Βασίλειος Μπετσάκος Αίσθησις-λόγος-νους κατά τον Μάξιμο Ομολογητή Περ. «Σύναξη», Φεβρουάριος 2005.

 

Ο άγιος Μάξιμος (7ος α. μ.Χ.) διακρίνει τρία επίπεδα της γνώσης. Αυτά αντιστοιχούν σε τρεις καθολικές κινήσεις (δυνατότητες και ενέργειες) της ανθρώπινης ψυχής (=του όλου ανθρώπου), την αἴσθησιν, τον λόγον και τον νοῦν.

 

1. Aίσθησις.

Την δυνατότητα της κατ’ αἴσθησιν γνώσεως των όντων την δώρισε ο ίδιος ο Θεός στον άνθρωπο, για να λειτουργήσει αυτή ως αρωγός στην προσπάθεια του ανθρώπου να γνω­ρίσει τον Δημιουργό του (1). Αλλά και η ίδια η κτίση δεν είναι παθητικός δέκτης της αισθητικής ενέρ­γειας· είναι δομημένη έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στην αισθητική λειτουργία του προσώπου με την δική της φυσικὴν πρὸς αἴσθησιν δύναμιν. Η κτίση προσφέρεται ως δυνατότητα στις επιμέρους αισθήσεις· αυτές πραγματώνουν ἐνεργείᾳ την αισθητική κίνηση.

Η εξαρχής δεδομένη συνάφεια και σχέση της αισθητικής λειτουργίας (και των επιμέρους αισθητικών δυνάμεων) προς τα αντι­κείμενα αισθητά κτίσματα εκφαίνεται ως μία και ενιαία κίνηση και θεμελιώνει την διαλε­κτική σχέση του ανθρώπου και του κόσμου μέσω της αίσθησης. Κυρίως η λειτουργία της όρασης καθιστά άμεσα προφανή αυτήν την σχέση. Ὄψις ονομάζεται ἡ ἁπλῶς, ἀλλ᾿ οὐ ἡ πῶς, πρὸς τὰ αἰσθητὰ τῆς αἰσθήσεως προσβολή(2).

Η φυσική απλότητα αυτής της άμεσης και ενιαίας σχέσης προηγείται υπαρκτικά των επιμέρους κινήσεων των πέντε διαφοροποιημένων αισθήσεων. Η προφάνεια του αισθη­τού κόσμου, ο ίδιος ο φαινόμενος αισθητός κόσμος στοιχειωτικός ἐστι κατὰ φύσιν τῶν πέντε αἰσθήσεων(3). Δεν μπορεί, δηλαδή, να υπάρξει μια αυτονομημένη και εξαρ­χής δεδομένη λειτουργικότητα επιμέρους αισθήσεων χωρίς την προαισθητηριακή προ­σωπική σχέση ανθρώπου και κόσμου, διότι αυτή η τελευταία είναι που στοιχειώνει (μορφοποιεί-οργανώνει-δομεί) τις αισθήσεις. Έτσι, πρέπει να κατανοήσουμε την αναφορά μας στην ὄψιν με ένα συμβο­λικό-συγκεντρωτικό περιεχόμενο της όλης προαισθητηριακής έκστασης του προσώπου προς έναν κόσμο αναδυόμενο στην ἀλήθεια της σχέσης με τον άνθρωπο.

Η ψυχή στην άρρηκτη σύνδεσή της με το σώμα και τα αισθητήρια όργανα (λει­τουργούν γι’ αυτήν ως θύραι) αποκτά πείρα των αισθητών πραγμάτων και με την συν­δρομή της φαντασίας τα παραπέμπει ως φαντάσματα στο νου. Η φυσική πρόσληψη των αισθητών μέσω των αισθήσεων σχηματίζει τις πολύμορφες γνωστικές αντι-λήψεις των αντικειμέ­νων. Η αίσθηση προσάγει στην γνώση την αμεσότητα των όντων, την υλική τους υπόσταση, την μορφή ή το σχήμα τους, όλα όσα διαφοροποιούν την κάθε οντότητα· προ­σάγει επίσης στην γνώση την εμπειρία των φυσικών σχέσεων που συνδέουν τα αντικείμενα της πραγματικότητας (4).

Η ψυχή με τις αισθήσεις της ταξιδεύει μέσα στην πολυμορφία του κόσμου. Προσπαθεί να συλλέξει τους πολυειδείς λόγους των όντων. Οι λόγοι, λέει ο Μάξιμος, αποκαλούνται από τους Πατέρες της Εκκλη­σίας ἀγαθὰ θελήματα του Θεού και ταυτίζονται με τις ἰδέες που ενυ­πάρχουν στο Θεό. Λειτουργούν ως πρότυπα του εκάστοτε κτίσματος και γι’ αυτό ονο­μάζονται παραδείγματα και προορισμοὶ. Παραδείγματα, επειδή λειτουργούν ως πρότυπα σύμφωνα με τα οποία δημιουργούνται τα όντα. Προορισμοί, επειδή λειτουργούν ως τέλη προς τα οποία κατατείνουν τα όντα, για να πραγματώσουν την πληρότητα της ύπαρξής τους. Το αληθινό εἶναι των όντων κείται στα έσχατα και ταυτίζεται με το ἀεὶ εὖ εἶναι.

