H ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
ΠΟΛΕΜΟΥΜΕΝΗ ΚΑΙ ΑΠΟΛΟΓΟΥΜΕΝΗ[1]
τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου
Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως κ. Ἱερεμίου
(α’ μέρος).
Περιφρονεῖται ἡ Παλαιά Διαθήκη
Στίς ἡμέρες μας, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί Χριστιανοί, γίνεται καί αὐτό τό μεγάλο ἁμάρτημα, πού εἶναι σάν προδοσία πίστεως: Περιφρονεῖται καί ὑβρίζεται ἡ Παλαιά Διαθήκη. Τό ἁμάρτημα δέ αὐτό, τήν ἄρνηση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τό εἶπα μεγάλο, ὡς προδοσία πίστεως, γιατί ἡ Παλαιά Διαθήκη περιέχει τήν πρώτη ἀποκάλυψη, πού ἔδωσε ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους· γιατί περιέχει μεγάλες ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας· γιατί μιλάει γιά τήν προετοιμασία τῆς ἀνθρωπότητας γιά τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ· γιατί ἡ Παλαιά Διαθήκη, τέλος, εἶναι ἡ βάση τῆς Καινῆς Διαθήκης. Πραγματικά, ἄν ἀπορρίψουμε τήν Παλαιά Διαθήκη ἀπορρίπτουμε καί τήν Καινή, γιατί αὐτή εἶναι συνέχεια τῆς Παλαιᾶς. Φαίνεται δέ αὐτό καθαρά ἀπό τό α΄κεφ. τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου, ἀπό τήν πρώτη δηλαδή σελίδα τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅπου ἔχουμε μιά σύντομη ἀναφορά στήν ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ἔπειτα, ὡς συνέχεια αὐτῆς, ἀρχίζει ἡ Καινή Διαθήκη μέ τήν σάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τήν γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Προέλαβεν τήν Καινήν ἡ Παλαιά καί ἡρμήνευσεν τήν Παλαιάν ἡ Καινή», λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος[2]. Ἡ Ἐκκλησία μας στηρίζεται στήν διδασκαλία τῶν Προφητῶν (στήν Παλαιά, δηλαδή, Διαθήκη) καί τῶν Ἀποστόλων (στήν Καινή Διαθήκη). Τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας (τήν Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν) διακηρύσσουμε: «Οἱ προφῆται (δηλαδή, ἡ Παλαιά Διαθήκη) ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι (ἡ Καινή Διαθήκη) ὡς ἐδίδαξαν… οὕτω φρονοῦμεν οὕτω λαλοῦμεν»! Ἄς λάβουμε δέ ὑπ᾿ ὄψιν ὅτι μέ τήν Παλαιά Διαθήκη καί μάλιστα κατά τήν χριστολογική της ἑρμηνεία εἶναι ζυμωμένη ὅλη ἡ λατρεία μας καί αὐτή ἡ εἰκονογραφία μας[3] ἑπομένως εἶναι ἀδιανόητο ὡς ὀρθόδοξοι νά μιλᾶμε περιφρονητικά γιά τήν Παλαιά Διαθήκη.
Ἡ βλασφημία καί περιφρόνηση κατά τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δέν εἶναι τωρινό ἁμάρτημα, ἀλλά εἶναι πολύ παλαιό. Ἤδη ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφέρει τήν θλιβερή πληροφορία ὅτι ὑπῆρχαν αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι ὕβριζαν τήν Παλαιά Διαθήκη καί ἔλεγαν γι᾿ αὐτήν ὅτι προέρχεται… ἐκ τοῦ διαβόλου[4]. Γνωρίζουμε δέ πάλι ὅτι παλαιές αἱρέσεις μέ πλατωνική ἐπίδραση πολέμησαν μέ πάθος τήν Παλαιά Διαθήκη. Ἀλλά καί στά νεώτερα χρόνια, ὅπως παλαιά ὁ Μαρκίων, προτεστάντες θεολόγοι, σάν τούς Friedrich Delitzsch (1850-1922), Ad. von Harnack (1851-1930) κ.ἄ., ἀξίωσαν νά ἀποβληθεῖ ἡ Παλαιά Διαθήκη ἀπό τόν χριστιανικό Κανόνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὁ Χίτλερ ἐπίσης τό 1933 πολεμώντας τόν Ἰουδαϊσμό πολέμησε καί τήν Παλαιά Διαθήκη νομίζοντας αὐτήν ὡς ἰουδαϊκό βιβλίο. Ἔτσι οἱ Χριστιανοί ὀπαδοί του οἱ ὀνομασθέντες «Γερμανοί Χριστιανοί» (Deutche Christen) ἀπέρριπταν μέ φανατισμό τήν Παλαιά Διαθήκη[5].
Δέν πρέπει, λοιπόν, νά μᾶς φαίνεται καθόλου παράξενο καί περίεργο τό ὅτι στίς ἡμέρες μας ἀκούγονται βλάσφημα κατά τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀφοῦ αὐτά ἀκούγονταν καί παλαιότερα. Καί οἱ μέν κατήγοροι τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Βίβλου πέθαναν μέ τό στίγμα μάλιστα καί τό ἁμάρτημα τῆς βλασφημίας κατά τῆς πρώτης θείας ἀποκαλύψεως, ἡ δέ Παλαιά Διαθήκη μένει γιά νά θέλγει μέ τά ἱερά της ἀναγνώσματα τίς ἱερές Συνάξεις μας, γιά νά προκαλεῖ τόν ἔρωτα τῶν μελετητῶν της καί τῶν ὑπομνηματιστῶν της.
