Ἡσυχαστής παπα–Δανιήλ Ἁγιοπετρίτης Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση


O πα­πα–Δα­νι­ήλ ὁ Ἁ­γι­ο­πε­τρί­της ἦ­ταν ἕ­νας με­γά­λος ἡ­συ­χα­στής στήν γε­νεά του καί μι­μη­τής τοῦ ὁ­σί­ου Πέτρου τοῦ Ἀ­θω­νί­του, τοῦ πρώ­του καί με­γα­λυ­τέ­ρου Ἀ­θω­νί­του ἡ­συ­χα­στοῦ. Ἀ­γω­νί­σθη­κε στόν ἴ­διο χῶ­ρο, ἀλ­λά ἡ χρο­νι­κή ἀ­πό­στα­ση ἀ­πό μᾶς καί ὁ τρό­πος τῆς ζω­ῆς του δέν ἄ­φη­σαν νά γί­νουν γνω­στά πα­ρά μό­νο λί­γα στοι­χεῖ­α ἀ­πό τήν ἀ­σκη­τι­κή του βι­οτή.
Ἡ πα­τρί­δα του καί ἡ ζωή του γε­νι­κά πρίν γί­νη μο­να­χός δέν εἶ­ναι γνω­στή. Ἔ­γι­νε μο­να­χός στόν Ἅ­γιο Πέτρο ἀ­πό τόν ἐ­νά­ρε­το Γέροντα καί πνευ­μα­τι­κό πα­πα–Ἀν­τώ­νιο[1] ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­γι­νε Γέροντας τῆς σπη­λιᾶς–προ­σκυ­νή­μα­τος στίς 15–9–1874. Ἀ­φοῦ δι­έ­πρε­ψε στά μο­να­χι­κά ἀ­γω­νί­σμα­τα, ὁ κα­λός ὑ­πο­τα­κτι­κός π. Δα­νι­ήλ κρί­θη­κε ἀ­πό τόν Γέροντά του ἄ­ξιος νά λά­βη τήν χά­ρι τῆς Ἱ­ε­ρω­σύ­νης. Χει­ρο­το­νή­θηκε στήν Λα­ύ­ρα δι­ά­κο­νος καί Πρε­σβύ­τε­ρος καί ἔ­κτο­τε δέν βγῆ­κε ἀ­πό τό Ἡ­συ­χα­στή­ριο τοῦ Ἁ­γί­ου Πέτρου. Που­θε­νά δέν πῆ­γε ὥς τήν κο­ί­μη­σή του.
Στίς 1–4–1909 ἀ­να­γνω­ρί­σθη­κε ὡς Γέροντας[2] καί Πνευ­μα­τι­κός. Φα­ί­νε­ται πώς μέ­χρι τό­τε ζοῦ­σε ὁ Γέρον­τάς του.
Ὁ πα­πα–Δα­νι­ήλ εἶ­χε τυ­πι­κό ὅ­λη τή νύ­χτα νά ἀ­γρυ­πνῆ. Θε­ω­ροῦ­σε ἁ­μαρ­τί­α νά τόν βρῆ τό σκο­τά­δι στό κρεβ­βά­τι. Ξε­κου­ρα­ζό­ταν τό ἀ­πό­γευ­μα καί ὅ­ταν νύ­χτω­νε, ἄρ­χι­ζε τήν κα­θη­με­ρι­νή ἀ­γρυ­πνί­α του. Στό τέ­λος τῆς ἀ­γρυ­πνί­ας τε­λοῦ­σε κά­θε ἡ­μέ­ρα τήν θε­ί­α Λει­τουρ­γί­α. Καί τήν Μ. Σα­ρα­κο­στή κά­θε μέ­ρα ἔ­κα­νε Προ­η­γι­α­σμέ­νη. Οἱ θεῖ­ες Λει­τουρ­γί­ες του κρα­τοῦ­σαν ὧ­ρες, για­τί συ­χνά ἡρ­πά­ζε­το σέ θε­ω­ρί­α καί ἀ­πό τήν πολ­λή κα­τά­νυ­ξη δυ­σκο­λευ­ό­ταν νά λέ­η τίς ἐκ­φω­νή­σεις.
Τό πρωΐ ξε­κου­ρα­ζό­ταν λί­γο καί τήν ἡ­μέ­ρα φο­ρών­τας ρά­σο καί κου­κο­ύ­λι ἔ­κα­νε τίς ἀ­πα­ρα­ί­τη­τες ἐρ­γα­σί­ες στό κελ­λί του ἤ ἐ­ξω­μο­λο­γοῦ­σε μο­να­χο­ύς. Ἀπ᾿ ὅ­,τι φα­ί­νε­ται δέν δι­έ­κο­πτε τήν πνευ­μα­τι­κή του ἐρ­γα­σί­α ὅ­λη τήν ἡ­μέ­ρα καί ἀ­πέ­φευ­γε τήν ἐ­πι­κοι­νω­νί­α καί συ­νο­μι­λί­α μέ ἀν­θρώ­πους.