Με τη λειτουργία των λόγων ως προορισμῶν η μετάθεση της αληθινής ύπαρξης των όντων στα έσχατα αντιστρέφει την πλατωνική ουσιολογία των προϋπαρχουσών ιδεών· ανατρέπει επίσης και την αριστοτελική τελεολογία, αφού απαλλάσσει την κίνηση της φύσης, την εντελέχεια του όντος, από την αναγκαιότητα. Μπορεί και το αριστοτελικό ον να βρίσκει την πληρότητα της ύπαρξης στο τέλος του, όμως έχει το τέλος ήδη μέσα του· αντίθετα, οι λόγοι-προορισμοὶ των όντων κείνται έξωθεν αυτών, στο Θεό. Και μόνο η ελεύθερη ταύτιση της κίνησης των όντων με τον κατὰ φύσιν λόγο της δη­μιουρ­γία τους θα τα οδηγήσει στην εύρεση του αληθινού εἶναι.

Η ψυχή προσπαθεί να οικειοποιηθεί την σοφία όσων βλέπει, την σοφία των λόγων· αυτή δεν είναι άλλη από την μυστική μα ταυτόχρονα κραυγαλέα παρουσία του Θεού στον κόσμο. Συλλέγοντας ο άνθρωπος τους λόγους των όντων, οικειοποιείται παράλληλα και την δημιουργικότητα της σοφίας του Θεού· γίνεται κατ’ αναλογίαν δημιουργός ενός κάλλιστου πνευματικού κό­σμου (5).

Η σοφή κίνηση της ψυχής προς τα αισθητά και η ἀντίληψις των αισθητών μέσω των αι­σθήσεων και η συναγωγή των πνευματικών λόγων της κτίσεως και η οικειοποίηση της θείας δημιουργικότητας λειτουργούν ενιαία και αδιαίρετα με τρόπο που στοιχειώνει την ψυχή. Όπως τα αισθητά στοιχειώνουν τις αισθήσεις, έτσι και οι αισθήσεις στοιχειώνουν τις δυνάμεις της ψυχής, πρωτίστως μέσω της συλλογής των λό­γων των όντων, οι οποίοι λειτουργούν ως τροφή για την ψυχή (6).

Η αἴσθησις, λοιπόν, απαρτίζεται από ένα ευρύτερο σύνολο αλληλένδετων λειτουρ­γιών που συμπλέκουν αφενός:

την αφετηριακή (άμεσα εμπειρική) οργανική σχέση του ανθρώπου με τον κό­σμο,
την πρόσληψη του κόσμου μέσω αντιστοίχων οργάνων, των αἰσθητηρίων,
την λειτουργία της φαντασίας, στα φαντάσματα της οποίας έχει πρόσβαση ο νους,
την αντίληψη των όντων ως διακεκριμένων αντι-κειμένων,
την εμπειρία των φυσικών σχέσεων ανάμεσα στα αντικείμενα που συνθέτουν ως σύ­νολο την κοσμική πραγματικότητα,
την συλλογή των λόγων των όντων,
την καθαρά δημιουργική αναπαραγωγή του κοσμικού κάλλους εντός της ψυχής·

και αφετέρου:
τον αισθητό, λογικό και νοητό χαρακτήρα των κτισμάτων, που προσφέρουν δεδο­μένη εξαρχής δυνατότητα ανταπόκρισης στην ανθρώπινη προσέγγισή τους.

 

Είναι σαφές πως το σύνολο των αισθητικών λειτουργιών προϋποθέτει ταυτόχρονα συ­μπληρωματικές τις λειτουργίες των άλλων γνωστικών δυνάμεων, του λόγου και του νου. Με δεδομένη την άρρηκτη σχέση της προς το αντίστοιχο σώμα, η ψυχή στο σύνολό της ασκεί το γνωστικό έργο του ανθρώπου. Έτσι, η γνώση αποκαλύπτεται ως ουσιώ­δης ενέργεια της ίδιας της ανθρώπινης φύσης.

 

1.1. Φαντασία.

Η φαντασία είναι σημαντική συνιστώσα της ευρύτερης λειτουργίας της αίσθησης, κα­θώς εντάσσεται κεντρικά στο πολύπλοκο πεδίο των γνωστικών λειτουρ­γιών της τελευταίας. Η φαντασία μάλιστα κατέχει τόσο σημαντικό μερίδιο αυτών των λειτουρ­γιών, ώστε κάποτε ταυτίζεται με την ίδια την αίσθηση και ονομάζεται αἰσθητικὴ ἢ ὑλικὴ φαντασία.

