…. γεμίζει ὁ λαὸς ἀσφυκτικὰ μέσα το ναὸ φτάνοντας ὡς τὰ ἱερὰ ἄδυτα, ἀλλὰ γεμίζει καὶ τὸν ἐξωτερικὸ χῶρο στὰ προαύλια, ὅσος δὲν μπορεῖ νὰ χωρέσει μέσα σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα τῶν μελισσῶν, ποὺ ἄλλες δουλεύουν μέσα κι ἄλλες βομβοῦν ἀπ’ ἔξω ἀπ’ τὴν κυψέλη. Ἔτσι λοιπόν, παιδιά μου, νὰ κάνετε καὶ μὴ χάνετε ποτὲ τὸ ζῆλο σᾶς αὐτόν. Συγκινοῦμαι, ὁμολογῶ, ὡς ποιμένας καὶ θέλω καθισμένος σ’ αὐτὴ τὴν ὑψηλὴ σκοπιὰ νὰ βλέπω γύρω μου στοὺς πρόποδες συναγμένο τὸ ποίμνιό μου. Κι ἄν μου συμβαίνει αὐτό, γεμίζω ἀπὸ προθυμία θαυμαστὴ καὶ ἐπεξεργάζομαι μ’ εὐχαρίστηση τὸ λόγο μου, ὅπως οἱ βοσκοὶ τὰ ποιμενικά τους τραγούδια. Ὅταν ὅμως συμβαίνει διαφορετικὰ καὶ σᾶς παρασύρει ἡ ἐξωτερικὴ πλάνη, ὅπως πρόσφατα κάνατε τὴν περασμένη Κυριακή, δυσαρεστοῦμαι πολὺ καὶ προτιμῶ τὴ σιωπή…
Ἔφτασε λοιπὸν ὁ καιρὸς κι ἔφερε μαζί του τὴ μνήμη ἁγίων μυστηρίων ποὺ καθαίρουν τὸν ἄνθρωπο, ποὺ καθαρίζουν καὶ τὴ δύσκολη ἁμαρτία τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος καὶ ἐπαναφέρουν στὸ ἀρχικὸ κάλλος, ποὺ διαμόρφωσε σ’ ἐμᾶς ὁ ἀριστοτέχνης Θεός…
Γεννήθηκε λοιπὸν ὁ Χριστὸς πρὶν ἀπὸ λίγες ἡμέρες, αὐτὸς ποὺ ἔχει γεννηθεῖ πρὶν ἀπὸ κάθε αἰσθητὴ καὶ νοητὴ οὐσία. Βαπτίζεται σήμερα ἀπὸ τὸν Ἰωάννη, γιὰ νὰ ἀποκαθάρει τὸν γεμάτο ρύπους ἄνθρωπο, νὰ φέρει τὸ Πνεῦμα ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ν’ ἀνυψώσει τὸν ἄνθρωπο στοὺς οὐρανούς, γιὰ νὰ σηκωθεῖ αὐτὸς ποὺ ἔχει πέσει καὶ νὰ ντροπιαστεῖ ἐκεῖνος ποὺ τὸν ἔριξε (καὶ μὴ θαυμάσεις ἂν ὁ Θεὸς ἔδειξε τόσο μεγάλο ἐνδιαφέρον γιὰ μᾶς), γιὰ νὰ πραγματοποιήσει ὁ ἴδιος τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί μὲ πολλὲς προσπάθειες μᾶς ἐπιβουλεύτηκε ὁ κακοῦργος, μᾶς σώζει ὅμως ὁ δημιουργός μας μὲ τὴ φροντίδα του. Καὶ ὁ κακοῦργος καὶ φθονερός, ποὺ ἄνοιξε κατὰ τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων τὸ δρόμο τῆς ἁμαρτίας, βρῆκε ἄξιο ὄργανο καὶ προκάλυμμα τῆς γνώμης τοῦ τὸ φίδι, ὁ ἀκάθαρτος μπῆκε στὸ ὅμοιό του, αὐτὸς ποὺ προτιμοῦσε τὰ γήινα καὶ χθόνια κατοίκησε στὸ ἑρπετό. Ὁ Χριστὸς ὅμως ποὺ ἐπανορθώνει τὴν κακία ἐκείνου, ἀναλαμβάνει τέλειο τὸν ἄνθρωπο καὶ σώζει τὸν ἄνθρωπο καὶ γίνεται γιὰ ὅλους τύπος καὶ χαρακτήρας, γιὰ νὰ ἁγιάσει τὴν ἀπαρχὴ κάθε πράξης καὶ νὰ κληρονομήσει στοὺς δούλους τοῦ τὸ ζῆλο τοῦ παραδομένου μυστηρίου βέβαιο καὶ ἀναμφίβολο.
Τὸ βάπτισμα λοιπὸν εἶναι κάθαρση ἁμαρτιῶν, ἄφεση τῶν σφαλμάτων μας, αἰτία ἀνακαινισμοῦ καὶ ἀναγέννησης, τὴν ἀναγέννηση ὅμως νὰ τὴ θεωρήσεις νοητή, ὄχι ὅτι τὴ βλέπομε μὲ τὰ μάτια. Γιατί βέβαια δὲ θὰ μεταβάλομε, ὅπως θέλει ὁ Ἑβραῖος Νικόδημος μὲ τὴ μὴ πνευματικὴ σκέψη του, τὸ γέροντα σὲ παιδὶ οὔτε τὸ ρυτιδιασμένο ἀσπρομάλλη σὲ ἁπαλὸ νέο οὔτε θὰ ἐπαναφέρομε τὸν ἄνθρωπο στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του, ἀλλὰ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει σημαδευτεῖ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες κι ἔχει παλιώσει ἀπὸ τὶς κακὲς πράξεις, τὸν ἐπαναφέρομε μὲ τὴν βασιλικὴ χάρη στὴν ἀθωότητα τοῦ βρέφους. Ὅπως δηλαδὴ τὸ παιδὶ μόλις γεννηθεῖ εἶναι ἐλεύθερο ἀπὸ ἐγκλήματα καὶ τιμωρίες, ἔτσι καὶ τὸ παιδὶ τῆς ἀναγέννησης δὲν ἔχει γιὰ ποιὸ κακὸ ν’ ἀπολογηθεῖ, ἀφοῦ μὲ βασιλικὴ χάρη ἔχει ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὶς εὐθύνες του. Αὐτὴ βέβαια τὴν εὐεργεσία δὲν τὴ χαρίζει τὸ νερὸ (γιατί τὸ νερὸ θὰ ἦταν τὸ ἀνώτερο στοιχεῖο τῆς φύσης), ἀλλὰ ἡ προσταγὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐπιφοίτηση τοῦ Πνεύματος ποὺ φτάνει μυστικὰ στὴ δική μας ἐλευθερία, ἐνῶ τὸ νερὸ συντελεῖ στὸ νὰ φανεῖ ἡ κάθαρση. Ἐπειδὴ δηλαδὴ συνηθίσαμε τὸ σῶμα μας ποὺ λερώθηκε ἀπὸ λεκέδες καὶ λάσπες νὰ τὸ πλύνομε μὲ νερὸ καὶ νὰ τὸ κάνομε καθαρό, γι’ αὐτὸ χρησιμοποιοῦμε τὸ νερὸ καὶ στὴ μυστικὴ αὐτὴ πράξη, γιὰ νὰ δηλώσομε τὴν ἄυλη λαμπρότητα μὲ τὸ αἰσθητὸ στοιχεῖο. Ἢ καλύτερα ἃς ἐπιμείνομε καὶ σὲ λεπτότερη ἀνάλυση σχετικὰ μὲ τὸ βάπτισμα, σὰ νὰ ἔχομε ἀρχίσει ἀπὸ κάποια πηγὴ ποὺ εἶναι τὸ παράγγελμα τῆς Γραφῆς.
