Διονύσιος ιερομόναχος Μικραγιαννανίτης (1930 – 1998)

 

Γεννήθηκε στο Λαύριο Αττικής το 1930. Το 1946 προσήλθε στην Καλύβη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στη σκήτη της Μικράς Αγίας Άννης στην υπακοή του σεβασμίου Γέροντος Αβιμέλεχ (†1965). Στη ρασοευχή ελαβε το όνομα Χρυσόστομος και στη μεγαλοσχημία του Διονύσιος.
Το 1953 χειροτονήθηκε διάκονος από τον μητροπολίτη Μιλητουπόλεως Ιερόθεο (†1956) και το 1959 πρεσβύτερος από τον Κώου Ναθαναήλ (†1978).
Όλη του η ζωή πανθομολογουμένως υπήρξε καλογερική, αγωνιστική, αγιορείτικη.
Εκεί που διακρίθηκε κυρίως ήταν ως εξομολογος-Πνευματικός πολλών μοναχών και λαϊκών. Ανέπαυσε χιλιάδες ψυχές με τη διάκριση, τη σύνεση και την αγάπη του. Το παύλειο λόγιο, «το επιεικές ημών γνωσθήτω πάσιν ανθρώποις», τον διακατείχε. Μάρτυρες τούτου τα πολλά και αγαπητά του πνευματικά τέκνα.
Απέκτησε πολυμελή κι ευλογημένη συνοδεία.
Δοκιμάσθηκε πολύ από ασθένειες και πειρασμούς. Στις 13.5.1998 υπέκυψε κατόπιν μακράς νοσηλείας. Στην εξόδιο ακολουθία του προσήλθαν πολλοί να προσευχηθούν για τη μακαρία ψυχή του και να τον προπέμψουν στην τελευταία του κατοικία, δίπλα στους τάφους των αειμνήστων: Γέροντος Γερασίμου (†1991) και ιερομονάχου Μητροφάνους (†1997), ανάμεσα στους βράχους όπου έζησε επί μισό αιώνα.
Τον γνωρίσαμε ως άνθρωπο χαριτωμένο, γλυκύ, φιλόξενο και νηφάλιο. Ήταν αφιλόδοξος, αγαπούσε το «λάθρα βιώσας», τη συναναστροφή μετά σεβασμίων Γερόντων. Με τον ωραίο του τρόπο επιθυμούσε «πάντας σωθήναι και εις επίγνωσιν αλήθειας ελθείν». Κατά τον πνευματικό του υιό μητροπολίτη Βέροιας κ. Παντελεήμονα: «Άσκηση, προσευχή, αγώνας αδιάκοπος και εντατικός, αλλά πάνω απ’ όλα η πανσθενουργός χάρη του Θεού που πλημμύριζε την ψυχή του π. Διονυσίου, τον έκανε διακριτικό πνευματικό, στοργικό πατέρα, σοφό και απλανή οδηγό των ψυχών που προσέφευγαν σ αυτόν».
Άλλο πνευματικό του τέκνο, ο πρωτοσύγκελλος της μητροπόλεως Γορτύνης αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Παπαδάκης, γράφει πολύ ωραία γι’ αυτόν: «Στο πετραχήλι σου βρήκα τον χαρισματούχο εξομολόγο-θεραπευτή. Όχι τον δικαστή. Βρήκα αυτόν που μπορούσε να αναπαύει απόλυτα τον άγιο ασκητή, τον Επίσκοπο, το Μοναχό, τον Ιερέα του κόσμου, τον φοιτητή, τον ηθοποιό, τον τραγουδιστή, τον όποιο καλλιτέχνη, τον επιστήμονα, τον βιοπαλαιστή, τους πάντες, μέχρι και τον έσχατο αδελφό. Εξομολογούσες πάντα όρθιος στο στασίδι σου, παρά