Ασκητική Λαικών – Εισαγωγή

 

Συν Θεώ η προσπάθεια μας συνεχίζεται με ένα ακόμη τεύχος της ενοριακής ΚΑΤΑΚΟΜΒΗΣ, ένα έντυπο ορθόδοξο, το οποίο ανταποκρίνεται σε μία ανάγκη αυτοέκφρασης ενός λόγου ο οποίος στόχο έχει την εσωτερική μας αφύπνιση. Με τις ταπεινές μας δυνάμεις σε αυτό το τεύχος θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε την έννοια της Ασκητικής μέσα στο σύγχρονο κόσμο.
“Γέροντα, τι ποιήσω;” είναι το ερώτημα που έθεσε λαϊκός σε γέροντα μιας σκήτης του Αγιώνυμου Όρους. Και ο γέροντας με τη σοφή λιτότητα του λόγου απάντησε: “να αγαπάς Θεό και ανθρώπους”. “Και αυτό μόνο του μπορεί να μου εξασφαλίσει μία θέση στον Παράδεισο;” ξαναρώτησε ο λαϊκός. Και ο γέροντας του είπε: “Αν αγαπάς πραγματικά τους ανθρώπους, θα αγαπάς και το Θεό και το αντίθετο. Και την αγάπη σου αυτή θα πρέπει να την βιώνεις. Με πράξεις θα δείξεις την αγάπη σου κι όχι με λόγια”.
Ο παραπάνω σύντομος διάλογος έχει ένα επιμύθιο. Ποια άραγε να είναι η τακτική ενός συνειδητού ορθοδόξου χριστιανού, προκειμένου να ακολουθήσει τα λόγια του σοφού γέροντος; Αρκεί ένας διαλεκτικός χριστιανισμός, αρκεί μια θεωρητική προσέγγιση των μηνυμάτων της ορθοδοξίας; “Η μήπως ο δρόμος της αγιότητας περνά μέσα από κάποιου είδους άσκηση;
Η ορθοδοξία μας έχει ένα πολύ μεγάλο πλεονέκτημα. Είναι μία πίστη απόλυτης ελευθερίας, είναι ένα δωροποιό “πολίτευμα”, που βγάζει τον άνθρωπο από τη μιζέρια της χοϊκότητας και τον θεώνει. Όμως, αυτό προϋποθέτει βούληση, συνείδηση της ορθοπραξίας, επιλογή του τρόπου ζωής που μας εξάγει από την ανωριμότητά μας και ανοίγει νέες προοπτικές στο βίο μας.

Η συζήτηση με το γέροντα συνεχίστηκε με ένα πλήθος ερωτημάτων που βασάνιζαν τους ανθρώπους της συντροφιάς.
– Αν, εσείς γέροντα που βρίσκεστε τόσα χρόνια εδώ και μας μιλάτε για την αμαρτωλότητά σας, δεν είστε βέβαιος για τη σωτηρία σας, εμείς στον κόσμο τι να πούμε;
– Εσείς γέροντα αφιερωθήκατε στο Θεό, εμείς στον κόσμο έχουμε τόσες βιοτικές μέριμνες. Ελάχιστος η και καθόλου είναι ο χρόνος που αφιερώνουμε στο Θεό. Συνεπώς για εμάς δεν υπάρχει σωτηρία.
– Μπορούμε εμείς γέροντα να ακολουθήσουμε τον ασκητικό τρόπο ζωής που εσείς ακολουθείτε; Αδύνατον είναι για εμάς, γιατί έχουμε οικογένειες, οικονομικές ανάγκες, ζούμε σε έναν εξοντωτικό κόσμο που δε μας επιτρέπει – η και δεν το επιθυμούμε κουρασμένοι από την υπερπροσπάθεια – να αφιερωθούμε ψυχή τε και σώματι στο Θεό.
