῦ­μα μου». Ἀλ­λὰ καὶ ὁ Ζα­χα­ρί­ας πο­λὺ πα­ρα­στα­τι­κὰ προ­φη­τεύ­ει καὶ γι­ὰ τὸν Ἰ­η­σοῦ ντυ­μέ­νο μὲ τὸ ρυ­πα­ρὸ ἱ­μά­τι­ο τῆς δου­λι­κῆς δι­κῆς μας σάρ­κας, ξεν­τύ­νον­άς τον ὅ­μως ἀ­πὸ τὸ θλι­βε­ρὸ ροῦ­χο, τοῦ φο­ρὰ τὴν κα­θα­ρὴ καὶ λαμ­πρὴ στο­λή, δι­δά­σκον­τάς μας μὲ τὴν εἰ­κό­να αὐ­τήν, ὅ­τι ὅ­λοι ἐ­μεῖς μὲ τὸ βά­πτι­σμα τοῦ Ἰ­η­σοῦ, ἀ­πο­θέ­τον­τας τὶς ἁ­μαρ­τί­ες μας σὰν φό­ρε­μα φτω­χι­κὸ καὶ πο­λυμ­παλ­λω­μέ­νο, φο­ροῦ­με τὸ ἱ­ε­ρὸ καὶ πα­νό­μορ­φο φό­ρε­μα τῆς πα­λιγ­γε­νε­σί­ας.

Ποῦ ἔ­χει κα­ταλ­λη­λό­τε­ρη θέ­ση κι ἐ­κεῖ­νος ὁ λό­γος τοῦ Ἠ­σα­ΐ­α ποὺ ἀ­πευ­θύ­νει στὴν ἔ­ρη­μο, «γέ­μι­σε ἀ­πὸ εὐ­φρο­σύ­νη ἔ­ρη­μος δι­ψα­σμέ­νη, ἃς ἀ­να­γαλ­λι­ά­σει ἡ ἔ­ρη­μος κι ἃς ἀν­θή­σει ὅ­πως τὸ κρί­νο. θὰ γε­μί­σουν λου­λού­δι­α καὶ θὰ ἀ­να­γαλ­λι­ά­σουν οἱ ἐ­ρη­μι­ὲς τοῦ Ἰ­ορ­δά­νη»; Εἶ­ναι φα­νε­ρὸ ὅ­τι δὲν εὐ­αγ­γε­λί­ζε­ται τὴν εὐ­φρο­σύ­νη σὲ τό­πους ἄ­ψυ­χους κι ἀ­ναί­σθη­τους, ἀλ­λὰ μὲ τὴν ἔ­ρη­μο κά­νει με­τα­φο­ρὰ στὴν ξε­ρα­μέ­νη κι ἀ­με­λη­μέ­νη ψυ­χή, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς κι ὁ Δα­βίδ, ὅ­ταν λέ­ει, «ἡ ψυ­χή μου σὲ πα­ρα­κα­λεῖ σὰν γῆ δί­χως νε­ρό». Καὶ πά­λι «ἡ ψυ­χή μου ἔ­νι­ω­σε τὴ δί­ψα τοῦ Θε­οῦ τοῦ ἰ­σχυ­ροῦ, ποὺ ζεῖ». Καὶ ὁ Κύ­ρι­ος πά­λι στὸ Εὐ­αγ­γέ­λι­ο λέ­γει «ἂν κά­ποι­ος δι­ψᾶ, ἃς ἔρ­χε­ται σ’ ἐ­μέ­να κι ἃς πί­νει». Καὶ στὴ Σα­μα­ρεί­τι­δα «ὅ­ποι­ος πί­νει ἀ­πὸ αὐ­τὸ τὸ νε­ρὸ θὰ δι­ψά­σει πά­λι, ὅ­ποι­ος ὅ­μως πι­εῖ ἀ­πὸ τὸ νε­ρὸ ποὺ θὰ τοῦ δώ­σω ἐ­γώ, δὲ θὰ δι­ψά­σει στὸν αἰ­ώ­να». Καὶ ἡ τι­μὴ τοῦ Καρ­μή­λου, δη­λα­δὴ ἡ χά­ρη τοῦ Πνεύ­μα­τος, ἀ­πο­δί­δε­ται στὴν ψυ­χὴ ποὺ μοι­ά­ζει μὲ τὴν ἔ­ρη­μο Ἐ­πει­δὴ δη­λα­δὴ ὁ Ἠ­λί­ας ζοῦ­σε στὸν Κάρ­μη­λο (καὶ τὸ βου­νὸ ἔ­γι­νε ὀ­νο­μα­στὸ καὶ φη­μί­στη­κε χά­ρη στὴν ἀ­ρε­τὴ ἐ­κεί­νου ποὺ κα­τοι­κοῦ­σε σ’ αὐ­τό), ἐ­νῶ ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὁ βα­πτι­στὴς ποὺ ἀ­κτι­νο­βο­λοῦ­σε τὸ πνεῦ­μα τοῦ Ἠ­λί­α­ ἁ­γί­α­ζε τὸν Ἰ­ορ­δά­νη, γι’ αὐ­τὸ ὁ προ­φή­της νο­μο­θε­τοῦ­σε ὅ­τι ἡ τι­μὴ τοῦ Καρ­μή­λου θὰ δο­θεῖ στὸ πο­τά­μι.

