“Περί Προσευχής” (Αρχιμανδρίτης Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης)

Θα ομιλήσωμε σήμερα δι’ ένα καίριο θέμα της πνευματικής ζωής, εις το οποίον μας εισάγει και το Τριώδιον ολόκληρο, ιδιαιτέρως όμως η αρχομένη αυτή περίοδο το θέμα της προσευχής.
Άραγε, ξεύρομε τι είναι η προσευχή και ξεύρομε να προσευχώμαστε; Από μικρά παιδάκια που ήμαστε, μαθαίναμε να προσευχώμαστε, αλλά η προσευχή μας έχει την πορεία πού πρέπει; Η προσευχή είναι μία πορεία της ψυχής προς τον Θεόν, με σκοπό να φθάση σ’ Αυτόν και να ενωθή μαζί του. Εάν η πορεία δεν είναι σωστή, το αυτοκίνητο ή το πλοίο δεν φθάνει ποτέ στον προορισμό του. Εάν η πορεία της προσευχομένης ψυχής μας δεν είναι ορθή, καταλαβαίνετε ότι ποτέ δεν θα φθάση στον Θεό. Σαν να έχωμε μία βάρκα, ας πούμε, που ο βαρκάρης κτυπάει τα κουπιά, αλλά τελικώς δεν κάνει τίποτε άλλο, παρά στριφογυρίζει γύρω στο ίδιο σημείο. Το ίδιο μπορεί να παθαίνωμε και εμείς και να μη το ξεύρωμε καν. Πρέπει να δούμε, η προσευχή μας είναι επιτυχημένη προσευχή;

Αντιλαμβάνεσθε ότι ένας άνθρωπος που δεν ξεύρει να προσευχηθή, είναι εν τη πραγματικότητι ένας εξωφλημένος άνθρωπος. Δεν υπάρχει ενδεχόμενο να επιτύχη εις την ζωή του. Και μοναχός να είναι, θα μείνη πάλι ένας επίγειος άνθρωπος και δεν θα γίνη ποτέ ένας ουράνιος άνθρωπος ακόμη περισσότερο, δεν θα γίνη ένας άγγελος, εφ’ όσον δεν θα ξεύρη να χρησιμοποιή πολύ καλά αυτό το μέσο πορείας και πλεύσεως, την προσευχή.
Είναι ανυπολόγιστο το κακό που παθαίνομε, το νοιώθετε, αν δεν ξεύρωμε να προσευχηθούμε. Ανυπολόγιστο! Το μοναδικό κακό, το οποίον πάσχομε. Δεν είναι δυνατόν να γίνη σύγκρισις καταστροφής με καμιά καταστροφή. Και εάν υποθέσωμε ότι θα χτυπηθούν όλα τ’ αστέρια και όλοι οι κόσμοι μεταξύ τους, και θα γίνουν τα άνω κάτω θρύψαλα, το κακό θα είναι πολύ μικρότερο από το κακό το οποίον υφιστάμεθα εμείς, εάν δεν ξεύρωμε να προσευχηθούμε. Και επομένως, ο κίνδυνός μας είναι άμεσος, κίνδυνος οριστικός, στην περίπτωσι αυτής της πνευματικής αγνοίας.
Τι είναι η προσευχή; Είναι το όχημα της ψυχής, είπαμε ας το πούμε έτσι, είναι ακόμη και η ατμόσφαιρα μέσα εις την οποίαν ζη η ψυχή. Πώς οι πνεύμονές μας αναπνέουν τον αέρα; Έτσι και η ψυχή μας αναπνέει με την προσευχή. Και γιατί ήλθαμε στο μοναστήρι; Διότι ακριβώς το μοναστήρι πάλι είναι η ατμόσφαιρα της προσευχής. Τα πάντα διά μίαν προσευχή. Εάν, λοιπόν, η προσευχή αυτή δεν γίνεται ή εάν στραβά γίνεται, τότε πώς είναι δυνατόν τελικώς να γίνωμε επιτυχημένοι άνθρωποι και μάλιστα πνευματικοί άνθρωποι; Ενώ η προσευχή η ορθή, νοιώθετε ότι τακτοποιεί τα πάντα, αναχαιτίζει κάθε δυσκολία, τα προβλήματά μας, τις αγωνίες μας, τις αμαρτίες μας, όλα τα διευθετίζει ακόμη, μπορεί και να τερατουργή, να κάνη θαύματα εις την πορεία μας δηλαδή, και εις τον αγώνα μας και εις την ζωή μας.
Εάν δεν έχωμε μέσα μας πλούτον Πνεύματος, αν δεν έχωμε πλούτον χαράς, πλούτον ειρήνης, αν δεν έχωμε καρπούς, οι οποίοι είναι αμέσως αντιληπτοί και εμφανείς και μεγάλοι, είναι, διότι δεν τους επιθυμούμε ή διότι δεν ξεύρομε να προσευχώμαστε και αν επιθυμούμε —«επιθυμείτε, και ουκ έχετε», που λέγει πολύ ωραία ο αδελφόθεος Ιάκωβος— και δεν έχετε «δια το μη αιτείσθαι υμάς», διότι δεν ζητάμε και εάν ζητάμε, κακώς ζητάμε, όπως λέγαμε προηγουμένως διότι «κακώς αιτείσθε», όπως πάλι λέγει εκεί ο Απόστολος.
Για μας τους μοναχούς προσιδιάζει ιδιαιτέρως η προσευχή η νοερά, η προσευχή του Ιησού, η μονόλεκτος, όπως θα λέγαμε, προσευχή, με την οποία ιδιαιτέρως θα αρχίσωμε να ασχολούμεθα αυτό το διάστημα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Η σημερινή μας αυτή κατήχησις θα έχη ένα σκοπό εισαγωγικό προτού μπούμε στις λεπτομέρειες και στις αφετηρίες και στις βάσεις της νοεράς προσευχής, να πούμε μερικά πράγματα γενικώς περί προσευχής. Διότι η προσευχή είναι το πάν. Αλλά άμα δεν ξεύρω, όπως σας είπα, δεν κάνω τίποτα και το πάν γίνεται μία καταστροφή τελεία. Μία αυτοκαταστροφή.
Τώρα, θα μου επιτρέψετε, προτού προχωρήσω, να πω κάτι. Μου φαίνεται, πατέρες μου και αδελφοί μου, ότι πράγματι δεν προσευχόμαστε ή, εάν προσευχώμαστε, δεν προσευχόμαστε αρκετά αλλά και αυτό το λίγο που προσευχόμαστε, είναι χωρίς τέχνη, χωρίς δύναμι, χωρίς πνοή, προ πάντων είναι χωρίς Πνεύμα. Διότι μόνον το Πνεύμα, όταν προσεύχεται μέσα μας, είναι δυνατόν η προσευχή μας να ανεβαίνη επάνω στον ουρανό. Διότι εν Πνεύματι είναι η προσευχή, και το Πνεύμα κατανοεί το πνεύμα και ενούται με αυτό και όχι με σάρκα. Δεν έχει την δύναμι και την παρουσία του Πνεύματος η προσευχή μας. Συνήθως μας μαγνητίζουν ή τραβούν την ψυχή μας άλλα πράγματα, τα οποία έχουν σήμερα για μας σημασία, και τελικώς ξεχνάμε ότι μοναχός σημαίνει προσευχόμενος άνθρωπος.
Τι είναι, λοιπόν, αυτή η προσευχή; Πώς γίνεται η προσευχή θα πρέπη να πούμε σήμερα, για ν’ αρχίσωμε ένα πιο συγκεκριμένο αγώνα. ιδιαίτερα για μας που ήλθαμε από τα Μετέωρα, έχει μια μεγάλη σημασία αυτό, διότι δεν φύγαμε από τον τόπο μας για κανέναν άλλο λόγο, παρά μόνον διότι δεν είχαμε τις συνθήκες και τις δυνατότητες της πνευματικής αναπτύξεως της ψυχής μας, διότι δυσκολευόμασταν στην προσευχή. Και ενώ τόσο πολύ την ποθούσαμε, θυμάστε ότι τελικώς σταματούσαμε να μιλούμε, διότι είχαμε τόσες δυσκολίες για να μπορέσωμε να προσευχηθούμε.
Ήλθαμε όμως τώρα εις το Άγιον Όρος και κανείς λόγος δεν μπορεί να μας δικαιολογήση, εάν δεν προσευχώμαστε, και μάλιστα εάν δεν προσευχώμαστε δυνατά. Δεν έχει κανένα απολύτως νόημα η φυγή μας και η είσοδός μας εις το Άγιον Όρος, εάν δεν είμεθα προσωπικότητες πραγματικά προσευχόμενες εν Πνεύματι Αγίω. Ήταν μία απάτη του κόσμου και μία ψευδαίσθησις και μία εξαπάτησις του Θεού η έλευσίς μας εις το Άγιον Όρος, εάν δεν θα γίνωμε δυνατά προσευχόμενοι άνθρωποι. Γι’ αυτό θα παρακαλέσω ιδιαιτέρως να προσέξωμε το θέμα, το οποίον μας απασχολεί.
Πρώτα απ’ όλα, ομιλώντας περί προσευχής, πρέπει να πούμε ότι η προσευχή δεν είναι ποτέ μόνη της. Δεν μπορώ να πω ότι προσεύχομαι, όπως έχομε εξηγήσει δια πολλών πολλάκις, δεν μπορώ να πω ότι προσεύχομαι, αν αυτή η προσευχή μου δεν είναι συνδυασμένη με κάτι άλλο. Είναι μερικά πράγματα, τα οποία πηγαίνουν πάντα μαζί. Δεν μπορείς να ξεχωρίσης το ένα από το άλλο επί παραδείγματι, όταν ομιλή ο απόστολος Παύλος περί πίστεως, ομιλεί μόνον περί πίστεως και όχι και περί έργων. Αλλά γιατί; Διότι, όταν λέγη «πίστις», εννοεί μία πίστι που υπάρχει και αποδεικνύεται από τα έργα. Όταν ο Ιάκωβος ομιλή περί έργων, λέγει ότι καμία σημασία δεν έχει η πίστις χωρίς αυτά. Ομιλεί περί έργων συνεχώς. Γιατί; Διότι τα έργα είναι η απόδειξις της πίστεως. Τα δύο αυτά, λοιπόν, είναι εντελώς αλληλένδετα.
Η ίδια συζυγία υπάρχει και σε πολλά άλλα. Και εν προκειμένω η προσευχή είναι συνδεδεμένη με κάτι άλλο με την λατρεία μας και μάλιστα με την θεία κοινωνία. Εάν δεν υπάρχη λατρεία και δεν ύπάρχη θεία κοινωνία, ούτε προσευχή είναι δυνατόν να υπάρξη. Πάσα προσευχή θα είναι ψευδής. Εάν υπάρχη λατρεία και δεν υπάρχη έντονος πνευματική προσευχή, εσωτερική, δυνατή, κράζουσα προσευχή, να είσθε βέβαιοι ότι η λατρεία μας και η θεία μας κοινωνία είναι μάταια και είναι απλώς πέταμα λάσπης στα μάτια του Θεού, για να κάνωμε πως τον αγαπάμε, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχομε καμία σχέσι μαζί του και κάποτε θα μας πη «ουκ οίδα υμάς».
Αυτά πηγαίνουν μαζί. Αποτελούν τα δύο σκέλη της πνευματικής ζωής. Το ένα είναι η μυστηριακή ζωή, που είναι προϋπόθεσις της μυστικής ζωής και αυτό που αναλύομε σήμερα είναι η ρίζα, ο κορμός, το κεντρικό σημείο της μυστικής ζωής, η οποία αφορμάται από την μυστηριακή ζωή. Η θεία κοινωνία, λοιπόν, μέσα στην λατρεία είναι το πρώτο. Γιατί είναι αυτό απαραίτητη προϋπόθεσις; Διότι, προσεύχομαι όταν λέμε, εννοούμε ότι «εύχομαι προς τινα», όπως λέγει και η λέξις «προσευχή».
Όταν ομιλούμε περί προσευχής εσωτερικής, νοεράς, δεν λέμε προσευχή νοερά, αλλά λέμε «ευχή». Ενώ, όταν ομιλούμε περί προσευχής, βάζομε και αυτήν την πρόθεσι μπροστά «προς», γιατί δείχνει αμέσως ότι η προσευχή είναι η πορεία προς εν συγκεκριμένο πρόσωπο, με σκοπόν την ένωσι με το πρόσωπο αυτό. Ενώ η ευχή είναι στάσις, ας το πούμε έτσι, και απόλαυσις εν τινι σημείω, όπου υπάρχει και ο Θεός — υπάρχει μία αντιδιαστολή, βλέπετε.
Η προσευχή, λοιπόν, λέμε ότι είναι μία στροφή προς ένα πρόσωπο. Επομένως, για να υπάρχη προσευχή, πρέπει να υπάρχη το πρόσωπο αυτό. Και για να πω ότι προσεύχομαι εγώ, πρέπει να υπάρχη για μένα ενεργός η παρουσία του προσώπου αυτού. Εγώ να μπορώ να οικειοποιούμαι την παρουσία του και την ύπαρξί του. Ο Χριστός, ο ενυπάρχων, ο πανταχού παρών, γίνεται για μένα παρών μέσα εις την ζωή μου, δια της λατρευτικής μου συμμετοχής, δια της συμμετοχής μου μέσα εις την λατρεία και, ιδιαίτατα, δια της συμμετοχής μου εις την θεία κοινωνία.
