Σήμερα, αγαπητοί μου, θα κάνω ένα μεγάλο τόλμημα. Θα κάνω μίαν προσπάθεια που οπωσδήποτε ξεπερνάει τις δυνάμεις μου. Θα το κάνω όμως από αγάπην εις εκείνους, οι οποίοι τόσες φορές με τα μάτια στυλωμένα και τα αυτιά ανοικτά με ήκουον εις τον ιερόν τούτον τόπον.
Το θέμα το οποίο μας απασχολεί αυτήν την περίοδο είναι η πνευματική ζωή. Πνευματική ζωή είναι εκείνη που εμπνέεται, χειραγωγείται, κατευθύνεται, εμφορείται από το Άγιον Πνεύμα· είναι μία πορεία προς τον ουρανόν. Ο άνθρωπος που την ζει, ενώ πατάει στην γη, ανεβαίνει προς τον ουρανόν, εορτάζει εν ουρανοίς. Όχημά του είναι τα πτερά του Αγίου Πνεύματος και στόχος του, πόθος του, παλμός του, έγνοιά του καθημερινή, ο ουρανός.
Πόσες φορές όμως, ζώντας μέσα σε τόσες χαρές, ζώντας μέσα σε τόσα μικροπράγματα τα οποία μας απορροφούν, ξεχνάμε τον ουρανόν; Οι απασχολήσεις σαν μαγνήτες τραβούν την καρδιά μας και μας παρουσιάζουν τον ουρανόν σαν να είναι πολύ ψηλά, σαν να είναι ακατόρθωτο το πάτημά του. Εάν μάλιστα δεν έχει κανείς μερικές πνευματικές εμπειρίες, εάν δεν έχει στρέψει την καρδιά του,εάν δεν έχει πατήσει μερικές φορές το πόδι του, εάν δεν έχη ρίξει το μάτι του μέσα εις τον ουρανόν, τότε ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος. Όταν σου μιλήσουν για κάποιον άνθρωπο, μπορεί να νοιώσεις μια χαρά, έναν πόθο· εάν δεν τον δεις όμως, υπάρχει φόβος να τον ξεχάσεις. Εάν τον δεις, είναι πολύ πιθανόν να τον αγαπήσει η καρδιά σου, να κολληθεί εις αυτόν, και από τότε πλέον να τον έχης διαρκώς στην σκέψη σου. Έτσι συμβαίνει και με τον ουρανόν. Να μπορούσαμε για λίγο να ρίξωμε τα μάτια μας εις τον ουρανόν, να δούμε την άπλα του, την ομορφιά του, την χαρά του, το μεγαλείο του! Τότε θα ήταν οπωσδήποτε δυσκολότερο να τον ξεχάση η ψυχή μας. Αλλά πως να το επιτύχωμε;
Όταν οι Ισραηλίτες ήθελαν να μπουν στην Ιεριχώ, την οποίαν τόσο πολύ ποθούσαν, αλλά ήξεραν πως είχε τείχη υψηλά που δεν μπορούσαν εύκολα να τα εκπορθήσουν, τι έκαναν; Έστειλαν κατασκόπους να φέρουν καρπούς από εκείνην την χώρα. Και έφεραν πράγματι οι κατάσκοποι τσαμπιά μεγάλα από σταφύλια, έφεραν από τους θησαυρούς της, έφεραν από τα διαμάντια της, έφεραν από τις ομορφιές της. Όταν τα είδαν οι Ισραηλίτες, η καρδιά τους ελκύσθηκε και είπαν: Θα νικήσωμε τους εχθρούς. Ώρμησαν τότε στα τείχη και με την βοήθεια του Θεού τα γκρέμισαν και εισέβαλαν στην πόλη. Να μπορούσαμε και εμείς να ανοίγαμε ένα παράθυρο εις τον ουρανόν, να τον αγναντέψωμε και, αν μας αρέσει, να κάνωμε ένα πήδημα, να μπούμε μέσα να δούμε τι έχει και να τον κάνωμε δικό μας, να τον κατακτήσουμε!
Αυτό είναι το τόλμημα που θα ήθελα να επιχειρήσω σήμερα. Θα πετύχω; Σας είπα ότι φοβάμαι. Προσευχηθείτε να μου δώσει ο Θεός λόγον καί ταυτόχρονα προσευχηθείτε να ανοίγει την δική σας καρδιά, για να μπορείτε να καταλαβαίνετε εκείνο, που δεν μπορώ να σας πω όπως θα ήθελα.
Εάν θέλεις να δεις και να αγναντέψεις κάποιον υπέροχον τόπον πίσω από ένα βουνό, τι θα κάνεις; Θα ανέβεις σε κάποια κορυφή και από εκεί θα αφήσεις την ματιά σου να απλωθεί εις όλο εκείνο το ωραίο μέρος που επιθυμούσες. Αυτό θα κάνωμε και εμείς. Ήλθαμε εις τον ναόν, εις την εκκλησίαν του Θεού, εις τον τόπον ακριβώς από τον οποίον μπορούμε πολύ καλά να αγναντέψωμε τον ουρανόν, τον χώρον ο οποίος φωτίζεται και ωραΐζεται και κατακοσμείται από το ανέσπερον φως της τριλαμπούς θεότητος.
Η εκκλησία, αγαπητοί μου, μέσα εις την οποίαν είμεθα τώρα, η κάθε εκκλησία, είναι ένα εκμαγείον, μία προτύπωσις, ένας τύπος, μία εικόνα, ένα κομμάτι του ουρανού. Όταν είμεθα εις την εκκλησίαν, νοιώθομε πραγματικά πως είμεθα εις τον ουρανόν. Γιατί υπάρχει ο τόσο μεγάλος τροΰύλλος επάνω; Για να υψώνει την καρδιά μας ακριβώς προς τον ουρανόν. Γιατί υπάρχει αυτή η ωραία πύλη που ανοίγει, όταν γίνεται λειτουργία; Για να μας δείχνει πως ανοίγουν τα ουράνια. Γιατί είναι γεμάτη από σταυρούς; Γιατί εκεί επάνω εικονίζει τον Χριστόν που λειτουργεί; Για να δείχνει ότι, όταν ευρισκώμεθα εδώ, μεταφερόμεθα εις τον ουρανόν. Ζούμε μυστικά αλλά και πραγματικά στιγμές ουράνιες.
