Ὁμιλία εἰς τὴν Δ΄ Κυριακή των Νηστειῶν. Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
Ἔχει θέμα τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀναγινώσκεται κατ’ αὐτὴν ὅπου γίνεται λόγος καὶ γιὰ τὴν ἐπιμέλεια τῶν ἐσωτερικῶν λογισμῶν
αρχείο λήψης (1)
1. Πολλές φορὲς ὡμίλησα πρὸς τὴν ἀγάπη σᾶς περὶ νηστείας καὶ προσευχῆς, ἰδιαιτέρως μάλιστα αὐτὲς τὶς ἱερὲς ἡμέρες· ἐναπέθεσα ἀκόμη στὶς φιλοθέες ἀκοὲς καὶ ψυχὲς σᾶς ποιὰ δῶρα προσφέρουν στοὺς ἐραστᾶς των καὶ πόσων ἀγαθῶν πρόξενοι γίνονται σ’ αὐτοὺς ποὺ τὶς ἀσκοῦν, πράγμα ποὺ ἐπιβεβαιώνεται γι’ αὐτὲς κυρίως ἀπὸ τὴν φωνὴ τοῦ Κυρίου ποὺ ἀναγινώσκεται σήμερα στὸ εὐαγγέλιο.
Ποιὰ δὲ εἶναι αὐτά; Εἶναι μεγάλα, τὰ μεγαλύτερα ὅλων θὰ ἐλέγαμε· διότι ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα μποροῦν νὰ παράσχουν καὶ ἐξουσία κατὰ πονηρῶν πνευμάτων, ὥστε νὰ τὰ ἐκβάλλσυν καὶ νὰ τὰ ἀπελαύνουν, καὶ τοὺς δαιμονισμένους νὰ τοὺς ἐλευθερώνουν ἀπὸ τὴν ἐπήρειά τους. Ὅταν πραγματικὰ οἱ μαθηταὶ εἶπαν πρὸς τὸν Κύριο περὶ τοῦ ἀλάλου καὶ κωφοῦ δαιμονίου, ὅτι «ἐμεῖς δὲν μπορέσαμε νὰ τὸ ἐκβάλωμε», εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὁ Κύριος· «τοῦτο τὸ γένος δὲν ἐκδιώκεται, παρὰ μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία».
2. Ίσως γι’ αὐτό, μετὰ τὴν προσευχὴ ἐπάνω στὸ ὅρος καὶ τὴν κατ’ αὐτὴν ἐμφάνισι τῆς θεϊκῆς αὐγῆς, κατέβηκε ἀμέσως καὶ ἦλθε στὸν τόπο, ὅπου εὑρισκόταν ὁ κατεχόμενος ἀπὸ τὸν δαίμονα ἐκεῖνον. Λέγει δηλαδὴ ὅτι, ἀφοῦ παρέλαβε τοὺς ἐγκρίτους μαθητᾶς, ἀνέβηκε στὸ ὅρος νὰ προσευχηθῆ καὶ ἔλαμψε σὰν ὁ ἥλιος, καὶ ἰδοὺ ἐφάνηκαν νὰ συνομιλοῦν μὲ αὐτὸν ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας, οἱ ἄνδρες ποὺ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον ἄσκησαν τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία, δεικνύοντας καὶ διὰ τῆς παρουσίας των στὴν προσευχὴ τὴν συμφωνία καὶ ἐναρμόνισι μεταξὺ προσευχῆς καὶ νηστείας, ὥστε κατὰ κάποιον τρόπο ἡ νηστεία νὰ συνομιλῆ μὲ τὴν προσευχὴ ὀμιλώντας πρὸς τὸν Κύριο. Ἐὰν ἡ φωνὴ αἵματος τοῦ φονευθέντος Ἄβελ βοᾶ πρὸς τὸν Κύριο, καθὼς λέγει αὐτὸς πρὸς τὸν Κάιν, ὅπως ἐμάθαμε ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Μωυσέως, πάντως καὶ ὅλα τα μέρη καὶ μέλη τοῦ σώματος, κακοπαθούντα μὲ τὴν νηστεία, θὰ βοήσουν πρὸς τὸν Κύριο καί, συνομιλώντας μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ νηστεύοντος καὶ περίπου συμπροσευχόμενα, δικαίως θὰ τὴν καταστήσουν εὐπροσδεκτικώτερη καὶ θὰ δικαιώσουν αὐτὸν ποὺ ὑφίσταται ἑκουσίως τὸν κόπο τῆς νηστείας. Μετὰ λοιπὸν τὴν προσευχὴ καὶ τὴν κατὰ θεῖο τρόπο λάμψι, ἀφοῦ ὁ Κύριος κατέβηκε ἀπὸ τὸ ὅρος, ἔρχεται πρὸς τὸν ὄχλο καὶ τοὺς μαθητᾶς, στοὺς ὁποίους ὠδηγήθηκε ἐκεῖνος ὁ κατειλημμένος ἀπὸ τὸ δαιμόνιο, ὥστε, ὅπως ἔδειξε ἐπάνω στὸ ὅρος ὅτι ἐκεῖνο ἦταν βραβεῖο νηστείας καὶ προσευχῆς, ὄχι μόνο μεγάλο ἀλλὰ καὶ ἐπάνω ἀπὸ τὸ μεγάλο (πραγματικὰ ἔδειξε ὅτι ἡ θεία λαμπρότης ὑπῆρξε ἄθλον αὐτῶν), ἔτσι, ἀφοῦ κατεβῆ, θὰ ἐπιδείξη ὅτι ἔπαθλο τούτων εἶναι καὶ ἡ ἰσχὺς κατὰ τῶν δαιμόνων.