Ἀλλά οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἄν καί ἐγνώριζαν τό ἀκλόνητο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιατί αὐτή εἶναι θεία ἀποκάλυψη, γιατί εἶναι Βίβλος ἱερά, ὅμως δέν ἀντιπαρέρχονταν ἀδιάφορα τίς κατηγορίες ἐναντίον της, ἀλλά μέ προφορικό καί γραπτό λόγο ὁμιλοῦσαν συχνά γιά τήν ἱερότητά της καί τήν ἀναγκαιότητά της στήν Ἐκκλησία μας. Ἔτσι καί ἐμεῖς σήμερα δέν πρέπει νά εἴμαστε ἀδιάφοροι, ἀλλά γιά τήν κατήχηση τοῦ λαοῦ μας καί γιά τήν διαφώτιση τῶν ἀντιφρονούντων πρέπει νά μιλοῦμε ἀπαντῶντες στά αἱρετικά καί βλάσφημα ἐναντίον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Ἄς ποῦμε δέ ἐδῶ ἀπό τήν ἀρχή καί τό θλιβερό, ὅτι ὑπάρχουν καί ἐκκλησιαζόμενοι Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν καί αὐτοί σωστή ἔννοια γιά τήν Παλαιά Διαθήκη· τό δέ ἀκόμη χειρότερο εἶναι ὅτι ὑπάρχουν καί κληρικοί ἱεροκήρυκες, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν γιά διαφορετικό Θεό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, Θεό ὀργιζόμενο καί κεραυνοβολοῦντα.Ἔτσι ἡ Παλαιά Διαθήκη πολεμεῖται καί ἐκ τῶν ἔνδον διά τό ἀθεολόγητο μερικῶν κηρύκων[6].
Γιατί περιφρονεῖται ἡ Παλαιά Διαθήκη
Κατά τήν ταπεινή μου γνώμη ἡ λανθασμένη ἀντίληψη γιά τήν Παλαιά Διαθήκη σχηματίζεται ὅταν τήν ἑρμηνεύουμε ἱστορικά ἤ ἠθικολογικά καί ὄχι θεολογικά. Πραγματικά, ἡ Παλαιά Διαθήκη πρέπει νά ἑρμηνεύεται θεολογικά καί πιό συγκεκριμένα νά ἑρμηνεύεται χριστολογικά καί ὄχι νά τήν θεωροῦμε ἁπλᾶ ὡς ἕνα βιβλίο πού περιέχει τήν ἱστορία τοῦ ἑβραϊκοῦ λαοῦ ἤ πού περιέχει διηγήσεις γιά ἠθική διδασκαλία. Ἄν τήν Παλαιά Διαθήκη δέν τήν ἑρμηνεύσουμε θεολογικά, τότε ὄχι μόνο δέν ὠφελεῖ ἡ ἀνάγνωσή της, ἀλλά καί σκανδαλίζει καί ζημιώνει. –Στήν συνέχεια θά ἀναφέρω μερικούς λόγους γιά τούς ὁποίους, κατά τήν γνώμη μου, ἡ Παλαιά Διαθήκη ὑποτιμήθηκε καί ἀπό τούς ἔσω καί ἀπό τούς ἔξω, καί ἀπό ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας δηλαδή καί ἀπό ἐκτός αὐτῆς, ἀπό ἀνθρώπους ἀπίστους ἤ προβληματισμένους στήν πίστη.
