Ας ευχαριστήσομε χριστιανοί μου, το Θεός που μας έδωσε την ευκαιρία, να συναντηθούμε και πάλι σήμερα για να πούμε και να ακούσουμε τον λόγον του Θεού.
Ο Χριστός μας, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, μας δωρίζει την κάθε μέρα ζωής κυρίως για μετάνοια. Αλλά και για την διόρθωση των λαθών που κάνουμε, γιατί κάνουμε κάθε μέρα λάθη, για να επανορθώσουμε τις ψυχικές μας ζημιές που προκαλέσαμε είτε στον εαυτό μας είτε στους άλλους, για να γίνουμε επιμελέστεροι στην καλλιέργεια των αρετών, για να μπορούμε πιο συστηματικά να διαβλέπουμε τις αδυναμίες μας και τα πάθη μας και έτσι να τα διορθώνουμε, για να αποκτήσουμε και αυτογνωσία των κακιών και τέλος για να πάρουμε πιο σοβαρά, τα θέματα της σωτηρίας της ψυχής μας. Πιο σοβαρά.
Εμείς όλοι και σείς ως λαϊκά μέλη της ποίμνης του Χριστού, και μείς, ως ιερείς και λειτουργοί του Υψίστου, όλοι μας, είχαμε το προνόμιο μέσα απ’ το Άγιο Βάπτισμα, να λάβουμε το μυστήριο της Χάριτος και Σωτηρίας, να βλέπουμε σε κάθε Θεία Λειτουργία το φως το αληθινόν, να πληρούμεθα από την χάριν της Πεντηκοστής, και να κοινωνούμε του Σώματος και του Αίματος του Ιησού Χριστού, εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον, με τη βασική προϋπόθεση ότι περάσαμε από το μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως, για το οποίο σήμερα θα κάνομε ειδικό λόγο, όπως και κάθε μέρα οφείλουμε να περνάμε για να βιώνουμε πνευματικά τη ζωή της μετανοίας.
Όλοι εμείς είμεθα ναός του Αγίου Πνεύματος, από μέσα μας βασιλεύει η Χάρις του Τριαδικού Θεού, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Και αυτή την Τριαδική αίσθηση της Θείας Χάριτος, εφόσον συνειδητά την αποκτήσουμε ή την βιώσουμε, να την μεταδίδουμε με τη ζωή και τα έργα μας, προς τον πλησίον μας, στον συνάνθρωπό μας, στο παιδί μας, στην οικογένειά μας, στο επαγγελματικό και στο κοινωνικό περιβάλλον μας.
Όχι ζήλεια στη ζωή μας. Όχι φθόνο. Και προπαντός μεταξύ των συζύγων όχι υποψίες. Κάθε υποψία είναι και ένας θάνατος. Όχι πονηριές και κακίες. Όχι μίση και εχθρότητες. Όχι θυμούς και νεύρα. Και προπαντός όχι κατάκριση. Όχι φωνές.
Αλλά αντιθέτως πρέπει να προσφέρουμε αγάπη, να μοιράζουμε πίστη, να διδάσκουμε την ταπείνωση, με την ζωή μας βέβαια. Και να μάθουμε να κάνουμε υπομονή. Να καλλιεργούμε την ελπίδα και με την ελπίδα να στηρίζουμε και τον εαυτό μας και τους άλλους.
Αν ο διπλανός μας έχει πέσει, να τον σηκώσουμε με αγάπη. Κάθε αμαρτωλό, γιατί είμαστε πρώτοι εμείς αμαρτωλοί, να συγχωρούμε, διότι αισθανόμαστε την ανάγκη να μας συγχωρείτε και σεις, να συγχωρούμεθα δηλαδή εμείς, ο καθένας μας χωριστά, άρα λοιπόν, αυτή την συγχώρηση, αυτή την αγάπη και την ανεξικακία πρέπει να την μεταδίδουμε και στους άλλους. Τον πληγωμένο να θεραπεύουμε, και τις ανάγκες του να συντρέχουμε και να ελεούμε. Για όλους να προσευχόμεθα, και για τους ζωντανούς και κυρίως για τους πεθαμένους.
Δυστυχώς όμως χριστιανοί μου οι περισσότεροι από μας, δεν βρισκόμαστε στον μαρτυρικό δρόμο του Χριστού. Δεν κάνουμε την οικογένειά μας με τη συμμετοχή όλων, και των συντρόφων μας και των παιδιών μας, και των γονέων ακόμα, και των παππούδων, γιαγιάς και παππού, μια κιβωτό μαρτυρίας, κατά Χριστόν ζωής και μάλιστα ζωής μαρτύρων.
Αν οι μάρτυρες με τα ποικίλα βασανιστήρια που υπέστησαν από τα άγρια θηρία στις αρένες, και από τα φοβερά εργαλεία των δημίων εδόξαζαν τον Θεόν, και έγραψαν ή εγράφησαν τα ονόματά τους στο αιώνιο βιβλίον της ζωής, έτσι και οι χριστιανικές οικογένειες, που οφείλουν να ζουν κατά Χριστόν, – κι εμείς κάνουμε μια προσπάθεια, γι’ αυτό και είστε εδώ, – μαζί με τα παιδιά, με τις νύφες και τα πεθερικά, τους γονείς και τους κουνιάδους, και με τους τόσους τόσους πειρασμούς που μας δέρνουν καθημερινά, όλα αυτά, μαζί με τους πρόωρους παιδικούς ή νεανικούς θανάτους, με τις πολλές καθημερινές στεναχώριες και πιέσεις, θα μπορούσα να πω όλα αυτά είναι και ένα δικό μας μικρό μαρτύριο. Δεν συγκρίνεται βέβαια με το μαρτύριο των αγίων μαρτύρων, αλλά είναι όμως ένα μαρτύριο καθημερινό, συνειδησιακό. Στην έρημο το ονομάζουν μαρτύριο της συνειδήσεως. Ε, και σε μας είναι μαρτύριο λογισμών. Που οι λογισμοί μας κτυπούν αλύπητα, χωρίς να λογαριάζουν τίποτα, γι’ αυτό και χάνουμε πολλές φορές την ψυχική μας ισορροπία, και στεναχωρούμε ο ένας τον άλλον, και προκαλούνται τόσες και τόσες διαστάσεις μέσα σε μια οικογένεια.
