Ευδόκιμος ιερομόναχος Ξενοφωντινός (1906 – 1990)


Ξένος και έπηλυς
Ο γέροντας Ευδόκιμος υπήρξε ωραία μορφή, που δεν πρέπει να ξεχαστή στο πέρασμα του χρόνου. «Τον λαλούντά σοι τον λόγον του Θεού –λέγουν οι Αποστολικές Διαταγές- μνημόνευε μέρα και νύχτα». Ήταν άνδρας υψίκορμος και μεστωμένος από τις στερήσεις και την δουλειά. Το πρόσωπό του ηλιοκαμένο και τα χέρια του ροζιασμένα πιο πολύ κι απ’ το ραβδί που κρατούσε. Φάνταζε περισσότερο εργάτης του βουνού και της θάλασσας παρά ηγούμενος βασιλικής Μονής. Του πόνου και της δοκιμασίας ανέκφραστα σήκωνε τον σταυρό. Μόνον από τα θολωμένα του μάτια καταλάβαινες της ψυχής του τον σπαραγμό. Ταπεινώθηκε αδιαμαρτήρητα τόσο πολύ, που, όταν το αναλογίζωμαι, ραγίζει η καρδιά μου.
Η πρώτη αγρυπνία που παρακολουθήσαμε στην μονή Δοχειαρίου ήταν των αγίων Αποστόλων. Όταν πήγε ως εκκλησιαστικός την διατεταγμένη ώρα να ανάψη τον πολυέλαιο, ο τυπικάρης του άρπαξε τον καντηλοπάρτη και σχεδόν τον έσυρε έξω του Καθολικού, γιατί αν καίγονταν τα κεριά, δεν θα είχαν άλλα για τις μεγάλες γιορτές Μεταμορφώσεως και Παναγίας.
Ο μακαριστός πατέρας μου στα υστερνά του τον είχε πνευματικό. Οσάκις έβγαινε από την εξομολόγηση, έλεγε με σφιγμένη την καρδιά: «Κρίμα που αυτός ο άνθρωπος ζη κάτω από το πινάκι». Ο ηγούμενος Διονυσίου Γαβριήλ εκτιμούσε τον άνδρα. Έλεγε σε γνωστό του:
– Μπορεί να μη γνωρίζει πολλά γράμματα, αλλ’ είναι σπουδαίος για την ευθύτητα του χαρακτήρα του και την αγάπη του για το μοναστήρι. Σε χρόνια δύσκολα, που η δραχμή ήταν περιζήτητη, ανώρθωσε τα οικονομικά του μοναστηριού. Υπήρξε ευθύς και ποτέ διπλοκάρδιος.
Ας εισέλθουμε, όμως, στη βιοτή του Οσίου. Γεννήθηκε το 1906 στη Αμφίκλεια Λοκρίδος. Κατά κόσμον λεγόταν Ευστάθιος Σκουφάς. Οι γονείς του ήταν πτωχοί αγρότες, όπως όλοι οι χωρικοί την εποχή εκείνη. Πολύ νωρίς έχασε την μητέρα του. Με πολύ πόνο έλεγε πολλές φορές:
– Καλή ήταν η μυτριά, αλλ’ όχι μάννα. Η μάννα και το γάλα της με τίποτα δεν αντικαθίστανται.
Είχε φοιτήσει στο Ελληνικό Σχολείο, αλλά δεν φαίνεται να το τελείωσε. Τα νεανικά του χρόνια, όπως άφηνε να νοηθή, τα πέρασε με πολλές στερήσεις και όχι με ιδιαίτερη φροντίδα. Τον είχαν στο σπίτι οι γονείς του σαν παραπαίδι. Πάντα αγαπούσε την ζωή της Εκκλησίας, αλλά τίποτε το ουσιαστικό δεν γνώριζε γι’ αυτήν. Η εργασία του ήταν η καλλιέργεια των χωραφιών.
Όταν πλησίαζε να απολυθή από τον στρατό, αξιωματικοί έκαναν διαφώτιση επαγγελματικού προσανατολισμού. Μεταξύ των άλλων, ένας πέταξε μια κουβέντα για τον μοναχισμό, αλλά τόσο δειλά, που δύσκολα το έπιανες, αν δεν πρόσεχες. Τότε για πρώτη φορά άκουσε για μοναχική ζωή. Μίλησε ιδιαιτέρως με τον αξιωματικό και ένιωσε πως βρήκε τον δρόμο του.
Μετά τον στρατό εργάσθηκε για μικρό χρονικό διάστημα στην Λαμία, αλλά η ψυχή του –όπως γράφει ο ίδιος- έκλινε στην μετάνοια. Εξωμολογήθηκε σε κάποιον πνευματικό τον λογισμό του πως επιθυμεί να γίνη μοναχός. Ο εξομολόγος του είπε:
– Ο μοναχισμός είναι απηρχαιωμένος θεσμός. Ήτανε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, για να γράφουνε οι σκλάβοι τα υποστατικά τους στα μοναστήρια, μια και ο κατακτητής σεβότανε τα αφιερωμένα στον Θεό.
Στην εμμονή του να γίνη μοναχός, του σύστησε την Ολυμπιώτισσα στην Ελασσόνα. Εκεί δεν αναπαύθηκε καθόλου. Δεν βρήκε αυτό που ζητούσε. Ο ηγούμενος, ακούγοντας τους λογισμούς του, τον έστειλε στην μονή Σπαρμού. Έμεινε ένα μήνα. Όπως ο ίδιος γράφει: «Ευτυχώς πολύ γρήγορα κατάλαβα πως, αν παρέμενα, θα γινόμουνα χειρότερος απ’ ότι ήμουνα, γι’ αυτό γύρισα στην Ολυμπιώτισσα. Εκεί ο Θεός μου επεφύλαξε μια καλή ευκαιρία. Ένας υπηρέτης της Μονής, άνθρωπος αγαθής προαιρέσεως, από χρόνια ήταν προσκυνητής και θαυμαστής του Αγίου Όρους. κάθε εσπέρα, μετά το φαγητό, σαν να ήταν από τον Θεό σταλμένος, διηγείτο με περίσσια χάρη τα του Όρους».