Οι απορίες αυτές ήταν η αφορμή, προκειμένου να γραφτεί αυτή η μικρή ταπεινή εργασία. Κι αυτό γιατί:
α) Η ζωή ενός συνειδητού χριστιανού ορθοδόξου είναι παντού η ίδια. Είτε στο Άγιον Όρος βρίσκεται κάποιος είτε στην Αθήνα είτε στη Νέα Υόρκη, την ίδια προσπάθεια καταβάλλει για να παλέψει με τα πάθη του και να γίνει αρεστός στο Θεό. Ο Πανάγαθος Πατέρας μας δεν είπε σε κανέναν ότι για να τον αγαπά πρέπει αποκλειστικά να κλειστεί σε κάποιο μοναστήρι η να εγκαταλείψει τον κόσμο και να περιοριστεί σε μία σπηλιά. ΟΙ επιλογές αυτές είναι επιλογές ηρωικών ανθρώπων τους οποίους ο Θεός κάλεσε να τον υπηρετήσουν από το συγκεκριμένο μετερίζι. Αλλοίμονο αν όλοι έκαναν μόνο ένα πράγμα. θα καταργούνταν αυτομάτως η ελευθερία μας.
β) Η άσκηση και το βίωμα δεν είναι “προνόμιο” κάποιων ανθρώπων, αλλά δικαίωμα όλων μας. Η ζωή δίνει σε όλους τη δυνατότητα να πλησιάσουν το Θεό, να ασκηθούν για χάρη του, να δείξουν έμπρακτα την αγάπη τους, απεκδυόμενοι των παθών, γ) Ζούμε σε δύσκολα χρόνια. Ο “αόρατος” πόλεμος είναι πλέον ορατός. Το κακό εισβάλλει δυναμικά στις κοινωνίες των ανθρώπων και ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης του είναι η καλλιέργεια της αρετής, μιας ενθέου αρετής που μπορεί να μας ολοκληρώσει και να μας δώσει τη δύναμη να πλησιάσουμε το Θεό μας. Προαίρεση θέλει να δει ο Κύριος και τότε θα μας χαριτώσει. Η μάχη έχει ξεκινήσει. Τα όπλα μας είναι τα μέσα που ο Χριστός αρχικά και κατόπιν οι Άγιοι Πατέρες μας κληροδότησαν.
Αυτό πραγματεύεται το βιβλίο τούτο. Τα όπλα του αγώνα μας, τα όπλα της Ασκητικής των λαϊκών.
Με μία υπενθύμιση. Τίποτα από όσα ακολουθούν δεν έχει την έννοια του “συνταγολογίου”. Όλα όσα παραθέτουμε είναι βιώματα αγίων ανθρώπων κι όχι δικά μας, γιατί είμαστε ελάχιστοι εμπρός στους άγιους αυτούς ανθρώπους που βρίσκονται σήμερα στην αγκάλη του Θεού.
Τα υποκεφάλαια αυτού του βιβλίου αναφέρονται στην προσευχή, στα πάθη, στη νηστεία, στη μετάνοια, στην εξομολόγηση, στους λογισμούς η στα κορυφαίο γεγονός της συνάντησης με το Θεό, στη Θεία Μετάληψη.
Για μία ακόμη φορά θα επιθυμούσαμε να σας ευχαριστήσουμε για την αγάπη σας. Όλοι μαζί ας αγωνιστούμε κι ας παραθέσουμε τους κόπους μας σαν θυμίαμα ευχαριστίας στην απέραντη αγάπη του Θεού.
Εκ της συντάξεως του περιοδικού

ΕΥΑΡΕΣΤΟΙ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ
Προκειμένου να οδηγηθεί κανείς στην αγιότητα δεν είναι απαραίτητο να οδηγηθεί στο μοναστήρι αφήνοντας τον κόσμο. Και μέσα στον κόσμο είναι εύκολο κανείς να ευαρεστήσει το Θεό με τη ζωή του και να αγιάσει. Η τήρηση των εντολών του Θεού, η φιλοξενία η ελεημοσύνη, η αγιότητα, η ταπεινοφροσύνη, η μη κακολογία, η απομάκρυνση εκ του κοσμικού πνεύματος γίνονται αιτία σωτηρίας μα και αγιότατος.