Διά της συμμετοχής μου εις την λατρευτική ζωή της Εκκλησίας μας, εγώ συνδέομαι με τον Χριστόν και γίνομαι μέλος του σώματος του Χριστού και εφ’ όσον είμαι μέλος, δια να είμαι ζωντανό μέλος του Χριστού, θα πρέπη να συμμετέχω εις τας ιδιότητας του Χριστού, ώστε να γίνεται η περιχώρησις και η αντίδοσις των ιδιωμάτων, όπως εγίνετο και εις τας δύο φύσεις του Χριστού. Αυτό πραγματοποιείται δια της θείας κοινωνίας πλέον, που με καθιστά μέτοχον των ιδιωμάτων της κεφαλής μου μετά της οποίας ενώθηκα.
Επομένως, η λατρεία και η θεία κοινωνία είναι αδιάσπαστα ηνωμένα. Και τι κάνουν; Καθιστούν παρόντα τον Θεόν και τον Θεόν ζωντανόν για μένα. Οπότε τώρα τι απομένει; Εγώ να ομιλήσω εις Αυτόν, να απευθυνθώ προς Αυτόν, ο οποίος έρχεται προς εμένα. Και έτσι Εκείνος, δια της λατρείας, τείνει προς εμέ και εγώ, δια της προσευχής, τείνω προς Αυτόν, μέχρις ότου γίνη η ολοκληρωτική μας ένωσις. Αυτή η δική μου τώρα πλέον η στροφή, γίνεται δια της μυστικής οδού που είναι αδιάλειπτος, και γίνεται αρχικώς και ουσιαστικώς, όπως σας είπα, δια της προσευχής. Αυτό που γίνεται έν τινι χρόνω μέσα εις την εκκλησία, κατά τον εσπερινό, ή μέσα εις την λειτουργία με την θεία κοινωνία, αυτό συνεχίζεται με την προσευχή και δεν μπορώ να πω ότι θα πάω στην εκκλησία, άμα δεν προσευχόμουν. Είναι περιττό να πάω στην εκκλησία και δεν χρειάζεται να πηγαίνω στην λειτουργία και άχρηστο να κοινωνάω, όταν δεν είμαι ο διαρκώς προσευχόμενος και είναι περιττό να προσεύχωμαι, όταν δεν έχω συμμετοχή εις αυτά που λέγαμε τώρα μόλις.
Υποτίθεται, όμως, ότι και η προσευχή έχει τον εντελώς ιδιάζοντα δικό της χώρο, τον μυστικό χώρο, μέσα εις τον οποίον καλλιεργείται. Πώς, για να φυτέψης ένα λουλούδι, σκάβεις εκεί το χώμα, βάζεις κοπριά, βάζεις ό,τι άλλο χρειάζεται, για να γίνη μία ακμή αυτής της ρίζης. Εάν δεν βάλης εκείνο το λίπασμα, αν δεν είναι κατάλληλο το χώμα, αν είναι π.χ. αμμουδιά, αδίκως βάζεις την ρίζα. Η προσευχή είναι άκαρπος και δεν ξεπερνάει πάνω από το κεφάλι μας τον χώρο —πολλώ μάλλον για να φθάση επάνω από τα σύννεφα και επάνω από τους ουρανούς—, εάν δεν έχη τον μυστικό της χώρο, το μυστικό της λίπασμα που, όπως έχομε πει, είναι ιδιαίτερα η αγρυπνία, η μελέτη και η νηστεία.
Επομένως, αδίκως προσεύχομαι, εάν δεν αγρυπνώ όχι όταν το μοναστήρι μας έχη αγρυπνία —εκείνο είναι κάτι το ιδιάζον και έχει άλλους λόγους και όχι αυτούς για τους οποίους μιλάμε τώρα εκείνη η αγρυπνία έχει σχέσι με την λατρεία και όχι με την προσευχή. Εάν δεν αγρυπνώ, εάν αδιαλείπτως δεν νηστεύω και εάν δεν μελετώ —αυτά αποτελούν τον εντελώς ιδιάζοντα χώρο της προσευχής—, αδίκως προσεύχομαι. Οπότε, αφού κάναμε το ξεκαθάρισμα αυτό, μπορούμε πλέον να ρίξωμε τον φακό μας εις την προσευχή, εις αυτό που μας απασχολεί, για να μπορέσωμε κατόπιν να προχωρήσωμε.
Τι είναι η προσευχή; Όταν λέμε τώρα τι είναι η προσευχή, δεν θα σας πω κανένα ορισμό της προσευχής. Άμα ανοίξωμε τον άγιον Ιωάννην της Κλίμακος, άμα ανοίξωμε τον Δαμασκηνόν, άμα ανοίξωμε όλους τους αγίους, θα δούμε ότι ο καθένας έχει υπέροχους ορισμούς, οι οποίοι θα μας είναι χρήσιμοι. Αλλά εγώ θα σας πω τώρα τι είναι η προσευχή, όπως την βιούμε μέσα εις τον αγώνα της ψυχής μας, δηλαδή, όχι αντικειμενικά τι είναι η προσευχή αλλά υποκειμενικά πώς ζούμε εμείς την προσευχή ένας που προσεύχεται, πώς νοιώθει και τι νοιώθει ότι είναι η προσευχή.
Κατ’ αρχάς είπαμε ότι η προσευχή είναι μία πορεία προς τον Θεόν. Ο Θεός όμως είναι αόρατος. Ο Θεός είναι εις τους ουρανούς και εγώ είμαι κάτω εις την γη. Ο Θεός είναι το φως και εγώ είμαι σκοτάδι. Ξεύρεις τι φοβερό πράγμα είναι να μπορέση το σκοτάδι να διάλυση το φως; Αν είναι δυνατόν το σκοτάδι να διαλύση το φως, εφ’ όσον το φως διαλύει το σκοτάδι. Και όμως, εμείς πάμε κάτι τέτοιο να κάνωμε μέσα στην προσευχή. Το σκοτάδι μας να το διαλύσωμε, οπωσδήποτε δια της εισελεύσεως του Θεού, για να μπούμε μέσα στον χώρο του φωτός και να γίνωμε εμείς οι ίδιοι φωτεινοί. Ξεύρεις τι θα πη η σάρκα να μπη μέσα εις τον χώρο του πνεύματος; Η σαρξ η οποία δεν κληρονομεί ουράνιον βασιλείαν, να μπη μέσα εις τον Θεόν; Ξεύρεις τι θα πη ο αχώρητος παντί Θεός να χωρέση μέσα στην δική μου την ψυχή; Την ψυχή μου που δεν φθάνει ότι είναι μικρά, αλλά είναι και κατακλυσμένη, είναι γεμάτη από τα πάθη της και από τα βουλήματά της και από τις επιθυμίες της;
Όταν, λοιπόν, προσεύχωμαι, αμέσως νοιώθω το ανυπέρβλητο αυτό εμπόδιο, που με χωρίζει από τον Θεόν. Το ότι εγώ είμαι σαρξ, τουτέστιν είμαι σάρκινος άνθρωπος (με την ευαγγελική έννοια παίρνω την λέξι «σαρξ» και όχι ότι δεν έχομε ψυχή), το ότι εγώ είμαι σαρξ και Εκείνος είναι πνεύμα. Με την υπερβατικότητα του Θεού και με την αγιότητα και την φαεινότητα του Θεού, νοιώθω αμέσως την αδυναμία μου. Νοιώθω ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα και ότι αρχίζω έναν φοβερό αγώνα, μίαν μάχη που τόσον ωραία η Παλαιά Διαθήκη μας την παρουσιάζει με την μάχη εκείνη, με τον αγώνα, με την πάλη του Ιακώβ, εκεί στην γνωστή κλίμακά του. Θα πρέπη εγώ, ο μικρός άνθρωπος, να εκπορθήσω τους ουρανούς και να πολιορκήσω τον Θεόν και να τον νικήσω τον Θεόν και να τον κάνω υποχείριον της δικής μου επιθυμίας, της δικής μου εφέσεως, την οποίαν κρύβω μέσα στην ψυχή μου.
Επομένως, την προσευχή την βιούμε αρχικώς —όταν αρχίζωμε να προσευχώμεθα— ως μίαν πάλη, ως έναν αγώνα. Αλλά προσέξτε, όχι αγώνα με την έννοια ότι είναι δύσκολο να προσευχηθώ, όχι ότι κάνω αγώνα να μαζέψω τους λογισμούς μου ή να νικήσω τον ύπνο μου ή να νικήσω τον κόπο των γονάτων μου ή που μου έρχεται να ξυστώ και δεν ξεύρω τι να κάνω και κοπιάζω για να μη ξυστώ όχι με τον αγώνα του ότι πεινάω και θέλω να πάω να φάω και λέγω «Όχι, θα συνεχίσω να προσεύχωμαι». Δεν εννοώ τον αγώνα αυτόν αυτό είναι η άσκησις, είναι κάτι το διαφορετικό άλλο θέμα είναι αυτό. Ομιλώ για τον αγώνα που κάνομε, όχι με τον εαυτό μας -αυτά είναι με τον εαυτό μας-, αλλά τον αγώνα που κάνομε με τον Θεόν. Παλεύω με τον Θεόν. Ξεκάθαρα.
Αρχίζω μίαν μάχη, η οποία θα είναι επώδυνη, η οποία θα είναι ατελεύτητη —διότι δεν ξεύρω αν θα σταματήση στην άλλη ζωή—, μίαν μάχη με τον ίδιο τον Θεόν. Όταν έλεγε «συναγωνίσασθέ μοι εν ταις προσευχαίς» ο Παύλος, κάτι τέτοιο εννοούσε. Ένοιωθε να αγωνίζεται αυτός με τον Θεόν, είτε για τον εαυτό του είτε για τις εκκλησίες, τις οποίες είχε αναλάβει, και έλεγε «Παλέψτε και σεις με τον Θεόν, με τις προσευχές σας, ούτως ώστε να ενωθούν αυτοί οι αγώνες μας και έτσι, όλοι μαζί, να παλεύωμε μαζί του για να τον νικήσωμε». Όπως ακριβώς, όταν δεν μπορώ να σε νικήσω, φέρνω και άλλους και τους καλώ εις βοήθειαν, για να μπορέσω να προχωρήσω.
Το πρώτο, λοιπόν, βίωμα το οποίον έχω, είναι η αίσθησις του ανυπερβλήτου εμποδίου, που υπάρχει μπροστά μου, της μικρότητός μου, και επομένως η αίσθησις του υπερβατικού του Θεού και η βίωσις της δραματικής πάλης την οποίαν κάνω με τον Θεόν. Για σκεφθήτε, ένας άνθρωπος, ο οποίος γρονθοκοπάει τον αέρα, αυτός δεν έχει καμίαν αντίστασι και μπορεί πάρα πολύ εύκολα να κατευθύνη τα χέρια του όπου νομίζει πυκτεύει αυτός εις αέρα. Δεν παθαίνει τίποτα. Δεν νοιώθει να αντιστέκεται κάτι στο χέρι του. Όταν όμως έχης έναν αντίπαλο, αμέσως σφίγγεσαι. Η γροθιά σου αμέσως δυναμώνει. Οι μυς σου, τους βλέπεις και τεντώνονται και αυτοί. Βρίσκεις μίαν αντίδρασι. Καταλαβαίνεις ότι χτυπάς ή ότι χτυπιέσαι. Νοιώθεις αμέσως ότι χτυπάς και ότι χτυπιέσαι. Όταν δεν έχω την αίσθησι του αγώνος αυτού με τον Θεόν, καταλαβαίνετε ότι ακόμη δεν έχω αρχίσει καν να προσεύχωμαι.
Ας υποθέσωμε όμως ότι αρχίσαμε να προσευχώμεθα και νοιώθω ότι έχω να κάνω αυτήν την φοβεράν πάλην με τον Θεόν, ότι μπήκα πλέον, ότι έχω βάλει τα γάντια στα χέρια μου και αρχίζω να χτυπάω τον Θεόν. Αντιστέκεται Εκείνος, αντιστέκομαι και εγώ και είναι πλέον το θέμα ή θα νικήσω ή θα νικήση. Δεν είναι δυνατόν παρά ή να πέσω κάτω αιμόφυρτος ή να νικήσω Εκείνον και να μου πη «με νίκησες πλέον». Να μου παραδοθή, όπως έκανε και με όλους τους αγίους, οι οποίοι τον έκαναν ό,τι ήθελαν τον Θεόν.
Εάν θα σταματήσω, θα είμαι ένα συντριμμένον πλέον πλάσμα, θα είμαι ένας, για πάντα, αποτυχημένος άνθρωπος. Δεν μπορώ να πω ότι δουλεύω ή ότι ζω ή ότι προσεύχομαι, εάν δεν θα νικήσω εις αυτήν την πάλη. Πολλώ μάλλον, εάν δεν έχω αρχίσει την πάλη. Ας υποθέσωμε, λοιπόν, ότι έχω όλην την αίσθησι και όλην την βίωσι αυτήν. Μπήκα μέσα εις τον αγώνα. Αρχίζω να παλεύω με τον Θεόν. Παλεύοντας με τον Θεόν, νοιώθω ότι αυτή μου η πάλη δεν γίνεται με τους γρόνθους μου, δεν γίνεται με τα χέρια μου, με τα πόδια μου ή με ο,τιδήποτε άλλο, αλλά γίνεται με τον νου μου. Γίνεται με το πνεύμα μου, όπως λέμε, γίνεται με το νοερόν.
