Στιγμιότυπα από το βίο του Ιωακείμ Σπετσιέρη Νεοσκητιώτη (†Σεπτέμβριος 1943)

Ο Ιωακείμ, κατά κόσμον Ιωάννης Σπετσιέρης, καταγόταν από την Κεφαλλονιά. Ο πατέρας του, αγρότης στο επάγγελμα, ήταν πολύ πνευματικός άνθρωπος. Την ώρα της εργασίας του έψαλλε διάφορα τροπάρια. Ιδιαίτερα του άρεσαν τα ιερά άσματα του Τίμιου Σταυρού: “Σταυρός ο φύλαξ πάσης της οικουμένης… και των δαιμόνων το τραύμα”, θύμωσε ο καταραμένος μια νύχτα μαζί του και τον χτύπησε στο πόδι πολύ άσχημα. Χωρίς να αρρωστήση, ζήτησε πνευματικό, και αφού εξομολογήθηκε του είπε: Την τάδε ημέρα νάρθης να με κοινωνήσης, διότι θα πεθάνω. Προ τριών ημερών, προγνώρισε το θάνατο του. Ο π. Ιωακείμ έλειπε από το σπίτι γι αυτό είπαν οι δικοί του να τον ειδοποιήσουν να έρθη. Ο πατέρας του όμως τους απάντησε: Μην κάνετε τίποτα, δεν προφταίνει να ελθη…
* Σε ηλικία 18 περίπου ετών ο κ. Ιωακείμ ήλθε στο Άγιον Όρος. Περπάτησε από τη Θεσσαλονίκη με τα πόδια για να φτάση στο “Περιβόλι της Παναγίας μας”. Πέρασε από το Βατοπέδι, όπου θέλησαν να τον κρατήσουν. Δεν έμεινε όμως εκεί, εξ αιτίας ενός σκανδάλου που συνέβη.

Από το Βατοπέδι ο π. Ιωκείμ ήλθε στη Νέα Σκήτη, και συγκεκριμένα στην καλύβη των Αγίων Αναργύρων, μία από τις παλαιότερες Νεοσκητιώτικες καλύβες, η οποία τιμάται με την εορτή του «Γενεσίου της Θεοτόκου». Ίσως εγνώριζε τους γεροντάδες, τον γέροντα του π. Χριστόφορο, και τον π. Συνέσιο.
* Ο π. Χριστοφόρος είχε κάμει κοινόβιο στο Κουτλουμούσι, ήταν δε πολύ αυστηρός. ΄Εστελνε τον π. Ιωακείμ να δουλεύη όλη μέρα στην κατασκευή του υδραγωγείου. Τη νύχτα, ενώ ο π. Ιωακείμ διάβαζε το Μηναίο ή το ψαλτήρι, αποκοιμόταν από την κούραση. Τότε έπαιρνε το βιβλίο ο γέροντας και χτυπώντας τον στοργικά στην πλάτη, του έλεγε:
-Πέθανε, και θα πας στον Παράδεισο…
* Σε νεαρά όμως ηλικία ο π. Ιωακείμ είχε προσβληθή από την επικίνδυνη τότε αρρώστεια της φυματιώσεως. ΄Ενα Σάββατο οι γεροντάδες πήγαν στο κοιμητήρι και τον άφησαν μόνο του στο σπίτι. Ο π. Ιωακείμ παρακαλούσε την Παναγία μας να μεσιτεύση να φύγη απ’ αυτή τη ζωή για να μην κουράζη τους γεροντάδες του. Τότε του παρουσιάστηκε η Παναγία μας. Φαινόταν από τη μέση και πάνω ενώ από τη μέση και κάτω βρισκόταν μέσα σε μια φωτιά και του είπε: Ο ελπίζων εις εμέ δεν φοβάται ούτε σε τούτη ούτε στην άλλη ζωή.
