”Oι ενέργειες και οι λόγοι του Θεού και στους δύο τρόπους αποκάλυψης εντάσσονται
σ’ ένα σχέδιο Του για την καθοδήγηση, προς την ένωση μαζί Του, δηλαδή στη θέωση..”
Dumitru Staniloae
α.) Η αντικειμενική έννοια της φυσικής αποκάλυψης.
Το αδιαίρετο των δύο τρόπων αποκάλυψης και το κατά ένα μέρος κοινό περιεχόμενο τους (που προσφέρεται με ένα έμμεσο τρόπο μέσα από την αντικειμενική φυσική αποκάλυψη και μ’ ένα πιο καθαρό τρόπο μέσα από την υπερφυσική Αποκάλυψη) (1) δεν θα μπορούσαν να κατανοηθούν, αν πιστεύαμε ότι στη φυσική αποκάλυψη παίρνει ενεργό μέρος μόνο ο άνθρωπος, όπως μας συνήθισε η δυτική θεολογία.
Η απόσπαση, από το Θεό, της φύσης μέσα από την οποία Αυτός μιλάει και ενεργεί, ή μιλάει ενεργώντας και ενεργεί μιλώντας, οδήγησε εύκολα σε διάφορες αντιλήψεις που ήθελαν να εξηγήσουν τον κόσμο αποκλειστικά πάνω στη βάση μια ενδοκοσμικής πραγματικότητας.
Η φυσική αποκάλυψη είναι όμως αδιαχώριστη από την υπερφυσική Αποκάλυψη και ο πιστός αισθάνεται πως βρίσκεται και μέσα από τη φυσική αποκάλυψη σε άμεση σχέση με τον θεό.
Αυτό γίνεται όμως, μονάχα αν ο Θεός εκδηλώνεται συνέχεια μέσα από τη φυσική αποκάλυψη, μιλώντας και ενεργώντας συνέχεια μέσα απ’ όλα τα πράγματα και μέσα απ’ όλους τους συνδυασμούς που Αυτός επιλέγει και μέσα απ’ όλους τους λόγους που μ’ όλα αυτά προκαλεί ή και άμεσα φέρνει στην ανθρώπινη συνείδηση, οδηγώντας έτσι τον άνθρωπο προς την πραγματοποίηση του νοήματος της ύπαρξης του στην αιώνια ένωση μαζί Του.
Στην ουσία ο θεός μιλάει και ενεργεί συνέχεια μέσα από τα πράγματα που δημιούργησε και κυβερνά, δημιουργώντας πάντοτε καινούργιες περιστάσεις. Ο Θεός καλεί μ’ αυτές κάθε άνθρωπο να εκπληρώσει τα καθήκοντα του απέναντι Του κι απέναντι στους συνανθρώπους του και ταυτόχρονα άπαντα κάθε στιγμή στις επικλήσεις του ανθρώπου. Τα πράγματα κι οι περιστάσεις αυτές είναι φανερούμενοι λόγοι του Θεού, επομένως ρήματα (2) παραστατικά.
Ο Θεός μιλάει όμως σε μας ιδιαίτερα με τους λόγους που προκαλεί στη συνείδηση μας, όταν θέλουμε η πρέπει να κάνουμε κάτι· ή στην περίπτωση που κάναμε κάτι κακό, μας μιλάει μέσα από τύψεις, στενοχώριες και αρρώστιες. Μ’ όλα αυτά ο Θεός μας καθοδηγεί προς την τελείωση μας, σαν μέσα από ένα συνεχή διάλογο, ανοίγοντας για μας την προοπτική προς την τέλεια εκπλήρωση του νοήματος της ύπαρξής μας, στην κοινωνία με τον άπειρο Θεό.
Ο προφήτης Δαυίδ αναφέρει συχνά την ομιλία του Θεού μέσα από το μεγαλείο της φύσης, αλλά επίσης αναφέρει ότι ο Θεός μιλάει μέσα από διάφορες στενοχώριες η χαρές που ο ίδιος φέρνει στη ζωή του ανθρώπου.
Για το πρώτο είδος ομιλίας παραθέτουμε: « Οἱ οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεού ποίησιν δέ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τό στερέωμα- ἡμέρα τῇ ἡμέρᾳ ἐρεύγεται ρῆμα, καί νύξ νυκτί ἀναγγέλει γνῶσιν. Οὐκ εἰσίν λαλιαί οὐδέ λόγοι, ὧν οὐχί ἀκούονται αἱ φωναί αὐτῶν · εἰς πᾶσαν τήν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν καί εἰς πέρατα τῆς οἰκουμένης τά ρήματα αὐτῶν ( Ψαλμ. 18, 1-5).
Και για την ομιλία μέσα από στενοχώριες και βοήθειες παραθέτουμε: «… καί εἰσήκουσεν τῆς δεήσεώς μου καί ἀνήγαγε με ἐκ λάκκου ταλαιπωρίας καί ἀπό πηλοῦ ἰλύος » ( Ψαλμ. 39, 2-3). Ο Ελιούς περιγράφει πρώτα τη φωνή του Θεού στη συνείδηση του ανθρώπου μέσα από στενοχώριες και πόνους και έπειτα τη φωνή Του μέσα από τα πράγματα: « ἐν γάρ τῷ ἅπαξ λαλῆσαι ὁ Κύριος, ἐν δέ τῷ δευτέρω ἐνύπνιον ἤ ἐν μελέτῃ νυκτερινή, ὡς ὅταν ἐπιπίπτῃ δεινός φόβος ἐπ ‘ ἀνθρώποις ἐπί νυσταγμάτων ἐπί κοίτης… ἀποδώσει δέ ἀνθρώποις δικαιοσύνην » (Ιώβ 33, 14-26).