3. Αλλά, ἐπειδὴ κατὰ τὴν παροῦσα Κυριακή των ἱερῶν νηστειῶν εἶναι συνήθεια ν’ ἀναγινώσκεται στὴν ἐκκλησία ἡ διήγησις περὶ τοῦ θαύματος τούτου, ἃς ἐξετάσωμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅλη τὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ τὸ περιγράφει. Μόλις λοιπὸν ἦλθε ὁ Ἰησοῦς πρὸς τοὺς μαθητᾶς καὶ τοὺς παρευρισκομένους μὲ αὐτοὺς κι’ ἐρώτησε, τί συζητεῖτε, κάποιος ἀπὸ τὸ πλῆθος εἶπε· «διδάσκαλε, ἔφερα σὲ σένα τὸν υἱό μου ποὺ ἔχει πνεῦμα ἄλαλο καὶ ὅπου τὸν καταλάβη, τὸν συγκλονίζει καὶ αὐτὸς ἀφρίζει καὶ τρίζει τὰ δόντια του καὶ ξηραίνεται».

4. Πώς λοιπὸν ἄφριζε αὐτὸς κι’ ἔτριζε τὰ δόντια κι’ ἐξηραινόταν; Τοῦ δαιμονισμένου πάσχει πρῶτο καὶ περισσότερο ἀπὸ ὅλα τα μόρια τοῦ σώματος ὁ ἐγκέφαλος· διότι ὁ δαίμων χρησιμοποιεῖ ὡς ὄχημα τὸ ψυχικὸ πνεῦμα ποὺ εὑρίσκεται σ’ αὐτὸν καὶ ἀπὸ αὐτὸ σὰν ἀκρόπολι καταδυναστεύει ὅλο το σῶμα. Ὅταν δὲ πάσχη ὁ ἐγκέφαλος, ἀφήνεται ἀπὸ ἐκεῖ μιὰ ροὴ πρὸς τὰ νευρὰ καὶ τοὺς μῦς τοῦ σώματος ἀφρώδης καὶ φλεγματώδης, ποὺ φράσσει τὶς διεξόδους τοῦ ψυχικοῦ πνεύματος· καὶ ἀπὸ αὐτὸ προκαλεῖται κλονισμὸς καὶ ρῆξις καὶ ἀκουσία κίνησις σὲ ὅλα τα αὐτόβουλα μόρια, μάλιστα δὲ στὶς γνάθους, ποὺ πλησιάζουν περισσότερο στὸ μόριο ποὺ ἔπαθε πρῶτο. Καθὼς τὸ ὑγρὸ ρέει περισσότερο πρὸς τὸ στόμα λόγω τῆς χωρητικότητος τῶν πόρων καὶ τῆς ἐγγύτητος πρὸς τὸν ἐγκέφαλο, ἐπειδὴ ἐξ αἰτίας τῆς ἄτακτης κινήσεως τῶν ὀργάνων ἡ ἀναπνοὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἐκπνευσθῆ ἀθρόα, ἀλλὰ καὶ ἀνακατεύεται μὲ τὸ πλῆθος τοῦ ὑγροῦ, δημιουργεῖται στοὺς πάσχοντας ἀφρός. Ἔτσι ὁ δαίμων ἐκεῖνος ἄφριζε καὶ ἔτριζε τὰ δόντια, ποὺ προσέκρουαν μεταξύ τους φοβερὰ κι ἕσφιγγαν μὲ μανία. Ἐξηραινόταν δὲ ἔπειτα ἀπὸ τὴν σφοδροτέρα ἐπήρεια τοῦ δαιμονίου. Ὅπως οἱ ἀτμοὶ ποὺ κινοῦνται ἀπὸ τὴν θέρμη τῆς ἡλιακῆς ἀκτίνος, ἂν αὐτὴ εἶναι σφοδροτέρα, πάλι ἀφανίζονται ἀπὸ αὐτὴν διασκορπιζόμενοι τελείως, ἔτσι καὶ ἡ ὑγρότης ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ σπλάγχνα μὲ τὴν ἐπήρεια τοῦ δαίμονος, ἂν αὐτὴ εἶναι σφοδρότερα, σὲ λίγο δαπανᾶται καὶ ἡ ἔμφυτη ὑγρασία τῆς σάρκας κι ἐκεῖνος ὁ δαιμονισμένος καταξηραίνεται.
