Συχνά ο θάνατος του άνθρωπου ταιριάζει, στη ζωή που έζησε. Σαν κανόνας ισχύει ότι όποιος σκοτώσει θα σκοτωθεί και όποιος σηκώσει μάχαιρα θα λάβει μάχαιρα.
Πρόσφατα πέθανε ένας γέροντας ιερέας. Δεν πονούσε. Την τελευταία μέρα της εβδομάδας, το βράδυ διάβαζε προσευχές σε κάποιους ασθενείς, την Κυριακή το πρωί συγχωρέθηκε. Ήταν ήσυχος και ήρεμος σε όλη του τη ζωή και τέτοιο ήταν και το τέλος του. Ήταν ένθερμος στην προσευχή, μεγάλωσε μέσα στην προσευχή.
Μα και εσύ περιγράφεις την περίπτωση του κουμπάρου σου. Ο κουμπάρος σου, ήταν μεγάλος υβριστής των ιερών και των αγίων. Δεν τον ένοιαζε ο Θεός, όσο για τη ψυχή του δεν έδινε δεκάρα. Λες, πως κανέναν δεν φοβόταν, εκτός από ένα πηγάδι, παλιό και εγκαταλελειμμένο, έξω από την πόλη. Συχνά μιλούσε γι’ αυτό το πηγάδι, αλλά όταν περνούσε από κοντά του ανατρίχιαζε και έτρεμε. Κάποια φορά αστειευόμενος είπε: «Αυτό το πηγάδι θα γίνει ο τάφος μου!». Όποτε έβγαινε από την πόλη, λες και το πηγάδι τον τραβούσε να το πλησιάσει και να σκύψει να δει το σκοτεινό του βάθος. Τελικά τι συνέβη ; Ο κουμπάρος σου ξαφνικά, χάθηκε από το σπίτι του. Κανείς δεν ήξερε που πήγε. Κάποιου το μυαλό πήγε σ’ εκείνο το πηγάδι. Και πράγματι τον βρήκαν νεκρό μέσα στο πηγάδι. «Εν απωλεία άσεβης περιφέρεται» γράφει στη Γραφή (Παρ. Σολ. 10.24).
Άκουσα μία ιστορία για κάποιον άνθρωπο που φοβόταν πάρα πολύ μια φιλύρα στην αυλή του. Ως διαχειριστής χρημάτων σε κάποια εργασία, υπεξαίρεσε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό και το έθαψε κάτω από τη φιλύρα. Για να απελευθερωθεί μία και καλή από τον φόβο του, λέει στη γυναίκα του ότι αποφάσισε να κόψει αύτη τη φιλύρα. Ένα βράδυ λοιπόν, αρπάζει το τσεκούρι και ξεκινά να κόβει το δέντρο. Πηδούν στην αυλή του ληστές και του ζητούν χρήματα. Μη θέλοντας να τους δώσει τα χρήματα ή να τους πει που τα έχει, οι ληστές τον κρέμασαν από τη φιλύρα. Πάλι και πάλι αποδεικνύεται ο λόγος του Θεού: Από τι φοβάται ο ασεβής; Από αυτό που θα τον βρει.
Όσο για σένα χαίρε εν Κυρίω
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Δεν φτάνει μόνο η πίστη, Εκδ. Εν πλω, σ. 233-234)