Ο Ιερός συγγραφέας της Κλίμακος ‘Ιωάννης ο Σιναΐτης στον πρώτο του λόγο “Περί αποταγής” και στο στίχο 38 λέγει τα εξής:
– Μερικοί κοσμικοί που ζούσαν αμελώς με ερώτησαν: πως μπορούμε εμείς που ζούμε με συζύγους και είμαστε περικυκλωμένοι με τόσες κοινωνικές υποχρεώσεις ν’ ακολουθήσουμε τη μοναχική ζωή;
Και τους απάντησα:
– Όσα καλά μπορείτε να κάνετε· κανένα να μην περιγελάσετε, κανένα να μην κλάψετε, σε κανένα να μην πείτε ψέματα, κανένα να μη περιφρονήσετε, κανένα να μη μισήσετε. Να μην παραλείπετε τον εκκλησιασμό, να δείχνετε συμπόνια στους φτωχούς, κανένα να μη σκανδαλίσετε. σε ξένο πράγμα και σε ξένη γυναίκα να μην πλησιάσετε. Αρκεσθήτε στη δική σας γυναίκα. Εάν ζείτε έτσι “ου μακράν έστε της Βασιλείας των ουρανών”.
Βέβαια, ο άγιος θα πει και σε άλλους λόγους του παρακάτω πως οι κοσμικοί, ζώντας μέσα στον κόσμο, θα κερδίσουν τη Βασιλεία του Θεού. Στον τέταρτο λόγο του θα μιλήσει για την υπακοή, στον πέμπτο για τη μετάνοια και ούτω καθεξής. Δυο θέματα παρμένα από ασκητικά κείμενα είναι διδακτικότατα σ’ όλους εκείνους που επιθυμούν την ένωσή τους με το Θεό.
Δύο μοναχοί παρακάλεσαν το Θεό να τους πληροφορήσει σε ποιο μέτρο πνευματικότητας έφθασαν. Και ήλθε σ’ αυτούς φωνή εκ του Ουρανού που τους έλεγε: – Στην δείνα κώμη υπάρχει κάποιος κοσμικός, το όνομά του είναι Ευχάριστος και το όνομα της γυναίκας του Μαρία- δεν έχετε φθάσει στο ύψος της αγιότητες αυτών. Σηκώθηκαν λοιπόν οι δύο γέροντες και ήλθαν στην κώμη. Ρώτησαν που είναι το σπίτι του και εύκολα τους βρήκαν. Και αφού συνάντησαν πρώτα τη γυναίκα τη ρώτησαν: “που είναι ο άνδρας σου;” και εκείνη απάντησε: “Ποιμένας είναι και βόσκει τα πρόβατά μας”. Το βραδάκι ήλθε και ο Ευχάριστος με τα πρόβατά του. Και μόλις είδε τους γέροντες έδωσε εντολή στη γυναίκα του να ετοιμάσει φαγητό. Έφερε κατόπιν νερό για να πλύνει τα πόδια τους.
Τότε οι γέροντες του είπαν. “Δε θα καθίσουμε στο τραπέζι σου, εάν πρώτα δε μας πεις πως εργάζεσαι πνευματικά”.
Τότε ο Ευχάριστος με ταπείνωση τους είπε: “‘Εγώ είμαι ένας απλός τσοπάνης και αυτή είναι η γυναίκα μου. Τι επί πλέον θέλετε να μάθετε;”
Εκείνοι επέμεναν και τον παρακαλούσαν αλλά ο Ευχάριστος δεν ήθελε να τους πει.
Τότε οι γέροντες του είπαν: “Ο Θεός μας έστειλε σε σένα”.
Όταν άκουσε τα λόγια αυτά φοβήθηκε και τους είπε. “Να, αυτά τα πρόβατα έχουμε από τους γονείς μας. Τα εισοδήματά μας από το ποίμνιο μας τα χωρίζουμε στα τρία. Το ένα μέρος το δίνουμε στους φτωχούς, το δεύτερο μέρος το ξοδεύουμε στη φιλοξενία των αδελφών και το τρίτο μέρος το κρατούμε για τις ανάγκες μας. Επί πλέον με τη γυναίκα μου ζούμε αδελφικά. Το βράδυ προσευχόμαστε στο Θεό και τον παρακαλούμε να συγχωρήσει τις αμαρτίες μας. Αυτά που σας λέγω δεν τα ξέρει κανείς παρά μόνο εσείς”.
Και οι γέροντες, αφού άκουσαν όλα αυτά, έφυγαν έκπληκτοι δοξάζοντες το Θεό.
