“Αλεξίκακον Φάρμακον”: Κριτικές επισημάνσεις στο περιεχόμενο του έργου του αγίου Αθανασίου του Παρίου (π. Γεώργιος Μεταλληνός)

 


Κυκλοφόρησε προσφάτως απὸ τις Εκδόσεις Γρηγόρη το βιβλίο του αγίου Αθανασίου του Παρίου «Αλεξίκακον Φάρμακον». Το κείμενο παρατίθεται με απόδοση στην Νέα Ελληνική, ενώ τα προλεγόμενα και η επιστημονικὴ επιμέλεια, έγιναν από τον πρωτοπρεσβύτερο π. Γεώργιο Μεταλληνό. Το προτείνουμε ανεπιφύλακτα. Ο καλοπροαίρετος αναγνώστης θα βρει πολλές απαντήσεις στο ερώτημα γιατί έχουμε φτάσει σε τέτοια πνευματική κρίση στη χώρα μας. (Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ)
«ΑΛΕΞΙΚΑΚΟΝ ΦΑΡΜΑΚΟΝ» ή «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΝ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ»
Εκδόσεις Γρηγόρη
Εκδόσεις Γρηγόρη
Η αγωνιστική συγγραφική πορεία του Αθανασίου Παρίου ολοκληρώθηκε με το έργο αυτό, που συντέθηκε το 1809 κατά τα κρατούντα, αλλά τυπώθηκε το 1818 μετά την κοίμηση του συντάκτη του (1813) από έναν πιστό μαθητή του, τον Σαμουήλ, «διδάσκαλου τον εξ Άνδρου». Όπως και τα προηγούμενα έργα του, έτσι και το παρόν ήταν ευρύτερα γνωστό από τα αντίγραφά του, που παρεσκεύαζαν οι φίλοι και μαθητές του. Το «Αλεξίκακον Φάρμακον» συνιστά, κατά κάποιο τρόπο, συνέχεια και περαιτέρω ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας του έργου «Αντιφώνησις» (αρ. 3), καταστέφοντας έτσι τον σθεναρό και αποφασιστικό αγώνα του ακάματου Ιερομονάχου για την προφύλαξη της καθαρότητας του φρονήματος της υπόδουλης και απειλούμενης από τη μετακένωση των ιδεών του δυτικού «κατέναντι», της Ευρώπης, του Διαφωτισμού και της Γ. Ε., Ρωμηοσύνης. Το έργο σώζεται στο υπ’ άριθ. 2361 χειρόγραφο της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, στην Αθήνα, φφ. 39-111. Στο τέλος του έργου προστίθεται, ως παράρτημα, το Μαρτύριο του Νεομάρτυρος Ιωάννου του Κρητός στην Έφεσο, για την ενίσχυση του φρονήματος των Αναγνωστών. Η έκδοση σπονδυλώνεται ως εξής: Προηγούνται «Προλεγόμενα προς τους φιλαναγνώστας» του εκδότη Σαμουήλ, ο οποίος τιτλοφορεί την έκδοσή του ως εξής: «Αλεξίκακον φάρμακον ή Πνευματικόν Εγχειρίδιον. Συντεθέν υπό του Διδασκάλου Αθανασίου του Παρίου». Ο εκδότης εξαίρει τη σημασία του έργου και αιτιολογεί τον τίτλο του (θεραπεύει «τον βολτερισμόν, ταυτόν ειπείν τον αθεϊσμόν»), εγκωμιάζοντας τον συγγραφέα και διδάσκαλο Αθανάσιο. Το κυρίως έργο φέρει εκτενέστερο τίτλο, που μάλλον ανήκει στον συντάκτη του Αθανάσιο, και δίνει περιληπτικά και το περιεχόμενό του: «Αλεξίκακον φάρμακον, ήτοι Πνευματικόν εγχειρίδιον, διδάσκον εν απλή φράσει, ότι όσοι θέλουσι να είναι και να μένωσι Χριστιανοί, εξ ανάγκης πρέπει να μισούν και να αποφεύγωσι τους αντιλέγοντας και καταφρονητικώς αντιφερομένους εις τας Θείας Γραφάς, αι οποίαι είναι τα βιβλία της Χριστιανικής πίστεως». Το συνοπτικό διάγραμμα του έργου δίνει τήν άκόλουθη εικόνα: Στο Προοίμιο του έργου ορίζεται ο σκοπός του, που είναι η καταπολέμηση της αθεΐας. Στο α’ κεφάλαιο αναπτύσσεται το θέμα της αθεΐας και ο «Βολταΐρος» χαρακτηρίζεται «αθεώτατος». Το αθεϊστικό πάθος του αποδίδεται στη «μανία» και «παραφροσύνη» του. Το κεφ. β’ ασχολείται με τον Βολταίρο, ενώ επικρίνονται όσοι τον ανέχονται (η Αικατερίνη Β’ της Ρωσίας, π.χ., δεν έπρεπε να δεχθεί τα αθεϊστικά βιβλία του). Στο κεφ. γ’ αποκρούεται η κατά της Αγίας Γραφής επίθεση του Βολταίρου. Ο συγγραφέας κάνει λόγο «περί προφητείας», δηλαδή της «εκ των προτέρων» απόδειξης της αλήθειας των Γραφών, και περί «θαυμάτων», της απόδειξης εκ των υστέρων. Στο κεφ. δ’ κορυφώνεται η αντιβολτερική κριτική. Ο «βολτερισμός» είναι «εσχάτη μωρία, και αλογία, και θρήνων άξιος». Στο κεφ. ε’ αποκρούεται η βολτερική άρνηση της Αναστάσεως του Χριστού και στο στ’ ελεεινολογούνται όσοι αποκλίνουν στον βολτερισμό και συνιστάται στους νέους να μην παρασύρονται από αυτόν. Στον Επίλογο χαρακτηρίζεται ο «βολτερισμός» «απώλεια της ψυχής», έσχατος δηλαδή κίνδυνος για τη σωτηρία του ανθρώπου.

