Η καρδιά ως “μεταφυσικό” όργανo π. Σωφρονιος

Η καρδιά ως “μεταφυσικό” όργανο

Η καρδιά ως “μεταφυσικό” όργανο

 

Μητροπολ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου
ΕΣτην Αγία Γραφή και στους πατέρες, συναντάμε συχνά να αναφέρεται η “καρδιά”. Ποια είναι η σημασία και η χρήση της στην Ορθόδοξη ψυχοθεραπεία; Απαντήσεις παίρνουμε από το βιβλίο του σεβ. Ιεροθέου Βλάχου “Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία”, από το οποίο παραθέτουμε απόσπασμα από τις σελίδες 147-162. (Ι. Μ. Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας) 3η Έκδοση Λεβαδία 1989).
*
1. Η καρδιά
*
2. Τι είναι η καρδιά
*
3. Χαρακτηρισμοί της καρδιάς
1. Η καρδιά
Μια από τις βασικές αιτήσεις μας προς τον Θεό είναι η απόκτηση της σωτηρίας. «Υπέρ της άνωθεν ειρήνης και της σωτηρίας των ψυχών ημών του Κυρίου δεηθώμεν». Επίσης τα περισσότερα τροπάρια καταλήγουν στην πρόταση «πρέσβευε του σωθήναι τας ψυχάς ημών».
Η σωτηρία της ψυχής δεν είναι απέκδυση ενός πράγματος, αλλά ένδυση του Χριστού, δεν είναι αρνητική κατάσταση, αλλά θετική, είναι κυρίως κοινωνία και ένωση με τον Χριστό. Αυτή η κοινωνία γίνεται πρωτίστως μέσα στην καρδιά. Γι’ αυτό η απόκτηση της σωτηρίας είναι κυρίως εύρεση της καρδιάς. Όταν αξιωθούμε από τον Θεό να βρούμε την καρδιά, τότε βαδίζουμε τον δρόμο της σωτηρίας. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του αββά Παμβώ: «ει έχεις καρδίαν, δύνασαι σωθήναι»[204]. Το να έχη κανείς καρδιά σημαίνει να βρη την καρδιά του, μέσα από την οποία θα τον κατευθύνη ο Θεός
Ο όσιος Μάρκος ο ασκητής ερμηνεύοντας τον λόγο του Κυρίου «η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστιν» (Λουκ. ιζ’, 21) λέγει ότι πρέπει κανείς να έχη την Χάρη του Αγίου Πνεύματος ενεργούσα στην καρδιά του και έτσι να εισέλθη κατ’ αναλογίαν στην Βασιλεία του Θεού. «… χρη πρώτον εν τη καρδία ενεργούσαν έχειν την χάριν του Αγίου Πνεύματος και ούτω κατά αναλογίαν εισελθείν εις την Βασιλείαν των Ουρανών»[205]. Γι’ αυτό πολλοί Πατέρες θεωρούν απαραίτητη την εύρεση του χώρου της καρδιάς, μέσα στην οποία ενεργεί η άκτιστη Χάρη του Θεού, διότι τότε ο Χριστιανός έχει διδάσκαλο τον Θεό και κατευθύνεται με ασφάλεια από το Πανάγιο Πνεύμα.
2. Τι είναι καρδιά
Όταν η Αγία Γραφή και οι άγιοι Πατέρες μιλούν για την καρδιά εννοούν την μεταφυσική (πνευματική) καρδιά, αλλά και την σαρκική καρδιά. Δηλαδή καρδια είναι αφ’ ενός μεν το σαρκικό όργανο, αφ’ ετέρου δε το κέντρο της υπάρξεώς μας, μέσα στο οποίο γίνεται η κοινωνία και η ένωσή μας με τον Θεό. Σ’ ένα σημείο συναντώνται οι δυο αυτές έννοιες της καρδιάς, αλλά και συγχρόνως διαφοροποιούνται. Θα το δούμε αυτό αναλυτικότερα στα επόμενα.
Και πρώτα-πρώτα ας δούμε τα περί της μεταφυσικής (πνευματικής) καρδιάς. Είναι αρκετά δύσκολο να δώση κανείς ορισμό αυτής της πνευματικής καρδιάς, γιατί «άβυσσος γαρ ακατάληπτος αληθώς η καρδία»[206]. Ιδίως στον σαρκικό άνθρωπο, που διακατέχεται από την κυριαρχία της λογικής και ο οποίος βιώνει την ζόφωση της μεταπτωτικής ζωής, είναι αδύνατη η γνώση αυτής της πνευματικής καρδιάς. Γι’ αυτό δεν μπορεί να ευρεθή κανείς ορισμός ο οποίος θα μπορέση να περιγράψη αυτήν την πραγματικότητα που βιώνει ο πνευματικός άνθρωπος. Μόνον χαρακτηρισμούς και εικόνες μπορεί κανείς να διατυπώση.
Ο πνευματικός άνθρωπος που ζη με την προσευχή «γνωρίζει, ότι η καρδία του δεν είναι μόνον εν φυσικόν όργανον ή το όργανον της ψυχικής ζωής, αλλά μεταφυσικόν τι, μη υπαγόμενον εις ορισμόν, ικανόν να εγγίση τον Θεόν, την πηγήν πάσης υπάρξεως»[207]. Η καρδιά είναι ο χώρος εκείνος, που αναπτύσσεται όλη η πνευματική ζωή, που ενεργεί η άκτιστη ενέργεια του Θεού. Αυτή «η βαθεία καρδία» είναι εν πολλοίς άγνωστος όχι μόνον από τους άλλους ανθρώπους, αλλά και από τον ίδιο τον άνθρωπο. Γιατί η Χάρη του Θεού εργάζεται  μυστικά την σωτηρία του ανθρώπου μέσα στην καρδιά του. Είναι χαρακτηριστικά όσα λέγει ο αρχιμ. Σωφρόνιος: «Πεδίον του πνευματικού αγώνος δι’ έκαστον άνθρωπον προ παντός είναι η εαυτού καρδία. Και όστις αγαπά να εισέρχεται εις την καρδίαν του, κατανοεί τον λόγον του προφήτου Δαβίδ: «Προσελεύσεται άνθρωπος, και καρδία βαθεία» (Ψαλμ. ξγ’, 7). Η γνησία εν Χριστώ ρέει εκεί, εν τη βαθεία καρδία, κεκρυμμένη ουχί μόνον από τα ξένα βλέμματα αλλά εν τω πληρώματι αυτής και από αυτόν τον ίδιον τον άνθρωπον. Όστις εισήλθεν εις τον μυστικόν τούτον νυμφώνα, αυτός αναμφιβόλως εδοκίμασεν άφραστον έκπληξιν προ του μυστηρίου της υπάρξεως. Όστις κεκαθαρμένη διανοία παρεδόθη εις την εντατικήν παρατήρησιν της βαθείας αυτού καρδίας, αυτός κατανοεί ότι είναι αδύνατον να παρακολουθήση εν παντί την ροήν της ζωής, έστω και δια βραχύ τι χρονικόν διάστημα. Αυτός αντιλαμβάνεται το αδύνατον να συλλάβη την πορείαν της πνευματικής ζωής της καρδίας, το βάθος της οποίας εισέρχεται εις επαφήν με εκείνο το Είναι, όπου δεν υπάρχουν πλέον πορείαι»[208].