Ἐπειδή δέν βλέπουμε σ᾿ αὐτήν τίς θεοφάνειες τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
Γιά νά φανεῖ ἡ δύναμη τοῦ πρώτου λόγου, πού κατά τήν γνώμη μου ὑποτιμήθηκε ἡ Παλαιά Διαθήκη, θέτω ἕνα ἐρώτημα: Γιατί γίνεται δεκτή ἡ Καινή Διαθήκη καί δέν συμβαίνει νά ἀπορρίπτουν καί αὐτή; Γιατί ἡ Καινή Διαθήκη ὄχι μόνο μιλάει γιά τόν Χριστό, ἀλλά τόν δείχνει, παρουσιάζει τόν ἐρχομό του στόν κόσμο, παραθέτει τίς μαρτυρίες περί αὐτοῦ τῶν αὐτοπτῶν καί αὐτηκόων μαρτύρων του. Ἑπομένως δέν μπορεῖ νά περιφρονηθεῖ καί νά ἀποβληθεῖ ἀπό τόν Κανόνα ἡ Καινή Διαθήκη, γιατί σ᾿ αὐτήν ἔχουμε μιά παρουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν Παλαιά Διαθήκη. Ἡ Παλαιά Διαθήκη δέν εἶναι ἕνα βιβλίο πού λέει τήν ἱστορία τῶν Ἑβραίων, ὅπως νομίζουν μερικοί· δέν εἶναι βιβλίο πού λέει σοφά λόγια, σάν τά λόγια τῶν ἀρχαίων σοφῶν, ἀλλά εἶναι ἕνα ἱερό καί ἱερώτατο βιβλίο, πού μιλάει γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό. Καί ὄχι ἁπλᾶ μιλάει γιά τόν Χριστό, ἀλλά παρουσιάζει τόν Χριστό, ἔχει θεοφάνειές Tου, μιλάει γιά δικαίους ἀνθρώπους, πατριάρχες καί προφῆτες, πού εἶχαν θεοπτίες τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, καί ἀναφέρει τίς θεοπτίες τους αὐτές. Ἑπομένως εἶναι μεγάλη ἄγνοια τοῦ περιεχομένου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τό νά τήν ἀπορρίπτουμε. Ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι βιβλίο δράσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ προτοῦ ἀκόμη νά σαρκωθεῖ. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί πρίν ἀκόμη νά σαρκωθεῖ ἐμφανιζόταν μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ὡς ἄσαρκος Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὡσάν νά βιαζόταν, τρόπον τινά, πότε νά σαρκωθεῖ καί νά ἔλθει ἀνάμεσά μας. Γι᾿ αὐτόν τόν ἄσαρκο Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού ἐπρόκειτο νά σαρκωθεῖ, μιλάει ἡ Παλαιά Διαθήκη, ὅπως ἡ Καινή Διαθήκη μιλάει γιά τόν σεσαρκωμένο Υἱό τοῦ Θεοῦ.
Θά ἀναφερθῶ μέ σύντομο λόγο σέ μερικές μόνο θεοφάνειες τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ[7] ἀναφερόμενες στήν Παλαιά Διαθήκη.
Στήν Παλαιά Διαθήκη ἐμφανίζεται μέ τήν ἔκφραση «ὁ Ἄγγελος τοῦ Κυρίου» (Mal’ak-Jahve, ὅπως λέγεται στό Ἑβραϊκό κείμενο) ἕνα μυστηριῶδες Πρόσωπο, τό ὁποῖο παρουσιάζεται ὡς Θεός καί ὀνομάζεται ρητῶς «Γιαχβέ». Ποιό εἶναι τό πρόσωπο αὐτό; Δυστυχῶς στόν χῶρο μας, ἀπό ὅσα ξέρουμε, δέν ἔχουμε μιά ἐπιμελημένη θεολογική ἐργασία περί τοῦ Ἀγγέλου τοῦ Κυρίου, ἐκτός ἀπό μιά μόνο ὑπέροχη τοιαύτη παλαιά μελέτη τοῦ μακαριστοῦ Διδασκάλου Βασιλείου Βέλλα μέ τόν τίτλο Mal’ak-Jahve. Στήν ἐργασία του αὐτή ὁ μακαριστός ἀλησμόνητος Διδάσκαλός μας στηρίζει τήν ἔρευνά του ἐπί τῶν σχετικῶν κειμένων στήν ἑρμηνεία τῶν ἁγίων Πατέρων, ὅτι ὁ ἐμφανιζόμενος στήν Παλαιά Διαθήκη ὡς Ἄγγελος Κυρίου εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ· αὐτός στό χωρίο Ἠσ. 9,6 ὀνομάζεται «μεγάλης βουλῆς ἄγγελος», στό δέ Μαλ. 3,1 χαρακτηρίζεται ὡς «ὁ ἄγγελος τῆς διαθήκης». Ὀνομάζεται δέ ὁ Ἰησοῦς Χριστός «Ἄγγελος», ἐπειδή «τήν πατρικήν ἡμῖν ἀνήγγειλε βουλήν, κατά τήν αὐτοῦ φωνήν», ὅπως λέγει ὁ Θεοδώρητος[8], ἐπειδή δηλαδή ἀπεστάλη ἀπό τόν Θεό Πατέρα γιά νά ἐξαγγείλει τήν βουλή του.
Ἔχουμε πολλές ἐμφανίσεις τοῦ Ἀγγέλου τοῦ Κυρίου στήν Παλαιά Διαθήκη, ὁ τρόπος δέ μέ τόν ὁποῖο γίνεται λόγος περί τοῦ Προσώπου αὐτοῦ δέν ἀφήνει καμμία ἀμφιβολία ὅτι πρόκειται, πραγματικά, γιά Πρόσωπο τῆς Θεότητος, ἀφοῦ καί τό Πρόσωπο αὐτό ὀνομάζεται «Γιαχβέ». Γιά νά παραλείψω τίς πολλές ἐμφανίσεις ἀναφέρω πρῶτον τήν ἐμφάνιση τοῦ Ἀγγέλου τοῦ Κυρίου στόν Ἀβραάμ, ὅταν αὐτός ἦταν ἕτοιμος νά θυσιάσει τόν υἱό του. Ὁ Ἄγγελος Κυρίου τοῦ εἶπε: «Ἀβραάμ, Ἀβραάμ. Μή ἐπιβάλῃς τήν χεῖρά σου ἐπί τό παιδάριον· νῦν ἔγνων ὅτι φοβῇ σύ τόν Θεόν καί οὐκ ἐφείσω τοῦ υἱοῦ σου τοῦ ἀγαπητοῦ δι᾿ ἐμέ» (βλ. Γεν. 22,11.12). Στό χωρίο αὐτό φαίνεται σαφέστατα ὅτι ὁ Ἄγγελος Κυρίου καί διακρίνει τόν ἑαυτό του ἀπό τόν Θεό, ἀλλά, μέ τήν ἔκφραση «δι᾿ ἐμέ», καί ταυτίζει τόν ἑαυτό του μέ τόν Θεό! Ὁ Ἀβραάμ ἐδῶ εἶδε θεοφάνεια, εἶχε θεοπτία, εἶδε τόν ἄσαρκο ἀκόμη Υἱό τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἀναφερόμενος στήν σκηνή αὐτή εἶπε: «Ἀβραάμ ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τήν ἡμέραν τήν ἐμήν καί εἶδε καί ἐχάρη» (Ἰωάν. 8,56)!