Οι ωραίες αυτές διηγήσεις για το άγιο βουνό του άναψαν έτι περισσότερο τον πόθο. Κρυφά από το μοναστήρι κατέβηκε στη Λάρισα σε πνευματικό φημισμένο. Τον παρεκάλεσε να τον βοηθήση να υπάγη στο Όρος. εκείνος του απήντησε πως στο Όρος πηγαίνουν οι εγκληματίες. Αυτός έπρεπε να παραμείνη στον κόσμο να εργασθή ιεραποστολικά. Θλιμμένος επέστρεψε στο μοναστήρι, αλλά δεν κρατήθηκε για πολύ. Μετέβη στην Ελασσόνα, στον μητροπολίτη, και εξωμολογήθηκε της καρδιάς του την φωτιά και του ζήτησε πεντακόσιες δραχμές δανεικές για τα οδοιπορικά του. Ο δεσπότης, ως συνήθως, αφού του έφερε δυσκολίες, του έδωσε ευλογία και έφυγε για τον ξακουστό Άθωνα.
Έφθασε στην Θεσσαλονίκη ημέρα Κυριακή με το χάραμα. Στον δρόμο συνάντησε μια γυναίκα.
– Κυρά μου, κυρά μου, που είναι το λιμάνι απ’ όπου φεύγει το καράβι για το Όρος;
– Αυτό που μπουρίζει αυτήν την ώρα είναι. Ακολούθησε τα σφυρίγματα του καραβιού και θα το βρης.
26 Δεκεμβρίου του ’29, μετά από δύσκολο ταξίδι, αμάθητος όπως ήταν, υπέφερε πολύ. Η πρώτη Μονή που επισκέφθηκε ήταν η Ξηροποτάμου. Παρέμεινε τρεις ημέρες και του ‘δειξαν τον δρόμο για την Σιμωνόπετρα. Εκεί δεν έγινε δεκτός και έφυγε για το Ρωσικό, γιατί, όπως ο ίδιος έλεγε, εκείνα τα χρόνια δεν διάλεγε ο μοναχός το μοναστήρι, αλλά το μοναστήρι τον μοναχό. Οι Ρώσοι μήτε που γύρισαν να τον κοιτάξουν, γιατί Έλληνες δεν κρατούσαν. Περπατώντας μέσα σ’ ένα γόνατο χιόνι, έφθασε στην Ξενοφώντος, πεινασμένος και κουρασμένος όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή του. Η ώρα ήταν λίγο προ του Εσπερινού. Ο ηγούμενος δεν τον δέχθηκε.
– Είμαστε πολλοί και το μοναστήρι δεν μπορεί να τα βγάλη πέρα οικονομικά.
Φεύγοντας, στην πύλη συνάντησε ηλικιωμένο Γέροντα, ο οποίος τον ρώτησε τα ενδιαφέροντά του. Απελπισμένος του απήντησε:
– Μοναχός θέλω να γίνω. Μια βδομάδα περπατώ και κανείς δεν με δέχεται. Και ο ηγούμενός σας μου είπε είμαι υπεράριθμος.
Ο Γέροντας τον πήγε στον ηγούμενο. Του μίλησε σκληρά:
– Έχεις πολλά παλληκάρια σαν και τούτο που περιμένουν στην πύλη του μοναστηριού να εισέλθουν; Κράτησέ τον και μη δυσκολεύης τα πράγματα. Δεν ήρθε για ψωμί, αλλά για ζωή καλογερική.
Έγινε δεκτός και στο τέλος του Αποδείπνου τον ρασοφόρεσαν. Και, όπως έλεγε ο ίδιος χαριτολογώντας, τιμής ένεκεν τον έστειλαν το ίδιο βράδυ παραμάγειρα, που θεωρείτο το δυσκολώτερο διακόνημα. Έμεινε ένα χρόνο βοηθός και πέντε μάγειρος και παρεκκλησιαστικός. Μέχρι να κυλίση το νερό στο καζάνι, άναβε τις κανδήλες του Καθολικού και, μέχρι να πάρη να βράζη το φαγητό, τα καντήλια του μικρού Καθολικού, για να τα βρη αναμμένα ο εκκλησιαστικός στην Λειτουργία. Έμαθε από την αρχή να εξοικονομή τον χρόνο και να χαρίζη αγάπη εναργή στους αδφελφούς του. Όποιος γνωρίζει από αγιορείτικη ζωή μπορεί να εκτιμήση δεόντος την θυσία του νεαρού Ευδόκιμου.
Διακόνησε αγόγγυστα και αδιαλόγιστα σ’ όλα τα ταπεινά διακονήματα της Μονής. Πέντε χρόνια διετέλεσε εκκλησιαστικός, δυόμισι ταυριάρης και πάρα πολλά δασάρχης. Φύλαξε μουλάρια, έθρεψε γουρούνια, με σκοπό να βελτιώση τα οικονομικά της Μονής. Έκανε αιματηρές οικονομίες για να φτιάξη προίκα στο μοναστήρι. Δεν ήθελε να δυσκολεύωνται οι πατέρες οικονομικά. Οι καραβοκυραίοι της Ουρανούπολης μαρτυρούν και λέγουν:
– Για να μη δώση εκατό δραχμές στον καϊκτσή να τον μεταφέρη από Ουρανούπολη στο μοναστήρι, περπάτησε όλη νύχτα, αν και στον ντροβά είχε πολλά χρήματα από την πώληση μοσχαριών, τα οποία συνώδεψε με φορτηγό πλοίο μέχρι τον Πειραιά.