Κριτικές επισημάνσεις στο περιεχόμενο του έργου
Ο εκδοτης του έργου Σαμουήλ στα Προλεγόμενά του στρέφεται και στον εννοιολογικό προσδιορισμό των χρησιμοποιουμένων από τον συγγραφέα στον τίτλο του έργου όρων. Και είναι γεγονός, ότι οι όροι «αλεξίκακον φάρμακον» και «εγχειρίδιον πνευματικόν» εύστοχα χρησιμοποιήθηκαν για το χαρακτηρισμό του περιεχομένου και των στόχων του βιβλίου. «Αλεξίκακος» είναι αυτός που απομακρύνει το κακό. Προσδιορίζεται όμως, έτσι, η αναμενόμενη επενέργεια του έργου ως «φαρμάκου», αποτρεπτικού και θεραπευτικού. «Εγχειρίδιον» εξ άλλου, είναι το μαχαιρίδιο ή στιλέτο (ξιφίδιο), αλλά και το μικρό βιβλίο, το βιβλίδιο. Και στις δύο περιπτώσεις δηλώνεται ο ιατρικός-θεραπευτικός χαρακτήρας και μάλιστα προς δύο κατευθύνσεις: προς εκείνους που ασθενούν εις την πίστη και δέχθηκαν τον «βολτερισμό», και προς τους «ευσεβείς πιστούς» για την υποστήριξη και προφύλαξή τους. Τα εγκωμιαστικά λόγια που χρησιμοποιεί ως ευγνώμων μαθητής ο Σαμουήλ, για να τιμήσει τον διδάσκαλο και συγγραφέα, είναι αποκαλυπτικά για την εκτίμηση που απολαμβάνει o Αθανάσιος στον κύκλο τvν γνωστών καi συναγωνιστών του. Εκφράζεται δε η βεβαιότητα, ότι την ίδια ευεργετική επίδραση θα ασκήσει ευρύτερα το έργο στους αναγνώστες του. Γι’ αυτό και μαρτυρείται η ευμενής ήδη αποδοχή του από το Γένος, και ιδιαίτερα το Οικουμενικό Εθναρχικό Κέντρο. Εύστοχα δε, χαρακτηρίζεται το έργο «χρυσόν πονημάτιον» και «σπαρτίον» (σχοινί), αλλά και «φραγγέλιον ευαγγελικόν κατά των εναντίων θεοκαπήλων της πίστεως».
Και ο Αθανάσιος στο «Προοίμιόν» του αποσαφηνίζει τον τίτλο του έργου, συνδέοντας τους όχι συνήθεις όρους του με την προσφερόμενη από αυτό θεραπεία της ψυχής. Το λεγόμενο, ότι τη συγγραφή προκάλεσε το εξαπλούμενο ρεύμα της βλασφημίας κατά του αληθινού Θεού, εξηγεί και το κυρίαρχο πάθος. Η «αθέτησις του Θεού… η δυσώνυμος αθεΐα» είναι «η όντως μεγάλη κακία». Η αύξηση του αριθμού των «αθέων» επιβάλλει την αναχαίτιση της επιρροής τους πάνω στους «θεοσεβείς». Ποιους εννοεί ο Πάριος ως «αθέους» έχει ήδη αλλού αποσαφηνισθεί. Δεν σημαίνει μόνο τους αρνουμένους την ύπαρξη του Θεού, αλλά και εκείνους που δεν αναγνωρίζουν τον ένα και μόνο αληθινό Θεό, αρνούμενοι τον Ιησού Χριστό. Αυτή είναι και η παύλεια χρήση του όρου στο Εφεσ. 3, 12. Είναι οι χωρίς Θεό ζώντες. Βέβαια, είναι γεγονός, ότι «η κατηγορία “άθεος” απεδίδετο συχνότατα τότε σε διάφορους λογίους, χωρίς την αναγκαιότητα να υφίσταται κάποια πραγματική περίπτωση αθεΐας», όπως ορθά επισημαίνει ο καθηγητής Βασ. Μακρίδης. Στην περίπτωση όμως του Βολταίρου και των ομοφρόνων του δεν πρόκειται για ατεκμηρίωτη συκοφαντία.
Ειδικά με το θέμα της «αθεΐας» ασχολείται ο Πάριος στο κεφ. α’. Ακολουθώντας τους «σοφούς» (μάλλον εννοεί τους επιστήμονες), διακρίνει μεταξύ «αποφατικών» και «θετικών» αθέων. Οι πρώτοι στερούνται «κάθε ιδέαν θεότητος». Οι δεύτεροι έχουν μεν «ιδέαν Θεού», αλλά αρνούνται την ύπαρξή Του. Η στάση αυτή απεικονίζει τον «χριστιανισμό» της Γαλλίας και γενικότερα της Ευρώπης. Πρόκειται όμως —λέγει— για «μωρία», που καταντά «παραφροσύνη και μανία», γνώρισμα των αιρετικών, με κορυφαία περίπτωση τον «Γάλλον Βολτέρ», τον «αθεώτατον». Ο Γάλλος «σοφός» επικεντρώνει την ιερή αγανάκτηση του Αθανασίου. Το κυρίως ενοχλητικό γι’ αυτόν, στο σημείο αυτό, δεν είναι οι δυτικές αιρέσεις (παπισμός, προτεσταντισμός), αλλά η παντελής άρνηση του αληθινού Θεού στη θεωρούμενη χριστιανική Ευρώπη.
Ο στόχος του Βολταίρου ήταν, βέβαια, ο Ιησούς Χριστός κατά τον Αθανάσιο. Ο «θεοστυγής Βολτέρ» έγινε «άσπονδος εχθρός του Ιησού Χριστού». Αμφισβητώντας τα ιερά κείμενα – αρχές του Χριστιανισμού, ο «παμμίαρος Βολτέρ» επιδιώκει να «ανατρέψη και να δείξη μύθον και πλάσμα (πλαστό κατασκεύασμα) το Ευαγγέλιον». Η μέθοδος του Βολταίρου κατά τον Πάριο: Πρώτα «ανασκευάζει» την Π. Διαθήκη, «τα αρχαιότατα βιβλία του κόσμου» (Πεντάτευχος). Αρνείται τη γνησιότητά τους, «διά να απορρίψη έπειτα τα θεία Ευαγγέλια», που σχετίζονται άμεσα με εκείνα. Ο Βολταίρος όμως επεκτείνει την πολεμική του και στα προφητικά βιβλία, παρά τις διαμαρτυρίες Γερμανών και Πολωνών Ιουδαίων το 1776. Στην αντιβολταιρική επιχειρηματολογία του ο Αθανάσιος στηρίζεται στο αντιβολταιρικό έργο του Νικηφ. Θεοτόκη, παλαιού διδασκάλου και συναδέλφου του στην Κέρκυρα. Ο Θεοτόκης μετέφρασε και εμπλούτισε με σημαντικές προσθήκες και σημειώσεις το έργο του Γάλλου ρωμαιοκαθολικού Γ.Ι. Κλεμάνς (G. J. Clemence). Φαίνεται όμως ότι δεν λαμβάνεται υπόψει, ότι η «αθεΐα», ή μάλλον αντιχριστιανικότητα του Βολταίρου, δεν είναι άσχετη με το περιβάλλον, στο οποίο έζησε στα νεανικά του χρόνια, διότι τις εγκύκλιες σπουδές του τις έκαμε ως εσωτερικός σε ιησουϊτικό Κολλέγιο. Με βάση και αφετηρία αυτή την εμπειρία του, έγραψε το 1763 την «Πραγματεία περί ανεξιθρησκείας» (Tpaite sur la Tolerance). Ο Πάριος καταφάσκει το επιχείρημα του Κλεμάνς. Το γεγονός, ότι ο Βολταίρος δεν τόλμησε να απαντήσει στις εναντίον του κατηγορίες, αλλ’ εσιώπησε, επιβεβαιώνει, κατά τον Πάριο, τα επιχειρήματα των κατηγόρων του, που τον απέδειξαν «ψεύστην και αμαθή», αλλά και «συκοφάντη και αλαζόνα».