Κάποτε, ενώ προσευχόταν ο μέγας Μακάριος στο κελί του, άκουσε φωνή απ’ τον ουρανό που του έλεγε!
– “Μακάριε, δεν έφθασες στο μέτρο των δυο γυναικών της τάδε πόλεως”.
Σηκώθηκε λοιπόν το πρωί ο γέροντας και, αφού κράτησε το ραβδί του από βαγιά, άρχισε να βαδίζει, προκειμένου να φθάσει στη συγκεκριμένη πόλη που του υπεδείχθη. Αφού έφθασε στην πόλη, πήγε στο σπίτι που ήταν οι δύο γυναίκες και χτύπησε την πόρτα. Ήλθε η μία εκ των γυναικών, άνοιξε τη θύρα και δέχθηκε με πολύ χαρά το γέροντα. Και, αφού κάθισε, ήλθε και η άλλη γυναίκα. Τις παρακάλεσε τότε ο γέροντας να καθίσουν. Και απευθύνει το ερώτημα προς τις γυναίκες λέγοντας:
– “Για σας έκανα τόσο δρόμο και κουράστηκα τόσο ερχόμενος από την έρημο· πείτε μου λοιπόν πως εργάζεσθε;”
Και εκείνες του απάντησαν.
– “Πίστεψε μας πατέρα ότι δεν κοιμόμαστε ξεχωριστά από τους άνδρες μας. Ποια λοιπόν εργασία πνευματική ζητάς από μας;”
Και ο γέροντας τις παρακάλεσε να του μιλήσουν για την πνευματική τους ζωή. Και εκείνες του είπαν
– “Εμείς μεταξύ μας είμαστε ξένες, αλλά συζευχθήκαμε δύο σαρκικά αδέλφια. Ζούμε δεκαπέντε χρόνια μαζί και δεν λογομαχήσαμε ούτε μία φορά. Αισχρό λόγο δεν είπε ποτέ η μία την άλλη, αλλά ζούμε αγαπημένες με ειρήνη και ομόνοια όλα αυτά τα χρόνια. Σκεφθήκαμε να εγκαταλείψουμε τους άνδρες μας και να πάμε να ζήσουμε σε μοναστήρι. Παρακαλέσαμε τους άνδρες μας να μας επιτρέψουν να πραγματοποιήσουμε το σκοπό μας, αλλά στάθηκε αδύνατο. Αφού αποτύχαμε το σκοπό μας κάναμε συμφωνία μεταξύ μας και με το Θεό, ώστε, μέχρι το θάνατο μας να μη λαλήσουμε λόγο κοσμικό”.
Αφού άκουσε αυτά ο μεγάλος και θειος άνδρας, είπε με θαυμασμό:
– “Στ’ αλήθεια δεν υπάρχει παρθένος η νυμφευμένος η μοναχός η κοσμικός, αλλά ο Θεός ζητά μόνο προαίρεση καλή (δηλαδή θέληση) και το Άγιο Πνεύμα αγιάζει όλους”.
Και αφού ωφελήθηκε από την επίσκεψη αυτή επέστρεψε στο κελί του δοξάζοντας το Θεό.
Αντιλαμβάνεται κανείς από τα δυο αυτά κείμενα, τα τόσο διδακτικά, ότι όλοι οι άνθρωποι δεν κάνουν για το μοναστήρι. Στο μοναστήρι και στη Σκήτη θα οδηγηθούν αποκλειστικά και μόνο οι, μερισματούχοι. Ο Απόστολος Παύλος θα μας πει ότι δεν είναι όλοι πλασμένοι για την αγαμία. Άλλοι έχουν το χάρισμα του έγγαμου και άλλοι το χάρισμα του άγαμου.
“Έκαστος ίδιον χάρισμα έχει εκ Θεού ως μεν ούτως, ως δε ούτως” (Αγκόρ. Ζ,7)
Δυνατότητες σωτηρίας δίδονται και στους μεν και στους δε. Γι’ αυτό ο άγιος Μακάριος είπε: “εν αληθείς ουκ έστι παρθένος, η ύπανδρος, η μοναχός, η κοσμικός, αλλ’ ο Θεός προαίρεσιν ζητεί μόνην και το πνεύμα πάσι παρέχει”.