Αγάπησε το μοναστήρι περισσότερο από τον οίκο του πατέρα του. Έδωσε όλο το είναι του.
– Πέρασα –έλεγε ο ίδιος- απ’ όλα τα διακονήματα, πλην κηπουρού καιο αντιπροσώπου.
Πάνω στην δίνη της προσέγγισης του αγιορειτικού μοναχισμού, της σκληρότητας και της απονιάς, και την φόρτιση των πρωτόγνωρων διακονημάτων, ο νεαρός Ευδόκιμος βρήκε αποκούμπι στον παπουτσή του μοναστηριού. Ο γέρων Πολύκαρπος δεχότανε τους λογισμούς του νέου μοναχού με πολλή ιλαρότητα, όποιοι κι αν ήταν αυτοί (παράπονα; επαναστάσεις σαρκικές; γογγυσμοί; περιφρονήσεις; λογισμοί βλασφημίας;), χωρίς να τρομάζη για το μέλλον του αδελφού. Όλα ο καλός Γέρων τα εκτιμούσε τόσο αληθινά και τόσο φυσικά, που μόνο που τα έλεγες ξεκουραζόσουνα.
– Ο πατηρ Πολύκαρπος –έλεγε ο γέρων Ευδόκιμος- ήταν για μένα μεγάλη διέξοδος. Αν δεν υπήρχε, δεν θα μπορούσα να συνεχίσω τον μοναχικό δίαυλο. Αλλοίμονο στον μοναχό που δεν εξαγορεύεται τους λογισμούς του σε Γέροντα.
.- Έφυγες ποτέ από το μοναστήρι σου;
– Μερικές φορές, αλλά ποτέ δεν εξήλθα των ορίων της Μονής. Ούτε πόρτα χτύπησα ούτε άλλον Γέροντα συμβουλεύθηκα.
Εξελέγη ηγούμενος σε δύσκολη στιγμή του μοναστηριού. Για αρκετό καιρό κάθε εβδομάδα άλλαζαν ηγούμενο. Ένας επίτροπος δαιμονίσθηκε. Συνεχώς έφερνε προσκόμματα και σκάνδαλα στους ηγουμένους. Από το δάσος τον κάλεσαν να αναλάβη την ηγουμενία. Ο καμωματάς επίτροπος τον προϋπάντησε με τα εξής λόγια:
– «Συ ει ο ερχόμενος ή έτερον προσδοκώμεν;»
Κατώρθωσε, παρά την απλότητά του, να τον απομονώση από την διοίκηση της Μονής και ηγουμένευσε είκοσι δύο χρόνια.
Τα χρόνια της ηγουμενίας του τίποτε δεν άλλαξε για τον γέροντα Ευδόκιμο. Ούτε η ενδυμασία ούτε η υπόδηση, όπως θα ταίριαζε σε ηγούμενο. Τα ράσα του απλούστατα και ξεθωριασμένα. Οι συρτές παντόφλες μόνιμα φθαρμένες και άβαφες. Και οι κάλτσες ξέφτερνες. Οι καλοπερασάκηδες περιπαικτικά τον αποκαλούσαν «σβαρνιάρη». Η ταπεινοφορία του γέροντα Ευδόκιμου υπήρξε παροιμιώδης στο Όρος. Και ο μοναχός Χαράλαμπος της Δοχειαρίου περιπαικτικά «τσαρούχα» τον αποκαλούσε.
Όσον αφορά τα λειτουργικά μεγαλεία της Εκκλησίας, που μεσουρανούν στα βασιλικά Καθολικά του Όρους, ούτε που τον άγγιξαν. Ούτε σταυρό ούτε μανδύα ενεδιδύσκετο. Υπάρχει ανέκδοτο: του πρότειναν το Πάσχα να φορέση μανδύα και απάντησε: «Δεν κρυώνω». Ρώτησα τον μακαριστό γέροντα Γρηγόριο της σκήτης του Ξενοφώντος (ο οποίος ήρθε στο Όρος δεκαοκτώ ετών το 1909 και απέθανε εκατονταετής και διακρινόταν για την αυστηρή καλογερική του και την σωστή του κρίση) αν αυτό το έκανε από αρετή ή περιφρόνηση της εκκλησιαστικής τάξεως. Ανενδοίαστα μου απήντησε:
– Από ταπεινοφροσύνη. Είχε ο άνδρας αρετή. Προτιμούσε την απλή ζωή, που ταίριαζε στην καλογερική. Ο απλός μοναχικός σκούφος του θύμιζε μοναχούς του παλιού καιρού. Οι Χιώτες την εποχή του αγίου Μακαρίου είχαν να λένε για τον απέριττο σκούφο του επισκόπου Κορίνθου.
Του πρότεινα να του φτιάξω ράσο για τα λαμπρόσκολα. Αποκρίθηκε:
– Εμένα δεν θα μου χρειαστή. Φτιάξε στους νέους μοναχούς.
Έτσι έγινε. Αυτό ήταν το τελευταίο Πάσχα της ζωής του.
Άλλοτε του προσέφερα καλογερικό κουκούλι.
– Το δικό μου είναι καλύτερο.
– Μα έχει γίνη κουρέλι.
– Καθόλου. Είναι καλογερικό.
Στην εκκλησία ήταν πάντα πρώτος. Πρωτύτερα από τον εφημέριο βρισκόταν στο στασίδι του. Σε όλες τις ακολουθίες έδινε την μαρτυρία του προσευχομένου ανθρώπου. Στην λατρεία ηρέσκετο στην ορθία στάση, καθώς ο Μέγας Βασίλειος διακελεύεται. Γι’ αυτό και τον ύπνο είχε φυγαδεύσει από τους οφθαλμούς του. Δεν τους είδαμε ποτέ βεβαρημένους. Ήταν φιλακόλουθος. Όταν κάποτε όλη την νύχτα περπατούσε από την Ουρανούπολη μέχρι το μοναστήρι, περίπου δέκα ώρες, μόλις έφθασε πήρε αμέσως εφημερία, λειτούργησε και μετά πήγε να ξεκουραστή.