5. Ο πατέρας τοῦ δαιμονισμένου προσέθεσε πρὸς τὸν Κύριο, ὅτι εἶπε στοὺς μαθητᾶς νὰ τὸ ἐκβάλουν καὶ δὲν κατώρθωσαν· ὁ δὲ Κύριος, ἀποτεινόμενος ὄχι πρὸς αὐτὸν ἀλλὰ καὶ πρὸς ὅλους, λέγει, «ὢ γενεὰ ἄπιστη, ἕως πότε θὰ εἶμαι μέ σας, ἕως πότε θὰ σᾶς ἀνεχθῶ;». Μοῦ φαίνεται ὅτι οἱ παρόντες τότε Ἰουδαῖοι, λαμβάνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν μπόρεσαν νὰ ἐκβάλουν τὸν δαίμονα οἱ μαθηταί, θὰ ἐβλασφήμησαν κάπως. Τί δὲν θὰ ἔλεγαν, ἀφοῦ εὐρήκαν ἀφορμή, αὐτοὶ πού, καὶ ὅταν ἐτελοῦνταν θαύματα, δὲν ἄφηναν τὶς βλασφημίες; Γνωρίζοντας λοιπὸν ὁ Κύριος τους γογγυσμοὺς καὶ τοὺς ὀνειδισμοὺς τούτων, τοὺς ἐξελέγχει καὶ τοὺς καταισχύνει, ὄχι μόνο μὲ λόγους ἐπιτιμητικούς, ἀλλὰ καὶ μὲ πράξεις καὶ λόγια γεμάτα φιλανθρωπία.
Πραγματικὰ προστάσσει, φέρετε τὸν ἐδῶ σ’ ἐμένα, καὶ τὸν ἔφεραν, καὶ μόλις τὸ δαιμόνιο εἶδε τὸν Κύριο ἐσπάραξε τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔπεσε κι ἐκυλιόταν ἀφρίζοντας· διότι τοῦ ἐπιτρεπόταν νὰ καταστήση φανερὰ τὴν κακία του.
6. Ο δὲ Κύριος ἐρώτησε τὸν πατέρα τοῦ παιδιοῦ, «ἀπὸ πόσον χρόνο τοῦ συνέβηκε τοῦτο;». Αὐτὴν τὴν ἐρώτησι τὴν κάμει ὁ Κύριος, γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήση πρὸς τὴν πίστι καὶ τὴν μὲ πίστι παράκλησι. Τόσο ἀπεῖχε ἀπὸ τὴν πίστι ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὥστε νὰ μὴ παρακαλῆ οὔτε ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τοῦ παιδιοῦ. Γι’ αὐτὸ δὲν παρακάλεσε καθόλου οὔτε τοὺς μαθητᾶς· «τοὺς εἶπα», λέγει, «νὰ τὸν ἐκβάλουν»· δὲν ἐγονάτισε, δὲν ἱκέτευσε, δὲν παρακάλεσε. Ἀλλὰ δὲν φαίνεται οὔτε τὸν Κύριο νὰ παρακάλεσε ἀκόμη. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος, ἀφήνοντας τὸ παιδὶ ποὺ ἦταν ἐλεεινῶς ξαπλωμένο ἐμπρὸς στὰ μάτια του, συζητεῖ μ’ ἐκεῖνον, ἐρωτώντας τὸν χρόνο τοῦ πάθους καὶ προκαλώντας τὸν πρὸς τὴν παράκλησι. Αὐτὸς δὲ ἀποκρίνεται ὅτι τοῦ συμβαίνει ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία καὶ ὅτι πολλὲς φορὲς τὸν ἔβαλε στὴ φωτιὰ καὶ στὰ ὕδατα, γιὰ νὰ τὸν ἀφανίση, καὶ προσθέτει· «ἀλλ’ ἂν μπὸ-ρής, λυπήσου μας καὶ βοήθησέ μας».