Ἀ­κό­μη με­τέ­φε­ρε στὸ πο­τά­μι καὶ τὴ δό­ξα τοῦ Λι­βά­νου ἀ­πὸ τὴ σύγ­κρι­ση μὲ τὰ ψη­λά του δέν­τρα. Ὅ­πως δη­λα­δὴ ἐ­κεῖ­νος ὁ Λί­βα­νος ἔ­χει σπου­δαί­α ἀ­φορ­μὴ θαυ­μα­σμοῦ αὐ­τὰ τὰ δέν­τρα, ποὺ βλα­σταί­νει καὶ τρέ­φει, ἔτ­σι καὶ ὁ Ἰ­ορ­δά­νης δο­ξά­ζε­ται ἀ­να­γεν­νών­τας καὶ βλα­σταί­νον­τας ἀν­θρώ­πους στὸν Πα­ρά­δει­σο τοῦ Θε­οῦ. Τὰ δέν­τρα αὐ­τά, κα­τὰ τὸ λό­γο τῶν Ψαλ­μῶν, ἀν­θοῦν πάν­το­τε καὶ φουν­τώ­νουν ἀ­πὸ ἀ­ρε­τές, τὰ φύλ­λα τους δὲν πέφ­τουν καὶ ὅ­ταν ὁ Θε­ὸς δεχ­τεῖ στὴν ὥ­ρα του τὸν καρ­πό τους θὰ χα­ρεῖ σὰν ἀ­γα­θὸς φυ­το­κό­μος ποὺ εὐ­φραί­νε­ται μὲ τὰ ἴ­δι­α τοῦ τὰ ἔρ­γα. Ὁ θε­σπέ­σι­ος πά­λι Δα­βὶδ προ­φη­τεύ­ον­τας καὶ γι­ὰ τὴ φω­νή, ποὺ ἄ­φη­σε ὁ Πα­τέ­ρας ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νὸ γι­ὰ τὸν Υἱ­ὸ ποὺ βα­πτι­ζό­ταν, γι­ὰ νὰ ὁ­δη­γή­σει ὅ­σους ἄ­κου­αν στὸ φυ­σι­κὸ ἀ­ξί­ω­μα τῆς θε­ό­τη­τας, ἐ­νῶ ὡς τό­τε ἦ­ταν στραμ­μέ­νοι στὴν αἰ­σθη­τὴ εὐ­τέ­λει­α τοῦ ἀν­θρώ­που, ἔ­γρα­ψε στὸ γνω­στὸ βι­βλί­ο του «ἡ φω­νὴ τοῦ Κυ­ρί­ου ἀν­τι­λα­λεῖ πά­νω στὰ κύ­μα­τα, ἡ φω­νὴ τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ με­γα­λο­βρον­τή». Ἀλ­λὰ στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ πρέ­πει νὰ στα­μα­τή­σω τὶς μαρ­τυ­ρί­ες ἀ­πὸ τὶς θεῖ­ες Γρα­φές. Γι­α­τί ὁ λό­γος μπο­ρεῖ νὰ συ­νε­χι­στεῖ στὸ ἄ­πει­ρο, ἂν θέ­λει κα­νέ­νας ἐ­κλέ­γον­τας τὸ κα­θέ­να νὰ τὰ πα­ρα­θέ­σει σ’ ἕ­να βι­βλί­ο.