«Ἂν κάποιος δὲ γεννηθεῖ», λέει, «ἀπὸ νερὸ καὶ Πνεῦμα, δὲν μπορεῖ νὰ εἰσέλθει στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Γιατί ἀπαιτοῦνται καὶ τὰ δύο καὶ δὲ θεωρήθηκε ὅτι εἶναι ἀρκετὸ μόνο το Πνεῦμα γιὰ νὰ ὁλοκληρωθεῖ τὸ βάπτισμα; Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σύνθετος καὶ ὄχι ἁπλός, ὅπως ἀκριβῶς γνωρίζομε, καὶ γι’ αὐτὸ στὸ διπλὸ αὐτὸ σύζευγμα ὁρίστηκαν γιὰ τὴ θεραπεία τοῦ τὰ συγγενῆ καὶ ὅμοια φάρμακα, γιὰ τὸ ὁρατὸ σῶμα τὸ αἰσθητὸ νερό, καὶ τηνἀόρατη ψυχὴ τὸ ἀφανὲς Πνεῦμα, ποὺ τὸ καλοῦμε μὲ πίστη καὶ ἔρχεται μὲ τρόπο ἄρρητο. Γιατί «τὸ Πνεῦμα πνέει ὅπου θέλει κι ἀκοῦς τὴ φωνή του, ἀλλὰ δὲν ξέρεις ἀπὸ ποῦ ἔρχεται καὶ ποὺ πηγαίνει». Εὐλογεῖ καὶ τὸ σῶμα ποὺ βαπτίζεται καὶ τὸ νερὸ ποὺ βαπτίζει. Γι’ αὐτὸ νὰ μὴν περιφρονήσεις τὸ θεῖο λουτρὸ οὔτε νὰ τὸ ἐξευτελίσεις σὰν κάτι κοινὸ ἐπειδὴ χρησιμοποιεῖ τὸ νερό. Γιατί αὐτὸ ποὺ ἐνεργεῖ εἶναι μεγάλο κι ἀπὸ ἐκεῖνο γίνονται τὰ τελούμενα θαυμαστά. Ἐξάλλου καὶ τὸ ἅγιο αὐτὸ θυσιαστήριο ποὺ στεκόμαστε γύρω του εἶναι μιὰ κοινὴ στὴ σύστασή του πέτρα ποὺ δὲ διαφέρει σὲ τίποτε ἀπὸ τὶς ἄλλες πλάκες ποὺ διακοσμοῦν τοὺς τοίχους καὶ ὀμορφαίνουν τὰ δάπεδα; ἐπειδὴ ὅμως ἁγιάστηκε γιὰ τὴν λατρεία τοῦ Θείου καὶ δέχτηκε καὶ τὴν εὐλογία, ἔγινε τράπεζα ἁγία, θυσιαστήριο ἄχραντο, ποὺ δὲν τὸ ἀγγίζει πιὰ ὁ καθένας, παρὰ οἱ ἱερεῖς μόνο κι αὐτοὶ μὲ φόβο καὶ εὐλάβεια. Ὁ ἄρτος πάλι εἶναι ψωμί, ἀλλὰ ὅταν τὸν ἐξαγιάζει τὸ μυστήριο, λέγεται καὶ εἶναι σῶμα Χριστοῦ. Ἔτσι καὶ τὸ μυστικὸ λάδι, ἔτσι καὶ τὸ κρασί: ἐνῶ ἔχουν μικρὴ ἀξία πρὶν ἀπὸ τὴν εὐλογία, ἀποκτᾶ καθένα ἀπὸ αὐτὰ μετὰ τὸν ἁγιασμὸ τοὺς ἰδιαίτερη ἐνέργεια.
Ἡ ἴδια δύναμη τοῦ Λόγου κάνει καὶ τὸν ἱερέα σεβαστὸ καὶ τιμημένο, ποὺ ἀποχωρίζεται ἀπὸ τὴν κοινὴ σχέση του μὲ τοὺς πολλοὺς μὲ τὴν καινὴ εὐλογία ποὺ ἔλαβε. Χτὲς δηλαδὴ καὶ προχτὲς ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς καὶ ξαφνικὰ παρουσιάζεται ὁδηγὸς τῶν λαῶν, προκαθήμενος, διδάσκαλος τῆς πίστης, μυσταγωγὸς ἀοράτων μυστηρίων. Κι αὐτὰ τὰ κάνει χωρὶς νὰ μεταβληθεῖ καθόλου τὸ σῶμα του ἢ ἡ μορφή του, ἀλλὰ κατὰ τὸ φαινόμενο εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἦταν, ἔχει ὅμως μεταμορφωθεῖ ἡ ἀόρατη ψυχή του μὲ μιὰ ἀόρατη δύναμη καὶ χάρη πρὸς τὸ καλύτερο. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ὅταν σκεφτεῖς πολλὰ πράγματα θὰ τὰ δεῖς εὐκαταφρόνητα κατὰ τὸ φαινόμενο, ἀλλὰ οἱ ἐνέργειές τους εἶναι μεγάλες, ὅταν μάλιστα ἀναλογιστεῖς τὰ συγγενῆ καὶ ὅμοια μὲ τὸ ζητούμενο ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη.
