ΠΑΠΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΑ ΙΟΥΣΤΙΝΟ ΠΟΠΟΒΙΤΣ Νικόλαος Ζήσης

 

Νὰ εἶστε ἕτοιμοι εἰς μαρτύριον διὰ τὸν Χριστὸν ἐκ μέρους τῆς Λευκῆς Δαιμονίας (= Εὐρώπης).
Ὁ πατὴρ Ἰουστῖνος Πόποβιτς, γεννήθηκε τὸ 1894. Τὸ 1916, σὲ ἡλικία 22 ἐτῶν, ἔλαβε τὸ Μοναχικὸ Σχῆμα. Σπούδασε τὴν Θεολογία στὴν Σερβία καὶ στὴν Ρωσία καὶ ἀνεκηρύχθη διδάκτωρ τῆς Θεολογίας ἀπὸ τὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν τὸ 1926. Τὸ 1935 ἐξελέγη ὑφηγητὴς καὶ ἀργότερα καθηγητὴς τῆς Δογματικῆς στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Βελιγραδίου, ὅπου παρέμεινε μέχρι τὸ 1945, ὅταν τὸ κομμουνιστικὸ καθεστὼς τὸν ἐξεδίωξε. Ἔκτοτε καὶ μέχρι τοῦ θανάτου του (1979), ἀποσύρθηκε ὡς πνευματικὸς στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἀρχαγγέλων στὸ Τσέλιε, ὅπου συνέχισε τὸ πνευματικὸ καὶ συγγραφικό του ἔργο, ἀποτελώντας, ὅπως λέγει ὁ Καθηγητὴς Ἰωάννης Καρμίρης, τὴν «κεκρυμμένην συνείδησιν τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ τῆς μαρτυρικῆς Ὀρθοδοξίας ἐν γένει»1. Ὅπως ἐπισημαίνει χαρακτηριστικὰ ὁ πατὴρ Θεόκλητος Διονυσιάτης παρουσιάζοντας ἕνα ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Γέροντος Ἰουστίνου, «πρέπει νὰ ἴδωμεν τὸν π. Ἰουστῖνον ὄχι ὡς δογματικὸν διδάσκαλον μόνον, ἀλλὰ καὶ ὡς ὅσιον καὶ ὡς προφήτην, διότι ζῆ μέσα εἰς τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ τὴν τραγωδίαν τῶν ἀνθρώπων, πρὸς τοὺς ὁποίους ἐξαγγέλει τὴν μοναδικότητα τοῦ Θεανθρώπου, τὴν μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἐκτροπὴν τοῦ Εὐρωπαίου ἀνθρώπου ἀπὸ τῆς Ἀληθείας… Ὅ,τι ἁρνεῖται ὁ π. Ἰουστῖνος, τὸ ἁρνεῖται μὲ θετικὸν τρόπον, διότι πιστεύει ἀκρα­δάντως, ὅτι ἡ Ἐκκλησία κατέχει ἐντὸς της τὴν δυνατότητα ἱκανοποιήσεως ὅλων τῶν αἰτημάτων τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῶν ἐφέσεών του καὶ μάλιστα εἰς ἀσυγκρίτως μεγαλύτερον βαθμόν, ἀπ’ ὅ,τι αὐτὸς δύναται νὰ ἐπιθυμήσῃ»2.
Οἱ ἐμπειρίες τῶν Σέρβων Ὀρθοδόξων ἀπὸ τὴν συνοίκησή τους μὲ λαοὺς οἱ ὁποῖοι εἶχαν προσχωρήσει στὸν παπισμὸ (Αὐστριακούς, Οὔγγρους, Κροάτες, Σλοβένους), φαίνεται πὼς ὑπῆρξαν ἀφορμὴ γιὰ βαθεία ἀνάλυση ἐκ μέρους τῶν Σέρβων θεολόγων τοῦ εἴδους ἀνθρώπου ποὺ διαμορφώνει ὁ εὐρωπαϊκὸς οὐμανισμὸς3 καὶ τὸ ἀποκορύφωμά του, ὁ Παπισμός4. Παρόμοιες ἐμπειρίες, ἄλλωστε, ἦταν αὐτὲς οἱ ὁποῖες συνετέλεσαν στὸ νὰ γνωρίσουν καὶ οἱ Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι τὴν χριστιανικὴ «ἀγάπη» καὶ «δικαιοσύνη» τῶν Φραγκο-Σαξώνων, στὴν πρόσφατη σταυροφορία καὶ κατοχὴ τοῦ σερβικοῦ Κοσσυφοπεδίου.
Τὰ λόγια τοῦ Γέροντος Ἰουστίνου δὲν ἐκφράζουν βέβαια ἀπαρέσκεια πρὸς ἀνθρώπους, οὔτε κἂν πρὸς τοὺς ἐχθροὺς τοῦ ἔθνους του. ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, ἡ ταύτιση ἁμαρτίας καὶ ἁμαρτωλοῦ εἶναι ἐφεύρημα τοῦ οὐμανισμοῦ καὶ ὄχι διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου. Στὰ ἔργα του ὁ Παπισμός, ὅπως καὶ ὁλόκληρος ὁ εὐρωπαϊκὸς οὐμανισμός, κρίνεται ἐν συγκρίσει καὶ κατ’ ἀντιπαράθεση πρὸς τὸν Θεανθρωπισμὸ ἢ Θεανθρωποκεντρισμὸ τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ λόγοι του κρίνουν τὸν Παπισμὸ ὡς παναίρεση καὶ παναμαρτία, καταρρίπτοντας τὴν ἀντίληψη πὼς ὁ Ρωμαιοκαθολικισμὸς διατηρεῖ τὴν συγγενέστερη πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία πίστη. Ἡ ἀνατομία τοῦ σώματος τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ ἐκ μέρους τοῦ Γέροντος Ἰουστίνου, ἡ ὁποία ὡς ἐκ τῆς καταστάσεως τοῦ πολιτισμοῦ αὐτοῦ ἀποτελεῖ μᾶλλον νεκροψία, ἀπαιτεῖ βεβαίως ἐμβριθέστερη μελέτη καὶ ἀνάλυση. Ἡ παρούσα μελέτη, δυστυχῶς ἀδικεῖ τὸ ὕφος καὶ τὸ ὕψος τῆς θεολογίας τοῦ Σέρβου ἀσκητοῦ, διότι ἐπιδιώκει νὰ παρουσιάσῃ ἁπλῶς τὶς ἀπόψεις του γιὰ τὸν κυριώτερο πνευματικὸ καρπὸ τῆς εὐρωπαϊκῆς περὶ Θεοῦ, ἀνθρώπου καὶ κόσμου ἀντιλήψεως, δηλ. τὸν Παπισμό. Ἐλπίζουμε, ὡστόσο, πὼς ἔστω καὶ αὐτὴ ἡ μερικὴ γνώση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περὶ οὐμανισμοῦ ἀντιλήψεως, ὅπως αὐτὴ ἐκφράζεται ἄριστα ἀπὸ τὸν Γέροντα Ἰουστῖνο, θὰ ἀποτελέσῃ γιὰ πολλοὺς ἀφορμὴ μελέτης τῶν ἔργων τοῦ Γέροντος καὶ θὰ διευρύνῃ τὴν προοπτικὴ μὲ τὴν ὁποία πρέπει ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς νὰ ἀντιμετωπίζῃ τὸν δυτικὸ πολιτισμὸ ἐν γένει, τὴν ἀντίδραση κατὰ τοῦ ὁποίου προσπαθοῦν νὰ μονοπωλήσουν, πρὸς ἴδιον ὄφελος, ἰδεολογίες ποὺ ἔχουν καὶ αὐτὲς τὶς ρίζες τους στὴν ἄθεη Δύση, ὅπως ὁ μαρξισμὸς καὶ ὁ ἀναρχισμός.

1. Ἡ ἐπιβίωση τοῦ Ἀρειανισμοῦ5
Ὁ κόσμος μας, καὶ ἰδιαίτερα ὁ ἄνθρωπος, χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἕνα διαρκὴ ἀγώνα ἀνάμεσα σὲ δύο μυστήρια: τὸ μυστήριο τοῦ καλοῦ καὶ τὸ μυστήριο τοῦ κακοῦ. Τὸ μυστήριο τοῦ κακοῦ εἶναι ἔντεχνα ἐλκυστικό. γοητεύει τὸν ἄνθρωπο μέχρι ἔρωτος, καὶ ὁ ἄνθρωπος προσφέρει τὸν ἑαυτό του ὡς θυσία ὁλοκαυτώματος στὴν φοβερὴ αὐτή του ἀγάπη. Ἀντιθέτως τὸ μυστήριο τοῦ καλοῦ εἶναι ταπεινὸ καὶ πρᾶο, ἀντικείμενο λοιδορίας καὶ ἐμπτυσμῶν, γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι λιγότεροι οἱ ἐραστὲς τοῦ μυστηρίου τοῦ καλοῦ ἀπ’ αὐτοὺς τοῦ μυστηρίου τοῦ κακοῦ. Ἐναντίον τοῦ μικροῦ καλοῦ ἀντιτάσσεται μικρὸ κακὸ καὶ ἐναντίον μεγάλου καλοῦ, μεγάλο κακό. Ἔτσι, ἐναντίον τοῦ Θεοῦ τοῦ καλοῦ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐξέρχεται ὁ ἴδιος ὁ Σατανᾶς6. Κύριος σκοπὸς τοῦ Σατανᾶ καὶ ὅλης τῆς στρατιᾶς του ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ, εἶναι νὰ ἐκσαρκώσῃ τὸν Θεάνθρωπο, νὰ δείξῃ ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεός, ἀλλ’ ἕνας ἁπλοὺς καὶ ἀδύνατος ἄνθρωπος. Ὁ Σατανᾶς πολέμησε τὴν Ἐκκλησία ἔξωθεν μὲ τοὺς διωγμούς, ἀλλὰ καὶ ἐσωτερικὰ μὲ πιὸ φοβερὸ τρόπο, διὰ τοῦ Ἀρείου. Ὁ Σατανᾶς, ἀφοῦ ἐξῆλθε ἀπὸ τὸν θεοκτόνο Ἰούδα, εἰσῆλθε στὸν Ἄρειο, διὰ τοῦ ὁποίου ἐνήργησε πιὸ ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ ὁποτεδήποτε ἄλλοτε7.