Ἐ­σεῖς ὅ­μως ὅ­λοι, ὅ­σοι σᾶς στο­λί­ζει τὸ κό­σμη­μα τῆς πα­λιγ­γε­νε­σί­ας κι ἔ­χε­τε καύ­χη­μά σας τὸ σω­τή­ρι­ο ἀ­να­και­νι­σμό σας, δεῖξ­τε μου με­τὰ τὴ μυ­στι­κὴ χά­ρη, τὴν ἀλ­λα­γὴ τῶν τρό­πων σας καὶ τὴ δι­α­φο­ρὰ τοῦ στο­λι­σμοῦ σας πρὸς τὸ κα­λύ­τε­ρο νὰ μοῦ τὴ γνω­ρί­σε­τε μὲ τὴν κα­θα­ρό­τη­τα τῆς ζω­ῆς σας. Ἀ­πὸ ὅ­σα βέ­βαι­α βλέ­πουν τὰ μά­τι­α δὲν ἀλ­λά­ζει τί­πο­τε καὶ τὰ σω­μα­τι­κὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ πα­ρα­μέ­νουν ἀ­με­τά­βλη­τα, οὔ­τε με­ταλ­λά­ζει ἡ δι­α­μόρ­φω­ση τῆς ὁ­ρα­τῆς φύ­σης, χρει­ά­ζε­ται ὅ­μως ὁ­πωσ­δή­πο­τε μι­ὰ ἀ­πό­δει­ξη σα­φής, μὲ τὴν ὁ­ποί­α θ’ ἀν­τι­λη­φθοῦ­με τὸν νε­ο­γέν­νη­το ἄν­θρω­πο, δι­α­κρί­νον­τας μὲ κά­ποι­α φα­νε­ρὰ ση­μά­δι­α τὸ νέ­ο ἀ­πὸ τὸν πα­λαι­ό. Αὐ­τὰ νο­μί­ζω εἶ­ναι οἱ ἑ­κού­σι­ες κι­νή­σεις τῆς ψυ­χῆς, μὲ τὶς ὁ­ποῖ­ες χω­ρί­ζον­τας τὸν ἑ­αυ­τό της ἀ­πὸ τὶς πα­λι­ὲς συ­νή­θει­ες καὶ βα­δί­ζον­τας νε­ό­τε­ρο δρό­μο ζω­ῆς θὰ δι­δά­ξει μὲ σα­φή­νει­α τοὺς γνω­στούς της ὅ­τι ἔ­γι­νε τε­λεί­ως δι­α­φο­ρε­τι­κὴ ἀ­πὸ ὅ,τι ἦ­ταν, χω­ρὶς νὰ σέρ­νει κα­νέ­να γνώ­ρι­σμα τῆς πα­λι­ᾶς κα­κί­ας της. Καὶ εἶ­ναι ὁ τρό­πος τῆς με­τα­μόρ­φω­σης αὐ­τός, ἂν πει­σθεῖ­τε σ’ ἐ­μέ­να καὶ φυ­λά­ξε­τε τὸ λό­γο μου σὰν νό­μο…

Ἐπιμέλεια κειμένου:

π.Χρυσοβαλάντης Θ.Θεοδώρου

6 Ἰανουαρίου 2015

Share Button