* Κάποτε ο π. Ιωακείμ μαζί με τον υποτακτικό του, π. Θεοφύλακτο, πήγαν στην Ι. Μ. Αγ. Παύλου, στην εορτή της Υπαπαντής, όπου πανηγύριζε η μονή. Εκεί βρισκόταν και ο εν Αγίω Όρει παρεπιδημών άγιος Μηλιτουπόλεως Ιερόθεος. Στη Θεία Λειτουργία, και συγκεκριμένα στο σημείο του καθαγιασμού των Τιμίων δώρων, ο π. Ιωακείμ είδε μια λάμψη, σαν φως που εκπέμπει ένας προβολέας, να έρχεται από τον κουμπέ και να επισκιάζη τα Τίμια Δώρα. Το είπε στον υποτακτικό του με τον όρο να μην το πη πουθενά όσο θα ζούσε.
* Ο π. Ιωακείμ με τον Μητροπολίτη Βόλου Γερμανό είχε αγαθές σχέσεις. Πήγαινε συχνά στην επαρχία του, όπου εκήρυττε και εξομολογούσε. Μία ευσεβής κυρία, ονομαζόμενη Ανδρομάχη, που για την ελεημοσύνη της ένας άγιος ασκητής την ονόμασε Ταβιθά και Φτωχομάνα (αργότερα έγινε μοναχή και ονομάστηκε Μάρθα, και αυτή έδωσε τα στοιχεία για τη σύνταξη της βιογραφίας του παπα -Πλανά) διηγήθηκε στον π. Θεοφύλακτο, τον υποτακτικό του π. Ιωακείμ, το εξής: Κάποια φορά που λειτουργούσε ο Γέροντας στον ΄Αγιο Νικόλαο Βόλου, συνέβη να βρίσκομαι κι εγώ εκεί. Στην ώρα της Μεγάλης Εισόδου, τον είδα να μήν πατάη στη γη…
* ΄Οταν δεν κοινωνούσε ο υποτακτικός του, δεν τον άφηνε να διαβάζη την ακολουθία της Ευχαριστίας της Θ. Μεταλήψεως. Έλεγε: Εγώ κοινώνησα, εγώ πρέπει να την διαβάσω. Σε μια θεία Λειτουργία, ενώ τελείωσε και ετοιμαζόταν να εξέλθη από το ιερό, τον έπιασαν τα δάκρυα. Τότε ο υποτακτικός του μπήκε στο ιερό και τον ρώτησε παραξενεμένος: “Γέροντα μου, γιατί κλαις; Μήπως σε στενοχώρησα εγώ και δεν το ξέρω;”.
“Όχι παιδί μου” του απαντά, “να, θυμήθηκα την Παναγίτσα μας”. ΄Ισως είδε κάτι και ήθελε να το σκεπάση.
Είχε μεγάλη ευλάβεια στην Παναγία μας, και συχνά την προσφωνούσε: “Παναγούλα μου, Παναγίτσα μου”.
* Μετά την ακολουθία διάβαζαν την παράκληση της Παναγίας μας, και αφού έκαμε απόλυση, έλεγε στον υποτακτικό του: “Κάνε τώρα π. Θεοφύλακτε, έναν καφέ να πιούμε, με την ευλογία της Παναγίτσας μας”. Μπορούσε να περάση με έναν καφέ και λίγο ψωμί όλη μέρα. Ήταν πολύ εγκρατής. Νερό μόνο στην τράπεζα έπινε. Μερικοί του έλεγαν: “Πνευματικέ, και το νερό νηστεύεις;”. Στον υποτακτικό του απαγόρευε να πιη νερό μετά το Απόδειπνο. Του έλεγε: “Κάνε υπομονή να έχης μισθό. Πως υπέμεναν οι πατέρες;”.
* Τις ακολουθίες τις διάβαζε πάντα μέσα στην εκκλησία, ακόμα και το χειμώνα, χωρίς ν’ ανάβη φωτιά. “Μερικές φορές”, λέει ο π. Θεοφύλακτος, “ξύλιαζαν τα πόδια μου από το πολύ κρύο. Κι ο γέροντας με παρηγορούσε λέγοντας: Παιδί μου, οι άγιοι Πατέρες προσεύχονταν πάνω στους στύλους, και μεις μέσα στο σπίτι θέλουμε φωτιά; “Εχουμε χρήματα να πάρουμε ξύλα, αλλά καλό είναι να ταλαιπωρήσουμε λίγο το σώμα μας”.