Ο Ομολογητής βεβαιώνει πως και η φαντασία είναι μία ψυχική δύναμη· τα φυτά αρκούνται στην αυξητική-θρεπτική (ψυχική και αυτή!) δύναμη· τα άλογα ζώα μαζί με την αυξητική-θρεπτική δύναμη διαθέτουν και την φαντασία· οι άνθρωποι, τέλος, μαζί με τις ψυχικές δυνάμεις των φυτών και των αλόγων ζώων διαθέτουν την νοητική δύναμη:

Τῶν ψυχικῶν δυνάμεων ἡ μέν ἐστι θρεπτικὴ καὶ αὐξητική·
ἡ δὲ φανταστικὴ καὶ ὁρμητική·
ἡ δὲ λογιστικὴ καὶ νοητική.
Καὶ τῆς μὲν πρώτης μόνης μετέχουσι τὰ φυτά·
τῆς δὲ δευτέρας πρὸς ταύτῃ τὰ ἄλογα ζῶα·
τῆς δὲ τρίτης πρὸς ταῖς δυσίν, οἱ ἄνθρωποι (7).

Η φαντασία είναι σχέσις· μεσολαβεί και συνδέει το φανταστικὸν με το φανταστόν. Αποτέλεσμα της δυναμικής συσχετικής λειτουργίας της φαντασίας είναι το φάντα­σμα, η παράσταση που παραπέμπεται στον νου:

Ἐπειδὴ γὰρ πᾶσα φαντασία ἢ τῶν παρόντων, ἢ τῶν παρελθόντων·
τῶν δὲ μήπω γενομένων παντάπασίν ἐστιν οὐδαμῶς.
Σχέσις γάρ ἐστι τοῖς ἄκροις δι᾿ ἑαυτῆς μεσιτεύουσα.
Ἄκρα δέ φημι τό τε φανταστικόν, καὶ τὸ φανταστόν,
ἐξ ὧν διὰ μέσης τῆς φαντασίας, σχέσεως οὔσης τῶν ἄκρων,
τὸ φάντασμα γίνεται, πέρας ὑπάρχον ἐνεργείας καὶ πάθους,
ἐνεργείας μὲν τοῦ φανταστικοῦ, πάθους δὲ τοῦ φανταστοῦ,
τῶν διὰ μέσης τῆς φαντασίας, σχέσεως αὐτῶν ὑπαρχούσης περὶ αὐτό,
ἀλλήλοις συναπτομένων ἄκρων (8).

Σε φαντάσματα και νοήματα μετασχη­ματίζονται τα ίδια τα αἰσθητὰ μέσω της προσβολῆς του πλέγματος των ψυχι­κών δυνάμεων.

Έχοντας ο Μάξιμος απόλυτη συναίσθηση του σύνθετου τοπίου της ψυχής, αποφεύγει μία σχηματική, ευθύγραμμη παράθεση γνωστικών λειτουργιών. Δεν τον ενδιαφέρει, εξάλλου, μια αυτοτελής ψυχολογική διερεύνησή τους· γι’ αυτό και δεν αναπτύσσει πουθενά μία συνολική θεώρηση ούτε των αισθητικών λειτουργιών γενικότερα ούτε της φαντασίας ειδικότερα· το ενδιαφέρον του εστιάζεται σ’ αυτές τις λειτουργίες μόνο στον βαθμό ένταξής τους σε εκείνη την πορεία γνωστικών κινήσεων που οδηγούν στην κατάργηση της κατακερματισμένης γνώσης, αυτής που αφορά στα όντα και συνάγεται από αυτά (οντικής γνώσης). Υπ’ αυτήν, λοιπόν, την καθοριστική αίρεση τίθεται και η αναφορά μας στην φαντασία.

Η αίσθηση -με την αναγκαία συνδρομή του λόγου- φαντασιοῦται τον κόσμο συλλέγοντας από παντού τις διάφορες δυνάμεις και ενέργειες. Η κατ᾿ αἴσθησιν φαντασία τῶν ὁρατῶν μετασχηματίζει τα αισθητά σε νοήματα, ώστε η αισθητική διάνοια να αναχθεί τελικά στην κατανόηση των λόγων των όντων· μπορεί να διακρίνει κανείς στην ανωτέρω διατύπωση την αρχική σύνδεση της φαντασίας με την αίσθηση και την τελική αναγωγή της στο νου. Τελικά η αίσθηση -εγκιβωτίζοντας και την λειτουργία της φαντασίας- λειτουργεί ως όργανο της διάβασης του νου προς τα

νοητά (9).