Κάποια μέρα τον βρήκα συλλογισμένο.
– Γέροντα, που τρέχει ο λογισμός σου;
– Πολύ βασανίστηκα στο μοναστήρι μου. Εσείς όμως τυραννιέστε πιο πολύ κι από μένα.
Και αναστέναξε βαθιά ο Γέρων.
– Μέχρι τώρα καυχώμουνα για κόπους. Από σήμερα ντρέπομαι. Γι’ αυτό, παρακαλώ τον Θεό να με πάρη όρθιο, μη σας κουράσω. Ούτε ένα ποτήρι νερό να μη χρειαστή να μου προσφέρετε.
Έτσι και έγινε, ως το ζήτησε από τον Θεό.
Φαίνεται όλα τα χρόνια της καλογερικής του ουδεμία σχέση είχε με συγγενικά του πρόσωπα. Την ιδιαίτερη πατρίδα του μια φορά την επισκέφθηκε έπειτα από τριάντα χρόνια. Ούτε και ιδιαίτερες φιλίες διατηρούσε με κανέναν. Όλους τους θεωρούσε και τους αποκαλούσε φίλους κι απ’ όλους ήταν ξένος.
Ο γέροντας Ευδόκιμος πέρασε στην εποχή μας ένα σπουδαίο μήνυμα: τα μοναστήρια μας πρέπει να τα ανορθώσουμε υλικά, όχι όμως ξημεροβραδιάζοντας στις μεγάλες πόρτες των υπουργείων και των μεγάλων του κόσμου, αλλά εργαζόμενοι ταις ιδίαις χερσί. Ποτέ δεν είχε στους άρχοντες και τους μεγάλους της γης εμπιστοσύνη. Όλη του την ελπίδα την άφηνε στον άγιο Θεό, όπως ο ίδιος επανελάμβανε στις συζητήσεις του.
Τις πολλές καθαριότητες δεν τις ήθελε. Θεωρούσε αταίριαστο πράγμα στον άνδρα να κυνηγά το σκουπιδάκι. Όταν γίνονταν καθαριότητες, έλεγε πειρακτικά:
– Δεσπότη περιμένετε;
Και ακόμη, όταν έβλεπε ράσα περιποιημένα, μειδιώντας έλεγε:
– «Μη πολυπλένετε τα φορέματά σας. Θα χαλάσουν γρήγορα» λέγανε οι παλιοί.
«Το 1976 άρχισαν για τον φτωχό Ευδόκιμο –όπως γράφει ο ίδιος- οδύνες και κακές περιστάσεις». Εξορίζεται της Μονής του με την σύσταση να πορευθή όπου βούλεται και εκεί θα του στείλουν τα πράγματά του. Σε ηλικία εβδομήντα ενός ετών απομακρύνεται της μετανοίας του ο προηγούμενος ή μάλλον ο πιστός και δόκιμος εργάτης του μοναστηριού! Του παραδόθηκαν μπροστά στην Επιστασία ένα τσουβάλι άπλυτα ρούχα. Κράτησε μόνο το ρολόι. Τα ρούχα τα επέστρεψε. Στο τέλος του ’60 άρχισαν τα ζηλωτικά στο Άγιον Όρος, ευκαιρίας δοθείσης από τα ανοίγματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την Ρώμη. Του κινήματος ηγήθηκαν Αγιορείτες οι τα πρώτα φέροντες στην γραφή και την ανάγνωση. Ξεσηκώθηκαν, όπως ήταν φυσικό, οι ευλαβέστεροι και απλούστεροι. Αλλ’ όταν ήρθε η εξουσία, οι πρωτεργάτες αθέτησαν τους λόγους τους, ενώ οι παρασυρθέντες κράτησαν την «ευαγγελικήν τόλμαν» της ομολογίας. Τους λόγους της εξορίας του επακριβώς ποτέ δεν θέλησα να μάθω. Οι Αγιορείτες των ημερών εκείνων ξεύρουν καλύτερα. Εκείνο που μπορώ με βεβαιότητα να καταθέσω είναι ότι η ευθύτητα και το άκαμπτο του χαρακτήρα του συνήργησαν στην τιμωρία του και ότι ουδέποτε προσχώρησε στους «ζηλωτές». Πάντα είχε κοινωνία με την Εκκλησία.
Κάποτε τον πείραξα:
– Πήγες στον Κυπριανό στην Φυλή.
Και μου απήντησε:
– Άλλο η φιλία και άλλο η Εκκλησία. Διαμαρτύρομαι για τις υπερβάσεις, αλλά δεν φεύγω από την Εκκλησία.
Μακάρι όλοι οι «ζηλωτές» να ήταν σαν τον γέροντα Ευδόκιμο. Μακάρι να έχουμε τέτοιους ζηλωτές μοναχούς, που παραμένουν στην Εκκλησία και σαν φρόνιμα παιδιά λένε στην Μάννα –την Εκκλησία- τον λογισμό τους, χωρίς να της γυρίζουν περιφρονητικά τα νώτα. Αυτό δεν είναι αναρχία, αλλά πειθαρχία στην Εκκλησία. Άλλωστε, η εποχή μας χαρακτηρίζεται εποχή διαλόγου και διαπροσωπικών σχέσεων. Αλλοίμονο αν εξορίζουμε τους μοναχούς που έχουν ζήλο για τα πράγματα της πίστεως από τα μοναστήρια τους. Τότε αυτά θα καταντήσουν κατασκηνωτικοί καταυλισμοί.
Πάντως, τέτοια πράγματα ας μη συμβαίνουν στον χώρο των μοναχών, γιατί, αν είναι νέος, μπορεί να λοξοδρομήση, και, αν είναι γέρος, μπορεί να παραφρονήση, να πέση σε γεροντικό μαρασμό μέχρι αυτοκτονίας.