Καί ὁ Ἰακώβ πάλι εἶπε, ὅταν ἐπρόκειτο νά ἀναχωρήσει ἀπό τήν Μεσοποταμία: «Εἶπέ μοι ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ καθ᾿ ὕπνον· “Ἐγώ εἰμι ὁ Θεός ὁ ὀφθείς σοι ἐν τόπῳ Θεοῦ”» (Γεν. 31,11).
Ἄλλη θεοφάνεια τοῦ Ἀγγέλου τοῦ Κυρίου ἔχουμε στόν Μωυσέα στήν περικοπή Ἐξ. 3,2-21, ὅπου αὐτός καλεῖται, κατά τό περίφημο ἐκεῖνο ὅραμα τῆς καιομένης καί μή καταφλεγομένης βάτου, νά ἀναλάβει ἐξ ὀνόματος αὐτοῦ, τοῦ Γιαχβέ, τήν ἀπελευθέρωση τοῦ καταδυναστευομένου Ἰσραήλ: «Ὤφθη δέ αὐτῷ ἄγγελος Κυρίου ἐν πυρί φλογός ἐκ τοῦ βάτου… Καί εἶπεν· “Ἐγώ εἰμι ὁ Θεός τοῦ πατρός σου, Θεός Ἀβραάμ καί Θεός Ἰσαάκ καί Θεός Ἰακώβ”» (Ἐξ. 3,2.6). Καί ἐδῶ πάλι βλέπουμε ὅτι ὁ Ἄγγελος Κυρίου ταυτίζει τόν ἑαυτό του μέ τόν Θεό, ὅτι εἶναι θεῖο Πρόσωπο. Ἄλλες ἐμφανίσεις τοῦ Ἀγγέλου τοῦ Κυρίου (Mal’ak-Jahve) βλ. εἰς Ἰησ. Ν. 5,13-15. Κριτ. 2,1-5.
Ἀλλά, ἐνῶ οἱ ἅγιοι Πατέρες ὁμόφωνα ἑρμηνεύουν ὅτι ὁ ἐμφανιζόμενος στήν Παλαιά Διαθήκη Ἄγγελος Κυρίου εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἶναι δηλαδή ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος ἑρμηνεύει λανθασμένα ὅτι πρόκειται περί κτιστοῦ ἀγγέλου καί ὄχι περί τοῦ ἀκτίστου Λόγου τοῦ Θεοῦ. Καί γίνεται βεβαίως λόγος σέ πολλά σημεῖα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περί κτιστῶν ἀγγέλων, ἀλλά στίς περιπτώσεις τοῦ Ἀγγέλου τοῦ Θεοῦ πού μνημονεύσαμε πρόκειται γιά θεῖο Πρόσωπο, πρόκειται γιά τόν ἄσαρκο ἀκόμη Υἱό τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐσφαλμένη αὐτή ἀντίληψη τοῦ Αὐγουστίνου προέρχεται ἀπό τό λάθος του ὅτι δέν ἔκανε διάκριση οὐσίας καί ἐνέργειας στόν Θεό καί ἑπομένως ἡ θεοφάνεια τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ θά ἐσήμαινε γι᾿ αὐτόν φανέρωση τῆς θείας οὐσίας. Καί αὐτό βεβαίως εἶναι ἀδύνατο, γιατί «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε» (Ἰωάν. 1,18). Εἶχε δέ ἀκούσει ὅτι οἱ Πατέρες ἀπέρριπταν τήν ἰδέα ὅτι οἱ δίκαιοι τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἔβλεπαν τήν θεία οὐσία καί, ἐπειδή δέν ἐγνώριζε ὅτι ὁ Θεός ὁρᾶται διά τῶν θείων ἐνεργειῶν, ἀπέρριπτε τήν δυνατότητα τῶν θεοφανειῶν. Ἡ ἑρμηνεία δέ αὐτή τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου περί τοῦ Ἀγγέλου τοῦ Κυρίου, ὅτι πρόκειται περί κτιστοῦ ἀγγέλου καί ὄχι περί θείου Προσώπου, ἔγινε βάση τῆς θεολογίας τῶν Φραγκολατίνων καί ἔτσι ὑποτιμήθηκε ἀπ᾿ αὐτούς ἡ Παλαιά Διαθήκη καί τήν ἑρμηνεύουν, λοιπόν, ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἠθικολογικά.
Ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἑρμηνεύουμε τήν Παλαιά Διαθήκη χριστολογικά, γιατί, ὡς μαθητές τῶν ἁγίων Πατέρων, φρονοῦμε ὅτι αὐτή ἔχει θεοφάνειες τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁμιλεῖ γιά τόν Χριστό καί μάλιστα ἔχουμε ὡς βάση τῶν μελετῶν μας αὐτό πού λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅτι ὅσα ἡ Παλαιά Διαθήκη λέγει γιά τόν Θεό Πατέρα αὐτά στήν Καινή Διαθήκη ὁ ἀπόστολος Παῦλος τά ἀναφέρει στό Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ: «Ἅ περί τοῦ Πατρός ὁ Μωυσῆς λέγει, Παῦλος εἰς τόν Υἱόν ἐκλαμβάνει, πολλήν τήν ἰσότητα δεικνύς»[9]. Ἔτσι, κατ᾿ αὐτήν τήν ἑρμηνεία, ἡ Παλαιά Διαθήκη στό α΄καί β΄κεφ. τῆς Γενέσεως μιλάει γιά τόν Χριστό ὡς δημιουργό τοῦ κόσμου, γιατί «πάντα δι᾿ αὐτοῦ (τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ) ἐγένετο καί χωρίς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονε» (Ἰωάν. 1,3) καί «ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τά πάντα» (Κολ. 1,16). Ἡ Παλαιά Διαθήκη παρουσιάζει τόν Ἰησοῦν Χριστόν ὡς νομοθέτη τοῦ Ἰσραήλ στό ὄρος Σινᾶ, γιατί αὐτό σημαίνει, κατά τήν πατερική ἑρμηνεία, αὐτό πού λέγει ὁ προφήτης Βαρούχ «ἐξεῦρε πᾶσαν ὁδόν ἐπιστήμης καί ἔδωκεν αὐτήν Ἰακώβ» (Βαρ. 3,37). Πραγματικά, γιά τόν Χριστό λέγεται ὁ λόγος αὐτός, γι᾿ αὐτό καί στήν συνέχεια, στόν ἑπόμενο στίχ. 38, ὁ προφήτης λέγει περί αὐτοῦ: «Μετά ταῦτα ἐπί τῆς γῆς ὤφθη καί τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη»! Ἐπειδή, λοιπόν, ὁ Ἰησοῦς Χριστός στήν Παλαιά Διαθήκη χορήγησε τόν Νόμο, γι᾿ αὐτό ἔχει καί τό δικαίωμα νά τόν διορθώσει[10] (νά τόν συμπληρώσει), ὅπως καί τό κάνει στήν ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλία του, λέγοντας «Ἐγώ δέ λέγω ὑμῖν….» (Ματθ. 5,22).
Κατά τήν πορεία τοῦ Ἰσραήλ στήν ἔρημο, σέ δυό περιπτώσεις πού ἀναφέρονται εἰς Ἐξ. 17,5-6 καί Ἀριθμ. 20,7-11, ὁ Μωυσῆς κτύπησε μέ τήν ράβδο του τόν βράχο καί βγῆκαν ἀπ᾿ αὐτόν ὕδατα καί ἔπιε ὁ λαός. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἑρμηνεύει καί τίς περιπτώσεις αὐτές χριστολογικά καί λέγει εἰς Α΄ Κορ. 10,1-4 γιά τούς προγόνους του Ἰσραηλῖτες ὅτι «ἔπινον ἐκ πνευματικῆς ἀκολουθούσης πέτρας, ἡ δέ πέτρα ἦν ὁ Χριστός». Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, δηλαδή, ἀκολουθοῦσε τούς Ἰσραηλῖτες στήν ἔρημο σάν μία ἀόρατη πνευματική πέτρα καί τούς ἐφρόντιζε. Ἀκόμη ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι οἱ Ἰσραηλῖτες ἐπείρασαν τόν Χριστό στήν ἔρημο καί «ὑπό τῶν ὄφεων ἀπώλοντο» (Α΄ Κορ. 10,9), ἄν καί εἰς Ψαλμ. 77,18-20 λέγεται ὅτι οἱ Ἰσραηλῖτες ἐπείρασαν τόν Γιαχβέ. Εἶναι αὐτό πού εἶπε ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ὅτι ὅσα ἡ Παλαιά Διαθήκη λέγει γιά τόν Θεό Πατέρα αὐτά ὁ ἀπόστολος Παῦλος τά ἀνάγει στόν Ἰησοῦ Χριστό.
Λέγουμε, λοιπόν, συμπερασματικά ὅτι ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι βιβλίο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος καί πρίν ἀκόμη ἀπό τήν σάρκωσή του ἀποκαλύπτεται καί δρᾶ σ᾿ αὐτήν. Ὅπως τό λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «καί πρό τῆς παρουσίας τῆς ἐνσάρκου πάντα αὐτός (ὁ Χριστός) ᾠκονόμει καί πάντα αὐτός ἔπραττε, νομοθετῶν, προνοῶν, κηδόμενος, εὐεργετῶν»[11].