Η φαντασία συνεπώς εμφανίζεται ως εκείνη η λειτουργία του νου που του επιτρέπει να δέ­χεται κάτι έξωθεν· ο παθητικὸς (πάσχειν) νους δομείται ως πεδίο στο οποίο πραγματώ­νεται ολοκληρωμένη η αίσθηση ακριβώς στην σύναψή της με την νόηση και στο οποίο η πρώτη εναποθέτει τα προϊόντα της δικής της γνωστικής λειτουργίας. Είναι φανερό πως μόνο με την ανάληψη (και διαχείριση) του φαντάσματος από τον νου συνίσταται στην πληρότητά της η λειτουργία της αίσθησης. Η ίδια η αίσθηση εμφανίζεται ως διάνοια, συνεργός του λόγου και όργανο του νου (10).

Οι επιμέρους λειτουργίες της αίσθησης μορφώνονται και πραγματώνονται τελεολογικά μέσα από μία κίνηση που στοχεύει στο τέλος τους, καθώς η καθεμία μετα-βαίνει στον ευρύτερο κύκλο στον οποίο εγγράφεται. Έτσι η γνώση συστήνεται όχι ως αθροιστική συμπαράθεση ή διαδοχή αλλά ως πεδίο συγχρονισμένα διευρυνόμενων κύκλων που όλοι επι-κεντρώνονται και ανα-πτύσσονται γύρω από τον, απροσπέλαστο καθεαυτόν, πυρήνα της προσωπικής σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο.

 

1.2. Φαντασία: δόξα και αλήθεια.

Η φαντασία προσδέχεται στην ψυχή τον κόσμο των πραγμάτων. Γι’ αυτό και κάθε φαντασία αναφέρεται στο παρόν ή το παρελθόν, ποτέ στο μέλλον. Αλλά η παραγό­μενη παράσταση έχει εν τέλει χαρακτήρα στατικό: πέρας ὑπάρχει (τὸ φά­ντασμα) ἐνεργείας καὶ πάθους. Ο καρπός της φαντασίας είναι -στην καλύτερη περί­πτωση- η ἀληθὴς δόξα τῶν ὄντων, η ακριβής απεικόνισή τους στη διάνοια. Όμως αυτή η φαι­νομενολογική γνώση δεν ταυτίζεται με την αληθινή γνώση αλλά με την διαιρετικὴν ἄγνοιαν (11), παραμένει ανερμήνευτο θραύσμα μιας πολυδιασπασμένης εικόνας του κόσμου. Το προϊόν της αισθητηριακής γνώσης, ακόμα κι αν ανταποκρίνεται στα πράγματα, προσ­λαμβάνεται από τον άνθρωπο ως αυτονομημένο φάντασμα. Και ακριβώς επειδή οι άλογες αισθήσεις στερούνται την ολοποιητική δυνατότητα που έχει ο λόγος (λέγω-συλ­λέγω), παρέχουν στην ψυχή μία ψευδή και απατηλή εικόνα των όντων. Μόνο η νοητική κατά­ληψη είναι τελικά αυτή που, συνδέοντας τα όντα μεταξύ τους και αποκαλύπτοντας τις σχέσεις τους, προσεγγίζει την αλήθεια.

Έτσι, η λειτουργία της φαντασίας μόνο ένα πρωτογενές (πολύτιμο και αυτό) γνω­στικό “υλικό” παρέχει στην ψυχή. Η φαντασία των ορατών γίνεται απλώς αφετηρία της κατα­νόησης των λόγων των όντων· είναι το μέσο για την πρόσβαση του νου προς τα νοητά. Στην πραγματικότητα, η αληθινή γνώση φωτίζει τον άν­θρωπο, όταν αυτός, τῶν αἰσθητῶν σχημάτων ἑαυτοῦ τὴν φαντασίαν ἀποτεμών, απελευθερωθεί από την σχηματοποίηση των πραγμάτων την οποία συνεπιφέρει η φαντα­σία (αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει κατάργησή της!), και βρει την αλήθεια: όχι αυτήν που εκφαίνεται ως συμφωνία αισθημάτων-φαντασμάτων-νοημάτων προς τα πράγματα, αλλά αυτήν που λανθάνει στους λόγους των όντων.

