Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο: “Οι Βυζαντινοί Ασκητικοί και Πνευματικοί Πατέρες”. (Μετάφραση Παναγιώτη Κ. Πάλλη. Εκδόσεις Πουρναρά. Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 302 – 308).
(Τίτλος πρωτοτύπου: The Byzantine Ascetic and Spiritual Fathers. © BUCHERVERTRIEBSANSTALT. © 1992 Για την ελληνική γλώσσα Πουρναράς Παναγιώτης Καστριτσίου 12 Θεσσαλονίκη ISBN: 960-242-031-6).
Ο Μάρκος ο Ερημίτης
Σύγχρονα με τα έργα του Αγ. Νείλου είναι τα έργα τού Μάρκου του Ερημίτη, ή του Μάρκου της Ερήμου. Οπωσδήποτε, αυτός δεν είναι ο Μάρκος των Κελλιών τον οποίον μνημονεύει η Λαυσαϊκή Ιστορία. Ο Μάρκος, ο συγγραφέας των ασκητικών προσφωνήσεων και βιβλίων, έδρασε στη Γαλατία, κοντά στην Αγκυρα, όπως ήταν και ο Αγ. Νείλος. Τα λίγα πού γνωρίζουμε για τη ζωή του προέρχονται από τα κείμενά του. Έζησε στην αρχή σ’ ένα κοινόβιο και ήταν ηγούμενος και «πνευματικός πατέρας». Αργότερα έφυγε στην έρημο και έγινε ερημίτης. Αυτό συνέβη το πρώτο ήμισυ του πέμπτου αιώνα.
Ο Μάρκος έγραψε κατά των Νεστοριανών, τονίζοντας χαρακτηριστικά ότι αυτή ήταν μια «καινούρια αίρεση». Πολύ λίγα έργα είναι γνωστά με το όνομα τού Μάρκου. Κατά τον Νικηφόρο Κάλλιστο (γεννήθηκε περί το 1256 – πέθανε περί το 1335), ο Μάρκος ο Ερημίτης ήταν μαθητής του Αγ. Ιωάννη τού Χρυσοστόμου και σύγχρονος τού Αγ. Νείλου. Ο Νικηφόρος στην Εκκλησιαστική Ιστορία του ισχυρίζεται ότι ο Μάρκος ο Ερημίτης έγραψε περί τα σαράντα ασκητικά έργα. Ο Νικηφόρος είχε οκτώ στην κατοχή του. Ο Άγ. Φώτιος παραθέτει από – και κρίνει (Bibl. Cod. 200-, εννέα βιβλία του Μάρκου τού Ερημίτη. Ο Αγ. Φώτιος δεν μνημονεύει άλλα έργα τού Μάρκου.
Ένα γοητευτικό έργο τού Μάρκου είναι το έργο του πάνω στην ερμηνεία τού χωρίου Ρωμαίους 7:14, μια ερμηνεία τού «νόμου τού Πνεύματος» τού Απ. Παύλου. Το έργο του Μάρκου «Περί Νόμου Πνευματικού» (De lege spirituali) αναλύει το «νόμο του Πνεύματος» ως ακριβώς τη ζωή της τελειότητας. Ο Μάρκοςστην ανάλυσή του χρησιμοποιεί το μοναστικό τύπο των «ρητών», καλύπτοντας τη ζωή των μοναστικών υποχρεώσεων με 201 «ρητά».
Στο έργο του «Περί αυτών, οι οποίοι νομίζουν ότι η Δικαίωση έρχεται από τα Έργα» (De his qui putant se ex operibus justificari), ο Μάρκος χρησιμοποιεί 211 αποφθέγματα για να δηλώσει τη θέση του. Σ’ αυτό το έργο του ο Μάρκος επιτίθεται ευθέως κατά των Μεσσαλιανών και κατά της αναγνωρίσεως από αυτούς της χάριτος ως μυστικής εμπειρίας. Στο έργο του Depoenitentia (Περί μετανοίας) ο Μάρκος θεωρεί τη μετάνοια ως μια ακατάπαυστη προσευχή κατά τη «δοκιμασία» εναντίον τής αμαρτωλής λαγνείας και της αμαρτωλής σκέψεως.