Ο Απόστολος Πέτρος ονομάζει την καρδία κρυπτόν άνθρωπον: «ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος» (Α’ Πέτρ. γ’, 4). Είναι πράγματι ο χώρος εκείνος στον οποίο αγιάζεται ο Θεός: «Κύριον δε τον Θεόν αγιάσατε εν ταις καρδίαις υμών» (Α’ Πέτρ. γ’ 15). Μέσα στην καρδιά ανατέλλει η Χάρη του Θεού: «… έως ου ημέρα διαυγάση και φωσφόρος ανατείλη εν ταις καρδίαις υμών» (Β’ Πέτρ. α’, 19). Παρά την ένωση του ανθρώπου με τον Θεό μέσα στην καρδιά, η καρδιά παραμένει το «έλασσον» και ο Θεός το μείζον. «Μείζων εστίν ο Θεός της καρδίας ημών» (Α’ Ιω. γ’, 20).
Αναφέρθηκαν αυτά τα αγιογραφικά χωρία όχι για να παρουσιάσουμε τους χαρακτηρισμούς της Αγίας Γραφής και των αγίων Πατέρων για την καρδιά, πράγμα το οποίο θα κάνουμε σε άλλη παράγραφο, αλλά για να γίνη αντιληπτό ότι σε πολλά σημεία της Καινής Διαθήκης και των αγίων Πατέρων γίνεται λόγος για την καρδιά.
Έχουμε αλλού εντοπίσει το γεγονός ότι ο νους είναι κυρίως ο οφθαλμός της ψυχής. Επίσης έχουμε σημειώσει ότι σε πολλά χωρία των αγίων Πατέρων ο νους συνδέεται με την καρδιά. Πράγματι η καρδιά ταυτίζεται με τον νου. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής είναι χαρακτηριστικός: «… τον νουν καθαίρειν σπευδόντων από μίσους και ακρασίας, ον καρδίαν ονομάζει ο Κύριος»[209]. Ο νους είναι οφθαλμός της ψυχής, η καρδιά είναι το κέντρο της υπάρξεως του ανθρώπου, το κέντρο του πνευματικού κόσμου, αλλά φαίνεται ότι αυτά τα δυο συνδέονται μεταξύ τους. Είναι πολύ σημαντικό να υπογραμμισθή ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ενώ ομιλεί περί της καθαρότητος της καρδιάς, στην συνέχεια αναλύει τον νου και την καθαρότητα του νου [210].
Βέβαια, πρέπει να υπενθυμίσουμε και αυτό που ελέχθησε προηγούμενη παράγραφο, ότι οι Πατέρες ονομάζουν νου και την ουσία της ψυχής που βρίσκεται στην καρδιά και την ενέργεια της ψυχής που συνίσταται στους λογισμούς. «Νους λέγεται και η του νου ενέργεια εν λογισμοίς συνισταμένη και νοήμασι. Νους εστι και η ενεργούσα ταύτα δύναμις, ήτις και καρδία καλείται παρά της Γραφής»[211]. Και ο Νικηφόρος ο Μονάζων, αναλύοντας και περιγράφοντας την προσοχή, λέγει ότι άλλοι από τους Πατέρες την προσοχή χαρακτήρισαν τήρηση του νου, άλλοι καρδιακή φυλακή, άλλοι νήψη και άλλοι νοερά ησυχία. «Τα δε πάντα εν και το αυτό δηλούσιν∙ ως αν τις είποι άρτον και είποι και τεμάχιον και είποι και βουκίον, ούτω και περί τούτων νόει»[212]. Επομένως, κατά τον Νικηφόρο Μονάζοντα, είτε πούμε τήρηση του νου είτε φυλακή της καρδίας είναι το ίδιο πράγμα. Αυτό σημαίνει ότι στην πατερική θεολογία ο νους συνδέεται και ταυτίζεται με την καρδιά. Γι’ αυτό όσα περί του νου γράψαμε στην προηγούμενη παράγραφο ισχύουν και για την καρδιά, αλλά εδώ θα πούμε περισσότερα για την καρδιά.
Η σύνδεση νου και καρδιάς φαίνεται και στην διδασκαλία του αγίου Διαδόχου Φωτικής. Ο άγιος διδάσκει ότι από την στιγμή του Βαπτίσματος η Χάρη του Θεού «εν αυτώ τω βάθει του νου εγκρύπτεται», κρύπτουσα συγχρόνως από την αίσθηση του νου  την παρουσία της. Όταν ο άνθρωπος αρχίση να αγαπά τον Θεό «εκ πάσης προθέσεως», τότε με την αίσθηση του νου μεταδίδει μέρος των αγαθών της στην ψυχή. Όταν όμως σκορπίση όλο τον υλικό πλούτο, «τότε ευρίσκει τον τόπο εν ω η χάρις κατακέκρυπται του Θεού»[213]. Σε άλλο κεφάλαιο ο άγιος λέγει ότι η Χάρη με το άγιο Βάπτισμα κατασκηνώνει στο βάθος της ψυχής, «τουτ’ έστιν εις τον νουν». Και όταν θερμώς ενθυμούμαστε τον Θεό, τότε «εξ αυτού του βάθους της καρδίας ημών αισθανόμεθα του θείου» [214]. Βλέπουμε εδώ στα χωρία αυτά την σύνδεση νου, ψυχής και καρδιάς.
Επειδή στην εποχή του αγίου Διαδόχου κυριαρχούσε η αιρετική ιδέα των Μασσαλιανών, ότι στον ίδιο χώρο της ψυχής συνυπάρχουν η Χάρη του Θεού και ο σατανάς, ο άγιος διαχωρίζει τα πράγματα από την γνώση της Αγίας Γραφής και από την αίσθηση του νου. Ο άγιος τονίζει ότι προ του «αγίου βαπτίσματος έξωθεν η χάρις προς τα καλά προτρέπεται την ψυχήν, ο δε Σατανάς εν τοις αυτής εμφωλεύει βάθεσιν όλας τας του νου αποφράττειν δεξιάς πειρώμενος διεξόδους∙ από δε αυτής της ώρας εν ήπερ αναγεννώμεθα, έξωθεν μεν ο δαίμων γίνεται, έσωθεν δε η χάρις» [215]. Πριν από το Βάπτισμα στο βάθος της ψυχής βρίσκεται ο σατανάς και η Χάρη από έξω προτρέπει την ψυχή προς τα καλά, μετά όμως το άγιο Βάπτισμα εξέρχεται ο σατανάς από την ψυχή και εισέρχεται η θεία Χάρη.  Έτσι λοιπόν δεν συνυπάρχουν στο ίδιο μέρος η Χάρη και ο σατανάς. Η θεία Χάρη, δια της αισθήσεως του νου, ευφραίνει το σώμα με άρρητη αγαλλίαση, ενώ οι δαίμονες αιχμαλωτίζουν την ψυχή βιαίως δια των αισθήσεων του σώματος, ιδίως όταν βρουν τον άνθρωπο ράθυμο στον πνευματικό αγώνα [216].