Τὸ ραβδὶ τοῦ Μωυσῆ ἦταν ἀπὸ ξύλο καρυδιᾶς, τί ἄλλο ἀπὸ ἕνα ξύλο κοινό, ποὺ τὸ κόβει ὁ καθένας καὶ τὸ κρατᾶ καὶ τὸ δουλεύει ἀνάλογα μὲ τὸ σκοπὸ ποὺ τὸ θέλει καὶ τὸ ρίχνει κατὰ τὸ κέφι του στὴ φωτιά; Ὅταν ὅμως ὁ Θεὸς θέλησε νὰ ἐπιτελέσει μὲ τὸ ραβδὶ αὐτὸ τὰ ὑψηλὰ καὶ ἀνώτερα ἀπὸ λόγο θαύματα, τὸ ξύλο μεταβαλλόταν σὲ φίδι. Καὶ ἀλλοῦ πάλι χτυπώντας τὰ νερὰ ἄλλοτε ἔκανε τὸ νερὸ αἵμα καὶ ἄλλοτε ἀνάβρυζε γόνο βατραχιών, καὶ ἀλλοῦ ἔκοβε τὴ θάλασσα καὶ τὴ χώριζε ὡς τὸ βυθὸ χωρὶς τὰ νερὰ νὰ συρρέουν ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ τὴν ἄλλη8. Ὅμοια κι ἑνὸς ἀπὸ τοὺς προφῆτες ἡ προβιά, ἐνῶ ἦταν δέρμα, ἔκανε τὸν Ἐλισσαῖο ἀφήγημα τῆς οἰκουμένης. Τὸ ξύλο πάλι τοῦ σταυροῦ εἶναι ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ἐνῶ ὅπως ἀκούω εἶναι σανίδα μουριᾶς, ἑνὸς δέντρου περιφρονημένου καὶ κατώτερου ἀπὸ τὰ πιὸ πολλά. Ἐπίσης ὁ θάμνος τοῦ βάτου ἔδειξε στὸ Μωυσῆ τὸ Θεό, 0 τὸ λείψανο πάλι τοῦ Ἐλισσαίου ἀνάστησε κάποιο νεκρό καὶ ὁ πηλὸς ἔδωσε τὸ φῶς στὸν τυφλὸ ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας του.Ὅλα αὐτὰ εἶναι ὑλικὰ ἄψυχα καὶ ἀναίσθητα, ἔγιναν ὅμως μέσα γιὰ τὰ μεγάλα θαύματα, ὅταν δέχτηκαν τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν ἴδια σειρὰ τῶν συλλογισμῶν ἂν καὶ τὸ νερὸ εἶναι νερὸ καὶ τίποτε ἄλλο, ἀνανεώνει τὸν ἄνθρωπο στὴ νοητὴ ἀναγέννηση, ἐνῶ ἡ χάρη ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τὸ εὐλογεῖ.
Ἂν πάλι κάποιος ποὺ διστάζει κι ἀμφιβάλλει κι ἐνοχλεῖ ὑποβάλλοντας συνέχεια ἐρωτήσεις καὶ ζητώντας ἐξηγήσεις, πῶς τὸ νερὸ καὶ ἡ μυσταγωγία ποὺ γίνεται μ’ αὐτὸ ἀναγεννᾶ, θ’ ἀπαντήσω σ’ αὐτὸν μὲ ὅλο μου τὸ δίκιο. Παράστησέ μου τὸν τρόπο τῆς σωματικῆς γέννησης καὶ θὰ σοῦ ἐκθέσω κι ἐγὼ τὴ δύναμη τῆς ἀναγέννησης τῆς ψυχῆς. Θὰ μιλήσεις ἴσως μὲ τὸν τρόπο ἀπόδοσης αἰτίας, ἀφοῦ τὸ σπέρμα ὡς αἰτία κάνει τὸν ἄνθρωπο. Ἄκουσε τώρα κι ἐμένα, ὅτι τὸ νερὸ ποὺ εὐλογεῖται καθαίρει καὶ φωτίζει τὸν ἄνθρωπο. Ἂν πάλι μου ἀντιπροβάλεις το πῶς, θὰ σοῦ φωνάξω κι ἐγὼ δυνατότερα. Πῶς γίνεται ἄνθρωπος ἡ ὑδαρὴς καὶ ἄμορφη οὐσία; Καὶ προχωρώντας ὁ λόγος μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο σ’ ὅλη τὴν κτίση θὰ δοκιμαστεῖ σὲ κάθε πράγμα. Πῶς ἔγινε ὁ οὐρανός, πῶς ἡ γῆ, πῶς ἡ θάλασσα, πῶς τὸ κάθε πράγμα; Γιατί ὁ λογισμὸς τῶν ἀνθρώπων σταματώντας μπροστὰ στὴν ἀπορία νὰ βρεῖ, καταφεύγει στὴ φράση αὐτὴ σὰ νὰ ἦταν κάθισμα γιὰ τοὺς ἀδύνατους στὴ πεζοπορία. Καὶ γιὰ νὰ συντομεύσω, παντοῦ ἡ δύναμη καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκατάληπτη καὶ ἀνεξήγητη, δίνει εὔκολα τὴν ὕπαρξη σὲ ὅσα θέλει, μᾶς κρύβει ὅμως τὴ λεπτομερῆ γνώση τῆς λειτουργίας της. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ μακάριος Δαβίδ, ὅταν στάθηκε κάποτε κι ἔστρεψε τὸ νοῦ του στὴ μεγαλοπρέπεια τῆς κτίσης καὶ γέμισε ἡ ψυχὴ του ἀπὸ ἄπειρο θαυμασμό, διατύπωσε ἐκεῖνο ποὺ ἐπαναλαμβάνουν ὅλοι: «πόση μεγαλοσύνη, Κύριε, δείχνουν τὰ ἔργα σου! ὅλα τα δημιούργησες μὲ σοφία!». Τὴ σοφία δηλαδὴ τὴν κατανόησε, δὲ βρῆκε ὅμως τὸν τρόπο λειτουργίας τῆς σοφίας.
Ἀφοῦ ἐγκαταλείψουμε λοιπὸν τὴν πάνω ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη δύναμη πολυπραγμοσύνη, ἃς ἐπιζητήσομε μᾶλλον ἐκεῖνο, ποὺ δείχνει ἔστω καὶ μερικὴ κατανόηση. Γιὰ ποιὸ λόγο γίνεται μὲ τὸ νερὸ ἡ κάθαρση καὶ ποιὰ ἡ ἀνάγκη νὰ γίνονται οἱ τρεῖς καταδύσεις; Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ καὶ οἱ πατέρες δίδαξαν καὶ ὁ δικός μας νοῦς σκέφτηκε καὶ παραδέχτηκε εἶναι τοῦτο.