Ο ίδιος έλεγε:
– Μου κράτησε τον νου μου ο Θεός και δεν έπαθα κακό.
Ήρθε στην πλησιέστερη μονή του Δοχειαρίου. Με βουρκωμένα μάτια διηγείτο την πρώτη του δοκιμασία:
– Δεν με εδέχετο κανένας. Μόνο ο αδικημένος από την φύση Χαράλαμπος μου επέτρεψε να στρώσω κουβέρτα στην γωνιά του κελλιού του, για να πλαγιάσω.
Μαγείρευε ο Γέροντας και τρώγανε μαζί. Ο Χαράλαμπος είχε μασίνα και σύνεργα μαγειρικής, αφού το μοναστήρι ήταν ιδιόρρυθμο. Κάποια Κυριακή είχε ετοιμάσει βακαλάο στον φούρνο με πατάτες. Το μεσημέρι περίμενε ο Γέροντας, αλλά που να παρουσιαστή ο Χαράλαμπος, που είχε ατέλειωτες συζητήσεις με τους ξένους στο κιόσκι.
– Έβαλα στο πιάτο μου ένα κομματάκι βακαλάο και δυό πατάτες. Βγαίνοντας έξω του λέγω: «Χαράλαμπε, εγώ έφαγα. Το φαγητό είναι στον φούρνο». Σε πέντε λεπτά γύρισε και με εξύβρισε με τα χειρότερα λόγια μπροστά στον κόσμο, πως έφαγα όλο το φαγητό και δεν άφησα τίποτα γι αυτόν. Δεν μίλησα. Πήγα πίσω από τον ναΐσκο του Αγίου Ονουφρίου, κάθισα πάνω στα ερείπια παλιού κτιρίου και έκλαψα πικρά.
Έκανε θελήματα στον προηγούμενο Προκόπιο, για να τον κεράση ένα καφέ κι ένα τσίπουρο. Ο Προκόπιος δεν ζύγιζε ούτε από τις βαρειές ούτε από τις ελαφριές. Το συνηθισμένο φαγητό του Γέροντα ήταν παξιμάδι με θασίτικες ελιές και λίγο κρασί.
– Έφαγες ποτέ κρέας;
– Από την ώρα που έγινα μοναχός ποτέ. Αν και βρέθηκα πολλές φορές έξω με αγιορείτικες επιτροπές, οι άλλοι έφαγαν, εγώ ουδέποτε.
Όσα διαβάσατε μέχρις εδώ είναι απ’ όσα ο ίδιος μας διηγήθηκε ή διαβάσαμε σε προσωπικό του σημειωματάριο. Είναι και άλλα πολλά, που σκόπιμα αποσιωπώ για την ειρήνη…
Τώρα θα σας διηγηθώ αυτά που ζήσαμε εμείς κοντά του τα έντεκα χρόνια της εδώ παραμονής μας.
Στα πρώτα χρόνια δυσκολευόμαστε στο διακόνημα του δάσους. Ήμαστε τελείως ανίδεοι και, επειδή αισθανόμουνα ντροπή να γυρίζη ο προηγούμενος στην εκκλησία να άπτη κανδήλες με τον καντηλοπάρτη, και μάλιστα με το λιγοστό του φως, του ζήτησα να βοηθήση στο δάσος, μια και διέθετε αρκετή εμπειρία. Σε ολίγες ημέρες αγόρασε τσεκούρια και κλαδευτήρια.
– Τι τα θέλεις αυτά;
– Να υπάγω στο δάσος
– Όχι, Γέροντά μου, δεν θέλω τίποτα.
Οι κακές γλώσσες, που δεν λείπουν και από αυτόν τον άγιο τόπο, σχολίασαν: «Σε στέλνει στο δάσος, για να σε απομακρύνη από το μοναστήρι». Έτρεμε ο δύστηνος Ευδόκιμος μη παρεξηγηθή. Όλα τα είχε πάρει από φόβο. Και ήταν φοβερό να βλέπης τον υψιπέτη αετό του Άθωνα να τρέμη τα σπουργίτια και τους κότσυφες.
Έπαιρνε τα γράμματα από τη Δάφνη. Κάποτε του έπεσαν χρήματα από την τσέπη. Αμέσως άναψε κερί στον Άγιο Μηνά και έτρεξε να τα αναζητήση. Πόνεσε η ψυχή μου την τρομάρα του Γέροντα. Το «δεν πειράζει» δεν τον ανέπαυσε, έως ότου τα βρήκε και τα παρέδωσε. Άλλοτε, προσκυνητής άφησε αρκετά χρήματα στο μοναστήρι και τα καρπώθηκε ο προσμονάριος. Τα πάντα μεταχειρίσθηκε να τον πείση να τα δώση στο ταμείο. Με πολύ πόνο έβλεπε πόσο δύσκολη ήταν η διαβίωσή μας, γι’ αυτό ποτέ δεν ζήτησε τίποτε από το άδειο δοχειό της Δοχειαρίου. Όταν άκουσε ότι μοναστήρι αγόρασε εκατό κιλά καλαμάρια για την ενθρόνιση του ηγουμένου, είπε την παροιμιώδη φράση: «Άλλοι δεν έχουν να φάνε κι άλλοι δεν ξέρουν τι να φάνε!».
Από τις πρώτες μέρες της συνάφειας μαζί του με φειδώ χρησιμοποιούσε τον λόγο και με απλοχεριά το παράδειγμα. Το πρώτο κιόλας καλοκαίρι με ένα τσεκούρι καθάριζε εξωτερικά το τείχος του μοναστηριού από την πυκνή βλάστηση.
– Τι κάνεις, Γέροντα, εκεί;
– Καθαρίζω. Εάν πιάση το δάσος φωτιά, να μην καή και το μοναστήρι. Και αν πιάση το μοναστήρι, να μη καή το δάσος.