Θέλω να πιστεύω ότι όλοι εμείς που βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή μέσα στο ναό, ανήκουμε σε μια ευλογημένη κατ’ οίκον Εκκλησία, την οικογένεια εν Χριστώ, που δίνει και αυτή τον αγώνα της και το μαρτύριό της.
Τώρα να δούμε στην πραγματικότητα αυτό που είπα και πριν, ότι οι περισσότεροι έχουμε παράπονα. Έχουμε ζήλειες και φθόνους, έχουμε κακίες και πονηριές. Δεν χωνεύουμε τον διπλανό μας. Δεν του λέμε καλημέρα, του γυρίζουμε και την πλάτη μας. Αυτά συμβαίνουν και μέσα στο ναό, – συγχωρέστε με αλλά συμβαίνουν. Και συμβαίνουν και όταν βγαίνετε έξω απ’ την Εκκλησία μόλις τελειώσει η Θεία Λειτουργία. Συμβαίνει καμιά φορά και την ώρα που προσέρχεστε να πάρετε αντίδωρο. Και κει θα υπάρξουν γκρίνιες. Και οπωσδήποτε θα φανούν τα πάθη και οι αδυναμίες μας.
Έτσι λοιπόν πώς θα βρούμε ειρήνη; Και ησυχία στην καρδιά μας; Αφού πιστεύουμε ότι φταίνε μόνον οι άλλοι και ποτέ εμείς. Πρόοδος πνευματική, μηδέν.
Θα διαβάσω εδώ ένα γεγονός το οποίον το ’γραψε και το περιοδικό των πολυτέκνων. Υπήρξε κάποιος τελώνης με το όνομα Πέτρος. Κι ήταν αξιωματούχος και πατρίκιος και διοικητής όλης της Αφρικής, επί της εποχής του αυτοκράτορος Ιουστινιανού, γύρω στο 530 μ.Χ. Κάποτε λοιπόν, την ώρα που βάδιζε στο δρόμο, τον πλησίασε ένας ταλαίπωρος ζητιάνος, και του ζητούσε με πολλή επιμονή ελεημοσύνη.
Αλλά κείνος διεκρίνετο για την ασπλαχνία του και την σκληροκαρδία του, και μπροστά στην επιμονήν του, για να τον ξεφορτωθεί, άρπαξε ένα καρβέλι ψωμί που κουβαλούσε ο δούλος του δίπλα, και αυτό το ψωμί, αντί για πέτρα, το πέταξε στο κεφάλι του. Όταν το καρβέλι με το ψωμί έπεσε κάτω, η φραντζόλα όπως θα λέγαμε, το άρπαξε ο πεινασμένος ζητιάνος και έφυγε τρέχοντας. – Και προχθές σ’ έναν κάδο απορριμμάτων, είδα μία νάιλον γεμάτη ψωμί. Πιστεύω ότι κάποτε θα έρθει η ώρα του Θεού να μας τιμωρήσει. – Μετά δύο μέρες ο άσπλαχνος τελώνης, αρρώστησε βαριά, και είδε στον ύπνο του ένα φοβερό όραμα. Είδε ότι κρινόταν ενώπιον του Δικαίου Κριτού, του Χριστού, και τα έργα του ζυγίζονταν σε μια ζυγαριά. Αριστερά του στεκόταν οι δαίμονες, που έβαζαν στην πλάστιγγα όλα τα αμαρτήματά του. Και βέβαια η πλάστιγγα έγερνε αποκλειστικά και μόνον προς τη δική τους πλευρά.
Από την άλλη πλευρά βρισκόταν κάποιοι άγγελοι, αλλά δεν είχαν τίποτα να δώσουν για να βάλλουν στην άλλη πλευρά της πλάστιγγος, κάτι καλό. Τελικά με δισταγμό, ένας άγγελος έβαλε ένα καρβέλι ψωμί, πού ’ταν εκείνο με το οποίον ο άσπλαχνος τελώνης κτύπησε οργισμένος και καταγανακτισμένος το ζητιάνο στο κεφάλι, και μόνον εκείνο το ψωμί, έκανε την πλάστιγγα να γύρει δεξιά. Τότε ο Πέτρος ο τελώνης, συνήλθε από το όραμα συγκλονισμένος, κατάλαβε την αξία και την δύναμιν, της πίστεως εις τον Χριστόν, που δίδαξε το «μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται», και αμέσως διέθεσε όλα του τα πλούτη στους φτωχούς, παλαιότερα σαν τον Ζακχαίο τον τελώνη, ή τον μετέπειτα Ματθαίο – και αυτός τελώνης και Ευαγγελιστής, – ακόμα και τα ενδύματά του. Σε κάποιο άλλο όνειρο, όραμα, τι ήταν, είδε τον Χριστό να φοράει τα ρούχα του, αφού κι αυτά τα διέθεσε για ελεημοσύνες. Και έτσι μη έχοντας τίποτε άλλο, πουλήθηκε ως δούλος σε έναν χρυσοχόο, και τα χρήματα που πήρε τα έδωσε και αυτά σε ελεημοσύνη στους φτωχούς. Αλλά επειδή κινδύνευε να γνωριστεί ποιος ήταν, ήθελε να φύγει απ’ τον κύριό του, ο οποίος βέβαια είχε ως θυρωρό έναν κωφάλαλο. Απευθύνθηκε λοιπόν σ’ αυτόν, μη γνωρίζοντας ότι είναι κωφάλαλος, και τον παρακαλούσε στο όνομα του Ιησού Χριστού, του έλεγε «σε παρακαλώ, άνοιξέ μου την πόρτα». Τότε έγινε και άλλο θαύμα. Άνοιξαν τα αυτιά και η γλώσσα του κωφαλάλου, του βουβού, ο οποίος περιχαρής άνοιξε την πόρτα και ο δούλος έφυγε. Τελικά κατέφυγε στα Ιεροσόλυμα, και από κει στην Κωνσταντινούπολη, όπου και απεβίωσε στην συνοικία Βόσου, όπου ήταν και το σπίτι του.