Ὁ Ἀρειανισμὸς ἀπὸ τὴν μεταφυσική του πλευρὰ ριζώνει στὸν σατανισμὸ καὶ ἀπὸ τὴν ψυχολογική του πλευρὰ στὸν ὀρθολογισμό. Οἱ ἀρειανοὶ ἀντικατέστησαν τοὺς χριστιανικοὺς νόμους τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὶς ὀρθολογιστικὲς κατηγορίες τῆς λογικῆς τοῦ Ἀριστοτέλους. προσπάθησαν νὰ ἑρμηνεύσουν τὴν Ἁγία Γραφὴ «κατὰ τὸν ἴδιον νοῦν» καὶ ἔφθα­σαν νὰ μετροῦν τὴν φύση τοῦ Χριστοῦ μὲ βάση τὴν δική τους φύση, γι’ αὐτὸ καὶ κατεβίβασαν τὸν Χριστὸ στὸ ἐπίπεδο τῶν κτισμάτων8. Ὁ Ἀρειανισμός, θέλοντας νὰ ἐκλογικεύσῃ τὸν Χριστό, ἐξέπεσε σὲ αἵρεση. ἔχοντας σμικρύνει τὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ στὰ ἐπίπεδα ἑνὸς ἡμιθέου, ἔγινε ἀναστημένος παγανισμός9. Ἡ σκέψη τοῦ Ἀρειανισμοῦ, ἡ ὁποία ἁρνεῖται τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι τόσο σατανική, ὥστε πρέπει νὰ ἔχῃ τὴν ἀρχή της στὸν νοῦ τοῦ Σατανᾶ. ἂν σὲ κάθε αἵρεση ὑπάρχει κάτι τὸ διαβολικό, ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου εἶναι ὁλόκληρη ἐκ τοῦ Διαβόλου καὶ ὁλόκληρη ἐν τῷ Διαβόλῳ10. Ἡ καθολικὴ πίστη καὶ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράσθηκε ἰδιαίτερα στὴν ἰσχυρὴ λέξη ὁμοούσιος11. «Δοκίμασε τὴν πίστιν σου καὶ ἔλεγξέ την μὲ τὸ Σύμβολον τῆς πίστεως… Ἐὰν ἀπορρίπτῃς τὸ ὁμοούσιον δὲν εἶσαι τοῦ Χριστοῦ, εἶσαι τοῦ Ἀντιχρίστου, εἶσαι τοῦ Ἰούδα, διότι ἡ Ἐκκλησία ὀνομάζει τὸν Ἄρειον “δεύτερον Ἰούδα”»12.
Ὁ Ἀρειανισμὸς δὲν ἔχει ἀκόμη ταφεῖ. εἶναι σήμερα τῆς μόδας καὶ ἔχει διαχυθεῖ σὰν ψυχὴ στὸ σῶμα τῆς σύγχρονης Εὐρώπης. στὴν κουλτούρα τῆς Εὐρώπης, στὴν φιλοσοφία, στὴν ἐπιστήμη, στὸν πολιτισμὸ καὶ ἐν μέρει στὴν θρησκεία της, ὑπάρχει κρυμμένος ὁ Ἀρειανισμός. παντοῦ ὁ Χριστὸς συστηματικὰ καταβιβάζεται σὲ ἁπλὸ ἄνθρωπο. «Πόθεν τόσος ἀρειανισμὸς σήμερον;» διερωτᾶται ὁ Γέρων Ἰουστῖνος. «Ὁ ἄνθρωπος ἔγινε σήμερον τὸ μέτρον τῶν πάντων, μέτρον ὅλων τῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ὄντων καὶ πραγμάτων. Μετρὼν μὲ τὸν ἑαυτόν του τὰ πάντα ὁ εὐρωπαϊκὸς ἄνθρωπος ἀπορρίπτει πᾶν ὅ,τι εἶναι εὑρύτερον ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον, μεγαλύτερον ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον, ἀπειρότερον ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον. Τὸ στενόν του μέτρον στενεύει τὸν Θεάνθρωπον εἰς ἄνθρωπον»13.
Ἡ σύγχρονη εὐρωπαϊκὴ σχετικοκρατία14 ἀκολουθεῖ τὸν Ἀρειανισμό. ὁ μεταφυσικὸς σχετικισμὸς γέννησε καὶ τὸν ἠθικὸ σχετικισμό. Δέν ὑπάρχει τίποτε τὸ ἀπόλυτο οὔτε ὑπεράνω τοῦ κόσμου ἢ τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε στὸν κόσμο ἢ στὸν ἄνθρωπο, οὔτε γύρω ἀπὸ τὸν κόσμο ἢ τὸν ἄνθρωπο15. Ὅλοι οἱ εὐρωπαϊκοὶ ἀνθρωπισμοί, ἀπὸ τὸν φετιχιστικὸ μέχρι καὶ τὸν παπικό, βασίζονται στὸν ἄνθρωπο. Κάθε οὐμανισμὸς στὴν ὀντολογία του δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ χομινισμός. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ ἀνώτατη ἀξία, ἡ παναξία, τὸ ὕψιστο κριτήριο. «μέτρον πάντων ἄνθρωπος»16. Ὅλοι οἱ οὐμανισμοί, οἱ πρὸ τῆς Ἀναγεννήσεως καὶ οἱ μετὰ τὴν Ἀναγέννηση, οἱ προτεσταντικοί, φιλοσοφικοί, θρησκευτικοί, κοινωνικοί, ἐπιστημονικοί, πολιτιστικοὶ καὶ πολιτικοὶ ἐπιδιώκουν ἐν γνώσει ἢ ἐν ἀγνοίᾳ ἕνα πρᾶγμα: νὰ ἀντικαταστήσουν τὴν ζωὴ κατὰ Θεάνθρωπον μὲ τὴν ζωὴ κατ’ ἄνθρωπον17. Ὁ φανερὸς ἢ κρυφὸς πόθος πολλῶν ἀπὸ τοὺς δημιουργοὺς τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό18. Ἡ οὐσία τῆς πρώτης πτώσης τοῦ ἀνθρώπου συνίσταται ἀκριβῶς στὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπαναστάτησε ἐναντίον τῆς θεοειδοῦς ὀργανώσεως τοῦ «εἶναι», τῆς ὑπάρξεώς του, καὶ στὸ ὅτι παρέμεινε στὴν καθαρῶς ἀνθρώπινη φύση, τὸν «χομινισμό» του. Ἐκδίωξε τὸν Θεὸ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, τὴν συνείδησή του καὶ τὴν θέλησή του, δὲν κατόρθωσε, ὅμως, νὰ ἀποβάλῃ τὰ θεοειδὴ ἰδιώματα τοῦ πνεύματός του, τὰ ὁποῖα ἐμφανίζονται ὡς πόθος γιὰ ἄπειρη πρόοδο, ἄπειρη γνώση, ἄπειρη τελειοποίηση, ἄπειρη ὕπαρξη. Μὲ ὅλες αὐτὲς τὶς οὐμανιστικὲς νοσταλγίες ὁ ἄνθρωπος τείνει πάλι πρὸς τὸ θεοειδὲς ποὺ ἔχασε καὶ οὐσιαστικὰ κραυγάζει γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα τοῦ Θεανθρώπου19.
Ὅμως ὁ οὐμανιστικὸς ἀνθρωποκεντρισμὸς εἶναι στὴν οὐσία Διαβολοκεντρισμός, διότι ἐπιδιώκει ὅ,τι καὶ ὁ Διάβολος: νὰ ἀποθεανθρωπή­σῃ καὶ νὰ ἀθεώσῃ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ οὐμανιστὴς ἄνθρωπος καθίσταται ὅμοιος πρὸς τὸν Διάβολο: καὶ οἱ δύο θέλουν νὰ ἀνήκουν μόνο στὸν ἑαυτό τους, νὰ εἶναι μόνο στὸν ἑαυτό τους καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό τους. μεταφέρονται ἔτσι στὸ βα­σίλειο τοῦ «δευτέρου θανάτου»20, ὅπου δὲν ὑπάρχει οὔτε Θεός, οὔτε κάτι θεϊκό21. Σὲ τελευταία ἀνάλυση ὅλοι οἱ οὐμανισμοὶ ἐξοντώνουν τὸν ἁμαρτωλὸ μαζὶ μὲ τὴν ἁμαρτία του, διότι δὲν θέλουν τὸν Θεάνθρωπο, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ μόνη σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὸν θάνατο καὶ τὸν Διάβολο. ὅποιος δὲν εἶναι ὑπὲρ τοῦ Θεανθρώπου εἶναι καὶ κατὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ δολοφόνος τοῦ ἀνθρώπου. Ταυτόχρονα εἶναι καὶ αὐτόχειρας, διότι παραδίδει τὴν ψυχή του στὴν πλήρη ἐξουσία τῆς ἁμαρτίας, τοῦ θανάτου καὶ τοῦ Διαβόλου ἐπιφέροντας στὸν ἑαυτό του τὴν αἰώνια κόλαση22.
Ἔξω ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο ὁ ἄνθρωπος χάνει τὴν κεφαλή του, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του, τὸν αἰώνιο, τὸν ἀθάνατο, τὸν θεοειδὴ ἑαυτό του. «Ἐκτὸς τοῦ Θεανθρώπου δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος, ἀλλὰ πάντοτε ὑπάνθρωπος ἢ ἡμιάνθρωπος ἢ μὴ ἄνθρωπος»23. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μεγάλος μόνον διὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐν τῷ Θεῷ. αὐτὸ εἶναι ἡ θεμελιώδης ἀρχὴ τοῦ θεανθρωπίνου πολιτισμοῦ. «Χωρὶς τὸν Θεὸν ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι παρὰ ἑβδομήκοντα κιλὰ αἱμοφύρτου ὕλης»24. Μαραμένος, ὑπανάπτυκτος, ἀντικειμενοποιημένος, ἐκφυλισμένος, ὁ ἄνθρωπος τοῦ οὐμανισμοῦ εἶχε ἀπόλυτο δίκαιο, ὅταν ἀνακοίνωσε μὲ τοὺς σοφούς του ὅτι ἔγινε ἀπὸ τὸν πίθηκο. ἀφοῦ ἐξισώθηκε μὲ τὰ ζῶα στὴν καταγωγή, γιατὶ νὰ μὴν ἐξισωθῇ καὶ στὴν ἠθική25; Καταφανῶς ὁ εὐρωπαῖος ἄνθρωπος δὲν εἶναι θεός, ἀλλὰ δοῦλος τῆς ὕλης. ὁ αὐτοαποκαλούμενος θεὸς προσκυνεῖ δουλικῶς τὰ πράγματα, τὰ εἴδωλα ποὺ μόνος του δημιούργησε, πουθενὰ δὲ δὲν προσκυνοῦνται τόσο δουλικῶς τὰ πράγματα, ὅσο στὴν Εὐρώπη. Ἡ προσκύνηση αὐτὴ εἶναι τῆς χειρότερης μορφῆς, διότι ἀποτελεῖ προσκύνηση χώματος. «Πέστε μου, δὲν προσκυνεῖ ἄρα γε ὁ ἄνθρωπος χῶμα, ὅταν ἐγωιστικῶς ἀγαπᾶ τὸ γήινον χοϊκὸν σῶμα του καὶ ἐπιμόνως ἰσχυρίζεται: σὰρξ εἰμὶ καὶ μόνον σάρξ;». Κύριο χαρακτηριστικὸ τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου εἶναι ἡ λαιμαργία του ὡς πρὸς τὰ πράγματα. ἡ φετιχιστικὴ μεταφυσική του ἐκδηλώνεται διὰ τῆς φετιχιστικῆς του ἠθικῆς. Ὅπως στὸν εἰδωλολατρικὸ φετιχισμὸ κύριο χαρακτηριστικὸ εἶναι ἡ ἀνθρωποφαγία, ἔτσι καὶ στὸν εὐρωπαϊκὸ φετιχισμό: ἡ ζωὴ εἶναι σφαγεῖο στὸ ὁποῖο ὁ ἰσχυρότερος ἔχει δικαίωμα νὰ σφάξῃ τὸν ἀσθενέστερο26.