Φοβερό μάθημα για μας τους αρχάριους, που δεν γνωρίζαμε τις περιπέτειες της φωτιάς.
Τον βρήκαμε στην οδύνη της εξορίας. Ακούσαμε να ψιθυρίζει πολλές φορές: «Εκάθισεν Αδάμ απέναντι του παραδείσου». Αγάπησε το μοναστήρι του όσο κανένα άλλο πράγμα στην γη. Γι’ αυτό και ο πόνος του ήταν μεγάλος, χωρίς κανείς να μπορή να τον καταλάβη.
– Είναι φοβερό να βλέπης κλειστό μπροστά σου τον πυλώνα που πενήντα χρόνια ακώλυτα διερχόσουνα. Όλοι να τον διέρχωνται –εργάτες, προσκυνητές, μοναχοί- κι εγώ να στερούμαι την είσοδό του. Τον σταυρό μου έκανα μπαίνοντας και βγαίνοντας της πύλης του μοναστηριού. Γιατί άραγε ο Σταυρός δεν με φύλαξε;
Το ταξίδι μέχρι την Δάφνη ήταν παρηγοριά, γιατί έστω και απ’ έξω έβλεπε την Μονή της μετανοίας του. Ένιωθε εσωτερική ανάπαυση στην θεωρία του μοναστηριού του. Είναι εκείνο που λέει ο λαός: «Θώρει να δης». Εμείς βέβαια οι ηθικίζοντες, αψυχολόγητα και απάνθρωπα κρίνοντες, λέγαμε ότι πηγαίνει για ποτό στη Δάφνη. Προτού αναλάβω το μοναστήρι άκουσα τόσες κατηγόριες, που, άθελά μου, ένιωθα δύσκολα απέναντί του. Άκουσα ότι ο πατήρ Ευδόκιμος έχει μετοχές σε καράβια. Έχει διαμερίσματα. Δεν είναι καλός άνθρωπος, με την έννοια την γνωστή. Είναι κακότροπος και άξεστος. Είναι «ζηλωτής» και καταφρονητής της εκκλησίας. Και τι δεν είναι… Μου συνέστησαν παλιοί πνευματικοί, που περιέφεραν την αγιότητα και την αρχοντιά στο Όρος, να τον κρατήσω ένα χρόνο και μετά να τον διώξω, γιατί είναι επικίνδυνος για τους μοναχούς. Να του κόψω την Δάφνη και την Θεσσαλονίκη και αφ’ εαυτού του θα φύγη. Ευτυχώς ο Θεός με φώτισε, αν και αρχάριος σε τέτοια πράγματα, και απήντησα στους σκληρούς λόγους:
– Πατέρες, αισθάνομαι υποχρεωμένος να του δίνω χρήματα να βγαίνη περισσότερες φορές από το μοναστήρι, για να διασκεδάζη την θλίψη του, κι εσείς με συμβουλεύετε να τον διώξω; Που να πάη ο γέροντας των εβδομήντα πέντε χρόνων να ζήση; Στην Ομόνοια των Αθηνών; Οι λαϊκοί βοηθούν τους γονείς τους, αν δεν μπορούν να συγκάνουν, να υπάγουν στο γηροκομείο. Ο φτωχός καλόγερος που να πάη;
Τέλος πάντων, ηγούμενος και προηγούμενος, ήμασταν αρκετό καιρό επιφυλακτικοί μεταξύ μας. Και καθόλου δεν τον αδικώ. Με τέτοια που έπαθε από μας του νέους, θα ήταν ανόητος να μη προσέξη. Εμείς στον Γέροντα αυτόν, τον συκοφαντημένο, κανένα ψεγάδι που του προσάπτανε δεν βρήκαμε, παρά μόνον νεκρική ακαμψία σ’ αυτό που πίστευε και ευθύτητα σ’ αυτό που υποστήριζε.
Ήταν πτωχός, πάμπτωχος. Όλα τα χρόνια ζούσε με ξερό ψωμί. Και οσάκις επεσκέπτετο την Θεσσαλονίκη, μες στην βαλιτσούλα του μόνον ψωμί είχε και λίγες ελιές. Και στο ξενοδοχείο που κατέλυε ούτε σεντόνια δεν υπήρχαν παρά μόνον πεπαλαιωμένες κουβέρτες. Την αγροτική σύνταξη που έπαιρνε την διέθετε για κεράσματα αγάπης στους αδελφούς. Από ενδύματα τούτο μόνον έχω να πω: δεν βρέθηκε ρουχισμός στο κελλί του να τον σαβανώσουμε. Που οι καταθέσεις, που τα υποστατικά, που τον κατηγορούσαν ανερυθριάστως Γέροντες και ηγούμενοι;
Έλεγε πολλές φορές:
– Όταν αποθάνω, ότι υπάρχει θα το βρήτε στην τσέπη μου. Αλλού μη ψάχνετε. Δεν έχω τίποτα.
Τα τελευταία χρόνια ζητούσε από την μετάνοιά του κάποτε-κάποτε οικονομική βοήθεια. Του έλεγα:
– Γέροντα έχεις ανάγκη και ζητάς;
– Όχι, άγιε καθηγούμενε, αλλά για να τους κινήσω απέναντί μου σπλάγχνα οικτιρμών, για να ‘βρουν κι αυτοί έλεος στην βασιλεία του Θεού.