 

 

 

 

ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΠΑΘΗ
Ανθρώπινα πάθη: η σπορά του μισόκαλου διαβόλου στις ψυχές των ανθρώπων. Η αιτία της απομάκρυνσης από το θείο δρόμο, η τόνωση του εγωισμού μας και τελικά η αιτία αποκοπής μας από το Χριστό.
Μεταπτωτικά ο άνθρωπος ενδύθηκε το χιτώνα των παθών, γιατί αρνήθηκε την ελευθεροποιό σύνδεσή του με το Θεό. Κι ο Πατέρας όλων μας, αντί να «αποκηρύξει» το δημιούργημά του, με άπειρη αγάπη το άφησε ελεύθερο να επιλέξει: η να αγωνιστεί για να πολεμήσει τα πάθη και να κερδίσει την αιώνια ευτυχία αυτόβουλα η να υποταχθεί σε αυτά και να χάσει την πνευματική του αυτονομία αποκρινόμενο από το Θεό.
Ο χριστιανός λοιπόν γνωρίζει πως το νόημα της ασκητικής στη ζωή του στην ουσία είναι μία προσπάθεια απαλλαγής από τα φθοροποιά πάθη κι ένας αγώνας αποτίναξης του ζυγού της αμαρτίας που καταπιέζει την ψυχή του. Γι’ αυτό και ο Ισαάκ ο Σύρος μας λέγει πως «ουδεμίαν των αρετών υψηλοτέρα της μετανοίας ότι ουδέ τελειωθήναι το έργον αυτής πώποτε».
Κάποτε, όταν ο σοφός και άγιος γέροντας Νήφωνας βρισκόταν στην εκκλησία της Θεοτόκου του Χαλκοπρατίου τον πλησίασε ένα πολύ ενάρετο παιδί που έτρεχε πάντοτε ακούραστο στις ιερές ακολουθίες.
– Πάτερ, τον ρώτησε, τι να κάνω για να κερδίσω τη σωτηρία;
– Εσύ, παιδάκι μου, είσαι μια αγνή ψυχή. Πως ζητάς να ακούσεις σωτήριο λόγο από ένα γέρο που σάπισε στην αμαρτία;
– Ο λόγος του Θεού, πάτερ, λέγει: «Επερώτησον τον πατέρα σου και αναγγείλει σοι». Γι’ αυτό κι εγώ ζητάω ν’ ακούσω από σένα έναν καλό λόγω. Μη με περιφρονήσεις, λοιπόν, εμένα τον ανάξιο.
– Τι σκέπτεσαι; να γίνεις μοναχός η να ευαρεστήσεις το Θεό ακολουθώντας τη συνηθισμένη ζωή; τον ρώτησε τότε ο άγιος.
– Σκέπτομαι, πάτερ, να γυμναστώ πρώτα μέσα στη ζωή και μετά ότι θέλει ο Θεός.
– Αν θέλεις, παιδί μου, να κατοικήσεις μέσα στους ανθρώπους, οφείλεις να προσέξεις τα εξής: να μην κατηγορείς κανέναν απολύτως, να μην κοροϊδεύεις, να μην οργίζεσαι, να μην περιφρονεί. Φυλάξου που να μη λες «ο τάδε ζει ενάρετα η ο δείνα άσωτα», διότι αυτό ακριβώς είναι το «μη κρίνετε». Όλους να τους βλέπεις με την ίδια διάθεση, με την ίδια σκέψη, με απλή καρδιά. Να τους δέχεσαι σαν το Χριστό. Μην ανοίξεις το αυτί σου σε άνθρωπο που κατακρίνει. Ούτε, πολύ περισσότερο, να ευχαριστιέσαι και να συμφωνείς με όσα λέγει. Αλλά να κρατάς το στόμα σου κλειστό. Να είσαι δηλαδή αργός στα λόγια και επιμελής στην προσευχή. Αλλά ούτε κι αυτόν που κατακρίνει να τον δικάσεις μέσα σου. Κάνει βέβαια κάτι κακό. Αλλά εσύ να βλέπεις τα δικά σου ελαττώματα και να κατηγορείς τον εαυτό σου μόνο.
