Ποιες πρέπει να είναι;
Αυτές που είχε και η αγάπη του Ιησού, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών. Και η αγάπη του Ιησού ήταν πάντοτε αγάπη καθολική, αγάπη, που αγκάλιαζε τους πάντες. Η έκφραση αγάπης σε ωρισμένα μόνο πρόσωπα αποτελεί όχι σωστή αγάπη, αλλά λειψή, ή και όχι σπάνια αγάπη αρρωστημένη και παθολογική. Το συναισθηματικό αγαπητικό μονοπώλιο και η αγαπητική αποκλειστικότητα αφαιρούν την ελευθερία της καρδιάς ως προς τις σχέσεις της προς τον ίδιο τον Κύριο και τα εν Χριστώ αδέλφια μας, που είναι και αυτά αδέλφια του Ιησού. Μην ξεχνούμε πως αν έχουμε τέτοια μονοδιάστατη αγάπη, τότε «τι περισσόν ποιούμεν; ουχί και οι τελώναι το αυτό ποιούσι;» (Ματθ. ε’ 46). Η αγάπη μας στην περίπτωση αυτή είναι καθαρά κοσμική και γι’ αυτό πρέπει να ξερριζώσουμε από την καρδιά μας τη μονομέρεια ή την αποκλειστικότητα στο ζήτημα αυτό. Πρέπει να πολεμούμε τη σκοτεινή ή εν πάση περιπτώσει τη στενή αντίληψη περί αγάπης με την ειλικρίνεια έναντι του Κυρίου μας πρώτιστα, του εαυτού μας έπειτα, με την κατανόηση, τη σωστή χριστιανική σκέψη και τη γνήσια επαφή προς τους συνανθρώπους μας, όποιοι κι αν είναι. Ας τοποθετούμε τον εαυτό μας στη θέση του άλλου και ας προσπαθούμε να βλέπουμε με το μάτι του άλλου ό,τι άφορα σ’ αυτόν ή στη σχέση του μαζί μας, για να μπορούμε να τον κατανοούμε.
Η καθολική αγάπη, η καρδιά, που περιχωρεί τους πάντες μέσα της, η ειλικρίνεια και η γνησιότητα των συναισθημάτων αποτελούν τα καλύτερα κίνητρα για μια άγια και διαισθητική «περιέργεια», για ένα ζωντανό και καθαρά πνευματικό ενδιαφέρον για να μαθαίνουμε ό,τι θα μας φέρνη πιο κοντά στους αδελφούς μας, χωρίς όμως να τους βλάπτουμε ή να βλαπτώμαστε εμείς πνευματικά. Μέσα σε μια κοινωνία ανθρώπων με, ας την ονομάσω έτσι, «μονοκομματική» «αγάπη» και «φιλία», όπου η καρδιά στρέφεται μόνο σε όσους και τρέφεται από όσους την αγαπούν αντανακλαστικά και όπου όλα πνίγονται μέσα σε ένα κονφορμισμό και μια καμουφλαρισμένη ιδιοτέλεια, μόνον η αγάπη των πιστών στον Ιησού ψυχών μπορεί να προσφέρη το ανανεωτικό στοιχείο, που θα διευρύνη, θα εξαγνίση και θα εξυψώνη τις ανθρώπινες σχέσεις, βοηθώντας στο ξεπέρασμα των φυλετικών, κοινωνικών, πολιτιστικών, πολιτικών και άλλων φραγμών της κοσμικής και τόσο γήινης μικροψυχίας και στενοκαρδίας.
Τίποτε άλλο δεν αντιτίθεται στην πνευματική μας κλήση, όσο η αυστηρή και ευτελής εκ μέρους μας κρίση των άλλων και οι παράλογες εκ μέρους μας αντιπάθειες. Αντίθετα, πρέπει να γινώμαστε απλοί στις εκδηλώσεις της αγάπης μας έναντι των αδελφών μας, αλλά και προσεκτικοί, χωρίς αυτό να σημαίνη και ελάττωση της εγκαρδιότητος. Ας είμαστε αυθόρμητοι, χωρίς κρυψίνοιες και φιλυποψίες. Δεν πρέπει ποτέ να τους λέμε ό,τι θα έκανε να ντραπούμε εμείς οι ίδιοι ή εκείνοι. Κάτι τέτοιο δεν είναι εκ Θεού.