Τό ὅτι, λοιπόν, δέν ἑρμηνεύουμε χριστολογικά τήν Παλαιά Διαθήκη, τό ὅτι, κατ᾿ ἐπίδραση τῶν Φραγκολατίνων στηριζομένων στήν αὐγουστίνειο θεολογία, δέν βλέπουμε καί ἡμεῖς στίς ἐμφανίσεις τοῦ Ἀγγέλου τοῦ Κυρίου (Mal’ak – Jahve) τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τίς θεοφάνειες τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό ὅτι, κατ᾿ ἐπίδραση πάλι τῆς ἄλλης ἀντιλήψεως τῶν Φραγκολατίνων, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀδάμ ἐκληρονόμησαν τήν ἐνοχή του, αὐτά, κατά τόν πρῶτον ἐδῶ λόγο πού ἀναφέρουμε, ἔκαναν νά ὑποτιμηθεῖ ἡ Παλαιά Διαθήκη καί ὁ πρίν ἀπό τήν Σάρκωση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ λαός τοῦ Θεοῦ, ὁ λαός δηλαδή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης[12]. Κατά τούς Πατέρες ὅμως τῆς Ἐκκλησίας μας οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν φίλοι τοῦ Θεοῦ ἀκόμη καί πρίν ἀπό τήν καταλλαγή τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ στόν Γολγοθᾶ, γιατί τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ ἐνεργεῖτο σ᾿ αὐτούς[13]. Δηλαδή, ὑπῆρχε σωτηρία καί στήν Παλαιά Διαθήκη διά τοῦ Ἀγγέλου τοῦ Θεοῦ, διά τοῦ Mal’ak – Jahve[14].
συνεχίζεται….
[1] Ἡ παρούσα μελέτη, γραμμένη ὡς Κατήχηση γιά τόν λαό, εἶναι ἀνάπτυγμα τῆς κατόπιν Ἐντολῆς εἰσηγήσεως τήν 17-6-2003 στήν Ἐπιτροπή τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας μας περί τῆς Ἀρχαιολατρίας, γιατί οἱ λεγόμενοι «ἀρχαιολάτρες» πολεμοῦν σφόδρα τήν Παλαιά Διαθήκη.
[2] Ὁμιλία εἰς τό «Ἐξῆλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αὐγούστου», MPG 50,796.
3 Ἄς ἀκούσουμε τόν μεγάλο θεολόγο π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ τί λέει σέ μιά σχετική του περικοπή: «Ὁ μελετητής τῆς κοινῆς λατρείας τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ἐντυπωσιάζεται ἀπό τό πλῆθος τῶν παλαιοδιαθηκικῶν ἀναφορῶν, ὑπαινιγμῶν καί εἰκόνων μέσα σ᾿ ὅλες τίς ἀκολουθίες καί τούς ὕμνους. Ἡ ἑνότητα τῶν δύο Διαθηκῶν τονίζεται πέρα ὡς πέρα. Βιβλικές φράσεις καί ἰδέες ὑπεραφθονοῦν. Πολλοί ὕμνοι δέν εἶναι παρά παραλλαγές ὕμνων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀπό τήν ὠδή τοῦ Μωυσέως κατά τήν διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης μέχρι τοῦ ὕμνου τοῦ Ζαχαρίου, τοῦ πατέρα τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. Στίς μεγάλες γιορτές πολυάριθμες περικοπές ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ἐπιλέγονται καί διαβάζονται γιά νά τονισθῆ ὅτι ἡ χριστιανική τελείωση δέν εἶναι παρά μιά ὁλοκλήρωση ἐκείνου πού προεικονίστηκε καί προεικάσθηκε, ἤ ἀκόμα καί ἐπί λέξει προλέχθηκε στά παλιά τά χρόνια. Εἰδικά δέ στίς ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος αὐτή ἡ διά τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης προπαρασκευή χρησιμοποιεῖται μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση. Ἡ ὅλη λατρεία βασίζεται πάνω σ᾿ αὐτήν τήν πεποίθηση ὅτι ἡ ἀληθινή Διαθήκη εἶναι πάντοτε μία, ὅτι ὑπῆρχε πλήρης συμφωνία μεταξύ τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων. Καί ὅλο αὐτό τό σύστημα δημιουργήθηκε ἀκριβῶς στή μεταγενέστερη πατερική ἐποχή.
Ἕνα ἀπό τά πιό χτυπητά παραδείγματα αὐτοῦ τοῦ λατρευτικοῦ βιβλικισμοῦ εἶναι ὁ περίφημος Μέγας Κανών τοῦ Ἀνδρέα Κρήτης, πού διαβάζεται στό Μεγάλο Ἀπόδειπνο τήν Σαρακοστή. Εἶναι μιά ἔντονη παρότρυνση, μιά ἔκκληση γιά μετάνοια, πού γράφτηκε μέ πραγματική ποιητική ἔμπνευση καί στηρίζεται πάνω στήν Ἁγία Γραφή. Ὅλη ἡ σειρά τῶν ἁμαρτωλῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, καί ἐκείνων πού μετανόησαν καί ἐκείνων πού ἔμειναν ἀμετανόητοι, μνημονεύεται. Μπορεῖ κανείς νά χαθῆ μέσα σ᾿ αὐτόν τόν ρέοντα χείμαρρο τῶν ὀνομάτων καί τῶν παραδειγμάτων. Ὑπενθυμίζεται μέ ἔμφαση ὅτι ὅλη αὐτή ἡ ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀνήκει στούς Χριστιανούς. Ἐπανειλημμένα καλεῖται κανείς νά σκεφθῆ αὐτή τή θαυμαστή ἱστορία τῆς θείας καθοδηγήσεως καί τῆς ἀνθρώπινης ἰσχυρογνωμοσύνης καί τῶν ἀνθρωπίνων σφαλμάτων. Ἡ Παλαιά Διαθήκη φυλάγεται σάν μεγάλος θησαυρός» (Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέματα Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, Θεσσαλονίκη 1979, σελ. 42-43.).