Στο στόχαστρο όμως του Αθανασίου βρίσκεται η επίθεση του Βολταίρου εναντίον ολόκληρης της Αγίας Γραφής. Ο στόχος του Βολταίρου είναι να δειχθεί ότι η «Χριστιανική θρησκεία δεν είναι παρά πλάνη και ψευδολόγων ανθρώπων εφεύρημα». Πάλι, βάση και πηγή των επιχειρημάτων του Παρίου είναι η μετάφραση του έργου του Κλεμάνς από τον Θεοτόκη. Ελέγχεται επίσης η σιωπή του Χριστιανού Γάλλου βασιλέα (Λουδοβίκου ΙΣΤ’) και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ως και της αυτοκράτειρας της Ρωσίας Αικατερίνης της Β’, που ως γνωστόν τιμούσε τον Βολταίρο, ο οποίος με τα κατά του Χριστού μυθεύματά του απεδείχθη «ο πάντων αθέων αθεώτατος».
Ότι τα βιβλία της Καινής Διαθήκης είναι «θεία και άγια και της αιωνίου ζωής πρόξενα είναι το θέμα του γ’ κεφαλαίου. Ο Πάριος στηρίζεται στις αποδείξεις «εκ των προτέρων», που είναι οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, και στις αποδείξεις «εκ των υστέρων», δηλαδή τα «θαύματα». Με θεολογική σαφήνεια και πιστότητα προσδιορίζει την παλαιοδιαθηκική προφητεία (ο Θεός εμπνέει «με την Χάριν Του» τους Προφήτες). «Η Θεία Χάρις» προείπε μέσω των Προφητών όσα «έμελλον να γένουν εν τοις εσχάτοις καιροίς». «Βεβαιωμένοι εκ του Αγίου Πνεύματος» οι Προφήτες, δεν άφησαν κανένα σημείο των αφορώντων στον Ιησού Χριστό, που δεν «προείπον», βλέποντας τα μη παρόντα ως παρόντα. Ως μεγίστη δε απόδειξη χαρισματικής προφητείας επικαλείται τον Ησαΐα.
Ιδιαίτερα όμως προκαλεί τη Χριστοκεντρική ψυχή του Αθανασίου ο χαρακτηρισμός του Χριστού ως «πλάνου και απατεώνα» (Impostore) από τον Βολταίρο. Με το πρόβλημα αυτό ασχολήθηκε και στο έργο του «Απολογία Χριστιανική», διότι ο βολταιρικός χαρακτηρισμός για τον Ιησού Χριστό, λατρευόμενο και τιμώμενο ως Θεάνθρωπο από τη Χριστιανική οικογένεια, και μάλιστα τους Ορθοδόξους, ήταν αδύνατο να μην προκαλεί αισθήματα λύπης, αλλά και δίκαιης οργής. Ο Πάριος, διαμαρτυρόμενος έντονα, περιορίζεται σε φραστικές αντεπιθέσεις λόγω του χαρακτήρα της Ορθοδοξίας του, δικαιώνεται όμως απόλυτα από τους «νουν έχοντας», αντιμαχόμενος τα αναπόδεικτα και όντως βλάσφημα βολταιρικά λόγια.
Εύστοχα, εξ άλλου, ο Αθανάσιος επικαλείται τη σχέση συνέχειας μεταξύ Προφητών και Ευαγγελιστών (πρόρρηση – εκπλήρωση), για να στηρίξει την αγιότητα του Χριστού, σε μια άψογη δογματικά διατύπωση: «Ο προφητευόμενος είναι άγιος και υπεράγιος και αναμάρτητος, ου μόνον ως Υιός του Θεού και Θεός αληθινός, αλλά και ως άνθρωπος διά την καθ’ υπόστασιν ένωσιν των δύο φύσεων, και όλα αυτού τα έργα και τα πάθη, και αι πράξεις και οι λόγοι, είναι άγια και θεία και σεβάσμια, εκ των οποίων απάντων ή των αγίων Ευαγγελίων βίβλος συνίσταται». Θεωρεί τα Ευαγγέλια «εκ των υστέρων απόδειξιν» της θεότητος του Χριστού, επιμένοντας στη βαρύτητα στο θέμα αυτό των θαυμάτων Του, που συνιστούν υπέρβαση των φυσικών νόμων. Διακρίνει, έτσι, «θαύματα κατά την ουσίαν» και θαύματα κατά «τον τρόπον». Τα πρώτα είναι «αδύνατον να γένουν από τας δυνάμεις της φύσεως» (ανάσταση νεκρών, ομμάτωση τυφλών κ.τ.δ.)- τα δεύτερα γίνονται και από τις φυσικές δυνάμεις, αλλά όχι σε ελάχιστο χρόνο, «ευθύς με μόνον ένα λόγον», ένα άγγιγμα του χεριού κ.λπ. Οι Βολταιριστές περιγελούν τα θαύματα, ως «αυθάδεις και αναίσχυντοι». Οι βαρείς αυτοί χαρακτηρισμοί του Παρίου από κάποιον εκλαμβάνονται ως ύβρεις. Και όμως δεν είναι. Η ένταση και το βάρος τους αντιστοιχούν στο μέγεθος των βλασφημιών, όταν μάλιστα ο Βολταίρος αντιπαραβάλλεται προς τον Ιησού Χριστό! Ο Πάριος δεν διστάζει να χρησιμοποιεί και τη «μεταφυσική» του Αντωνίου Γενουησίου, επιστημονικό σύγγραμμα, που ο ίδιος μετέφρασε στα ελληνικά, για να ενισχύσει τη δική του επιχειρηματολογία.