Η Χάρη του Θεού που βρίσκεται μέσα στο βάθος της πνευματικής καρδιάς μετά το Βάπτισμα, όταν ενεργούμε κατά τις επιθυμίες της σαρκός, καλύπτεται από τα πάθη, οπότε η προσπάθεια του ανθρώπου είναι να ανακαλύψη αυτήν την Χάρη με την εν Χάριτι ασκητική ζωή. Δηλαδή η προσπάθεια του έγκειται στο να εκδιώξη την νέφωση που καλύπτει την καρδιά. Εφ’ όσον, κατά τον άγιο Διάδοχο, δια του αγίου Βαπτίσματος εκδιώκεται ο διάβολος από την καρδιά, «πως ουν δύναται ο μετά τοσαύτης αισχύνης εκβαλλόμενος πάλιν εισιέναι και τω αληθινώ συνδιατρίβειν οικοδεσπότη εν τω εαυτού, ως εάν και θέλοι, αναπαυομένω οίκω;» [217].
Η διδασκαλία αυτή του αγίου Διαδόχου παρετέθη στο σημείο αυτό να γίνη σαφές ότι με το άγιο Βάπτισμα η Χάρη του Θεού εισέρχεται μέσα στην βαθεία καρδία, στο βάθος της πνευματικής καρδιάς. Και όταν αυτή η καρδιά καλυφθή από τα πάθη, τότε κάνουμε μεγάλο αγώνα για να την αποκαλύψουμε.
Ο Θεόληπτος Μητροπολίτης Φιλαδελφείας διδάσκει ότι η καρδιά, δηλαδή ο νους, αποκαλύπτεται όταν ο άνθρωπος ζήση την ησυχαστική μέθοδο. «Όταν δε τους έξω περισπασμούς καταργήσης και τους έσω λογισμούς καταλείψης, εγείρεται τότε ο νους εν τοις έργοις και τοις λόγοις του πνεύματος» [218]. Προτρέπει δε να σταματήσουμε τις συναναστροφές και να αγωνισθούμε εναντίον των εσωτερικών λογισμών, έως ότου βρούμε τον τόπο της καθαράς προσευχής, που είναι ο οίκος στον οποίο κατοικεί ο Χριστός. «Στήσον τοιγαρούν τας ομιλίας των έξω και πύκτευσον προς τους έσω λογισμούς, μέχρις αν εύρης τον τόπον της καθαράς προσευχή και τον οίκον, εν ω Χριστός κατοικεί» [219].
Φαίνεται από το χωρίο αυτό ότι η καρδιά είναι ο χώρος ο οποίος ανακαλύπτεται με την εν Χάριτι άσκηση και στον οποίο φανερώνεται ο Χριστός. Αυτό το γνωρίζει ο άνθρωπος που καθαίρεται από τα πάθη και όλα τα έργα της αμαρτίας. Για τον μεταπτωτικό άνθρωπο που ζη μακράν του Θεού, η καρδιά καλύπτεται, είναι παντελώς άγνωστη, δεν γνωρίζει ο άνθρωπος αν υπάρχη. Ενώ για τον άνθρωπο που ζη κατά Θεόν η καρδιά είναι γνωστή, είναι πραγματικότης.
Αυτή η διδασκαλία μας οδηγεί στην άποψη ότι η αποκάλυψη της καρδιάς στην πραγματικότητα είναι αποκάλυψη του προσώπου. Όταν ο άνθρωπος, με την εν Χάριτι άσκηση, ανακαλύψη την καρδιά μέσα στην οποία αποκαλύπτεται και βασιλεύει ο Χριστός, τότε γίνεται πρόσωπο, αφού το πρόσωπο κυρίως είναι το «καθ’ ομοίωσιν». Έτσι η αποκάλυψη της καρδιάς είναι η αποκάλυψη του προσώπου.
Δεν έχουμε πρόθεση στο σημείο αυτό να αναπτύξουμε την οντολογία του προσώπου, όπως παρουσιάζεται στην διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Έχουν γραφή αξιόλογες μελέτες πάνω σ’ αυτό το θέμα. Πιστεύουμε, σύμφωνα με την διδασκαλία των αγίων Πατέρων, ότι το κατ’ εικόνα είναι δυνάμει ομοίωσις και το καθ’ ομοίωσιν είναι ενεργεία εικόνα. Κατά τον ίδιο τρόπο ο άνθρωπος, δημιουργημένος από τον Θεό και αναδημιουργημένος με το άγιο Βάπτισμα από την Εκκλησία, είναι δυνάμει πρόσωπο. Όταν όμως με τον προσωπικό αγώνα και κυρίως με την Χάρη του Θεού φθάση στο καθ’ ομοίωσιν, τότε είναι ενεργεία πρόσωπο. Γι’ αυτό ισχυριζόμαστε ότι οντολογικά όλοι οι άνθρωποι  είμαστε πρόσωπα, ακόμη και αυτός ο διάβολος, αλλά σωτηριολογικά δεν είμαστε όλοι πρόσωπα, αφού δεν φθάσαμε όλοι στο καθ’ ομοίωσιν. Χωρίς να παραθεωρούμε την οντολογία του προσώπου, στο σημείο αυτό τονίζουμε ιδιαιτέρως την ασκητική του προσώπου, η οποία συνήθως παραθεωρείται από τους συγχρόνους θεολόγους.
Είναι χαρακτηριστικά στο σημείο αυτό όσα λέγει ο αρχιμ. Σωφρόνιος: «Στο θείο Ον η Υπόσταση συνιστά την εσώτατη αρχή του Όντος. Στο ανθρώπινο ον, ομοίως η υπόσταση είναι το πιο ουσιαστικό θεμελιώδες στοιχείο. Πρόσωπο είναι «ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος εν τω αφθάρτω… ο εστιν ενώπιον του Θεού πολυτελές» (Α’ Πέτρ. γ’, 4) – ο πιο πολύτιμος πυρήνας όλης της ανθρωπίνης υπάρξεως, που φανερώνεται στην ικανότητα του ανθρώπου για αυτογνωσία και αυτοδιάθεση∙ στο ότι κατέχει δημιουργική ενέργεια∙ στην δυνατότητα γνώσεως όχι μόνον του ορατού κόσμού, αλλά και του Θείου ακόμη. Φλεγόμενος από αγάπη, ο άνθρωπος αισθάνεται τον εαυτό του ενωμένο με τον αγαπημένο Θεό. Μέσα από αυτήν την ένωση γνωρίζει τον Θεό και έτσι αγάπη και γνώση συγχωνεύονται σε μια μοναδική πράξη»[220].