Ἡ σχετικοκρατία τῆς φιλοσοφίας ἦταν ἀδύνατο νὰ μὴν ὁδηγήσῃ σὲ σχετικοκρατία στὴν ἠθική, ἡ ὁποία ὑπῆρξε μὲ τὴν σειρά της μητέρα τοῦ ἀναρχισμοῦ καὶ τοῦ μηδενισμοῦ. αὐτὴ ἡ ἰδεολογικὴ φθορὰ τοῦ ἰδεολογικοῦ ἀναρχισμοῦ καὶ μηδενισμοῦ, ἦταν φυσικὸ νὰ ἐκδηλωθῇ στὸν πρακτικὸ ἀναρχισμὸ καὶ μηδενισμό, μάρτυρες τοῦ ὁποίου ὑπῆρξαν οἱ δύο παγκόσμιοι, «εἰς τὴν πραγματικότητα εὐρωπαϊκοί, πόλεμοι»27. Στοὺς βωμοὺς τῆς νέας εἰδωλολατρίας τὰ τέρατα τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ ἐπιτελοῦν πρωτοφανὴ στὴν ἱστορία σφαγὴ μυριάδων ἀνθρωπίνων ψυχῶν διὰ τῶν χειρῶν τῶν διανοουμένων τῶν λαῶν καὶ τῆς ἀνθρωπιστικῆς ἀγωγῆς τους. «Ὀρθῶς ἔλεγεν ὁ Ἀ. Ζίντ, ὅτι τὸ Νταχάου καὶ ἄλλα στρατόπεδα συγκεντρώσεως εἶναι βωμοί, τοὺς ὁποίους ἀνήγειραν καὶ εἰς τοὺς ὁποίους ἱερουργοῦν οἱ διανοούμενοι τῆς Εὐρώπης μὲ θρησκείαν τὸν πολυθρύλητον ἀνθρωπισμόν των»28.
Ποιὰ εἶναι ὅμως, τέλος πάντων, ἡ σχέση τοῦ Παπισμοῦ μὲ τὸν Ἀρειανισμὸ καὶ τὴν μετεξέλιξή του στὸν νεώτερο εὐρωπαϊκὸ ἀνθρωπισμὸ (οὐμανισμό);

2. Ἡ πτώση τοῦ πάπα
Ὁ Ρωμαιοκαθολικισμὸς ἐγκαταλείποντας τὴν καθολικὴ τῆς Ἐκκλησίας πίστη, αὐτομόλησε στὴν ἀρεια­νικὴ μεθοδολογία29. Ἔτσι στὴν Δύση ὑπῆρξε μία βαθμιαία μετατροπὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ σὲ οὐμανισμό. γιὰ πολὺ καιρὸ καὶ μὲ ἐπιμονὴ στένευαν τὸν Θεάνθρωπο καὶ στὸ τέλος τὸν σμίκρυναν σὲ ἄνθρωπο: στὸν ἀλάθητο ἄνθρωπο τῆς Ρώμης καὶ τὸν ὄχι λιγώτερο ἀλάθητο ἄνθρωπο τοῦ Βερολίνου. Ἐμφανίσθηκε ἔτσι ὁ δυτικὸς χριστιανικο-οὐμανιστικὸς μαξιμαλισμὸς (ὁ Παπισμός), ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἀφαιρεῖ τὰ πάντα, καὶ ὁ δυτικὸς χριστιανικο-οὐμανιστικὸς μινιμαλισμὸς (ὁ Προτεσταντισμός), ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὸν Χριστὸ ζητεῖ τὸ ἐλάχιστο, συχνὰ δὲ καὶ τίποτε. Μὲ τὸν περιορισμό του στὸν ἄνθρωπο μετεβλήθη ὁ δυτικὸς Χριστιανισμὸς σὲ οὐμανισμό. Ἡ ἀντικατάσταση τοῦ Θεανθρώπου ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο εἶχε ὡς συνέπεια τὴν ἀντικατάσταση τῆς θεανθρώπινης ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη μεθοδολογία: στὸν σχολαστικισμὸ30 ἐπικρατεῖ ἡ ἀριστοτελικὴ φιλοσοφία, στὴν ἠθικὴ ἐπικρατεῖ ἡ Ἱερὰ Ἐξέταση31 καὶ ἡ καζουϊστικὴ ἠθική32, στὶς διεθνεῖς σχέσεις τὸ παπικὸ κράτος καὶ στὴν κοινωνία ὁ ἀτομισμὸς ὡς κοινωνικὴ ἀρχή. Στὸν χαρακτῆρα αὐτὸ τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ ἔχουν τὶς ρίζες τους ἡ ἀστικὴ κοινωνία (ἡ ἐπιβολὴ τοῦ ἀτόμου ὡς μονάδος) καὶ ὁ οὐμανιστικὸς κοινωνισμὸς (ἡ βιαία ἐπιβολὴ τοῦ ἐγωιστικοῦ ἀτόμου ὡς ὁμάδος)33. Ἡ δυτικὴ κοινωνία, ἔχοντας αὐτὲς τὶς ρίζες, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ὀργανωμένη ἰκανοποίηση τῶν ἀτομικῶν συμφερόντων, δηλαδὴ νομιμοποιημένη τέρψη τοῦ ἀνθρώπινου ἐγωισμοῦ34.
Ἡ Ἀναγέννηση εἶχε πλημμυρίσει τὶς καρδιὲς τῶν Εὐρωπαίων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν μαραθεῖ ἀπὸ τὸν Βατικανισμό, μὲ ἐλπίδα. Ὁ βρυκολακικὸς σχολαστικισμὸς στὴ φιλοσοφία καὶ ὁ ἀνθρωποφάγος ἰησουϊτισμὸς στὴν ἠθικὴ εἶχαν ἀπομυζήσει ἀπὸ τὸν εὐρωπαῖο ἄνθρωπο τὶς ζωτικές του δυνάμεις. Ἡ ἀνακαίνιση τοῦ Εὐρωπαίου, ὅμως, ἔγινε μὲ τὴν στροφὴ στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, μὲ τὴν ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν διακοπὴ κάθε συνδέσμου μὲ τοὺς ἄνω ἀοράτους κόσμους35.
Ὁ Παπισμὸς δὲν ὑπῆρξε μόνον ὁ πρῶτος οὐμανισμὸς καὶ γενεσιουργὸς αἰτία τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ἀθεϊστικοῦ οὐμανισμοῦ36. Ἀποτελεῖ ταυτόχρονα ἀποκορύφωμα τοῦ οὐμανισμοῦ καὶ τελευταία προσπάθεια διάσωσής του. Λέγει χαρακτηριστικῶς ὁ π. Ἰουστῖνος πὼς μετὰ τὸν ὀρθολογιστικὸ διαφωτι­σμὸ 37 τοῦ 18ου καὶ τὸν μυωπικὸ θετικισμὸ38 τοῦ 19ου αἰώνα, δὲν ἀπέμενε τίποτε ἄλλο στὸν εὐρωπαϊκὸ οὐμανισμὸ ἀπὸ τὸ νὰ ἀποσυντεθῇ μέσα στὶς ἀντιφάσεις καὶ τὰ ἀδιέξοδά του. τὴν στιγμὴ ἐκείνη ἡ δογματοποίηση τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα39 ἀπετέλεσε προσπάθεια ἀναζωογονήσεως καὶ διαιωνίσεως τοῦ ἑτοιμοθάνατου οὐμανισμοῦ. τὸ δόγμα τοῦ ἀλα­θήτου τοῦ πάπα «εἶναι ἡ τελευταία μεταμόρφωσις (transformatio) καὶ ἡ τελικὴ ἀποθέωσις (glorificatio) τοῦ οὐμανισμοῦ»40. Τὸ δόγμα αὐτὸ ἔχει κοσμοϊστορικὴ σημασία γιὰ ὅλη τὴν τύχη τῆς Εὐρώπης, ἰδιαίτερα γιὰ τοὺς ἀποκαλυπτικοὺς καιροὺς στοὺς ὁποίους ἔχει αὐτὴ εἰσέλθει. «Διὰ τοῦ δόγματος αὐτοῦ ὅλοι οἱ εὐρωπαϊκοὶ ἀνθρωπισμοὶ ἀπέκτησαν τὸ ἰδεῶδες καὶ τὸ εἴδωλόν των: ὁ ἄνθρωπος ἀνεκηρύχθη ὑπερτάτη θεότης, πανθεότης. Τὸ εὐρωπαϊκὸν οὐμανιστικὸν πάν­θεον ἀπέκτησε τὸν Δία του»41. Ὁ δυτικὸς Χριστιανισμός, στὴν οὐσία του, εἶναι ὁ πιὸ ριζικὸς οὐμανισμός, διότι ἀνεκήρυξε τὸν ἄνθρωπο ἀλάθητο καὶ μετέβαλε τὴν θεανθρώπινη θρησκεία σὲ θρησκεία οὐμανιστική. Ἀπόδειξη γι’ αὐτὸ εἶναι πὼς στὴν Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία ὁ Θεάνθρωπος ἀπωθήθηκε στὸν οὐρανό, καὶ στὴν θέση του τοποθετήθηκε ὁ ἀναπληρωτής: Vicarius Christi… «Πόσον τραγικὸς παραλογισμός: νὰ ὁρίζεται ἀντικαταστάτης καὶ ἀναπληρωτὴς διὰ τὸν πανταχοῦ παρόντα Κύριον καὶ Θεόν! Εἶναι ὅμως γεγονὸς ὅτι αὐτὸς ὁ παραλογισμὸς ἐνεσαρκώθη εἰς τὸν δυτικὸν Χριστιανισμόν». Ἔτσι ἐπιτελέσθηκε ἡ ἀποθεανθρώπιση τοῦ Θεανθρώπου, ἡ ἐκ-σάρκωση τοῦ ἐνσαρκωθέντος Θεοῦ. Μὲ ὅλα αὐτὰ ὁ οὐμανισμὸς εἶναι σὰν νὰ ἔλεγε στὸν Θεάνθρωπο: Ἀποσύρσου ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο σὲ ἄλλον, φύγε ἀπὸ μᾶς, διότι ἐμεῖς ἔχουμε τὸν ἀντικαταστάτη Σου, ὁ ὁποῖος σὲ ἀντικαθιστᾶ ἀλαθήτως σὲ ὅλα42. Ἡ Β’ Βατικάνειος4344. «Εἰς τὴν πραγματικότητα ἀπὸ αὐτὸ τὸ δόγμα ζῆ, τὸ ἀκολουθεῖ καὶ ἐπιμόνως τὸ ὁμολογεῖ ὁ κάθε εὐρωπαϊκὸς οὐμανισμός»45. Ὑπ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια κατανοεῖται ἡ θέση πὼς ὁ οὐμανιστικὸς Χριστιανισμὸς ἀποτελεῖ τὴν πιὸ ἀποφασιστικὴ διαμαρτυρία ἐναντίον τοῦ Θεανθρώπου καὶ τῆς ἀξιολογίας καὶ κριτηριολογίας Του46. Τὸ μέγεθος τῆς βατικανείου αὐτῆς πτώσεως δὲν εἶναι διόλου μικρό. Σύνοδος, ἐπιμένοντας καὶ αὐτὴ στὸ δόγμα τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα = τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ ἀναγέννηση ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὐμανισμῶν, ἀναγέννηση πτωμάτων. «Διότι ἀφ’ ὅτου ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς εἶναι παρὼν εἰς τὸν γήινον κόσμον, ὁ κάθε οὐμανισμὸς εἶναι πτῶμα»
«Εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὑπάρχουν τρεῖς κυρίως πτώσεις: τοῦ Ἀδάμ, τοῦ Ἰούδα, τοῦ πάπα. Ἡ οὐσία τῆς πτώσεως εἰς τὴν ἁμαρτίαν εἶναι πάντοτε ἡ ἰδία: τὸ νὰ θέλῃ κανεὶς νὰ γίνῃ καλὸς διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του». ἔτσι ὅμως ἐξισώνεται ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν Διάβολο, ὁ ὁποῖος θέλησε καὶ αὐτὸς νὰ γίνῃ θεὸς διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας συνίσταται σ’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀλαζονικὴ αὐταπάτη. Αὐτὸ εἶναι ἡ οὐσία τοῦ ἰδίου τοῦ Διαβόλου, τὸ νὰ μὴ θέλῃ τίποτε ἔξω ἀπ’ αὐτόν, ἀλλὰ νὰ μένῃ μόνος του, ἑρμητικὰ κλεισμένος ἔναντι τοῦ Θεοῦ47. Ἡ πτώση τοῦ πάπα ἔγκειται στὸ ὅτι θέλει νὰ ἀντικαταστήσῃ τὸν Θεάνθρωπο μὲ ἄνθρω­πο48. Μὲ τὸ δόγμα τοῦ ἀλαθήτου ὁ πάπας σφετερίσθηκε ὅλη τὴν ἐξουσία καὶ τὰ δικαιώματα ποὺ ἀνήκουν στὸν Θεάνθρωπο καὶ αὐτοανακηρύχθηκε Ἐκκλησία ἐν τῇ παπικῇ ἐκκλησίᾳ, ἱδιόμορφος Παντοκράτωρ. γι’ αὐτὸ τὸ δόγμα τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα ἀπέβη τὸ κεντρικὸ δόγμα τοῦ Παπισμοῦ, τὸ ὁποῖο δὲν θὰ ἀποκηρυχθῇ, ἕως ὅτου ὁ πάπας εἶναι πάπας τοῦ οὐμανιστικοῦ Παπισμοῦ49. Ὁ πυρήνας τοῦ δόγματος τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα = τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἀποθεανθρωποίηση τοῦ ἀνθρώπου, πρᾶγμα ποὺ ἐπιδιώκουν ὅλοι οἱ οὐμανισμοί, ἀκόμη καὶ οἱ θρησκευτικοί. ἔτσι ἐπανέρχεται ὁ ἄνθρωπος στὴν εἰδωλολατρία, στὴν πολυθεΐα, στὸν διπλό, φυσικὸ καὶ πνευματικό, θάνατο. Ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο ὁ κάθε οὐμανισμὸς μετατρέπεται σὲ μηδενισμό50. Μὲ τὸ δόγμα τοῦ παπικοῦ ἀλαθήτου ἔγινε δόγμα ὁ εἰδωλολατρικὸς οὐμανισμός, διότι ἔτσι δογματοποιήθηκε ἡ παναξία, τὸ παγκριτήριο τοῦ οὐμανιστικοῦ πολιτισμοῦ «πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος»51. Ἡ σμίκρυνση τοῦ Χριστιανισμοῦ σὲ οὐμανισμὸ ἔχει βέβαια ἁπλοποιήσει τὸν Χριστιανισμό, ταυτόχρονα, ὅμως, τὸν ἔχει καταστρέψει52.
Ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ Παπισμοῦ ἔγκειται στὴν τόλμη του νὰ ἀναγάγῃ σὲ δόγμα τὸν σατανικὸ πόθο τοῦ ἀνθρώπου νὰ αὐτοθεωθῇ. λέγει ὁ π. Ἰουστῖνος ὅτι θεωρούμενοι ἀπὸ τὴν σκοπιὰ τοῦ ἀεὶ ζῶντος Θεανθρώπου, τοῦ ἱστορικοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὅλοι οἱ ἀνθρωπισμοὶ μοιάζουν μὲ ἐγκληματικὲς οὐτοπίες, διότι ὅλοι φονεύουν καὶ ἐξοντώνουν τὸν ἄνθρωπο ὡς ψυχοσωματικὴ ὀντότητα. Τὸ ἔργο ὅμως αὐτὸ ἔχει ἀναχθεῖ, μὲ τὸ ἀλάθητο τοῦ πάπα, σὲ δόγμα53. Τὸ ἀλάθητο εἶναι φυσικὸν θεανθρώπινον ἰδίωμα καὶ φυσικὴ θεανθρώπινη λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὸ δόγμα τοῦ ἀλαθήτου ὁ πάπας κατέλαβε τὴν θέση τοῦ Θεανθρώπου. Γιὰ τὴν Ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ «… τὸ δόγμα περὶ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα εἶναι ὄχι μόνον αἵρεσις, ἀλλὰ καὶ παναίρεσις. Διότι καμμία ἄλλη αἵρεσις δὲν ἐξηγέρθη τόσο ριζοσπαστικῶς καὶ ὁλοκληρωτικῶς κατὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας του… τὸ δόγμα αὐτὸ εἶναι αἵρεσις τῶν αἱρέσεων, μία ἄνευ προηγουμένου ἀνταρσία κατὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ… ἡ πλέον φρικτὴ ἐξορία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τῆς γῆς… νέα προδοσία, νέα σταύρωσις τοῦ Κυρίου, μόνον οὐχὶ ἐπὶ τοῦ ξυλίνου, ἀλλ’ ἐπὶ τοῦ χρυσοῦ σταυροῦ τοῦ παπικοῦ οὐμανισμοῦ. Καὶ ταῦτα πάντα εἶναι κόλασις, κόλασις διὰ τὸ ἄθλιον γήινον ὂν, ποὺ λέγεται ἄνθρωπος»54. Ἡ στροφὴ πρὸς τὸν οὐμανισμὸ εἶναι ἡ ἀτμόσφαιρα ἐντὸς τῆς ὁποίας ζῆ καὶ πρὸς τὴν ὁποία στρέφεται ἡ ἀνθρώπινη πεπτωκυία φύση. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ὅμως, ποτὲ δὲν δογματοποίησε ὁποιονδήποτε οὐμανισμό. ἡ τραγωδία τῆς δυτικῆς χριστιανωσύνης ἀντιθέτως ἔγκειται στὸ ὅτι προσπάθησε διορθώνοντας τὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου ἢ καὶ ἁρνούμενη αὐτὸ νὰ εἰσαγάγῃ τὸν δαιμονισμένο οὐμανισμὸ καὶ μάλιστα στὴν καρδιὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἔχει ὡς σκοπὸ τὴν καταπολέμηση τοῦ οὐμανισμοῦ. «Εἶναι φοβερὸν καὶ μόνον νὰ σκεφθῇ κανεὶς πόσον μᾶλλον νὰ εἰπῇ, ὅτι κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον τὸ μοναδικὸν “ἐργαστήριον τῆς σωτηρίας” εἰς τὸν κόσμον τοῦτον μεταβάλλεται βαθμηδὸν εἰς δαιμονοποιημένον “ἐργαστήριον” ἐκβιασμοῦ ἀνθρωπίνων συνειδήσεων καὶ ἀπανθρωπίας… Ἡ Ὀρθόδοξος Καθολικὴ Ἐκκλησία οὐδὲν δηλητήριον, οὐδεμίαν ἁμαρτίαν, οὐδένα οὐμανισμόν, οὐδὲν ἐπίγειον κοινωνικὸν σύστημα ἀνεκήρυξεν εἰς δόγμα»55.
Τὰ πράγματα, λοιπόν, εἶναι τελείως διαφορετικὰ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία: «Ποία εἶναι ἡ οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας; – Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός-… Παντοῦ ὁ Θεὸς ἔχει τὴν πρώτην θέσιν καὶ ὁ ἄνθρωπος τὴν δευτέραν. ὁ Θεὸς ὁδηγεῖ, ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται. ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ, ὁ ἄνθρωπος συνεργεῖ»56. Οἱ ὀρθόδοξοι δὲν κηρύττουν ποτὲ τὸν ἑαυτό τους. ποτὲ δὲν καυχῶνται γιὰ τὸν ἄνθρωπο. ποτὲ δὲν εἰδωλοποιοῦν τὸν ἀνθρω­πισμό57. Ἡ Προσωπικότητα τοῦ Θεανθρώπου, μέσα στὴν θεαν­δρικὴ τελειότητά της εἶναι αἰωνίως καινούργια καὶ νεανική, γι’ αὐτὸ δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ ἀνταλλάσσεται οὔτε νὰ ἀντικαθίσταται. Ὁ ἀγώνας γιὰ τὸν Θεάνθρωπο εἶναι ἀγώνας γιὰ τὸν ἄνθρωπο. ὄχι οἱ οὐμανιστές, ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι τῆς θεανθρώπινης πίστης ἀγωνίζονται γιὰ τὸν ἀληθινὸ ἄνθρωπο, τὸν θεοειδὴ καὶ χριστοειδή58. Οἱ ὀρθόδοξοι ἄνθρωποι εἶναι συνεργοὶ καὶ μόνο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, συνεργοὶ οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν προσευχὴ ἀκοῦν τί τὸ Πνεῦμα λαλεῖ, οἱ ὁποῖοι συνεχῶς ποιοῦν ἐκεῖνο ποὺ θέλει τὸ Πνεῦμα, οἱ ὁποῖοι ἐλέγχουν τὶς σκέψεις καὶ τὰ λόγια τους συνεχῶς διὰ τοῦ Πνεύματος59.
Ὁ Προτεσταντισμὸς ἐμφανίζεται ὡς διαμαρτυρία ἐναντίον τῆς παπικῆς ἐκκλησίας. Ὁ Γέρων Ἰουστῖνος εἶναι πεπεισμένος ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Παπισμὸς ἀποτελεῖ τὸν πρῶτο Προτεσταντισμὸ (διαμαρτύρηση): «Καὶ πράγματι, ἡ πρώτη ριζικὴ διαμαρτυρία ἐναντίον τῆς μίας, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ ἀναζητηθῇ εἰς τὸν παπισμόν, οὐχὶ εἰς τὸν λουθηρανισμόν. Καὶ εἰς αὐτὴν τὴν διαμαρτυρίαν (protest) ἔγκειται ὁ πρῶτος προτεσταντισμός». Μὲ τὸ δόγμα τοῦ ἀλαθήτου ὁ πάπας ἀνακηρύχθηκε ἀνώτερος ὄχι μόνον τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. μὲ τέτοια ἀποστασία ὁ πάπας ὑπερέβη καὶ τὸν Λούθηρο, τὸν δημιουργὸ τοῦ προτεσταντικοῦ μινιμαλισμοῦ. οἱ προτεστὰντες ἁπλῶς ἀποδέχθηκαν τὸ δόγμα τοῦ ἀλαθήτου καὶ τὸ ἀνέπτυξαν σὲ τρομερὲς διαστάσεις καὶ λεπτομέρειες. κάθε προτεστάντης γίνεται ἀλάθητος στὰ ζητήματα πίστεως, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ ἀλαθήτου ἀνθρώπου τῆς Ρώμης. Ὁ Προτεσταντισμὸς εἶναι λοιπὸν ἕνας Παπισμὸς ἐφαρμοσμένος καὶ ταυτόχρονα ἐκλαϊκευμένος. τοῦ λείπουν ἡ μυστικὴ διάσταση, ἡ αὐθεντία καὶ ἡ ἐξουσία60. Ὡς πιστὸ τέκνο τοῦ Παπισμοῦ ὁ Προτεσταντισμὸς πέφτει λόγω τῆς ὀρθολογιστικῆς σχολαστικῆς του διὰ μέσου τῶν αἰώνων ἀπὸ τὴν μία αἵρεση στὴν ἄλλη καὶ πνίγεται στὰ διάφορα δηλητήρια τῶν αἱρετικῶν πλανῶν του. «Ἡ παπιστικὴ ὑψηλοφροσύνη καὶ ἡ “ἀλά­θητος” ἀφροσύνη βασιλεύει ἀπολυταρχικῶς καὶ ἐρημώνει τὰς ψυχὰς τῶν πιστῶν του». Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι κοινὸ ὄνομα γιὰ ὅλους τοὺς ψευδοχριστιανισμούς, γιὰ τὶς ψευδοεκκλησίες τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα στὸν Οἰκουμενισμὸ βρίσκεται ἡ καρδιὰ ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὐμανισμῶν, μὲ κέντρο τὸν Παπισμό61.