την κόπωσή σου από τις δουλειές και το σοβαρό πρόβλημα της υγείας σου. Μπορούσες για πολλή ώρα να ακούς και να βλέπεις το ξεδίπλωμα της ψυχής με σοβαρότητα, γλυκύτητα και αταραξία αισθημάτων και συναισθημάτων. Ποτέ δεν είχες το “ύφος” του “μεγάλου” και του “καθαρού”. Είχες για όλα κατανόηση και έσπευδες με σπλάχνα οικτιρμών να κάνεις τον εξομολογούμενο να νιώθει άνετα “εν τη οικία του Πατρός του”, να τον ενθαρρύνεις να μιλήσει άφοβα και μετά να τον οδηγείς στη διόρθωση, με τους φωτισμένους τρόπους της πολύχρονης εμπειρίας σου. Γνώριζες να δίνεις καταπληκτικές λύσεις σε δύσκολα προβλήματα, διότι ήσουνα χαριτωμένος άνθρωπος. Γνώριζες να στηρίζεις τα θεμέλια του προσωπικού πνευματικού αγώνα του καθενός, μα και να γαληνεύεις την ψυχική τρικυμία με μόνο το βλέμμα σου. Είχες την ίδια σταθερότητα της χαμογελαστής και ειρηναίας συμπεριφοράς μετά την εξομολόγηση, όπως την ώρα που μας υποδεχόσουνα ως επισκέπτες. Στάθηκες υπόδειγμα πνευματικής πατρότητας. Κανένα δεν κάλεσες κοντά σου, κανένα δεν κράτησες άθελά του, κανένα δεν απομάκρυνες. Κανένα δεν λύπησες, κανενός δεν πρόδωσες την εμπιστοσύνη. Όχι μόνο δεν τραυμάτισες ψυχικά κανένα, αλλά έγινες για πολλούς από μας ο Καλός Σαμαρείτης που “κατέδησες τα τραύματά” μας “επιχέων έλαιον και οίνον” τη Χριστοειδή ευσπλαχνία του. Δεν αποστράφηκες ακόμα και τη λέπρα της οποίας ψυχής. Η αγία σου καρδιά είχε χώρο για όλους. Και είχε μόνο εισόδους. Όχι εξόδους! Η παρουσία σου μας γέμιζε σιγουριά. Ο λόγος σου μας ανέπαυε. Η προσευχή σου ήταν η σκέπη μας. Με όλα αυτά και με άλλα αμέτρητα, σφράγισες ανεξίτηλα την εν Χριστώ ζωή μας. Και μετά την κοίμησή σου σε νιώθουμε σαν δεύτερο Άγγελο φύλακά μας. Όσοι από κοντά σε γνωρίσαμε, αν και θα θέλαμε να πλέξουμε εγκώμιο για την ποιότητα της πνευματικής σου πατρότητας, “σοί δε αρκέσει η μαρτυρία” του Οσίου Γέροντος Εφραίμ του Κατουνακιώτου, ότι είχες εξ Ουρανού το χάρισμα της εξομολόγησης». Ήταν αλήθεια, λέγουν πολλοί, χαρισματούχος Πνευματικός.
Πηγές – Βιβλιογραφία
Παντελεήμονος Βέροιας μητροπ., Ιερομόναχος Διονύσιος Μικραγιαννανίτης ο Πνευματικός, Παύλειος Λόγος, 23/1998, σσ. 26-27. Χρυσοστόμου Παπαδάκη αρχιμ., Οι όσιοι Παρθένιος και Ευμένιος και η Ιερά Μονή Κουδουμά, Μοίρες 2003, σσ. 13-14.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, «Μέγα Γεροντικό ενάρετων αγιορειτών του εικοστού αιώνος, τόμος Γ΄ 1984-2000, σελ. 1439-1443