7. Βλέπετε, πόση εἶναι ἡ ἀπιστία τοῦ ἀνθρώπου; Διότι αὐτὸς ποὺ λέγει, ‘ἂν μπορῆς’, φυσικὰ φανερώνει ὅτι δὲν πιστεύει ὅτι μπορεῖ ὁ ἄλλος. Ὁ δὲ Κύριος εἶπε, «ἂν μπορῆς νὰ πιστεύσης, ὅλα εἶναι δυνατὰ στὸν πιστεύοντα»· τὸ λέγει δὲ τοῦτο ὄχι ἀγνοώντας τὴν ἀπιστία ἐκείνου, ἀλλὰ προβιβάζοντας τὸν βαθμιαίως στὴν πίστι καὶ συγχρόνως δεικνύοντας ὅτι αἰτία ποὺ δὲν ἔβγαλαν οἱ μαθηταὶ τὸν δαίμονα εἶναι ἡ ἀπιστία του. Πρόσεξε δὲ τὸν εὐαγγελιστή· δὲν λέγει ὅτι ὁ Κύριος εἶπε πρὸς τὸν πατέρα τοῦ παιδιοῦ «ἂν μπορῆς νὰ πιστεύσης», διότι πάντοτε ὁ Κύριος ἀπαιτεῖ τὴν πίστι ἀπὸ τοὺς ζητοῦντας τὶς θεραπεῖες· ἀφοῦ ἦταν δεσπότης καὶ κηδεμὼν καὶ τῶν ψυχῶν, ἐφρόντιζε νὰ θεραπευθοῦν κι’ αὐτὲς διὰ τῆς πίστεως· ἀλλ’ ἐκεῖνος ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ, μόλις ἄκουσε ὅτι στὴν πίστι τοῦ ἀκολουθεῖ ἡ ἴασις, ἔλεγε μὲ δάκρυα· «πιστεύω, Κύριε, βοήθησε τὴν ἀπιστία μου». Βλέπετε ἀρίστη προκοπὴ ἠθῶν; Διότι ὄχι μόνο ἐπίστευσε περὶ τῆς θεραπείας τοῦ παιδιοῦ, ἀλλ’ ὅτι ὁ Κύριος μπορεῖ νὰ κατανικήση καὶ τὴν ἀπιστία του, ἂν θελήση. Ἐνῶ δὲ ὁ ὄχλος ἐπάνω σ’ αὐτὰ τὰ λόγια συνέρρεε, ἐπετίμησε, λέγει, ὁ Κύριος το ἀκάθαρτο πνεῦμα, λέγοντάς του· «τὸ ἄλαλο καὶ κωφὸ πνεῦμα, ἐγὼ σὲ διατάσσω, ἔξελθε ἀπὸ αὐτὸν καὶ νὰ μὴ εἰσέλθης ποτὲ πάλι σ’ αὐτόν».
8. Το δαιμόνιο τοῦτο φαίνεται ὅτι εἶναι φοβερώτατο καὶ θρασύτατο· τὴν δὲ θρασύτητά του ἀποδεικνύει ἡ σφοδρότης τῆς ἐπιτιμήσεως καὶ ἡ παραγγελία νὰ μὴ εἰσέλθη ἄλλη φορᾶ πλέον διότι, ὅπως φαίνεται, χωρὶς τὴν παραγγελία αὐτὴ μποροῦσε νὰ ἐπιστρέψη πάλι μετὰ τὴν ἐκβολή. Ἐξ ἄλλου εἶχε κατεξουσιάσει σὲ μεγάλη ἔκτασι τὸν ἄνθρωπο, ἦταν δυσκολοαπόσπαστο, ἔμενε κωφὸ καὶ ἄλαλο, ὥστε νὰ μὴ ἐπαρκῆ ἡ φύσις νὰ ἐξυπηρετῆ τὴν ὑπερβολική του μανία, γι’ αὐτὸ καὶ εἶχε καταντήσει τελείως ἀναίσθητη, διότι λέγει, «ἀφοῦ ἔκραξε καὶ τὸν ἐσπάραξε δυνατά, ἐξῆλθε· ὁ δὲ ἄνθρωπος ἔγινε σὰν νεκρός, ὥστε πολλοὶ νὰ λέγουν ὅτι ἀπέθανε». Ἡ δὲ κραυγὴ δὲν ἀντίκειται πρὸς τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ δαιμόνιο ἦταν ἄλαλο· διότι ἡ μὲν λαλιὰ εἶναι φωνὴ σημαντικὴ κάποιας ἐννοίας, ἡ δὲ κραυγὴ εἶναι ἄσημη φωνή. Ἀφήνεται δὲ τὸ δαιμόνιο νὰ σπαράξη τὸν ἄνθρωπο τόσο πολὺ καὶ νὰ τὸν καταστήση σὰν νεκρό, γιὰ νὰ φανερωθῆ ὅλη ἡ κακία του. Ὁ Κύριος λοιπόν, πιάνοντας τὸ χέρι τοῦ ἀνθρώπου, τὸν ἀνήγειρε, ὥστε ἐσηκώθηκε, δεικνύοντας ἔτσι ὅτι ἔχει πολλὴ ἐνέργεια· τὸ ὅτι τὸν ἐπίασε ἀπὸ τὸ χέρι ἦταν ἐκδήλωσις τῆς κτιστῆς ἰδικῆς μᾶς ἐνεργείας, τὸ δὲ ὅτι τὸν ἀνέστησε ἀπηλλαγμένο ἀπὸ πάθη ἦταν ἐκδήλωσις τῆς ἄκτιστης καὶ θείας καὶ ζωαρχικὴς ἐνεργείας.