Κα­τά τό με­ση­μέ­ρι ἔ­τρω­γε τό ἀ­σκη­τι­κό του φα­γη­τό καί ἀ­πε­σύ­ρε­το νά ξε­κου­ρα­στῆ γιά τή νυ­χτε­ρι­νή ἀ­γρυ­πνί­α του. Ἡ ζωή του ἦ­ταν ἀ­σκη­τι­κή καί ἁ­πλή. Οὔ­τε τζά­μια δέν εἶ­χαν τά πα­ρά­θυ­ρα. Εἶ­χε ἕ­να τζά­κι καί κά­τι πα­λαι­ές κτι­στές σόμ­πες. Τόν χει­μῶ­να τό χι­ό­νι σέ κεῖ­να τά μέ­ρη ξε­περ­νοῦσε τά δύ­ο μέ­τρα.
Κάποτε ἕ­νας Γέ­ρον­τας ἔ­στει­λε τό κα­λο­γέ­ρι του νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆ στόν πα­πα–Δα­νι­ήλ. Τό κα­λο­γέ­ρι πῆ­γε, χτύ­πη­σε τήν πόρ­τα καί εἶ­πε τό «Δι᾿ εὐ­χῶν…», ἀλ­λά δέν πῆ­ρε ἀ­πό­κρι­ση. Κο­ί­τα­ξε τό­τε ἀ­πό τό πα­ρά­θυ­ρο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί εἶ­δε τόν πα­πα–Δα­νι­ήλ γο­να­τι­στό κά­τω ἀ­πό τόν πο­λυ­έ­λαι­ο νά προ­σε­ύ­χε­ται καί νά εἶ­ναι μέ­σα σέ φλό­γες. Ἔ­τρε­ξε ἀ­μέ­σως στόν Γέροντά του καί τοῦ εἶ­πε ἔν­τρο­μος ὅ­τι ὁ πνευ­μα­τι­κός κα­ί­γε­ται. Ἔ­τρε­ξαν μα­ζί στόν Ἅ­γιο Πέτρο καί βρῆ­καν τόν πα­πα–Δα­νι­ήλ ἥ­συ­χο, σέ φυ­σι­ο­λο­γι­κή κα­τά­στα­ση.
Ὁ πα­πα–Δα­νι­ήλ πῆ­ρε ὑ­πο­τα­κτι­κό, τόν ἔ­κα­νε κα­λό­γε­ρο καί τόν ὠ­νό­μα­σε Ἀν­τώ­νιο στό ὄ­νο­μα τοῦ Γέροντός του. Κάποτε ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός ἀρ­ρώ­στη­σε καί πῆ­γε στήν Λα­ύ­ρα ὅ­που ἔ­μει­νε γιά ἕ­να δι­ά­στη­μα μέ­χρι νά ἀ­ναρ­ρώ­ση. Σ᾿ αὐ­τό τό δι­ά­στη­μα ξε­λει­τουρ­γοῦ­σε κά­θε μέ­ρα τόν πα­πα–Δα­νι­ήλ ἕ­νας μο­να­χός πού ἔ­με­νε σέ γει­το­νι­κό κελ­λί λί­γο πιό κά­τω. Ὁ πα­πα–Δα­νι­ήλ «ἔ­παιρ­νε και­ρό» καί ἄρ­χι­ζε τήν Προ­σκο­μι­δή. Στήν κα­θο­ρι­σμέ­νη ὥ­ρα ἐρ­χό­ταν ὁ μο­να­χός καί ἄρ­χι­ζαν τήν θε­ί­α Λει­τουρ­γί­α.
Κάποια μέ­ρα ἔ­κα­νε τήν Προ­σκο­μι­δή, ἀλ­λά ὁ μο­να­χός πού θά τόν ξε­λει­τουρ­γοῦ­σε, δέν φαι­νό­ταν. Κα­τά­λα­βε ὅ­τι κά­τι τοῦ συ­νέ­βη. Λυ­πη­μέ­νος προ­σευ­χό­ταν, χω­ρίς νά γνω­ρί­ζη τί πρέ­πει νά κά­νη. Ὁ­πό­τε εἶ­δε νά μπα­ί­νουν τρεῖς μο­να­χοί. Προ­σκύ­νη­σαν καί μέ ἀ­γαλ­λί­α­ση ὁ πα­πα–Δα­νι­ήλ ἄρ­χι­σε τήν θε­ί­α Λει­τουρ­γί­α, ἐ­νῶ αὐ­τοί ἔ­ψαλ­λαν.