Στο έργο του «Περί νηστείας» (De jejunio) ο Μάρκος υπογραμμίζει την πνευματική αναγκαιότητα να ελέγχεται η όρεξη τού ανθρώπου. Δίνει επίσης την παραδοσιακή μοναστική θεολογία για τη νηστεία, η οποία ισχύει για όλες τις μορφές τού πνευματικού αγώνα, και αυτή είναι ότι δεν πρέπει να υπερηφανεύεται κανείς για τέτοια όπλα τού πνευματικού πολέμου.
Στο έργο του Ad Nicolaum praecepta animae salutaria (Προς Νικόλαον Διδαχές προς σωτηρίαν της ψυχής) ο Μάρκος απαντά σ’ ένα γράμμα που τού έστειλε ένας νέος Γαλάτης ασκητής ονομαζόμενος Νικόλας. Το πιο αποτελεσματικό μέσο υπερνικήσεως των παθών, γράφει ο Μάρκος, είναι να σκέπτεσαι τη χάρη και τις δωρεές του Θεού, ιδιαίτερα τη χάρη της λυτρώσεως που σου δόθηκε δια τού Χριστού. Ο Νικόλας προειδοποιείται για τα τρία κύρια κακά που περιμένουν την ψυχή — αγνοία, λησμοσύνη, και αμέλεια. Η πνευματική γνώση νικά την άγνοια. Η ανάμνηση της χάριτος τού Θεού, όλων των χαρίτων που ο Θεός παρέχει στη δημιουργία, νικά τη λησμοσύνη. Μόνο ο πνευματικός ζήλος μπορεί να υπερνικήσει την αμέλεια. Για τον Μάρκο η μέγιστη δωρεά είναι η μοναστική ζωή.
Υπάρχει επίσης μια διάπυρη επίθεση κατά τού Μεσσαλιανισμού στο έργο τού Μάρκου De baptismo (Περί Βαπτίσματος). Ο Μάρκος χρησιμοποιεί τη μορφή των ερωτήσεων και των απαντήσεων σ’ αυτό το έργο. Ο πλήρης τίτλος αυτού τού έργου είναι Responsio ad eos qui de divino baptismate dubitant (Απάντηση προς αυτούς που αμφιβάλλουν για το άγιο βάπτισμα), απάντηση σ’ αυτούς που αμφιβάλλουν ότι το βάπτισμα συγχωρεί πράγματι τις αμαρτίες. Οι Μεσσαλιανοί έλεγαν ότι ακόμα και μετά το βάπτισμα η αμαρτία παρέμεινε στην εσωτερική ύπαρξη τού ανθρώπου και έπρεπε να εκμηδενιστεί με τις πνευματικές μας προσπάθειες. Για τον Μάρκο, η πνευματική μας ζωή ακόμα και μετά το βάπτισμα πρέπει να είναι μια ζωή συνεχούς πνευματικού πολέμου εξαιτίας των εσωτερικών και εξωτερικών πειρασμών. Ο Μάρκος παραθέτει συχνά από την Προς Ρωμαίους επιστολή τού Απ. Παύλου. Το έργο του Consultatio intellectus cum sua ipsius anima (Διάσκεψη τού νου με την ψυχή του) είναι ένας μονόλογος στον όποίο αυτός προτρέπει την ψυχή του να μην πέσει βορά στην αυταπάτη. Είναι ένα ενδιαφέρον έργο για τη φύση της αμαρτίας, γιατί ο Μάρκος δεν πιστεύει ότι η αμαρτία μπορεί να αποδοθεί μόνο στην καταγωγή μας από τον Αδάμ. Ούτε μπορεί η αμαρτία να αποδοθεί μόνο στη δύναμη τού διαβόλου ή στην επίδραση άλλων προσώπων ή της κοινωνίας. Η αμαρτία μας χτυπά απ’ όλες τις διευθύνσεις.