Γι’ αυτό και ο Γρηγόριος Παλαμάς λέγει ότι η εκκλησία «εφ’ υψηλού κείται, αγγελικός τις άλλος ούσα καί υπερκόσμιος χώρος»· ένας αγγελικός, ένας υπερκόσμιος χώρος είναι αυτός εντός του οποίου ευρισκόμεθα. Ο ναός, μας λέγει, «εις ουρανόν ανάγει τον άνθρωπον, και… αυτώ παρίστησι τούτον τω επί πάντων Θεώ»· μας παίρνει η εκκλησία και μας ανεβάζει και μας παριστά ενώπιον του ίδιου του Θεού. Άραγε το νοιώθομε; Όταν ερχώμεθα εις την εκκλησίαν, υπάρχουν στην ψυχή μας αισθητήρια που συλλαμβάνουν αυτήν την πραγματικότητα;
Αλλά τι είμαστε εμείς οι άνθρωποι! Ξέρομε όλες τις ράτσες των σκυλιών και των αλόγων, ξέρομε τα είδη των φυτών, τις μάρκες των αυτοκινήτων, των ραδιοφώνων, πολλές φορές όμως δεν ξέρομε εκείνα τα οποία έχουν άμεσον σχέση με την ζωή μας. Γι’ αυτό θέλω να προσέξετε σήμερα αυτό που σας λέγω.
Ο,τιδήποτε υπάρχει γύρω μας, τα ατέρμονα βάθη του ωκεανού, τα ύψη των ουρανών, οι χιλιάδες και οι μυριάδες των αστέρων, αν καλοσκεφθούμε, θα καταλάβουμε ότι πραγματικά δεν είναι παρά η φτωχογειτονιά της γης μας. Μια μέρα — έχετε δει πως σωριάζουν τα παλιόσπιτα, όταν θέλουν να υψώσουν πολυκατοικίες; — έτσι θα σωριασθούν όλα όσα υπάρχουν εις το σύμπαν. Δεν θα μείνει τίποτε· θα μείνει μόνον ο πνευματικός ουρανός, όπου υπάρχει ο Χριστός. Εκεί λοιπόν ας προσηλώσωμε το βλέμμα μας.
Ευρισκόμεθα εις την εκκλησίαν. Είναι ο πιο κατάλληλος τόπος για να δούμε τον ουρανόν. Αλλά ποιο είναι το παράθυρο; Πώς θα το ανοίξωμε; Μα είναι τόσο απλό. Παράθυρο είναι η θεία λειτουργία την οποίαν επιτελούμε. Επειδή όμως πρόκειται να ρίξωμε τα βλέμματά μας σε τόσο πνευματικά πράγματα, ας στρέψωμε την ψυχή μας προς το Άγιον Πνεύμα και ας το παρακαλέσωμε να ρίξει τον προβολέα του στα σκοτάδια της σκέψεώς μας, για να μας φωτίσει να νοιώσωμε, να πιστέψωμε, να καταλάβωμε, να κάνωμε κτήμα μας όλα εκείνα που γίνονται και λέγονται και ακούονται κατά την θείαν λειτουργίαν.
Ήλθατε με τόσον κόπον και μέσα στο κρύο· στέκεσθε όρθιοι. Δεν πρέπει να πάει χαμένος ο κόπος σας. Γι’ αυτό ας παρακαλέσωμε το Πνεύμα του Θεού και δεν θα μείνει ούτε μία σκέψις ακατανόητη μέσα σας. Δεν πρέπει να φύγωμε από εδώ, αν οι καρδιές μας δεν προσκυνήσουν τον Θεόν, αν δεν νοιώσωμε τις ψυχές μας να έχουν ριχθεί εις τον ουρανόν και να έχουν δει όλα εκείνα τα οποία γίνονται εις αυτόν.
Όταν τελειώσωμε την ομιλία μας, πρέπει να νοιώθετε εκείνο που έλεγε ένας άγιος της Εκκλησίας μας· «Νῦν δέ μου ψυχήν κεκαρδίωκας, καί οὐ δύναμαι κατέχειν σου τήν φλόγα, ὅθεν ὑμνήσας σε πορεύομαι». Ω Θεέ μου, λέγει, σε ένοιωσα, σε αφουγκράστηκα, σε είδα πλάι μου· ένοιωσα να τρυπάς με τα βέλη σου την καρδιά μου, να πυρπολείς την ψυχή μου, να ανάβεις μίαν φλόγα που δεν μπορώ να την αντέξω. Γι’ αυτό σε υμνώ και φεύγω παίρνοντας μαζί μου εσένα. Εκείνος θα μας διδάξει πάσαν την αλήθειαν.
Ώστε το παράθυρό μας είναι η θεία λειτουργία, η τόσο γνωστή εις την ζωή μας, την οποίαν έχομε συνηθίσει από τα παιδικά μας χρόνια και που όμοιό της δεν υπάρχει τίποτε ούτε εις την γη ούτε εις τον ουρανόν.
Πώς αρχίζει η λειτουργία; «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν». Γιατί αρχίζει έτσι ο ιερεύς; Τι θέλει να πει; Μπροστά μας ανοίγει ο Χριστός ένα εξαίσιο θέαμα. Μπροστά μας παρουσιάζει μια ουράνια οπτασία. Μπροστά μας ο Χριστός ανοίγει την βασιλείαν του. Όπως πηγαίνεις σε ένα κατάστημα και σου ανοίγει ο έμπορος το τόπι του υφάσματος και το βλέπεις, το πιάνεις, δοκιμάζεις την αντοχή του, βλέπεις την ομορφιά του και λες αυτό θα αγοράσω, έτσι κάνει εκείνην την ώρα ο Χριστός. Μπροστά στα μάτια μας ανοίγει την βασιλείαν του, να την δούμε, να την νοιώσωμε, να την χορτάσωμε και να πούμε: Αυτήν διαλέγω και εγώ για την ζωή μου. Άραγε το νοιώθει η ψυχή μας αυτό;
Ο ιερεύς το καταλαβαίνει την ώρα εκείνην εις το θυσιαστήριον. Κτυπά δυνατά η καρδιά του, πάει να τυφλωθεί, όπως τυφλώθηκε ο Παύλος στον δρόμο προς την Δαμασκόν, όταν είδε τον Χριστόν. Τα μάτια του τα πνευματικά βλέπουν το έκθαμβωτικό φως του Θεού. Γι’ αυτό γεμάτος έκσταση ξεσπά· «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Η δόξα σου στην βασιλεία σου, Χριστέ μου, γεμίζει τα πάντα. Έχετε δει, όταν στολίζουν την νύφη για να την φωτογραφήσουν, πως το μεγάλο πέπλο της πιάνει όλο το δωμάτιο και τα κράσπεδα του ιματίου της καλύπτουν το δάπεδο, για να δείξουν την δόξαν της και την ομορφιά της; Έτσι ακριβώς η Εκκλησία του Χριστού την ώρα εκείνην απλώνεται εις όλον τον χώρο μπροστά στα μάτια μας.