9. Όταν δὲ ἔπειτα οἱ μαθηταὶ ἐρώτησαν ἰδιαιτέρως, «γιατί ἐμεῖς δὲν μπορέσαμε νὰ τὸ βγάλωμε;», εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὅτι τοῦτο τὸ δαιμόνιο «δὲν μπορεῖ νὰ ἐξέλθη μὲ τίποτε ἄλλο, πλὴν τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νηστείας». Λέγουν λοιπὸν μερικοὶ ὅτι αὐτὴ ἡ προσευχὴ καὶ ἡ νηστεία πρέπει νὰ γίνονται ἀπὸ τὸν πάσχοντα· δὲν εἶναι ὅμως σωστὸ αὐτό, διότι ὁ ἐνεργούμενος ἀπὸ πονηρὸ πνεῦμα, καὶ μάλιστα τόσο φοβερό, ἀφοῦ εἶναι ὄργανο ἐκείνου καὶ καταδυναστεύεται ἀπὸ ἐκεῖνο, πῶς θὰ μποροῦσε νὰ προσευχηθῆ ἢ νηστεύση ἐπωφελῶς γιὰ τὸν ἑαυτό του;
10. Φαίνεται ὅτι τὸ δεινότατο τοῦτο δαιμόνιο εἶναι τῆς ἀκολασίας, ἀφοῦ ἄλλοτε μὲν ρίπτει τὸν κατειλημμένο στὴ φωτιὰ (διότι τέτοιοι εἶναι οἱ ἀλλόκοτοι καὶ ἀναίσθητοι ἔρωτες), ἄλλοτε δὲ τὸν βυθίζει στὰ ὕδατα διὰ τῆς ἀδηφαγίας καὶ τῶν ἀμέτρων καὶ ἀφθόνων πότων καὶ συμποσίων. Εἶναι δὲ καὶ σ’ αὐτοὺς κωφὸ καὶ ἄλαλό το δαιμόνιο τοῦτο, διότι αὐτὸς ποὺ πείθεται στὶς ὑποβολὲς τοιούτου δαιμονίου δὲν ὑποφέρει εὔκολα ν’ ἀκούη καὶ νὰ λαλῆ τὰ θεία. Ἀλλ’ ὅμως ὅταν κανεὶς δὲν ἔχη ἐνοικισμένο τὸ πονηρὸ αὐτὸ πνεῦμα, ἀλλὰ φέρεται ἀπὸ τὶς ὑποβολὲς ἐκείνου, ὅταν ἀνασηκωθῆ πρὸς ἐπιστροφὴ (διότι ἔχει τὸ αὐτεξούσιο), χρειάζεται προσευχὴ καὶ νηστεία, ὥστε μὲ τὴν νηστεία μὲν νὰ χαλινώση τὸ σῶμα καὶ καταστείλη τὶς ἐπαναστάσεις του, διὰ τῆς προσευχῆς δὲ νὰ ἀδρανοποιήση καὶ κατευνάση τὶς προλήψεις τῆς ψυχῆς καὶ τοὺς λογισμοὺς ποὺ ἐρεθίζουν πρὸς τὸ πάθος· κι ἔτσι, ἀπελαύνοντας μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία τὴν σατανικὴ προσβολὴ καὶ ἐπήρεια, νὰ κυριαρχήση τὸ πάθος. Ὅταν ὅμως δὲν ἐνεργῆται ἁπλῶς ἀπὸ τὴν ὑποβολὴ τοῦ δαίμονος, ἀλλ’ ἔχει ἔνοικο τὸν ἴδιον τὸν δαίμονα, οὔτε κατὰ τὰ ἀνθρώπινα πλέον πάσχει οὔτε ὁ ἴδιος μπορεῖ νὰ πράξη κάτι πρὸς θεραπεία του, ἀλλ’ ὅ,τι θὰ ἔπραττε ἐκεῖνος, ἂν εἶχε ἐλεύθερο νοῦ, τοῦτο, πραττόμενο ὑπὲρ αὐτοῦ ἀπὸ τοὺς ἐλευθέρους, καὶ μάλιστα κατόχους θείου Πνεύματος, θὰ συντέλεση μεγάλως πρὸς τὴν ἐκβολὴ τοῦ δαίμονος.