Το έργο τού Μάρκου Disputatio cum quodam causidico (Διάλογος με κάποιον δικηγόρο) είναι ένας διάλογος μεταξύ ενός δικηγόρου και ενός γέροντος μοναχού. Ο δικηγόρος έχει οργισθεί επειδή οι μοναχοί τον ζημίωναν επαγγελματικά με το να κηρύττουν ότι οι δίκες πρέπει να αποφεύγονται. Το τελευταίο τμήμα τού έργου έχει προφανώς χαθεί.
Το έργο τού Μάρκου De Melchisedech (Περί Μελχισεδέκ) είναι δογματικό έργο και απευθύνεται εναντίον εκείνων που πίστευαν ότι ο Μελχισεδέκ ήταν μια ενσάρκωση τού Λόγου. Ο Αγ. Φώτιος, σχολιάζοντας αυτό το έργο, Κατηγορεί το Μάρκο για αίρεση. Ο Αγ. Φώτιος νόμιζε ότι επεσήμανε μια τάση τού Μάρκου προς τον Μονοφυσιτισμό, ιδιαίτερα στην ερμηνεία που κάνει της communicatio idiomatun (της μεταδόσεως των ιδιωμάτων). [Στη δογματική, «Μετάδοση Ιδιωμάτων» ονομάζεται η μετάδοση των ιδιωμάτων κάθε φύσεως του Χριστού στην άλλη φύση του (δηλαδή, η μετάδοση των ιδιωμάτων της θείας φύσεως στην ανθρώπινη φύση και η μετάδοση των ιδιωμάτων της ανθρώπινης φύσεώς του στη θεία φύση Του). Έτσι μπορούμε να λέμε: ο Χριστός σταυρώθηκε, και αναστήθηκε. (Σ. Τ. Μ.)].
Ο πλήρης τίτλος τού έργου τού Μάρκου Adversus Nestorianos (Κατά Νεστοριανών) είναι «Εναντίον εκείνων οι οποίοι ισχυρίζονται ότι η Αγία Σάρκα τού Κυρίου δεν ενώθηκε με τον Λόγον αλλά τον περιέβαλε σαν ένα ένδυμα και ότι επομένως είναι ανάγκη να διακρίνουμε προσεκτικά ανάμεσα σ’ Αυτόν που φέρει και σ’ αυτόν που φέρεται». Αυτό το έργο δεν μνημονεύεται από τον Φώτιο. Αυτό το έργο συμφωνεί πολύ με τους Δώδεκα Αναθεματισμούς τού Αγ. Κυρίλλου Αλέξανδρείας. Ο Μάρκος τονίζει «την καθ’ υπόστασιν ένωσιν» σ’ αυτό το έργο. Τονίζει το γεγονός ότι ο Λόγος ενώθηκε με τη σάρκα από τη στιγμή της Ενσαρκώσεως. Το έργο γράφτηκε πριν από την Σύνοδο της Εφέσου, στα τέλη του 430 ή στις αρχές του 431. Βρέθηκε και δημοσιεύθηκε σχετικώς πρόσφατα στην αγία Πετρούπολη το 1891. Ο Μάρκος θεολογεί σαν ένας μετριοπαθής Αντιοχειανός, ενώ δέχεται και υπερασπίζεται τη διατύπωση του αγίου Κυρίλλου «ένωσις διαμέσου της υποστάσεως». Είναι περίεργο που δεν θίγει καθόλου το θέμα τού ονόματος Θεοτόκος σ’ αυτό το έργο.
Αλλα έργα γνωστά με το όνομα τού Μάρκου αναφέρονται από τον Δωρόθεο, τον Ισαάκ τον Σύρο, και τον Άγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό.