Ποια είναι αυτή η ευλογημένη, η δοξασμένη, η τιμημένη, η ανώτερη από κάθε άλλο βασιλεία; Είναι η βασιλεία των ουρανών, η βασιλεία του Θεού· είναι ο παράδεισος, εις τον οποίον μας έβαλε ο Χριστός· είναι η αγία μας Εκκλησία. Βασιλεύς είναι ο τρισήλιος Θεός, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα. Υπηρέται του βασιλέως είναι οι άγγελοι και οι αρχάγγελοι, θρόνοι, αρχαί, εξουσίαι, κυριότητες, δυνάμεις, τα πολυόμματα χερουβίμ και τα εξαπτέρυγα σεραφίμ. Στρατηγοί του βασιλέως είναι οι άγιοι. Βασίλισσα είναι η Κυρία Θεοτόκος. Στρατιώτες πιστοί είναι οι χριστιανοί, όσοι είναι έτοιμοι να ακολουθήσουν τον Χριστόν ό,τι και αν τους κοστίσει, όλοι εκείνοι που είναι πρόθυμοι να φέρουν το τιμημένο όνομά του, όλοι εκείνοι που αποτελούν την Εκκλησίαν του. Όλοι λοιπόν, ο Χριστός, οι άγιοι, η Θεοτόκος, οι άγγελοι, οι πιστοί όλων των αιώνων κατά την ώρα της λειτουργίας είναι μαζί μας.
Επομένως, όταν λέγει ο ιερεύς «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός», ξεχνάει τον εαυτόν του, το σπίτι του. Ξεχνάει τον κόσμο, όλα εκείνα που βλέπει, και προσηλώνει την καρδιά του και την σκέψη του σε εκείνα που καταλαβαίνει, τα μυστικά, τα αόρατα, που του παρουσιάζει μπροστά του ο Χριστός. Γι’ αυτό ακριβώς, νοιώθοντας την δόξαν του Χριστού, του ουρανίου βασιλέως, με γόνατα που τρέμουν, με ψυχή που πάει να λυγίσει κάτω από το βάρος της ευθύνης, με μάτια που διεισδύουν εις τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών, τρεμάμενος λέγει· «Ότι πρέπει σοι πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις»· Σε εσένα, Χριστέ μου, που είσαι τόσο δοξασμένος, που δορυφορείσαι από τόσους αγίους και αγγέλους, σε εσένα αρμόζει η δόξα και η τιμή και η προσκύνησις. Μπροστά μας λοιπόν ολόκληρη η Εκκλησία. Μπροστά μας παρών αληθινά, ουσιαστικά, μυστικά ο Χριστός! «Οὗ εἰσιν δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα», εκεί ανάμεσά τους είμαι και εγώ, λέγει ο Χριστός. Αυτό γίνεται την ώρα της λειτουργίας.
Συνεπώς τι είναι η λειτουργία μας; Θα έχετε παρατηρήσει στην λευκή οθόνη του κινηματογράφου πως ένας άνθρωπος, ένα τοπίο που εμφανίζεται στο βάθος, μακριά σαν σημάδι, σιγά σιγά μεγενθύνεται και αποκαλύπτεται ολοκάθαρα. Αυτό είναι η λειτουργία· μπροστά στα μάτια μας σιγά σιγά αποκαλύπτει τον Χριστόν και την βασιλείαν του.
Ο Χριστός, όπως τότε που εδίδασκε, όπως τότε που έκανε τους χωλούς να πηδούν και να περιπατούν, τους τυφλούς να αναβλέπουν, τους νεκρούς να εγείρωνται, έτσι ακριβώς είναι μπροστά μας αυτήν την ώρα. Δεν τον φέρομε απλώς στην σκέψη μας, αλλά πραγματικά έρχεται μπροστά μας, γίνεται παρών Εκείνος, ο διδάσκαλος, ο προφήτης, ο θαυματουργός. Είναι τώρα μπροστά μας ο Χριστός που σταυρώθηκε, που αναστήθηκε, που αναλήφθηκε!
Όλα αυτά που βλέπομε εδώ μέσα, οι πολυέλαιοι, ο ιερεύς, η αγία Τράπεζα, το Ευαγγέλιον, τα τίμια δώρα, η είσοδος η μικρά και η μεγάλη, τα πάντα γίνονται σημάδια της παρουσίας του Χριστού.
Επομένως, με την θείαν λειτουργίαν συνεχίζομε το έργο του Χριστού και, κάθε φορά που την τελούμεν, είναι σαν να έλκωμε και φέρωμε κοντά μας τον ίδιον τον Χριστόν. Αυτό λέγει και η ευχή· «Ο άνω τω Πατρί συγκαθήμενος και ώδε ημίν αοράτως συνών»· είσαι επάνω στον ουρανό και ταυτόχρονα αόρατα, αληθινά όμως, εδώ ενώπιόν μας. Γι’ αυτό και ο ιερεύς, όταν θέλη να κοινωνήση, τον κοιτάζει με τα μάτια της ψυχής του και του μιλάει στο δεύτερο ενικό πρόσωπο· «και καταξίωσον τη κραταιά σου χειρί μεταδούναι ημίν του αχράντου σου σώματος και του τιμίου σου αίματος». Έσύ, Χριστέ μου, με την κραταιάν σου και πανακήρατον χείρα δώσε μου το άχραντον σώμα σου και το τίμιον αίμα σου. Αν έχωμε μάτια πνευματικά, μπορούμε να νοιώσωμε ότι ενώπιόν μας είναι ο ίδιος ο Χριστός. Τι θα κάνης όταν, εκεί που κάθεσαι, δής κάποιον που τον αγαπάς; Θα τρέξης κοντά του. Η λειτουργία είναι μία κίνησις, ένα τρέξιμο, μία προσπάθεια να αρπάξω τον Χριστόν, να τον πιάσω.