* Στα πνευματικά του καθήκοντα ήταν πολύ αυστηρός. Ζηλωτής της καθαράς αναγνώσεως και της αρμονικής ψαλμωδίας. ΄Εψαλλε αργά και διάβαζε αργά με κατάνυξη. Μια φορά στο Κυριακό ένας μοναχός διάβαζε γρήγορα και τον παρετήρησε: “τι διαβάζεις γρήγορα; Εδώ κάνεις προσευχή”.
Στον υποτακτικό του έλεγε: “Μή διαβάζης γρήγορα, γιατί θα χαλάσης τη γλώσσα σου και θα συνηθίσης στη βιασύνη”.
* Σε κάποια καλύβη της Ν. Σκήτης ασκήτευε ο πατήρ Ν. Ο πατήρ Ν. τη συνεργεία του πονηρού φθονούσε τον πατέρα Ιωακείμ. Κάθε φορά που έβγαινε από την καλύβη του ο π. Ιωακείμ, μόλις τον αντίκρυζε από μακρυά, τον ύβριζε “πλανεμένε, κατηραμένε, καρδινάλιε κλπ.” Ο π. Ιωακείμ δεν μιλούσε καθόλου. Ένας μοναχός πήγε στον π. Ιωακείμ και του λέει: “ο π. Ν. σε κατηγορεί συνέχεια”. Τότε ο π. Ιωακείμ σε έντονο ύφος του λέει:
“Δεν σου επιτρέπω να κατηγορής τον ευεργέτη μου”, και τον έδιωξε. Ο μοναχός έτρεξε στον π. Ν. και του είπε το γεγονός. Ο π. Ν όταν άκουσε αυτό, κατανύγηκε, μετάνοιωσε, πήγε στον π. Ιωακείμ, έβαλε μετάνοια και ζήτησε να τον συγχώρεση. Από τότε πήγαινε τακτικά στον π. Ιωακείμ˙ Έτσι με την ανεξικακία του ο π. Ιωακείμ νίκησε και βοήθησε ένα αδελφό να απαλλαγή από το πάθος του.
* Ο παππούς του ήταν ιερεύς έγγαμος και ονομαζόταν Ιωάννης. Όταν γεννήθηκε ο π. Ιωακείμ, κατά κόσμον Ιωάννης, ο παππούς του προείπε ότι θα γίνη ιερεύς και θα πάρη το όνομά του, δηλαδή Ιωάννης. Τέτοια αρετή είχε ο παππούς εκείνος, ώστε προγνώρισε ακόμα και το θάνατό του. Στο τέλος μιας λειτουργίας βγήκε στην Ωραία Πύλη και είπε στο εκκλησίασμα: Αυτή εδώ είναι η τελευταία μου λειτουργία. Πήγε στην κόρη του, που ήταν παντρεμένη και του προσέφεραν καφέ. Κι’ εκεί ακόμη τους είπε: Τούτος είναι ο τελευταίος καφές που πίνω…
* Μια φορά που ταξίδευε ο γέροντας για τον Πειραιά με καράβι, έπιασε μεγάλη θαλασσοταραχή και ο καπετάνιος φοβήθηκε. Οι επιβάτες και ιδίως τα γυναικόπαιδα έκλαιγαν. Δημιουργήθηκε πανικός. Ο γέροντας πήγε κάτω στο καράβι, σε μια γωνιά και ξάπλωσε. Έτσι όπως ήταν, βλέπει ένα περιστέρι που πέταγε πάνω του και του έλεγε: “Κοιμάσαι:”
– “Ναι”
– “Εγώ όμως ξαγρυπνώ για να σε φυλάω. Πήγαινε και πες στο πλήρωμα ότι θα πάνε όλοι καλά στον Πειραιά, χωρίς να πάθη κανείς τίποτε”. Ο γέροντας ανέβηκε επάνω και ενθάρρυνε τους επιβάτες. Πράγματι έφτασαν σώοι στον Πειραιά.