Από το συναξάρι του μηνός Ιανουαρίου, στις είκοσι Ιανουαρίου, μαζί με την μνήμη του Οσίου Ευθυμίου του μεγάλου, τιμάται και η μνήμη του μακαρίου Πέτρου του τελώνου. Όταν δίνουμε κάποια ελεημοσύνη ας θυμώμεθα και λιγάκι και αυτόν τον τελώνη, και το πεταμένο ψωμί, το οποίο εκσφενδονίστηκε στο κεφάλι του ζητιάνου, και παρόλον που έχομε το «ιλαρόν γαρ δότην αγαπά ο Θεός», εν τούτοις όμως και αυτό το έλαβε υπόψιν του, αφού αμοίβει και την προσφορά ενός ποτηριού ψυχρού ύδατος.
Ο Απόστολος Παύλος σε μια του επιστολή προς τον Τιμόθεο, μας λέγει ότι σ’ αυτές τις ημέρες που ζούμε, εν ταις εσχάταις ημέραις, λίγο πολύ πιστεύουμε ότι είναι και οι τελευταίες μας, αυτά δεν τα γνωρίζει κανένας, αλλά από το διάχυτο κακό που βλέπουμε γύρω μας, πιστεύουμε ότι είναι αυτές οι τελευταίες, αν και κανένας δεν μπορεί επαναλαμβάνω, δεν τις γνωρίζει, διότι οι τελευταίες αυτές μέρες μπορεί να κρατήσουν εκατό χρόνια και διακόσια και δεν ξέρω πόσα άλλα. Λέει, στήσονται, θα παρουσιαστούν, καιροί χαλεποί, δύσκολοι καιροί, και φοβερές καταστάσεις και καταστρεπτικές συνέπειες για τους ανθρώπους,
διότι αυτοί οι άνθρωποι θα είναι φιλάργυροι, γι’ αυτό το διάλεξα αυτό το κομμάτι από την Αγία Γραφή, διότι τονίζεται η λέξη απ’ τον Απόστολο Παύλο, στις μέρες μας οι άνθρωποι θα είναι φιλάργυροι.
Θάναι βέβαια και φίλαυτοι. Θα αγαπούν πολύ τον εαυτό τους, την καλοπέρασή τους, και σήμερα με τα πλούσια μέσα που μας δίδονται και παρέχονται, – μας τα προσφέρει ο τεχνικός πολιτισμός, – παραγίναμε φίλαυτοι και αλαζόνες και υπερήφανοι.
Κατόπιν λέει ότι θα είναι οι άνθρωποι βλάσφημοι. Και σ’ αυτό έχουμε δυστυχώς προνόμιο. Οι Έλληνες ειδικότερα, να βρίζουμε τα θεία, τα ιερά και τα όσια της πίστεώς μας.
Γονεύσι απειθείς. Μα οι περισσότεροι έχουμε παιδιά, έτσι δεν είναι; Διαπίστωση λοιπόν ότι τα παιδιά μας είναι ανυπάκουα. Είναι αντάρτες μέσα στο σπίτι τις περισσότερες φορές.
Θα συναντήσουμε και επίσης και την αχαριστία. Την είδε ο Χριστός, στο πρόσωπο των δέκα λεπρών, «οι δε εννέα που»; φοβερό πράγμα η αχαριστία στον άνθρωπο.
Οι άνθρωποι δε θα είναι τότε ανόσιοι, δηλαδή ασεβείς, θα είναι άστοργοι, χωρίς στοργή μέσα τους και τρυφερότητα, χωρίς συμπάθεια σ’ αυτούς που ψήνονται στο κρεβάτι του πόνου, και βλέπω εδώ μια κάρτα, η οποία έχει κάνει η Αρχιεπισκοπή Αθηνών, με υπηρεσία εθελοντικής διακονίας ασθενών και με φωτογραφία. Του ανθρώπου αυτού του οποίου εάν θέλει να χρησιμοποιήσει κάποιο κενό χρόνο από την περίοδο αυτή είτε την συνταξιοδοτική, είτε κάποια άλλη και έχει λίγο χρόνο, ένα Σαββατοκύριακο, μια Δευτέρα, μια Τετάρτη, δεν ξέρω ποιά άλλη μέρα, εφόσον πάρει και τα ειδικά μαθήματα αυτής της ειδικής σχολής, απ’ την Αρχιεπισκοπή Αθηνών, παίρνει και αυτήν την ταυτότητα, και με την βοήθεια βέβαια των μαθημάτων από τον Ερυθρό Σταυρό, μπορεί να προσφέρει ελεύθερα, χωρίς να γίνει παρεξηγήσιμος, σε κάποιο νοσοκομείο, υπηρεσία. Έτσι να προσφέρει τη στοργή του. Ασθενής ήμην, λέει και επισκέψασθέ με, να λοιπόν, μία ευκαιρία όσοι θέλετε μπορείτε να πάρετε πληροφορίες και να τις χρησιμοποιήσετε.
Θα είναι οι άνθρωποι ακόμα άσπονδοι, αδιάλλακτοι δηλαδή και πεισματάρηδες λέει, – είμαστε πεισματάρηδες, – και γω είμαι πεισματάρης.
Διάβολοι, δηλαδή εκείνοι που διαρκώς διαβάλλουν με κακία, διαβολή, συκοφάντες, ε;
Ακρατείς, άσωτοι δηλαδή, και η ασωτία αρχίζει από μικράς ηλικίας, τα βλέπουμε τώρα από τα Δημοτικά σχολεία, φοβερό,
ανήμεροι, άγριοι, σαν τα θηρία,
αφιλάγαθοι, προδότες, αυθάδεις, – και σε ποιους δεν είμαστε, ιδίως οι μικρότεροι προς τους μεγαλύτερους, αλλά και μεταξύ μας,
τετυφωμένοι, δηλαδή φουσκωμένοι από τον εγωισμό, ξερόλες, τα ξέρουμε όλα,
φιλήδονοι μάλλον ή φιλόθεοι, θα αγαπούν τότε τις ηδονές και τις σαρκικές απολαύσεις περισσότερο από τον Θεόν,
και τέλος θα κρατούν μερικούς τύπους, ενώ την δύναμιν της πίστεως που εκδηλώνεται με έργα μετανοίας θα την αρνούνται.