4 Εἰς τό κατά Ματθαῖον, Ὁμιλία XVI, β. MPG 57,241.
5 Βλ. Παν. Ἰ. Μπρατσιώτου, Ἐπίτομος Εἰσαγωγή εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, Ἐν Ἀθήναις 1955, σελ. 2. Ἀθανασίου Χαστούπη, Εἰσαγωγή εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, Ἐν Ἀθήναις 1981, σελ. 20.21 ἑξ. Νικ. Π. Μπρατσιώτου, Εἰσαγωγή εἰς τήν Θεολογίαν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, Ἀθῆναι 1988, σελ. 51.52. Νικ. Π. Βασιλειάδη, Ἡ Παλαιά Διαθήκη στήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, Ἀθῆναι 2002, σελ. 21 ἑξ.
6 Γιά παράδειγμα ὁ Ἀρχιμ. Σπυρίδων Λογοθέτης εἶπε σέ κήρυγμά του στίς 26-9-1999 μεταδοθέν μάλιστα καί ἀπό τόν ραδιοφωνικό σταθμό τῆς Ἱερᾶς του Μονῆς: «Ὁ Θεός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν ὁ φοβερός καί τρομερός Θεός, ὁ ὁποῖος ἔριχνε φωτιά καί κατέκαιε ὁποιονδήποτε δέν τόν τιμοῦσε καί δέν τόν προσκυνοῦσε. Ὁ Θεός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γιά τούς Ἑβραίους ἦταν ὁ Θεός τῶν σκοτωμῶν, τῶν φόνων, τῶν ἐγκλημάτων, τοῦ αἵματος, τῆς κακίας καί τοῦ μίσους…». Ἡ διδασκαλία αὐτή ὄζει ἀπό τήν πλάνη τοῦ Μαρκίωνος.
7 Καταχρηστικῶς χρησιμοποιοῦμε ἐδῶ τήν ἔκφραση «Ἰησοῦς Χριστός» πρίν ἀπό τήν σάρκωσή του, γιατί «ὅτε γέγονε σάρξ ὁ Λόγος, τότε καί ὠνομάσθαι λέγομεν αὐτόν Χριστόν Ἰησοῦν» (Ἰωάννης Δαμασκηνός, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως 4,6).
8 MPG 81,296.
9 Ὁμιλία εἰς τόν Η΄ Ψαλμ., MPG 55,120.
10 Χρυσόστομος, Ὁμιλία εἰς τό κατά Ματθαῖον ΙΣΤ΄, δ΄. MPG 57,244.
11 Πρός τε Ἰουδαίους καί Ἕλληνας ἀπόδειξις, ὅτι ἐστί Θεός ὁ Χριστός, MPG 48,815.– Καί οἱ δύο Διαθῆκες, καί ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή, ἔχουν τό ἴδιο θέμα, τό Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ μέν Παλαιά Διαθήκη προφητεύει γιά τήν ἔλευση τοῦ Μεσσία καί προετοιμάζει τόν κόσμο γιά τήν ὑποδοχή του, ἡ δέ Καινή Διαθήκη μᾶς λέγει γιά τήν ἐκπλήρωση τῶν προφητειῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περί τοῦ Χριστοῦ. Μᾶς ἀρέσουν ἰδιαίτερα οἱ δύο αὐτές Χρυσοστομικές περικοπές, πού ὁμιλοῦν γιά τήν στενή σχέση τῶν δύο Διαθηκῶν καί τήν ἑνότητά τους στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ: α) «Προέλαβε τήν Καινήν ἡ Παλαιά καί ἡρμήνευσε τήν Παλαιάν ἡ Καινή. Καί πολλάκις εἶπον, ὅτι δύο Διαθῆκαι καί δύο παιδίσκαι καί δύο ἀδελφαί τόν ἕνα Δεσπότην δορυφοροῦσι. Κύριος παρά προφήταις καταγγέλλεται, Χριστός ἐν Καινῇ κηρύσσεται. Οὐ καινά τά καινά, προέλαβε γάρ τά παλαιά. Οὐκ ἐσβέσθη τά παλαιά, ἡρμηνεύθη γάρ ἐν τῇ Καινῇ» (Ὁμιλία εἰς τό «Ἐξῆλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αὐγούστου» καί εἰς τήν ἀπογραφήν τῆς ἁγίας Θεοτόκου, MPG 50,796. β) «Ἀδελφαί γάρ αἱ δύο Διαθῆκαι, ἐξ ἑνός Πατρός τεθεῖσαι· διά τοῦτο καί συμφώνως τόν λόγον προφέρουσι· σχεδόν γάρ ἡ αὐτή εἰκών καί ὁμοιότης ὑπάρχει. Καί ὥσπερ ἐν ἀδελφαῖς ἐξ ἑνός Πατρός γεγεννημέναις, πρόσεστι τῆς ὁμοιότητος τά ἰδιώματα, οὕτως ἐπειδή αἱ δύο Διαθῆκαι ἐξ ἑνός Πατρός ἐγεννήθησαν, πολλήν ἔχουσι τήν ἐμφέρειαν. Ἀμέλει καί ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ προηγεῖται νόμος, καί ἀκολουθοῦσι προφῆται, καί ἐν τῇ νέᾳ χάριτι προηγεῖται τό Εὐαγγέλιον, καί ἀκολουθοῦσιν ἀπόστολοι.» (Περί Δημιουργίας τοῦ κόσμου Ὁμιλία Α΄, γ. MPG 56,433).