Ὅ­ταν τε­λε­ί­ω­σαν, ὁ πα­πα–Δα­νι­ήλ ἤ­θε­λε νά λύση τήν ἀ­πο­ρί­α του. Το­ύς ρώ­τη­σε ποι­οί ἦ­ταν καί πῶς βρέ­θη­καν τέ­τοι­α ὥ­ρα στήν ἐ­ρη­μιά. Τοῦ ἀ­πάν­τη­σαν ὅ­τι ἦ­ταν οἱ κτί­το­ρες τῶν Ἰ­βή­ρων καί ὅ­τι το­ύς ἔ­στει­λε ὁ Κύριος· με­τά ἐ­ξα­φα­νί­σθη­καν[3].
Ὁ χα­ρι­τω­μέ­νος Ἱ­ε­ρουρ­γός τοῦ Ὑ­ψί­στου ἐ­κτός τῶν ἄλ­λων με­τέ­δι­δε τά Θεῖ­α Μυ­στή­ρια καί στο­ύς γυ­μνο­ύς καί ἀ­ο­ρά­τους ἀ­σκη­τές πού ζοῦ­σαν καί κυ­κλο­φο­ροῦ­σαν σέ κεῖ­να τά μέ­ρη.
Στόν πα­πα–Δα­νι­ήλ πή­γαι­ναν τρεῖς ὧ­ρες δρό­μο τή νύ­χτα ὁ γε­ρω–Ἰ­ω­σήφ ὁ ἡ­συ­χα­στής μέ τόν συ­να­σκη­τή του γε­ρω–Ἀρ­σέ­νιο, γιά νά λει­τουρ­γη­θοῦν καί νά κοι­νω­νή­σουν. Ἀ­πό ὅ­σους ἀ­σκη­τές γνώ­ρι­σε –καί τό­τε ἔ­βρι­θε ἡ ἔ­ρη­μος ἀ­πό ἐ­να­ρέ­τους ἀ­σκη­τές– ὁ πα­πα–Δα­νι­ήλ ἦ­ταν στήν πιό με­γά­λη κα­τά­στα­ση, ἀ­να­φέ­ρει ὁ γε­ρω–Ἰ­ω­σήφ:
«Ἦ­τον καί ἄλ­λος πλέ­ον θαυ­μα­σι­ώ­τε­ρος εἰς τόν Ἅ­γιον Πέτρον τόν Ἀ­θω­νί­την, ὁ πα­πα–Δα­νι­ήλ, ὁ ὁποῖ­ος ἦ­τον μι­μη­τής τοῦ Με­γά­λου Ἀρ­σε­νί­ου. Ἄ­κρον σι­ω­πη­λός, ἔγ­κλει­στος, ἐφ᾿ ὅ­ρου ζω­ῆς λει­τουρ­γός. Ἑ­ξή­κον­τα ἔ­τη μή­τε μί­αν ἡ­μέ­ραν δέν ἐν­νο­οῦ­σε νά ἀ­φή­ση τήν θε­ί­αν Λει­τουρ­γί­αν. Καί τήν Με­γά­λην Σα­ρα­κο­στήν ὅ­λες τές ἡ­μέ­ρες ἔ­κα­με Προ­η­γι­α­σμέ­νες. Καί μέ­χρι τε­λευ­τα­ί­ας ἡ­μέ­ρας ὑ­πέρ­γη­ρος ἐ­τε­λει­ώ­θη χω­ρίς ἀ­σθέ­νειαν. Ἡ δέ Λει­τουρ­γί­α του ἐ­κρά­τει πάν­το­τε τρι­σή­μι­σι ἤ τέσ­σα­ρες ὧ­ρες, δι­ό­τι δέν ἠ­δύ­να­το νά προ­φέ­ρη τάς ἐκ­φω­νή­σεις ἀ­πό τήν κα­τά­νυ­ξιν· ἀ­πό τά δά­κρυ­α πάν­το­τε ἐ­μο­ύ­σκευ­ε μπρο­στά του τό χῶ­μα. Δι᾿ αὐ­τό δέν ἤ­θε­λε κα­νε­ίς ξέ­νος νά εἶ­ναι στήν Λει­τουρ­γί­α του διά νά μή βλέ­πη τήν ἐρ­γα­σί­α του. Ἀλλ᾿ ἐ­γώ ἐ­πει­δή μέ πολ­λήν θέρ­μην τόν πα­ρε­κά­λε­σα, μέ ἐ­δέ­χε­το. Καί τήν κά­θε φο­ράν ὅ­που πή­γαι­να –τρεῖς ὥ­ρας βα­δί­ζων ὁ­λο­νυ­κτί­ως διά νά πα­ρα­στα­θῶ εἰς αὐ­τήν