Θυμάστε την Μαγδαληνή; Όταν κατάλαβε ότι μπροστά της είχε τον Χριστόν, «ραββουνί», διδάσκαλέ μου, του λέγει και πάει να ακουμπήση το ιμάτιόν του, το σώμα του. Θυμάστε την αιμορροούσαν; Εκεί που τόσο πλήθος ανθρώπων συνέθλιβε τον Χριστόν, εκείνη επήγε να τον ακουμπήση με πίστι και με δέος. Θυμάστε τον Θωμά; Έβαλε τα χέρια του στις πληγές και φώναξε· «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Αυτό κάνομε και εμείς την ώρα της λειτουργίας. Και ερωτάμε μετά που είναι ο Χριστός! Νάτος! Μπροστά μας είναι, μαζί μας είναι, πλάι μας είναι. «ο διδάσκαλος πάρεστι και φωνεί σε», είχαν πει στην Μαρία που έκλαιγε για τον νεκρό Λάζαρο, τον αδελφό της. Στην λειτουργία ο διδάσκαλος, ο Χριστός, είναι παρών και μας φωνάζει τον καθένα με το όνομά μας. Όσοι το νοιώθουν, πετούν σπίθες τα μάτια τους και ζουν την χαρά του Χριστού. Τα πάντα πεπλήρωται χαράς. Τα πάντα πεπλήρωται φωτός. Τα πάντα δοξολογούν τον Χριστόν.
Επομένως, όταν κανείς έρχεται εις την λειτουργίαν, πρέπει να έρχεται με την σκέψι ότι έρχεται να αντάμωση τον Χριστόν και ακόμη με την λαχτάρα να τον ακουμπήση, όπως λέγει ο Μεθόδιος· «αγνεύω σοι και λαμπάδας φαεσφόρους κρατούσα, νυμφίε, υπαντάνω σοι»· Νυμφίε Χριστέ, διατηρώ τον εαυτόν μου αγνόν και καθαρόν και κρατώ φωτεινές λαμπάδες στα χέρια μου, για να σε υποδεχθώ. Έτσι πρέπει να ερχώμεθα εις την θείαν λειτουργίαν, η οποία είναι η παρουσία του Χριστού και της βασιλείας του.
Ας εμβαθύνωμε λίγο ακόμη. Γιατί κάνομε τας εισόδους; Είδατε προηγουμένως, όσοι ήσαστε στον εσπερινό, τον ιερέα που έκανε την είσοδον και μπήκε εις το θυσιαστήριον. Αύριο εις την λειτουργίαν, εις την μικράν και την μεγάλην είσοδον, θα γίνη το ίδιο. Μία λιτανεία προς το θυσιαστήριον είναι η λειτουργία, μία πορεία προς τον ουρανόν. Όπως, όταν κάνωμε την λιτανεία του αγίου της πόλεώς μας, περιφέρομεν την εικόνα του, την κάρα του με τα εξαπτέρυγα και τα σεραφίμ και πηγαίνομε στην πλατεία, για να υμνήσωμεν τον άγιο, έτσι και η λειτουργία μας είναι μία λιτανεία, μία πορεία, ένα ταξίδι προς τον ουρανόν. Βρίσκομαι στην λειτουργία σημαίνει ότι μπήκα αληθινά, όχι φανταστικά, στον δρόμο που οδηγεί εις τον ουρανόν.
Όταν γίνεται έκλειψις ηλίου, προσέξατε ότι οι δρόμοι γεμίζουν από παιδιά και μεγάλους, που κρατούν ένα καπνισμένο τζάμι στο μάτι τους και κοιτάζουν τον ήλιο; Αυτό είναι η λειτουργία. Είναι ένα κάρφωμα του ματιού μας, της καρδιάς μας εις Εκείνον ο οποίος είναι θρονιασμένος εις τον ουρανόν. Η ζωή μου στρέφεται πλέον γύρω από τον Χριστόν. Για μένα ένα έχει αξίαν, η βασιλεία των ουρανών.
Να αφήσωμε δηλαδή την οικογένειά μας, την δουλειά μας, τα παιδιά μας και να τρέχωμε συνεχώς εις την λειτουργίαν; Όχι, αγαπητοί μου. Κοιτάξτε πόση είναι η αγάπη και η σοφία του Θεού. Όλα τα καθημερινά γεγονότα της ζωής μας μπορούν να μπουν στην βασιλεία του Θεού, να γίνουν μάλιστα γεφύρια, που θα μας οδηγήσουν εις αυτήν. Όλα μπορούν να εκφράζουν την αγάπη μας εις τον Θεόν! Η αγάπη προς την γυναίκα σου, οι θυσίες για τα παιδιά σου, ο μόχθος σου ο καθημερινός, ο πόνος σου, οι αγωνίες σου, τα δάκρυά σου, οι μυστικές πίκρες της ζωής σου, όλα αυτά τα ρίχνεις στην βασιλεία των ουρανών. Σου τα εξαγιάζει ο Θεός και σου δίνει δύναμιν να πορευθής όλην την εβδομάδα. Όλα αυτά παίρνουν μίαν θέσι και μίαν αξία ενώπιον του Χριστού, αρκεί να μην ξεχνάμε ότι ο σκοπός μας, το τέρμα μας, είναι η βασιλεία του Θεού, και η ψυχή μας να διψάη γι’ αυτήν. Στόχος μας να είναι Εκείνος. Πατρίδα μας να είναι ο ουρανός. Και αυτό εννοούμε όταν λέμε το Αμήν: Ναι, Πατέρα μου ουράνιε, όλα αυτά που μου λες τα δέχομαι· το ταξίδι μου το άρχισα· μπήκα στον δρόμο που θα με βγάλη στον ουρανό. Δεν θα σταματήσω, εάν δεν φθάσω εκεί που είσαι εσύ.
