ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΚΑΠΟΙΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΣΤΟΝ ΑΒΒΑ ΑΝΤΩΝΙΟ “ΟΥΤΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΠΟΡΟΥΜΕ”

 

Επισκέφτηκαν κάποιοι αδελφοί τον αββά Αντώνιο και του λέγουν:

-Ειπέ μας γέροντα, κάποιο λόγο, πως να σωθούμε;

Τους λέει ο γέροντας:

– Ακούσατε την Γραφή; Αρκετή είναι για σας.

Αυτοί όμως είπας:

-Θέλομε ν’ ακούσωμε και από σένα, πάτερ.

Κι ο γέροντας τους λέει:

– Το Ευαγγέλιο λέει, ΄«αν κάποιος σε ραπίσει στη δεξιά σιαγόνα, στρέψε του και την άλλη».

Αυτοί του λένε:

-Ούτε αυτό το μπορούμε.

Τους λέει ο γέροντας:

-Αν δεν μπορείτε να στρέψετε και την άλλη, υπομείνατε τουλάχιστον τη μία.

Αυτοί του λένε:

– Ούτε αυτό το μπορούμε.

Τους λέει ο γέροντας:

– Αν ούτε αυτό δεν μπορείτε, μην ανταποδίδετε όσα δεχθήκατε.

Και είπαν:

– Ούτε αυτό το μπορούμε.

Λέει λοιπόν ο γέροντας στο μαθητή του: Φτιάξ’ τους λίγο τραχανά γιατί είναι άρρωστοι.

Και σ’ αυτούς λέει:

-Αν αυτό δεν μπορείτε να το κάνετε κι εκείνο δεν το θέλετε, τι να σας κάνω; Χρειάζονται προσευχές.

 

 

ΓΕΜΑΤΗ ΚΟΥΠΑ

 

Ένας πολυάσχολος άνθρωπος του καιρού μας, αποφάσισε κάποτε να επισκεφθεί έναν σοφό ερημίτη. Ήθελε να ηρεμήσει λίγο από το άγχος που τον βασάνιζε. Και να ζητήσει τις συμβουλές του γέροντα. Τον συνάντησε σε μια φτωχική καλύβα.

– Καλημέρα, είπε χαιρετώντας τον ερημίτη. Ξέρετε, έκανα πολύ δρόμο για να έλθω εδώ…

– Κάθισε, τον διέκοψε ο γέροντας. Άσε με να σου βάλω λίγο τσάι .

– Έχω περάσει πολλά χρόνια σπουδάζοντας σε Πανεπιστήμια του εξωτερικού…, άρχισε να αυτοσυστήνεται ο επισκέπτης.

– Ας πιούμε πρώτα λίγο τσάι, επέμεινε ο γέροντας.

– Τώρα διευθύνω μια μεγάλη επιχείρηση…, συνέχισε να περιαυτολογεί ο ξένος.

– Πιστεύω ότι το τσάι θα σας αρέσει πολύ, είπε ο ερημίτης συνεχίζοντας να γεμίζει την κούπα του επισκέπτη του.

– Μα εσείς την ξεχειλίσατε, πάτερ· το τσάι χύνεται απ’ έξω! παρατήρησε ενοχλημένος ο ξένος.

– Κι εσύ μοιάζεις μ’ αυτήν την ξεχειλισμένη κούπα ! απάντησε τότε ο σοφός γέροντας. Αν δεν αδειάσεις έστω λίγα από αυτά που κουβαλάς, πώς θα αφήσεις να στάξει μέσα σου κάτι από τα λίγα πράγματα πού ξέρω.

 

 

ΤΟ ΚΑΤΟΠΤΡΟ ΤΗΣ ΤΑΡΑΧΩΔΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΜΑΣ

 

Διηγήθηκε κάποιος ότι τρεις φιλόπονοι άνθρωποι, φίλοι μεταξύ τους, έγιναν μοναχοί.

 

Ο πρώτος διάλεξε σαν έργο του να ειρηνεύει τους ανθρώπους, που είχαν εχθρικές σχέσεις μεταξύ τους, σύμφωνα με τον Ευαγγελικό λόγο: «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί». Ο δεύτερος να επισκέπτεται τους αρρώστους και ο τρίτος έφυγε για να ησυχάσει στην έρημο.

Ο πρώτος λοιπόν, αν και κόπιασε για να σταματήσει τις διαμάχες των ανθρώπων, δεν μπόρεσε να τους θεραπεύσει όλους και, επειδή έπεσε σε ακηδία, πήγε σ’ αυτόν που υπηρετούσε τους αρρώστους και τον βρήκε κι αυτόν να παραμελεί το έργο του, καθώς δεν επαρκούσε να εφαρμόσει πλήρως την εντολή. Συμφώνησαν λοιπόν και οι δύο και πήγαν να δουν τον ερημίτη.

Του εξέθεσαν τη θλίψη τους και τον παρακάλεσαν να τους πει τι κατόρθωσε αυτός. Εκείνος, αφού έμεινε αμίλητος για λίγο, έριξε κατόπιν νερό στη λεκάνη και τους λέει: «Προσέξτε το νερό». Ήταν βέβαια ταραγμένο.

 

Μετά από λίγο τους λέει πάλι: «Προσέξτε και τώρα πώς έγινε το νερό». Και μόλις πρόσεξαν το νερό, βλέπουν σαν σε καθρέπτη τα πρόσωπά τους. Τους λέει λοιπόν τότε:

«Έτσι είναι κι αυτός που ζει ανάμεσα σε ανθρώπους. Εξαιτίας της ταραχής δεν βλέπει τα σφάλματά του. Όταν όμως ησυχάσει και προπαντός στην έρημο, τότε βλέπει τα ελαττώματα του εαυτού του».

Share Button