Γνωρίζομε ὅτι ὁ κόσμος ἀποτελεῖται ἀπὸ τέσσερα στοιχεῖα, σ’ ὅλους γνωστὰ ἀκόμα κι ἂν ἀποσιωπηθοῦν τὰ ὀνόματά τους. Κι ἂν πρέπει νὰ πῶ τὰ ὀνόματά τους γιὰ τοὺς ἁπλούστερους, αὐτὰ εἶναι ἡ φωτιὰ καὶ ὁ ἀέρας, ἡ γῆ καὶ τὸ νερό. Ὁ Θεὸς λοιπὸν καὶ σωτήρας μᾶς ὀλοκληρώνοντας τὴ γιὰ χάρη μᾶς οἰκονομία, κατέβηκε στὸ τέταρτο ἀπὸ αὐτά, τὴ γῆ, γιὰ νὰ κάνει τὴ ζωὴ ν’ ἀνατείλει ἀπὸ ἐκεῖ. Ἐμεῖς, παραλαμβάνοντας τὸ βάπτισμα γιὰ νὰ μιμηθοῦμε τὸν Κύριο καὶ διδάσκαλο καὶ ὁδηγό μας, δὲ θαπτόμαστε βέβαια στὴ γῆ (γιατί αὐτὴ γίνεται κάλυμμα τοῦ φυσικῶς νεκρωμένου σώματος καλύπτοντας τὴν ἀσθένεια καὶ τὴ φθορὰ τῆς φύσης μας), ἀλλὰ ἐρχόμαστε στὸ συγγενικὸ μὲ τὴ γῆ στοιχεῖο, τὸ νερὸ καὶ σ’ ἐκεῖνο κρυβόμαστε, ὅπως ὁ Σωτήρας στὴ γῆ, καὶ αὐτὸ κάνοντάς το τρεῖς φορές, ἐξεικονίζομε μὲ τὸν ἑαυτὸ μᾶς τὴν τριήμερη χάρη τῆς ἀνάστασης. Καὶ δὲν τὰ κάνομε αὐτὰ παίρνοντας τὸ μυστήριο σιωπηλά, ἀλλὰ ἐπικαλούμαστε κατ’ αὐτὸ τὶς τρεῖς ἅγιες ὑποστάσεις, στὶς ὁποῖες πιστέψαμε καὶ στὶς ὁποῖες ἐλπίζομε, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἔχομε καὶ τὸ ὅτι ὑπάρχουμε καὶ τὸ ὅτι θὰ ξαναζήσομε.
Ἴσως δυσανασχετεῖς ἐσὺ ποὺ μάχεσαι μὲ θράσος τὴ δόξα τοῦ Πνεύματος καὶ ζηλεύεις γιὰ τὸ σεβασμὸ τοῦ Παρακλήτου ἐκ μέρους τῶν εὐσεβῶν. Πάψε νὰ συμπλέκεσαι μαζί μου κι ἀντιστάσου στοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, ἂν μπορεῖς, ποὺ νομοθέτησαν τὴν ἐπίκληση αὐτὴ κατὰ τὸ βάπτισμα. Τί λέει λοιπὸν τὸ παράγγελμα τοῦ Κυρίου; «Βαπτίζοντάς τους στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος».Γιατί «στὸ ὄνομα τοῦ Πατέρα»; Ἐπειδὴ εἶναι ἀρχὴ τῶν πάντων. Γιατί «στὸ ὄνομα τοῦ Υἱοῦ»; Ἐπειδὴ εἶναι ἀρχὴ τῶν πάντων. Γιατί «στὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο»; Ἐπειδὴ τελειοποιεῖ τὰ πάντα. Σκύβομε λοιπὸν τὸ κεφάλι στὸν Πατέρα, γιὰ νὰ μᾶς ἁγιάσει. Σκύβομε στὸν Υἱό, γιὰ νὰ ἐπιτύχομε τὸ ἴδιο. Σκύβομε καὶ στὸ ἅγια Πνεῦμα, γιὰ νὰ γίνομε ὅτι εἶναι καὶ λέγεται. Δὲν ὑπάρχει διαφορὰ ἁγιασμοῦ, ὅτι τάχα ὁ Πατέρας ἁγιάζει περισσότερο, λιγότερο ὁ Υἱὸς καὶ λιγότερο ἀπὸ τοὺς δύο το ἅγιο Πνεῦμα. Γιατί λοιπὸν κομματιάζεις τὶς τρεῖς ὑποστάσεις σὲ διαφορετικὲς φύσεις καὶ δημιουργεῖς τρεῖς θεοὺς ἀνόμοιους μεταξύ τους, ἐνῶ ἀπὸ ὅλους δέχεσαι μιὰ καὶ τὴν αὐτὴ χάρη;…
Βρίσκω ὅτι τὴ δωρεὰ τοῦ βαπτίσματος δὲν τὴν κήρυξαν τὰ εὐαγγέλια ποὺ γράφτηκαν μετὰ τὸ σταυρό, ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου σὲ ὅλα τα μέρη της ἡ Παλαιὰ Διαθήκη προτύπωσε τὴν εἰκόνα τῆς ἀναγέννησής μας, χωρὶς βέβαια νὰ τὴν παρουσιάζει μὲ ὁλοκάθαρη μορφή, ἀλλὰ προσημαίνοντας τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ μὲ αἰνίγματα. Κι ὅπως ὑπῆρχαν προαγγελίες γιὰ τὸν ἀμνὸ καὶ προφητεῖες γιὰ τὸ σταυρό, ἔτσι ὑπῆρχε καὶ πρακτικὸ καὶ λογικὸ μήνυμα γιὰ τὸ βάπτισμα. Ἃς ὑπενθυμίσομε στοὺς φίλους του καλοῦ τὶς προτυπώσεις. Γιατί ὁ καιρὸς τῆς ἑορτῆς ἀπαιτεῖ τὴ μνήμη τους ὡς ἀπαραίτητη.