12 Αὐτό κατά τόν μακαριστό π. Ἰωάννη Ρωμανίδη ὀφείλεται στήν ἰσχυρή ἐπί τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου πλατωνική καί μανιχαϊκή ἐπιρροή στά θέματα περί ἀνθρώπου, πτώσεως, Θεοῦ καί Παλαιᾶς Διαθήκης. Βλ. τό βιβλίο του Ρωμαῖοι ἤ Ρωμηοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τόμος πρῶτος, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 118.119.
13 Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀντίθετα μέ τούς Φραγκολατίνους λέει: «Ὁ τοῦ Χριστοῦ Σταυρός προανεκηρύττετο καί προετυποῦτο μυστικῶς ἐκ γενεῶν ἀρχαίων καί οὐδείς ποτε κατηλλάγη τῷ Θεῷ χωρίς τῆς τοῦ Σταυροῦ δυνάμεως… Φίλοι δέ Θεοῦ πολλοί τῶν πρό νόμου καί μετά νόμον, μήπω τοῦ Σταυροῦ φανέντος, ὑπ᾿ αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ μεμαρτύρηνται· καί ὁ βασιλεύς καί προφήτης Δαβίδ, ὡς πάντως ὄντων τότε τῷ Θεῷ φίλων, “ἐμοί δέ”, φησί, “λίαν ἐτιμήθησαν οἱ φίλοι σου ὁ Θεός”. Πῶς οὖν εἰσιν οἵ πρό τοῦ Σταυροῦ φίλοι τοῦ Θεοῦ ἐχρημάτισαν, ἐγώ ἡμῖν ὑποδείξω… Ὥσπερ μήπω παραγενομένου τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἁμαρτίας, τοῦ υἱοῦ τῆς ἀνομίας, τοῦ Ἀντιχρίστου λέγω, ὁ ἠγαπημένος τῷ Χριστῷ φησι Θεολόγος “καί νῦν, ἀγαπητοί, ὁ Ἀντίχριστός ἐστι”, οὕτω καί ὁ Σταυρός ἦν ἐν τοῖς προγενεστέροις καί πρό τοῦ τελεσθῆναι» (Ὁμιλία ΙΑ΄ Εἰς τόν Τίμιον καί Ζωοποιόν Σταυρόν. ΕΠΕ 9,282. ἑξ. Συνιστοῦμε νά μελετηθεῖ ὅλη ἡ ὁμιλία, ὅπου ἀποδεικνύεται ὅτι οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν φίλοι τοῦ Θεοῦ ἀκόμη καί πρίν ἀπό τήν καταλλαγή μέ τήν Σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ).
14 Οἱ σύγχρονοι τοῦ Χρυσοστόμου πολεμοῦντες τήν Παλαιά Διαθήκη ἔλεγον περιφρονητικῶς γι᾿ αὐτήν ὅτι «οὐκ εἰσάγει εἰς τήν βασιλείαν». Καί ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος ἐδέχετο τήν σωτηρία τοῦ πρό Χριστοῦ κόσμου διά τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τούς ἀπαντᾶ: «Νῦν οὐκ εἰσάγει τούς μετά τήν τοῦ Χριστοῦ παρουσίαν πολιτευομένους, ἅτε δή πλείονος ἀπολελαυκότας δυνάμεως, καί μείζονα ὀφείλοντας ἀγωνίζεσθαι· ἐπεί τούς γέ αὐτῆς τροφίμους εἰσάγει ἅπαντας. Καί γάρ “Πολλοί ἀπό ἀνατολῶν καί δυσμῶν ἥξουσι, φησί, καί ἀνακλιθήσονται εἰς κόλπους Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ καί Ἰακώβ”. Καί ὁ Λάζαρος δέ τῶν μεγάλων ἀπολαύων ἐπάθλων, ἐν τοῖς ἐκείνου κόλποις φαίνεται ἐνδιαιτώμενος. Καί πάντες ὅσοι μεθ᾿ ὑπερβολῆς ἔλαμψαν ἐν τῇ Παλαιᾷ διά ταύτης ἔλαμψαν ἅπαντες» (Εἰς τό κατά Ματθαῖον ῾Ομιλία ΙΣΤ΄, δ΄. MPG. 57,244).