O Βολταίρος προκαλεί ιδιαίτερα τη συνείδηση του Διδασκάλου, όταν υποστηρίζει, ότι ο Χριστιανισμός «εξεδιώχθη της Ανατολής… (και) κατέφυγεν εις την Δύσιν». Πρόκειται για μια ερμηνεία του γεγονότος της δουλείας, διότι έτσι την εξελάμβαναν κάποιοι Ευρωπαίοι, και ως πολιτιστική νέκρωση, δηλαδή. Ο Πάριος όμως αντιτείνει την αδιατάρακτη συνέχεια του Χριστιανισμού της Ανατολής «χωρίς να εκλείψη εκείθεν μέχρι της σήμερον».
Στην πολεμική κατά του βολταιρισμού αφιερώνεται το κεφάλαιο δ’. Κατά τον Πάριο ο βολταιρισμός είναι «έσχατη μωρία και αλογία, και θρήνων άξιος». Βρίσκει δε και πάλι την ευκαιρία να επαινέσει τον Νικηφ. Θεοτόκη για την αντιβολταιρική του προσφορά στο Γένος. Ορθά δε επισημαίνεται, ότι ο Θεοτόκης κατενόησε το «πονηρόν και κακομήχανον σκοπόν» του Βολταίρου, όταν μάλιστα ο Κοραής, θαυμαζόμενος και προβαλλόμενος από το Γένος, κατάντησε μεγάλος θαυμαστής και επαινέτης του Γάλλου «αθέου», που έγινε μάλιστα το ίνδαλμά του [1]. Εύστοχη στο σημείο αυτό είναι η επισήμανση του Παρίου: Με την τυχόν προσβολή και κατακρήμνιση του Χριστιανισμού, «αποβάλλεται και ο χαλινός», δηλαδή ο φόβος της κολάσεως. Για τον πατερικό Πάριο η Ορθόδοξη πίστη είναι άμεσα συνδεδεμένη με το ήθος του πιστού. Με την κορύφωση δε της αγανάκτησης του συγγραφέα μας κορυφώνεται και η βαρύτητα των εκτοξευομένων κατά του Βολταίρου επιθετικών χαρακτηρισμών: «κατάπτυστον ανθρωπάριον», «βρωμερός και ακάθαρτος άθεος», «υιός της απωλείας», «εχθρός του Θεού και της σωτηρίας», «κατά τον πατέρα του τον Σατανάν». Κορυφαία έκφραση της πατρικής αγωνίας του Αθανασίου είναι η καταφυγή στην επίσης αγωνιώδη κραυγή του αποστόλου Παύλου (Α’ Κορ. 6, 19), βλέποντας την κατολίσθηση των πνευματικών του τέκνων, των Ελλήνων της Κορίνθου. «Φεύγετε την πορνείαν», είπε στην αγωνία του ο μεγάλος εκείνος πνευματικός πατέρας (Α’ Κορ. 4, 15). «Φεύγετε την Ευρώπην» κραυγάζει και ο άγιος Αθανάσιος. Την Ευρώπη, φυσικά, του άθεου διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης. Είναι το έσχατο νουθετιστικό μέσο, που διέθετε ο Πνευματικός Πατέρας, βλέποντας την πρόοδο της αλλοτρίωσης του Ποιμνίου του.
Κύριο θέμα της βολταιρικής επίθεσης κατά του Χριστού είναι η αμφισβήτηση της Ανάστασής Του. Την αλήθεια της ως γεγονότος ιστορικού επιχειρεί να στηρίξει ο Πάριος στο κεφ. ε’ με βάση την επιχειρηματολογία του Κλεμάνς. Ο Βολταίρος βλασφημεί «από μόνην εθελοκακίαν». Επιτυχής είναι όμως η διαπίστωση ότι η «απόρριψη» της Ανάστασης του Χριστού συνεπιφέρει την άρνηση και της αναμενόμενης «κοινής αναστάσεως». Έτσι όμως αποψιλώνεται ο Χριστιανισμός από τον αιώνιο χαρακτήρα του. Μία ιστορική μαρτυρία είναι στο σημείο αυτό μεγάλης σημασίας: ο Βολταίρος αρνήθηκε τον παπικό ιερέα στην επιθανάτια κλίνη του, ως έμπρακτη εφαρμογή της άρνησης και της Ανάστασης.
Το στ’ κεφάλαιο ασκεί έλεγχο στους οπαδούς του Βολταίρου: «Ότι δακρύων άξιοι και οι προς τον Βολταιρισμόν αποκλίνοντες», εκθέτοντας την ψυχή τους, το πολυτιμότερον αγαθόν δώρημα του Θεού στον άνθρωπο, στον έσχατο κίνδυνο, τον θάνατο, ενώ ο προορισμός του ανθρώπου είναι η κατά χάριν θέωσή του. Ο Αθανάσιος αποτείνεται ιδιαίτερα στους νέους, θέτοντας το κριτικό ερώτημα, αν αξίζει η εμπιστοσύνη σε έναν άθεο, όπως ο Βολταίρος. Οι συνέπειες της επιρροής του Βολταίρου είναι η «αδιαφορία» και για τα έθιμα της Εκκλησίας, δηλαδή τις πνευματικοασκητικές πρακτικές της, όπως η νηστεία. Η επισήμανση αυτή φέρνει στον νου την Επιστολή προς τον Κοραή του 1791. Το σύνθημα των Βολταιριστών είναι: «Δεν είναι νόμος εις τα βρώματα», δόγμα και του Κοραή και των οπαδών του. Για τον Αθανάσιο όμως του 1791, αλλά και για κάθε Ορθόδοξο, «όποιος θέλει να έχει και να γνωρίζη μητέρα του την Εκκλησίαν, πρέπει να κρατή και τα εδικά της θεσπίσματα», όπως τη θεοπαράδοτη νηστεία. Αποκαλύπτεται όμως έτσι και ο λόγος της σφοδρότητας του Παρίου κατά του Βολταίρου. Ο τελευταίος «γεννήθηκε» χριστιανός και, συνεπώς, έγινε «προδότης» της θρησκείας του. Βέβαια, περιορίζοντας τον λόγο στον επιφανή αντίπαλό του (τον Βολταίρο) ο Πάριος, δεν φαίνεται να λαμβάνει υπόψει το «χριστιανικό» περιβάλλον, στο οποίο γεννήθηκε και έζησε ο Βολταίρος, όπως και τα άλλα μεγάλα «τέρατα» της πολυώνυμης ευρωπαϊκής αθεΐας, κάτι που περιέγραψε με επιστημονική πειστικότητα ο όσιος π. Ιουστίνος Πόποβιτς [2].