Home

Ιερομόναχος Διονύσιος Μικραγιαννανίτης 4/12/1930 – 26/5/1998
Ο κατά κόσμον Θεοδόσιος Ξέστερνος του Δημητρίου και της Μαρούσας, εγεννήθη εν Λαυρίω τη 04.12.1930.
Απορφανισθείς εκ πατρός και ανατραφείς υπό της ευσεβούς μητρός του ως και των συγγενών του, οίτινες υπεραγάπων αυτόν και συνδεθείς μετά του Αγιορείτου Ιερομονάχου Κοσμά Καράμπελλα και τη μοναχικήν ζωήν ποθήσας, ήλθεν εν Αγίω Ορει κατά το έτος 1946 κατά μήνα Μάϊον κοινοβιάσας εις τον Οσιώτατον Μοναχόν Γέροντα Αβιμέλεχ, τον αυστηρόν ασκητήν και φίλον των Αγίων, Νεκταρίου και Νικολάου του Πλανά και άλλων επωνύμων ανδρών της εποχής του, ως Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη και Αλεξάνδρου Μωραϊτίδου.
Δοκιμασθείς εκάρη Μοναχός Ρασοφόρος μετονομασθείς Χρυσόστομος και ακολούθως Μεγαλόσχημος μετονομασθείς Διονύσιος.
Εν έτει 1953 εχειροτονήθη Διάκονος υπό του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Μιλητουπόλεως κ. Ιεροθέου, τη δε 2αν Φεβρουαρίου 1959 Πρεσβύτερος υπό του τότε Μιλητουπόλεως και ύστερον Κώου κυρού Ναθαναήλ, εκ του οποίου και έλαβεν και την πνευματικήν πατρότητα, ήτοι την ευχήν και την εντολήν του εξομολογείν.
Εν έτει 1966 έλαβεν εκ χειρός του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου το οφίκκιον του Αρχιμανδρίτου.
Η όλη βιοτή του και ως νέος Μοναχός και ως Διάκονος και Πρεσβύτερος, υπήρξεν ασκητική, αγωνιστική, Αγιορειτική.
Συναυλιζόμενος μετά του αειμνήστου Γέροντος Γερασίμου Μοναχού Υμνογράφου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας και υπ αυτού αγαπώμενος και στηριζόμενος, εγένετο αιτία πολλών καλών εν τη Μικρά Αγία Άννη γενόμενος ομού μετ αυτού κτήτωρ και ανακαινιστής του Ναού του Ιερού Σπηλαίου των Οσίων Πατέρων Διονυσίου του Ρήτορος και Μητροφάνους.
Διεκρίθη εις τον τομέα της εξομολογητικής καταστάς δια τούτο σεβαστός και αγαπητός και τοις εν Αγίω Ορει και τοις εν τω κόσμω.
Εδέχετο μετ αγάπης τους πάντας, συμμετείχε εις τα προβλήματά των, έκλαιε μετά κλαιόντων και έχαιρε μετά χαιρόντων. Αρχή του είχε το Παύλειον ρητόν “το επιεικές ημών γνωσθήτω πάσιν ανθρώποις”, σε σημείον ώστε οι πάντες να εξέρχονται χαρούμενοι και αναπαυμένοι εκ της εξομολογήσεως των αμαρτιών των εις τον αείμνηστον.
Διαφόρων ηλικιών και τάξεων προσέτρεχαν κάτωθεν του επιτραχηλίου του διότι -χάριτι Θεού- αι κρίσεις του και αι συμβουλαί του απέβαινον θείον δώρον.
Μάρτυρες των λεγομένων τα πολυπληθή πνευματικά τέκνα του. Ανώτεροι και κατώτεροι κληρικοί, στρατιωτικοί, πολιτικοί άρχοντες, καθηγηταί ανωτάτων ιδρυμάτων και προ πάντων ο απλός λαός.
Ηξιώθη πολυμελούς συνοδείας, δώρον Θεού, δια την ανάπαυσιν ήτινα παρείχεν εις τους εξομολογημένους.
Αλλά δυστυχώς η υγεία του εσαλεύθη εκ καρδιακού νοσήματος, “δοκιμασθείς ως χρυσός εν χωνευτηρίω”, δις εγχειρισθείς.
Η τραγική τελευτή του πρώτου τη τάξει υποτακτικού, αειμνήστου Ιερομονάχου Μητροφάνους, ως και η προηγηθείσα του αοιδίμου Γέροντος Γερασίμου Μοναχού Υμνογράφου, επιδείνωσαν την σαλευθείσαν υγείαν του και ούτω την 13/26 μηνός Μαΐου, κατόπιν εγκεφαλικού επεισοδίου και πνευμονικού οιδήματος παρέδωκεν την μακαρίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού ζώντος, Ον παιδιόθεν ηγάπησεν ακολουθήσας την σκληράν και γλυκείαν οδόν της Μοναχικής ζωής.
Ητο φύσις δεξιά και εύστροφος. Χαρίεις, γλυκύς, δραστήριος, σοβαρός, αυστηρός όπου έπρεπε και άνετος εις τας συναναστροφάς του. Καθίστατο πολύ συντόμως αγαπητός και σεβαστός και ο εν γένει τρόπος του προσήλκυε τους ακροατάς του και ηύξανε τους θαυμαστάς του.
Αξιοθείς της συναναστροφής παλαιών Αγιορειτών Γερόντων και ως φίλεργος μέλισσα τρυγήσας εκ των λόγων των, οι λόγοι του ήσαν “άλατι ηρτυμένοι”.
Ανεκμετάλλευτον πνευματικήν ευκαιρίαν δεν εγκατέλειπεν, άλλ’ έσπευδεν ζητών τον μαργαρίτην.
Διηκόνησεν το Κυριακόν της Ιεράς Σκήτεως της Αγίας Αννης ως Σκευοφύλαξ – Βηματάρης, αναδείξας τούτο κατά την τριακονταετή διακονίαν του.
Ως διάκονος και πρεσβύτερος και ως αγαπητός των Μονών διηκόνησεν τας γειτόνους Μονάς διότι είχε χάριν Θεού εις το της πνευματικής πατρότητας λειτούργημα.
Απεύφευγεν επιμελώς την δόξαν και την προβολήν.
Ο,τι απέκτησε το απέκτησε εκ του “λάθρα βιώσας” και εσυζητείτο το όνομά του ευφήμως άνευ γνώσεως αυτού. Απόδειξις η αθρόα προσέλευσις κληρικών και λαϊκών, εις την εξόδιον Ακολουθίαν, τόσον εις την Ιεράν Μονήν Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χορτιάτη, όσον και εις την Καλύβην αυτού εις Μικράν Αγίαν Ανναν, εις την οποίαν και άνθρωποι, οίτινες μόνον ήκουον, ήλθον να προσφέρουν εις αυτόν “τον τελευταίον ασπασμόν”.
Τοιούτος υπήρξεν ο αοίδιμος πατήρ και Γέρων Ιερομόναχος Διονύσιος ο Πνευματικός. Ο γλυκύς τη όψι και τη φωνή και τη καρδία. Ο πεισμόνως αγωνιζόμενος “πάντας σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν” δια της πραότητος και επιεικίας και αγάπης και ανοχής.

http://ektimotheou.blogspot.gr

 

 

Share Button