– Αυτά που είπες, άγιε πάτερ, παρατήρησε το παιδί, είναι για τους φτασμένους αγωνιστές. Πως εγώ, όμως, ο μηδαμινός θα μπορέσω να φτάσω ως εκεί, για να ευαρεστήσω τον Θεό;
– Η νεότητα, παιδί μου, αν έχει ταπείνωση και αγνότητα, αρκεί. Δεν της ζητάει τίποτε άλλο ο Θεός. Γι’ αυτό παλικάρι μου να είσαι αγνός και ταπεινός. Βάζε τον εαυτό σου κάτω από όλους. Τότε πραγματικά θα ζεις συντροφιά με τον Χριστό.
Η παραπάνω αφήγηση αρκεί από μόνη της για να μας διδάξει ποιος είναι ακριβώς ο αγώνας μας και ποιες αρετές χρειάζονται, ώστε να βαδίσει ο καθένας από εμάς το δρόμο της αρετής. Δεν είναι όλα τούτα κούφια λόγια και κηρύγματα ηθικιστικά, αλλά αντίθετα αποτελούν επιστέγασμα μιας πατερικής σκέψης που δοκιμάστηκε αιώνες τώρα στα σπήλαια, στις ερήμους, στις ατελείωτες Ικεσίες και προσευχές των ανθρώπων προς τον Θεό.
Οι μοναχοί συνηθίζουν να λένε: «ας κάνουμε μιαν αρχή». Και η αρχή αυτή είναι η συνειδητοποίηση πως ανάγκη και προϋπόθεση θεϊκής ευτυχίας για τον άνθρωπο είναι ο εντοπισμός των παθών του και η βούληση να πολεμήσει ώστε να απαλλαγή από αυτά.
Αν ψάξουμε τον εαυτό μας ενδελεχώς θα διαπιστώσουμε λοιπόν αρχικά το ότι λίγο έως πολύ τα πάθη βασανίζουν την ψυχή μας. Η διαδικασία αυτή της αυτοκριτικής που θα οδηγήσει μερικώς προς την αυτογνωσία είναι επίπονη και δύσκολη προσπάθεια. Πέρα από τη δική μας θέληση, υπάρχει και η βοήθεια που ο Θεός αφειδώλευτα θα μας προσφέρει, εάν φυσικά του το ζητήσουμε. Η Θεία Χάρη Του δεν έρχεται σε εμάς εάν δεν του παραδοθούμε, εάν δεν προσευχηθούμε με θέρμη για να του πούμε με πλήρη επίγνωση και χωρίς υποκριτικές ωραιολογίες τα παρακάτω: « Θεέ μου, εγώ, ο αδύναμος άνθρωπος, το πλάσμα σου, το παιδί σου που αγαπάς όσο τίποτε άλλο από την κτίση, εγώ ο άμοιρος και ο ταλαιπωρημένος από την αμαρτία άνθρωπος, εξαιτίας της δικής μου επιθυμίας, εγώ, ο εγωιστής και αμαρτωλός χοϊκός άνθρωπος, που λόγω του άπειρου ελέους Σου ζω, αναπνέω και κινούμαι, εγώ, ο απειροελάχιστος, που δεν θα ήμουν τίποτε εάν εσύ δεν με αγαπούσες τόσο πολύ, εγώ, ο προσβαλλόμενος διαρκώς από την αμαρτία, Σου ζητώ λόγω του ελέους Σου μία μεγάλη χάρη: θέλω να με βοηθήσεις να σε πλησιάσω περισσότερο, να αγγίξω με τα μάτια της ψυχής μου έστω και το ελάχιστο του ιματίου Σου, θέλω να μου συμπαρασταθείς στον αγώνα που επιθυμώ να ξεκινήσω για να έλθω πιο κοντά Σου, θέλω να κενωθώ, να αδειάσω την ψυχή μου από την αμαρτία και να λευκοφορηθώ, να ενδυθώ την αρετή, τη δική Σου αρετή, θέλω να κοιτάξεις προς την πλευρά μου και εάν εσύ το νομίζεις, να στείλεις τη Χάρη Σου προς την πλευρά μου. Κι όχι μόνο για μένα. Χιλιάδες αδελφοί αγωνίζονται τον αγώνα αυτόν. Χιλιάδες άνθρωποι προσμένουν το αμέτρητο έλεός Σου.