Μόνη λύση εἶναι ἡ μετάνοια. ὅπως γιὰ κάθε ἁμαρτία, ἔτσι καὶ γιὰ τὴν «παναμαρτία» τοῦ Παπισμοῦ, ἡ ὁποία περιέχεται εἰς τὸ ἀλαζονικὸ δόγμα περὶ τοῦ ἀλα­θήτου τοῦ πάπα, καὶ γιὰ τὶς ἁμαρτίες τῶν οὐμανισμῶν σωτηρία προσφέρει μόνο ἡ μετάνοια, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ μεταμορφώσῃ τὸν «ἀλάθητο» εὐρωπαῖο οὐμανιστικὸ ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν σώσῃ ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, κάθε κακό, κάθε κόλαση, κάθε Διάβολο, κάθε οὐμανιστικὸ ὀρθολογισμό62. «Εἰς τὸ οὐμανιστικὸν πάνθεον τῆς Εὐρώπης ὅλοι οἱ θεοὶ εἶναι νεκροί, μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν εὐρωπαϊκὸν Δία. Νεκροί, ἕως ὅτου εἰς τὴν μαραμένην καρδίαν των ἀνατείλῃ ἡ μέχρι τελείας αὐταπαρνήσεως μετάνοια, μὲ τὰς ἀστραπὰς καὶ τὰς ὀδύνας της τοῦ Γολγοθᾶ, μὲ τοὺς ἀναστασίμους σεισμοὺς καὶ τὰς μεταμορφώσεις της, μὲ τὰς καρποφόρους της θύελλας καὶ ἀναλήψεις. Καὶ τότε; Τότε θὰ εἶναι ἀτελείωτοι αἱ δοξολογίαι τῶν πρὸς τὸν ἀεὶ ζωοποιὸν καὶ θαυματουργὸν Θεάνθρωπον, τὸν ὄντως μόνον Φιλάνθρωπον εἰς ὅλους τοὺς κόσμους»63.

3. Λευκὴ Δαιμονία ἡ Εὐρώπη
Ἐπισφραγίζοντας τὰ λεγόμενά του γιὰ τὸν ἀνθρωπιστικὸ Οἰκουμενισμό, ὁ Γέρων Ἰουστῖνος παραθέτει αὐτούσια μερικὰ λόγια τοῦ ὁμολογητοῦ ἐπισκόπου Ἀχρίδος καὶ Ζίτσης Νικολάου64 σχετικὰ μὲ τὴν πνευματικὴ κατάσταση τῆς Εὐρώπης κατὰ τὸν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. μερικὰ ἐξ αὐτῶν, σχετιζόμενα μὲ τὸ θέμα μας, παραθέτουμε αὐτούσια.
»Τί εἶναι ἡ Εὐρώπη; Εἶναι ἡ ἐπιθυμία καὶ πόθος τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς ἡδονῆς καὶ ἡ γνῶσις. Ἀμφότερα ἀνθρώπινα: ἡ ἀνθρωπίνη ἐπιθυμία καὶ πόθος καὶ ἡ ἀνθρωπίνη γνῶσις. Καὶ τὰ δύο προσωποποιοῦνται εἰς τὸν πάπαν καὶ εἰς τὸν Λούθηρον. Τί εἶναι λοιπὸν ἡ Εὐρώπη; Ὁ πάπας καὶ ὁ Λούθηρος. Χορτασμέναι αἱ ἀνθρώπιναι ἐπθυμίαι εἰς τὸ ἔπακρον, καὶ χορτασμένη ἡ ἀνθρωπίνη γνῶσις εἰς τὸ ἔπακρον. Ὁ εὐρωπαϊκὸς πάπας εἶναι ἡ ἀνθρωπίνη ἐπιθυμία τῆς ἐξουσίας. Ὁ εὐρωπαϊκὸς Λούθηρος, ἡ πείσμων ἀπόφασις τοῦ ἀνθρώπου τὰ πάντα νὰ ἐξηγηθοῦν μὲ τὸν νοῦν του.«
»Ὁ Παπισμὸς χρησιμοποιεῖ τὴν πολιτικήν, ἐπειδὴ μόνον δι’ αὐτῆς ἀποκτᾶ τὶς τὴν ἐξουσίαν. Ὁ Λουθηρανισμὸς χρησιμοποιεῖ τὴν φιλοσοφίαν καὶ τὴν ἐπιστήμην, ἐπειδὴ νομίζει ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος διὰ νὰ ἀποκτήσῃ τὶς τὴν σοφίαν. Οὔτως, ἡ ἐπιθυμία ἐκήρυξε τὸν πόλεμον κατὰ τῆς γνώσεως καὶ ἡ γνῶσις κατὰ τῆς ἐπι­θυμίας65. Τοῦτο εἶναι ἡ Εὐρώπη. Εἰς τὴν ἐποχήν μας ὅμως ἦλθε μία νέα γενεὰ Εὐρωπαίων, ἡ ὁποία ἐνύμφευσε τὴν ἐπιθυμίαν μὲ τὴν γνῶσιν καὶ ἀπέρριψε καὶ τὸν πάπαν καὶ τὸν Λούθηρον… Ἡ ἀνθρωπίνη ἐπιθυμία καὶ ἡ ἀνθρωπίνη σοφία ἐστεφανώθησαν εἰς τας ἡμέρας μας καὶ οὔτω συνήφθη γάμος, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι οὔτε ρωμαιοκαθολικὸς οὔτε λουθηρανικός, ἀλλ’ ὀφθαλμοφανῶς καὶ δημοσίως σατανικός. Ἡ σημερινὴ Εὐρώπη δὲν εἶναι πλέον οὔτε παπικὴ οὔτε λουθηρανική. Εἶναι ὑπεράνω καὶ ἐκτὸς τούτων. Εἶναι ὁλοτελῶς ἐπίγειος, χωρὶς ἔστω καὶ τὸν πόθον νὰ ἀνεβαίνῃ εἰς τὸν οὐρανόν, εἴτε μὲ τὸ διαβατήριον τοῦ ἀλαθήτου πάπα εἴτε πάλιν διὰ τῆς κλίμακος τῆς προτεσταντικῆς σοφίας. Ἁρνεῖται ἐντελῶς τὸ ταξίδιον ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Ἐπιθυμεῖ νὰ παραμείνῃ ἐδῶ. Ἐπιθυμεῖ νὰ εἶναι ὁ τάφος της ὅπου καὶ τὸ λίκνον της. Δὲν γνωρίζει περὶ ἄλλου κόσμου. Δὲν αἰσθάνεται τὴν οὐράνιον εὐωδίαν. Δὲν βλέπει εἰς τὸν ὕπνον της τοὺς Ἀγγέλους καὶ τοὺς Ἁγίους. Διὰ τὴν Θεοτόκον δὲν θέλει νὰ ἀκούσῃ. Ἡ ἀκολασία τὴν στερεώνει εἰς τὸ μῖσος κατὰ τῆς παρθενίας.«
»Ὁ βασιλεὺς ἀντίχριστος ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴν τοῦ ΙΘ’ αἰῶνος. Ὁ πάπας, ἀντίχριστος, ἀποτελεῖ τὴν μέσην τοῦ ἰδίου αἰῶνος. Οἱ φιλόσοφοι τῆς Εὐρώπης, ἀντίχριστοι (ἀπὸ τὸ φρενοκομεῖον) ἀποτελοῦν τὸ τέλος τοῦ αὐτοῦ αἰῶνος: Ναπολέων ὁ Βοναπάρ­της66, ὁ Πῖος67, ὁ Νίτσε68. Τρία μοιραῖα ὀνόματα τῶν τριῶν μεγαλυτέρων ἀρρώστων τῆς κληρονομημένης ἀσθενείας… Ὁ καίσαρ, ὁ ποντίφηξ καὶ ὁ φιλόσοφος… καὶ μάλιστα ὄχι εἰς τὴν ἀρχαίαν εἰδωλολατρικὴν Ρώμην, ἀλλ’ εἰς τὴν καρδίαν τῆς βαπτισμένης Εὐρώπης! Δὲν εἶναι αὐτοὶ οἱ νικηταί, ἀλλ’ οἱ πλέον νικημένοι. Ὅταν ὁ Βοναπάρτης ἐγέλασεν ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἁγίους ναοὺς τοῦ Κρεμλί­νου69, καὶ ὅταν ὁ Πῖος ἀνεκηρύχθη ἀλάθητος, καὶ ὅταν ὁ Νίτσε ἀνεκοίνωσε δημοσίως τὴν λατρείαν του εἰς τὸν Ἀντίχριστον, τότε ἐσκοτίσθη ὁ ἥλιος εις τὸν οὐρανόν… Ποιὸς εἶναι τότε ὁ νικητής, ἂν ὄχι ὁ καίσαρ, ὁ ποντίφηξ καὶ ὁ φιλόσοφος τῆς ἀποχριστιανοποιημένης Εὐρώπης; Ὁ νικητὴς εἶναι ὁ χωρικὸς τῶν Βαλκανίων καὶ ὁ Ρῶσος μουζῖκος70. Ποῖος ἦταν ὁ πλέον ἄγνωστος καὶ ἀσήμαντος καὶ μικρότερος κατὰ τὸν ΙΘ’ αἰῶνα, τὸν αἰῶνα τοῦ μεγάλου Ναπολέοντος καὶ τοῦ ἀλαθήτου Πίου καὶ τοῦ ἀπροσίτου Νίτσε, ποῖος, ἂν μὴ ὁ Ρῶσος μουζῖκος, προσκυνητὴς «τῶν Ἁγίων Τόπων», καὶ ὁ χωρικὸς τῶν Βαλκανίων, πολεμιστὴς ἐναντίον τῆς ἡμισελήνου καὶ ἀπελευθερωτὴς τῶν Βαλκανίων71; Διαβολικὸν πεδίον μάχης, διαβολικὸν ἱερατεῖον καὶ διαβολικὴ σοφία, τοῦτο εἶναι ὁ καίσαρ, ὁ πάπας καὶ ὁ φιλόσοφος τοῦ ΙΘ’ αἰῶνος. Ὁ ὀρθόδοξος χωρικὸς τῶν Βαλκανίων παρουσιάζει τὸ τελείως ἀντίθετον τούτων: πρῶτον, τὸν σταυροφόρον ἡρωϊσμόν, δεύ­τερον, τὸ μαρτυρικὸν ἱερατεῖον, καὶ τρίτον, τὴν ἁλιευτικὴν ἀποστολικὴν σοφίαν.«