Στα έργα του ο Μάρκος περιορίζει τις ηθικές του προτροπές σε δογματικές αρχές και αναπτύσσει μια σαφή διδασκαλία περί αμαρτίας και σωτηρίας, και περί ελευθερίας και χάριτος. Ο Μάρκος διαμόρφωσε τις απόψεις του σε μια πολεμική με τους Μεσσαλιανούς, και μέσα στον ενθουσιασμό της συζητήσεως τονίζει το ανεκρίζωτο της ανθρώπινης ελευθερίας. Γενικά, θυμίζει πάρα πολύ τον Άγ. Ιωάννη το Χρυσόστομο.
Κατά τη σκέψη τού Μάρκου, ο σκοπός και το τέρμα της πνευματικής «δοκιμασίας» είναι η θέωση. «Ο Λόγος έγινε σάρκα για να μπορέσει η σάρκα να γίνει ο Λόγος». Ο Κύριος γίνεται σαν κι εμάς «για να μπορέσουμε εμείς να γίνουμε σαν αυτόν σε κάθε αρετή». Λύτρωση είναι πρώτ’ απ’ όλα απαλλαγή από τον θάνατο, «η ερήμωση του Άδη και του θανάτου». Ο Μάρκος είναι πάντα πολύ πρόθυμος να μιλήσει για την κληρονομικότητα τού θανάτου, και όχι για εκείνη της αμαρτίας, και απορρίπτει την «αναγκαιότητα της φυσικής διαδοχής» της αμαρτίας. Η αμαρτία γι’ αυτόν είναι πάντοτε μια ελεύθερη πράξη της θελήσεως ή της «βουλήσεως».
Εξαιτίας της πρώτης πτώσεως, το γένος τού Αδάμ γίνεται θνητό και υποκείμενο στη φθορά. Εδώ βρίσκεται η αμαρτωλότητά του, και η πρωταρχική αμαρτία του. Αλλά θνητότητα ο Μαρκος θεωρεί όχι μόνο την αστάθεια της ψυχοσωματικής συνθέσεως και τη σωματική θνητότητα, αλλά και τη φθορά της ίδιας της βουλήσεως. Οπωσδήποτε, η σωτηρία αποκαλύπτεται μόνο εν Χριστώ, και για κάθε άνθρωπο μόνο δια τού βαπτίσματος — δια της βαπτισματικής ανανεώσεως από το Πνεύμα. «Μην ζητάτε την τελειότητα της ελευθερίας στις ανθρώπινες άρετέ, γιατί δεν υπάρχει τίποτε τέλειο σ’ αυτές. Αυτή η τελειότητα αποκαλύπτεται στο σταυρό τού Χριστού». Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η αφθαρσία πρέπει να αποκτηθεί και να ενισχυθεί με μια ελεύθερη πνευματική «δοκιμασία» και μια αύξηση στην καλωσύνη. Νέες αμαρτίες ρίχνουν τον άνθρωπο στη χώρα τού θανάτου — με τις προσωπικές του αμαρτίες ο άνθρωπος ξαναφέρνει τον εαυτό του στην αναγκαιότητα τού θανάτου, υποτάσσει τον εαυτό του ξανά στο φόρο υποτέλειας σ’ αυτόν και στη μομφή του, και γίνεται θνητός και υποκείμενος στη φθορά, γιατί καταστρέφει μέσα του την ανανεωτική δύναμη του Πνεύματος, απαρνείται τη βαπτισματική χάρη της αναστάσεως και της αφθαρσίας. «Το άγιο βάπτισμα είναι τέλειο και μας δίνει τελειότητα, αλλά δεν κάνει κάποιον που δεν τηρεί τις εντολές τέλειον, γιατί η χάρη εργάζεται στο βαθμό που τηρούνται οι εντολές. Ο «δεσποτισμός» τού ανθρώπου δεν βιάζεται ποτέ. Εκεί που αγαπά, εκεί ο άνθρωπος θα μένει, ακόμα και μετά το βάπτισμα. Και η χάρη που τού δόθηκε ανακαλύπτεται σ’ αυτόν «στο βαθμό που οι εντολές και η πνευματική ελπίδα έχουν αποτελέσματα (οδηγούν σε έργα)».