Άνθρωποι κατεφθαρμένοι στον νουν και αδόκιμοι περί την πίστιν, με σαπισμένο το μυαλό, δηλαδή, και άθλιοι και ανάξιοι της πίστεως προς τον Χριστόν.
Όλη αυτή η μικρή ανάγνωσις είναι από την δευτέραν προς Τιμόθεον επιστολήν, κεφάλαιον τρίτον, στίχοι 1-6.
Γι’ αυτό και η εντολή του Χριστού προς όλους μας, και όταν άρχισε ακόμα το Ευαγγέλιό Του, αλλά και μέχρι σήμερον είναι το ένα και το αυτό. «Μετανοείτε! Μετανοείτε, ήγγικεν γαρ η Βασιλεία των Ουρανών».
Τι είναι μετάνοια; Μετάνοια είναι το μυστήριον με το οποίον συγχωρούνται από εντεταλμένο πνευματικό ιερέα, και πολύ περισσότερο απ’ τον Επίσκοπο, όλες οι αμαρτίες που έγιναν μετά το Άγιον Βάπτισμα. Προϋπόθεσις του μυστηρίου είναι η ειλικρινής εξαγόρευσις των αμαρτιών μας. Είτε αυτές οι αμαρτίες έγιναν εν λόγω ή εν έργω, ή έγιναν κατά νουν, περί κατά διάνοιαν, εν γνώσει ή εν αγνοία, εκουσίως ή ακουσίως, όπως το τονίζουμε και στην συγχωρητική ευχή, εν παραβάσει και παρακοή, και ιδιαιτέρως βέβαια υπό κατάρα και αναθεματισμούς, αν τους δώσαμε και αν τους πήραμε. Μετάνοια σημαίνει, αλλάζω στάση απέναντι στο Θεό. Ρώτησαν τους πατέρες, α, και ρωτείστε και τώρα, οι γεροντάδες απ’ τ’ Άγιον Όρος, και ρωτήστε τους, με μία λέξη τι θα πεί «μετάνοια»; Θα πεί αλλαγή στάσις ζωής. Δεν επαναλαμβάνω την αμαρτία που έκαμα το πρωί ή χθές. Σημαίνει ακόμα τη βαθιά συναίσθηση, ότι είμαι ανεπαρκής για να σώσω από μόνος μου τον εαυτόν μου, – δεν μπορώ να τον σώσω – , και γι’ αυτό το λόγο αναζητώντας την λυτρωτική Χάρη του Αγίου Θεού, πέφτω στα πόδια του πνευματικού πατρός, πέφτω μπροστά στο πετραχήλι του, και παρακαλώ για την άφεση των αμαρτιών και την λύτρωσή του. Επιθυμώ με όλη μου την καρδιά, να επανασυνδεθώ με τον Θεόν, διότι ζω αυτήν την διάσταση μέσα μου. Ζω αυτόν τον χωρισμό. Έχω βάρος, έχω ενοχές.
Ιδρυτής του μυστηρίου είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο οποίος είπε στους Αποστόλους, «Λάβετε πνεύμα άγιον, αν τινών αφείτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τινών κρατείτε, κεκράτεινται». Και με απλά λόγια, σ’ όποιους ανθρώπους χριστιανούς, συγχωρείτε εσείς τις αμαρτίες τους, θάναι συγχωρεμένες και από τον Θεό Πατέρα. Σε όσους όμως τις κρατάτε άλυτες και δεσμευμένες, διότι δεν ήρθαν να ζητήσουν συγχώρεση και συγγνώμην, θα μένουν αιώνια ασυγχώρητες.
Τώρα, πόση συναίσθηση έχουμε ότι είμεθα αμαρτωλοί, αυτό ο καθένας μας το γνωρίζει. Τις περισσότερες φορές πιθανόν, -συγχωρέστε με- να το ψιθυρίζουν τα χείλη μας. Ερχόμεθα στον πνευματικό και λέμε είμεθα αμαρτωλοί. Θέλω αυτό το «είμεθα αμαρτωλοί» που το λέμε, να το λέμε με συναίσθηση και πόνο. Όντως είμεθα αμαρτωλοί. Μπορεί να μην έχουμε το άλφα ή το βήτα, συγκεκριμένο βαρύ ή θανάσιμο αμάρτημα, αλλά έχουμε όμως αμάρτημα. Και αμαρτάνουμε και με τα μάτια μας, αμαρτάνουμε και με τα αυτιά μας, αμαρτάνουμε και με την αφή μας, αμαρτάνουμε και κυρίως με τον λόγο μας και με την γλώσσα μας.
Μια κυρία ογδόντα έξι ετών επισκέφθηκε ένα μοναστήρι. Διαπίστωσαν λοιπόν, στην όλη της συμπεριφορά, και στον τρόπο της, που συνοδεύετο από τον γιό της, εξήντα δύο ετών, διανοητικώς ανάπηρον, διαπίστωσαν ότι αυτή είχε Χάριν Θεού. Και σαν μοναχές δεν έπρεπε να κάνουν αυτή την ερώτηση που έκαναν, αλλά εν τούτοις όμως την έκαναν, διότι ο άνθρωπος της Θείας Χάριτος, φαίνεται, διακρίνεται, οσφραίνεται, μυρίζεται, τον καταλαβαίνεις τον άνθρωπο όταν έχει Χάριν Θεού. Και θέλεις να ακούσεις ένα λόγο. Τη ρώτησαν λοιπόν, «Πώς θα σωθούμε; »
Η απάντησή της ήταν έτσι, ε, και λόγω ηλικίας, δεν είχε και δόντια, ψεύδιζε λιγάκι, αλλά ήταν η εξής: «Στην έρημο».
-Καλά εμείς είμαστε μοναχές. Είμαστε στην έρημο, μακριά απ’ τον κόσμο. Αλλά εδώ, από το πλήθος αυτών των ανθρώπων εδώ, όλοι μας δηλαδή, κληρικοί, λαϊκοί, και μοναχοί, πώς θα σωθούμε;
– Στην έρημο.
– Τι θα πει στην έρημο;
– Μάτια έχετε και να μη βλέπετε. Αυτιά έχετε και να μην ακούτε. Στόμα έχετε και να μην μιλάτε.