* Κάποια Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ο γέροντας ήθελε να πάη έξω να εξομολογήση. Οι συγκοινωνίες τότε ήταν δύσκολες. Έστειλε τον υποτακτικό του στη διπλανή σκήτη της Αγ. ΄Αννης, να ειδοποιήση τον καπετάνιο, όταν πάη στη Δάφνη, να πιάση στο μουράγιο της Ν. Σκήτης να τον πάρη. Ο καπετάνιος όμως δεν θέλησε να τον πάρη, και έφυγε για τη Δάφνη. Γύρισε ο γέροντας και βεβαίωσε τον υποτακτικό του: “Θα φύγω σήμερα. Ρώτησα την Παναγίτσα μας και μου είπε ότι θα φύγω”. Ο π. Θεοφύλακτος έλεγε μέσα του: “τι λέει ο γέροντας μου; Πως θα φύγη αφού δεν υπάρχει συγκοινωνία; Με τι θα πάη;”. Σε λίγο ήρθε ένα καράβι από τη Σκόπελο στη Νέα Σκήτη, και έφερε λάδι και κρασί. Ο καπετάνιος ήταν γνωστός με τον γέροντα. Κάθε φορά που θα ερχόταν στη Νέα Σκήτη, έπρεπε να επισκεφθή το γέροντα, να πάρη την ευλογία του. Έτσι και τώρα. Ανέβηκε με τους υπολοίπους του στο καλύβι και ο γέροντας κέρασε καφέ, ρακί κλπ. Την ίδια μέρα έφυγε έξω μ’ αυτούς.
* Ο π. Ιωακείμ πάντα όταν ήθελε να κάνη κάτι, έπρεπε να ρωτήση την Παναγία μας η τους Άγιους Αναργύρους. Τίποτε δεν έκανε χωρίς την ευλογία τους. Μια φορά ο π. Χρυσόστομος (μοναχός της Ν. Σκήτης, κοιμήθηκε το 1975) πήγε στον π. Ιωακείμ και του ζήτησε να έρθη στο σπίτι του να λειτουργήση.
-Πάτερ Χρυσόστομε, του λέει, θα ρωτήσω τους Αγίους Αναργύρους και αν μου δώσουν ευλογία θάρθω. Πήγε λοιπόν μπροστά στην εικόνα των Αγίων και προσευχήθηκε. Κατόπιν γύρισε και είπε στον π. Χρυσόστομο:
-Θάρθω, μου έδωσαν ευλογία οι Άγιοι.
* Κάποτε πήγε σ’ ένα σπίτι της Σκήτης να λειτουργήση. ΄Οταν τελείωσαν είπε στον υποτακτικό του:
-Άλλη φορά δεν πάω σ’ αυτό το σπίτι να λειτουργήσω, γιατί είδα κακό σημείο.
Τι είδε, δεν το είπε. Ο γέροντας της καλύβης εκείνης — ήταν τότε η εποχή της αλλαγής του ημερολογίου – κατέκρινε συνεχώς ιερείς, αρχιερείς,…
* Κάποιος γέροντας πήγαινε στο γέροντα Ιωακείμ και κατέκρινε συζητώντας για την αλλαγή του ημερολογίου. Εκφραζόταν δε πολύ άσχημα. Ο π. Ιωακείμ, αφού τον υπέμεινε αρκετές φορές λέει κάποια μέρα στον υποτακτικό του π. Θεοφύλακτο. “Δείξε σε παρακαλώ τον δρόμο στον π. Δ.” Από τότε ο π. Δ. δεν ξαναπήγε σπίτι του.
Εφάρμοζε σε τέτοιες περιπτώσεις ο γέροντας το ψαλμικό: “Τον καταλαλούντα λάθρα τον πλησίον αυτού, τούτον εξεδίωκον” (Ψαλμ. Ρ’5).
* Ο π. Ιωακείμ ήταν ολιγόλογος. Ποτέ δεν κατέκρινε κανένα. Πέρναγε τις ώρες του με τις ακολουθίες, τη μελέτη, την προσευχή, την συγγραφή. Σε σπίτια δεν πήγαινε, εκτός εξαιρέσεων. Ήταν σοβαρός.