Αυτό που μπορεί να ενωθή με τον Θεόν είναι το πνεύμα μου. Το πνεύμα μας όμως -«δια το είναι αυτούς, λέγει, σάρκας»-, το πνεύμα μου σαρκούται εις την καθημερινή μας ζωή. Το πνεύμα μας, το οποίον έχει την ιδιότητα της αναβάσεως, ανατάσεως, της ανώσεώς του και της ενώσεως με το Άγιον Πνεύμα —οπότε πληρούται η υπόστασίς του—, το πνεύμα μου μαθαίνει να ζη μέσα στην φτώχεια, να ζη μέσα στην χθαμαλότητα, μέσα στην χοϊκότητα. Και τι το απασχολεί; Το απασχολεί το θέλημά μου και ζυμώνεται μαζί του το απασχολεί το τι θα φάω, το τι θα γράψω εις το έγγραφο, το πώς θα ξεπεράσω το πρόβλημα που θέλουν να κάνουν δρόμους μέσα εις το Άγιον Όρος, πώς τούτο, πώς εκείνο… Και το πνεύμα μου γίνεται έγγραφο, το πνεύμα μου γίνεται δρόμος, το πνεύμα μου γίνεται θέλημα, το πνεύμα μου γίνεται ο,τιδήποτε άλλο. Γίνεται σαρξ! Γίνεται μία κατάποσίς του από τις ψυχικές μου δυνάμεις και δεν μπορώ πλέον να κάνω τίποτε με τον Θεόν! Για μένα είναι ανέγγιχτος, είναι αναφής ο Θεός.
Θα πρέπη να καλλιεργηθή, λοιπόν, η πνευματική δύναμις, η πνευματική φύσις του είναι μου, που μου χάρισε ο Θεός, θα πρέπη αυτό να ομιλήση, θα πρέπη να καλλιεργηθούν οι αισθήσεις οι πνευματικές, οι καλούμενες «νοεραί αισθήσεις», διότι αυτές μπορούν να ψηλαφήσουν τον Θεόν και ιδιαίτερα αυτό που το λέμε «το νοερόν». Το νοερόν μπορεί να έχη την τάσι του προς τον Θεόν και, κατά κάποιον τρόπον, να απευθύνεται προς τον Θεόν — θα λέγαμε εμείς, να ομιλή προς τον Θεόν. Οπότε εδώ, θα πρέπη το νοερόν να ενωθή απόλυτα και με το λογιστικόν, με τον λόγον, όπως το λέμε, για να είναι όλο αυτό το πνευματικό «είναι» της υπάρξεώς μου εστραμμένο προς τον Θεόν, απευθυνόμενο προς τον Θεόν, κατευθυνόμενο προς τον Θεόν.
Έτσι, ευθύς αμέσως, έχω την αίσθησι του διαλόγου, και όχι ακόμη του διαλόγου, αλλά της κραυγής, διότι εφ’ όσον παλεύω ακόμη και δεν έχω νικήσει, ο Θεός είναι μακράν. Εγώ είμαι εδώ και ο Θεός είναι επάνω στον ουρανό. Εγώ είμαι ο φθαρτός και Εκείνος είναι ο άφθαρτος. Εγώ είμαι γη και Εκείνος είναι αιθήρ. Εκείνος είναι ουράνιόν τι. Εκείνος είναι έτερον τι. Πώς, λοιπόν, θα μπορέσω να ενωθώ μαζί του ή να του μιλήσω; Δεν μπορώ να του φωνάξω, δεν μπορώ! Γι’ αυτό κράζω. Όταν δεν σε βλέπω που είσαι, βγαίνω στο μπαλκόνι και φωνάζω «Πάτερ Θεόκτιστεεε!» Και αν θα είναι κάπου εκείνος, θα μου απάντηση και άμα θα τον ακούσω, τότε θα αρχίσω να διαλέγωμαι.
Εδώ είμαστε ακόμη εις τον χώρο τούτον, που δεν βλέπομε τον Θεό. Δεν ακούμε τον Θεόν. Δεν κατανοούμε τον Θεόν. Δεν γνωρίζομε τον Θεόν. Ζούμε μέσα εις μίαν τελεία άγνοια, εις μίαν τελεία, ουσιαστικώς, λήθη. Ούτε θυμάμαι τον Θεόν ούτε γνωρίζω τον Θεόν. Γι’ αυτό και του κράζω συνεχώς, για να μπορέση να με λυπηθή, να μου απάντηση και όταν θα μου απάντηση ο Θεός, τότε θα μπορέσω να αρχίσω να κάνω διάλογο. Ούτως άρχεται η προσευχή! Τώρα έχομε βιώματα, τα οποία, όπως είπαμε, ζούμε προκειμένου να προσευχηθούμε.
Αλλά ακόμη δεν έχομε αρχίσει, αντιλαμβάνεσθε, να προσευχώμεθα. Γι’αυτό βιούμε την προσευχή εις την πορεία της, όπως βλέπετε, εις την έναρξί της, ως μίαν εκ βάθους, εκ βαθέων της ψυχής κραυγή. Μπορεί να γίνεται η προσευχή και με τα χείλη. Μπορεί να γίνεται ακουομένης της φωνής. Μπορεί να γίνεται εδώ μέσα εις τον χώρο του στόματος, του φάρυγγος, του λαιμού. Μπορεί να γίνεται και μέσα από την καρδιά. Αντί να κινούνται οι χορδές οι φωνητικές, να κινούνται οι χορδές της καρδίας και να εξέρχεται από εκεί η κραυγή αυτή του πνεύματος. Δεν παίζει ρόλο. Αυτό που έχει σημασία είναι, ότι εκ βαθέων εκβάλλομε μίαν προσευχή. Ο αγωνιστής θα τα καταλάβη αυτά, θα τα ξεχωρίση, θα δη πότε μιλάει με το στόμα, πότε μιλάει με την καρδιά, πότε μιλάει το πνεύμα, διότι δεν είναι ακόμη να μιλήση η καρδιά πρέπει το πνεύμα να μιλήση τελικώς εν τη καρδία. Σιγά-σιγά τα συνειδητοποιεί, τα ξεχωρίζει, τα μαθαίνει. Όπως, όταν σε δω πολλές φορές σε ξεχωρίζω, έτσι γίνεται και εδώ. Μπορεί, λοιπόν, να κινούνται τα χείλη, μπορεί και να μη κινούνται τα χείλη εκείνο που έχει σημασία είναι, ότι θα πρέπη να βγή μία κραυγή εκ βάθους, η οποία σαν ένας βόμβος δυνατός, σαν ένας σεισμός, θα κατασείση τους ουρανούς και θα αναγκάση τελικώς τον Θεόν να απαντήση και να μας πη «τι βοάς προς με;»
Μπορεί να είμαι όρθιος, για να δείξω μ’ αυτό την τάσι μου, την φορά μου, την αγωνία μου, την ετοιμότητά μου. Μπορεί να είμαι γονατιστός, για να εκφράσω την ταπείνωσί μου και την αναξιότητά μου. Μπορεί να είμαι πρηνής, για να δείξω την ματαιότητά μου και την αποτυχία μου, την οποία είχα μέχρι τώρα, για να με λυπηθή πολύ περισσότερο και πολύ πιο σύντομα ο Θεός. Μπορεί να κάνω βόλτες με το κομποσχοίνι μου στο χέρι, φωνάζοντας ή μη φωνάζοντας, για να ξεπεράσω την αδυναμία μου, να ξεπεράσω τον ύπνο μου. Μπορεί να εργάζωμαι, για να διαλύσω την ακηδία μου. Μπορεί να ανεβοκατεβαίνω επάνω στο βουνό ή να κουβαλάω πέτρες, για να νικήσω την ασθένεια της σαρκός μου, διότι το πνεύμα μπορεί να γίνη πρόθυμο, αλλά η σαρξ συνεχίζει να έχη την ασθένειά της. Μπορεί να έχω οιανδήποτε στάσι και οιονδήποτε τρόπο αυτό που θα πρέπη όμως να νοιώσω μέσα μου είναι, ότι βγαίνει αυτή η εκ βαθέων κραυγή, για να το ακούση κάποτε ο Θεός. Πολλές φορές φωνάζω «πάτερ Θεόκτιστεεε!… πάτερ Θεόκτιστεεε!…» και μετά από πέντε, δέκα, είκοσι φορές, μπορεί να με ακούση εκείνος, που είναι πίσω από κανένα βραχάκι ή που μπορεί να προσεύχεται την ώρα εκείνη ή να τραγουδάη ή να ψάλλη και να μην ακούη την δική μου την φωνή.
Θα πρέπη να τον ξυπνήσω, όπως έκανε ο Απόστολος, που πήγε εις τον Κύριον «Κύριε, καθεύδεις;» του λέγει «δεν βλέπεις τι τρικυμία έχει εδώ;» Και σηκώνεται —που δεν κοιμόταν ο Χριστός— και του λέγει «Ησύχασε» και μόλις είπε «σιώπα, πεφίμωσο» στην θάλασσα, αμέσως σταμάτησε όλη εκείνη η λαίλαπα της θαλάσσης, θα πρέπη, λοιπόν -πώς σου φαίνεται ότι φεύγει η οροφή από τις φωνές τις πολλές ή πάει να σχισθή το στήθος σου, όταν από μέσα σου βγαίνη μία εναγώνια κραυγή- κάτι τέτοιο να γίνη στην προσευχή μας, για να μας ακούση ο Θεός. Το θέλει αυτό.
Μα δεν μας ακούει ο Θεός διαφορετικά ή δεν ξεύρει ο Θεός τι χρειαζόμαστε; Βεβαίως! Αλλά το κάνει αυτό ο Θεός, αφ’ ενός μεν δια να του εκφράσωμε ημείς τον πόθο μας και να είναι κάτι το δικό μας και δεύτερον, να συνειδητοποιήσουμε την ανάγκη μας και την γύμνια μας και εκ τρίτου, για να μάθωμε να τον ζητάμε. Διότι, αν μας δοθή ο Θεός αμέσως, προτού εμείς κάνωμε όλα αυτά πού λέμε και τα βιώσωμε, όπως εύκολα τον κερδίζομε, έτσι εύκολα θα τον πετάξωμε, διότι δεν θα καταλάβωμε την αξία, την οποίαν έχει. Αν ο πατέρας σου σου δίδη εκατομμύρια, τα πετάς μέσα στους δρόμους. Αν χύσης τον ιδρώτα σου όμως, για να πάρης τελικώς πενήντα δραχμές την ημέρα με όλη σου την δουλειά, θα δης πώς θα κάνης τότε οικονομίες και θα νοιώθης τι σημαίνει χρήμα. Δεν το σκορπίζεις εύκολα. Έτσι ακριβώς, για να μη σκορπίσωμε μέσα στους ανέμους τον Θεόν, γι’ αυτό ο Θεός θέλει να τον νοιώσωμε προηγουμένως, μ’ αυτήν την δυνατή αγωνία της εκ βαθέων κραυγής, την οποίαν βγάζομε.
Ώστε, πρώτον: βιούμεν ως ένα αγώνα την προσευχή.
Δεύτερον: ως μίαν κραυγή εκ βαθέων, η οποία βγαίνει ποικιλοτρόπως, όπως λέγαμε προηγουμένως. Όταν όμως τώρα εμείς προχωρούμε και ζήσωμε την στροφή μας αυτή προς τον Θεόν, σαν μία κραυγή εκ βαθέων, τότε θα διαπιστώσωμε ότι η κραυγή μας δεν ακούγεται από τον Θεόν τελικώς. Πρέπει να μετατραπή, να μεταστραφή εις μίαν σιωπή μέσα εις ατμόσφαιρα σιωπής.
Ο Θεός είναι Θεός σχολαζόντων και σιωπώντων και αυτό θα το νοιώσωμε τότε, αφού κραυγάσωμε εις τον Θεόν. Όσο και να μιλούμε περί σιωπής, δεν θα καταλάβωμε την σημασία της και την έννοιά της, εάν δεν περάσωμε από τα σκαλοπάτια αυτά τα αλληλοδιάδοχα. Γιατί; Τι σημαίνει αυτό που λέμε τώρα πάλι «σιωπή»; Τι πράγμα είναι; Όταν φωνάζης, δεν ακούς τον άλλον πρέπει να σταματήσης για να τον ακούσης ή όταν γίνεται θόρυβος γύρω σου, η δική σου φωνή μπερδεύεται και δεν ακούγεται και δεν ξεχωρίζεται. Θα πρέπη να σταματήσουν πάντες, να σταματήσης και συ, για να ακούσης τον άλλον. Και αν κουβεντιάζουν, θα τους πης πρώτα«σσς! σσς!» και μετά θα μιλήσης, για να ξεχωρίση η δική σου φωνή. Αυτό το βίωμα και αυτήν την πραγματικότητα θα την ζήσωμε και στην στροφή της ψυχής μας προς τον Θεόν.