Τα ίδια αυτά λόγια, κατά, μπορώ να πω σύμπτωση, κατά θείαν χάριν, κατά θείαν πρόνοιαν, την προηγουμένη ημέρα, τα είχα διαβάσει στο Μέγα Μακάριο. Ακριβώς τα ίδια. Ότι η σωτηρία έγκειται στο πως βλέπει ο άνθρωπος, που έχει μάτια αλλά να μην βλέπει το κακό παρά μόνον το καλό. Που έχει αυτιά αλλά να μην ακούει το κακό, παρά μόνον το καλό και το αγαθό. Και νάχει στόμα, που νάναι γλυκό, γεμάτο καλοσύνη και ευγένεια, που δεν την έχουμε.
Καλοσύνη, γιατί το στόμα μας καμιά φορά γίνεται, βγάζει δηλητήριο φιδιού, «ιός ασπίδος», όπως λέει ο αδελφόθεος Ιάκωβος. «Ιός ασπίδος», δηλητήριο φιδιού δηλαδή.
Κατακρίνουμε, πολύ εύκολα κατακρίνουμε. Να προσέχουμε λοιπόν την κατάκριση, κι αν δεν έχουμε τίποτα να πούμε, τουλάχιστον να πούμε, δε βλέπουμε σωστά. Κι όταν δεν βλέπουμε σωστά, αμέσως ο νους μας κατακρίνει.
Παρεξηγούμε χίλιες δυο φορές αυτά που βλέπουμε κι αυτά που ακούμε, κι έτσι αμαρτάνουμε. Και κολάζουμε και τον άλλον. Επομένως τις περισσότερες φορές, να προσέχουμε, κι άμα προσέχουμε και ειδικότερα προσέχουμε τους λογισμούς μας, στους οποίους λογισμούς, στις σκέψεις, να βάζουμε μόνο το καλό και το αγαθό, διότι ό,τι σκεπτόμεθα είμεθα.
Παρατηρείστε τις σκέψεις μιας ημέρας, αν μπορείτε να τις καταγράψετε. Να πείτε, σήμερα τι σκεπτόμουνα όλη την ημέρα; Τι σκεπτόμουν; Ε, αυτό που σκεπτόσουνα όλη την ημέρα, αυτό είσαι. Πόσες προσβολές δαιμονικές δέχτηκες; Σε πόσες έδωσες συγκατάθεση. Που ταξίδευε ο νους; Ποια ήταν η συμπεριφορά του νου, απέναντι στο σύντροφο, στα παιδιά, στην κοινωνία, στο περιβάλλον, στις δουλειές που έκαμα, στην αρρώστια που έχω, στον πόνο που με δέρνει και με καταβάλλει, στην ανεργία η οποία με κατατρέχει, στα οικονομικά ή δεν ξέρω ποια άλλα προβλήματα.
Για καθίστε να τα σκεφτείτε λιγάκι, να δείτε πόσο έρμαια είμεθα των λογισμών μας και των σκέψεών μας; Έρμαια καταστροφής, προσωπικής καταστροφής.
Γι’ αυτό λοιπόν πρέπει να αποκτήσουμε επίγνωση της αμαρτωλότητός μας. Οι περισσότεροι, αυτά που είπα τα αγνοούμε, ή κάνουμε πως τα αγνοούμε. Κι έτσι το μυστήριο της μετανοίας και της Ιεράς Εξομολογήσεως ή περιφρονείται ή δεν δίδεται σ’ αυτό τη βαρύτητα που χρειάζεται και είναι απαραίτητη για τη σωτηρία μας.
Εν τούτοις όμως αυτός ο θείος θεσμός, του μυστηρίου της μετανοίας και της Ιεράς Εξομολογήσεως, αποτελεί μία από τις πηγές σωτηρίας του ανθρώπου.
Μας το βεβαιώνει η δίψα και η αίσθησις ανάγκης της ψυχής, με την οποίαν προστρέχουν πολλοί άνθρωποι, κάθε εποχής και κάθε τάξεως, μορφώσεως, ηλικίας, και φύλου στην Ιερά Εξομολόγηση, ιδίως όταν είναι για πρώτη φορά.
Αυτό το πρώτη φορά, είναι πράγματι ένα συγκλονιστικό μυστήριο τη στιγμή εκείνη μέσα στο Ιερό Εξομολογητήριο.
Η μετάνοια βέβαια και η εξομολόγηση στην Παλαιά Διαθήκη εθεωρείτο μια απλή αρετή. Στην Καινή Διαθήκη τα πράγματα αλλάζουν. Για μας τους Ορθοδόξους χριστιανούς είναι από τα μυστήρια της σωτηρίας. Γι’ αυτό λοιπόν πρέπει να προσέχουμε. Και το έργο το αγαθό θα το φτιάξουμε, και την εντολή θα τηρήσουμε, και την αρετή θα καλλιεργήσουμε, αλλά στο τέλος όμως πρέπει να μάθουμε να εκκλησιαζόμεθα, να μελετάμε το Ευαγγέλιο, να εξομολογούμεθα, κι όταν μας το επιτρέπει η Εκκλησία να κοινωνούμε και των Αχράντων Μυστηρίων. Διαφορετικά το τραίνο της αιωνιότητος θα το χάσουμε. Η μετάνοια σώζει όταν αυτή οδηγεί στη Θεία Κοινωνία. Που επαναλαμβάνω, δίδεται εις άφεσιν αμαρτιών, και εις ζωήν αιώνιον.
Η Εξομολόγησις που γίνεται με συντριβή και δάκρυα είναι ανανέωσις του Αγίου Βαπτίσματος, γι’ αυτό καλείται και λουτρό δακρύων ή δεύτερο βάπτισμα. Είναι η συμφωνία με τον Θεόν Πατέρα, δια μέσου του πνευματικού, ιερέως, εξομολόγου, για μια καινούργια ζωή. Είναι η πρώτη καλή αρχή για ταπείνωση.
Η μετάνοια είναι υπόθεση ολόκληρης ζωής, διότι όσο ζούμε, αμαρτάνουμε. Γι’ αυτό και η αρχή μιας νέας εν Χριστώ ζωής είναι η μετάνοια.