Κάποια μέρα ένας μοναχός πηγαίνοντας στο σπίτι του π. Ιωακείμ και αστειευόμενος, αποκαλούσε τον υποτακτικό του Αββά. Αφού επαναλήφθηκε αυτό αρκετές φορές, τους λέει: “Βάλτε μετάνοια και οι δυο και να μην επαναληφθή, γιατί θα σας βάλω κανόνα. Αστεία δεν χρειάζονται στους καλογήρους”.
* “Μοναχός που δεν έχει ταπείνωση”, συνήθιζε να λέη, “πρόσωπο Θεού δεν βλέπει”.
* Ως εξομολόγος αντιμετώπισε και δύσκολες περιπτώσεις. Ήταν αυστηρός στην τήρηση των κανόνων. Μια φορά ήρθε ένας μοναχός από ένα ιδιόρρυθμο μοναστήρι να εξομολογηθή. Πριν τον εξομολογήση τον ρώτησε:
-΄Εχετε αγένεια στο μοναστήρι; Τρώτε κρέας; Και σαν του απάντησε καταφατικά ο μοναχός, λέει:
-Πήγαινε, δεν σε αναλαμβάνω. Αυτά τα δυο είναι αρκετά να σε κολάσουν.
* Στην Νέα Σκήτη δεν γινόταν αγρυπνία στο Καθολικό τον δεκαπενταύγουστο, επειδή πανηγυρίζει η καλύβη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και γίνεται εκεί αγρυπνία..
Στίς μέρες του π. Ιωακείμ, ευρίσκονταν σ’ όλη τη Σκήτη 80 – 100 πατέρες που μπορούσαν να κάνουν δυο αγρυπνίες. Ενώ κοιμόταν ο π. Ιωακείμ, του παρουσιάστηκε ένας άγγελος και τον γύρισε στις Σκήτες και στα Μοναστήρια του Αγίου Όρους.
Του έλεγε:
-Βλέπεις: Εδώ κάνουν ολονυκτία προς τιμήν της Παναγίας, εδώ επίσης αγρυπνούν. Εσείς γιατί δεν κάνετε αγρυπνία;
Κατόπιν του παρουσίασε μοναχούς της Νέας Σκήτης να κόβουν ξύλα και να τα μεταφέρουν.
Και συμπλήρωσε:
-Να εργάζονται μπορούν, να κάνουν αγρυπνία δε μπορούν. Την επομένη χρονιά ο π. Ιωακείμ με δικά του έξοδα έκαμε αγρυπνία στο Καθολικό, και έτσι έγιναν δύο αγρυπνίες στη Ν. Σκήτη το δεκαπενταύγουστο.
* Κάποτε που ευρισκόταν στην Αθήνα, στο μετόχι του Παναγίου Τάφου, αντιμετώπισε επιτυχώς μια δύσκολη περίπτωση: Μια κοπέλλα, κόρη γραμματέως της πρεσβείας, ήλθε σε παράνομες σχέσεις με ένα μανάβη, και πήρε την απόφαση να αυτοκτονήση. Σκεπτόταν να πέση μέσα στο πηγάδι που είχαν στο σπίτι, αλλά δίσταζε. Αποφάσισε τελικά να πάη στο Φάληρο και εκεί να πνιγή. Καθ’ οδόν θυμήθηκε τον π. Ιωακείμ, και σκέφτηκε να περάση να τον δη και κατόπιν να πραγματοποιήση το σχέδιο της. Πράγματι πήγε, βρήκε – κατ’ οικονομίαν Θεού – τον π. Ιωακείμ και του είπε την απόφασή της. Της λέει ο π. Ιωακείμ:
-Κάθισε εκεί και θα γυρίσω. Τρέχει γρήγορα στο ναό των Αγίων Αναργύρων και έκανε πύρινη προσευχή για την ψυχή που κινδύνευε. Μετά επέστρεψε στην κοπέλλα και της είπε:
-Θα κάνης ο,τι θα σου πω.