11. Αλλά βέβαια δὲν μᾶς ζητεῖται ν’ ἀπελαύνωμε δαίμονας, καὶ ἂν μπορέσωμε ν’ ἀπελάσουμε, κανένα ὄφελος δὲν θὰ προέλθη γιὰ μᾶς, ἂν ἔχωμε ἀκατάστατο βίο. Διότι, λέγει, «πολλοὶ θὰ μοῦ εἰποῦν ἐκείνη τὴν ἡμέρα· Κύριε, δὲν ἐπροφητεύσαμε στὸ ὄνομά σου καὶ δὲν ἐκβάλαμε δαιμόνια στ’ ὄνομά σου; Καὶ θὰ τοὺς ἀπαντήσω· δὲν σᾶς γνωρίζω, ἀπομακρυνθῆτε ἀπὸ κοντά μου ὅσοι ἐργάζεσθε τὴν ἀνομία». Ἑπομένως πολὺ ἐπωφελέστερο εἶναι νὰ σπεύσωμε ν’ ἀπελάσωμε τὸ πάθος τῆς πορνείας καὶ τῆς ὀργῆς, τοῦ μίσους καὶ τῆς ὑπερηφανείας, ἀπὸ τὸ νὰ ἐκβάλλωμε δαιμόνια. Πραγματικά, δὲν ἀρκεῖ μόνο ν’ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴ σωματικὴ ἁμαρτία, ἀλλὰ πρέπει νὰ καθάρωμε καὶ τὴν ἐνέργεια ποὺ οἰκουρεῖ μέσα στὴν ψυχή. Διότι οἱ κακοὶ διαλογισμοὶ ἐκπορεύονται ἀπὸ τὴν καρδιά μας, μοιχεῖες, πορνεῖες, φόνοι, κλοπές, πλεονεξίες καὶ τὰ παρόμοια (αὐτὰ δὲ εἶναι ποὺ κινοῦν τὸν ἄνθρωπο), καὶ «αὐτὸς ποὺ κυττάζει γυναίκα μὲ πόθο, ἤδη τὴν ἐμοίχευσε στὴν καρδιά του». Ὅταν ἄπρακτή το σῶμα εἶναι δυνατὸ νὰ ἐνεργῆται ἡ ἁμαρτία νοερῶς· ὅταν δὲ ἡ ψυχὴ ἀποκρούη ἐσωτερικῶς τὴν προσβολὴ τοῦ πονηροῦ διὰ προσευχῆς καὶ προσοχῆς καὶ μνήμης θανάτου, διὰ τῆς κατὰ τὸν Θεὸ λύπης καὶ τοῦ πένθους, τότε τῆς ἁγιωσύνης συμμετέχει καὶ τὸ σῶμα, ἀποκτώντας τὴν ἀπραξία στὰ κακά. Κι αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ Κύριος ὅτι αὐτὸς ποὺ ἐκαθάρισε τὸ ἀπ’ ἔξω του ποτηριοῦ, δὲν ἐκαθάρισε καὶ τὸ ἐσωτερικό, ἀλλὰ καθαρίσατε τὸ ἐσωτερικό του ποτηριοῦ, κι ἔτσι θὰ εἶναι καθαρὸ ὁλόκληρο.