Θα ήθελα να σας θυμήσω τον όσιο Αβράμιο με την ανιψιά του. Ασφαλώς θα το έχετε διαβάσει πολλές φορές στο γεροντικό, – όσες φορές το ανοίγετε.
Πληροφορήθηκε λοιπόν ότι η ανιψιά του, στην πόλη της Αλεξάνδρειας, κατήντησε σε οίκο ανοχής και έγινε και πόρνη. Ήθελε ο καημένος να τη σώσει. Γι’ αυτό και δεν δίστασε να πάει έξω από αυτό το κακόφημο σπίτι. Και τη ζήτησε λοιπόν. Και κείνη κατέβηκε. Συγκλονίστηκε βέβαια όταν τον είδε, το άρωμα της ευσεβείας και της αγιότητος και της ερήμου, που έβγαζε το ασκητικό εκείνο σώμα του αγίου αυτού, απλώθηκε και στην ψυχούλα της, η οποία βέβαια ήτο βεβαπτισμένη χριστιανή, αλλά είχε ξεπέσει στην αμαρτία, συγκλονίστηκε, και ήρθε η ώρα της μετανοίας.
Στον καθένα άνθρωπο λειτουργεί με διαφορετικό τρόπο. Έτσι λειτούργησε και σ’ αυτήν. Αλλά ο Αβράμιος ήτανε μοναχός, δεν ήταν ιερεύς.
Λέει, – πως θα σωθώ;
Λέει, – να με ακολουθήσεις, με σκοπό βέβαια να την εγκαταστήσει σε καμιά γυναικεία αδελφότητα εκείνης της εποχής,
Λέει, – πήγαινε, λέει, να βάλεις τα παπούτσια σου,
– όχι, λέει, να μην μπω ξανά μέσα, γιατί αν ξαναμπώ μέσα, μπορεί να μη βγω. Γι’ αυτό θα σε ακολουθήσω όπως είμαι. Και με τα ρούχα αυτά τα αραχνοΰφαντα, μ’ αυτά.
– Αλλά, λέει, για να μην μας παρεξηγούν στο δρόμο, θα βαδίζεις δεκαπέντε – είκοσι μέτρα πίσω, εγώ μπροστά και συ πίσω. Και πράγματι λοιπόν έτσι έγινε, βγήκαν από την πόλη, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των περαστικών, και των πολιτών, της πόλεως της Αλεξανδρείας, βγήκαν έξω απ’ την πόλη, και προχωρούσαν όλη την ημέρα μέσα από τα στενά – και βέβαια ο δρόμος δεν ήταν άσφαλτος, ούτε στρωμένος με σανιδάκια, με έπιπλα, δρόμος κακοτράχαλος ήτανε. – γεμάτο αγκάθια, πέτρες, βράχια, τριβόλια, – τελικά βράδιασε, της είπε πέσε εδώ να ξαπλώσεις, και γω θα πάω πολύ πιο κάτω και το πρωί ξεκινάμε.
Το πρωί διαπίστωσε ότι η ανιψιά του ήταν νεκρή.
Σώθηκε ή δεν σώθηκε; Ήταν το ερώτημα του αγίου.
Ύστερα από διαδικασίες βέβαια, αφού φώναξαν, πήραν το σώμα της και τα λοιπά, να το κηδέψουν και να το θάψουν, εγένετο προσευχή από τους πατέρες της σκήτης, και διαπίστωσαν ότι η ψυχή της ανέβηκε ως νύμφη Χριστού στη Βασιλεία των Ουρανών. Γιατί; Γιατί είχε πεθάνει επειδή είχαν ματώσει τα πόδια της, προκάλεσαν τόση αιμορραγία καθ’ όλην τη διάρκεια της νυκτός, ώστε μέχρι τα ξημερώματα να είχε πεθάνει από αυτήν την αιμορραγία.
Ελογίσθη λοιπόν ως μαρτύριον, γι’ αυτό και δοξάζεται από την Εκκλησία μας.
Βλέπουμε λοιπόν κι έναν άλλον τρόπον, με τον οποίον ο Θεός δέχεται την μετάνοιά μας, εφόσον απεστράφη το κακόν και την αμαρτία, και ακολούθησε το δρόμο της σωτηρίας.
Δεν ξέρουμε τι είπε στο δρόμο… Δεν εγένετο βέβαια, δεν εδιαβάστηκε η λεγομένη συγχωρητική ευχή, ίνα ακολουθηθεί η διαδικασία του ιερού μυστηρίου της Ιεράς Εξομολογήσεως, εν τούτοις όμως ο Θεός έκανε δεκτή αυτήν την προσφορά αυτής της κοπέλας, της αγίας.
Έτσι λοιπόν και μείς που έχουμε όμως τη συναίσθηση, όταν βαρέως ασθενήσουμε, να προσπαθήσουμε να βρούμε τον γιατρό και να πάμε να του ζητήσουμε το φάρμακο της θεραπείας. Ακόμα και αν είμαστε παράλυτοι, η μετάνοια θα μας σηκώσει. Διότι η μετάνοια κάνει θαύματα.
Τα αισθητά σημεία του μυστηρίου είναι
– πρώτον η ειλικρινής εξαγόρευσις των αμαρτημάτων μας που έγιναν είτε με έργα είτε με λόγους είτε με σκέψεις είτε με εσωτερικές διαθέσεις, ταραχές και επιθυμίες, είτε με πολλές πολλές υποψίες, είτε εν γνώσει είτε εν αγνοία, είτε με τη θέλησή μας, είτε καμιά φορά αθέλητα, όπως μας παρασέρνει η διεφθαρμένη φύσις μας. Διότι ο άνθρωπος και ο βαπτισμένος, εκ νεότητος αυτού, ρέπει προς τα πονηρά. Επαναλαμβάνουμε το του Παύλου, που πολλές φορές «ό μισώ», λέει, «τούτο πράσσω», διότι βρίσκεται μέσα στα μέλη μου, ο νόμος της σαρκός, ο νόμος της φθοράς, ο νόμος του θανάτου, που αντιστρατεύεται στον νόμον του νοός, και στον νόμον της θείας Χάριτος και σωτηρίας.