Όργανο της αποτομής των αισθητών σχημάτων είναι η μάχαιρα τοῦ πνεύματος, η διδασκαλία του Θεού· αυτή “φονεύει” μέσα στον άνθρωπο την απατηλή φαινομενική κί­νηση. Το καθοριστικό, λοιπόν, στοιχείο στην εύρεση της αλήθειας δεν είναι κάτι που ανήκει αποκλειστικά στον επιστημονικό νου, αλλά είναι δώρο του Θεού:

Πᾶς οὖν θεωρητικὸς νοῦς ἔχων τὴν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος,
ὅ ἐστι ῥῆμα Θεοῦ, ἐν ἑαυτῷ
τῆς φαινομένης κτίσεως ἀποκτείνας τὴν κίνησιν,
κατώρθωσεν ἀρετήν·
καὶ τῶν αἰσθητῶν σχημάτων ἑαυτοῦ τὴν φαντασίαν ἀποτεμών,
τὴν ἐν τοῖς λόγοις τῶν ὄντων εὗρεν ἀλήθειαν·
καθ᾿ ἣν ἡ φυσικὴ θεωρία συνέστηκε·
καὶ τῆς οὐσίας τῶν ὄντων ὑπεράνω γενόμενος,
τὸν τῆς θείας καὶ ἀμάχου μονάδος δέχεται φωτισμόν,
καθ᾿ ὃν τῆς ἀληθοῦς θεολογίας συνέστηκε τὸ μυστήριον (12).
Η φαντασία, παρέχοντας απλώς τύπους και σχήματα των αισθητών, εμμένει στην επι­φάνεια του όντος θεωρημένου στατικά και αυτονομημένα· αλλά ο νους με την μά­χαιραν τοῦ πνεύματος εισδύει στο υπαρξιακό βάθος των όντων, στους λόγους της κτί­σεως, στις πολύμορφες συνδέσεις των όντων μεταξύ τους και στη μονοσήμαντη αναφορά τους στο Δημιουργό. Τότε η ψυχή κατακλύζεται από το ἓν καὶ ἑνωτικὸν φῶς, τὰς ποικίλας ὄψεις, ἢ κυριώτερον εἰπεῖν, φαντασίας, εἰς μίαν ἀληθῆ καὶ καθαρὰν καὶ μονοειδῆ συνάγουσα γνῶσιν (13).

 

1.3. Αίσθηση και νους.

Η αίσθηση επιτυγχάνει την σύζευξή της με τον νου μέσω της φαντασίας, που επιτελεί μια λειτουργία συμβολισμού. Τα αισθητά λειτουργούν ως προς τον λόγο και τον νου ως σύμβολα, σχήματα, τύποι. Αισθητός και νοητός κόσμος εισδύουν ο ένας στον άλλο καὶ τὸ ἔργον αὐτῶν ἓν καθὼς ἂν εἴη τροχὸς ἐν τῷ τροχῷ. Νους και αίσθηση αλληλοπεριχωρούνται και συνεργάζονται. Τη συνάφεια νου και αίσθησης παραστατικό­τατα εικονίζει ο Μάξιμος ως συζυγία και συγκατοίκηση ανδρός-γυναικός

Ἀνήρ ἐστιν ὁ τῆς φυσικῆς ἐν πνεύματι θεωρίας ἐπιμελούμενος νοῦς,
κεφαλὴν ἔχων τὸν κατὰ πίστιν ἐκ τῆς τῶν ὁρωμένων διακοσμήσεως
γενεσιουργὸν τοῦ παντὸς Λόγον διαδεικνύμενον,
ὃν οὐ καταισχύνει καλύπτων,
καὶ οἷον ὑποτιθείς τινι τῶν ὁρωμένων ὁ νοῦς,
καὶ ἄλλο τὸ παράπαν αὐτοῦ ποιούμενος ὑψηλότερον.
Γυνὴ δὲ τοῦ τοιούτου νοός ἐστιν ἡ σύνοικος αἴσθησις,
δι᾿ ἧς ἐπιβατεύει τῇ φύσει τῶν αἰσθητῶν,
καὶ τοὺς ἐν αὐτῇ θειοτέρους ἀναλέγεται λόγους,
μὴ συγχωρῶν τῶν λογικῶν αὐτὴν ἀποκαλυφθεῖσαν ἐπιβλημάτων,
ἀλογίας γενέσθαι καὶ ἁμαρτίας ὑπουργόν (14).
Ο νοητός κόσμος αποτυπώνεται στον αισθητό μέσα από την λειτουργία της ειδοποίη­σης (εἶδος). Αντίστοιχα, ο αισθητός κόσμος ενυπάρχει στον νοητό μέσα από την γνω­στική λει­τουργία του λόγου. Μέσω της διάφανης και αληθινής προφάνειας του αισθη­τού κόσμου μέσα στον νοητό, και του νοητού μέσα στον αισθητό, αποκαλύπτεται η ουσιαστική σχέση τους. Και συνεπώς η λειτουργία της αίσθησης αποτελεί προϋπόθεση οποιασδήποτε ευρύ­τερης και συνθετότερης γνωστικής λειτουργίας. Ο νους αδυνατεί να προσεγγίσει το συγ­γενές του αντικείμενο, τα νοητά, χωρίς την παρεμβολή της θεω­ρίας των αισθητών:

᾿Επεὶ οὖν οὐκ ἔστι δυνατὸν πρὸς τὰ συγγενῆ νοητὰ τὸν νοῦν διαβῆναι
δίχα τῆς τῶν διὰ μέσου προβεβλημένων αἰσθητῶν θεωρίας,
ταύτην δὲ γενέσθαι παντελῶς ἀμήχανον
χωρὶς τῆς, αὐτῷ μὲν συγκειμένης
τοῖς αἰσθητοῖς δὲ κατὰ φύσιν συγγενοῦς, αἰσθήσεως,
εἰκότως, εἰ μὲν προσβαλὼν ἐνσχεθῇ ταῖς ἐπιφανείαις τῶν ὁρατῶν,
ἐνέργειαν εἶναι φυσικὴν τὴν συγκειμένην οἰόμενος αἴσθησιν,
τῶν μὲν κατὰ φύσιν ἐκπέπτωκε νοητῶν (15).
Η αίσθηση αναβιβάζει την κίνηση των αισθητών στον νου, ο οποίος τη μετασχηματίζει σε γνώση. Η γνώση είναι προϊόν συνεργίας αίσθησης και νου. Την σχέση αισθητών και νοητών εικονίζει η σχέση σώματος και ψυχής:

ψυχὴν μὲν εἶναι τῶν αἰσθητῶν, τὰ νοητά,
σῶμα δὲ τῶν νοητῶν, τὰ αἰσθητά.
καὶ ὡς ψυχὴν ἐνοῦσαν σώματι, τῷ αἰσθητῷ κόσμῳ τὸν νοητὸν εἶναι·
καὶ τῷ νοητῷ τὸν αἰσθητόν, ὡς σῶμα τῇ ψυχῇ συγκροτούμενον·
καὶ ἕνα ἐξ ἀμφοῖν εἶναι κόσμον,
ὥσπερ καὶ ἐκ ψυχῆς καὶ σώματος ἄνθρωπον ἕνα(16).
Για την συζυγία αισθητών και νοητών αρκεί να υπερβαίνεται η αυτονόμηση της αισθη­τηριακής λειτουργίας. Μόνο τότε τα αισθητά διατηρούν την καθαρότητα και το πλήρες νοήματος κάλλος της δημιουργίας τους.

 

2. Λόγος.

Η λειτουργία της αίσθησης αποβαίνει τελικά μια λογική λειτουργία: η αίσθηση επικε­ντρώνεται αρχικά στην άμεση γνώση των αντικειμένων όντων, στην υλική τους υπό­σταση, την μορφή ή το σχήμα τους. Όμως ο λόγος συγκεντρώνει τα δεδομένα των αι­σθή­σεων μεταμορφώνοντας την αισθητή εμπειρία σε επιστημονική γνώση. Λειτουρ­γεί έτσι ως σύνδεσμος ανάμεσα στην αίσθηση και τον νου, ανάμεσα στην άμεση αισθη­τηριακή γνώση και την βαθιά γνώση της προσωπικής σχέσης. Αλλά ούτε η λογική δύναμη του ανθρώπου εξαντλεί τις γνωστικές του δυνατότητες, μέση ὑπάρχουσα τύ­πων καὶ ἀληθείας. Η γνώση ἡ ἐν μόνῳ τῷ λόγῳ κειμένη καὶ τοῖς νοήμασιν (17) έχει σχετικό χαρακτήρα, και δεν μπορεί να ταυτιστεί με την αλήθεια.

Τον μεσολαβητικό ρόλο του λόγου εκθέτει ωραία ο Μάξιμος ερμηνεύοντας αναγω­γικά μια εικόνα από την Παλαιά Διαθήκη: πηγές έξω από την πόλη σχηματίζουν με τα ύδατά τους έναν ποταμό που περνάει μέσα από την πόλη και την χωρίζει στα δύο. Πη­γές έξω από την πόλη είναι τα αισθητά όντα, που βρίσκονται έξω από την ψυχή· ύδατα των πηγών είναι τα νοήματα των αισθητών· και ποταμός που διασχίζει την πόλη είναι η φυσική θεωρία, η γνώση την οποία ο λόγος συνάγει από τα νοήματα των αι­σθητών. Ο ποταμός-λόγος διέρχεται μεθόριος νου και αισθήσεως· μεσολαβεί ώστε η γνώση των αισθητών αφενός να μην αποξενώνεται από την νοερή δύναμη αφετέρου να μην εξαντλείται σε μία απλή αισθητηριακή ενέργεια. Ο λόγος επιτυγχάνει έτσι την συνάφεια αίσθησης και νου (18).

Ο λόγος ευγενίζει και λογοποιεί τις αισθήσεις. Η καταρχάς χρηστικότητα της αίσθη­σης πλουτίζεται από την περιουσία του λόγου· έτσι, καθώς η ψυχή οικειοποιείται τους πνευ­ματικούς λόγους που εντοπίζει στα αισθητά, ανάγονται οι αισθήσεις σε ένα επίπεδο πλησιέστερο προς τον Θεό (19).