Πρόσωπο είναι ο «κρυπτός της καρδίας άνθρωπος». Μόνον αυτό μπορεί κανείς να διατυπώση για το πρόσωπο, γιατί δεν μπορεί να ορισθή με επιστημονικούς ορισμούς, αφού είναι μια μυστική κοινωνία και ένωση με τον Χριστό. Όπως για την Εκκλησία δεν μπορεί κανείς να δώση ορισμό, αλλά μόνον ότι είναι το Σώμα του Χριστού, το ίδιο συμβαίνει και με το ανθρώπινο πρόσωπο, την καρδιά, μέσα στην οποία γίνεται η μυστική κοινωνία Θεού και ανθρώπου. «Η επιστημονική και φιλοσοφική γνώση μπορεί να διατυπωθή, αλλά το πρόσωπο είναι πέρα από κάθε ορισμό και επομένως αδύνατο να γνωσθή εκ των έξω, εκτός αν το ίδιο αποκαλυφθή. Εφ’ όσον ο Θεός είναι Μυστικός Θεός, έτσι και ο άνθρωπος έχει μυστικά βάθη. Δεν είναι ούτε η αρχή της υπάρξεως ούτε το τέλος της. Ο Θεός και όχι ο άνθρωπος, είναι το Άλφα και το Ωμέγα. Η θεοειδής ποιότητα του ανθρώπου έγκειται στον τρόπο της υπάρξεώς του. Το καθ’ ομοίωσιν της υπάρξεως είναι το καθ’ ομοίωσιν για το οποίο μιλούν οι Γραφές»[221]. Εφ’ όσον λοιπόν δεν ορίζεται το πρόσωπο, δεν ορίζεται και η καρδιά που είναι το πρόσωπο.
Το πρόσωπο είναι μια πραγματικότητα που γεννιέται με την Χάρη του Θεού. «… Το πρόσωπο γεννιέται άνωθεν και γι’ αυτό δεν υπόκειται στους νόμους της Φύσεως. Το πρόσωπο υπερβαίνει τα γήϊνα όρια και κινείται σε άλλες σφαίρες. Δεν μπορεί να ερμηνευθή. Είναι ένα και μοναδικό»[222]. Επειδή πρόσωπο είναι η καρδιά, γι’ αυτό μπορούμε να πούμε ότι και η καρδιά αναγεννάται άνωθεν. Δεν είναι φυσική κατάσταση. Μόνον με την Χάρη του Θεού μπορεί να κανείς να διακρίνη τον χώρο της καρδιάς.
Αυτή η αναγέννηση του προσώπου είναι στην πραγματικότητα αποκάλυψη. «Το πρόσωπο  είναι μια άνωθεν αναγέννηση. Ένα εξαίσιο άνθος αναπτύσσεται μέσα μας: η υπόσταση – πρόσωπο. Όπως και Βασιλεία του Θεού, το πρόσωπο «ουκ έρχεται μετά παρατηρήσεως» (Λουκ. ιζ’, 20). Η διαδικασία με την οποία το ανθρώπινο πνεύμα εισέρχεται στον χώρο της θείας αιωνιότητος διαφέρει στον καθένα από μας»[223]. Έτσι το πρόσωπο, όπως και η καρδιά, γεννιέται άνωθεν.
Η καρδιά είναι ο χώρος όπου αποκαλύπτεται ο Θεός ως αγάπη και Φως. «Ο Θεός αποκαλύπτεται κυρίως δια της καρδίας, ως Αγάπη και Φως. Μέσα σ’ αυτό το Φως ο άνθρωπος θεωρεί τις εντολές του Ευαγγελίου σαν αντανάκλαση στην γη της Ουράνιας Αιωνιότητος, και την Δόξα του Χριστού ως μονογενούς του Πατρός – την δόξα την οποία είδαν οι μαθητές στο όρος Θαβώρ. Η προσωπική αποκάλυψη καθιστά την γενική αποκάλυψη της Καινής Διαθήκης πνευματικά  οικεία»[224].
Ελέχθησαν αυτά για να γίνη αντιληπτό ότι, όταν ο άνθρωπος ανακαλύψη την καρδιά, τότε κυρίως γίνεται πρόσωπο. Επίσης ελέχθησαν για να γίνη σαφές ότι η καρδιά είναι ο χώρος εκείνος  που αποκαλύπτεται με την εν Χάριτι άσκηση και όπου αποκαλύπτεται ο Θεός. Εκεί αισθάνεται ο άνθρωπος το Φως του Θεού και εκεί πλημμυρίζει από την αγάπη του Θεού και την αγάπη προς τον Θεό. ο άνθρωπος αποκτά την αίσθηση της καρδιάς, αλλά όλη η ζωή που υπάρχει μέσα εκεί είναι αδύνατον να γίνη αντιληπτή. Αυτή η πνευματική καρδιά ευρίσκεται, σύμφωνα με την διδασκαλία των αγίων Πατέρων, μέσα στην σαρκική καρδιά, σαν σε όργανο.
Έχουμε πη τα δέοντα όταν μελετούσαμε την θέση στην οποία βρίσκεται η ψυχή και ο νους. Τα ίδια ισχύουν και για την πνευματική καρδιά. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αναφέροντας τους λόγους του Κυρίου: «εκ γαρ της καρδίας εξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι» (Ματθ. ιε’, 19), και τον λόγο του αγίου Μακαρίου: «η καρδία ηγεμονεύει όλου του οργάνου και, επάν κατάσχη τας νομάς της καρδίας η χάρις, βασιλεύει όλων των λογισμών και των μελών∙ εκεί γαρ εστιν ο νους και πάντες οι λογισμοί της ψυχής», γράφει ότι «η καρδία ημών εστι το του λογιστικού ταμείον και πρώτον σαρκικόν όργανον λογιστικόν»[225]. Ο ίδιος άγιος, για να υποστηρίξη την διδασκαλία ότι στην καρδιά, το σαρκικό όργανο, υπάρχει η πνευματική καρδιά, αναφέρεται στον λόγο του Αποστόλου Παύλου: «η επιστολή ημών υμείς εστε, εγγεγραμμένη εν ταις καρδίαις ημών… φανερούμενοι ότι εστέ επιστολή Χριστού διακονηθείσα υφ’ ημών, εγγεγραμμένη ου μέλανι, αλλά Πνεύματι Θεού ζώντος, ουκ εν πλαξί λιθίναις, αλλ’ εν πλαξί καρδίαιας σαρκίναις» (Β’ Κορ. γ’, 2-3), και στην διδασκαλία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού: «εν γουν τη καρδία ταύτη γεγονώς ο Θεός αξιοί τα ίδια γράμματα δια του πνεύματος εγχαράττεσθαι, καθάπερ τισί μωσαϊκαίς πλαξί»[226].