Εν τη προόδω της, λοιπόν, η προσευχή μας —τι σημαίνει εν τη προόδω— εν τη εξόδω της, όταν πάη να βγή η προσευχή από μέσα μας, για να γίνη όντως μία κίνησις προς τον Θεόν, θα δούμε ότι είναι μία «σιωπή εν σιωπή», μέσα στην σιωπή. Τουτέστιν, απόλυτος σιωπή. Επομένως, ή θα πρέπη να ξεύρω και να μαθαίνω —και είναι απαραίτητο να μαθαίνω και να ξεύρω— να προσεύχωμαι μέσα εις τους θορύβους, διότι είναι αδύνατον να επιτύχωμε την ησυχία την απόλυτον, ή θα πρέπη να κυνηγάω, και οπωσδήποτε θα πρέπη να κυνηγάω την απόλυτον σιωπή δια την προσευχή, όσο είναι δυνατόν. Ακόμη και το κελάηδημα του πουλιού και το κελάρυσμα του ποταμού ή του ρύακος, ο οποίος διέρχεται από πλάϊ μας, ακόμη και το φύσημα του ανέμου, σου διακόπτει την προσευχή και ξεπερνάει την δική σου την λέξι που βγαίνει. Εάν δεν το ξεύρης δε αυτό, δεν κάνεις τίποτα. Θα πρέπη να μάθωμε και μέσα στην απόλυτον σιωπή να προσευχώμεθα δι’ αυτό και η μεγάλη σημασία της νυκτός — εις λόγος της μεγάλης σημασίας της νυκτός! Θα προσεύχωμαι μέσα στον θόρυβο, ιδίως όμως θα κυνηγάω την απόλυτον σιωπή, για να μπορέσω να μιλήσω εις τον Θεόν. Ο Θεός ιδιαιτέρως απαντάει σ’ εκείνους, οι οποίοι σιωπούν εν χώρω σιωπηλώ. Εν ησυχία, λοιπόν, σιωπή.
Θα πρέπη, όταν εγώ κραυγάζω εις τον Θεόν, να σταματήσω. Δια της αναπνοής, εισπνέω και εκπνέω. Αλλά η ώρα, που μπορώ και προσέχω και παρακολουθώ —άμα θα την προσέξω— θα δω ότι είναι ακριβώς η στιγμή, η μεσάζουσα εκείνη στιγμή της ανακοπής, του σταματήματος, στο μεσοδιάστημα εκείνο μεταξύ εισπνοής και εκπνοής. Εάν δεν μάθω να αναπνέω καλά, θα είναι συγκεχυμένη και η ζωή μου και η αναπνοή μου και η προσευχή μου και τα πάντα. Θα πρέπη να ξεύρω να έχω αυτό το μεσοδιάστημα, αυτό το ακρόαμα, το στήσιμο του αυτιού μου, και θα δω ότι αυτό είναι το βασικό εις την προσευχή και όχι οι δικές μου οι φωνές. Εάν δεν φωνάξω, δεν θα μάθω αυτό το τόσον απλούν και εύκολο πράγμα. Εάν φωνάξω, τότε θα το διαπιστώσω, ότι έτσι γίνεται ακροατής η ψυχή μου και ακροώμενος ο Θεός.
Θα δω ότι αυτό είναι το σπουδαιότερο: το στήσιμο του αυτιού μου εν απολύτω ησυχία. Θα πρέπη να μάθω, λοιπόν, να σιωπώ, δηλαδή θα πρέπη να μάθω να ακούω, θα πρέπη να μάθω να περιμένω, να προσδοκώ την φωνή του Θεού. Μέσα εις την σιωπή αυτήν τότε θα ακούσω τον κτύπο της καρδιάς
μου, τον κτύπο, όχι της σαρκικής μου καρδιάς, αλλά θα νοιώσω το ζωογονούν το πνεύμα μου, την υπόστασί μου, και που δεν είναι άλλο παρά μόνον το Πνεύμα το Άγιον. Τα πάντα παρέχονται από το Άγιον Πνεύμα.
Εάν θα φθάσω εις την σιωπή, τότε θα μπορέσω να καταλάβω την πνεύσιν αυτήν και θα ακούσω το θρόισμα των πτερών του Αγίου Πνεύματος και θα συνειδητοποιήσω την εγγύτητα του Αγίου Πνεύματος και θα επιποθήσω την πρόσληψι του Πνεύματος και θα καταλάβω τι σημαίνει «ουδέ εί εστι Πνεύμα Άγιον οίδαμεν». Θα καταλάβω ότι πράγματι τόσα χρόνια και στον κόσμο που ήμουν και στο μοναστήρι που είμαι, δεν έμαθα τι σημαίνει Άγιον Πνεύμα «ουδέ ει Πνεύμα Άγιόν εστιν ηκούσαμεν» και οίδαμεν.
Το λέμε ίσως εν τη ταπεινώσει μας, τουτέστιν εν τη ταπεινολογία μας, δεν το κατανοούμε όμως, αγαπητοί μου. Η Αγία Γραφή είναι κάτι που θέλει χώρησι, ενοίκησι. Δεν ενοικείται, δεν βιούται από μας, διότι ζούμε μίαν καθαρώς εξωτερική ζωή. Μιλάω τώρα δια την Αγίαν Τριάδα, ας πούμε, και λέγω «Η Αγία Τριάς είναι τρία πρόσωπα, είναι μία φύσις, είναι τούτο, είναι εκείνο… Ο Χριστός ήταν δύο φύσεις, ήταν όμως μία υπόστασις, ήταν ένα πρόσωπο». Τι σημαίνει αυτό; Δεν καταλαβαίναμε πιο πολλά από ό,τι καταλαβαίνουν και οι υπόλοιποι κοσμικοί άνθρωποι. Γιατί; Διότι αυτά μπορεί μεν να τα λογιζώμεθα, αλλά τα κατανοούμε μόνον εν τω πνεύματι ημών, δια του Πνεύματος.
Χρειάζεται μία αποκάλυψις, όπως έγινε εις τον Ιωάννη και τι ωραία που λέγει η παράδοσις ότι έσπασε ο βράχος εκεί, που ήταν μέσα στην σπηλιά, και αμέσως έγινε εκείνο το θρυμμάτισμα και οι τρεις εκείνοι κόμβοι, που τον ανανέωσαν και τον έκαναν να κατανοήση το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, και έγραψε αμέσως τα περί Αγίας Τριάδος και βεβαιώθηκε ο άγιος Ιωάννης. Ωραιοτάτη παράδοσις! θα πρέπη να σχισθή, αγαπητοί μου, η οροφή δια της πνεύσεως του Πνεύματος και να το δω, για να το καταλάβω. «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος». “Αντε να τα κατανοήσης, πολλώ μάλλον να τα ζήσης και να τα γράψης. Θα πρέπη να σου τα εμπνεύση ο Θεός. Αυτό σημαίνει ότι τα εμπνέει ο Θεός.
Έρχεται σιγά-σιγά το βίωμα και προχωράει μέσα στην ψυχή μας και καταλαμβάνει χώρο ο Θεός μέσα στην δική μας την ύπαρξι και σμίγονται τα βήματα του και οι φωνές του με τα βήματά μας και με τις φωνές μας και τότε γινόμαστε ένα μαζί με τον Θεόν. Τότε αποκτούμε το βίωμα της υπάρξεως και νοιώθομε την έννοια της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος και αρχίζομε να επιθυμούμε να κατακτήσωμε το Πνεύμα το Άγιον, για να μπορέσωμε κάποτε να πούμε «Ελθέ και σκήνωσον εν ημίν, Πνεύμα Άγιον, και καθάρισον ημάς από πάσης κηλίδος», διότι κηλίδες είναι γεμάτη μέσα η ψυχή μας, γεμίζουν την ψυχή μας και δεν μπορούμε εμείς να κάνωμε τίποτε.
Όταν θα γίνη, αγαπητοί μου πατέρες και αδελφοί, αυτό το πράγμα, δηλαδή όταν καταλάβωμε την εγγύτητα του Πνεύματος και την ανάγκη της παρουσίας του —ακόμη δεν φθάσαμε στην πρόσκτησι του Πνεύματος— τότε βλέπομε και κτυπάει η καρδιά μας πιο έντονα. Έχετε προσέξει, όταν χαρούμε, όταν μας πούνε «έρχεται ο τάδε», που τον περιμέναμε, «έρχεται ο τάδε» που τον φοβόμαστε, πώς κτυπάει γρηγορώτερα η καρδιά; Ένα τέτοιο εσωτερικό πνευματικό βίωμα έχομε. Νοιώθομε την μυστική, εναγώνια εκείνη πλέον προσδοκία, που εκφράζεται εξωτερικά, για να την καταλάβωμε, που την λέμε με την έννοια αυτή, του κτύπου της καρδιάς. Είναι πνευματικά βιώματα και δεν μπορούν να αποδοθούν, παρά μονάχα με σκιές σωματικών παραλληλισμών και παραβολών.
Έχομε, λοιπόν, την μυστική εναγώνια προσδοκία και αποκαραδοκία. Όταν θα λάβωμε το βίωμα αυτό της μυστικής εναγώνιας προσδοκίας, τότε θα προχωρήσωμε και θα έχωμε πλέον την σιωπηλή εντρύφησι, αυτό που λέμε: την πρόγευσι της ελεύσεως του Πνεύματος και της επιγνώσεως της παρουσίας του Θεού.
Προσέξτε να τα καταλάβετε. Να τα εξηγήσωμε χειροπιαστά, πατέρες μου, δεν είναι εύκολο. Πρέπει να τα ζητήσουν οι ψυχές μας και θα γίνη αυτό που λέγει ο Κύριος «ζητείτε, και δοθήσεται υμίν, κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν». Άμα εσείς θα τον φωνάζετε, ευρεθήσεται. Αυτά που δεν καταλαβαίναμε, θα τα καταλάβωμε. θα μας τα πη το ίδιο το Πνεϋμα το Άγιον. Ουδείς μπορεί να γίνη διδάσκαλος, παρά μόνον ο Χριστός. «Δίδαξον ημάς πώς δει προσεύχεσθαι». Πας διδάσκαλος είναι μια φτωχιά φωνή, που μπορεί να μας κάνη μονάχα να πούμε «Α, δεν καταλαβαίνει τίποτε και δεν ξεύρει τίποτε θα πάω απ’ ευθείας στον Χριστό!» Μόνον αυτήν την έννοια μπορεί να έχη πας ο οποίος μας ομιλεί περί προσευχής. Πας έτερος είναι ένας δημαγωγός, ένας απατεών να μας κάνη να καταλάβωμε πως δεν μπορεί τίποτε να μας μάθη, για να πούμε «Πνεύμα, πού είσαι επί τέλους, να μου μάθης εσύ!»
Ώστε, επανέρχομαι. Όταν καταλάβω ότι κοντά εκεί πνέει το Πνεύμα το Άγιον και, αντί να πνέη κοντά, μπορώ να το φέρω μέσα μου και να γίνη η αναβίωσις της υπάρξεώς μου, η ανάπλασις της ζωής μου, της ψυχής μου, τότε αρχίζει η μυστική αυτή εναγώνια προσδοκία.
Όταν αρχίση αυτή η καραδοκία του Πνεύματος, αρχίζω να προγεύωμαι τα προμηνύματα της ελεύσεώς του. Διότι το ξεύρω, ό,τι θα ζητήσω, θα μου το δώση. Αφού θα μου το δώση, το έχω, θα πω αμέσως μέσα μου. Κάτι μου το βεβαιώνει. Ήδη έχετε, λέγει ό,τι ζητείτε προτού το πάρετε, το έχετε λάβει.
Γι’ αυτό έχω την σιωπηλή εντρύφησι, έχω την σιωπηλή πρόγευσι των δώρων, τα οποία θα λάβω, και ακόμη την σιωπηλή πρόγευσι της βασιλείας των ουρανών. Γιατί; Πώς συνδέονται αυτά τα δύο πράγματα; Διότι ο Θεός είναι εν ουρανοίς, εγώ είμαι εδώ και, επομένως, η εντρύφησις που θα έχω, αυτή η προοιμιακή, πρέπει να είναι ένα είδος, ας πούμε, προεισαγωγής μου εις τους κόλπους της βασιλείας των ουρανών. Θα πρέπη να είναι ένα προανάκρουσμα των ήχων και των αγγελικών φωνών, που υπάρχουν και ακούγονται εκεί επάνω. Και επομένως, αρχίζω να συνειδητοποιώ, πάνω κάτω, τι είναι ο παράδεισος, τι είναι η βασιλεία των ουρανών. Πώς θα προσευχηθώ εις τον Θεόν, αφού ο Θεός είναι εκεί και ούτε τον βλέπω ούτε τον ακούω; Θα πρέπη να μάθω πού είναι και να ξεύρω τι είναι αυτό μέσα στο οποίον είναι.
Αρχίζω, λοιπόν, να έχω κάποιαν προαντίληψι των μυστικών της βασιλείας των ουρανών. Τι είναι ο ουρανός; Τι είναι αι μοναί που υπάρχουν εκεί; Τι είναι ο ήλιος της δικαιοσύνης; Τι είναι οι άγιοι; Πώς είναι οι άγιοι! Πώς μέσα στους αγίους είναι ο Χριστός; Πώς πάνω κάτω η Αγία Τριάς; Πάνω κάτω όμως, ε; —Εγώ ακόμα εδώ.— Από μακριά αρχίζουν τα σύννεφα κάπως να διαλύωνται και βλέπω! Να, το φεγγάρι. Αυτό πρέπει να ‘ναι η πούλια, εκείνο πρέπει να είναι εκείνο το αστέρι.