Συνεπώς, μέσα στην λειτουργία ταξιδεύομε προς την βασιλείαν του Χριστού και ταυτόχρονα βρισκόμαστε εις αυτήν. Μας έχει ανεβάσει ο Χριστός εις τον ουρανόν ή καλύτερα έχει κατεβάσει εις την εκκλησίαν μας τον ουρανόν. Όλα τα αγαθά, την σωτηρία μας, την αγιότητα, την ταπείνωσί του, τα χαρίσματά του γενικά, μας τα δίνει σαν «προίκα» μέσα στην εκκλησία.
Η λειτουργία είναι για μας σαν ένας αρραβώνας. Όπως φοράς το δαχτυλίδι του αρραβώνος και αυτό σημαίνει μίαν υπόσχεσι γάμου, έτσι ακριβώς η λειτουργία σημαίνει ότι συνδέομαι με τον Χριστόν, ο οποίος μου υπόσχεται ότι, αν μείνω πιστός, θα με βάλη οπωσδήποτε εις την βασιλείαν των ουρανών. Ζούμε από την γη αυτήν τον παράδεισον. Εδώ λοιπόν, αγαπητοί μου, συντελείται αυτή η τόσο μεγάλη αλήθεια.
Εδώ μέσα, όταν τελούμε την λειτουργίαν, είναι ολόκληρος η Εκκλησία του Χριστού. Ενούμεθα με τον Χριστόν και γινόμεθα μαζί του ένα σώμα. Όπως, εάν πάρης ένα ύφασμα άσπρο και τοποθετήσης πίσω ένα φακό πολύ δυνατό, αυτό γίνεται μία φωτεινή οθόνη, έτσι μας απορροφούν και εμάς οι ακτίνες του Χριστού και μας κάνουν χριστούς. Γινόμεθα ναός του Χριστού, γινόμεθα μέλη του Χριστού, γινόμεθα χριστοί και εκείνος είναι η κεφαλή μας. Κεφαλή, «ο Χριστός εστιν κεφαλή της εκκλησίας», σημαίνει το κεφαλάρι, η πηγή. Όταν διψάς, θα πας στην βρύσι να ξεδιψάσης. Ο Χριστός είναι αυτός ο οποίος ποτίζει την καρδιά μας την διψασμένη. Τα μέλη μας και οι σάρκες μας και τα οστά μας γίνονται μελη και σάρκες και οστά του Χριστού. Ζούμε την ζωή του Χριστού και ο Χριστός αναλαμβάνει την δική μας ζωή. Όπως ένας είναι ο άρτος που βάζομε εις το άγιον αρτοφόριον, όπως ένας είναι ο άρτος τον οποίον αποθέτομεν εις την αγίαν Τράπεζαν, όπως ένας είναι ο Χριστός, έτσι και εμείς με τον Χριστόν και μεταξύ μας γινόμεθα ένα· γινόμεθα ένας Χριστός.
Τι γίνεται επομένως όταν κάνωμε λειτουργία; Κάνομε μίαν δεξίωσι, ένα δείπνο. Καλούμε ως συνδαιτυμόνες τους αγίους της Εκκλησίας μας, καλούμε τον πατέρα μας τον κεκοιμημένο, τον παππού μας, τον προπάππο μας, τα πρόσωπά μας τα αγαπητά που έφυγαν, καλούμε τους αγγέλους. Και έρχεται ο ίδιος ο Χριστός και μας παραθέτει το σώμα του και το αίμα του. Αυτό σημαίνει «πάντων των αγίων μνημονεύσαντες, εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα». Αφού φέραμε όλους τους αγίους εδώ και αναθέσαμε εις αυτούς τον εαυτόν μας, αφού τους ικετεύσαμε και τους κάναμε βοηθούς, δίνομε τον εαυτόν μας πλέον εις τον Χριστόν.
Πώς παρουσιάζεται ο Χριστός εις την λειτουργίαν; Να προσέξωμε εδώ για να καταλαβαίνωμε περισσότερα, όταν προσερχώμεθα εις αυτήν. Να δήτε εν τη πράξει ότι εις την λειτουργίαν είναι παρών ο Χριστός και ολόκληρος η Εκκλησία. Τύπος του Χριστού είναι ο επίσκοπος. Όπου είναι ο επίσκοπος, εκεί μόνον μπορεί να υπάρχη και η Εκκλησία του Χριστού. Γι’ αυτό ανεβαίνει στον υψηλό θρόνο ο επίσκοπος, για να δείξη ότι εκείνην την στιγμή ο Χριστός παίρνει την θέσι του ανάμεσά μας. Εκεί όπου είναι ο αρχιερεύς, εκεί όπου είναι ο επίσκοπος, εκεί είναι πράγματι ο Χριστός. Όπως στο υπερώο, όπου ήσαν μαζεμένοι οι μαθηταί, μπήκε ο Χριστός και τους είπε «ειρήνη υμίν», έτσι ακριβώς, όταν ανεβαίνη στον θρόνο ο αρχιερεύς, ανεβαίνει ο Χριστός, διότι Εκείνος είναι «ο προσφέρων και ο προσφερόμενος». Ο Χριστός κατά βάθος κάνει την λειτουργίαν και εμείς είμαστε όλοι γύρω του. Όταν δεν υπάρχη αρχιερεύς, υπάρχει ο αντιπρόσωπός του, ο οποίος πρέπει να έχη, σύμφωνα με τους κανόνες της Εκκλησίας, άδειαν του επισκόπου· εάν δεν την έχη, δεν μπορεί να γίνη λειτουργία.