Στον Επίλογο τονίζεται ιδιαίτερα ότι ο «Βολτερισμός» είναι «απώλεια ψυχής και πλάνη υπέρ πάσαν άλλην πλάνην». Ο πειθόμενος σ’ αυτήν τη διαπίστωση αποστρέφεται και βδελύσσεται «και τον άθεον εκείνον (= τον Βολταίρο) και τα άθεα και θεοστυγή εκείνου συγγράμματα». Πιστεύουμε, ότι ένα τμήμα του Επιλόγου, αναφερόμενο στην ανάγκη άμεσης εγκατάλειψης του βολταιρισμού από όσους παρεσύρθηκαν σ’ αυτόν, είναι άδηλη αναφορά στον Κοραή. Το παραθέτουμε γι’ αυτόν το λόγο: «Ο γαρ τον κατάπτυστον εκείνον (τον Βολταίρο), ως άλλον Σατανάν αρνησάμενος, και καταπτύσας, και βδελυξάμενος, και τω Δεσπότη των απάντων εκ δευτέρου συνταξάμενος, και φόβον της μελλούσης κολάσεως εις την καρδίαν του συλλαβών, εις το εξής δεν θέλει τολμήσει ούτε αυτού τας θείας εντολάς να παραβαίνει, ούτε της αγίας αυτού Εκκλησίας τους θεσμούς εν υπερηφανεία και εξουδενώσει να αθετή, κρεοφαγών και καταλύων λαθραίως, και αναφανδόν, και παρρησία, τας νενομισμένας νηστείας, κομπάζων και καυχώμενος, ότι υπήγεν εις την Ευρώπην και απέβαλε τας δεισιδαιμονίας, ταυτόν ειπείν εβολτέρισεν, αποκρινόμενος εις τους ελέγχοντας ότι αυτά δεν είναι δόγματα· αυτά είναι μικρά τινά και ανάξια παρατηρήσεως».
Οι λόγοι αυτοί, σε πολλά σημεία, στρέφουν τη σκέψη στον διακεκριμένο βολταιριστή και χλευαστή των Εκκλησιαστικών παραδόσεων Αδ. Κοραή. Αυτό επιβεβαιώνει, εξ άλλου, η δημοσιευόμενη στο Παράρτημα επιστολή προς αυτόν του Αθαν. Παρίου το 1791. Ο συγγραφέας επανέρχεται, έτσι, στη θεραπευτική λειτουργία του έργου του, «την ιαματικήν και την προφυλακτικήν». Οι μη επηρεασμένοι («αβλαβείς μένοντες από τον άθεον βολτερισμόν») θα οικοδομηθούν με το έργο αυτό. Το εγχειρίδιο γίνεται «αλεξίκακο» σ’ όσους αποφασίζουν να μείνουν Χριστιανοί αληθινοί, αποφεύγοντας «τους λεγομένους πεφωτισμένους βολτεράνους».
Το επιτασσόμενο «Μαρτύριο» προσφέρει ο συγγραφέας «προς αισχύνην των μισοχρίστων θνητοψύχων Βολτεράνων», διότι ο Κρητικός Νεομάρτυρας Ιωάννης, όπως και όλοι οι συναθλητές του στη διάρκεια της δουλείας, ελέγχει αλλά και νουθετεί εκείνους που προδίδουν την πίστη των πατέρων τους.

Η αντιβολταιρική γλώσσα, του Παρίου — Προσπάθεια ποιμαντικής ερμηνείας
Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι αρνητική εντύπωση προκαλούν, εκ πρώτης τουλάχιστον όψεως, οι επιθετικοί (με όλη τη σημασία του όρου!) προσδιορισμοί και οι μειωτικές εκφράσεις, που χρησιμοποιούνται από τον συγγραφέα μας για τον χαρακτηρισμό του Βολταίρου. Διότι δεν πρόκειται για μεθοδολογικές ή άλλες μικροατέλειες που παρατηρούνται και στο έργο αυτό του Παρίου, αλλά για ηθελημένες και σκόπιμες χρήσεις, που προκαλούν με την οξύτητά τους τον αναγνώστη. Σε κάποια σημεία, μάλιστα, φαίνονται να υπερβαίνουν όχι μόνο τα όρια της «ευπρεπείας», ευγένειας, για να μιλήσουμε με «ευρωπαϊκούς» όρους, αλλά θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν και υβριστικοί από κάποιους, και μάλιστα ανοίκειοι σε κείμενο που προέρχεται από έναν Πνευματικό, Ποιμένα και Διδάσκαλο, που έργο του είναι η νουθεσία των τέκνων του και η πνευματική οικοδομή τους.
Είναι δε φυσικό και ευνόητο η αντίδραση για τη γλώσσα του Παρίου να είναι εντονότερη στους Κοραϊστές και τους οπαδούς του Βολταίρου, που βλέποντας μόνο το φιλολογικό ένδυμα του λόγου του, αντιπαρέρχονται το περιεχόμενό του, αλλά και όλους τους δυτικίζοντες Έλληνες, τους χαλαρά ή και μηδενικά συνδεδεμένους με την Ορθοδοξία και την Ποιμαντική της.