Αρχίζω να τα καταλαβαίνω τώρα και αρχίζει να ζεσταίνεται έτσι η ψυχή μου από τα μυστήρια, τα οποία αρχίζουν να αποκαλύπτωνται κάπως ενώπιον μου. Και τότε, τότε αγαπητοί μου, αρχίζει μία καινούργια —ας το πούμε έτσι— περίοδος της πνευματικής μου ζωής, η εν σιωπή τρυφή ή η τρυφή εν σιωπή δηλαδή, άλλο πράγμα τώρα είναι αυτό. Όχι η σιωπή που λέγαμε προηγουμένως. Εδώ είναι μία πνευματική πλέον σιωπή. Είναι του πνεύματός μου η σιωπή —προηγουμένως ήταν των ψυχικών μου δυνάμεων, της ψυχής μου — είναι του πνευματικού μου κόσμου, είναι των ματιών της ψυχής μου. Είναι το κλείσιμο, που κάθομαι έτσι, για να μπορέσω να τον δω.
Επειδή ευρίσκομαι τώρα, προ των πυλών του ουρανού πλέον, έχω μίαν τρυφή, μίαν απόλαυσι, μια ζεστασιά, μια θαλπωρή και σιωπώ για ν’ ακούσω την φωνή του. Τώρα όμως, σιωπά, είπαμε, το πνεύμα μου, το πνεύμα που θα κράξη «αββά ο πατήρ». Σιωπώ τώρα, λοιπόν, χαίρομαι. Έχω μέσα μου μια ζεστασιά, ακόμη και σωματική. Έχω μια ανάπαυσι. Έχω ένα ξεκούρασμα. Έχω μια διάθεσι για προσευχή. Δεν θέλω να προσευχηθώ όμως, θέλω να τον περιμένω τον Θεόν.
Όταν θα γίνη αυτό, τότε πλέον μέσα εις την πνευματική αυτήν σιωπή, αρχίζει να εμφυσά το Πνεύμα το Άγιον. Το Πνεύμα το Άγιον είναι αυτό που με ενώνει πλέον με τον Θεόν, που με φέρνει εις συνάφεια ενεργειών και αρχίζω κάπως να συνειδητοποιώ τότε το Πνεύμα το Άγιον, που είναι φως, όταν μπαίνη μέσα μου, μου αποκαλύπτει τα βάθη της δικιάς μου καρδιάς.
Έπρεπε πρώτα να καταλάβω κάπως τι είναι ο ουρανός, για να καταλάβω τώρα τι είμαι εγώ. Έπρεπε πρώτα κάπως να εγγίσω το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, και μάλιστα την παρουσία του Πνεύματος, για να καταλάβω αυτό που είναι τόσο δικό μου.
Βλέπετε, πόσο μακριά από εμάς είναι η καρδιά μας! Πόσο απροσπέλαστος χώρος! Όλα τα ξεύρομε. Τι έχει όμως μέσα η καρδιά μας, τι βούρκο, τι πάθη, τι σαπίλα, τι μαυρίλα, αυτά δεν τα ξεύρομε. Ο καθένας μας νομίζει πως είναι μία προσωπικότητα, πως είναι ένας άγιος! πως είναι «κάποιος τάχατες », κάποιος που μπορεί να σταθή στον Θεό και να του πη «Θεέ μου, Θεέ μου, σου έδωσα αυτό, σου αφιερώθηκα, σου έκανα, σου έδειξα…».
Τι έκανα; Δεν καταλάβαμε τίποτε. Όταν θα πλησιάση το Πνεύμα, μου αποκαλύπτει, αγαπητοί μου, την μαυρίλα μου μέσα, την αμαρτία μου, και αρχίζω να έχω την αυτογνωσία. Βλέπετε ότι ο αυτοέλεγχος, η αυτοκριτική είναι μία ενέργεια σιωπής. Εν σιωπή προσδοκώση το Πνεύμα του Θεού. Και έρχεται το Πνεύμα, το οποίο σαν προβολέας μου φωτίζει την καρδιά, την ώρα που το περιμένω εγώ, αυτό μου φωτίζει την καρδιά. Διότι εδώ είναι το εμπόδιο, εδώ είναι ο στίβος. Εδώ θα παλαίψη η σαρξ και το πνεύμα, δια να νικήση το πνεύμα και να καταποθή η σαρξ. Μου αποκαλύπτει, λοιπόν, και τότε καταλαβαίνω δύο πράγματα.
Πρώτον, ότι ο στίβος είναι εδώ, στην καρδιά θα πρέπη εδώ να ‘ρθή ο Θεός, για να πλησιασθούμε και να γνωρισθούμε και να αγαπηθούμε, να κουβεντιάσωμε και να ενωθούμε τελικώς.
Δεύτερον, ότι εδώ είναι ο στίβος, διότι εδώ είναι τα εμπόδια: η άγνοιά μου και η λήθη μου το ότι ούτε καν θυμάμαι τον Θεόν μέσα στην ζωή μου. Και όταν έκραζα και έλεγα «Θεέ μου, Θεέ μου», στην πραγματικότητα δεν φώναζα τον Θεόν, αλλά μ’ ενδιέφερε ο εαυτός μου γιατί ήθελα εγώ να προσεύχωμαι, γιατί έτσι λέγει το Ευαγγέλιο, γιατί έτσι μου είπε ο Γέροντάς μου, γιατί έτσι έπρεπε να κάνω, διότι είχα εκείνη την ανάγκη ή εκείνη την επιθυμία. Είχα άγνοια και λήθη. Ακόμη δεν καταλαβαίναμε τι σημαίνουν τα δύο αυτά πράγματα. Μου τον σκιάζει τον Θεόν αυτό που υπάρχει μέσα μου, η άγνοια και η λήθη. Δεν τον θυμάμαι και δεν τον ξεύρω. Γιατί; Γιατί κρύβεται πίσω από τα πάθη μου. Χωρισθήκαμε! Κλειδώθηκα έξω από τον παράδεισο και δεν μπορώ ακόμα να φάγω το ξύλον της ζωής και να ενωθώ μαζί του, για να ξαναποκτήσω πάλι την ζωή. Εν η αν ημέρα θα φάτε, λέγει, από εκείνον τον καρπόν, θα αποθάνετε. Και κλείνει τον άνθρωπο έξω από τον παράδεισο. Γιατί; Εν η αν ημέρα θα φάγη πάλιν από το ξύλον της ζωής, θα ξαναζήση. Είναι κλειστός ακόμα ο παράδεισος, διότι η βασιλεία των ουρανών εντός ημών εστιν. Το κλεισμένο πράγμα είναι μέσα εδώ. Είναι κλεισμένο με τα χερουβίμ. Ποια χερουβίμ; Με τα πάθη μου είναι κλεισμένη η δικιά μου η καρδιά αυτό θέλει να πη.
Αρχίζω, λοιπόν, τώρα να καταλαβαίνω τι σημαίνει πάθος και ότι είμαι εμπαθής. Αρχίζω να καταλαβαίνω ότι αγνοώ τον Θεόν. Αρχίζω να καταλαβαίνω ότι ο Θεός… μπα! Τι είναι αυτός ο Θεός; Αυτός για τον οποίον μπορεί είκοσι χρόνια να έκανα κηρύγματα επάνω σε άμβωνες, εις τον οποίον μπορεί να φώναζα «ο Θεός, ιλάσθητί μοι», μέσα στην εκκλησία. Μπορεί να φώναζα με το κομποσχοίνι μου «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν » και να μη ήξευρα ούτε τι είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός ούτε τι σημαίνει « ελέησόν με » ούτε τι σημαίνει «αμαρτωλός». Γιατί, άμα δεν ξεύρω
τι σημαίνει αυτό που λέμε τώρα, πώς θα πω « ελέησόν με»; Δεν ξεύρω τι σημαίνει «ελέησόν με». Ώστε, λοιπόν, τότε καταλαβαίνω τι σημαίνει βασιλεία των ουρανών, τι σημαίνει καρδία, τι σημαίνει πάθος, τι σημαίνει να μπη μέσα μας ο Θεός και ότι εδώ είναι, εδώ είναι ο στίβος μας.
Ε, τώρα πια τα πράγματα εντοπίζονται. Από κει που φώναζα «πάτερ Θεόκτιστεεε!» τώρα γυρίζω κοντά σου «Έλα, έλα εδώ πέρα», σου λέγω. Δεν μπορώ να φωνάζω, νά ‘σαι κάτω εσύ και εγώ να είμαι επάνω. Θα κουρασθώ να φωνάζω, θα μας ακούση και όλος ο κόσμος. Όταν κάποιον τον αγαπώ, θέλω να είμαστε οι δυο μας, να τα κουβεντιάζωμε απλά απλά, πλάϊ πλάι ο ένας στον άλλον. Θέλω, λοιπόν, να ‘ρθή εδώ μέσα στον στίβο μου. Εδώ, αγαπητοί μου, τώρα είναι ένα από τα πιο καίρια και πιο φοβερά σημεία της πνευματικής μας ζωής. Να δούμε, αν θα αρχίσωμε κάποτε να ευχώμεθα εις τον Κύριον, να προσευχώμεθα προς τον Θεόν. Είναι μία στιγμή, που θα ζήσωμε εκείνο το δράμα εκείνου του ποιητού που έλεγε «Φύγε, Θεέ» και πάλι «Έλα, Θεέ μου». Όταν τον πλησίαζε ο Θεός, τον ένοιωθε σαν δήμιο και έλεγε «Φύγε, ο δήμιός μου». Και όταν πήγαινε να φύγη ο Θεός, έλεγε «Έλα, ο φίλος μου». Το ενδεχόμενο εδώ είναι, το αν θα δεχθούμε ή θα αρνηθούμε τον Θεόν. Μέχρι την ώρα αυτή κολυμπάμε μέσα σε μια πιατέλα και έχομε την αίσθησι πως κολυμπάμε. Μέχρι την ώρα εκείνη παίζαμε με τον Θεόν ένα παιχνίδι «εν ου παικτοίς». Εδώ θα ‘ρθή η ώρα που θα δούμε, αν τον δεχθούμε ή αν τον αρνηθούμε.
Προηγουμένως είχαμε το βίωμα της πάλης. Εδώ πέρα θα έχωμε τώρα το σημείο, που πιανόμαστε με τον Θεόν. Πιθανόν να πούμε και εμείς «φύγε», τελικώς. Και μετά να πούμε ανεπανόρθωτα και οριστικά «Τότε έφυγε αυτός, ο φίλος μου ο στερνός» δεν υπάρχει άλλος φίλος για την ζωή μας, δεν υπάρχει καμία άλλη ελπίδα για την δική μας την ζωή.
Είναι το καίριο σημείο. Γιατί; Διότι είναι ακριβώς η στιγμή που θα δεχθούμε ή θα αρνηθούμε να παραδεχθούμε τον εαυτόν μας, διότι ανακαλύπταμε έναν εαυτόν τόσο βρώμικο, τόσο σκοτεινό, τόσον ύπουλο, τόσο πονηρό, ώστε μας στοιχίζει, μας κοστίζει, δεν μας συμφέρει να τον ομολογήσωμε και κρυβόμαστε πίσω από τον εγωισμό μας, πίσω από την γνώσι του εαυτού μας, από την αγάπη του είναι μας, που υπάρχει εις πάσαν ψυχή. Είναι και η ώρα, που ξυπνάει το εγώ μου και δεν θέλω να παραδεχθή ότι τέτοιος είμαι, αμαρτία!
Ωραίο πράγμα είναι να στέκωμαι εις τον Θεόν και να λέγω «Κύριε Ιησού Χριστέ, εσύ που μου χάρισες την γνώσι σου, εσύ που μ’ αξίωσες και μ’ έκανες εργάτη σου και μ’ έκανες μοναχό! Κύριε Ιησού Χριστέ…”, εύκολα πράγματα αυτά, αλλά να καθήσω εν επιγνώσει να πω «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι, τω αμαρτωλώ», πόσες φορές μπορώ να το κάνω; Εάν το κάνω και αυτό! Γιατί πρέπει να συντρίψω το είναι μου, για να γίνη… Θα πρέπη, όπως θρυμματίζω με τον καρυοθραύστη το καρύδι και «κρακ!» κάνει και κομματιάζεται, και μαζεύεις τα κομμάτια, έτσι να κάνω την καρδιά μου, για να τα βγάλω μετά και να τα πετάξω αυτά τα σκουπίδια, να ανακαλύψω πως ό,τι έχω, ό,τι είμαι, ό,τι αγαπούσα, ό,τι ποθούσα, ό,τι ζητούσα στην προσευχή μου μέχρι τώρα, όλα αυτά είναι τα σκύβαλα, που λέγει ο Παύλος και που καλούμαι να τα αρνηθώ. Να καταλάβω ότι είναι σκύβαλα, για να γεμίσω από τον Θεόν.
Ευρισκόμεθα, λοιπόν, αντιμέτωποι. Ο Θεός ακόμα είναι εκεί, αλλά έχω αρχίσει να καταλαβαίνω πόσο μακριά μου είναι και γι’ αυτό το σκέπτομαι, το ζυγίζω, εάν θα πρέπη να δεχθώ και να αγωνισθώ μαζί του. Πω, πω! Τι είναι Εκείνος, είπα στην αρχή με την αποκάλυψι της βασιλείας του, με το αντιφέγγισμα του φωτός του! Και τώρα έχω την δική μου την μαυρίλα. Λοιπόν, θα σταθώ! Μου κοστίζει.