Όταν ο νους επιστρέφη από την διάχυσή του, τότε πρώτον ευρίσκει την φυσική καρδιά και στην συνέχεια εισέρχεται στην πνευματική καρδιά, στην βαθεία καρδία. Αυτή είναι κοινή πείρα όσων ασχολούνται με την ευχή του Ιησού και ασκούνται στην ιερά εργασία της επιστροφής του νου στην καρδιά. «Δια της καθαράς νοεράς προσευχής διδάσκεται ο ασκητής τα μεγάλα μυστήρια του Πνεύματος. Εισερχόμενος δια του νοός εις την καρδίαν, πρώτον εις αυτήν την σαρκίνην καρδίαν, αρχίζει να διεισδύη εις εκείνα τα βάθη της, όπου δεν είναι πλέον σαρξ. Ευρίσκει την «βαθείαν» καρδίαν, την πνευματικήν, την μεταφυσικήν, και εντός της βλέπει, ότι η ύπαρξις όλης της ανθρωπότητος δεν είναι δι’ αυτόν ξένόν τι και αλλότριον, αλλ’ είναι αχωρίστως συνδεδεμένη μετά της προσωπικής του υπάρξεως»[227]. Επομένως, ο αθλητής της ησυχαστικής αυτής μεθόδου μπορεί να διακρίνη σαφώς την πνευματική από την σαρκική καρδιά. Αισθάνεται την ύπαρξη και την ενέργεια και των δύο αυτών καρδιών. Στην αρχή ο νους βρίσκει την σαρκική καρδιά και έπειτα αποκαλύπτει και την πνευματική και μπορεί να αισθάνεται ταυτόχρονα τις κινήσεις και των δύο καρδιών. Επομένως δεν υπάρχει σύγχυση στην περίπτωση αυτή.
Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, εντεταγμένος οργανικά μέσα στην Ορθόδοξη Παράδοση, αναφέρει για την σαρκική καρδιά ότι είναι κέντρο φυσικό, παραφυσικό και υπερφυσικό[228]. Είναι κέντρο φυσικό γιατί η καρδιά πλάθεται πρώτη από όλα τα μέλη του ανθρωπίνου σώματος, σύμφωνα με τα λεγόμενα από τον Μ. Βασίλειο: «Εν τη γενέσει των ζώων η καρδία πρώτη καταβληθείσα παρά της φύσεως αναλογούσα τω μέλλοντι συνίστασθαι ζώω, την παρά φύσεως, λαμβάνει καταβολήν»[229]. Είναι κέντρο παραφυσικό γιατί από εκεί προέρχονται όλα τα πάθη και οι βλάσφημοι λογισμοί. Βέβαια αυτό πρέπει να ερμηνευθή, σύμφωνα με τα προηγηθέντα, ότι μετά το άγιο Βάπτισμα η Χάρη του Θεού βρίσκεται στο κέντρο της καρδίας, ενώ ο διάβολος ενεργεί από έξω. Ο Απόστολος Πέτρος είπε στον Ανανία: «Ανανία, διατί επλήρωσεν ο σατανάς την καρδίαν σου, ψεύσασθαί σε το Πνεύμα το άγιον…;» (Πράξ. ε’, 3). Ο σατανάς εβλήθη στην καρδιά του Ιούδα: «Και δείπνου γενομένου, του διαβόλου ήδη βεβληκότος εις την καρδίαν Ιούδα Σίμωνος Ισκαριώτου ίνα αυτόν παραδώ» (Ιω. ιγ’, 2). Επίσης είναι γνωστή η διδασκαλία του Κυρίου, ότι «εκ γαρ της καρδίας εξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι» (Ματθ. ιε’, 19). Η καρδιά ακόμη είναι κέντρο υπερφυσικό, γιατί εκεί ενεργεί η Χάρη του Χριστού. Ο Απόστολος Παύλος λέγει: «Εξαπέστειλέν ο Θεός το Πνεύμα του Υιού αυτού εις τας καρδίας υμών κράζον∙ αββά ο πατήρ» (Γαλ. δ’, 6). Επίσης αλλού γράφει: «Η αγάπη του Θεού εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών» (Ρωμ. ε’, 5). Ο όσιος Θαλάσσιος γράφει ότι αγαθή καρδία φέρει αγαθές έννοιες, διότι τα ενθυμήματα της καρδίας είναι ανάλογα με τον θησαυρό της [230].
Το ότι από την καρδιά προέρχονται αγαθοί και κακοί λογισμοί δεν σημαίνει ότι υπάρχει ταυτοχρόνως στο ίδιο μέρος η Χάρη και ο σατανάς. «Φέρει μεν η καρδία και εξ αυτής λογισμούς καλούς τε και ου καλούς» όμως τις κακές έννοιες, δεν τις γεννά από την φύση της, αλλά από την μνήμη του κακού. Τους πιο πολλούς πονηρούς λογισμούς τους συλλαμβάνει η καρδιά από την πικρία των δαιμόνων. Πάντως εμείς αισθανόμαστε ότι προέρχονται από την καρδία [231]. Ο άγιος Διάδοχος τονίζει ακόμη ότι η Χάρη του Θεού με το άγιο Βάπτισμα κρύπτει τον εαυτό της «εκδεχόμενη την της ψυχής πρόθεσιν». Όταν ο άνθρωπος τηρή τις εντολές του Χριστού και μνημονεύη το Όνομα του Χριστού ακατάπαυστα, τότε το πυρ της θείας Χάριτος κινείται και στα εξωτερικά αισθητήρια της καρδίας και καταφλέγει «τα ζιζάνια της ανθρωπείας γης». Η αύρα του Αγίου Πνεύματος στην κατάσταση αυτή σβήνει τα τόξα του διαβόλου στην εξωτερική αίσθηση του σώματος, σβήνει ακόμη και τα ευρισκόμενα τόξα στον αέρα [232].
Επομένως μέσα στην καρδιά γίνεται η μεγαλύτερη μάχη. Όταν εκεί νικήση ο Χριστός και ηττηθή ο διάβολος, έρχεται ειρήνη εσωτερική και εξωτερική. Γι’ αυτό το κυριότερο έργο του αθλητού είναι, «ίνα εισελθών εις την εαυτού καρδίαν, ποιήση πόλεμον προς τον σατανάν και μισήση αυτόν»[233]. Η καρδιά που είναι κέντρο φυσικό, παραφυσικό και υπερφυσικό είναι πηγή της σαρκικής και πνευματικής ζωής, αλλά μπορεί να γίνη και πηγή του πνευματικού θανάτου.