τήν φρι­κώ­δη ὄν­τως θε­ί­αν πα­ρά­στα­σιν– μοῦ ἔ­λε­γε καί ἕ­να ἤ δύ­ο ρη­τά ἐ­βγα­ί­νον­τας ἀ­πό τό Ἱ­ε­ρόν καί ἀ­μέ­σως ἐ­κρύ­πτε­το ἕ­ως τήν ἄλ­λην ἡ­μέ­ραν. Αὐ­τός εἶ­χεν ἐφ᾿ ὅ­ρου ζω­ῆς ὁ­λο­νύ­κτιον ἀ­γρυ­πνί­αν καί νο­ε­ράν προ­σευ­χήν. Ἀ­πό αὐ­τόν καί ἐ­γώ πῆ­ρα ”τά­ξιν” καί ἔ­λα­βα με­γί­στην ὠ­φέ­λειαν. Ἔ­τρω­γε εἰ­κο­σι­πέν­τε δρά­μια ψω­μί κά­θε ἡ­μέ­ραν καί ἦ­τον ὅ­λος με­τέ­ω­ρος εἰς τήν Λει­τουρ­γί­αν του. Καί χω­ρίς νά γί­νη λά­σπη τό ἔ­δα­φος δέν ἐ­τε­λε­ί­ω­νε Λει­τουρ­γί­αν»[4].
Ὁ γε­ρω–Ἰ­ω­σήφ μέ τόν γε­ρω–Ἀρ­σέ­νιο, ἀ­πό εὐ­γνω­μο­σύ­νη πρός τόν πα­πα–Δα­νι­ήλ γιά τήν ὠ­φέ­λεια πού ἔ­παιρ­ναν, τοῦ ἔ­κα­ναν με­ρι­κές ἐρ­γα­σί­ες ἤ ἔκτι­ζαν κα­νέ­να πε­ζου­λά­κι.
Ὁ πα­πα–Δα­νι­ήλ ἐ­κτός ἀ­πό τόν π. Ἀν­τώ­νιο, εἶ­χε στήν συ­νο­δ­ί­α του καί τόν π. Πέτρο, τόν γνω­στό ὡς «Πε­τρά­κη» ὁ ὁ­ποῖ­ος τόν μι­μή­θη­κε στόν ἡ­συ­χα­στι­κό τρό­πο τῆς ζω­ῆς του, καί τόν π. Γε­δε­ών ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν ἐ­γγράμ­μα­τος καί χει­ρο­το­νή­θη­κε ἱ­ε­ρέ­ας.
Τόν π. Ἀν­τώ­νιο, ἐ­πει­δή ἔ­δει­χνε ἀν­θρω­πα­ρέ­σκεια καί προ­σπα­θοῦ­σε νά φα­ί­νε­ται ὡς κα­λός ὑ­πο­τα­κτι­κός μπρο­στά στόν κό­σμο, τόν ἐ­τα­πε­ί­νω­νε φω­νά­ζον­τάς τον «Ἀν­τώ­νη, ἔ Ἀν­τώ­νη».
Ὁ πα­πα–Δα­νι­ήλ, ὅ­ταν συμ­πλη­ρώ­θη­καν οἱ ἡ­μέρες τῆς ζω­ῆς του καί αἰ­σθάν­θη­κε νά πλη­σι­ά­ζη τό τέ­λος του, φο­ρών­τας τό ρά­σο του ἔ­κα­νε ἕ­να πε­ρί­πα­το στήν αὐ­λή τοῦ κελ­λιοῦ, κοίτα­ξε τόν οὐ­ρα­νό, ἔστρε­ψε τό βλέμ­μα του γύ­ρω καί ἀ­νε­φώ­νη­σε: «Ὤ μα­ται­ό­της μα­ται­ο­τή­των, τά πάν­τα μα­ται­ό­της».
Τήν ἴ­δια μέ­ρα, ἀ­φοῦ εἶ­χε λει­τουρ­γή­σει, ἔ­φυ­γε γιά τήν αἰ­ώ­νιο ζωή εἰ­ρη­νι­κά, χω­ρίς ἀ­σθέ­νεια, πλή­ρης ἡ­με­ρῶν καί κα­τά­φορ­τος ἀ­πό ἀ­ρε­τές καί θε­ί­α χά­ρι, τό ἔ­τος 1929.
Τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με. Ἀ­μήν.

Share Button