σχετικά με τη λέξη “Θεοφάνεια”
Γιώργος Μ.
05-01-10, 12:25
Δύο σχόλια για τη λέξη Θεοφάνεια σας παραθέτω από νεοεκδοθέν λεξικό ετυμολογίας του Γ. Μπαμπινιώτη, το πρώτο ιστορικό, το δεύτερο ορθογραφικό:
α. (στο λ. Θεοφάνια)
ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ Θεοφάνια Η λέξη Θεοφάνια / Θεοφάνεια δεν χρησιμοποιήθηκε εξ αρχής στην εκκλησιαστική γλώσσα για τη Βάπτιση τού Χριστού. Η λέξη αρχικά αναφέρθηκε συνολικά στο μυστήριο τής ενανθρωπήσεως τού Θεού, επειδή με αφετηρία χωρία τού Αποστόλου Παύλου η ενανθρώπηση τού Θεού παρουσιάζεται ως φανέρωσή του στον κόσμο (πβ. Α΄ Τιμόθ. 3.16: Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί͵ ἐδικαιώθη ἐν πνεύματι͵ ὤφθη ἀγγέλοις͵ ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν͵ ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ͵ ἀνελήφθη ἐν δόξῃ). Με αυτή την έννοια εξειδικεύτηκε στη δήλωση τής Γεννήσεως τού Χριστού (πβ. τον τίτλο ομιλίας τού Γρηγορίου Θεολόγου στα Χριστούγεννα: Εἰς τὰ Θεοφάνια͵ εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, όπου σε ένα σημείο μάλιστα (36.313.) εξηγεί ως εξής το γιατί δόθηκαν δύο ονόματα στην εορτή των Χριστουγέννων: Ὄνομα δὲ͵ τῷ φανῆναι μὲν͵ Θεοφάνια· τῷ δὲ γεννᾶσθαι͵ Γενέθλια). Αυτή η συνολική αναφορά ευνοήθηκε και από το γεγονός ότι στην αρχαία Εκκλησία και οι δύο γιορτές εορτάζονταν την ίδια μέρα (6 Ιανουαρίου). Tον 4ο αι. όμως οι δύο γιορτές χωρίστηκαν και η Γέννηση μεταφέρθηκε στις 25 Δεκεμβρίου, ημέρα που οι εθνικοί γιόρταζαν τον θεό Ήλιο. Από τότε αρχίζει να χρησιμοποιείται η λέξη Θεοφάνια / Θεοφάνεια για τη Βάπτιση παράλληλα με τη λ. Ἐπιφάνια (πβ. Ιωάνν. Χρυσοστ. Φιλογ. 48.752: Εἰ γὰρ μὴ ἐτέχθη κατὰ σάρκα ὁ Χριστὸς͵ οὐκ ἂν ἐβαπτίσθη͵ ὅπερ ἐστὶ τὰ Θεοφάνια· οὐκ ἂν ἐσταυρώθη͵ ὅπερ ἐστὶ τὸ Πάσχα).
α. (στο λ. Θεοφάνια)
ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ Θεοφάνια Η λέξη Θεοφάνια / Θεοφάνεια δεν χρησιμοποιήθηκε εξ αρχής στην εκκλησιαστική γλώσσα για τη Βάπτιση τού Χριστού. Η λέξη αρχικά αναφέρθηκε συνολικά στο μυστήριο τής ενανθρωπήσεως τού Θεού, επειδή με αφετηρία χωρία τού Αποστόλου Παύλου η ενανθρώπηση τού Θεού παρουσιάζεται ως φανέρωσή του στον κόσμο (πβ. Α΄ Τιμόθ. 3.16: Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί͵ ἐδικαιώθη ἐν πνεύματι͵ ὤφθη ἀγγέλοις͵ ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν͵ ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ͵ ἀνελήφθη ἐν δόξῃ). Με αυτή την έννοια εξειδικεύτηκε στη δήλωση τής Γεννήσεως τού Χριστού (πβ. τον τίτλο ομιλίας τού Γρηγορίου Θεολόγου στα Χριστούγεννα: Εἰς τὰ Θεοφάνια͵ εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, όπου σε ένα σημείο μάλιστα (36.313.) εξηγεί ως εξής το γιατί δόθηκαν δύο ονόματα στην εορτή των Χριστουγέννων: Ὄνομα δὲ͵ τῷ φανῆναι μὲν͵ Θεοφάνια· τῷ δὲ γεννᾶσθαι͵ Γενέθλια). Αυτή η συνολική αναφορά ευνοήθηκε και από το γεγονός ότι στην αρχαία Εκκλησία και οι δύο γιορτές εορτάζονταν την ίδια μέρα (6 Ιανουαρίου). Tον 4ο αι. όμως οι δύο γιορτές χωρίστηκαν και η Γέννηση μεταφέρθηκε στις 25 Δεκεμβρίου, ημέρα που οι εθνικοί γιόρταζαν τον θεό Ήλιο. Από τότε αρχίζει να χρησιμοποιείται η λέξη Θεοφάνια / Θεοφάνεια για τη Βάπτιση παράλληλα με τη λ. Ἐπιφάνια (πβ. Ιωάνν. Χρυσοστ. Φιλογ. 48.752: Εἰ γὰρ μὴ ἐτέχθη κατὰ σάρκα ὁ Χριστὸς͵ οὐκ ἂν ἐβαπτίσθη͵ ὅπερ ἐστὶ τὰ Θεοφάνια· οὐκ ἂν ἐσταυρώθη͵ ὅπερ ἐστὶ τὸ Πάσχα).