Πραγματικὰ καταβάλλοντας κάθε φροντίδα ὥστε νὰ εἶναι κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἡ ἐσωτερική σου ἐργασία, θὰ νικήσης τὰ ἐξωτερικὰ πάθη· διότι ἐὰν ἡ ρίζα εἶναι ἁγία καὶ οἱ κλάδοι θὰ εἶναι ἅγιοι, ἐὰν εἶναι ἡ ζύμη, θὰ εἶναι καὶ τὸ φύραμα. «Νὰ περιπατῆτε κατὰ τὸ πνεῦμα», λέγει ὁ Παῦλος, «καὶ νὰ μὴ ἐκτελῆτε ἐπιθυμία σαρκός».
12. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς δὲν κατήργησε τὴν Ἰουδαϊκὴ περιτομή, ἀλλὰ τὴν ἐτελείωσε· διότι αὐτὸς εἶναι ποὺ λέγει, «δὲν ἦλθα νὰ καταλύσω τὸν νόμο, ἀλλὰ νὰ τὸν συμπληρώσω». Πῶς λοιπὸν τὸν συμπλήρωσε; Ὁ νόμος ἐκεῖνος ἦταν σφραγὶς καὶ ὑπόδειγμα καὶ συμβολικὴ διδαχὴ περὶ τῆς περιτομῆς τῶν πονηρῶν λογισμῶν στὴν καρδιά. Οἱ Ἰουδαῖοι ποὺ δὲν ἐφρόντιζαν γι’ αὐτὴν ὠνειδίζονταν ἀπὸ τοὺς προφῆτες ὡς ἀπερίτμητοι στὴν καρδιά, ἐμισοῦνταν ἀπὸ τὸν βλέποντα στὴν καρδιὰ καὶ στὸ τέλος ἔγιναν ἀπόβλητοι· διότι ὁ ἄνθρωπος βλέπει στὸ πρόσωπο, ὁ Θεὸς στὴν καρδιά, κι ἐὰν αὐτὴ εἶναι γεμάτη ρυπαροὺς ἢ πονηροὺς λογισμούς, ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος γίνεται ἄξιος θείας ἀποστροφῆς. Γι’ αὐτὸ πάλι ὁ ἀπόστολος παραινεῖ νὰ κάμωμε τὶς εὐχὲς χωρὶς ὀργὴ καὶ διαλογισμούς.
13. Όταν δὲ ὁ Κύριος μας διδάσκη νὰ φροντίσωμε γιὰ τὴν πνευματικὴ περιτομὴ τῆς καρδιᾶς, μακαρίζει τοὺς καθαροὺς στὴν καρδιὰ καὶ τοὺς πτωχοὺς στὸ πνεῦμα καὶ τῆς μὲν καθαρότητος αὐτῆς τονίζει ὅτι ἔπαθλο εἶναι ἡ θεοπτία, στοὺς πτωχοὺς δὲ ὑπόσχεται τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν· πτωχοὺς δὲ λέγει αὐτοὺς ποὺ ζοῦν σὲ ἔνδεια καὶ εὐτέλεια. Δὲν μακαρίζει δὲ ἁπλῶς τοὺς τοιούτους ἀνθρώπους, ἀλλὰ τοὺς κατὰ τὸ φρόνημα τοιούτους, δηλαδὴ αὐτοὺς πού, ἐξ αἰτίας τῆς ἐσωτερικῆς στὴν καρδιὰ ταπεινώσεως καὶ ἀγαθῆς προαιρέσεως, διαθέτουν ἀναλόγως καὶ τὰ ἐξωτερικά. Ἀπαγορεύει δὲ ὄχι μόνο τὸν φόνο, ἀλλὰ καὶ τὴν ὀργή, καὶ προτάσσει νὰ συγχωροῦμε ἀπὸ καρδιὰ αὐτοὺς ποὺ μᾶς πταίουν καὶ δὲν δέχεται τὸ προσφερόμενο ἀπὸ μᾶς δῶρο, ἂν δὲν συνδιαλλαγοῦμε προηγουμένως κι ἀφήσωμε τὴν ὀργή.