Ἡ Ἄγαρ, ἡ δούλη τοῦ Ἀβραάμ, ποὺ καὶ ὁ Παῦλος ἀναφέρει μιλώντας ἀλληγορικὰ στοὺς Γαλάτες, ὅταν διώχτηκε ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ κυρίου τῆς ἐξαιτίας τῆς ὀργῆς τῆς Σάρρας (εἶναι φοβερὸ γιὰ τὶς νόμιμες γυναῖκες νὰ ὑποπτεύονται σχέση τῆς δούλης τους μὲ τὸν κύριό του σπιτιοῦ), ἡ Ἄγαρ πλανιόταν ἔρημη μέσα στὴν ἐρημιὰ ἔχοντας στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μικρὸ ποὺ θήλαζε, τὸν Ἰσμαήλ. Τῆς ἔλειψαν κάποτε τὰ ἐφόδιά της κι ἔφτασε κι αὐτὴ στὰ πρόθυρα τοῦ θανάτου καὶ τὸ παιδὶ πρὶν ἀπὸ αὐτὴ (γιατί τὸ νερὸ ποὺ εἶχε στὸν ἀσκὸ τελείωσε ἐπειδὴ οὔτε ἦταν δυνατὸ ἡ συναγωγὴ νὰ ἔχει αὐτάρκεια ζωῆς, αὐτὴ ποὺ ὡς τότε ζοῦσε στοὺς τύπους τῆς ἀέναης πηγῆς). Τότε κατὰ παράδοξο τρόπο παρουσιάζεται ἄγγελος καὶ τῆς δείχνει ἕνα πηγάδι μὲ ζωντανὸ φρέσκο νερὸ καὶ παίρνοντας ἀπὸ κεῖ νερὸ σώζει τὸν Ἰσμαήλ. Πρόσεξε λοιπὸν τύπο μυστικό, πῶς εὐθὺς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἡ σωτηρία γι’ αὐτὸν ποὺ χάνεται πραγματοποιεῖται μὲ ζωντανὸ νερὸ ποὺ δὲν ὑπῆρχε πρῶτα, ἀλλὰ παραχωρήθηκε κατὰ χάρη ἀπὸ ἄγγελο.
Καὶ πάλι ὕστερα ἀπὸ χρόνια ἔπρεπε νὰ γίνει ὁ γάμος τοῦ Ἰσαάκ, ποὺ γιὰ χάρη τοῦ διώχτηκε καὶ ὁ Ἰσμαὴλ μὲ τὴ μητέρα του ἀπὸ τὴν πατρικὴ ἑστία. Στάλθηκε λοιπὸν ὁ ὑπάλληλος τοῦ Ἀβραὰμ ὡς προξενητὴς γιὰ νὰ βρεῖ σύζυγο στὸν Ἰσαὰκ καὶ βρίσκει τὴ Ρεβέκα στὸ πηγάδι. Καὶ ὁ γάμος ποὺ ἦταν νὰ δώσει τὴ γενιὰ τοῦ Χριστοῦ ἔλαβε καὶ τὴν ἀρχή του καὶ τὴν πρώτη συμφωνία κοντὰ στὸ νερό. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἰσαάκ, ὅταν ἐπιστατοῦσε στὰ κοπάδια τοῦ πατέρα του, σὲ ὅλα τα σημεῖα τῆς ἐρήμου ἄνοιγε πηγάδια, ποὺ τὰ ἔφραζαν οἱ ἀλλόφυλοι καὶ τὰ παράχωναν ὡς προτύπωση τῶν μεταγενέστερων ἀσεβῶν, ὅσοι ἐμπόδιζαν τὴ δωρεὰ τοῦ βαπτίσματος καὶ ἄνοιγαν στόμα κατὰ τῆς ἀλήθειας πολεμώντας την. Οἱ μάρτυρες ὅμως καὶ οἱ ἱερεῖς νίκησαν στὸ ἄνοιγμα πηγαδιῶν καὶ ἡ δωρεὰ τοῦ βαπτίσματος κατάκλυσε ὅλη τὴν οἰκουμένη.
Σύμφωνα μὲ αὐτὸ τὸ νόημα τοῦ λόγου καὶ ὁ Ἰακὼβ πηγαίνοντας πρὸς τὴ μνηστεία του συναντᾶ ἀπροσδόκητα τὴ Ραχὴλ στὸ πηγάδι. Μεγάλη πέτρα ἔκλεινε τὸ πηγάδι, ποὺ πολλοὶ βοσκοὶ μαζὶ μαζεύονταν καὶ τὴν ἔβγαζαν κι ἔτσι ἔπαιρναν νερὸ αὐτοὶ καὶ τὰ κοπάδια τους. Ὁ Ἰακὼβ ὅμως κύλησε μόνος του τὴν πέτρα καὶ ποτίζει τὰ πρόβατα τῆς μελλούσης μνηστῆς του. Τὸ πράγμα ἀποτελεῖ ὑπαινιγμὸ καὶ σκιὰ τοῦ μέλλοντος. Ποιὸς ἦταν ὁ λίθος ποὺ ἔκλεινε τὸ πηγάδι, παρὰ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, γιὰ τὸν ὁποῖο λέει ὁ Ἠσαΐας «καὶ θὰ βάλω τὰ θεμέλια της Σιῶν λίθο ἀκριβό, πολύτιμο, ἐκλεκτό»; Ἐπίσης κι ὁ Δανιήλ: «λατομήθηκε πέτρα χωρὶς ἀνθρώπου χέρι»,δηλαδὴ ὁ Χριστὸς γεννήθηκε χωρὶς σύμπραξη ἀνδρός. Ὅπως δηλαδὴ εἶναι πρωτάκουστο καὶ παράδοξο ν’ ἀποκοπεῖ μιὰ πέτρα δίχως λατόμο καὶ λιθουργικὰ ἐργαλεῖα, ἔτσι εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε θαῦμα νὰ δοῦμε παιδὶ ἀπὸ παρθένα ποὺ δὲν ἔχει νυμφευτεῖ. Ἦταν λοιπὸν πάνω στὸ πηγάδι ὁ νοητὸς λίθος, ὁ Χριστὸς ποὺ σκέπαζε στὰ βάθη καὶ στὸ μυστήριο τὸ λουτρὸ τῆς ἀναγέννησης, ποὺ ἤθελε πολὺν καιρὸ ἀκόμα ὅπως σκοινὶ πολὺ μακρὺ γιὰ νὰ βγεῖ στὴν ἐπιφάνεια. Καὶ κανένας δὲν ἀποκύλισε τὴν πέτρα παρὰ μονάχα ὁ Ἰσραήλ, ποὺ σημαίνει, «νοῦς ποὺ βλέπει τὸ Θεό». Ἀλλὰ καὶ ἀντλεῖ τὸ νερὸ καὶ ποτίζει τὰ πρόβατα τῆς Ραχήλ, δηλαδὴ ἀποκάλυψε κρυμμένο μυστήριο καὶ δίνει ζωτικὸ νερὸ στὸ κοπάδι τῆς Ἐκκλησίας. Πρόσθεσε ἀκόμα καὶ τὰ τρία ραβδιὰ τοῦ Ἰακώβ. Ὅταν ἔφερε τὰ τρία ραβδιὰ κοντὰ στὴν πηγή, ἀπὸ τότε ὁ εἰδωλολάτρης Λάβαν ἔγινε φτωχός, ἐνῶ πλούσιος μὲ πολλὰ κοπάδια ἔγινε ὁ Ἰακώβ. Ἀλληγορικὰ μποροῦμε νὰ ἑρμηνεύσομε τὸ Λάβαν μὲ τὸ διάβολο καὶ τὸν Ἰακὼβ μὲ τὸ Χριστό. Γιατί μετὰ τὸ βάπτισμα ὁ Χριστὸς σήκωσε ὅλο το κοπάδι τοῦ Σατανᾶ καὶ τὸ ἔκανε δικό του πλοῦτο.