Ο ιερεύς ενδύεται λευκά, πολυτελή ή χρυσοΰφαντα άμφια. Γιατί άραγε; Επειδή είναι εγωιστής; Όχι, αγαπητοί μου. Όταν φοράη λευκά άμφια, θέλει να δείξη τον Χριστόν, ο οποίος κατά την Μεταμόρφωσιν ενεφανίσθη με λευκά σαν χιόνι ιμάτια. Έτσι, εις το πρόσωπο και εις τα ρούχα του ιερέως εμφανίζεται ο Χριστός. Όταν φοράη πολυτελή άμφια, θέλει να δείξη την δόξαν του Χριστού. Φορώντας το στιχάριον, το πρώτο άμφιον, ενδύεται επάνω του τον Χριστόν. Φορώντας κατόπιν το πετραχήλι, είναι σαν να παίρνη την χάριν του Θεού. Όταν, τέλος, προσθέτη επάνω του το φελόνιόν του, είναι μία πλήρης εικόνα του Χριστού.
Βλέπεις τον ιερέα με τα άμφια; Δεν είναι πλέον ο συγκεκριμένος ιερεύς, αλλά ο Χριστός. Κανείς στον κόσμο δεν φοράει τα άμφια που φορούν οι ιερείς. Είναι κάτι το υπερκόσμιον. Είναι ένα παράξενο θέαμα, μια ουράνια οπτασία, για να δείξη ότι κάτι το ουράνιο, ο ίδιος ο Χριστός, κατέβηκε σε εμάς.
Ανοίγει λοιπόν η ωραία πύλη και εις το θυσιαστήριον εμφανίζεται ο ιερεύς. Γιατί όμως ο ιερεύς δεν κοιτάζει εμάς, αλλά κοιτάζει προς το θυσιαστήριον; Ίσταται προ του θυσιαστηρίου και δέεται, ικετεύει, παρακαλεί τον Χριστόν ως ένας μεσίτης δικός μας. Όταν θα κάνη κατόπιν την είσοδον, θα πέραση ανάμεσά μας χωρίς να μας ρίξη πάλι ούτε ένα βλέμμα. Είναι αυτός που προπορεύεται, που ανεβαίνει, που μας οδηγεί εις τον δρόμο του ουρανού.
Τι κάνει ο ιερεύς και πάει συνεχώς μπροστά χωρίς να μας κοιτάζη; Προσέξτε να καταλάβετε. Ανεβήκατε ποτέ στα μοναστήρια των Μετεώρων; Έχετε έλθει στο Μεγάλο Μετέωρο; Στην αρχαία εποχή οι άνθρωποι ανέβαιναν με το δίκτυ. Τους έβαζαν μέσα, τους έκλειναν τα μάτια για να μη ζαλίζωνται, και τους ανέβαζαν με το βαρούλκο. Αργότερα έκαναν ένα δρομάκι πολύ στενό, σύρριζα στον βράχο, που ανέβαινε μέχρι το βουνό της Μεταμορφώσεως. Όταν λοιπόν ερχόταν κάποιος, πώς να ανέβη εκείνο το πολύ στενό μονοπατάκι; Αν κοιτούσε κάτω στον κρημνό, θα εσωριάζετο και θα εχάνετο. Κατέβαινε τότε ένας καλόγερος, έδινε εις τον επισκέπτη το ράσο του και του έλεγε: Καθώς εγώ θα ανεβαίνω και θα κοιτάζω προς τα επάνω, εσύ κράτα με. Θα ανεβαίνωμε μαζί. Μην κοιτάξης όμως κάτω. Αν κοιτάξης, θα πέσης και θα παρασύρης και εμένα. Και από εκείνο το μικρό μονοπάτι, που χτυπούσε η καρδιά του επισκέπτου, γιατί ήξερε πως κάτω ήταν χάος, τον ανέβαζε ο καλόγερος. Τον ανέβαζε γύρω γύρω και, όταν έφθαναν επάνω, έλεγε: Αχ, εδώ είναι ο Χριστός! Αυτό ακριβώς κάνει και ο ιερεύς. Μας ανεβάζει στο στενό μονοπάτι. Πρόσεξε, μην κοιτάζης κάτω, μη σε πλανέψη κάτι το χοϊκό. Ψηλά η καρδιά σου, ο νους σου αετός, για να μπορή να διασχίση και τους αιθέρας και τους ουρανούς! Χερσαία ζώα δεν μπορούν να πετάξουν. Αετός γίνε! Ψηλά κοίτα!
Εν τω μεταξύ οι ψάλτες ψάλλουν τα αντίφωνα· «Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου, Σώτερ σώσον ημάς». Τα συνδυάζουν με διαφόρους στίχους από το Ψαλτήρι, που είναι προφητείες για την έλευσι του Χριστού· προλέγουν ότι έρχεται ανάμεσά μας ο Χριστός. Κατόπιν ο ιερεύς κάνει την μικράν είσοδον συνεπαρμένος, διότι στην πραγματικότητα μπήκε σαν τον Μωυσή μέσα στο σύννεφο που κρύβει τον Χριστόν. Ας θυμηθούμε τον Μωυσή όταν ανέβηκε επάνω στο Σινά. Τι βροντές ήταν εκείνες, τι σεισμοί, τι φωτιές, τι καπνοί, τι φόβος και τρόμος! Παρών ο Θεός! Έτσι ακριβώς, μπροστά στον ιερέα παρών είναι ο Θεός. Δεν γίνονται βέβαια σεισμοί εδώ, για να μη τρομάξωμε, δεν υπάρχουν καπνοί, άλλά μόνον ο καπνός του θυμιάματος που ευωδιάζει. Ο ιερεύς γνωρίζει ότι προπορεύεται ο Χριστός και δεν αντέχει πλέον άλλο, γι’αυτό ξεσπάει η καρδιά του• «Ότι άγιος ει ο Θεός ημών και σοι την δόξαν αναπέμπομεν». Άγιος, ξεχωριστός είσαι, Θεέ μου. Κοιτάζει το θυσιαστήριον και είναι βέβαιος ότι είναι ο Θεός, το Πνεύμα, οι άγγελοι.
Κατά την μικράν είσοδον επέρασε και, όταν έφθασε εις τον συνήθη τόπον, παρεκάλεσε τον Χριστόν μαζί με την δική του είσοδο να γίνη και είσοδος αγίων αγγέλων και αρχαγγέλων. Εν συνεχεία λέγει· «Ευλογημένη η είσοδος των αγίων σου». Ευλογεί την είσοδον, κατά την οποίαν μαζί με τον ιερέα συνεισέρχονται τα τάγματα και οι μυριάδες των αγγέλων και τα νέφη των αγίων. Μαζί τους, επάνω σε νοερά σύννεφα, εισέρχεται και ο ιερεύς. Γι’ αυτό, τρομαγμένος μην τον κάψη η φωτιά του Θεού λέγει· «Ότι άγιος ει ο Θεός». Εγώ αμαρτωλός είμαι· μη με κάψης όμως, Θεέ μου.