3. Χαρακτηρισμοί της καρδιάς
Με όσα έχουμε γράψει γίνεται φανερό ότι ενώ δεν μπορεί να δοθή επακριβής ορισμός της πνευματικής καρδιάς, εν τούτοις μπορεί να ειπωθή ότι καρδιά είναι ο χώρος εκείνος που αποκαλύπτεται με την εν Χάριτι άσκηση και στον οποίο αποκαλύπτεται και κατοικεί ο Ίδιος ο Θεός. Αυτός ο χώρος είναι αντιληπτός από τον εντεταγμένο οργανικά και ουσιαστικά μέσα στην Ορθόδοξη Παράδοση.
Οι άγιοι Πατέρες, που βίωσαν αυτήν την πραγματικότητα, έχουν δώσει μερικούς χαρακτηρισμούς και εικόνες αυτής της ζωής. Θα προσπαθήσουμε στην συνέχεια να δούμε αυτούς τους χαρακτηρισμούς – προσδιορισμούς, που δείχνουν καθαρότερα την καρδιά και τον ρόλο της σε όλη την πνευματική ζωή.
Η καρδιά είναι ο χώρος όπου κατοικεί ο Θεός. «Κατοικήσαι τον Χριστόν δια της πίστεως εν ταις καρδίαις υμών» (Εφεσ. γ’, 17). «Η αγάπη του Θεού εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών δια Πνεύματος Αγίου του δοθέντος ημίν» (Ρωμ. ε’, 5). Όπως ο άνθρακας γεννά την φλόγα, «ούτω πολλώ μάλλον ο ενοικών τη καρδία Θεός από του αγίου Βαπτίσματος». Και εάν βρη τον αέρα της διανοίας μας καθαρό από ανέμους πονηρίας και εάν τηρήται από την φυλακή του νου, τότε «ανάπτει το διανοητικόν ημών προς θεωρίας, ως φλοξ κηρόν»[234]. Επειδή κατοικεί εκεί ο Θεός γι’ αυτό εκεί υπάρχουν όλοι «οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως» οι απόκρυφοι. Φανερώνονται δε στην καρδιά ανάλογα με την κάθαρση του καθενός, που επιτυγχάνεται με τις εντολές [235]. Μέσα στο ψυχικό έσοπτρο «τυπούσθαι και φωτεινογραφείσθαι Ιησούς Χριστός πέφυκεν, η του Θεού Πατρός σοφία και δύναμις». Μέσα στην καρδιά πρέπει να αναζητήσουμε την Βασιλεία του Θεού και εάν καθαρίσουμε το όμμα του νου θα βρούμε εκεί πραγματικά την Βασιλεία του Θεού, τον κόκκο και τον μαργαρίτη, την ζύμη και πολλά άλλα. Μέσα στην καρδιά θα βρούμε την θεότητα. «Η βασιλεία των ουρανών εντός ημών εστι∙ δηλών μένουσαν ένδον καρδίας την θεότητα»[236].
Μένοντας μέσα στην καρδιά ο Θεός διδάσκει και γράφει τα δόγματα και τον νόμο Του. Επομένως η καρδιά είναι εκείνος ο χώρος όπου γράφονται οι εντολές του Θεού. Ο Απόστολος Παύλος βεβαιώνει: «Οίτινες ενδείκνυνται το έργον του νόμου γραπτόν εν ταις καρδίαις αυτών» (Ρωμ. β’, 15). Μέσα στην καρδιά ο Θεός «τους ιδίους νόμους εγγράφει»[237]. Εκεί ο άνθρωπος γνωρίζει «τους λόγους, αλλά και αυτόν ποσώς μετά την των όλων διάβασιν ενορά τον Θεόν»[238]. Μέσα στην καρδιά βρισκόμενος και αναπαυόμενος ο Θεός «αξιοί τα ίδια γράμματα δια του Πνεύματος εγχαράττειν»[239]. Έτσι οι άγιοι, έχοντες τον Θεό μέσα στην καρδιά και αξιούμενοι της εγγραφής του νόμου του Θεού, αποκτούν τον νου του Χριστού, σύμφωνα με τον λόγο του Αποστόλου «ημείς δε νουν Χριστού έχομεν» (Α’ Κορ. β’, 16). Ο νους του Χριστού τον οποίον λαμβάνουν οι άγιοι δεν είναι κατά στέρηση της νοεράς δυνάμεως ούτε «ως συμπληρωματικός του ημετέρου νοός» ούτε «μεταβαίνων ουσιωδώς καθ’ υπόστασιν εις τον ημέτερον νουν, αλλ’ ως τη οικεία ποιότητι την του ημετέρου νοός λαμπρύνων δύναμιν και προς την αυτήν εαυτώ φέρων ενέργειαν». Δηλαδή η δύναμη του νου μας, χωρίς να χάνεται, λαμπρύνεται από την ενέργεια του Χριστού. Το «νουν Χριστού έχομεν» σημαίνει, κατά τον άγιο Μάξιμο, «τον κατ’ αυτόν νοούντα και δια πάντων αυτόν νοούντα»[240]. Ο άνθρωπος σκέφτεται σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, έχει αέναη μνήμη Θεού. Αυτό το ίδιο γίνεται και με την επιθυμία. Διαρκώς επιθυμεί ό,τι θέλει ο Θεός και επιθυμεί ακόρεστα Αυτόν. Ο όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός αναφέρει τον λόγο του Μ. Βασιλείου, ότι, όταν ο Θεός βρη καθαρή την καρδιά του ανθρώπου από κοσμικά πράγματα και μαθήματα, τότε «ως πτυχείον άγραφον γράφει τα εαυτού δόγματα»[241]. Έτσι σ’ αυτήν την κατάσταση γίνεται λόγος για την «δογματική συνείδηση». Ο άνθρωπος γνωρίζει από την πείρα του τα δόγματα της Εκκλησίας, αφού έχει την ζωή του Θεού μέσα στην καρδιά του. Χρειάζεται να αγωνισθούμε για να ενοικήσουμε τον Χριστό μέσα στην καρδιά μας, γιατί τότε αυτός ο Ίδιος ο Θεός «διδάσκει ημάς ασφαλώς του νόμους αυτού τηρείν»[242].