-Πάτερ, εγώ θα πάω να πνίγω, δεν θα σ’ ακούσω. Και ο γέροντας τη συμβούλεψε τα εξής: -θα πας στη μητέρα του και θα της πης; “Από σήμερα είμαι κόρη σου”. Πράγματι πήγε και έκανε υπακοή σ’ ο,τι την συμβούλεψε ο π. Ιωακείμ.
Η μητέρα του μανάβη συγκινήθηκε τόσο πολύ, ώστε είπε:
-Είμαι ανάξια να έχω τέτοια κόρη. (Η κοπέλλα ήταν μορφωμένη, ήξερε αρκετές γλώσσες). Οι προσευχές του γέροντα κατέβασαν τον ουρανό στη γη και εξουδετέρωσαν κάθε αντίσταση. Το βράδυ ήρθε και το παλληκάρι και αποφάσισαν να γίνη ο γάμος. Μια μέρα, μετά από χρόνια, ο π. Ιωακείμ βάδιζε στους δρόμους της Αθήνας, και άκουσε μια φωνή:
-Π. Ιωακείμ, π. Ιωακείμ. Γυρίζει, βλέπει μια γυναίκα να τον πλησιάζη λέγοντας: Δε με γνωρίζεις; Εγώ είμαι που ήθελα να πνιγώ και με έσωσες. Να ο άντρας μου, να και το παιδί μου! Τέτοια δύναμη είχαν οι προσευχές του γέροντα, ώστε έκαναν ψυχολογικές νεκραναστάσεις.
* Στή Λαμία κάποιος εκκλησιαστικός επίτροπος δεν χώνευε τον π. Ιωακείμ. Μια παραμονή, Κυριακής η εορτής, είπε στον π. Ιωακείμ:
-Αύριο δεν θα σ’ αφήσω να βγάλης κήρυγμα. Την ώρα που θα μιλάς θα βγάλω δίσκο. Αληθινά, την άλλη μέρα, όταν ο π. Ιωακείμ ανέβηκε στον άμβωνα, ο επίτροπος άρπαξε το δίσκο και άρχισε να γυρίζη στην εκκλησία, νομίζοντας πως θα εμποδίση το γέροντα να μιλήση. Και τότε, πάνω από τον άμβωνα, ο π. Ιωακείμ φώναξε με έντονο ύφος:
-Έξω οι ασεβείς από την εκκλησία. Δεν κατεβαίνω από τον άμβωνα. Μέχρι το βράδυ θα φωνάζω, έξω οι ασεβείς από την εκκλησία. Αφού αυτή η φράση επαναλήφθηκε λίγες φορές, ο επίτροπος δεν άντεξε άλλο, πήρε το δίσκο, τον έβαλε στη θέση του και έτσι συνέχισε ο γέροντας την ομιλία του.
* Κάποιος μοναχός πήγε κάποτε να εξομολογηθή και είχε λεφτά στο ταμιευτήριο. Τον εμάλωσε:
-Μοναχός εσύ, και να έχης χρήματα στο ταμιευτήριο; Γενικά δεν επέτρεπε σε κανένα να παίρνει λαχεία κλπ.
* Ο τότε Γυθείου και Οιτύλου, έστειλε έγγραφο στην Ιερά Σύνοδο ζητώντας να γίνη περικοπή ωρισμένων τμημάτων στη Θεία Λειτουργία. Το έμαθε ο γέροντας Ιωακείμ και με μια του επιστολή τον επέπληξε δριμύτατα. Μεταξύ των άλλων του έγραφε:
-Βρέ εφταμηνίτικο – ήταν πολύ κοντός στο ανάστημα ο τότε Γυθείου και Οιτύλου – ποιος είσαι εσύ που θα κάνης αυτό; Τη Λειτουργία την έγραψαν φωστήρες και στύλοι της Εκκλησίας, και ποιος είσαι συ που θα βάλης χέρι στη Λειτουργία; Αργότερα ο Γυθείου και Οιτύλου συνάντησε τον π. Ιωακείμ και τον ρώτησε:
-Εσύ, γέροντα, μου έγραψες για το έγγραφο που έστειλα στην Ι. Σύνοδο περί συντομεύσεως της Θ. Λειτουργίας;
-Ναι, του λέει, και τον έλεγξε λέγοντας άφοβα την αλήθεια. Τότε ο Σεβασμιώτατος του είπε διάφορα επιχειρήματα, που κατά την γνώμη του ήταν υπέρ της συντομεύσεως της Θ. Λειτουργίας: Ότι κουράζεται το εκκλησίασμα και ότι οι κήρυκες του Ευαγγελίου θα έχουν περισσότερο χρόνο στη διάθεση τους. Και ο π. Ιωακείμ του άπαντα:
-Αυτοί που κουράζονται στη Θ. Λειτουργία, θάταν προτιμώτερο να μήν έρχονται στην εκκλησία, παρά για χάρη τους να συντομεύσουμε τη Θ. Λειτουργία.
