Ήρθε κάποτε ο αββάς Αγάθων στην πόλη να πουλήσει τα σκεύη του και βρίσκει κάποιο λεπρό κοντά στην οδό. Τον ρώτησε ο λεπρός· «πού πηγαίνεις;» και του απαντά ο αββάς Αγάθων· «στην πόλη για να πουλήσω σκεύη». Τότε του λέει ο λεπρός· «κάνε αγάπη και πήγαινέ με εκεί». Τον σήκωσε ο αββάς και τον έφερε στην πόλη και του λέει ο λεπρός· «Εκεί που πουλάς τα πράγματά σου, εκεί να με βάλεις».
Ο αββάς έκανε όπως του είπε. Τότε, όταν πουλούσε κάποιο σκεύος, του έλεγε ο λεπρός· «Πόσο το πούλησες;». «Τόσο», του έλεγε. «Αγόρασέ μου πίτες». Και του αγόραζε. Και πάλι πουλούσε ο αββάς άλλο σκεύος, και του έλεγε ο λεπρός· «Κι αυτό πόσο το πούλησες;». «Τόσο». Και έλεγε· «αγόρασέ μου το τάδε». Και του το αγόραζε.
Αφού λοιπόν ο αββάς πούλησε όλα του τα σκεύη και σκόπευε να φύγει, του λέει ο λεπρός· «Φεύγεις;» Του λέει «Ναι». «Κάνε πάλι αγάπη και πήγαινέ με εκεί που με βρήκες». Ο αββάς τον σήκωσε και τον έφερε στον τόπο του. Τότε του λέει ο λεπρός· «Είσαι ευλογημένος, Αγάθων, από τον Κύριο στον ουρανό και στη γη».
Σήκωσε ο αββάς τα μάτια του και δεν είδε κανένα· γιατί ήταν άγγελος Κυρίου που είχε έλθει να τον δοκιμάσει.