Στη «δοκιμασία» το πιο σπουδαίο πράγμα είναι η «βούληση» ή η εσωτερική διάθεση της καρδιάς και τής θελήσεως – η εσωτερική «δοκιμασία» «δικαιώνει», όχι η έξωτερική – η «δοκιμασία» της σκέψεως ή τού νου. Με άλλα λόγια, δικαιώνει η «δοκιμασία» της προσευχής δια της οποίας η εικόνα του Θεού αναπαράγεται στον άνθρωπο με τη δύναμη τω χάριτος. «Η ‘λατρεία’ των Χριστιανών είναι περισσότερο εσωτερική». Και όλο το έργο των εντολών συγκεντρώνεται στην προσευχή, δηλαδή, στο να απευθύνεσαι στον Θεό, και στην «πνευματική ελπίδα».
Το τέρμα και ο σκοπός της «δοκιμασίας» είναι η «γνώσις» και η μνήμη τού Θεού «Άδης είναι η άγνοια», και καταστροφή είναι η λήθη. Η γνώση είναι δυνατή μόνο με την κάθαρση και την αυτοπειθαρχία τού νου. Γι’ αυτό δεν πρέπει κανείς μόνο να «κλείσει τις αισθήσεις» και να μη γοητευθεί από εξωτερικές εντυπώσεις, αλλά πρέπει και να μην ανακαλεί στη μνήμη παλιές αμαρτίες ή προφάσεις με υπερβολική προσοχή, ώστε να μολύνει τη φαντασία του.
Η ψυχή ταράσσεται πάντα από σκέψεις και επιθέσεις τού πειρασμού, αλλά η αμαρτία και η ακαθαρσία δεν βρίσκεται σ’ αυτό. Η αμαρτία βρίσκεται σε μια εσωτερική προσοχή ή σ’ ένα εσωτερικό ενδιαφέρον προς δελεαστικές εικόνες, στη «συγκατάθεση τού νου σ’ αυτές». Η επίθεση της σκέψεως η «προσβολή» δεν είναι ούτε αμαρτία ούτε ψέμα, αλλά μαρτυρία τού δεσποτισμού της θελήσεώς μας. «Αμαρτία είναι να συναινούμε προς την αμαρτία».
Εκείνο επομένως, που χρειάζεται είναι η καθαρότητα της σκέψεως, και η ανεξαρτησία της από εξωτερικές εντυπώσεις. Καθώς ο νους πειθαρχείται με την προσευχή, καθαίρεται και ανανεώνεται από το Άγιο Πνεύμα. «Δέχεται μέσα του τη σκιαγραφία της Θεοειδούς εικόνας, ενδύεται με την ανέκφραστη νοητική ομορφιά της ομοιότητας τού Κυρίου, και τιμάται με τα πλούτη της πνευματικής σοφίας». Η καρδιά καθαρίζεται από όλες τις εικόνες, και ο νους γίνεται «ανεικονικός», και ύστερα αυτός εισέρχεται στον «αόρατο και άυλο χώρο της γνώσεως», στη «χώρα της γνώσεως». Αυτό είναι το Σάββατο των Σαββάτων «η πνευματική ηρεμία της λογικής ψυχής, η οποία, απομακρυνόμενη μαζί με το νου της ακόμα και από κάθε τι Θεϊκό που είναι μυστικά κλεισμένο μέσα στα αισθητά, ενδύεται πλήρως μόνο τον Θεό, με μια έκσταση αγάπης, και με τη μυστική θεολογία ο νους γίνεται τελείως αχώριστος από τον Θεό». Αυτό είναι το τέρμα της απάθειας και της εκστάσεως. Το ίδιο ιδεώδες το βρίσκουμε στον Ευάγριο και το Νείλο.