Ελθέ και λύτρωσον ημάς από πάσης κακίας και θλίψεως.
Τείχισον ημάς αγίοις σου αγγέλοις.
Σε υμνούμεν, σε ευλογούμεν, Σοι ευχαριστούμενεν Κύριε,
και δεόμεθά Σου».
Η πρώτη μας προσπάθεια λοιπόν είναι ο εντοπισμός των παθών μας και η προσευχή προς το Θεό, ώστε να ενσταλάξει στην ψυχή μας και τη δική μας αλλά και όλων των ανθρώπων, τον πόθο του πολέμου κατά των παθών. Ο αόρατος πόλεμος με τη Χάρη του Θεού έχει ήδη αρχίσει.
Κλείνουμε τις εισαγωγικές αυτές σκέψεις μας δανειζόμενοι τα λόγια του σοφού γέροντα Σωφρονίου του Έσσεξ: «Ως συνειδητός αγώνας η άσκηση αποβαίνει στην εξέλιξή της επιστήμη, τέχνη, πνευματική καλλιέργεια. Αλλά όσο υψηλή και αν είναι η καλλιέργεια αυτής, εκ της ανθρωπίνης αυτής απόψεως έχει συμβατική αξία. Κάθε μορφή άσκησης – η νηστεία, η αγρυπνία, η εγκράτεια, ο βίος ο αυστηρός, η πτωχεία υπό τη μορφή της ακτημοσύνης και απουσία επιθυμίας κτήσεως, η υπακοή ως υπερνίκηση της εγωιστικής, ατομικής θελήσεως, ο ερημικός βίος ως αναζήτηση εσωτερικού καταφυγίου, όπου να μπορεί κάποιος να προσεύχεται “εν τω κρυπτώ”, η μελέτη του λόγου του Θεού, όχι υπό την εξωτερική έννοια, δηλαδή με στόχο την απόκτηση ακαδημαϊκής γνώσης, αλλά κατά τον τρόπο τον ποτίζοντα ολόκληρη την ύπαρξή μας δι’ εκείνου του πνεύματος της εν χάριτι ζωής και θεογνωσίας, το όποιο εμπεριέχεται εις την Αγίαν Γραφήν και τα έργα των Πατέρων, η σωφροσύνη ως υπερνίκηση των άλογων κινήσεων της σαρκός και εν γένει του σαρκικού φρονήματος δια της παραμονής εν τη μνήμη του Θεού, η ανδρεία, η μακροθυμία, η ταπείνωση, η συμπάθεια και η ευσπλαχνία, ως έκφραση της αγάπης προς το Θεό και τον πλησίον, η πίστη ως αυτούσια δήλωση αυτής της αγάπης – δύναται και οφείλει να είναι η λογική και ελεύθερη άσκηση του ανθρώπου, μέχρις ότου έλθει η τα πάντα στερούσα ενέργεια της Θείας Χάριτος να σφραγίσει τους ασκητικούς αγώνες. Κάθε μορφή άσκησης θα παραμένει ανθρώπινο μόνο έργο και κατά συνέπεια φθαρτό.
Επί τη βάσει των ανωτέρω το παν στην άσκησή μας έγκειται στην επίτευξη συμφωνίας της θέλησης και της ζωής μας με τη θέληση και τη ζωή του ιδίου του Θεού.
Η συμφωνία αυτή εκφράζεται και πραγματοποιείται κυρίως εν τη προσευχή και ως εκ τούτου η προσευχή αποτελεί την κορυφή όλων των ασκητικών εργασιών και το κέντρο από του οποίου κάθε άλλη ενέργεια αντλεί τη δύναμη και βρίσκει την επικύρωσή της. Η καλλιέργεια της ορθοδόξου ασκήσεως φτάνει στην υψηλότερη έκφραση της και τελειότητα δια μέσου της προσευχής… Η τελειότερη μορφή είναι η καλούμενη καθαρά προσευχή. Χάριν της αποκτήσεως αυτής ο χριστιανός ασκητής εγκαταλείπει πίσω του τα πάντα”.
Εισαγωγή κειμένων από το Βιβλίο :

ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΛΑΙΚΩΝ
Πρωτ. Κωνσταντίνος Ακριβόπουλος

© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Share Button