Όταν εγώ δεχθώ να προχωρήσω, τότε θα αρχίση η σιωπηλή αυτή ενατένισις της καρδιάς μου δια του Πνεύματος, τότε θα αρχίσω σιγά σιγά να νοιώθω ότι έχω ανάγκη να θυμηθώ τον Θεόν και να γνωρίσω τον Θεόν. Προχωρώντας σ’ αυτό το διάστημα, εάν ξεπεράσω την δυσκολία μου και δεν αρνηθώ τον Θεόν μου για χάρι του εαυτού μου, αλλά καταλάβω με κόπο και με ιδρώτα τι σημαίνει το «απαρνησάσθω εαυτόν» το λέμε κάθε ημέρα να το νοιώσωμε όμως το «απαρνησάσθω εαυτόν»—, τότε θα αρχίσουν να βγαίνουν τα πρώτα δάκρυα από τα μάτια μας —όχι τα δάκρυα που λέγουν οι πατέρες μας, «να βγάζωμε δάκρυα», όχι εκείνα, εκείνα είναι τα δάκρυα του Πνεύματος—, τα πρώτα δάκρυα του εγωισμού μας, που αρχίζει να σπάη, τα πρώτα δάκρυα που αποκαλύπτουν πόσο φτωχικά είναι, ότι δεν έχω τίποτε, διότι αυτά που βγάζω από τα μάτια μου είναι πολύ πολύ ανθρώπινα.
Αρχίζει να μου πονάη, αρχίζει να κλωτσάη μέσα μου κάτι και πονώντας κλαίω πονώντας, αρχίζω να ξαναφωνάζω, «Θεέ μου, Θεέ μου!». Τότε λέγω «Ελθέ, Πνεύμα Άγιον, και καθάρισόν με από την αμαρτία μου. Βασιλεύ ουράνιε, Παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας, ελθέ να μου διδάξης εις την άγνοιά μου, ελθέ και σκήνωσον εν εμοί, που είμαι τόσο κακός, τόσο γεμάτος, και καθάρισόν με από πάσης κηλϊδος. Βγάλε ό,τι υπάρχει εδώ μέσα, για να μπόρεσης να ενοικήσης». Τότε μπορώ να πω την προσευχή του Πνεύματος.
Όταν φθάσω στο σημείο εκείνο, τότε πλέον ο Θεός, που είναι πρόθυμος αμέσως να απαντήση στην προσευχή μας και που δεν χάνει ούτε λεπτό, εισορμάει εις την καρδία μας. Μα θα μου πήτε, μετά από τόσα βάσανα; Είναι αυτό που λέμε: εμείς βιούμεν την καθυστέρησι του Θεού ως υποκειμενικόν τι. Πάντοτε μας φαίνεται, όταν προσευχώμεθα, ότι ο Θεός καθυστερεί. Στην ουσία ο Θεός δεν καθυστερεί, όχι ούτε λεπτό, αλλά ούτε στιγμή.
Τώρα αρχίζω να ζητάω το Πνεύμα του Θεού. Τώρα αμέσως εισβάλλει το Πνεύμα μέσα στην καρδιά μου. Έρχεται το Πνεύμα. Το Πνεύμα δηλαδή, τι σημαίνει «το Πνεύμα»; Μα το Πνεύμα είναι πανταχού παρόν. Δεν υπήρχε το Πνεύμα πριν; «Εξαποστελείς το πνεύμα σου, και κτισθήσονται» όταν όμως λίγο αποστρέψης το πρόσωπό σου, τουτέστι το Πνεύμα σου, την παρουσία σου, τα πάντα αμέσως σκοτεινιάζουν, κρημνίζονται, απόλλυνται, συντρίβονται. Πέφτουν μέσα στην άβυσσο της ανυπαρξίας.
Το Πνεύμα τώρα αρχίζει να υποδηλοί τον εαυτόν του, να κράζη «αββά ο πατήρ», τουτέστι να μας αποκαλύπτη την ταυτότητά του με τον Πατέρα. Ενεργεί πλέον ο Υιός εν Αγίω Πνεύματι, το οποίον κινείται εν τη Εκκλησία, για να μαρτυρήση τον Πατέρα. Μπορείτε τώρα να ερμηνεύσετε όλα τα χωρία της Γραφής, που έχουν αυτές τις κινήσεις της Αγίας Τριάδος, τις οικονομικές κινήσεις της Τριάδος μέσα εις την ζωή μας.
Αρχίζει, λοιπόν, μυστικά το Πνεύμα το Άγιον να μας αποκαλύπτη τον Πατέρα, την ταυτότητά του με τον Πατέρα, και έχομε πλέον την αίσθησι του συνόντος και συνιόντος εν ημίν Υιού, του ερχομένου Χριστού. Και αμέσως τότε πάσχομέν τι καινόν βίωμα, το οποίον το αγνοούσαμε μέχρι τώρα. Ποιο βίωμα είναι αυτό; Το βίωμα μιας καινούργιας αγωνίας πνευματικής.
Όταν είσαι μέσα στο σκοτάδι και σου φαίνεται σαν μια σκιά να μπαίνη μέσα, κάνεις εσύ αμέσως έτσι και αγωνιάς, τι είναι αυτό; Όταν ακούσης απότομο θόρυβο, πας ν’ ακούσης τι πράγμα είναι, τα χάνεις! Ένα τέτοιο πράγμα. Ακούς την φωνή του Θεού, έχεις την αίσθησι της παρουσίας του, ξαφνιάζεσαι πρώτα απ’ όλα, αγωνιάς, τι είναι αυτό; Θεός; Σατανάς; Πάθος, προβολή του εγωισμού μου; Τι πράγμα είναι αυτό;
Επειδή ευρισκόμεθα τώρα εις πνευματικά ίχνη, θα τα πω πολύ σύντομα, πολύ αδρά, πολύ χονδρικά, ας το πούμε έτσι, χωρίς να αναλύσω κανέν βίωμα. Μέχρι τώρα είχαμε της ψυχής μας τα βιώματα, για να φθάση να μπορή να προσευχηθή. Από εδώ και εξής πλέον μπαίνομε εις την προσευχή την εκζητούσαν τον Θεόν. Ακόμη δεν ήρχισε ο διάλογος, δεν ήρχισε ακόμη η ευχή, δεν ήρχισε ουσιαστικά η επικοινωνία με τον Θεόν. Μετά από αυτά που θα πούμε τώρα, γίνεται αυτό.
Αρχίζει, λοιπόν, αυτή η αγωνία της ψυχής μας τότε!
–Ποίος είσαι; Τι είσαι συ και με κάνεις και φοβάμαι; σαν να λέγη η ψυχή μου.
Τα λέγω χονδρικώς. Στην αρχή μας κρύβεται Αυτός — πώς καμιά φορά παίζομε εμείς με κάποιον πίσω από ένα δένδρο και του κλείνομε τα μάτια και του λέμε
— Ποιος είμαι;
— Είσαι ο τάδε.
— Όχι! λέγω εγώ.
— Είσαι ο τάδε.
–Όχι!
— Είσαι ο δείνα.
Ναι! Και του ανοίγω τα μάτια και τον αγκαλιάζω.
Κάτι τέτοιο επακριβώς έχομε, ζούμε μέσα εις την ψυχή μας, εις την έκτασι αυτής μας της προσευχής. Έχομε, λοιπόν, εμείς την αγωνία μας και μας κρύβεται ο Θεός, σαν να μας παίζη. Και του φωνάζω πάλι με πιο πολύ κτύπο
— Τι παίζεις μαζί μου; Ποιος είσαι; Πες μου τι γυρεύεις.
Μα, θα μας πή το Πνεύμα
— Εσύ με φωνάζεις τόσα χρόνια και τώρα μου λες τι γυρεύω;
Αρχίζω πιο πολύ να καταλαβαίνω τι ζητούσα, τι φώναζα, τι γύρευα, γιατί ζω! Λέμε καμιά φορά, «ούτε ξέρομε γιατί ζούμε». Μα πραγματικά δεν ξέρομε γιατί ζούμε. Άμα δεν μας το διδάξη ο Θεός, δεν μπορούμε να το καταλάβωμε.
— Ποιος είσαι συ; του λέμε ύστερα.
— Εγώ είμαι ο Θεός!
Αλλά ακόμα μέσα στα πάθη μας, όπως είμαστε, σκύβομε, κοιτάζομε, κάνομε τα μάτια μας έτσι να φύγουν οι τσίμπλες, να καθαρισθούν. Τα ανοίγομε, τον κοιτάζομε γερά, καλά καλά. Μας πλησιάζει και Αυτός σιγά σιγά. Καθαρευόμεθα εμείς, καθαρίζει και Εκείνος τον εαυτόν του, τα σύννεφα, τον γνόφο. Καθαρίζει τον γνόφο μου, τον ανοίγει κάπως, για να γίνη ορατός από ημάς.
Αυτή μας η αγωνία γίνεται πάλι τώρα μία πνευματική απόλαυσις, όχι προμήνυμα, αλλά απόλαυσις της παρουσίας του τώρα, της εγγύτητός του τώρα. Αρχίζω να τον νοιώθω, ότι Αυτός είναι, αρχίζει να κτυπάη η καρδιά μου σαν να τον γνωρίζη.
— Εσύ, λοιπόν, είσαι ο Θεός μου;
— Εγώ είμαι, δεν με γνωρίζεις; Εγώ που σε γέννησα, εγώ που σε βάπτισα, εγώ που σε έκειρα καλόγηρο, εγώ που σ’ απαντούσα, όταν προσευχόσουνα και συ που μου έλεγες « Θεέ μου, Θεέ μου» και σε βοηθούσα και δεν με καταλάβαινες, και στην πραγματικότητα δεν ζητούσες εμένα. Εγώ, που κρυβόμουνα πίσω από την πείνα σου, πίσω από την δίψα σου, πίσω από τον ύπνο σου, πίσω από το γονάτισμά σου, πίσω από τις επιτυχίες σου, από τις αμαρτίες σου, από τα πάντα!
Ζεσταίνεται πιο πολύ ακόμα η καρδιά μου και ζητάω να τον αγκαλιάσω. Αλλά δεν μπορώ, πρέπει να μ’ αγκαλιάση Εκείνος. Ποιος είμαι εγώ; Εγώ είμαι η απουσία Εκείνου. Φωνάζω! Τότε αρχίζω πλέον να τον ξεδιαλύνω. Αυτός πρέπει να είναι ο Θεός μου. Δεν είχαμε ξαναδεί τον Θεόν. Μα Αυτός είναι, δεν μπορεί! Είναι κάτι «ουκ ον» από όλα τα όντα. Είναι ο Ων! Ο μοναδικός και ανυπερβλήτως και πέραν παντός όντος, είναι ο αποκλειστικώς Ων. Νοιώθω τι σημαίνει ο ων ο υπάρχων. Είναι ο μόνος που υπάρχει. Καταλαβαίνω ότι τίποτε άλλο δεν υπάρχει από όλα που υπήρχαν, αλλά είναι αυτός, που δεν υπάρχει όπως υπάρχουν τα άλλα, είναι ο μοναδικός, λοιπόν, Αυτός, ο ουσιαστικώς υπάρχων, Είναι ο αΐδιος, είναι ο ατελεύτητος, και εγώ παίρνω πλέον θέσι μέσα στην ζωή του, μέσα στην ύπαρξί του, μέσα στην ιστορία του Θεού.
Από την ώρα αυτή, που θα ενωθώ ή δεν θα ενωθώ τελικώς με τον Θεόν, διότι ακόμη συνεχίζεται ο κίνδυνος -πέρασε η κρισιμότης η φοβερά του εγωισμού μου, τώρα προχωράμε εις τον στίβο τον πνευματικό- και πάλι μπορώ να αρνηθώ όμως τον Θεόν, διότι το εγώ χτυπήθηκε, αλλά υπάρχει μέσα μου.
Κατ’ ολίγον τον ανακαλύπτω τον Θεόν. Τον γνωρίζω τον Θεόν. Αυτός είναι ο Θεός. Μου αρέσει ο Θεός. Ο Θεός μπαίνει μέσα μου τώρα. Πώς μπαίνει μέσα μου; Καταλαβαίνω τότε τι σημαίνει ότι ο Θεός είναι φως, ο Χριστός φως εκ φωτός και το Πνεύμα το Άγιον το «εν τω φωτί». «Εν τω φωτί σου οψόμεθα φώς»(28). Εν τω φωτί, τω πνεύματι ορώμεν το φως, ορώμεν τον Θεόν. Νοιώθομε τι σημαίνει φως ο Θεός, φως ο Πατήρ, φως ο Γιος, φως το Άγιον Πνεύμα, και αμέσως όλα αυτά που ήταν η σκιά του φωτός -στην ουσία ανύπαρκτα- φωτιζόμενα, χάνονται από μπροστά μας. Δεν εξαφανίζονται από μπροστά μας χάνονται ενεργούντα. Γίνονται ανενέργητα. Κατακλύζονται από το φως. Η πάσα πτυχή φωτίζεται.
Έχομε το δεύτερο σοβαρό καίριο σημείο εις το οποίον κινδυνεύομε τώρα. Διότι τώρα βλέπομε τον εαυτόν μας εις πάσας τας πτυχάς του γεμάτον από το φως και βλέπομε την ανυπαρξία του εαυτού μας. Πρέπει να βυθισθούμε μέσα εις την θεότητα, για να μπορέσωμε να ζήσωμε. Δηλαδή, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε εκείνο που λέγει, «ος αν απολέση την ψυχήν αυτού, ούτος ευρήσει αυτήν». Όποιος θα αποθάνη, θα ζήση. Ενώ, όποιος θα βρή την ψυχή του, θα απολέση την ψυχή του. Τότε, λοιπόν, νοιώθω την ανυπαρξία μου, τον θάνατο του εαυτού μου.