Τα ενδεικτικά σημεία της αληθινής μετανοίας είναι η συντριβή, η εσωτερική. Πολλές φορές συντριβόμεθα, στενάζουμε, και κλαίμε κατά την διάρκειαν της νυκτερινής μας ή κατ’ ιδίαν προσευχής, ή όταν θάρθουμε μπροστά σε μια ιερά εικόνα μέσα στο ναό και είμαστε μόνοι μας, και μπορεί να μην το έχουμε αυτό στην ιερά εξομολόγηση την ώρα της εξαγορεύσεως. Φαίνεται όμως. Και μια απόφαση που πρέπει να πάρουμε, ότι πρέπει να αρχίσουμε καινούργια ζωή, καινούργιο τρόπο ζωής, να αποστραφούμε ό,τι κακό μέχρι σήμερα μας γονάτιζε.
– Δεύτερο αισθητό σημείο αυτού του μυστηρίου είναι η επίθεσις των χειρών και του πετραχηλίου, του εξομολόγου ιερέως στο κεφάλι του εξομολογουμένου, και
– Τρίτον είναι η συγχωρητική ευχή. Μόλις διαβαστεί η συγχωρητική ευχή, αμέσως μεταδίδεται η λυτρωτική Θεία Χάρις, η οποία καθαρίζει τον άνθρωπον από κάθε μολυσμό, από κάθε αμαρτία, και τον κάνει λευκότατον, όπως ακριβώς εξήλθε από την κολυμβήθρα του Βαπτίσματος. Αρκεί η εξομολόγησίς του να ήτο ειλικρινής, αληθινή. Η Θεία Χάρις ξεσκοτίζει την καρδιά, ξαναδυναμώνει τη θέληση, φωτίζει το νου, τον συμμαζεύει, που είναι διαρκώς διασκορπισμένος, προκαλεί συντριβή, καλλιεργεί τη συνεχή μετάνοια, και επανασυνδέει πολλές φορές τον άνθρωπο με τα μυστήρια. Δηλαδή, επαναλαμβάνω ότι συγχωρούνται όλες οι αμαρτίες, μικρές και μεγάλες, θανάσιμες ή συγγνωστές. Εκτός βέβαια από την αμαρτία εκείνη που είναι κατά του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή, η αμετανοησία. Όποιος δεν μετανοεί, δεν συγχωρείται. Μπορεί να του διαβαστούν εκατό ευχές, και αρχιερατικές, αλλά εφόσον δεν μετανοεί, δεν συγχωρείται.
Θέλω να σας διαβάσω κάτι για το σπουργιτάκι του Θεού. Για την Αγία των δρόμων. Που μια κοσμική εφημερίδα είχε αφιερώσει λίγα λόγια όπως ακριβώς τα περιγράφει μία οδοντίατρος, και θα ήθελα αυτό να σας το διαβάσω. Έχει σχέση πάρα πολύ με όλα όσα είπαμε μέχρι σήμερα.
Ήταν με την θέλησή της άστεγη, ζούσε στους δρόμους, κοιμόταν τα βράδυα, χειμώνα-καλοκαίρι, στα παγκάκια, στα υπόστεγα, στα σαλόνια των νοσοκομείων, όπου έκανε και αγαθοεργίες και ήταν γεμάτη αγάπη προς τον Θεόν, τους αγίους και τους δυστυχισμένους ανθρώπους. Δεν ήθελε να την επαινεί κανείς, και όταν την επαινούσαν, έκανε την «χαζή» και τη σαλή.
Καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη, είχε λάβει πολύ καλή παιδεία, και χειριζόταν άριστα τρείς γλώσσες, την Ελληνική, την Γαλλική και την Ιταλική.
Για τους πιο πολλούς εργαζομένους, γιατί δούλευε σ’ ένα εργοστάσιο, ήταν «η Στέλλα η χαζή». Όταν όμως έστηνες το αυτί να ακούσεις τι μουρμούριζε με το στόμα της, έλεγε συνεχώς «Δόξα σοι, ο Θεός, Δόξα σοι, ο Θεός, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». «Δόξα σοι, ο Θεός, Δόξα σοι, ο Θεός, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον ημάς».
Η αλήθεια είναι πως πολύ νωρίς κατάλαβα, διηγείται η οδοντίατρος, ότι αυτή η κυρία Στέλλα, η Στελλίτσα των ογδόντα ετών, δεν ήτανε ούτε χαζή ούτε τρελή, απλώς έκανε.
Είχε ένα και μικρό ποσό σύνταξης απ’ την εργασία της, 441 ευρώ, το οποίο το μοίραζε στους φτωχούς, στους φυλακισμένους. Υπάρχουν μάρτυρες ακόμα, από κείνους οι οποίοι κάνουν εξωτερική ιεραποστολή, ότι έδινε και σ’ αυτούς ποσά, απ’ τη σύνταξή της, μικρά η μεγάλα δεν έχει σημασία, αλλά τα έδινε.
Και έτσι όταν τελείωναν τα χρήματά της ζούσε στα παγκάκια, στα υπόστεγα, στα ερημοκκλήσια όταν τα εύρισκε ανοιχτά, κάτω από σκάλες και μέσα σε εγκαταλελειμμένες οικοδομές. Μου το εμπιστεύθηκε, πολλά βράδια κοιμόταν ακόμα και σε σαλόνια νοσοκομείων, καλύτερα να πούμε ότι προσποιόταν ότι κοιμόταν, γιατί όταν ησύχαζε το νοσοκομείο, σηκωνόταν, και έτρεχε σε μοναχικούς ασθενείς που ζητούσαν βοήθεια, και μια πάπια – συγχωρέστε με – και δεν ξέρω τι άλλο ζητούσαν, και είχαν ανάγκη από βοήθεια και τους συνέτρεχε όλους, σε όλες τις ανάγκες, και τους μιλούσε για το Χριστό, για τη σωτηρία της ψυχής, για μετάνοια και για Θεία Κοινωνία. Αλλά όταν όμως καταλάβαινε ότι κάποιο τρίτο πρόσωπο την αντιλαμβανόταν, τότε έκανε τα παλαβά της. Κάποια φορά ενώ την σκεπτόμουν με συμπόνια, πώς γυρνάει σαν σπουργιτάκι στους δρόμους, ξαφνικά με κοιτάζει και μου λέει, «μη στεναχωριέσαι», είναι θέλημα Θεού να κοιμάμαι στα παγκάκια», – διάβασε τον λογισμό της, και πως τον διάβασε; –
«Είμαι πολύ καλά και είμαι ευτυχισμένη, ξέρεις εκεί στα παγκάκια ράβω και τα ρούχα μου. Να το Πάσχα πέρασα πολύ ωραία, το ’βγαλα σ’ ένα παγκάκι. Το Μεγάλο Σάββατο με λίγα ευρώ πήρα ένα κομμάτι αρνάκι, το ’βαλα σ’ ένα ταψάκι που βρήκα στο δρόμο από μπακλαβά, το έδωσα στο φούρνο και μου το έψησαν. Το έκρυψα στο παγκάκι μου, και την άλλη μέρα έκανα Πάσχα εκεί, χαρούμενη και ευτυχισμένη, γιατί ο Ιερέας το βράδυ, στην Πασχαλιάτικη Θεία Λειτουργία, μοίρασε κόκκινα αυγά, και έτσι πήρα και γω ένα. Να μη στενοχωριέσαι, είμαι πάντοτε κάτω από τη σκέπη της Παναγίας μας».