Για να καταστεί όμως δυνατή η κατανόηση και ερμηνεία της συμπεριφοράς του συγγραφέα, δεν πρέπει να λησμονούνται κατ’ αρχάς η φύση και ο χαρακτήρας των κειμένων αυτών του Παρίου, που γι’ αυτό ονομάζονται αγωνιστικά – πολεμικά, διότι καλούν στον ανυποχώρητο αγώνα «υπέρ της Πίστεως», με την οποία ο Ορθόδοξος έχει ταυτίσει την επίγεια, αλλά και αιώνια, ύπαρξή του, και για την οποία είναι πρόθυμος (όχι να «θυσιάσει» τους άλλους, όπως επί αιώνες πράττουν οι Ευρωπαίοι, π.χ. σταυροφορίες, αλλά) να θυσιασθεί αυτός για τους άλλους, προσφέροντας και αυτή την ίδια τη ζωή του (Μαρτύριο). Αυτός είναι, άλλωστε, ο σκοπός, για τον οποίο οι Κολλυβάδες προβάλλουν συνεχώς τους Νεομάρτυρες, κάτι που δεν παραλείπει ο Αθανάσιος να πράξει και στο παρόν έργο του. Όποιος έχει γνώση της προφητικής, καινοδιαθηκικής και πατερικής γραμματείας είναι εθισμένος σε ανάλογες εκφράσεις και χαρακτηρισμούς.
Η Γλώσσα της Ποιμαντικής μας δεν έχει τίποτε το κοινό με τη «γαλατική ευγένεια» ή το «σαβουάρ βίβρ» και τις χρηστοήθειες γαλλικού χαρακτήρα ή τους «Κώδικες καλής συμπεριφοράς». Και αυτό μάλιστα, όταν το «κινδυνευόμενον και προκείμενον», το απειλούμενο δηλαδή, είναι η σωτηρία. Διότι αυτήν προσέβαλλαν οι βλασφημίες του Βολταίρου και των Διαφωτιστών. Είναι μεν σκληρή η γλώσσα του Αθανασίου, αλλά και αηδιαστικές οι κατά του Χριστού βλασφημίες του Βολταίρου, που δεν μπορούν να αφήσουν έναν πνευματικό πατέρα ασυγκίνητο και «ψύχραιμο». Η γλώσσα της Ποιμαντικής της Ορθοδοξίας διαμορφώνεται ανάλογα με έναν πνευματικό μετασχηματιστή, που φορτίζεται από τον επικείμενο κίνδυνο, και τη θρηνητική αγανάκτηση, που έχει άμεση σχέση με τη βαρύτητα της εκτοξευόμενης από την άλλη πλευρά βλασφημίας. Οι λέξεις στην πατρική καρδιά του Παρίου δεν λειτουργούν ως ύβρεις. Ύβρεις θα ήταν, αν διετυπώνονταν σε ένα απλό και απροϋπόθετο φιλολογικό έργο, στην ηρεμία ενός γραφείου («Lavoro da Tavolino»). Σε ένα όμως αγωνιστικό -κηρυγματικό στην ουσία κείμενο, όπως το παρόν- αποβλέπουν στο να συνειδητοποιηθεί το βάρος των κακουργημάτων του χαρακτηριζομένου, λειτουργώντας ως σεισμός αναστάσιμος, αν όχι σ’ αυτόν, τουλάχιστον στους επηρεαζομένους από αυτόν αναγνώστες. Αλήθεια, ποιος σεβόμενος την Ιστορία θα θεωρήσει ως «ύβρη» τον χαρακτηρισμό του Βολταίρου ώς «πορνικωτάτου» και «ασελγεστάτου», όταν είναι γνωστό, ότι έμεινε με «την παλακίδα εις τα δίπλα του, έως την εσχάτην αναπνοήν του»;
Ούτε είναι, επίσης, δυνατή η σύγκριση στο σημείο αυτό της γλώσσας των αγωνιστικών έργων του Παρίου με εκείνη των έργων του Νικοδήμου του Αγιορείτου [3]. Ο Πάριος γράφει ειδικά κατά συγκεκριμένων προσώπων, όπως ο Βολταίρος και οι Βολταιρόφρονες Γραικοί. Κυρίως όμως δεν επιτρέπεται να μη λαμβάνεται υπόψει ο λόγος του Buffon, «Le style c’ est l’ homme»! Εδώ όμως βαρύνει περισσότερο ο λόγος του αείμνηστου Κ. Θ. Δημαρά (Ο Ελληνικός Ρομαντισμός, σ. 281): «Οι ακρότητες ενός Παπουλάκου, ενός Φλαμιάτου… εξηγούνται καλύτερα, όταν σε κάποια γωνιά της νεοελληνικής εικόνας σχεδιάσουμε τα δυτικά φαινόμενα της εποχής, Positivisme, Saint – Simonisme, Fouvierisme», και Voltairisme στην περίπτωση του αγίου Αθανασίου. Αυτό είναι το ύφος του αγίου Αθανασίου! Αγωνιστές όπως αυτός, είναι αδύνατο να πεισθούν, ότι με ήπιες και γλυκείες εκφράσεις, είναι δυνατή η νουθέτηση τεχνιτών της βλασφημίας και συκοφαντίας, όπως ο Βολταίρος και οι οπαδοί του. Το απειλούμενο κατά την αλάνθαστη συνείδηση του Παρίου είναι η ψυχή, όπως ο ίδιος λέγει, των πνευματικών του τέκνων, την οποία απειλούν οι «θνητόψυχοι» [4] (εκείνοι που πιστεύουν στη θνητότητα της ψυχής και ενεργούν σαν όλα να τελειώνουν στον κόσμο αυτό), όπως ο Βολταίρος. Οι συνεχείς εκρήξεις του, εκφραζόμενες με χαρακτηρισμούς βαρείς – για τον αμύητο «βολταιρόφρονα», που αντί για βέλη έμαθε να χρησιμοποιεί βλασφημίες, ανταποκρίνονται στη βαρύτητα των προκλήσεων ενός ανθρώπου, που αδιαφορεί τελείως για το θέμα της σωτηρίας και υπερφιάλως πολεμεί ό,τι ουδόλως γνωρίζει.
Ο πνευματικός πατέρας όμως λειτουργεί ως ιατρός και γι’ αυτό δεν είναι άσχετοι οι χρησιμοποιούμενοι και από τον Πάριο όροι: φάρμακον, αλεξίκακον, εγχειρίδιον (νυστέρι). Στήν ιατρική επέμβαση ενός χειρουργού, του σώματος ή της ψυχής, το σκοπούμενο είναι η εκτομή του σαπρού ή «σεσηπότος» («το σεσηπός εκκόπτεται», παρατηρεί ο Χρυσόστομος συχνά) και η αποκατάσταση της σωματικής ή ψυχικής υγείας του πάσχοντος. Ο ιατρός «κόβει», καυτηριάζει, πολεμεί τη νόσο και τα αίτιά της με όλα τα εις τη διάθεσή του μέσα, διότι αγαπά τον ασθενή και απειλούμενο συνάνθρωπό του. Η ποιμαντική της πατερικότητας είναι ιατρική και θεραπευτική, όπως και η γλώσσα της. Όπως κατά την ιατρική επέμβαση, καυτηριάζεται η νόσος, έτσι και εδώ ελέγχεται η αμαρτία, για τη θεραπεία του αμαρτάνοντος, του ασθενούς. Πόσω μάλλον, που ο Βολταίρος νοσούσε ολόκληρος, μεταδίδοντας την (ανίατη πια) νόσο του στους αδυνάτους. Με την επιλογή αυτής της μεθόδου ο Ποιμένας Αθανάσιος όχι μόνο δεν εξέρχεται από τα όρια της παράδοσης, αλλά μένει πιστός στους προ αυτού άγιους Πατέρες.