Και εάν θα έχω -εδώ χρειάζεται, πατέρες μου και αδελφοί μου, η αγάπη-, εάν θα έχω αγάπη εις τον Θεόν, θα νοιώσω μέσα μου ένα σκίρτημα αγάπης και χαράς που θα λέγη «Ναι, Θεέ μου!» Θα είναι η αποδοχή της ψυχής μου, του Θεού. Θα είναι το «ναι», που θα πω εις τον Θεόν. Τώρα πλέον συνειδητώς θα πω το «ναι» μέχρι τότε ήταν παιδικές φωνές. Τώρα που καταλαβαίνω ότι χάθηκε ο εαυτός μου. Να, ολόκληρος, το παν είναι ο Θεός εάν του πω το ναι, καλώς έχει. Εάν θελήσω να ξαναβγάλω μέσα από τα άδυτα, από τα υποστρώματα, από τα υποσυνείδητα τον εαυτόν μου -που υπάρχει μέγας φόβος, εάν θα θέληση να αναδυθή το είναι μου- τότε ευθύς αμέσως γίνεται εκείνο που λέγει ο Συμεών. Και χάνεται πάλι ο Θεός και θα χρειασθούν χρόνια να ξανακράξωμε, και αν τον ξαναβρούμε τον Θεόν! Γιατί εδώ είναι συνειδητή η απουσία του. Η προηγούμενη άρνησίς του, που λέγαμε, όταν συνειδητοποιούσαμε δηλαδή την μαυρίλα μας, ήταν μία σκλήρυνσις, που θα μας απομάκρυνε τον Θεόν και θα μας έρριχνε εις μίαν γεώδη ζωή.
Τώρα όμως έχομε κάτι το πιο βαθύ, το πιο πνευματικό, γι’ αυτό και το πιο φοβερό. Εδώ είναι ο ύστατος, ας το πούμε, πειρασμός μας. ΄Ερχεται στιγμή, που λέγει και ο Κύριος «Παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο» είναι αυτή η στιγμή, που θα το πούμε. Τότε καταλάβαμε ότι χανόμαστε, τι σημαίνει να αποθάνουμε. «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, εις τον θάνατον αυτού εβαπτίσθητε». Συνθαπτόμεθα, για να συναναστηθούμε είναι «συνετάφημεν» πνεύματι, χάριν του πνεύματος. Εάν συνειδητοποιούμε τον θάνατό μας -και είναι θέμα τώρα, εάν οικειοποιηθούμε τον θάνατο αυτόν-, εάν θα μας κοστίση, θα παραμείνωμε στο «ει δυνατόν παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο». Δεν αρνούμεθα τον Θεόν, αλλά αρνούμεθα τον θάνατο. Δεν θα συζήσωμε με τον Θεόν και θα φύγη ο Θεός μας. Και θα μείνωμε πιθανόν, «δοκούντες εν εαυτοίς και καθ’ εαυτούς», νομίζοντες «ιστάναι», ότι ιστάμεθα, νομίζοντες πως είμεθα στύλοι, νομίζοντες πως είμεθα πνευματικοί άνθρωποι, στην πραγματικότητα όμως εξουθενωμένοι, μη όντες ουδέν. Εάν όμως η καρδιά μας, η βούλησίς μας, το είναι μας θα πη το «ναι», τότε ο Θεός περαιτέρω μας αποκαλύπτεται και αρχίζει να κάνη μπροστά μας, τι; Όχι να παίζη, αλλά να μας ανοίγη τον εαυτόν του. Όχι την καρδιά μας, τον εαυτόν του!
Τότε το βίωμα αυτό, η εμπειρία αυτή της παρουσίας του, είναι τόσο δυνατή, ώστε μας φευγατίζει την λήθη. Και ο Θεός τώρα αρχίζει να στριφογυρίζη, για να τον γνωρίσωμε καλύτερα, να τον δούμε, να τον μάθωμε αρχίζομε να τον γνωρίζωμε και αρχίζει η γνώσις του Θεού. Η γνώσις του Θεού! Αρχίζομε να μαθαίνωμε όχι τα του Θεού έξωθεν, αλλά τα του Θεού έσωθεν πλέον, μέσα στην καρδιά μας, διότι μπήκε ο Θεός μέσα στην καρδιά μας. Τότε ανάβει περισσότερο αυτή η επιθυμία και θέλομε να μας ανοίξη πιο πολύ ο Θεός. Τότε η ψυχή μας μόνη της λέγει «Φώτισόν μου τα σκότη, φώτισόν μου τα σκότη. Αποκάλυψέ μου τον εαυτόν σου, αποκάλυψέ μου τον εαυτόν σου». Αλλά την ώρα εκείνη ο Θεός φεύγει από κοντά μας. Αυτή την φορά δεν φεύγει θυμωμένος, δεν τον διώχνομε, φεύγει μόνος του.
Ξεύρομε τώρα την πορεία, μάθαμε πώς ζητάμε τον Θεόν και πώς μπορεί να μπη ο Θεός. Ακόμα δεν ενωθήκαμε με τον Θεόν. Μάθαμε, λοιπόν, τώρα τι είναι ο Θεός και μπορούμε πια, αφού σε γνωρίζω, να σου φωνάξω «Α, πάτερ Θεόκτιστε, δώσε μου αυτό το πράγμα, έλα σε παρακαλώ». Σε ξεύρω τώρα, κουβέντιασα μαζί σου, σε είδα ποιος είσαι και μπορώ να σε παρακαλώ, όποτε σε θέλω, και να έρχεσαι και να σε κάνω και παρηγουμενιάρη, να σ’ έχω πάντα κοντά μου ή να σε κάνω «ο Κύριος μου και ο Θεός μου» και εγώ να γίνω, όχι ο παρηγουμενιάρης του Θεού, να γίνω ο σκλάβος του! που θα πέσω στα πόδια του, όπως έπεφταν όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας ενώπιον Αυτού.
Από εδώ και πλέον αρχίζει η προσευχή. Η προσευχή μπορεί να γίνεται μία εσωτερική ευχή, όταν μάθω να φέρω τον Χριστόν έτσι μέσα μου και να του μιλάω ελεύθερα. Όταν μάθω τον Κύριον να τον καλώ εν εμοί πάλι – προγενέστερον στάδιον της ευχής δια του Πνεύματος. Δεν προχωράμε σ’ εκείνα τα πελάγη, στεκόμαστε μέχρι εδώ- όταν κάνωμε αυτό -για να τελειώσωμε, θέλω να πω κάτι το τελευταίο- θα δούμε ότι σ’ αυτόν μας τον αγώνα, όταν είμεθα ακόμη αρχάριοι, ομιλούμε προς τον Θεόν. Θυμάστε που λέγαμε, ανακαλύπτομε σε κάποιο διάστημα ότι η προσευχή είναι βοή;
Σας είπα εξ υπαρχής έχομε το βίωμα του αγώνος, εν συνεχεία, της εκ βαθέων κραυγής, κατόπιν, της εγγύτητας του Πνεύματος, της εν ησυχία σιωπής, της εναγωνίου προσδοκίας, κατόπιν, της σιωπηλής προγεύσεως και εντρυφήσεως, της εν σιωπή τρυφής και, εν συνεχεία, έχομε την αυτογνωσία, το καίριο εκείνο σημείο, την αποκάλυψι και την γνώσι της καρδιάς μου και το σημείο, που θα δεχθώ ή θα αρνηθώ τον Θεόν, το σημείο της γνώσεως κάπως του Πνεύματος.
Επομένως, όλα αυτά είναι ένα κυνηγητό του Θεού, που γίνεται με τον νου. Βλέπω ότι είναι μία ομιλία. Στην αρχή ομιλούμε στον Θεόν και επειδή είναι τόσα άλλα πράγματα εμπόδια -ιδίως οι λογισμοί μας- ο νους προσπαθεί να διώξη από την διάνοια ο,τιδήποτε έχει, για να μπόρεση αυτός να ανεβή ο ίδιος εις τον Θεόν, τουτέστι να φωνάξη «Θεέ μου, Θεέ μου Κύριε μου, Κύριε μου Ελωΐ, Ελωΐ Θεέ μου, Θεέ μου, λαμά σαβαχθανί, γιατί μ’ εγκατέλειψες;» Ένοιωσε πως είναι ένα πεταμένο πράγμα μέσα στην γη, ενώ ο Θεός παρά ταύτα είναι «Ελωΐ, Ελωΐ, ο Θεός μου, ο Θεός μου». Θεέ μου, Θεέ μου. Είναι ο Θεός μου! Και εγώ είμαι πεταμένος χτυπιέμαι μέσα σε χίλια σκοτάδια, κάτω στο χώμα.
Ο νους μου, λοιπόν, παλεύει να ρίξη, να φευγατίση ο,τιδήποτε άλλο, ό,τι πονηρό και ό,τι ξένο. Διότι αυτό γίνεται λογισμός και ο λογισμός καταπνίγει τον νου τον ανερχόμενο, τον θέλοντα να αναβή προς τον Θεόν. Πρέπει να φευγατίση ό,τι είναι επιθυμία, ό,τι είναι θέλημα, ό,τι είναι προγενέστερο βίωμα, προγενέστερες εμπειρίες από ξένα πράγματα, να φθάσωμε πλέον εις την λήθη του παρελθόντος και όχι εις την λήθη του Θεού, τόσο πολύ, ώστε τα πάντα να γίνουν ξένα για μας, και έτσι να φθάσωμε εις την άγνοια των πάντων, ωσάν τίποτε να μη γνωρίζωμε. Να ακούω «ο πατήρ Αρσένιος», και τίποτα να μη μου λέη «ο πατήρ Αρσένιος». Τι είναι ο πατήρ Αρσένιος; Αδελφός μου είναι. Όταν αγαπάω, όταν στρέφεται η ψυχή μου προς τον πατέρα Αρσένιο, πώς θα μπη ο Θεός; Τον αγαπώ, και θα πάω να προσευχηθώ, και θα εύχωμαι για τον πατέρα Αρσένιο και όχι για μένα. Το ίδιο πράγμα για την υγεία μου, το ίδιο για την επιστήμη μου, το ίδιο για τις επιθυμίες μου, για τις χαρές μου, για τις επιδιώξεις μου, για ο,τιδήποτε άλλο. Ο νους, λοιπόν, παλεύει να διώξη όλα αυτά.
Κατόπιν εις το μέσον γίνεται κάτι άλλο. Όταν αρχίσουν να φεύγουν αυτά, βλέπω ότι ο νους παρακολουθεί αυτά που λέγω εις τον Θεόν είτε από μέσα μου είτε με το στόμα μου και συνειδητοποιώ κάποιον ομιλούντα και τον νου μου παρακολουθούντα. Είναι αυτό που λέγει ο Απόστολος, ότι μπορούμε να ψάλλωμε και να προσευχώμεθα εν πνεύματι αλλά και εν τω νοΐ. Νοιώθομε τότε κάπως σκιωδώς τι είναι αυτό που λέγει εν «τω πνεύματι», που το πνεύμα μπορεί μέσα να ζητάη τον Θεόν, είναι αυτό που ζητάει τον Θεόν. Και καταλαβαίνω τι σημαίνει νους ότι έχει σχέσι μ’ αυτό, αλλά είναι και κάτι άλλο, είναι μία ιδιότης, είναι μία δύναμις και ο νους, το νοερόν, αρχίζει να παρακολουθή και τότε κατ’ ολίγον βλέπω ότι ο νους μου ενούται όχι με αυτό που έρχεται αλλά με τα λεγόμενα ή με τα νοούμενα. Ενούται, διότι μπορεί ο λόγος μου να είναι με το στόμα μου, καταλαβαίνετε, μπορεί να είναι με το λογιστικό μου, να είναι με τον διαλογισμό μου, αλλά μπορεί να είναι και κάτι το ενδιάθετο, κάτι το εσώτερο, ας πούμε, και όλα αυτά τότε αρχίζω και τα ξεχωρίζω και μαθαίνει τότε ο νους μου να παρακολουθή και κατόπιν να ενούται με τα νοούμενα ή με τα λεγόμενα. Να ενούται με αυτά και έτσι να ομιλή πλέον ο νους μου εις τον Θεόν, το νοερόν μου, το ηγεμονικόν μου, που λέγουν οι Πατέρες της Εκκλησίας.
Επομένως, αρχίζω εγώ τώρα με την βούλησί μου να προσεύχωμαι εις τον Θεόν. Γι’ αυτό χρειάζεται όλο το βουλητικό μου να στραφή και να κλωτσήση, να κάνη έτσι… εις όλα τα υπόλοιπα, να τα απεμπόληση, να τα διώξη, ώστε να κράτηση μόνον εκείνο το «Θεέ μου, Θεέ μου». Να ενωθή ο νους με την νόησι ή με την κλήσι του Θεού, για να μπορέση να ενωθή κατόπιν και με τον Θεόν.
Εν συνεχεία, όταν προχωρήσω, νοιώθω ο νους μου κατά την προσευχή να αρπάζεται, αλλά αυτό γίνεται, όταν πια θα έχω αρχίσει να προσεύχωμαι. Σας είπα, τώρα πολύ χονδρικά κάνω την αναδρομή. Ξεναγούμεθα, ας πούμε, πολύ καλά στο μοναστήρι. Όλα που έχει σας τα δείχνω και μετά, και τα είκοσι μοναστήρια σας τα λέγω εν περιλήψεί αυτό κάνομε τώρα.