Η δύναμη του λόγου επιτρέπει να συναχθεί η πολύμορφη ποικιλία των λόγων της κτίσης σε μία νόηση ἑνοειδῆ καὶ ἁπλῆν καὶ ἀδιάφορον. Αυτή η εκ­βολή της λογικής δύναμης στην νόηση είναι όντως ένωση λόγου και νου.

 

3. Νους.

Η γνωστική κίνηση του νου δεν περιορίζεται μόνο στην διανοητική ενέργεια· ο νους συ­ναιρεί και υπερβαίνει το σύνολο των γνωστικών δυνάμεων, αντιπρο­σω­πεύει την καθολική γνωστική δυνατότητα της ψυχής· είναι το όργανο της προσωπι­κής έκστασης του ανθρώπου προς τον κόσμο. Γι’ αυτό και η γνώση του νου είναι κα­ταρχήν μια γνώση εμπειρική.

Πρέπει, όμως, να τονίσουμε πως η εμπειρική αυτή γνώση υπερβαίνει και την κατακερματισμένη αισθητηριακή εμπειρία και την λογική επεξεργασία της. Ο νους, το θεωρητικὸν τῆς ψυχῆς, εκτείνει την γνωστική του λειτουργία πέρα από τις λειτουργίες και των σωματικών αισθήσεων και του λόγου. Η γνώση του νου είναι γνώση κατ’ ἐνέργειαν, άπαυστη και ατέλεστη. Παρέχει συνολική κατάληψη του αντικειμένου της.

Ο νους, απελευθερωμένος από την πολυειδή γνώση των αισθητών, κατακτάει την απλή και ενιαία γνώση. Αυτή η ανερμήνευτη κίνηση του νου, αν και έχει εκκινήσει από την αισθητηριακή εμπειρία και τη λογική πρόσληψη του κόσμου, κατατείνει ακριβώς λόγω του ενικού χαρακτήρα της σε μία γνώση του Θεού ἐξ οὐδενὸς τῶν ὄντων (20).

Στην παρούσα ζωή, ενώ ο νους προσλαμβάνει τον κόσμο, ανακαλύπτει σ’ αυτόν πολλές και διάφορες θείες ενέργειες, και διδάσκεται πως κάθε θεία ενέργεια υποσημαίνει τὸν Θεὸν ἀμερῶς ὅλον (21). Έτσι, ο ενικός χαρακτήρας του νου αντανακλά την ενότητα του Θεού.

 

4. Ενότητα των γνωστικών κινήσεων της ψυχής.

Οι τρεις καθολικές κινήσεις της ψυχής, η αίσθηση, ο λόγος και ο νους, συνάγονται σε μία, ενεργοποιούνται συμπληρωματικά αλληλοπεριχωρούμενες:
Ὁ τὸν φαινόμενον κόσμον νοῶν, θεωρεῖ τὸν νοούμενον·
τυποῖ γὰρ τῇ αἰσθήσει τὰ νοητὰ φανταζόμενος,
καὶ κατὰ νοῦν σχηματίζει τοὺς θεαθέντας λόγους·
καὶ μεταφέρει πρὸς μὲν αἴσθησιν
πολυειδῶς τοῦ νοητοῦ κόσμου τὴν σύστασιν·
πρὸς δὲ νοῦν, τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου πολυπλόκως τὴν σύνθεσιν·
καὶ νοεῖ, ἐν μὲν τῷ νοητῷ τὸν αἰσθητόν,
μετενέγκας πρὸς τὸν νοῦν τοῖς λόγοις τὴν αἴσθησιν·
ἐν δὲ τῷ αἰσθητῷ τὸν νοητόν,
πρὸς τὴν αἴσθησιν ἐπιστημόνως τοῖς τύποις μετεγκλώσας τὸν νοῦν (22).

Η αναλεκτική λειτουργία της αίσθησης την συνδέει με τις άλλες γνωστικές κι­νή­σεις της ψυχής, αυτές που ασκούνται από τον λόγο και τον νου, σε μία ενιαία κίνηση της ψυ­χής προς την κτίση: η ψυχή προ­σεγγίζει το κάλλος της δημιουργίας σὺν λόγῳ κατὰ τὴν αἴσθησιν ενώ ο λόγος πα­ραμένει δεμένος στην απλότητα του νου. Με τη συνεργία του λόγου η αίσθηση εκπληρώνει τον μεσολαβητικό της ρόλο ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κό­σμο: ανάγει τα αισθητά σχήματα και είδη σε λόγους πολύμορφους· από την πολυμορ­φία συνάγεται η ἑνοειδὴς καὶ ἁπλῆ καὶ ἀδιάφορος νόησις. Έτσι, ο νους προσέρχεται και μελετά μέσω της αισθήσεως τα πράγματα (23).

