Μια μέρα, κάποιοι προσκυνητές από την πόλη πήγαν σε ένα χωριό με ασκητές μοναχούς, να δουν τον Αββά Μακάριο, που ζούσε εκεί. Μαζί τους κουβάλησαν ένα καλάθι γεμάτο σταφύλια για να του το δώσουν.
Όταν έφτασαν, κάθισαν αρκετή ώρα κοντά του, άκουσαν τις πολύτιμες συμβουλές του και ωφελημένοι ψυχικά ξεκίνησαν για την πόλη.
-Αυτά είναι για σένα, Αββά, του είπαν φεύγοντας. Τα σταφύλια μάθαμε πως σου αρέσουν πολύ. Κράτησέ τα σε παρακαλούμε.
Ο Αββάς Μακάριος ευχαρίστησε τους προσκυνητές και τους ξεπροβόδισε με χαμόγελο.
“Τί όμορφα μυρωδικά σταφύλια ήταν αυτά. Δώρο σπάνιο! Σίγουρα θα είναι και πολύ γλυκά…”, σκέφτηκε ο Αββάς. Και έκαμε να δοκιμάσει.
Μα σαν έσκυψε, αντίκρισε απ’ το παραθυράκι της καλυβούλας του τους άλλους ασκητές που κι αυτοί ήταν το ίδιο φτωχοί.
“Δεν είναι σωστό να τα κρατήσω εγώ, σκέφτηκε, ενώ και οι άλλοι πατέρες δεν έχουν δοκιμάσει καθόλου σταφύλια. Θα τα πάω στον Αββά Πέτρο, είναι γέροντας και θα του αρέσουν πολύ”.
Τα παίρνει λοιπόν και τα δίνει στον Αββά Πέτρο, που ήταν πράγματι ο γεροντότερος στη σκήτη.
-Ε, Αββά. Μου έφεραν αυτά τα σταφύλια και σκέφτηκα πως σου αρέσουν πολύ. Θα ‘θελα να κάνεις αγάπη και να τα κρατήσεις, είπε καλοσυνάτα ο Αββάς Μακάριος.
-Ευχαριστώ, Αββά, ο Θεός να σ’ ευλογεί, αποκρίθηκε ο γέροντας.
Κι ο Αββάς Μακάριος πήρε τον δρόμο για το καλυβάκι του.
Ο Αββάς Πέτρος πήρε τα σταφύλια και έκαμε να δοκιμάσει κι αυτός.
“Μα, για στάσου, σκέφτηκε, οι άλλοι Αββάδες δεν έχουν δοκιμάσει καθόλου. Ξέρω πως τα σταφύλια αρέσουν πολύ στον Αββά Ισίδωρο”.
Χωρίς να το πολυσκεφτεί πήρε κι αυτός το καλάθι και του το πήγε.
-Γέροντα, μου έφεραν αυτά τα σταφύλια. Κάνε αγάπη και κράτησέ τα. Ξέρω πως σου αρέσουν πολύ, είπε ο Αββάς Πέτρος προσφέροντας το δώρο του στον Αββά Ισίδωρο.
-Ο Θεός να σ’ ευλογεί, αποκρίθηκε εκείνος και τα δέχτηκε.
Μα ούτε και ο τρίτος Αββάς κράτησε τα λαχταριστά σταφύλια.
“Δεν είναι σωστό να τα κρατήσω”, είπε ο Αββάς Ισίδωρος και τα πήγε στον επόμενο.
Και κείνος σε άλλον.
Μέχρι το τέλος της ημέρας το καλάθι με τα σταφύλια είχε περάσει απ’ όλα τα φτωχικά καλυβάκια και κανείς δεν το είχε κρατήσει, γιατί σκεφτόταν πως κάποιος άλλος το είχε περισσότερο ανάγκη.
Όταν έφτασαν τα σταφύλια και στην τελευταία καλυβούλα, ο μοναχός που έμενε εκεί σκέφτηκε:
“Αυτά τα σταφύλια είναι αμαρτία να τα κρατήσω εγώ. Αρέσουν πολύ στον Αββά Μακάριο”.
Και του τα πήρε στο καλύβι του.
-Αββά, συμπάθα με, μα ξέρω πως αυτά τα σταφύλια σου αρέσουν, κάνε αγάπη να τα κρατήσεις!
Τότε ο Αββάς Μακάριος βλέποντας το καλάθι απείραχτο με όλα τα σταφύλια, έτσι όπως το είχε πάρει από την αρχή της ημέρας, δόξασε τον Θεό, αφού η Σκήτη είχε τέτοιους μοναχούς, που διακρίνονταν για τέτοια αδελφική αγάπη και ευσπλαχνία!
Μα, να, κάποιοι άλλοι μοναχοί φάνηκαν τώρα στον δρόμο. Ήρθαν από πολύ μακριά να πάρουν κι αυτοί την ευχή του Γέροντα.
Τότε εκείνος με χαρούμενο πρόσωπο τους είπε:
-Ελάτε, παιδιά μου, ελάτε να ξεκουραστείτε και να φάτε απ’ τα πιο γλυκά και ευλογημένα σταφύλια του κόσμου! Αυτά είναι “τα σταφύλια της Αγάπης”!
Και τότε τους διηγήθηκε προς πνευματική ωφέλεια την ιστορία τους.
(από το Γεροντικό)