»Ἐὰν θὰ εἶχε μείνει ἡ Εὐρώπη χριστιανική, θὰ ἐκαυχᾶτο διὰ τὸν Χριστὸν καὶ ὄχι γιὰ τὸν πολιτισμόν της. Καὶ οἱ μεγάλοι λαοὶ τῆς Ἀσίας καὶ τῆς Ἀφρικῆς, ἀβάπτιστοι μέν, ἀλλὰ μὲ ἔφεσιν καὶ τάσιν πνευματικήν, θὰ ἠδύναντο νὰ κατανοήσουν τοῦτο καὶ νὰ τὸ ἐκτιμήσουν. Διότι καὶ οἱ λαοὶ αὐτοὶ καυχῶνται ἕκαστος διὰ τὴν πίστιν του, διὰ τὴν θεότητά του, διὰ τὰ θρησκευτικὰ βιβλία του… Μόνον οἱ λαοὶ τῆς Εὐρώπης δὲν καυχῶνται διὰ τὸν Χριστὸν καὶ διὰ τὸ Ευαγγέλιόν Του, ἀλλὰ διὰ τὰς ἐπικινδύνους μηχανὰς των καὶ τὰ εὐτελῆ προϊόντα τῶν χειρῶν των, δηλαδὴ διὰ τὸν πολιτισμὸν καὶ τὴν κουλτούραν των. Τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς εὐρωπαϊκῆς αὐτοκαυχήσεως μὲ τὴν περιβόητον «κουλτούραν», εἶναι τὸ μῖσος ὅλων τῶν μὴ χριστιανικῶν λαῶν ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Χριστιανισμοῦ. Μισήσαντες τὸ μικρὸν ἐμίσησαν καὶ τὸ πλέον μέγα. Μισήσαντες τὰ εὐρωπαϊκὰ προϊόντα καὶ τοὺς ἀνθρώπους, ἐμίσησαν καὶ τὸν εὐρωπαϊκὸν θεόν. Ἀλλά, ἀλλοίμονον, αὐτὸ δὲν πονᾶ τὴν Εὐρώπην, οὔτε τὴν στενοχωρεῖ. Ἐξ ἄλλου, ἡ ἰδία ἐμίσησε πρώτη ἀπ’ ὅλους καὶ ἀπέρριψε τὸν Θεὸν της. Εἰς αὐτὴν τὴν μὴ ἐπίζηλον θέσιν ἔφερε τὴν Εὐρώπην ἡ λανθασμένη ἐξέλιξίς της, ὑπὸ τὴν ἐπίδραση μιᾶς λανθασμένης Ἐκκλησίας, διὰ μέσου τῶν τελευταίων ἐννεακοσίων ἐτῶν. Δὲν εὐθύνονται διὰ τοῦτο οἱ λαοὶ τῆς Εὐρώπης. εὐθύνην ἔχουν οἱ πνευματικοὶ ὁδηγοὶ τῶν λαῶν. Δὲν εὐθύνεται τὸ ποίμνιον, ἀλλ’ οἱ ποιμένες του… Ἐκτὸς τοῦ Χριστιανισμοῦ ἡ Εὐρώπη δὲν ἔχει τίποτε διὰ νὰ καυχηθῇ. Χωρὶς τὸν Χριστὸν ἡ Εὐρώπη εἶναι ὁ πτωχότερος ἐπαίτης καὶ ὁ πλέον ἀναίσχυντος ἐκμεταλλευτὴς τοῦ κόσμου τούτου.«
»Οἱ φίλαρχοι καὶ ὑπερήφανοι λαοὶ τῆς Εὐρώπης δὲν ἀναγνωρίζουν ποτέ τὸ σφάλμα των. Ἔχουν χάσει τὴν ἔννοιαν τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς μετανοίας. Διὰ κάθε κα­κὸν εἰς τὸν κόσμον τὴν εὐθύνην ἔχει ἄλλος, αὐτοὶ ποτέ. Πῶς θὰ ἠδύναντο αὐτοὶ νὰ διαπράξουν ἁμαρτίαν, ἀφοῦ ἐκάθησαν ἐπὶ τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνεκήρυξαν τοὺς ἑαυτούς των ἀλαθήτους θεούς! Πρῶτον ἀνεκήρυξε τὸν ἑαυ­τόν του ἀλάθητον ὁ θρησκευτικὸς των ἡγέτης, ὁ πάπας. Τὸ παράδειγμά του, καὶ εἰς πεῖσμα του72, τὸ ἠκολούθησαν οἱ ἄρχοντες τῆς Δύσεως καὶ οἱ βασιλεῖς. Ὅλοι ἀνεκηρύχθησαν ἀλάθητοι καὶ οἱ τὸν Σταυρὸν φοροῦντες καὶ οἱ τὴν μάχαιραν φέροντες.«
»Τί νομίζετε σεῖς διὰ τὴν Εὐρώ­πην; Ἡ Ἀφρικὴ καὶ ἡ Ἀσία ὀνομάζουν τοὺς Εὐρωπαίους, «λευκοὺς δαίμονας». Ἐπομένως, θὰ ἠδύναντο νὰ ὀνομάσουν τὴν Εὐρώπην: Λευκὴν Δαιμονίαν. Θὰ τὴν ὠνόμαζον «Λευκήν», ἕνεκα τοῦ χρώματος τοῦ δέρματος, «Δαιμονίαν» δέ, ἕνεκα τῆς μελανότητος τῆς ψυχῆς της…Οὔτως, ἀδελφοί μου, ἀνέστη ὡς βρυκόλαξ εἰς τας ἡμέρας μας ἡ σατανικὴ Ρώμη, ἐκείνη ἡ Ρώμη, πρὸ τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου,ἡ ὁποία ἐδίωκε μὲ πῦρ καὶ μάχαιραν τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἠμπόδιζε τὸν Χριστὸν νὰ εισέλθῃ εἰς τὴν Εὐρώπην. Μόνον ὅτι ἡ Λευκὴ δαιμονία ἔχει πέσει εἰς βαρυτέραν ἀσθένειαν ἀπὸ τὴν ἀρχαίαν Ρώμην. Διότι, ἐὰν ἡ εἰδωλολατρικὴ Ρώμη, ἐβασανίζετο ἀπὸ ἕνα δαίμονα, ἡ Λευκὴ Δαιμονία βασανίζεται ἀπὸ ἑπτὰ πονηρὰ πνεύματα, δεινότερα ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν δαίμονα τῆς Ρώμης. Ἰδοὺ λοιπὸν ἡ νέα εἰδωλολατρικὴ Ρώμη, ἰδοὺ νέον μαρτύριον διὰ τὸν Χριστιανισμόν. Νὰ εἶστε ἕτοιμοι εἰς μαρτύριον διὰ τὸν Χριστὸν ἐκ μέρους τῆς Λευκῆς Δαιμονίας73.«

1. Πρόλογος τοῦ Καθηγητοῦ Ἰωάννη Καρμίρη, ἐν Ἀρχιμανδρίτου ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος. Μελετήματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἔκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι 19936, σελ. 3. Εἰς τὸ ἑξῆς ὡς: Θεάνθρωπος.
2. Πρόλογος τοῦ πατρὸς Θεοκλήτου Διονυσιάτου, ἐν Ἀρχιμανδρίτου ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ ὁ Οἰκουμενισμός, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρχαγγέλων Τσέλιε, Βάλιεβο-Σερβία, σελ. 7.9. Εἰς τὸ ἑξῆς ὡς Ἐκκλησία.
Περισσότερα στοιχεῖα γιὰ τὸν π. Ἰουστῖνο Πόποβιτς βλ. ἐν ΑΛΕΞΙΟΥ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ, π. Ἰουστίνου Πόποβιτς Βίος καὶ Πολιτεία, ἔκδ. «Διψῶ», Πάτρα 1995.
3. Οὐμανισμὸς ἢ ἀνθρωπισμὸς καλεῖται σύστημα ἰδεῶν, τὸ ὁποῖο, στὴν πρώτη του μορφή, ταυτίζεται μὲ τὴν ἰταλικὴ ἀναγέννηση τοῦ 14ου αἰ., ὑπὸ τοὺς Πετράρχη, Βοκκάκιο, Ραφαήλ, Μιχαήλ-Ἄγγελο. Μὲ τὸν ἀνθρωπισμὸ ἐπιδιώχθηκε ἡ ἀπαλλαγὴ τῆς ἀνθρωπότητας ἀπὸ τὴν μονομέρεια τῆς παπικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀγωγῆς, ἡ ἀπόσειση τῆς αὐθεντίας τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ στροφὴ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Οἱ ἀνθρωπιστές, ἀπομακρυνόμενοι ἀπὸ τὸ ὑπερβατικό, ἐστράφησαν στὴν ἔρευνα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, καὶ ἐπέδειξαν μοναδικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν μελέτη καὶ προβολὴ τῶν ἀρχαίων σοφῶν, τοὺς ὁποίους δὲν ἔβλεπαν ὡς εἰδωλολάτρες ποὺ ἔζησαν ἐν τῇ πλάνῃ, ἀλλ’ ὡς φορεῖς πολιτισμοῦ μοναδικοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει ὡς σκοπὸ τὴν ἐγκόσμια χαρά. Ὁ ἀνθρωπισμὸς προέβαλε ἔναντι τοῦ ἀσκητισμοῦ τὶς ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς, ἔναντι τῆς ταπεινώσεως τὴν ἐλευθέρως καὶ ὁλοκλήρως ἀνεπτυγμένη ἀνθρώπινη προσωπικότητα. Οἱ ἀνθρωπιστὲς πρέσβευαν τὴν δυνατότητα ἐναρμονίσεως τῆς χριστιανικῆς καὶ τῶν ἀρχαίων κλασσικῶν παραδόσεων, καὶ τὴν βελτίωση τῆς κοινωνικῆς καὶ πολιτικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου διὰ τῆς εὐσεβείας ἀλλὰ καὶ τῆς λογικῆς. Βέβαια ἀνθρωπισμὸς μπορεῖ νὰ σημαίνῃ κάθε φιλοσοφικὸ ἢ ἠθικὸ σύστημα τὸ ὁποῖο συγκεντρώνεται γύρω ἀπὸ τὴν ἔννοια τῆς ἀξιοπρέπειας καὶ ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι φανερὸ πὼς ὁ οὐμανισμὸς βλέπει ὡς πρότυπο ἀνθρώπου ὄχι τὸν Θεάνθρωπο Χριστό, ἀλλὰ τὸν πεπτωκότα, ἁμαρτωλό, πλὴν ὅμως κοσμικὰ «μορφωμένο» ἄνθρωπο. Πρόδρομος τοῦ ἀνθρωπισμοῦ καὶ φίλος τοῦ Πετράρχη ὑπῆρξε καὶ ὁ αἱρετικὸς ἀντιησυχαστὴς Βαρλαὰμ ὁ Καλαβρός.