Ὁ μέγας πάλι Μωυσῆς ὅταν ἦταν βρέφος χαριτωμένο καὶ ἀκόμα θήλαζε ἔπεσε στὴν κοινὴ καὶ σκληρὴ ἀπόφαση, ποὺ πῆρε ὁ ἀπάνθρωπος Φαραὼ κατὰ τῶν ἀρσενικῶν παιδιῶν. Τὸν ἄφησαν λοιπὸν στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ ὄχι γυμνό, ἀλλὰ σὲ κιβώτιο (γιατί ἔπρεπε νὰ ἦταν ὁ τόπος τοῦ νόμου ποὺ ἦταν σὲ κιβωτὸ) κοντὰ στὸ νερό. Γιατί ὁ νόμος γειτονεύει μὲ τὴ χάρη καὶ τὰ παροδικὰ ραντίσματα τῶν Ἑβραίων ποὺ ἐπρόκειτο λίγο ἀργότερα νὰ πάρει τὴ θέση τοὺς τὸ τέλειο καὶ θαυμαστὸ βάπτισμα. Καὶ ὅπως νομίζει ὁ θεσπέσιος Παῦλος κι ὁ ἴδιος ὁ λαὸς ποὺ πέρασε τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα εὐαγγελιζόταν τὴ σωτηρία μὲ τὸ βάπτισμα. Πέρασε ὁ λαὸς καὶ ὁ Αἰγύπτιος βασιλιὰς βούλιαξε μαζὶ μὲ τὸ στρατὸ του καὶ δίνονταν γιὰ τὸ μυστήριο ἔμπρακτη προφητεία. Γιατί καὶ τώρα, ὅποτε ὁ λαὸς ἔρθει στὸ λουτρὸ τῆς παλιγγενεσίας, φεύγοντας ἀπὸ τὴν κακοποιὸ ἁμαρτία Αἴγυπτο, ὁ ἴδιος ἐλευθερώνεται καὶ σώζεται, ἐνῶ ὁ διάβολος μαζὶ μὲ τοὺς ὑπηρέτες του, ἐννοῶ τὰ πονηρὰ πνεύματα, σκάζει ἀπὸ τὴ λύπη του κι ἀφανίζεται, γιατί θεωρεῖ συμφορὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Εἶναι αὐτὰ ἀρκετὰ βέβαια γιὰ νὰ στηρίξουν τὴν ἀνάπτυξή μου αὐτή, ἀλλὰ ὁ φίλος του καλοῦ δὲν πρέπει ν’ ἀμελήσει καὶ τὰ ἑξῆς. Ἀφοῦ ἔπαθε πολλά, ὅπως μάθαμε, ὁ λαὸς τῶν Ἑβραίων καὶ πέρασε τὴ βασανιστικὴ περίοδο τῆς ἐρήμου, δὲ χάρηκε τὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, μέχρι ποὺ μὲ ὁδηγὸ τοῦ τὸν Ἰησοῦ καὶ τῆς ζωῆς τοῦ κυβερνήτη καὶ μὲ τὴν κατεύθυνση ἐκείνου ἔφθασε στὸν Ἰορδάνη. Καὶ ὁ Ἰησοῦς, ποὺ ἔριξε τὶς δώδεκα πέτρες στὸ ποτάμι,εἶναι φανερὸ ὅτι προεικόνιζε τοὺς δώδεκα μαθητὲς τοὺς ὑπηρέτες τοῦ βαπτίσματος. Καὶ ἡ θαυμαστὴ ἱερουργία τοῦ θεσβίτη γέροντα, ποὺ ὑπερβαίνει κάθε ἀνθρώπινο νοῦ, τί ἄλλο μπορεῖ νὰ προμηνᾶ στὴν πράξη, παρὰ τὴν πίστη στὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὴν ἀπολύτρωσή μας; Ἐπειδὴ δηλαδὴ ὅλος ὁ λαὸς τῶν Ἑβραίων, καταπατώντας τὴν προγονική του εὐσέβεια, ξέπεσε στὴν πλάνη τῆς πολυθεΐας καὶ ὁ βασιλιὰς Ἀχαὰβ ἦταν παίγνιο τῆς εἰδωλολατρίας, ἔχοντας κακὴ σύντροφο τῆς ζωῆς του καὶ παμμίαρη δασκάλισσα τῆς ἀσέβειας τὴν διαβόητη Ἰεζάβελ, ὁ προφήτης, ἀφοῦ ἐμφορήθηκε ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος, πῆγε νὰ συναντήσει τὸν Ἀχαάβ, καὶ μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ βασιλιὰ καὶ ὅλου του λαοῦ ἀντιπαρατέθηκε στοὺς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ σὲ ἀγώνα θαυμαστὸ καὶ καταπληκτικό. Τοὺς πρότεινε νὰ θυσιάσουν τὸ βόδι χωρὶς φωτιὰ καὶ τοὺς παρουσίασε καταγέλαστους καὶ ἀξιολύπητους, καθὼς προσεύχονταν καὶ φώναζαν χωρὶς ἀποτέλεσμα στοὺς ἀνύπαρκτους θεούς. Τέλος, ἀφοῦ ἐπικαλέστηκε κι ἐκεῖνος τὸ δικό του ἀληθινὸ Θεό, πραγματοποίησε μὲ τρόπο θαυμαστὸ μὲ πολλὰ καὶ καταπληκτικὰ σημεῖα τὸν ἀγώνα ποὺ εἶχε προτείνει. Διότι ἔφερε δηλαδὴ ἁπλῶς τὴ φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὰ ξερὰ ξύλα μὲ τὴν προσευχή, ἀλλὰ ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς ὑπηρέτες καὶ πρόσταζε νὰ φέρουν πολὺ νερό. Κι ἀφοῦ ἄδειασε τρεῖς φορὲς τοὺς κουβάδες ἐπάνω στὶς σχίζες, ἄναψε μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ τὴ φωτιὰ μέσα ἀπὸ τὸ νερὸ κι ἔτσι μὲ τὴ φυσικὴ ἐναντιότητα τῶν στοιχείων, ποὺ κατὰ παράδοξο τρόπο ἑνώθηκαν σὲ φιλία καὶ συνεργασία, φανέρωσε μὲ τὸ παραπάνω τὴ δύναμη τοῦ ἴδιου του Θεοῦ.