Αγάπη σημαίνει εκτός των άλλων τακτ και λεπτότητα έναντι των άλλων. Μήπως ο Ιησούς δεν αγάπησε με τέτοιον τρόπο ό,τι κι αν ήταν ο άλλος ως άνθρωπος; Ας θυμηθούμε με τί λεπτότητα μίλησε στον επί τριανταοχτώ χρόνια παράλυτο.. «τί θέλετε ποιήσω υμίν;» (Ματθ. κ’ 32). Λέτε να μην ήξερε τί ήθελαν την ώρα, που η ίδια η κατάστασή τους βοούσε για τη λαχτάρα τους; Και όμως δεν μπαίνει στην προσωπική τους ζωή χωρίς την άδειά τους. Το ίδιο και στην περίπτωση, που κάποια αμαρτωλή του άλειψε με μύρον τα πόδια στο σπίτι του Σίμωνος του φαρισαίου και στην περίπτωση της γυναίκας, που σύμφωνα με τον νόμο θα έπρεπε να λιθοβοληθή, φέρθηκε κατά τρόπον τέτοιον, που και την ίδια δεν την τσαλάκωσε ως προσωπικότητα, παρά το παράπτωμά της, και στους άλλους υπέδειξε με λεπτότητα, πως δεν ήταν δα και οι ίδιοι τέλειοι προκειμένου να προβούν σε λιθοβολισμό της, ως τάχα αυτοί αναμάρτητοι… Αυτό θα πη λεπτότητα αγάπης και αγάπη κοσμημένη με λεπτότητα, που γοητεύει, που συγκινεί και που, προ πάντων, σώζει…. «θέλεις υγιής γενέσθαι;» (Ιω. ε’ 6). Χρειαζόταν να τον ρωτήση; Γι’ αυτό δεν βρισκόταν στην Κολυμβήθρα του Σιλωάμ; Για να γίνη καλά δεν περίμενε εκεί όλον τον καιρό; Όμως η γεμάτη λεπτότητα αγάπη του Κυρίου του μιλάει έτσι, όπως αρμόζει σε άνθρωπο ελεύθερον και άξιον σεβασμού. Το ίδιο έκανε και στην περίπτωση των δύο τυφλών, που είχαν χαλάσει τον κόσμο με τις κραυγές τους, ζητώντας το έλεος του Κυρίου για την κατάστασή τους. Και όταν τους κάλεσε κοντά Του τους ρώτησε και εκείνους
* * *
Η αγάπη, κατ’ εξοχήν πιστότητα ακολουθήσεως του Ιησού
Από τη στιγμή, που γίναμε χριστιανοί και ιδιαίτερα εν επιγνώσει χριστιανοί, πρέπει να το πάρουμε απόφαση, πως δεν μπορούμε να μείνουμε αργοί πνευματικά. Και το έργο μας είναι η ακολούθηση του Ιησού. Κοντά του δεν θα βρούμε ανάπαυση σωματική ή πνευματική ακολουθώντας Τον. Ο ίδιος διακήρυξε. «ο Πατήρ μου έως άρτι εργάζεται, καγώ εργάζομαι» (Ιω. ε’ 17). Και. «Εμέ δει εργάζεσθαι τα έργα του πέμψαντός με έως ημέρα εστίν. έρχεται νυξ ότε ουδείς δύναται εργάζεσθαι» (Ιω. θ’ 4). Ακολουθώντας επομένως τον Ιησού, κατά πόδας «όπου αν υπάγη», καλούμεθα σε πορεία ευλογημένη, και συγκεκριμένα για την περίπτωσή μας, πορεία αγάπης. Ο Ιησούς είναι η προσωποποιημένη αγάπη του Θεού. «Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον» (Ιω. γ’ 16). Και. «έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε» (Ρωμ. ε’ 8). Ακολουθώντας λοιπόν τον Ιησού, οφείλουμε να τον ακολουθήσουμε χωρίς καμμιά διακοπή στο δρόμο της αγάπης, που ο ίδιος ακολούθησε με κάθε συνέπεια μέχρι τέλους.
Η ακολούθηση του Ιησού δεν είναι μόνο στατική, δηλαδή μόνο συναισθηματική κατάσταση παθητικότητος, αλλά δυναμική και κινητική, έκφρασή της δηλαδή ενεργός και προς τα έξω. Ο Χριστός δεν είναι μόνο η «αλήθεια και η ζωή», αλλά και η «οδός» (Ιω. ιδ’ 6), που πρέπει μέσω του να βαδίσουμε, δηλαδή εκτός των άλλων, κυρίως την αγάπη, που είναι αυτός ο ίδιος. Και όπως αυτός περπάτησε το δρόμο της αγάπης μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού, οφείλουμε και εμείς τον ίδιο δρόμο να ακολουθήσουμε, αγαπώντας, όπως Αυτός.