Κάποτε μου είπε: «Μηλίτσα μου», – φαίνεται η οδοντίατρος λεγόταν Μηλίτσα – «εγώ θα πεθάνω στους δρόμους μόνη μου. Κανένας δεν θα μάθη, κανένας». Αυτό με πόνεσε πολύ και της είπα με απαίτηση: «Στελλίτσα μου, σε παρακαλώ θέλω να το μάθω. Θέλω να μάθω το φευγιό σου».
«Θα το μάθης, θα το μάθης», αλλά από τότε εξαφανίστηκε.
Το σπουργιτάκι του Θεού, η κυρία Χρυσούλα, έμαθε ότι στις 3 Ιουνίου του 2005, στις έξι και δέκα, κοντά στο σπίτι της, σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα μια γυναίκα αγνώστων στοιχείων. Τα πουλιά δεν έχουν ονόματα, και ο θάνατος ήταν ακαριαίος. Όλη η έρευνα απέδειξε ότι αυτή ήταν η Στέλλα, η Στελλίτσα των δρόμων, η Στελλίτσα των παγκακίων, η Στελλίτσα της αγάπης. Ενώ διέσχιζε το δρόμο, την παρέσυρε ένα αυτοκίνητο και την σκότωσε. Εθάφτηκε βέβαια, ήταν αγνώστων στοιχέιων, για πολύν καιρό έμεινε στο νοσοκομείο και στο νεκροτομείο, τελικά εθάφτηκε χωρίς νεκρώσιμη ακολουθία, μόνον ένα τρισάγιο, – έγιναν αργότερα αυτά. Ο τάφος της είναι στου Ζωγράφου. Και έχει το νούμερο 8915.
Αυτή είναι η ζωή της αληθινής μετανοίας και της αγιότητος. Και μεις συνεχώς, διαρκώς παραπονούμεθα και γκρινιάζουμε πότε για το ένα και πότε για το άλλο. Και δεν δοξάζουμε τον Θεόν, γιατί αναπνέουμε ακόμα.
Γιατί μπορούμε «Δόξα σοι ο Θεός, Θεέ μου συγχώρεσέ με τον αμαρτωλό» ή «Θεέ μου συγχώρεσέ με την αμαρτωλή».
Πολλά μας λέγουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, αλλά ήδη συμπληρώσαμε μία ώρα ομιλίας.
Εύχομαι η αγάπη του Θεού, νάναι πάντοτε μαζί σας, και έμπρακτα να ζούμε πλέον τη μετάνοια, αλλά και την πίστιν εις τον Χριστόν, και κυρίως προσέχοντας τις αισθήσεις μας και τις σκέψεις μας, και την εν γένει συμπεριφορά μας, ειδικότερα μέσα στο σπίτι, και όσοι από μας εργαζόμεθα, να την προσέξουμε την συμπεριφορά μας, και τους τρόπους μας, και την εν γένει χριστιανική μας διαγωγή και αγωγή στον πλησίον μας, στον κάθε πλησίον μας.
Και επειδή η εντολή είναι «μη λυπείτε το Πνεύμα το Άγιον», ας φροντίζουμε τουλάχιστον να μην προσφέρουμε λύπη στους δικούς μας ανθρώπους, αν όχι τουλάχιστον στους ξένους, στους δικούς μας ανθρώπους, στον άντρα μας, στη γυναίκα μας, στα παιδιά μας, στους γονείς μας, στα αδέλφια μας, στους αδελφούς μας εν Χριστώ, στον κάθε πλησίον.
Ας φροντίσω πρώτα να μην τα ξεχάσω εγώ, και εν συνεχεία, να μην τα λησμονήσουμε όλοι μας.
Μελετάτε το Ευαγγέλιον και κάνετε προσευχή, και αν δεν ξέρετε προσευχές και δεν έχετε χρόνο, να λέτε “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με” συνεχώς και αδιαλείπτως. Και ο Θεός θα ελεήσει, θα μας δώσει, θα δώσει στον καθένα μας, από έναν τρόπο, να προσφέρουμε το καλό στο διπλανό μας.
Θα ξημερώσει αύριο Πέμπτη, πείτε το πρωί στην προσευχή σας «πώς σήμερα θα κάνω ένα καλό; Πρώτα στο σπίτι μου, καλό, αγαθό, ωφέλιμο, σωτήριο, στο σπίτι μου πρώτα, και ύστερα στο διπλανό μας».
Εν Χριστώ μπορούν να γίνουν όλα. «Τα πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ». Να μπορούμε τουλάχιστον το βράδυ όταν κοιμόμαστε, να έχουμε ήσυχη τη συνείδησή μας, και ανένοχη. Και είναι μεγάλο πράγμα να μπορεί ο άνθρωπος να κοιμάται το βράδυ ήσυχος δοξάζοντας το Θεό και ψιθυρίζοντας με τα χείλη του, «Θεέ μου σε ευχαριστώ, Δόξα σοι ο Θεός, Χριστέ μου ελέησε όλο τον κόσμο και τελευταία εμένα»,
Αμήν.