4. Περισσότερα στοιχεῖα γιὰ τοὺς ἔναντι τῶν Σέρβων Ὀρθοδόξων διωγμοὺς καὶ τὶς σφαγὲς ἐκ μέρους τῶν κροατικῶν S.S. (Ustashi), τόσο τὸ 1945 ὅσο καὶ τὸ 1991-93, μπορεῖ κανεὶς νὰ βρῇ στὸ βιβλίο τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΕΦΤΙΤΣ, Σέρβοι Νεομάρτυρες στὸν 20ο αἰῶνα, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1994. Πρβλ. καὶ ΓΙΑΝΝΗ ΖΕΡΒΟΥ, «Θρησκευτικὸς πόλεμος κατὰ τῆς βαλκανικῆς Ὀρθοδοξίας», Βαλκάνια καὶ Ὀρθοδοξία, ἐκδ. Μήνυμα, Ἀθήνα 1993, σσ. 54-63, Μητροπολίτου ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ ΜΠΟΥΛΟΒΙΤΣ, «Τὸ σημερινὸ δράμα τῆς Σερβίας καὶ ἡ δοκιμασία τῆς Ὀρθοδοξίας», Βαλκάνια καὶ Ὀρθοδοξία, ἐκδ. Μήνυμα, Ἀθήνα 1993, σσ. 102-116, ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΣΩΤΗΡΙΟΥ, Ἕλληνες καὶ Σέρβοι, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1996, σσ. 93-103, ΑΛΕΞΙΟΥ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ, Ὁ Νεομάρτυρας Πλάτων, Ἐπίσκοπος Μπανιαλούκα, ἐκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος, Ἀθήνα 1996.
5. Ἀρειανισμὸς ὀνομάζεται ἡ διδασκαλία ἡ ὁποία ἐμφανίζεται στὸ πρόσωπο τοῦ πρεσβυτέρου τῆς Ἀλεξανδρείας Ἀρείου, τὸ 318 μ.Χ. Τὴν διδασκαλία τοῦ Ἀρείου, ἡ ὁποία συνοψίζεται κυρίως στὸ ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεός, ἀλλὰ μόνον τὸ ἀνώτερο κτῖσμα (δημιούργημα), κατεδίκασε ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (Μάιος 325 μ.Χ.), ὑποστηρίζοντας τὴν ἐκκλησιαστικὴ πίστη πὼς ὁ Υἱὸς εἶναι τῆς ἰδίας φύσεως – οὐσίας μὲ τὸν Πατέρα («ὁμοούσιος τῷ Πατρί»), καὶ συνεπῶς Θεός.
6. Ματθ. 4, 1-11. Λουκ. 4, 1-13.
7. Θεάνθρωπος, σελ. 133 ε.
8. Θεάνθρωπος, σελ. 137.
9. Θεάνθρωπος, σελ. 139.
10. Θεάνθρωπος, σελ. 138.
11. Θεάνθρωπος, σελ. 136.
12. Θεάνθρωπος, σελ. 142.
13. Θεάνθρωπος, σελ. 140-142.
14. Σχετικοκρατία ἢ σχετικισμὸς (relativismus): κατὰ τὴν εἰδικὴ ἔννοια σχετικοκρατία ὀνομάζεται ἡ θεωρία ποὺ διατείνεται πὼς δὲν ὑπάρχει ἀπόλυτη ἀλήθεια, ἀνεξάρτητη ἀπὸ πρόσωπα, τόπο, χρόνο κ.ἄ. Ἡ ἀλήθεια τῆς σχετικοκρατίας μεταβάλλεται σύμφωνα μὲ τὴν ἐποχή, τὴν κοινωνία, τὸν πολιτισμὸ κ.ἄ. παράγοντες. Κύριοι ἐκπρόσωποι τῆς σχετικοκρατίας στὴν ἀρχαιότητα ὑπῆρξαν οἱ σοφιστές, οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζονταν ὅτι μέτρο γιὰ τὴν ἀξιολόγηση ὅλων τῶν πραγμάτων εἶναι ὁ ἄνθρωπος («πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος») καὶ οἱ σκεπτικοί. Ἡ ἠθικὴ σχετικοκρατία ἁρνεῖται τὴν ὕπαρξη ἀπολύτων ἠθικῶν ἀξιῶν καὶ γενικῶς ἰσχυόντων ἠθικῶν κανόνων.
15. Θεάνθρωπος, σελ. 142.
16. «Ὅλων τῶν πραγμάτων κριτήριο εἶναι ὁ ἄνθρωπος». τὸ προαναφερθὲν ἀξίωμα τῶν ἀρχαίων σοφιστῶν. Οἱ σοφιστὲς προσάρμοζαν πάντα τὴν ἀλήθεια σὲ αὐτὸ ποὺ ἤθελαν νὰ ὑποστηρίξουν. Λόγω τῆς τακτικῆς αὐτῆς δόθηκε τὸ ὄνομα «σοφιστεία» σὲ κάθε παραπλανητικὴ καὶ «τραβηγμένη» ἐπιχειρηματολογία.
17. Θεάνθρωπος, σελ. 149 ε.
18. Ἐκκλησία, σελ. 151.]
19. Θεάνθρωπος, σελ. 107.
20. Ἀποκ. 21, 8. 20, 14.
21. Θεάνθρωπος, σελ. 149.
22. Θεάνθρωπος, σελ. 155 ε. Βλ. καὶ σελ. 153· «Ὁ ἐγωισμὸς καὶ ἡ φιλαυτία ἐνηγκαλισμένα εἰς ὅλην τὴν αἰωνιότητα, δηλαδὴ ἡ κόλασις. Τοιοῦτος εἶναι κατ’ οὐσίαν καὶ ὁ οὐμανιστικὸς ἄνθρωπος: ὅλος μένει εἰς τὸν ἑαυτόν του, μὲ τὸν ἑαυτόν του, διὰ τὸν ἑαυτόν του. πάντοτε πεισμόνως κλειστὸς ἔναντι τοῦ Θεοῦ».
23. Θεάνθρωπος, σελ. 148.
24. Ἐκκλησία, σελ. 161.
25. Ἐκκλησία, σελ. 139.
26. Ἐκκλησία, σελ. 148 ε.
27. Ἐκκλησία, σελ. 141.
28. Ἐκκλησία, σελ. 201 ε.
29. Θεάνθρωπος, σελ. 143.
30. Σχολαστικισμὸς ἢ σχολαστικὴ θεολογία: τὸ θεολογικὸ σύστημα ποὺ κυριάρχησε στὴν παπικὴ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸν 10ο ἕως τὸν 14ο αἰ. ὀφείλει τὸ ὄνομά του στὶς Σχολὲς ὅπου καλλιεργήθηκε, οἱ ὁποῖες ὀργανώθηκαν στὴν Δύση σὲ παλάτια ἡγεμόνων, σὲ ἀρχιεπισκοπὲς καὶ μοναστήρια. Βασικὰ γνωρίσματα τοῦ σχολαστικισμοῦ εἶναι ἡ κατανόηση καὶ ἑρμηνεία τῶν θεολογικῶν ἀληθειῶν βάσει τῆς ἀριστοτελικῆς φιλοσοφίας καὶ ἡ ἀντίληψη περὶ σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου ὡς «ἰκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης» ἡ ὁποία προσεβλήθη ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἁμαρτία. Ἡ φιλοσοφικὴ διαλεκτικὴ μέθοδος ὑπῆρξε αἰτία καὶ τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ δόγματος τοῦ Filioque («καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ») στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ἀπὸ τοὺς δυτικούς. Εἰσηγητὴς τοῦ σχολαστικισμοῦ θεωρεῖται ὁ Ἄνσελμος Καντερβουρίας. ἀνάμεσα στοὺς γνωστότερους σχολαστικοὺς συγκαταλέγονται ὁ Πέτρος Ἀβαιλάρδος, ὁ Πέτρος Λομβαρδός, ὁ Ἰωάννης Βοναβεντούρα, ὁ Ἀλβέρτος Μάγνος καὶ ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης. Τὴν σχολαστικὴ θεολογία καταδίκασε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διὰ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, στὸ πρόσωπο τοῦ Βαρλαὰμ τοῦ Καλαβροῦ καὶ τῶν ἄλλων ἀντιησυχαστῶν, στὰ μέσα τοῦ 14ου αἰ. (Συνοδικοὶ Τόμοι 1341, 1347, 1351).
31. Ἡ Ἱερὰ Ἐξέταση ἱδρύθηκε ἀπὸ τὸν πάπα Γρηγόριο τὸν Θ’ τὸ 1231, ὡς εἰδικὸ ὄργανο γιὰ τὴν ἐπισήμανση τῶν αἱρετικῶν, ἐπανδρώθηκε δὲ κυρίως ἀπὸ Δομινικανοὺς μοναχούς. Τὸ 1252 ὁ πάπας Ἰννοκέντιος ὁ Δ’ ἐπέτρεψε τὴν ἀνεξέλεγκτη χρήση βασανιστηρίων ἀπὸ τοὺς ἱεροεξεταστές. Τὸ 1478 ἱδρύθηκε ἡ ἰσπανικὴ Ἱερὰ Ἐξέταση γιὰ τὴν δίωξη τῶν Ἑβραίων, τῶν Μουσουλμάνων καὶ τῶν αἱρετικῶν τῆς Ἰσπανίας. Ἡ ὀργάνωση αὐτὴ ἔδρασε καὶ κατὰ τοὺς χρόνους τῆς Μεταρρυθμίσεως.
32. Καζουϊστικὴ (απὸ τὸ λατ. casus = περίσταση): Ἠθικὴ μέθοδος ποὺ ἀναπτύχθηκε κυρίως στοὺς χρόνους τῆς σχολαστικῆς θεολογίας καὶ φιλοσοφίας. Ἡ καζουϊστικὴ ἠθικὴ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ στερεότυπων τρόπων συμπεριφορᾶς σὲ συγκεκριμένες περιπτώσεις. Στὰ χρόνια τοῦ σχολαστικισμοῦ κυκλοφόρησαν οἱ Summae casuum conscientiae, τὰ πρῶτα ἐγχειρίδια τῆς καζουϊστικῆς ἠθικῆς, ἕνα εἶδος βιβλίου καλῆς χριστιανικῆς συμπεριφορᾶς. Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ δίνεται βάρος μεμονωμένα στὴν ἐξωτερικὴ συμπεριφορὰ ἀνεξαρτήτως τῆς ἐσωτερικῆς πνευματικῆς ἐργασίας, ἀπὸ τὴν ὁποία πηγάζουν καὶ τὴν ὁποία ἐκφράζουν, παράλληλα δὲ καὶ ἐνισχύουν τὰ ἐξωτερικὰ ἔργα. ἡ μεμονωμένη σημασία στὴν ἐξωτερικὴ συμπεριφορὰ εἶναι σίγουρο ὅτι θὰ ὁδηγήσῃ σὲ φαρισαϊσμὸ ἢ σχιζοφρένεια. Κατὰ τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, πρέπει νὰ πλυθῇ τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ποτηρίου γιὰ νὰ εἶναι καὶ τὸ ἐξωτερικὸ καθαρὸ (Ματθ. 23, 26). Ἄλλωστε ἡ ἁγιοπνευματικὴ ἀρετὴ τῆς διακρίσεως ὑποδεικνύει στὸν πνευματικὸ ὁδηγὸ καθενὸς πιστοῦ τρόπους ἐφαρμοστέας συμπεριφορᾶς, ποὺ ἐνδέχεται νὰ διαφέρουν σὲ περιπτώσεις ποὺ ἁπλῶς μοιάζουν ἀνάλογες, ὥστε νὰ μὴν εἶναι δυνατὸ νὰ ὁμαδοποιηθοῦν ἐπακριβῶς οἱ τρόποι συμπεριφορᾶς καὶ νὰ κατευθύνονται βάσει ἑνὸς βιβλίου.