Είχα την ευτυχία να γνωρίσω έναν άγιο άνθρωπο, ο οποίος πόσες φορές, όταν πήγαινε να λειτουργήση, έβγαινε από το θυσιαστήριον με ένα βλέμμα εξωκόσμιο, με ένα μάτι που έβλεπε πέρα από τον ορίζοντα! Λειτουργούσε μόνος του με έναν υποτακτικό του εις τον οποίον έλεγε: Βγες έξω, βγες, βγες γρήγορα. Έκλεινε την πόρτα και έμενε μόνος εις το θυσιαστήριον. Καθόταν μια ώρα, δυο ώρες. Ύστερα, αφού μιλούσε, αφού το πνεύμα του ελούετο στο φως του Θεού, αφού τα μάτια του ακτινοβολούσαν την λάμψι Του, έβγαινε πάλι και άνοιγε την πόρτα. έλα, του έλεγε, έλα. Εδώ ήταν το Άγιον Πνεύμα, εκεί τα σεραφίμ, εκεί τα χερουβίμ και έτρεμε ολόκληρος με ένα τρεμούλιασμα όμως γεμάτο χαρά και ευτυχία.
Και ο άγιος Σπυρίδων «αγγέλους έσχε συλλειτουργούντας». Πράγματι ο ιερεύς είναι συλλειτουργός των αγγέλων και των αγίων. Και ο λαός, επειδή το ξέρει, ψάλλει και αυτός τον αγγελικόν ύμνον «Άγιος ο Θεός, άγιος ισχυρός, άγιος αθάνατος». Ψάλλουν οι άγγελοι το «άγιος, άγιος, άγιος» και επαναλαμβάναμε και εμείς την φωνή τους. Έτσι, γη και ουρανός γινόμεθα όλοι ένας χορός, ένα πανηγύρι, ένα τραγούδι. Και προσθέταμε το «ελέησον ημάς». Είναι η κραυγή του αμαρτωλού ανθρώπου, διότι οι άγγελοι είναι άγιοι και πανάγιοι. Και στην μεγάλη είσοδο μαζί με τους αγγέλους είμαστε και εμείς οι αμαρτωλοί και ανάξιοι! Τι φοβερό! Περνάει ο Χριστός, μαζί και οι άγιοι, οι άγγελοι, μαζί και εγώ ο αμαρτωλός ιερεύς.
Γι’ αυτό στην αρχαία εποχή οι ευσεβείς βασιλείς, όταν εγίνετο η μεγάλη είσοδος, ακολουθούσαν τον ιερέα με την συνοδία τους ως τιμητική συνοδία του ουρανίου βασιλέως ο οποίος περνούσε την ώρα εκείνην. Υπάρχει η παράδοσις ότι κάποιος βασιλεύς σε μια τέτοια εκστατική στιγμή, αισθανόμενος το ρίγος της παρουσίας του Χριστού και των αγγέλων, σωριάσθηκε κάτω με τα βασιλικά του ρούχα και το στέμμα.
Μετά τον αγγελικόν ύμνον και αφού αναγνωσθή ο απόστολος, όταν ετοιμάζεται ο ιερεύς να πη το ευαγγέλιον, στρέφεται για πρώτη φορά προς τον κόσμο και τον ευλογεί· «Ειρήνη πάσι». Δεν ευλογεί την ώρα εκείνην ο ιερεύς· ευλογεί ο ίδιος ο Χριστός. Όταν επρόκειτο να αναληφθή ο Χριστός, εσήκωσε τα χέρια του, ευλόγησε τους μαθητάς και εκείνοι προσκύνησαν και έφυγαν. Αυτό ακριβώς γίνεται εκείνην την ώρα. Ο ιερεύς, ο μεσίτης, ο αμαρτωλός, αποσύρεται και αφήνει τώρα να λειτουργή ο Χριστός ο ίδιος!
Γι’ αυτό εις την μικράν είσοδον κρατάει προ της κεφαλής το Ευαγγέλιον, όχι για να κρύβη το πρόσωπό του, αλλά για να φαίνεται πως δεν υπάρχει εκείνος αλλά μόνον ο Χριστός. Και αφού το υψώση, ψάλλομε· «Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν Χριστώ». Προσκυνάμε τον Χριστόν, όχι ένα Ευαγγέλιον, όχι τον ιερέα. Είναι μπροστά μας ο Χριστός που διδάσκει, ο Χριστός που λειτουργεί, ο Χριστός που ομιλεί, ο Χριστός που κρύβεται στον ιερέα. Πριν από αυτό ο ιερεύς λέγει· «Σοφία, ορθοί». Τι σημαίνει «ορθοί»; «Εναγωνίους ημάς είναι βούλεται τω Θεώ και τοις μυστηρίοις εντυγχάνοντας και μη ραθύμως, αλλά μετά σπουδής… την τοιαύτην ομιλίαν ποιείσθαι». Με αγωνίαν, με πόθον, με προσοχήν, όρθιος να περιμένης να δης τον Χριστόν και να επικοινωνήσης μαζί του. Γι’ αυτό τον προσκυνούμε.
Επίσης εις την μεγάλην είσοδον, όταν περνάη ο Χριστός, ο ιερεύς λέγει· «Πάντων υμών μνησθείη Κύριος ο Θεός εν τη βασιλεία αυτού». Και ο καθένας μας λέγει· «μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία σου». Βλέπομε τον Χριστόν με τα μάτια της ψυχής και τον παρακαλούμε να μας θυμηθή. Επομένως, ο Κύριος λειτουργεί. Ο Κύριος περνάει ανάμεσά μας. Ο Κύριος έρχεται να πάρη τα δώρα μας, για να τα εναποθέση εις το θυσιαστήριον.