Τελικώς, ο νους εις την προσευχή αρπάζεται, νοιώθετε να αρπάζεται είτε εν σώματι είτε εκτός σώματος, δεν μπορούμε να καταλαβαίνωμε, και να αναβαίνη όλος προς τον Θεόν νοιώθω να αρπάζεται, τουτέστι νοιώθω να εξέρχεται, νοιώθω να εκπορεύεται, νοιώθω να βγαίνη, να εκπηγάζη, να ανέρχεται, νοιώθω να πορεύεται, η προσευχή, ε;
Η προσευχή «προς» -γι’ αυτό και το όνομάζομε «αρπαγμό»- αρπάζεται από μέσα και αναβαίνει πλέον προς τον Θεόν αναβαίνει προς τον Θεόν αρπαγμένος τώρα ο νους, μέχρις ότου ενωθή τελικώς με τον αρπάξαντα Θεόν, για να γίνη τώρα ο Θεός αρπαγμένος εν εμοί. Διότι θα πρέπη ο αρπαγμένος νους να μάθη να ζη μαζί με τον Θεόν, αλλά αυτό δεν πρέπει να γίνεται εκτός, πρέπει να γίνεται, όπως λέγαμε προηγουμένως, εντός.
Είναι υπέροχες οι στιγμές, που «προ ετών δεκατεσσάρων» ο Παύλος είχε δει να αρπάζεται ο νους του ή ωραιότατες οι στιγμές, που αρπάζεται ο νους των αγίων. Αλλά αυτό που έχει σημασία είναι, εν εμοί να γίνεται αυτός, όχι ο αρπαγμός του νοός μου από την έλξι του Θεού, αλλά ο αρπαγμός του Θεού από τον νου μου, χάριτι πάλι θεία, μέσα στην δική μου την καρδιά.
Εις το διάστημα αυτό οράται ο άνθρωπος ως φλοξ, γίνεται φλογερά η ψυχή του και η ανάβασίς του. Ενίοτε δε, ως φλοξ γίνεται και αυτός ούτος, και φωτεινός γίνεται ο τόπος εις τον οποίον υπάρχει, και θεάται και αυτός ούτος συχνά πυκνά ως φως. Ο ίδιος εν τω μεταξύ βλέπει και καθορά το φως μέσα στην θεϊκή αυτή παρουσία — είναι ακριβώς η στιγμή της μυστικής ενώσεως με τον Θεόν και, επομένως, είναι μία πραγμάτωσις, είναι μία τελείωσις της προσευχής.
Η προσευχή έφθασε εις τον σκοπό της! Ξεκίνησε το καραβάκι από τον αρσανά μας και πήγε εκεί που θέλαμε να φθάσωμε. Μέχρι τώρα ήμασταν στον δρόμο. Εδώ είναι το τέρμα της προσευχής μας! Είναι ο αρπαγμός του Θεού, δια της δικής μου βουλήσεως εν Πνεύματι Αγίω εν τη καρδία μου. Ενούται τώρα ο νους μου και το πνεύμα μου μετά του Θεού, γίνομαι όλος -απορροφώμαι από την φλόγα, από το παμφάγο αυτό φως του Θεού, από την άβυσσο του ελέους του- σαν μία σταγών, η οποία απερροφήθη από τον ωκεανό και έχω την αίσθησι της μυστικής μου ενώσεως μετά του Θεού, ο οποίος ήτο παρών δια της μυστηριακής, που λέγαμε αρχικώς, ζωής και έγινε προσωπικά μεθεκτός και έγινα μέτοχος της ζωής του και έγινε μέτοχος της υποστάσεώς μου, της φύσεως μου, έγινε ο Θεός ένα με έμενα εις το σημείο αυτό. Οπότε, έχω πλέον αυτήν την ένωσι.
Η φύσις μου και η ενεργούσα φύσις του ενούμεθα εις εν πρόσωπον. Όχι εις το πρόσωπο του Λόγου του Θεού, αλλά εις το πρόσωπο του προσευχομένου ανθρώπου. Και έτσι αυτό που έγινε εν Χριστώ, δια της παρθενίας της Υπεραγίας Θεοτόκου, που ενώθησαν δύο φύσεις και έγινε εν πρόσωπον, μία υπόστασις του θείου Λόγου, αυτό γίνεται έτσι τώρα εν εμοί δια της παρθενευούσης ψυχής μου, της ωδινούσης ημέρα και νύκτα, και τελικώς τικτούσης αυτό, διά το είναι αυτούς «εις σάρκα μίαν», δια το είναι αυτούς «εν πνεύμα», διά το ότι γινόμεθα εν πνεύμα, γινόμεθα ένας άνθρωπος όχι το πρόσωπο του Λόγου του Θεού, αλλά το πρόσωπο του α’ ή του β ‘ προσευχομένου αγίου.
Έχομεν πλέον την υπόστασι του αγίου ανθρώπου, ο οποίος ενώθηκε με τον Θεόν και έγινε θεϊκός άνθρωπος, έγινε Θεός και άνθρωπος έγινε αυτό, που προφητικά έλεγε ο προφήτης «Όταν θα έλθη το Πνεύμα το Άγιον, θα ενοική εν ημίν, και δι’ αυτό θα είμεθα εις υιούς και εις θυγατέρας του». Τότε αυτό θα εκχύνη ποταμούς μέσα μας, όπως λέγει πάλι ο προφήτης «Ποταμοί θα εκχύνωνται από αυτό». Τότε θα αρχίση το Πνεύμα το Άγιον αφ’ ημών να κράζη και να προσεύχεται και να ενεργή αυτό, αντί να ενεργούμε εμείς, και να ζη το Πνεύμα, αντί να ζούμε εμείς. Είναι η ώρα, είναι πλέον η στιγμή, που και για μας επαλήθευσε η προφητεία του Θεού, ότι αυτοί είναι Θεοί, έσονται θεοί «Εγώ είπα υμείς έστε θεοί». Γι’ αυτό μας ωνόμασε θεούς. Γι’ αυτό κράζομε και προσευχόμαστε, για να μπορέσωμε να γίνωμε όντως τέτοιοι θεοί, που μας θέλει ο Κύριος.
Πατέρες μου, λίγα πράγματα είπαμε σήμερα, έτσι προεισαγωγικά για το τι είναι η προσευχή, πώς βιούται εις την πορεία η προσευχή και πού θα πρέπη να φθάσωμε. Γιατί μας κάλεσε ο Θεός; Γι’ αυτό, να γίνωμε θεοί. Πέστε μου, λοιπόν, σας παρακαλώ, εάν ο,τιδήποτε άλλο πετύχωμε και δεν πετύχωμε αυτό, δεν κάναμε τίποτε! Το μοναστήρι μας θα είναι εν νομικό πρόσωπο, δεν θα είναι όμως μοναστήρι, δεν θα είναι μονή του Θεού, δεν θα είναι φροντιστήριο ψυχών, δεν θα είναι οικητήριον του Θεού, δεν θα είναι κόλπος δεχθείς την Παναγία Τριάδα και εμείς θα είμαστε φτωχές υπάρξεις, που θα κωπηλατούμε, αλλά πού τίποτε δεν θα κάνωμε και δεν θα προχωράμε, αλλά θα μένωμε δεμένοι εκεί πέρα από τον κόμπο τον σάρκινο, που μας ενώνει με την γη. Καλούμεθα, όντως, να γίνωμε τέτοιοι που λέγει.
Γι’ αυτό, σας λέγω, πέστε μου τι κερδίσαμε, εάν δεν κερδίσωμε αυτό το πράγμα; Νομίζω, τίποτε! Ας κάνωμε τον αγώνα μας με τον εαυτόν μας, με τα πάθη μας, με την άσκησί μας, για την αγρυπνία μας, για την νηστεία μας, για ο,τιδήποτε άλλο. Ας επιποθήσωμε τον Θεόν, ας μάθωμε την ψυχή μας να κάνη γυμνάσματα, να πτεροφυήση κάποτε, μήπως τυχόν μας αξιώση ο Κύριος, μήπως τυχόν μας λυπηθή και μας ανοίξη και εμάς του ελέους του την θύρα. Θα μας την ανοίξη! Ας κάνωμε ό,τι μπορούμε, για να φθάσωμε κάποτε εις το πρώτο εκείνο: να αγωνισθούμε τον αγώνα, την πάλη με τον Θεόν, όπως λέγαμε στην αρχή αυτής μας της κατηχήσεως. Αυτός ο αγώνας είναι και για μένα, αυτός ο αγώνας είναι και για σας. Αν θα ήμουνα πλούσιος εγώ, θα ήσασταν και σεις πλούσιοι. Επειδή είμαι φτωχός εγώ, γι’ αυτό είσθε και σεις φτωχοί. Γι’ αυτό ακριβώς, όλοι μαζί ας κάνωμε αυτήν την προσπάθεια.
Επαναλαμβάνω από εκεί που άρχισα. Τίποτε δεν κάναμε! Κοροϊδέψαμε τον εαυτόν μας, τον Θεόν και όλον τον κόσμο, εάν δεν κάνωμε αυτό το πράγμα. Γι’ αυτό θα σας παρακαλέσω, παιδιά μου, από εδώ και εξής να έχωμε πλέον επαφές τέτοιες. Πώς θα αγωνισθούμε για τον Θεόν όχι με τον Θεόν. Για τον Θεόν, για να φθάσωμε σ’ Εκείνον. Να άρχίσωμε να προσευχώμεθα, να αρχίσωμε να εγκρατευώμαστε, να αρχίσωμε να σκιρτάμε λίγο για τον Θεόν, όπως σκιρτούν οι σάρκινες καρδιές, όταν βλέπουν τους αγαπημένους τους.
Σας παρακαλώ και σας ικετεύω, πλησιάστε με στο εξομολογητήριο, πλησιάστε με στο κελλί, και με τέτοιες επιθυμίες να αρχίσωμε να έχωμε μίαν πνευματική πορεία και άσκησι πνευματική, διότι μόνον αυτό βγάζει μοναχούς αληθινούς, που είναι κατοικητήρια του Αγίου Πνεύματος και όχι μοναχοί αμόναχοι. Αλλά, όταν θα με πλησιάσετε, για να μπορούμε να κουβεντιάσωμε, θα πρέπη να υπάρχη αυτή η επιθυμία και η διάθεσις, ν’ άφήσωμε τα πάντα, όταν το καταλάβωμε ότι είναι σκύβαλα, για να αγαπήσωμε τον Θεόν. Εάν θα έρχεσθε βουτηγμένοι μέσα σε χοϊκά προβλήματα και αρπαγμένοι από την καθημερινότητα και από την πεζότητα, δεν θα μπορώ τίποτα να σας κάνω και τίποτα να σας λέγω. Διότι δεν θα υπάρχη κοινό σημείο, ανάμεσα σ’ αυτό που ζήτε ή που ζητάτε και ανάμεσα σ’ εκείνο που λέτε, ότι γι’ αυτό θα έρχεσθε. Δεν θα μπορώ να σας πω τίποτα και να σας βοηθήσω καθόλου, εάν, ενώ θα έρχεσθε, θα έρχεσθε για άλλα πράγματα.
“Οταν π.χ. θα έλθης για να μου πής «τι πρόγραμμα να κάνω, Γέροντα, πόσο να προσεύχωμαι» -την ώρα που εσύ είσαι στενοχωρημένος, διότι σε ξέχασαν στο τραπέζι ή σου βάλανε λιγώτερο φαγητό ή διότι έμεινες νηστικός ή διότι σου μίλησαν άσχημα ή διότι δεν επετεύχθη αυτό που πρότεινες είτε διότι δεν έγινε εκείνο που νόμιζες είτε διότι δεν ξεκουράσθηκε το κορμάκι σου είτε διότι πονάει το στομάχι σου είτε γιατί το κεφάλι σου πονάει είτε διότι στο σπίτι σου έγινε κάτ-, τι να σου πω για την προσευχή; Σε νοιάζει εκείνο το άλλο και δεν σε νοιάζει αυτό. Βορράς και νότος, ανατολή και δύσις, γη και ουρανός δεν μπορεί να υπάρξη κοινό σημείο.
Ας αρχίσωμε, παιδιά μου, ώστε να έχωμε όλοι μας την χαρά, του ότι το μοναστήρι μας είναι πράγματι φροντιστήριο ψυχών και όχι αναπαυτήριο σωμάτων, που ήλθαμε να φτιάξωμε και να βολέψωμε την ζωήν μας, όπως την βολεύουν και όλοι οι άνθρωποι. Να γίνωμε και εμείς πυρός φλόγες, όπως είναι οι λειτουργοί του, να γίνωμε λειτουργοί του, να είμαστε και εμείς πυρός φλόγες, διότι μόνον η φλόγα πάει προς τα πάνω, ενώ η σαρξ πάει προς το χώμα. Θυμάστε το θαύμα στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο (325), η φλόγα πήγε προς τα πάνω και το χώμα παρέμεινε κάτω. Ας αφήσωμε κάτω το χώμα και ας γίνωμε φλόγες εμείς, για να ανεβούμε προς τα εκεί που είναι ο Θεός.
——————————————————
πηγή: ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ο Σιμωνοπετρίτης, “Περί Θεού: Λόγος Αισθήσεως”,ΙΕΡΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΟΡΜΥΛΙΑΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ, Εκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ, Αθήναι 2004.

πηγή: myriobiblos.gr

Share Button