Η ενιαία κίνηση του νου προς τα αισθητά δεν έχει βέβαια τίποτε το κακό: οὔτε ὁ νοῦς κακόν, οὔτε τὸ κατὰ φύσιν νοεῖν· οὔτε δὲ τὰ πράγματα, οὔτε ἡ αἴσθησις· Θεοῦ γάρ εἰσι ταῦτα τὰ ἔργα(24). Στον βαθμό, μάλι­στα, που επιτυγχάνεται από τον άνθρωπο η ενοποίηση των γνωστικών δυνάμεων (στον βαθμό που αποτρέπεται η αυτονόμησή τους), εκ­πληρώνει ο νους την απώτατη γνωστική στόχευση, την εύρεση του Θεού μέσα στον κόσμο. Η βαθμιαία αυθυπέρβαση της αίσθησης μέσα στον λόγο, του λόγου μέσα στον νου, και τέλος η ίδια η απόσβεση των νοητικών λειτουργιών γίνονται αναβαθμοί στην πορεία προς την θέωση, την ὑπὲρ νόησιν ένωση με τον Θεό.

 

Σημειώσεις

1. Κεφάλαια περὶ ἀγάπης, PG 90, 1049B-C.

2. Πρὸς Θαλάσσιον…, PG 90, 268A-B. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν…, PG 91, 1216D.

3. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν…, PG 91, 1248A.

4. Σχόλια εἰς τὸν Ἐκκλησιαστήν, 12. 34-37. Ἕτερα κεφάλαια, PG 90, 1425A-Β. Εἰς τὸν νθ΄ Ψαλμὸν…, PG 90, 868C.

5. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν…, PG 91, 1248C.

6. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν …., PG 91, 1248B. Πρὸς Θαλάσσιον…, PG 90, 257C.

7. Κεφάλαια περὶ ἀγάπης, PG 90, 1028A.

8. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν…, PG 91, 1236Α.

9. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν…, PG 91, 1116D.

10. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν…, PG 91, 1116A.

11. Κεφάλαια διάφορα…, PG 90, 1384Α.

12. Πρὸς Θαλάσσιον…, PG 90, 356Α-Β.

13. Κεφάλαια διάφορα…, PG 90, 1384Α.

14. Πρὸς Θαλάσσιον…, PG 90, 332C-D.

15. Πρὸς Θαλάσσιον…, PG 90, 596D-597A.

16. Μυσταγωγία, PG 91, 685Α.

17. Πρὸς Θαλάσσιον…, PG 90, 752Α και 621C.

18. Πρὸς Θαλάσσιον…, PG 90, 445D-456B.

19. Πρὸς Θαλάσσιον…, PG 90, 621C.

20. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν…, PG 91, 1112D-1113A.

21. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν…, PG 91, 1257A-B.

22. Πρὸς Θαλάσσιον…, PG 90, 692D-693A.

23. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν…, PG 91, 1216A-B. Πρὸς Θαλάσσιον…, PG 90, 461D-464A.

24. Κεφάλαια περὶ ἀγάπης, PG 90, 988C.

 

Βιβλιογραφία

Hans Urs Von BALTHASAR, Kosmische Liturgie. Das Weltbild Maximus’ des Bekenners, Einsiedeln 1961.
Paul M. BLOWERS, Gentiles of the Soul: Maximus the Confessor on the Substructure and Transformation of the Human Passions, Journal of Εarly Christian Studies 4 (1996), σελ. 57-85.
Χρῆστος ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ, Τὸ πρόσωπο καὶ ὁ ἔρως. Θεολογικὸ δοκίμιο ὀντολογίας, Αθήνα 1976.
Νικόλαος ΚΑΡΑΖΑΦΕΙΡΗΣ, Ἡ περὶ προσώπου διδασκαλία ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ (δ.δ.), Θεσσαλονίκη 19952.
Νικόλαος ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ, Ἡ εὐχαριστιακὴ ὀντολογία (Τὰ εὐχαριστιακὰ θεμέλια τοῦ εἶναι ὡς ἐν κοινωνίᾳ γίγνεσθαι στὴν ἐσχατολογικὴ ὀντολογία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητῆ), Αθήνα 1992.
Νίκος ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Κόσμος, ἄνθρωπος, κοινωνία κατὰ τὸν Μάξιμο Ὁμολογητῆ, Αθήνα 1980.
Δ. ΣΤΑΝΙΛΟΑΕ, Εἰσαγωγὴ στο Περὶ διαφόρων ἀποριῶν… (στο Φιλοσοφικὰ καὶ Θεολογικὰ ἐρωτήματα), Ἀθῆναι 1978.
Χρῆστος ΤΕΡΕΖΗΣ, Ἡ θεολογικὴ γνωσιολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, Αθήνα 1993.
Lars THUNBERG, Microcosm and Mediator. The theological anthropology of Maximus the Confessor, Lund 1965.

 

Share Button