Γέροντας Σωφρόνιος : Περί μετανοίας και πνευματικού πολέμου
Το σύνολο της επίγειας ζωής μας, από τη γέννηση μέχρι την τελευταία αναπνοή μας, τελικά θα μοιάσει με μια περιεκτική πράξη. Το περιεχόμενο και η ποιότητα της θα φανεί σαν μια λάμψη. Φανταστείτε ένα ποτήρι από το καθαρότερο κρύσταλλο γεμάτο νερό. Μια ματιά είναι αρκετή να μας πει αν το νερό είναι καθαρό ή όχι. Το ίδιο θα συμβεί και μ’ εμάς, όταν θα πάμε σε άλλη σφαίρα. Η πιο ταχύτερη αντίδραση της καρδιάς μας ή του νου μας αφήνει το στίγμα της στο σύνολο της ζωής μας. …; Μέχρις ότου αποβάλω την ιδέα από την καρδιά μου με μια πράξη μετάνοιας αυτή θα μένει μαζί μου σαν μια μαύρη κηλίδα, χωρίς να μπορεί να κρυφτεί.
Όταν μετανοούμε κατηγορώντας αποκλειστικά τον εαυτό μας μπροστά σε Θεό και ανθρώπους, καθαριζόμαστε εσωτερικά. Το νερό στο ποτήρι καθαρίζεται αφού περάσει από πνευματικό φίλτρο τη μετάνοια. Έτσι όταν εξομολογούμαι κατηγορώ τον εαυτό μου για κάθε κακό, γιατί δεν υπάρχει αμαρτία σ’ όλο τον κόσμο για την οποία δεν είμαι ένοχος έστω και για δευτερόλεπτο. …; Και αν για μια μόνο στιγμή κρατήθηκα από μια κακή σκέψη, ποιος εγγυάται ότι αυτή η στιγμή δεν θα μεταβληθεί σε αιωνιότητα;
Να γνωρίζουμε ότι πριν την δημιουργία του κόσμου προοριζόμαστε για την τελειότητα. Το να μειώνουμε το προσωπικό σχέδιο του Θεού για μας δεν είναι μόνο σφάλμα, αποτελεί αμαρτία. …; Η ψυχή αγωνίζεται να προσευχηθεί για τον κόσμο, αλλά όμως η προσευχή ποτέ δεν θα επιτύχει σε όλη την έκταση το σκοπό της αφού τίποτα και κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει τον άνθρωπο από την ελευθερία του να υποχωρήσει στο κακό να διαλέξει το σκοτάδι από το φως.
Την επέμβαση του Θεού στην προσωπική μας ζωή την ονομάζουμε πρόνοια. Αυτή η πρόνοια δεν είναι σαν την ειδωλολατρική τύχη· πράγματι στις κρίσιμες στιγμές εμείς παίρνουμε την απόφαση, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο. …; Βέβαια ότι και να διαλέξουμε ο πόνος είναι αναπόφευκτος. Όταν όμως ακολουθήσουμε τον δρόμο του Θεού η θυσία μας θα μοιάσει με την θυσία του Χριστού.
Η κυριότητα πάνω στην επιθυμία μας να εξουσιάζουμε τους άλλους είναι ένα πολύ ενδιαφέρον στάδιο, που αμέσως ακολουθείται από την τάση να λυπόμαστε όταν μειώνουμε τον αδελφό μας. Ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος κατά την εικόνα του Θεού, ο οποίος είναι ταπεινός αλλά συγχρόνως και ελεύθερος. Επομένως είναι κανονικό και φυσικό ότι θα γίνει «καθ’ ομοίωσιν» του Δημιουργού του και θα παραιτηθεί από την άσκηση ελέγχου πάνω στους άλλους, ενώ ο ίδιος είναι ελεύθερος και ανεξάρτητος με τη δύναμη της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος μέσα του. Εκείνοι που κατέχονται από δυνατή επιθυμία για να αποκτήσουν δύναμη, αμαυρώνουν την εικόνα του Θεού μέσα τους. Το φως της αληθινής ζωής τους εγκαταλείπει αφήνοντας ένα τρομερό κενό, μια απελπιστική ανία. Η ζωή χάνει κάθε νόημα.
Είναι γεγονός ότι όσο ισχυρότερη είναι η επιθυμία μας για την αναζήτηση του ατελεύτητου, τόσο αργότερα φαίνεται ότι προχωρούμε. Η πολύ ισχυρή αντίθεση μεταξύ της δικής μας μηδαμινότητας και του απερίγραπτου μεγαλείου του Θεού τον οποίο αναζητούμε, καθιστά αδύνατο να κρίνουμε με κάθε βεβαιότητα αν προοδεύουμε ή οπισθοχωρούμε.
Σ’ αυτή τη θεώρηση της αγιότητας και της ταπεινότητας του Θεού, η πνευματική κατανόηση του ανθρώπου αναπτύσσεται γρηγορότερα από την ικανότητά του να εναρμονίσει τη συμπεριφορά του με το λόγο του Θεού. Από αυτό το λόγο προέρχεται η εντύπωση, ότι η απόσταση μεταξύ αυτού και του Θεού συνέχεια αυξάνεται. Η αναλογία δεν είναι ακριβής, αλλά αυτό το φαινόμενο είναι γνωστό σε κάθε γνήσιο καλλιτέχνη ή επιστήμονα. Η σύλληψη απέχει πολύ από την ικανότητα για την πραγμάτωση. Είναι φυσικό για ένα καλλιτέχνη να αισθάνεται ότι το αντικείμενο του ξεφεύγει συνέχεια από τα χέρια του. Και αν συμβαίνει αυτό στο χώρο της τέχνης, ακόμα περισσότερο συμβαίνει στο χώρο όπου αναζητείται η γνώση της άναρχης και ακατάληπτης θειότητας.
Στο πέρασμα των αιώνων οι δάσκαλοι της Εκκλησίας ερεύνησαν τρόπους και έννοιες για να μεταδώσουν στον κόσμο τη γνώση που αφορούσε τη Θεία Ύπαρξη. Στις προσπάθειές τους βασανίζονταν συνέχεια μεταξύ της απροθυμίας να εγκαταλείψουν την απερίγραπτη θεωρία του μοναδικού και ουσιώδους μυστηρίου, και της αγάπης που τους ανάγκαζε να κάνουν τους αδελφούς τους μετόχους του μυστηρίου. Ο Θεός ανάγκασε και αναγκάζει πράγματι τους αγίους του να μιλούν για τα εξ ύψους δώρα.
Αδύνατη η σιωπή αλλά αδύνατη και η ομιλία. Και αυτό συμβαίνει όχι μόνο γιατί αδυνατούν οι λέξεις να εκφράσουν το γεγονός, αλλά και γιατί το Θείο Πνεύμα αναγκάζει το νου σε βαθειά σιωπή μεταφέροντάς τον σε άλλο κόσμο.