14. Το ἴδιο διδάσκει καὶ γιὰ τὰ πορνικὰ πάθη· διότι καὶ αὐτὴν τὴν ἀπὸ περιέργεια θέα καὶ τὴν ἀπὸ αὐτὴν ἐπιθυμία ἐδίδαξε ὅτι εἶναι μοιχεία στὴν καρδιά· καὶ ἐξετάζοντας αὐτὰ τὰ θέματα γενικώτερα λέγει, ἐὰν τὸ φῶς ποὺ ἔχης μέσα σου, δηλαδὴ ὁ νοῦς καὶ ἡ διάνοια, εἶναι σκότος, γεμάτα ἀπὸ τὶς ἀφώτιστες προσβολὲς τῶν ἀρχόντων τοῦ σκότους, πόσο μᾶλλον τὸ σκότος, δηλαδὴ τὸ σῶμα καὶ ἡ αἴσθησις, τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν δικό τους νοερὸ φέγγος, γεννητικὸ ἀληθείας καὶ ἀπαθείας; Ἐὰν δὲ τὸ μέσα σου φῶς εἶναι καθαρό, σὲ περίπτωσι ποὺ δὲν σκοτίζουν τὰ σαρκικὰ φρονήματα, θὰ εἶσαι τελείως φωτεινὸς κατὰ τὴν ψυχή, ὅπως ὅταν σὲ φωτίζη τὸ λυχνάρι μὲ τὴν λάμψι του. Τέτοια εἶναι ἡ περιτομὴ τῆς καρδίας κατὰ τὸ πνεῦμα, διὰ τῆς ὁποίας ὁ Κύριος συμπλήρωσε τὴν κατὰ τὸν νόμο περιτομὴ στὴν σάρκα, ποὺ ἐδόθηκε στοὺς Ἰουδαίους, γιὰ νὰ ὑποσημαίνη ἐκείνην καὶ νὰ ὁδηγῆ πρὸς ἐκείνην. Ἐπειδὴ δὲ αὐτοὶ δὲν ἐφρόντισαν νὰ τὴν ἀποκτήσουν, ἡ περιτομή τους, ὅπως λέγει ὁ Παῦλος, ἔγινε ἀκροβυστία καὶ ἀποξενώθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ ποὺ δὲν βλέπει στὸ πρόσωπο, δηλαδὴ στὰ φανερὰ δικαιώματα τῆς σαρκός, ἀλλὰ στὴν καρδιά, δηλαδὴ στὰ ἀφανῆ καὶ μέσα μας κινήματα τῶν λογισμῶν.
15. Ας προσέχωμε λοιπὸν κι ἐμεῖς, ἀδελφοί, παρακαλῶ, κι ἃς καθαρίσωμε τὶς καρδιές μας ἀπὸ κάθε μολυσμό, γιὰ νὰ μὴ συμπαρασυρθοῦμε μ’ ἐκείνους ποὺ κατακρίθηκαν. Ἂν ὁ νόμος ποὺ ἐκτέθηκε διὰ τοῦ Μωυσέως «ἐπιβεβαιώθηκε καὶ κάθε παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβε δικαία ἀνταπόδοσι, πῶς θὰ ξεφύγωμε ἐμεῖς ποὺ ἀμελήσαμε γιὰ τὴν σωτηρία μας, ἡ ὁποία ἀρχίζοντας νὰ διακηρύσσεται ἀπὸ τὸν Κύριο διαβιβάσθηκε πρὸς ἐμᾶς ἐγκύρως ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἄκουσαν, ἐνῶ ὁ Θεὸς συνεπεκύρωνε μὲ σημεῖα καὶ τέρατα καὶ ποικίλες δυνάμεις καὶ μὲ διαμερισμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος;». Ἃς φοβηθοῦμε λοιπὸν τὸν διερευνώντα καρδιὰ καὶ νεφρούς· ἃς ἐξιλεώσωμε τὸν Κύριό των ἐκδικήσεων· ἃς βάλωμε μέσα μας ἔνοικο τὴν εἰρήνη, τὸν ἁγιασμό, τὴν προσευχὴ μὲ κατάνυξι, χωρὶς τὰ ὁποῖα κανεὶς δὲν θὰ ἰδῆ τὸν Κύριο· ἃς ποθήσωμε γεμάτοι πίστι τὴν ὑπεσχημένη ἐκείνη στοὺς καθαροὺς στὴν καρδιὰ θέα, καὶ ἃς πράξωμε τὰ πάντα, γιὰ νὰ ἐπιτύχωμε αὐτήν, μὲ τὴν ὁποία μαζὶ εἶναι ἡ αἰωνία ζωή, τὸ ἄφθαρτο κάλλος, ὁ ἀδαπάνητος πλοῦτος, ἡ ἀναλλοίωτη καὶ ἀπέραντη τρυφὴ καὶ δόξα καὶ βασιλεία.
16. Αὐτά εἴθε νὰ ἐπιτύχωμε ὅλοι ἐμεῖς σ’ αὐτὸν τὸν βασιλέα τῶν αἰώνων Χριστό· στὸν ὁποῖο μόνο πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ πνεῦμα, στοὺς ἀπεράντους αἰῶνες. Γένοιτο.

Share Button