Η καρδιά είναι ο άδης στο οποίο κατεβαίνει ο Χριστός και ελευθερώνει την ψυχή του ανθρώπου. Όπως κατέβηκε στον άδη στον ελευθέρωσε τις ψυχές των δικαίων, έτσι ο Χριστός κατεβαίνει στον άδη, που λέγεται βάθος της καρδιάς. Ο άγιος Μακάριος διδάσκει ότι, όταν ακούμε ότι ο Κύριος, αφού κατήλθε στον άδη, ελευθέρωσε τις ψυχές, δεν πρέπει να νομίζουμε ότι αυτά είναι μακράν από ό,τι και τώρα γίνεται. Το μνημείο είναι η καρδιά. Ο Κύριος έρχεται «εις τας εν άδου επιβοωμένας αυτόν ψυχάς», στο βάθος δηλαδή της καρδιάς, και μετά από διάλογο με τον θάνατο, «τον βαρύν λίθον διάρας, τον τη ψυχή επικείμενον, τον τε τάφον ανοίγει και τον εν αληθεία νεκρόν ανιστά και της αφεγγούς φυλακής την εγκεκλεισμένην ψυχήν απαλλάττει»[243].
Καρδιά είναι η γη όπου σπείρεται από τον Κύριο ο κόκκος σινάπεως. Κατά τον άγιο Μάξιμο «κόκκος του σινάπεώς εστίν ο Κύριος, κατά πίστιν εν πνεύματι σπειρόμενος εν ταις καρδιαίς των δεχομένων»[244].
Καρδιά είναι ο ναός και το θυσιαστήριο, ο ιερός εκείνος χώρος στον οποίο δοξάζεται και αγιάζεται ο Κύριος. Ο Απόστολος Πέτρος παραγγέλλει:» Κύριον τον Θεόν αγιάσατε εν ταις καρδίαις υμών» (Α’ Πέτρ. γ’, 15). Όλα τα φαινόμενα, κατά τον Μακάριο, είναι σκιαί των κρυφίων. Ο ορώμενος ναός είναι τύπος του ναού της καρδίας. Ο ιερεύς που τελεί τα άγια Μυστήρια είναι τύπος «του αληθινού ιερέως της του Χριστού χάριτος»[245]. Μέσα στον πνευματικό και αληθινό αυτόν ναό, που είναι το βάθος της καρδιάς, γίνεται αέναη λειτουργία στον αναγεννημένο άνθρωπο: «Λαλούντες εαυτοίς ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς, άδοντες και ψάλλοντες εν τη καρδία υμών τω Κυρίω» (Εφεσ. ε’, 19). Η καρδιά που δεν έχει λογισμούς και ενεργείται υπό του Πνεύματος είναι «ιερατείον αληθινόν και  προ της μελλούσης βιώσεως»[246]. Η καρδιά είναι ναός και θυσιαστήριο. Ο άγιος Ιωάννης Σιναΐτης διδάσκει ότι άλλο είναι «επισκοπείν συχνοτέρως τη καρδία και άλλο επισκοπεύσαι καρδίας», δηλαδή άλλο είναι να επισκοπή κανείς, να εποπτεύη συχνότερα την καρδιά, και άλλο να επισκοπεύη, δηλαδή να κάνη χρέη επισκόπου. Στην πρώτη περίπτωση ο νους είναι άρχοντας, στην δεύτερη περίπτωση είναι αρχιερεύς που προσφέρει λογικές θυσίες [247]. Η καρδιά ακόμη είναι και το αγιαστήριο όπου βρίσκεται το πυρ [248]. Είναι αυτό που ένοιωθαν οι δυο Μαθηταί πορευόμενοι προς Εμμαούς την ώρα που τους μιλούσε ο Χριστός: «ουχί η καρδία ημών καιομένη ην εν ημίν, ως ελάλει ημίν εν τη οδώ και ως διήνοιγεν ημίν τας γραφάς;» (Λουκ. κδ’, 32). Η καρδιά είναι «αίθουσα δεξιώσεως Κυρίου»[249].
Καρδιά είναι το αγγείον που έχει το έλαιον, δηλαδή την θεία Χάρη. Κατά τον Μακάριο τον Αιγύπτιο «αι νήψασαι πέντε παρθένοι εκείναι και το ξένον της εαυτών φύσεως έλαιον εν τοις αγγείοις παραλαβούσαι της καρδίας, τούτο δε εστιν η Χάρις του Πνεύματος, εδυνήθησαν εις τον νυμφώνα συνεισελθείν τω νυμφίω»[250]. Έτσι η καρδιά είναι το αγγείο, στο οποίο ο φρόνιμος άνθρωπος διαφυλάττει την Χάρη του Παναγίου Πνεύματος και κατ’ αυτόν τον τρόπο εισέρχεται στον νυμφώνα για να ευφραίνεται με τους γάμους του νυμφίου.
Η καρδιά είναι ο αγρός μέσα στον οποίο είναι κεκρυμμένος ο θησαυρός, που, όταν τον βρη ο άνθρωπος, πωλεί τα πάντα για να τον αγοράση [251]
Η καρδιά είναι η εικόνα της Καινής Διαθήκης ή μάλλον η Καινή Διαθήκη είναι τύπος της καθαρότητος της καρδιάς και της τηρήσεως και φυλακής του νου [252]. Η Παλαιά Διαθήκη είναι εικών της εξωτέρας και αισθητής σωματικής ασκήσεως, «το δε άγιον Ευαγγέλιον, ο εστιν η Καινή, εικών της προσοχής, ήγουν της καθαρότητος της καρδίας»[253].
Η καρδιά είναι ο ουρανός. Όπου υπάρχει ταπείνωση και μνήμη Θεού «εκ νήψεως συνεστώσα και προσοχής, προσευχής τε πυκνότης κατ’ εχθρών εστηλωμένη, έστιν άρα εκεί ο τόπος του Θεού∙ ήτοι καρδιακός ουρανός»[254].
Μέσα στην καρδιά γίνεται ο αρραβών του Πνεύματος: «Ο Θεός ο «δους τον αρραβώνα του Πνεύματος εν ταις καρδίαις ημών» (Β’ Κορ. α’, 22).
Η καρδιά είναι οι πλάκες επάνω στις οποίες εγγράφεται η επιστολή του Θεού. «Η επιστολή ημών υμείς εστε, εγγεγραμμένη εν ταις καρδίαις ημών… εγγεγραμμένη ου μέλανι, αλλά Πνεύματι Θεού ζώντο, ουκ εν πλαξί λιθίναις, αλλά εν πλαξί καρδίαις σαρκίναις» (Β’ Κορ. γ’, 2-3).
Η καρδιά είναι ο χώρος στον οποίο λάμπει το Φως του Θεού. «Ος έλαμψεν εν ταις καρδίαις ημών προς φωτισμόν της γνώσεως της δόξης του Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού» (Β’ Κορ. δ’, 6).