Σημασία, τελικά, έχει ότι οι χρησιμοποιούμενες από τον Πάριο και στο έργο αυτό βαρειές εκφράσεις δεν αποβλέπουν στην εξουθένωση του αντιπάλου, του Βολταίρου εν προκειμένω, αλλά στην κατάδειξη των σκοτεινών και ανθρωποκτόνων στόχων του, με την επιδιωκόμενη νόθευση της εν Χριστώ Αλήθειας και υπονόμευση της δυνατότητας σωτηρίας. Ο Βολταίρος στη συνείδηση του Παρίου -και όχι μόνον- είναι ένσαρκος κίνδυνος, που διακυβεύει τη μόνη δυνατότητα σωτηρίας, μεταδίδοντας τον πνευματικό θάνατο. Μέσα από αυτή την προοπτική είναι δυνατόν, πιστεύουμε, να κατανοηθεί ο Πάριος και η γλώσσα του. Κινούμενοι δε στο πλαίσιο της βιωματικής σχέσης του με την Ορθοδοξία, θα επαναλαμβάναμε μαζί του, ότι ολόκληρο το έργο του (περιεχόμενο και μορφή) έχει ένα μόνο στόχο: την προφύλαξη των ορθόδοξα σκεπτομένων και τη θεραπεία των επηρεασμένων από το Διαφωτισμό Ορθοδόξων, αλλά ακόμη μη ταυτισθέντων μαζί του. Αυτόν το σκοπό υπηρετεί και η γλώσσα του, ως έσχατο μέσο ποιμαντικής διακονίας.

________________
[1] Βλ. το από 15.11.1791 γράμμα του, όπου εκτίθεται ο θαυμασμός του για τον Βολταίρο: «Ίσως ήκουσας -γράφει ο Κοραής- ότι αποθανόντα τον περίφημον Βολταίρον, ο κλήρος του Παρισίου δεν εσυγχώρησε να θάψωσιν εις το Παρίσιον, αλλ’ έκαμαν εις τρόπον ώστε ηναγκάσθησαν οι συγγενείς και οι φίλοι του να τον θάψωσιν πολλάς λέγας (= λεύγας) μακράν από το Παρίσιον. Η πρόφασις των καλογήρων ήτον, ότι ο Βολταίρος ήτον ασεβέστατος άνθρωπος και είχε κωμωδήσει ρητώς εις τα συγγράμματά του την θρησκείαν». Ακολουθεί το πικρό σχόλιο του Κοραή: «Και ότι ο Βολταίρος έγραψε κατά της θρησκείας, αυτό είναι αληθές· οι καλόγηροι όμως δε εκινήθησαν εις αυτό από ζήλον της θρησκείας· αυτοί κατέφαγον πολλάκις τον οίκον του Θεού, αλλ’ ο ζήλος του οίκου του Θεού αυτούς ποτέ δεν τους κατέφαγεν (πρβλ. Ιω. 2, 17). Ο Βολταίρος, αν έγραψε κατά της θρησκείας, αύτοι εστάθησαν οι αίτιοι» (π. Γ.Δ.Μ. τόσο απλά αμνηστεύεται ο Βολταίρος, έστω και αν εσυκοφάντησε όχι την παποσύνη ειδικά, αλλά όλο τον Χριστιανισμό και τις πηγές του…). Ο Κοραής διαθέτει, μάλιστα, έναν κουτοπόνηρο τρόπο μετάθεσης του προβλήματος μόνο στη μία πλευρά. Εφαρμόζει μία γνωστή στην ιστορία των κοινωνικών ανατροπών μέθοδο: επιμένει πεισματικά στον φωτισμό των καταχρήσεων της μιας πλευράς, για να προκαλεί και εξάπτει τη λαϊκή συνείδηση εναντίον της, ώστε να απενοχοποιείται η άλλη, και εν προκειμένω ο Βολταίρος.
Συνεχίζει: «Επειδή, ειπέ μοι, παρακαλώ σε, πώς είναι δυνατόν να ευλαβήται τις την θρησκείαν, όταν βλέπη τους διδασκάλους και οδηγούς της θρησκείας πράττοντας όλα τα ενάντια εις όσα αυτή διδάσκει; (π. Γ.Δ.Μ. Παιδαριώδες όντως επιχείρημα, σύνηθες στους μη θέλοντες να ιδούν τα πράγματα, όπως είναι). Στο σημείο δε αυτό αναδύεται το προτεσταντικό αίτημα για επιστροφή στις ρίζες: «Έπειτα η σημερινή θρησκεία είναι πλέον η αυτή και απαράλλακτος θρησκεία, καθώς εξήλθε από τας χείρας του Ιησού; Οι καλόγηροι τη μετεμόρφωσαν και την έφερον εις τοιαύτην κατάστασιν, ώστε δεν είναι πλέον δυνατόν να διακρίνη τις, αν είναι η θρησκεία του Ευαγγελίου ή η θρησκεία του Κορανίου». Έτσι όμως ανοίγει άπλετα ο δρόμος για την αποδοχή και τον εγκωμιασμό του Βολταίρου: «Αυτήν, λοιπόν, την αμαυρωμένην αντίθεον καλογηροθρησκείαν κατέτρεξεν ο Βολταίρος, και άνοιξε τέλος πάντων τους οφθαλμούς του κοινού λαού και τους ελευθέρωσεν απ’ εκείνην την δεισιδαίμονα ανθρωπολατρείαν, την προς τους καλογήρους…» (π. Γ.Δ.Μ. Όπως όμως ελέχθη, ο Βολταίρος δεν κατέκρινε μόνο τις πλάνες του Παπισμού).