Δεν είναι βέβαια εύκολος ο δρόμος αυτής της αγάπης. Χρειάζεται πολύ μεγάλη γενναιοψυχία και εξαιρετική «ευηκοΐα», δηλαδή πολύ ευαίσθητο αυτί, ικανό να συλλαμβάνη και να αφουγκράζεται τους στεναγμούς των «πεπεδημένων» από την αμαρτίαν, τους γόους της θλίψεως και τους στεναγμούς του πόνου, τα αγκομαχητά των βαρυφορτωμένων άγχος και αγωνία, αηδία και πλήξη ανθρώπων, έλλειψη νοήματος της ζωής, το δράμα των θυμάτων της ευμαρείας και του δυσβάσταχτου σκοτεινού και καταθλιπτικού φορτίου των παθών και των ποικίλων ασθενειών, που βαραίνοντας τους ώμους πολλών αδελφών μας καθιστούν τη ζωή τους κόλαση. Η ζωή μας ως πιστών πρέπει να αποτελή μια συνεχή παράδοσή μας «εις κατάβρωμα» (Ιουδίθ ι’ 12) στους αδελφούς μας. Πρέπει να προσφερώμαστε στους αδελφούς μας σαν άρτος εις βρώσιν προς ενίσχυση και τόνωση κάτω από το βάρος των δοκιμασιών τους. Αυτό πρέπει να είναι το μέτρο, που με βάση αυτό θα τραβάη ο Θεός κάθε καλό, που βρίσκεται μέσα μας, για να πραγματοποιήται έτσι η έμπονη ακολούθηση του Ιησού στο δρόμο της αγάπης.
Υπάρχει ίσως σε κάποιους η όχι σωστή αντίληψη, ότι δήθεν αρκεί να αγαπούμε εσωτερικά τους άλλους, χωρίς να χρειάζεται να το εκδηλώνουμε εξωτερικά. Όμως αυτή η αντίληψη δεν στέκει με κανένα τρόπο. Η αγάπη του πιστού ακολούθου του Χριστού πρέπει βέβαια να υπερπληροί το εσωτερικό του. Όμως, η αγάπη που εμπνέει και ζητάει ο Κύριος, όπως άλλωστε και κάθε άλλη αγάπη, πρέπει να εκδηλώνεται και εξωτερικά, χωρίς αυτό να σημαίνη επίδειξη, για να είναι η αγάπη όντως αγάπη. Χωρίς πρακτική εκδήλωση αγάπης, η αγάπη μας τελικά καταντά φαντασίωση αγάπης, υποκρισία, καθαρή αυταπάτη. Μόνο που η αγάπη του πιστού πρέπει να είναι απλή, άδολη, διακριτική, κρυμμένη ίσως μέσα στην πεζή πραγματικότητα. Αλλά και αν δεν είναι πρακτικά εξωτερικά εκδηλώσιμη με συνηθισμένους τρόπους, δεν είναι καθόλου ελλιπής σε εξωτερίκευση π.χ. μια αυθόρμητη έκχυση θερμών δακρύων σε ολονύκτια προσευχή αγάπης για κάποια ή κάποιες ψυχές ή για ολόκληρο τον κόσμο. Δεν είναι καθόλου ανάξια λόγου έκφραση αγάπης κρυμμένη σε κάποιες ταπεινές διακονίες, που δεν τραβούν την προσοχή των πολλών, που όμως στην πραγματικότητα μπορεί να αποτελούν υπέροχες πράξεις σπάνιου ηρωισμού και αυταπαρνήσεως.
Έτσι ή αλλιώς η αγάπη είναι ανάγκη να εκφράζεται με συγκεκριμένους τρόπους προς τα έξω. Και επειδή η αγάπη σημαίνει να τη μετρούμε με μέτρο την αυτοαγάπη μας (δεν λέει η εντολή. «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν»;) σημαίνει πως η απόκτηση της αγάπης δεν είναι εύκολη δουλειά ούτε πετυχαίνεται στα γρήγορα σαν μανιτάρι, που μεγαλώνει μέσα σε μια νύχτα. Χρειάζεται κόπος και μόχθος πολύς και αγώνας συνεχής και όχι λίγος χρόνος για την απόκτηση της αγάπης και αυτό όχι με μόνες τις δικές μας προσπάθειες και δυνάμεις, ώστε να γίνη η αγάπη μόνιμη κατάσταση των ψυχών μας και να ακτινοβολή γύρω της ως συνεχής πράξη, όπως ακτινοβολεί ένα στερεό σώμα, που έχει πυρακτωθή ως τα έγκατά του.
Ας μη λησμονούμε πως στα βάθη της ψυχής μας κρύβονται όγκοι καθόλου ευκαταφρόνητοι φιλαυτίας και υπερηφάνειας, που δύσκολα μας αφήνουν να αναγνωρίσουμε, ότι ή δεν ξέρουμε ή δεν μπορούμε να αγαπήσουμε σωστά. Ακριβώς γιατί κάτι τέτοιο συμβαίνει, είμαστε τόσο εύκολοι στην κατάκριση άλλων, ότι δεν έχουν αγάπη. Και όχι σπάνια δίνουμε ένα ευπρεπές όνομα στην κατάκριση για να καλύψουμε την ασκήμια της, αλλά και τη δική μας γυμνότητα από αγάπη.
«ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ»
Ιερομ. Ευσεβίου Βίττη
Εκδοσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»