Μέσα στην καρδιά βεβαιώνεται ο άνθρωπος για την υιοθεσία και εκεί ακούγεται καθαρά η φωνή του Θεού: «ότι δε εστε υιοί, εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του υιού αυτού εις τας καρδίας υμών κράζον∙ αββά ο πατήρ» (Γαλ. δ’, 6). Αφού εκεί αναπαύεται ο Θεός, εκεί ομιλεί με τον άνθρωπο. Εκεί ακούγεται καθαρά και ευκρινώς ο λόγος του Θεού.
Στην καθαρή καρδιά υπάρχουν και οι οφθαλμοί με τους οποίους βλέπει τα μυστήρια του Θεού. «Ο πατήρ της δόξης, δώη υμίν… πεφωτισμένους τους οφθαλμούς της καρδίας υμών, εις το ειδέναι υμάς τις εστιν η ελπίς της κλήσεως αυτού…» (Εφεσ. α’, 17-18).
Στην καρδιά επικρατεί η ειρήνη του Θεού: «και η ειρήνη του Θεού βραβευέτω εν ταις καρδίαις υμών» (Κολ. γ’, 15).
Η καρδιά είναι η κιθάρα, χορδές είναι οι αισθήσεις, πλήκτρο η διάνοια η οποία δια του λογικού κινεί ενδελεχώς το πλήκτρο που είναι η μνήμη του Θεού, «εξ ης ηδονή τις άρρητος τη ψυχή επιγίνεται και τω καθαρώ νοΐ τας θείας αυγάς ενοπτρίζεται»[255].
Η καρδιά είναι η πηγή από την οποία, με την προσευχή και την θέρμη, εξέρχεται ύδωρ «εκ του ζωοποιού πνεύματος»[256].
Η καρδιά είναι ο εντός ημών άνθρωπος [257].
Αυτές και πολλές άλλες εικόνες και χαρακτηρισμούς χρησιμοποιούν οι άγιοι Απόστολοι και άγιοι Πατέρες για να παρουσιάσουν και να εκφράσουν την καρδιά. Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι καρδιά είναι «ο εντός ημών άνθρωπος», ο χώρος εκείνος που αποκαλύπτεται με την εν Χάριτι άσκηση και στον οποίο αποκαλύπτεται και κατοικεί ο Θεός. Είναι ο πνευματικός ναός που τελείται αέναη θεία Λειτουργία, προσφέρεται αέναη δοξολογία προς τον Θεό. Αυτός ο χώρος, ο άγνωστος για τους πολλούς, αλλά γνωστός για τους αγίους, ζωογονεί τον άνθρωπο.
[204] Γεροντικόν, εκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 102, ι’
[205] Φιλοκαλία Α’, σελ. 119, ρμθ’
[206] αγ. Μακαρίου, Φιλοκαλία Γ’, σελ. 205, στ. 1-2
[207] Αρχιμ. Σωφρονίου: Γέρων Σιλουανός, εκδ. Ορθ. Κυψέλη σελ 241
[208] ένθ. ανωτ. σελ. 12
[209] Φιλοκαλία Β’, σελ. 48, ογ’
[210] Φιλοκαλία Δ’, σελ. 132-133
[211] ένθ. ανωτ. σελ. 133, γ’
[212] ένθ. ανωτ. σελ. 26, στ. 12-15
[213] αγ. Διαδόχου Φωτικής: Τα εκατόν… ένθ. ανωτ. σελ. 169, οζ’
[214] ένθ. ανωτ. σελ. 174, οθ’
[215] ένθ. ανωτ. σελ. 167, οστ’
[216] ένθ. ανωτ. σελ. 174, οθ’
[217] ένθ. ανωτ. σελ. 189, πδ’
[218] Φιλοκαλία Δ’, σελ. 6, στ. 9-11
[219] ένθ. ανωτ. σελ. 6, στ. 29-31
[220] Archimandrite Sophrony, His life is mine, London, σελ. 44
[221] ένθ. ανωτ. σελ. 43
[222] ένθ. ανωτ. σελ. 43
[223] ένθ. ανωτ. σελ. 42
[224] ένθ. ανωτ. σελ. 44
[225] Γρηγορίου Παλαμά έργα, Ε.Π.Ε. τόμος 2ος, σελ. 124-126
[226] ένθ. ανωτ. σελ. 236
[227] Αρχιμ. Σωφρονίου: Γέρων Σιλουανός, εκδ. Ορθ. Κυψέλη σελ 47-48
[228] Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, εκδ. Σχοινά, Βόλος 1969, σελ. 109-113
[229] ένθ. ανωτ. σελ.110
[230] Φιλοκαλία Β’, σελ. 209, πε’
[231] αγ. Διαδόχου Φωτικής: Τα εκατόν… ένθ. ανωτ. σελ. 187, πγ’
[232] ένθ. ανωτ. σελ. 190-191
[233] αγ. Μακαρίου Μεγάλου, Φιλοκαλία Δ’, σελ. 24, στ.8-10
[234] Ησυχίου Πρεσβυτέρου, Φιλοκαλία Α’, σελ. 157, ρδ’
[235] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 48, ο’
[236] Φιλοθέου Σιναΐτου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 282, κγ’
[237] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 85, πα’
[238] ένθ. ανωτ. σελ. 85, π’
[239] ένθ. ανωτ. σελ. 85, π’
[240] ένθ. ανωτ. σελ. 85-86, πγ’
[241] Πέτρου Δαμασκηνού, Φιλοκαλία Γ’, σελ. 68, στ. 29-33
[242] Αββά Φιλήμονος Φιλοκαλία Β’, σελ. 246, στ. 10-19
[243] Φιλοκαλία Γ’, σελ. 219, ριστ’
[244] Φιλοκαλία Β’, σελ. 71, ια’
[245] Φιλοκαλία Γ’, σελ. 217, ριγ’
[246] αγ. Γρηγορίου Σιναΐτου, Φιλοκαλία Δ’, σελ. 31, ζ’
[247] Ιω, Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 163, νβ’
[248] ένθ. ανωτ. σελ. 125, ζ’
[249] Επισκ. Θεοφάνους, Νοερά άθλησις, έκδ. Β’, υπό Γέρ. Κλήμεντος Άγιον Όρος, 1978, σελ. 141
[250] Φιλοκαλία Γ’, σελ. 197, ξε’
[251] Ματθ. ιγ’, 44 και αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 48, οα’
[252] Ησυχίου Πρεσβυτέρου, Φιλοκαλία Α’, σελ. 158, ριγ’
[253] ένθ. ανωτ. σελ. 158, ριβ’
[254] Φιλοθέου Σιναΐτου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 275, δ’
[255] Καλλίστου Πατριάρχου, Φιλοκαλία Δ’, σελ. 296, γ’
[256] Γρηγορίου Σιναΐτου, Φιλοκαλία Δ’, σελ. 86-87
[257] αγ. Γρηγορίου Παλαμά, Φιλοκαλία Δ’, σελ. 109

Share Button