Κατηγορείτο ο Γέροντας άξεστος και τραχύς. Εμείς βρήκαμε κοντά του αληθινή ευγένεια και στοργή, ταιριαστή στον ανδρισμό και στην καλογερική. Αλήθεια, δεν ήξερε να σκορπά χαμόγελα, που τις περισσότερες φορές κρύβουν δηλητήριο. Είχε μια σταθερή ευγένεια και αγάπη για όλους. Σε μικρότητες και μνησικακίες δεν περιέπιπτε ποτέ. Ήταν άνθρωπος της γενιάς του. Την χάρη που βρήκα στον πατέρα μου βρήκα και στον γέροντα Ευδόκιμο. Αισθανόσουν κοντά του στοργή και ασφάλεια, χωρίς εκδηλώσεις τρυφερότητας. Στο κελλί του είχε πάντα κάτι να προσφέρη σ’ αυτόν που του προσέφερε και την παραμικρή διακονία. Χωρίς και την δική του αντιπροσφορά, ποτέ δεν δεχότανε την προσφορά του άλλου. Όταν ερχόταν από την Δάφνη, κάτι έφερνε στους μοναχούς, σαν τον καλό παππού στα εγγόνια του.
Κάποτε έφερε πορτοκαλάδες. Φώναξε έναν μοναχό να τις δώση, αλλά δεν περίμενε να πάη ο νέος, όπως κάνουν οι μεγάλοι. Συγχρόνως περπατούσε και ο ίδιος, ώσπου να συναντηθούν. Αυτό μετρά πολύ στον ηγούμενο και στην διακονία της Μονής. Όλα εκείνα τα βήματα του Γέροντα, για να πλησιάση τον νέο μοναχό, ήταν βήματα περίσσιας αρχοντιάς. Η συμπεριφορά του ήταν άψογη και πάντοτε όμορφη.
Όσο για το ότι δεν ήταν καλός άνθρωπος, τα έντεκα χρόνια που ζήσαμε μαζί η ζωή του θύμιζε αρχαίους πατέρες. Ποτέ δεν ακούστηκε απρεπής λόγος από το στόμα του. Το κελλί του ήταν πάντα ανοιχτό. Πλάγιαζε με το ζωστικό. Όποιος τον φώναζε ήταν έτοιμος. Παρά την ηλικία του, υπέμενε αγόγγυστα το ψύχος του χειμώνα. Αλλά και εργαζομένους του Όρους που ρώτησα, οι οποίοι πολλές φορές ξέρουν περισσότερα από μας, καλά λόγια μου είπαν. Και μάλιστα μου το βεβαίωσαν άνθρωποι που από δεκατεσσάρων ετών παρέμεναν στο μοναστήρι ορφανοί, κυνηγημένοι από τους αντάρτες, οι οποίοι κατέφυγαν κοντά του για προστασία.
Στην αρχή, προσπαθώτας να υπερασπίση τον εαυτό του, έγραψε κάτι απολογίες, που και αυτό ήταν κάτι φυσικό και ανθρώπινο. Μακάρι να μπορή κανείς αυτές τις ώρες να ξεπεράση τον εαυτό του και να σηκώση τον σταυρό του με σιωπή, αλλά πράγματα που εμείς δεν μπορούμε να τηρήσουμε να μη τα ζητάμε από τους άλλους. Πάντα είχε ανάγνωση στο κελλί του. Κάτι διάβασε στην Φιλοκαλία. Του έκανε μεγάλη εντύπωση. Μέρες το βασάνιζε στο μυαλό του.
Μέσα σ’ αυτούς τους λογισμούς ευρισκόμενος –όπως απεκάλυψε σε αδελφό που εκτιμούσε, δάσκαλό του τον ωνόμαζε- ένα βράδυ, μόλις κάθισε στο κρεβάτι του, στηρίζοντας την πλάτη του στο μεταλλικό κεφαλάρι του κρεβατιού, είδε στον απέναντι τοίχο να γράφωνται σαν από αόρατο χέρι μια-μια οι αμαρτίες του από τα παιδικά του χρόνια μέχρι εκείνη την ώρα και δίπλα μια μαυροφόρα γυναίκα κοίταζε μια την γραφή του τοίχου και μια εκείνον, και έκλαιγε και θρηνούσε γοερώς. Δεν άργησε να έρθη σε συναίσθηση. Φώναξε:
– Αχου, Παναγία μου, πόσο σ’ έχω λυπήσει και δεν το έχω καταλάβει.
Την άλλη μέρα έκαψε όλες τις απολογίες και άρχισε κομποσχοίνι με αλάλητους στεναγμούς. Μετά τον θάνατό του καμμία απολογία δεν βρέθηκε στο κελλί του.
Κάποτε τον βρήκα να κάθεται στην πύλη της Μονής.
– Πως είσαι, Γέροντα;
– Άκουσε, άγιε καθηγούμενε. Όταν κανείς βρίσκεται προ του τάφου και έχη κάνει καλά, είναι αμβροσία. Αν όμως έχη περιπέσει σε κακά, είναι τυράγνια μεγάλη. Τι να γυρίσω εγώ τώρα πίσω να πρωτοδιορθώσω;
Αδελφός τον ρώτησε αν προσεύχεται και απάντησε:
– Έξι χρόνια, από την ημέρα που είδα το όραμα, ακατάπαυστα λέγω την ευχή κι έχω πολλή ειρήνη μέσα μου.
Άλλοτε έλεγε:
– Το μοναστήρι μου δεν μπόρεσα να το βοηθήσω πνευματικά, γιατί δεν ήξερα πολλά γράμματα, αλλά υλικά υπέρ δύναμιν.
Ήξερε από κόπους και αναγνώριζε και καταλάβαινε τους κοπιώντας. Γι’ αυτό πάντα μνημόνευε «υπέρ των διακονούντων και διακονησάντων εν τη αγία Μονή ταύτη» με όλη του την καρδιά.
Στις προτάσεις της μετανοίας του να επιστρέψη τα τελευταία χρόνια, μας έλεγε:
– Αυτό έπρεπε να γίνη μετά από ένα-δυό χρόνια. Άνθρωποι είμαστε και λάθη κάνουμε. Έπειτα από δεκατέσσερα χρόνια εξορίας για μένα είναι αργά. Έζησα μαζί τους ένα χρόνο, μαζί σας έντεκα. Αντιευαγγελικό λόγο δεν ανταλλάξαμε. Στα χέρια σας θέλω να πεθάνω. Αν σας κουράζω και δεν με θέλετε, να φύγω και όπου ο Θεός θέλει ας με οδηγήση.