* ΄Οταν πλησίαζε προς το τέλος της ζωής του, έλεγε στον υποτακτικό του:
-Να πεθάνω, παιδί μου, για να μη δω το κακό που θα γίνη στην εκκλησία.
* Ο π. Ιωακείμ, ως μαθητής στη Ριζάρειο Σχολή, είχε διευθυντή τον Άγιο Νεκτάριο. Όταν ο Άγιος έκτισε μοναστήρι στην Αίγινα, ο π. Ιωακείμ συχνά τον επισκεπτόταν. Και μετά την κοίμηση του αγίου πήγαινε στον τάφο του και προσευχόταν με το κομποσκοίνι. Αισθανόταν ευωδία στον τάφο. Κάποτε ο π. Ιωακείμ μπήκε από τον Πειραιά σ’ ένα καράβι, για να πάη στον τάφο του Αγίου, να προσκυνήση και να προσευχηθή, καθώς συνήθιζε. Ο καπετάνιος, από άγνωστη αιτία, τον πέρασε για Δεσπότη, και ύψωσε τη σημαία. Όταν πλησίαζε στην Αίγινα, άρχισε να κορνάρη. Συγκεντρώθηκαν οι ιερείς και ο κόσμος για να υποδεχτούν το Δεσπότη. Όμως Δεσπότης δεν υπήρχε και οι ιερείς απορούσαν, πως το έκανε αυτό ο καπετάνιος. Τότε τους λέει ο π. Ιωακείμ: “Μή ταράζεσθε. Αυτό έγινε επειδή έρχομαι για τελευταία φορά να προσκυνήσω στον τάφο του Αγίου Νεκταρίου και θέλησε ο άγιος να με τιμήση με αυτόν τον τρόπο”. Και πράγματι ήταν η τελευταία φορά που επισκέφθηκε ο π. Ιωακείμ το μοναστήρι του αγίου. Μεσολάβησε ο πόλεμος, αρρώστησε και δεν ξαναεπισκέφθηκε πλέον τον τάφο του αγίου.
* Τη Μ. Τεσσαρακοστή του 1943 ο π. Ιωακείμ αρρώστησε από ανεπάρκεια καρδίας. Δυσκολευότανε να κατεβαίνει στο Κυριακό την Μ. Εβδομάδα. Ο υποτακτικός του του έλεγε να ξεκουράζεται στο σπίτι.
-Όχι, απαντούσε, θάρθω. Θα ζήσω άλλη χρονιά να γιορτάσω τέτοιες μέρες; Το καλοκαίρι εβάρυνε. Πρήστηκαν τα πόδια του. Κατάλαβε πως θα ταξίδευε για την Άνω Ιερουσαλήμ. Στον ύπνο του έλεγε τους χαιρετισμούς.
-Θα πεθάνω, είπε στον π. Θεοφύλακτο κάποια μέρα. Η ψυχή μου λέει τους χαιρετισμούς. Παραμονές του θανάτου του, Σεπτέμβριο του ’43, είδε στον ύπνο του τον Άγιο Νεκτάριο, και είπε πάλι στον υποτακτικό του για την έξοδό του. Σε λίγες μέρες κοιμήθηκε…
Πηγή: Συνοδεία αρχιμ. Σπυρίδωνος Ξένου, Νέα Σκήτη

Share Button