Ως δώρα προσφέρομεν άρτον και οίνον. Ο άρτος στηρίζει και δίνει ζωήν στον άνθρωπο, ενώ το κρασί του δίνει αντοχήν και υγείαν. Επομένως, όταν δίνωμε εις τον Χριστόν τον άρτον και τον οίνον, δίνομε εκείνα που μας τρέφουν, που μας δίνουν την ζωή. Μυστικά, συμβολικά, προσφέρομε εις τον Χριστόν την ζωή μας, την υγεία μας, την ευφροσύνη μας· προσφέρομε τον εαυτόν μας· προσφέρομε τις δυσκολίες μας, τους πόνους μας, τους καημούς μας, τα παιδιά μας· προσφέρομε τα πάντα, όσα είναι δικά μας και όλον τον κόσμο. Γίνεται η αναφορά λέγοντας την ευχή της αναφοράς. Το ουσιαστικό αναφορά προέρχεται εκ του αναφέρω πού σημαίνει άνω φέρω. Ο Χριστός δηλαδή, την φρικτήν εκείνην στιγμή, δέχεται εις το υπερουράνιον θυσιαστήριον τα δώρα μας, την ζωή μας που του την προσφερομε· δέχεται εμάς.
Επομένως, όταν πηγαίνωμε εις την λειτουργίαν, πηγαίνομε για να πάρωμε τον Χριστόν. Αλλά πρέπει προηγουμένως να είμαστε έτοιμοι να του δώσωμε ό,τι μας ζήτηση, να δώσωμε τον εαυτόν μας. Εάν έχωμε κρατούμενα, δεν μπορούμε να ενωθούμε με τον Χριστόν. Εκείνην την στιγμή μπροστά μας παρουσιάζεται ο Χριστός εσφαγμένος. Πρέπει και εμείς να νοιώθωμε εσφαγμένοι δι’ αυτόν να είμεθα πρόθυμοι, αν χρειασθή, να σφαγούμε. Διαρκώς λοιπόν παρουσιάζεται ενώπιόν μας ο Χριστός και ψάλλεται το αλληλούια. Κατά την μικράν είσοδον, μετά το αποστολικόν ανάγνωσμα και την μεγάλην είσοδον ψάλλομε αλληλούια. Τι σημαίνει αλληλούια; Το αλληλούια είναι ένας χαιρετισμός, που λέγεται στους γάμους του Χριστού. Για τους γάμους έχομε ιδιαίτερες ευχές και χαιρετισμούς. «Να ζήσετε ευτυχισμένοι χίλια χρόνια», εύχεσαι στους νεόνυμφους. Το αλληλούια είναι γαμήλιος ύμνος, χαιρετισμός εις τους γάμους του Χριστού, όταν ο Χριστός νυμφεύεται την νύμφη ψυχή.
Η λειτουργία λοιπόν με τις θεοφάνειές της, με την παρουσίαν του Χριστού, είναι σύναψις ενός μυστικού γάμου με τον Κύριον. Ο γάμος ονομάζεται και χαρά. Εις την λειτουργίαν είναι σαν να μας λέγη ο Χριστός· «είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου», εις τους γάμους του Χριστού σου. Αν δεν θέλης; Αν δεν θέλης, πού θα πας να του κρυφθής; Όπου και αν πας, εις τα βάθη της θαλάσσης ή εις τα ύψη του ουρανού, υπάρχει η παρουσία Του. Κάπου θα σε πιάση. Γιατί να μην παραδοθής καλύτερα μόνος σου; θα δης πόση θα είναι η χαρά σου! Εάν αρνηθής, θα είναι για σένα μία αυτοκτονία.
Ο ιερεύς, αφού κοινωνήση τους ανθρώπους, υψώνει το άγιον Ποτήριον και λέγει· «Πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Μας θυμίζει την Ανάληψιν του Χριστού. Είναι η στιγμή που ο Χριστός μας υπόσχεται πως θα μείνη πάντα μαζί μας. Έχοντας πάρει το Άγιον Πνεύμα, έχοντας δει τα μυστικά της βασιλείας, μπορούμε να φύγωμε με τα μάτια της ψυχής μας γεμάτα από τις ομορφιές που είδαμε.
Επομένως, αγαπητοί μου, η λειτουργία μας είναι ένας αρραβώνας με τον Χριστόν, ένας γάμος. Μας βάζει εις την βασιλείαν του. Ύστερα θα βγούμε πάλι, θα πάμε στο σπίτι μας με τα πάθη μας, με τις αμαρτίες μας, με τις μιζέριες μας. Δεν έχει σημασίαν. Θα πάμε πάλι στην λειτουργία, θα αρπάξωμε πάλι τον Χριστόν, θα μας θεώση ξανά. Και έτσι, με συνεχή αγώνα, με συνεχή πορεία, μπροστά ο ιερεύς, πίσω εμείς, θα φθάσωμε εις την βασιλείαν των ουρανών. Πηγαίνομε εις την λειτουργίαν με τον πόθο αυτόν; Εξασφαλίσαμε την βασιλείαν των ουρανών.
Είδαμε μέσα στην λειτουργία τους ουρανούς να ανοίγουν. Είδαμε τα αγαθά της βασιλείας των ουρανών. Επήραμε την «προίκα» μας, το Άγιον Πνεύμα. Μάθαμε ότι αυτός που ζητάμε, μπορεί να είναι στο χέρι μας, μπορούμε εμείς οι αμαρτωλές ψυχές να τον πιάσωμε μέσα στην Εκκλησία. Ας ερχώμεθα κάθε φορά για να πιάνωμε έτσι τον Χριστόν και να τον βάζωμε μυστικά και αόρατα μέσα μας. Και φεύγοντας με ψυχές που πανηγυρίζουν, ας πούμε· «πιστεύσωμεν αυτώ τας ψυχάς, και παραθώμεθα την ζωήν». Ας εμπιστευθούμε τις ψυχές μας εις τον Χριστόν που τον είδαμε και ας του αφιερώσωμε την ζωή μας· «και φλέξωμεν τας καρδίας τω πυρί της αγάπης αυτού». Ας πυρπολήσωμε την καρδιά μας με το πυρ της αγάπης του· με ένα πυρ που καίει μέσα μας κάθε σάπιο, που μας καθαρίζει και μας ετοιμάζει για την αιωνία ζωή.