Όπως δε συμβαίνει σε παρόμοιες με αυτήν του Κοραή περιπτώσεις, τελικά το αμφισβητούμενο και πολεμούμενο δεν είναι ο Χριστιανισμός ως (δήθεν) «θρησκεία των καλογήρων», αλλ’ ο ίδιος ο Χριστός!
Και τώρα αρχίζει το θριαμβικό εγκώμιο του κοραϊκού ειδώλου:
«…Όταν είδον τα βιβλία του φερόμενα εις θρίαμβον και περικυκλωμένα από πλήθος ακαδημιακών (sic), τότε ήθελον να σε έχω πλησίον μου μάρτυρα και της αγανακτήσεώς μου και των δακρύων μου· δακρύων, φίλε μου, αληθινών, δακρύων απαρηγορήτων, τα οποία μ’ έκαμε να χύσω η ανάμνησις ότι ούτω και οι προπάτορές μου, οι αμίμητοι Έλληνες, ήξευρον να τιμώσι την σοφίαν. Και ποιοι άλλοι παρ’ αυτούς έγιναν τύπος και υπογραμμός όλων των καλών όσα βλέπει τις την σήμερον εις τους Ευρωπαίους; Δεν είναι αυτοί οι Αθηναίοι, οι οποίοι κατέστησαν άρχοντα της Σάμου τον Σοφοκλέα, δι’ αμοιβήν μιας τραγωδίας, την οποίαν εσύνθεσε; Δεν είναι αυτοί… Αλλά τι ματαίως να ανανεώνω παλαιάς και ανιάτους πληγάς; Βάρβαρον και αχρειέστατον γένος, έλεγον εις τον εαυτόν μου, κάκιστοι Τούρκοι, πολλοί και από το γένος μου, ίσως και εγώ ο ίδιος, ήθελεν είναι την σήμερον ισότιμοι του Βολταίρου, αν η υμετέρα τυραννία δεν είχε καταστήσει στείραν και άγονον την καρποφόρον μητέρα των σοφών, την Ελλάδα».
Αυτά είχε υπόψει ασφαλώς και ο Πάριος… Ενώ δε αυτός, γνωρίζοντας, ότι παρά τη δουλεία, δεν έπαυσε το Γένος να αναδεικνύει σοφούς και κατόχους της θείας και ανθρώπινης σοφίας, όπως όλα τα πατερικά αναστήματα, εκείνος θρηνεί το έλλειμμα στο Γένος ενός Βολταίρου, διότι αυτός ήταν το κοραϊκό ανθρωποείδωλο, στο οποίο έπρεπε να κατατείνει με την εκπαίδευση το Έθνος. Βλ. γι’ αυτά Αποστ. Μακράκη, Ομοφυής και ομογενής τριανδρία: Βολταίρος, Κοραής – Καΐρης και περί Ελληνισμού και Χριστιανισμού, Εν Αθήναις 1867. Ο Κοραής συνέβαλε πολύ στη διάδοση της φήμης του Βολταίρου στο Έθνος. Βέβαια, πρέπει να λεχθεί, ότι ο Γάλλος διανοούμενος είχε εκφρασθεί σε κάποια στιγμή υπέρ των Γραικών και κατά των Τούρκων, και αυτό δεν μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητο τον φιλόπατρη (με το δικό του τρόπο) Αδαμ. Κοραή. Το 1777 έγραψε ο Βολταίρος στη Μ. Αικατερίνη «υπέρ της ανεξαρτησίας και της αναγέννησης της Ελλάδας» και τον ίδιο χρόνο σε γράμμα του προς τον Μέγα Φρειδερίκο εξέφραζε την οδύνη του για τη σφαγή των Ελλήνων από τους Τούρκους.
[2] «Ιδού εις τι μετεβάλλετο, και τελικώς μετεβλήθη, από την Αναγέννησιν έως σήμερον η Εύρώπη· εις εργαστήριον ρομπότ. Το δε ρομπότ είναι ο αθλιώτερος τύπος ανθρώπου. Όστις έχει οφθαλμούς διά να βλέπη, ας ίδη: δεν υπήρξεν επί του πλανήτου αθλιώτερος και ασχημότερος και απανθρωπότερος άνθρωπος από το ευρωπαϊκό ρομπότ… Άνθρωπος χωρίς Θεόν και χωρίς ψυχήν… Αφού εφόνευσε τον Θεόν και την ψυχήν μέσα του ο τύπος κάθε ευρωπαίου ανθρώπου, από τινων ήδη δεκαετιών βαθμηδόν αυτοκτονεί. Διότι η αυτοκτονία είναι ο αναπόφευκτος ακόλουθος της θεοκτονίας (βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Για την Ευρώπη μας με αγάπη, Ακρίτας, Αθήνα 2004, σ. 32).
[3] Παρατηρεί λ.χ. ο κριτικότατος G. Podskalsky (σ. 453): «Ο Αθανάσιος ο Πάριος, αντίθετα προς τους δασκάλους του Βούλγαρη και Θεοτόκη, δεν είναι μετριοπαθής στα επίμαχα και θεμελιώδη θεολογικά ζητήματα της εποχής του». Ναι, αλλά ο Πάριος δεν γράφει στην ηρεμία του κελλίου του ή του γραφείου, αλλά μαχόμενος και προσπαθώντας -με τον δικό του τρόπο- να εξεγείρει τους ανυποψίαστους κυρίως, σε αγώνα αναχαίτισης της Ευρώπης και της «αθεΐας» της.
[4] Οι «θνητόψυχοι» δέχονται, ότι η ψυχή μετά τον θάνατο εκμηδενίζεται! Κατά τη Χριστιανική όμως πίστη (την Ορθόδοξη!) η ύπαρξη του ανθρώπου μετά τον θάνατό του, τον χωρισμό δηλαδή της ψυχής από το σώμα, συνεχίζεται στην ατελεύτητη αιωνιότητα. Η «ύπαρξη» όμως δεν ταυτίζεται με τη «ζωή», που είναι η αιώνια μετοχή του ανθρώπου στην άκτιστη χάρη του Θεού, η θέα του ακτίστου Φωτός του Τριαδικού Θεού ως παραδείσου, δηλαδή χαράς και «υπέρκαλης αγλαΐας» κατά τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, και όχι ως κόλασης (Εβρ. 11,29: «πυρ καταναλίσκον» = παμφάγος φωτιά).

(Απόσπασμα από τα Προλεγόμενα του βιβλίου)

Share Button