Ζήτησα δύο φορές από πατριαρχικές Εξαρχίες να του αρθή η τιμωρία του εξορίστου, αλλά με πολύ παράπονο λέγω ότι ο λόγος μου δεν εισακούστηκε. Γι’ αυτό και ο Θεός ήρε το «εξόριστος» πιο μπροστά από τους ανθρώπους. Την Κυριακή απέθανε και την Δευτέρα ήρθε η άρση της εξορίας!
Πολλές φορές διακριτικά με συμβούλευε:
– Αυτό, άγιε ηγούμενε, έτσι το κάνουν στο Όρος. δεν είναι δόγμα, αλλά καλά είναι να μη σε πάρη η καλογερική εφημερίδα. –Τον γείτονά σου να τον προσέχης, γιατί πρώτα βλέπεις τον γείτονα κι έπειτα τον ήλιο. –Να μην είσαι τόσο σκληρός. Αφού βάζεις τα καλογέρια σε βαρειές δουλειές, να τους δίνης λάδι και κρασί. Έτσι έκαναν οι παλιοί. –Την Λειτουργία να την τελήτε πιο απλά τις καθημερινές. Κάθε μέρα δεν είναι πανηγύρι. Η μοναχική ζωή θέλει ακρίβεια σ’ όλα τα πράγματα, αλλ’ όχι και επιτηδευμένη προβολή.
Ο ίδιος κτυπούσε το τάλαντο γύρω από το Καθολικό σε τρεις στάσεις. Κι όταν έβρεχε και χιόνιζε κρατούσε παρασόλι, για να κρατήση την τάξη του κτυπήματος του ξύλου γύρω από το Καθολικό.
Μου συνιστούσε να υπομένω με καρτερία τις νεανικές τρέλες των μοναχών. Να μη μετρώ με ακρίβεια, αλλά με αγάπη.
Όταν αρρώστησε, του είπα πολλές φορές να πάμε στη Θεσσαλονίκη και μου απάντησε:
– Θέλω να πεθάνω στο κελλί μου.
Ήταν από τους ανθρώπους που επιθυμούσε να τον καλύψη η αθωνική γη.
Τον κατηγόρησαν τον γερο-Ευδόκιμο ότι έπινε. Έπινε τόσο όσο έπιναν όλοι οι άνθρωποι της εποχής του. Άλλωστε, και πολλοί άλλοι Γέροντες, που τους εγκωμιάζουμε και γράφουμε συναξάρια, φαίνεται ότι αγαπούσαν το κρασάκι. Αλλά το αποκρύβουμε κακώς, για να είναι το συναξάρι πιο εξιδανικευμένο. Έλεγε:
– Σαν γυρίσω πίσω το κρασί, να ξέρετε ότι εγγίζει το τέλος μου.
Πράγματι, την Τετάρτη γύρισε πίσω το κρασί και την Κυριακή τελείωσε. Έτρωγε για ένα μήνα μόνο σούπες, μια εβδομάδα μόνον γιαούρτι και τρεις μέρες μόνον νερό. Το Σάββατο είπε στον πατέρα μου:
– Κύριε Χρήστο, φεύγω πλέον για την άλλη ζωή την αιώνια.
Από τον καιρό που ήρθαμε στο μοναστήρι κοινωνούσε κάθε Κυριακή.
– Γέροντα –του λέγω- οι Αγιορείτες κοινωνούν κάθε Σάββατο.
– Ε, Γέροντα, αυτά δεν είναι άρθρα πίστεως.
Την Κυριακή το πρωί βάρυνε, αλλά είχε πλήρη διαύγεια.
Του λέγει ο πατήρ Γαβριήλ:
– Με γνωρίζεις;
– Είσαι ο παπάς.
Και σήκωσε το χέρι και τον ευλόγησε. Τον ρώτησε ο Ξενοφωντινός γιατρός αν πονάη. Είπε: «Καθόλου». Αρχίσαμε το Ευχέλαιο. Μόλις τον άλειψα, γύρισε με κοίταξε στοργικά και τελείωσε, αφού άφησε πολλή ειρήνη στις ψυχές μας. Σαν να στεκότανε στην ωραία πύλη και έλεγε σε όλους μας «Ειρήνη πάσι». Δεν πόνεσε. Χριστιανικά τελείωσε. Τον αλλάξαμε μόνον για τα ειθισμένα. Έτσι έδωσε ο Θεός τα τέλη του, όπως τα ζητούσε με την ευχή της Εκκλησίας: χριστιανικά, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά. Δεν κούρασε κανέναν. Έφυγε ξένος και πάμπτωχος, όπως ταιριάζει στους μοναχούς. Ας είναι αιώνια στην θύμηση του Θεού και στην δική μας.
Μόλις τελείωσε, είπε ο ηγούμενος:
– Κτυπήσατε την μεγάλη καμπάνα του μοναστηριού, για ν’ ακούσουν τα φαράγγια κι οι βουνοπλαγιές που χιλιοπερπάτησε ότι σήμερα αποχαιρέτισε την αισθητή κτίση ο ιερομόναχος Ευδόκιμος.
Τον ευχαριστούμε για το καλό του παράδειγμα και παρακαλούμε τον αρχιστράτηγο Μιχαήλ να μας στείλη έναν άλλον Ευδόκιμο στην μικρή μας ποίμνη, για να θυμώμαστε αυτούς που δίνονται με όλη τους την καρδιά στην Εκκλησία.
«Γερο-Άθωνα, δέχθηκες στα σπλάγχνα σου Ευδόκιμο. Βλάστησε πολλούς Ευδόκιμους, για να ευδοκιμής πάντοτε. Αμήν».

Share Button