33. Ἐκκλησία, σελ. 176-178. Βλ. καὶ Θεάνθρωπος, σελ. 128.
34. Ἐκκλησία, σελ. 167. Θεάνθρωπος, σελ. 128.
35. Ἐκκλησία, σελ. 194.
36. Πρβλ. καὶ Ἐκκλησία, σελ. 167. «Εἰς τὸν γυμνὸν ἀνθρωπισμὸν τῆς Εὐρώπης, ὁ ὁποῖος ἔχει θρησκευτικὰς ρίζας (το ἀλάθητον τοῦ πάπα, τὸ ὁποῖον εἰς τὸν Προτεσταντισμὸν ἐξελίσσεται εἰς τὸ ἀλάθητον τοῦ κάθε ἀτόμου), τὸ πρωτεῖον τὸ ἀπέκτησε τὸ ἄτομον».
37. Διαφωτισμός: Διαφωτισμὸ ἐννοοῦμε κυρίως τὸ κίνημα τῶν Γάλλων ἐγκυκλοπαιδιστῶν τοῦ 18ου αἰ. (Βολταίρου, Ρουσσώ, Μοντεσκιέ, Ντιντερό), τὸ ὁποῖο χαρακτηριζόταν ἀπὸ τὴν ἐμπιστοσύνη στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου μὲ κέντρο τὴν λογικὴ καὶ ἀπὸ τὴν πολεμικὴ ἐναντίον ὅλων τῶν ὀργανωμένων κοινωνικῶν σχημάτων, τῆς ἐπίσημης θρησκείας καὶ τῶν ἀπολυταρχικῶν πολιτικῶν συστημάτων.
38. Θετικισμός: ἐπιστημονικὸ ρεῦμα μὲ εἰσηγητὴ τὸν Αὔγουστο Κὸντ (1798-1857). Κατὰ τὸν θετικισμὸ ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἰκανὴ νὰ κατακτήσῃ τὸν κόσμο καὶ νὰ ἀπαλλάξῃ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς «νηπιακές του παραστάσεις», δηλ. τὶς θεολογικὲς καὶ μεταφυσικὲς του ἀντιλήψεις.
39. Ἡ Α’ Βατικάνειος Σύνοδος (1869-1870), ἡ θεωρουμένη ἀπὸ τοὺς παπικοὺς ὡς 20η Οἰκουμενική, διετύπωσε στὶς 18 Ἰουλίου 1870 τὸ δόγμα σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο ὁ πάπας, ὅταν «ἀπὸ καθέδρας ὁμιλεῖ», χάρη στὴν θεία ἐπιστασία «ἀπολαύει τοῦ ἀλαθήτου» καὶ οἱ ἀποφάσεις του δὲν ὑπόκεινται σὲ μεταρρύθμιση ἀπὸ κανένα. Ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ δόγματος αὐτοῦ ὑπῆρξε καὶ ἡ αἰτία ἀποσχίσεως πιστῶν τοῦ παπισμοῦ, οἱ ὁποῖοι ἀπετέλεσαν τὴν Ἐκκλησία τῶν Παλαιοκαθολικῶν (Σύνοδος τῆς Οὐτρέχτης 1889).
40. Θεάνθρωπος, σελ. 129.
41. Θεάνθρωπος, σελ. 150.
42. Θεάνθρωπος, σελ. 128. Πρβλ. καὶ σελ. 152.
43. Ἔλαβε χώρα ἀπὸ τὸ 1962 ἕως 1965. μεταξὺ ἄλλων διεκήρυξε ἐκ νέου τὸ ἀλάθητο τοῦ πάπα.
44. Θεάνθρωπος, σελ. 156 ε.
45. Θεάνθρωπος, σελ. 158.
46. Θεάνθρωπος, σελ. 128.
47. Θεάνθρωπος, σελ. 152.
48. Θεάνθρωπος, σελ. 153.
49. Θεάνθρωπος, σελ. 152.
50. Θεάνθρωπος, σελ. 157.
51. Θεάνθρωπος, σελ. 150.
52. Θεάνθρωπος, σελ. 128.
53. Θεάνθρωπος, σελ. 157.
54. Θεάνθρωπος, σελ. 158 ε.
55. Ἐκκλησία, σελ. 181-183.
56. Θεάνθρωπος, σελ. 118.
57. Θεάνθρωπος, σελ. 124.
58. Θεάνθρωπος, σελ. 130 ε.
59. Θεάνθρωπος, σελ. 125.
60. Θεάνθρωπος, σελ. 126 ε. Πρβλ. καὶ σελ. 158. «ὁ παπισμὸς εἶναι ὁ πρῶτος προτεσταντισμός, κατὰ τοὺς λόγους τοῦ ὁραματιστοῦ τῆς ἀληθείας Χομιάκωφ».
61. Ἐκκλησία, σελ. 224 ε.
62. Θεάνθρωπος, σελ. 159 ε.
63. Θεάνθρωπος, σελ. 157.
64. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (1880-1956), καθηγητὴς καὶ πνευματικὸς τοῦ Γέροντος Ἰουστίνου Πόποβιτς. Κατὰ τὴν γερμανικὴ κατοχὴ διετέλεσε κρατούμενος στὸ Νταχάου, μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχη Σερβίας Γαβριὴλ καὶ τὸν Ἐπίσκοπο Δαλματίας Εἰρηναῖο. Μαζὶ μὲ τὸν Γέροντα Ἰουστῖνο ὑπῆρξε ὑποστηρικτὴς τοῦ κινήματος τῶν bogomoljaca, τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων τοῦ λαοῦ ποὺ ἀσκοῦσαν αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ζωή, ἡ ὁποία ἐνισχυόταν ἀπὸ τακτικὲς ἐπισκέψεις σὲ μοναστήρια.
65. Ἐννοεῖ τὴν διαμαρτύρηση (προτεσταντισμὸ) ἐναντίον τοῦ παπισμοῦ καὶ τὴν δημιουργία τῶν προτεσταντικῶν ἐκκλησιῶν, μὲ τὶς μεταρρυθμιστικὲς ἐνέργειες τῶν Λουθήρου, Ζβιγγλίου καὶ Καλβίνου κατὰ τὸν 16ο αἰ.
66. Ὁ γνωστὸς Γάλλος αὐτοκράτωρ Ναπολέων ὁ Α’ (1769-1821).
67. Ὁ πάπας Πῖος ὁ Θ’. Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του (1846-1878) ἡ Α’ Βατικάνειος Σύνοδος (1869-1870), ἡ θεωρουμένη ἀπὸ τοὺς παπικοὺς ὡς 20η Οἰκουμενική, διετύπωσε στὶς 18 Ἰουλίου 1870 τὸ δόγμα τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα.
68. Φρειδερῖκος Νίτσε (1844-1900). Γερμανὸς φιλόσοφος, ὑιὸς προτεστάντου ἱερέως. Κατὰ τὸν Νίτσε ὁ ἄλλος κόσμος εἶναι μία ψευδαίσθηση. ὁ ἄνθρωπος ἀντὶ νὰ λατρεύῃ ἄλλους θεούς, πρέπει νὰ μεριμνήσῃ γιὰ τὴν δική του ἀνύψωση σὲ «ὑπεράνθρωπο». Ὁ «ὑπεράνθρωπος» τοῦ Νίτσε εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος φλογίζεται ἀπὸ πάθη, ποὺ δὲν τὰ καταπολεμεῖ, ἀλλὰ τὰ χρησιμοποιεῖ δημιουργικῶς. Ὁ Νίτσε διεγίνωσκε ἔχθρα στὴν καρδιὰ τῆς χριστιανικῆς πίστεως. κατ’ αὐτόν, δὲν μπορεῖ νὰ ἐφαρμοσθῇ συγκεκριμένη ἠθικὴ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Τὸ ἔργο του ἐπηρέασε πολλοὺς μεταγενεστέρους, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους, ὁ Ἔρμαν Ἔσσε, ὁ Ζὰν Πὼλ Σὰρτρ, ὁ Σίγκμουντ Φρόυντ. Οἱ Ναζὶ ἔκαναν χρήση τῶν θεωριῶν του καὶ δημοσίευσαν ἔργα του. Τὸ 1889, ἕνδεκα χρόνια πρὶν πεθάνει, ὁ Νίτσε ἔπεσε σὲ παραφροσύνη.
69. Ἡ εἰσβολὴ τῆς «Μεγάλης Στρατιᾶς» τοῦ Ναπολέοντος στὴν Ρωσία ἄρχισε στὶς 22 Ἰουν. τοῦ 1812. ἡ Μόσχα κατελήφθη ἀπὸ τὰ στρατεύματά του στὶς 14 Σεπτ. Στὶς 26 Δεκ. ὁ Ναπολέων ὑποχώρησε ἡττημένος ἀπὸ τὴν Ρωσία. ἀπὸ τοὺς 610.000 ἄνδρες του, χάθηκαν στὴν ἐκστρατεία ὑπὲρ τοὺς 550.000.
70. Μουζῖκος ὀνομάζεται ὁ Ρῶσος χωρικός.
71. Τὰ Βαλκάνια ἀπελευθερώθηκαν ἀπὸ τὴν τουρκικὴ κυριαρχία τὸν 19ο αἰ. Συγκεκριμένα ἡ Σερβία ἔγινε πρῶτα αὐτόνομο κράτος (1830) καὶ ἔπειτα βασίλειο (1882).
72. Στὸν λεγόμενο ἀγώνα «Περὶ περιβολῆς» (11ος-12ος αἰ.) ὁ παπισμὸς προσπάθησε νὰ καθιερώσῃ τὸ δικαίωμα τοῦ πάπα νὰ ἀσκῇ ἐξουσία ὄχι μόνο στὰ ἐκκλησιαστικά, ἀλλὰ καὶ στὰ πολιτικὰ πράγματα, καὶ νὰ ἀποτρέψῃ τὶς ἀντίθετες καισαροπαπικὲς τάσεις τοῦ γερμανικοῦ θρόνου.
73. Ἐκκλησία, σελ. 239, 241, 242-244, 244ε., 249ε., 252ε.
Ἡ τελευταία αὐτὴ φράση – προφητεία τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Ἀχρίδος, ἔχει ἤδη ἐν μέρει ἐκπληρωθεῖ γιὰ τοὺς Σέρβους ὀρθοδόξους ἀδελφούς μας τῆς Κροατίας, Κράινα, Βοσνίας καὶ ἐσχάτως τοῦ Κοσσυφοπεδίου. Άρα γε τί ἑτοιμάζουν καὶ γιὰ τοὺς ὑπολοίπους Ὀρθοδόξους οἱ κεφαλὲς τῆς «Λευκῆς Δαιμονίας»;

“ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ”
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ
ΤΕΥΧΟΣ 4 . ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ – ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1999

Share Button