Αὐτὰ βέβαιά μας προανήγγειλε ὁ Ἠλίας μὲ σαφήνεια μὲ τὴν θαυμαστὴ ἐκείνη θυσία του γιὰ τὴ μυσταγωγία τοῦ βαπτίσματος ποὺ θὰ τελούσαμε ἀργότερα. Γιατί ἡ φωτιὰ ἄναψε ὅταν χύθηκε τὸ νερὸ γιὰ τρίτη φορά, γιὰ νὰ δηλωθεῖ ὅτι, ὅπου ὑπάρχει τὸ «μυστικὸν ὕδωρ», ἐκεῖ ὑπάρχει καὶ τὸ Πνεῦμα ποὺ ἀναφλέγει τὸ θερμό, τὸ ὅμοιο μὲ φωτιά, ποὺ καίει τοὺς ἀσεβεῖς καὶ φωτίζει τοὺς πιστούς. Ἀλλὰ βέβαια καὶ ὁ μαθητὴς τοῦ Ἐλισσαῖος, ὅταν ἦρθε σ’ αὐτὸν ἱκέτης ὁ Νεεμᾶν ὁ Σύρος, ποὺ εἶχε νοσήσει ἀπὸ λέπρα, ἔλουσε μέσα στὸν Ἰορδάνη καὶ καθαίρει τὸν ἄρρωστο μὲ τὴ γενικὴ χρήση τοῦ νεροῦ, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ ἰδιαίτερο βάπτισμα μέσα στὸ ποτάμι προϋποδήλωνε τὸ μελλοντικό. Γιατί ἀπὸ τὰ ποτάμια μόνο ὁ Ἰορδάνης δέχτηκε τὴν ἀρχὴ τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ τῆς εὐλογίας καὶ σὰν ἀπὸ κάποια πηγὴ μὲ τὴ δική του προτύπωση σκορποῦσε σ’ ὅλον τὸν κόσμο τὴ χάρη τοῦ βαπτίσματος. Αὐτὰ εἶναι τὰ ἐνεργὰ καὶ πρακτικὰ μηνύματα τῆς παλιγγενεσίας μας μὲ τὸ βάπτισμα.
Ἃς δοῦμε ὅμως τώρα τί εἶπαν καὶ φώναξαν οἱ προφητεῖες.
Ὁ Ἠσαΐας φώναζε λέγοντας: «λουσθεῖτε, γίνετε καθαροί, ἀφαιρέσετε τὶς πονηρίες ἀπὸ τὶς ψυχές σας». Ὁ Δαβὶδ πάλι: «πλησιάστε σ’ αὐτὸν καὶ φωτιστεῖτε καὶ τὰ πρόσωπά σας δὲ θὰ καταντροπιαστούν». Ἐνῶ ὁ Ἰεζεκιήλ, γράφοντας σαφέστερα ἀπὸ τοὺς δύο καὶ πιὸ καθαρά, δίνει τὴν καλὴ ὑπόσχεση: «θὰ σᾶς ραντίσω μὲ νερὸ καθαρὸ καὶ θὰ καθαριστεῖτε ἀπὸ κάθε ἀκαθαρσία καὶ ἀπὸ ὅλα τα εἴδωλά σας θὰ σᾶς καθαρίσω καὶ θὰ σᾶς δώσω νέα καρδιὰ καὶ πνεῦμα νέο. θὰ ἀφαιρέσω τὴν πέτρινη καρδιὰ ἀπὸ τὴ σάρκα σας, θὰ σᾶς δώσω καρδιὰ σάρκινη καὶ θὰ δώσω γιὰ νὰ ἔχετε μέσα σας τὸ πνεῦμα μου». Ἀλλὰ καὶ ὁ Ζαχαρίας πολὺ παραστατικὰ προφητεύει καὶ γιὰ τὸν Ἰησοῦ ντυμένο μὲ τὸ ρυπαρὸ ἱμάτιο τῆς δουλικῆς δικῆς μας σάρκας, ξεντύνονάς τον ὅμως ἀπὸ τὸ θλιβερὸ ροῦχο, τοῦ φορὰ τὴν καθαρὴ καὶ λαμπρὴ στολή, διδάσκοντάς μας μὲ τὴν εἰκόνα αὐτήν, ὅτι ὅλοι ἐμεῖς μὲ τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰησοῦ, ἀποθέτοντας τὶς ἁμαρτίες μας σὰν φόρεμα φτωχικὸ καὶ πολυμπαλλωμένο, φοροῦμε τὸ ἱερὸ καὶ πανόμορφο φόρεμα τῆς παλιγγενεσίας.
Ποῦ ἔχει καταλληλότερη θέση κι ἐκεῖνος ὁ λόγος τοῦ Ἠσαΐα ποὺ ἀπευθύνει στὴν ἔρημο, «γέμισε ἀπὸ εὐφροσύνη ἔρημος διψασμένη, ἃς ἀναγαλλιάσει ἡ ἔρημος κι ἃς ἀνθήσει ὅπως τὸ κρίνο. θὰ γεμίσουν λουλούδια καὶ θὰ ἀναγαλλιάσουν οἱ ἐρημιὲς τοῦ Ἰορδάνη»; Εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν εὐαγγελίζεται τὴν εὐφροσύνη σὲ τόπους ἄψυχους κι ἀναίσθητους, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔρημο κάνει μεταφορὰ στὴν ξεραμένη κι ἀμελημένη ψυχή, ὅπως ἀκριβῶς κι ὁ Δαβίδ, ὅταν λέει, «ἡ ψυχή μου σὲ παρακαλεῖ σὰν γῆ δίχως νερό». Καὶ πάλι «ἡ ψυχή μου ἔνιωσε τὴ δίψα τοῦ Θεοῦ τοῦ ἰσχυροῦ, ποὺ ζεῖ». Καὶ ὁ Κύριος πάλι στὸ Εὐαγγέλιο λέγει «ἂν κάποιος διψᾶ, ἃς ἔρχεται σ’ ἐμένα κι ἃς πίνει». Καὶ στὴ Σαμαρείτιδα «ὅποιος πίνει ἀπὸ αὐτὸ τὸ νερὸ θὰ διψάσει πάλι, ὅποιος ὅμως πιεῖ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσω ἐγώ, δὲ θὰ διψάσει στὸν αἰώνα». Καὶ ἡ τιμὴ τοῦ Καρμήλου, δηλαδὴ ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος, ἀποδίδεται στὴν ψυχὴ ποὺ μοιάζει μὲ τὴν ἔρημο Ἐπειδὴ δηλαδὴ ὁ Ἠλίας ζοῦσε στὸν Κάρμηλο (καὶ τὸ βουνὸ ἔγινε ὀνομαστὸ καὶ φημίστηκε χάρη στὴν ἀρετὴ ἐκείνου ποὺ κατοικοῦσε σ’ αὐτό), ἐνῶ ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς ποὺ ἀκτινοβολοῦσε τὸ πνεῦμα τοῦ Ἠλία ἁγίαζε τὸν Ἰορδάνη, γι’ αὐτὸ ὁ προφήτης νομοθετοῦσε ὅτι ἡ τιμὴ τοῦ Καρμήλου θὰ δοθεῖ στὸ ποτάμι.
Ἀκόμη μετέφερε στὸ ποτάμι καὶ τὴ δόξα τοῦ Λιβάνου ἀπὸ τὴ σύγκριση μὲ τὰ ψηλά του δέντρα. Ὅπως δηλαδὴ ἐκεῖνος ὁ Λίβανος ἔχει σπουδαία ἀφορμὴ θαυμασμοῦ αὐτὰ τὰ δέντρα, ποὺ βλασταίνει καὶ τρέφει, ἔτσι καὶ ὁ Ἰορδάνης δοξάζεται ἀναγεννώντας καὶ βλασταίνοντας ἀνθρώπους στὸν Παράδεισο τοῦ Θεοῦ. Τὰ δέντρα αὐτά, κατὰ τὸ λόγο τῶν Ψαλμῶν, ἀνθοῦν πάντοτε καὶ φουντώνουν ἀπὸ ἀρετές, τὰ φύλλα τους δὲν πέφτουν καὶ ὅταν ὁ Θεὸς δεχτεῖ στὴν ὥρα του τὸν καρπό τους θὰ χαρεῖ σὰν ἀγαθὸς φυτοκόμος ποὺ εὐφραίνεται μὲ τὰ ἴδια τοῦ τὰ ἔργα. Ὁ θεσπέσιος πάλι Δαβὶδ προφητεύοντας καὶ γιὰ τὴ φωνή, ποὺ ἄφησε ὁ Πατέρας ἀπὸ τὸν οὐρανὸ γιὰ τὸν Υἱὸ ποὺ βαπτιζόταν, γιὰ νὰ ὁδηγήσει ὅσους ἄκουαν στὸ φυσικὸ ἀξίωμα τῆς θεότητας, ἐνῶ ὡς τότε ἦταν στραμμένοι στὴν αἰσθητὴ εὐτέλεια τοῦ ἀνθρώπου, ἔγραψε στὸ γνωστὸ βιβλίο του «ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου ἀντιλαλεῖ πάνω στὰ κύματα, ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου ἡ μεγαλοβροντή». Ἀλλὰ στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ σταματήσω τὶς μαρτυρίες ἀπὸ τὶς θεῖες Γραφές. Γιατί ὁ λόγος μπορεῖ νὰ συνεχιστεῖ στὸ ἄπειρο, ἂν θέλει κανένας ἐκλέγοντας τὸ καθένα νὰ τὰ παραθέσει σ’ ἕνα βιβλίο.
Ἐσεῖς ὅμως ὅλοι, ὅσοι σᾶς στολίζει τὸ κόσμημα τῆς παλιγγενεσίας κι ἔχετε καύχημά σας τὸ σωτήριο ἀνακαινισμό σας, δεῖξτε μου μετὰ τὴ μυστικὴ χάρη, τὴν ἀλλαγὴ τῶν τρόπων σας καὶ τὴ διαφορὰ τοῦ στολισμοῦ σας πρὸς τὸ καλύτερο νὰ μοῦ τὴ γνωρίσετε μὲ τὴν καθαρότητα τῆς ζωῆς σας. Ἀπὸ ὅσα βέβαια βλέπουν τὰ μάτια δὲν ἀλλάζει τίποτε καὶ τὰ σωματικὰ χαρακτηριστικὰ παραμένουν ἀμετάβλητα, οὔτε μεταλλάζει ἡ διαμόρφωση τῆς ὁρατῆς φύσης, χρειάζεται ὅμως ὁπωσδήποτε μιὰ ἀπόδειξη σαφής, μὲ τὴν ὁποία θ’ ἀντιληφθοῦμε τὸν νεογέννητο ἄνθρωπο, διακρίνοντας μὲ κάποια φανερὰ σημάδια τὸ νέο ἀπὸ τὸν παλαιό. Αὐτὰ νομίζω εἶναι οἱ ἑκούσιες κινήσεις τῆς ψυχῆς, μὲ τὶς ὁποῖες χωρίζοντας τὸν ἑαυτό της ἀπὸ τὶς παλιὲς συνήθειες καὶ βαδίζοντας νεότερο δρόμο ζωῆς θὰ διδάξει μὲ σαφήνεια τοὺς γνωστούς της ὅτι ἔγινε τελείως διαφορετικὴ ἀπὸ ὅ,τι ἦταν, χωρὶς νὰ σέρνει κανένα γνώρισμα τῆς παλιᾶς κακίας της. Καὶ εἶναι ὁ τρόπος τῆς μεταμόρφωσης αὐτός, ἂν πεισθεῖτε σ’ ἐμένα καὶ φυλάξετε τὸ λόγο μου σὰν νόμο…
Ἐπιμέλεια κειμένου:
π.Χρυσοβαλάντης Θ.Θεοδώρου
6 Ἰανουαρίου 2015