Η στάση του Θεού ως προσώπου απέναντι μας φανερώνεται μερικές φορές και στην άρνηση Του να μας απαντήσει.
Ίσως η εξασθένηση της αίσθησης της παρουσίας και της ενέργειας του Θεού δια μέσου της φύσης και δια μέσου της συνείδησης του άνθρωπου, να οφείλεται και στην άρνηση Του ν’ απαντήσει σε κείνους που δεν Τον καλούν μ’ όλη τους την καρδιά. Ο Ελιούς συνεχίζει: « ἐκεῖ κεκράξονται, καί οὐ μή εἰσακούση καί ἀπό ὕβρεως πονηρῶν · ἄ τοπα γάρ οὐ βούλεται ὁ Κύριος ἰδεῖν αὐτός γάρ ὁ παντοκράτωρ ὁρατής ἐστιν » (Ιώβ 35, 12-13).
Η φυσική αποκάλυψη πραγματοποιείται αντικειμενικά παντού και πάντα και απευθύνεται σε κάθε άνθρωπο. Η φυσική αποκάλυψη όσους την αναγνωρίζουν στο φως της υπερφυσικής Αποκάλυψης, μαζί με τη διδασκαλία της τελευταίας και με το έργο της, τους βοηθά να προχωρήσουν προς την αιώνια ζωή.
β. Η υπερφυσική Αποκάλυψη ως διευκρίνιση της φυσικής αποκάλυψης.
Η υπερφυσική Αποκάλυψη διευκρινίζει τον σκοπό της φυσικής αποκάλυψης και τους τρόπους πραγματοποίησης της. Στο φως της υπερφυσικής Αποκάλυψης οι χριστιανοί βλέπουν πως ο Θεός τους καθοδηγεί μέσα από τα πράγματα, τις περιστάσεις, τα καλά ή κακά γεγονότα της ζωής τους, μέσα από τη φωνή της συνείδησης ή μέσα από τις ιδέες τους, σε όλο και βαθύτερη κοινωνία μαζί Του.
Ξέρουν όμως ότι αυτή η κοινωνία πραγματοποιείται ολοκληρωμένα «εν Χριστώ», που κατέβηκε πραγματικά σε μας· γνωρίζουν ότι εν Χριστώ δόθηκε σταθερή βάση για την πλήρη ένωση ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο που πιστεύει σ’ Αυτόν, μέσα από την οποία ο άνθρωπος θα αιωνιοποιηθεί. Επομένως η υπερφυσική Αποκάλυψη διευκρινίζει τον τρόπο αυτής της καθοδήγησης και βοηθάει τη φύση μας, που αποδυναμώθηκε από την αμαρτία και παρεμποδίζεται από το θάνατο, να προχωρήσει πραγματικά προς την αιώνια και πλήρη ένωση με τον Θεό.
Οι χριστιανοί βλέπουν, πως η φυσική αποκάλυψη διευκρινίζεται και συμπληρώνεται με την υπερφυσική Αποκάλυψη, που κορυφώνεται εν Χριστώ. Και οι δύο οδηγούν προς τον Θεό, ως τελικό και αιώνιο σκοπό.
Με τη φυσική αποκάλυψη ο Θεός οδηγεί τον άνθρωπο που πιστεύει σ’ Αυτόν στον στόχο της ένωσης μαζί Του δια μέσου της έμμεσης «ομιλίας» και δια μέσου των πραγμάτων, χρησιμοποιώντας διάφορες περιστάσεις, προβλήματα, δυσκολίες, πόνους και με τους λόγους που Αυτός προκαλεί στη συνείδηση του για να προχωρήσει προς Αυτόν με το σωστό τρόπο αντιμετώπισης τους, συνεπώς χρησιμοποιώντας τα πράγματα που υπάρχουν στη φύση.
Ενώ με την υπερφυσική Αποκάλυψη ο Θεός κάνει να προβληθούν στη συνείδηση του πιστού κατά κάποιο άμεσο τρόπο δικοί Του λόγοι, η λόγοι που τονίζουν το Πρόσωπο Του, μη ενεργώντας μέσα από τη φύση, αλλά με μία «ομιλία» και ενέργεια που κάνουν πιο καθαρή την παρουσία του Προσώπου Του στην καθοδήγηση του ανθρώπου προς την ένωση με Αυτόν ως τελικό του στόχο.
Ο Θεός προβαίνει έτσι, λοιπόν, σε άμεση και φανερή κοινωνία με τον πιστό, πράγμα που πείθει τον τελευταίο για την ύπαρξη του Θεού και ικανοποιεί τη δίψα του για την κοινωνία με το άπειρο Πρόσωπο. Ταυτόχρονα τον διαβεβαιώνει ότι δεν εγκαταλείπεται στη διάθεση ορισμένων τυφλών δυνάμεων, που τον οδηγούν στον αφανισμό, αλλά ανυψώνεται στη σχέση με το Υπέρτατο Πρόσωπο. Αυτό θα τον οδηγήσει προς την αιωνιοποίηση του σε μία πλήρη κοινωνία μαζί Του.
γ. Η υπερφυσική Αποκάλυψη ως έξοδος στην αμεσότερη αίσθηση του Θεού.
Αυτή η έξοδος στην αμεσότερη αίσθηση του Προσώπου του Θεού με την «ομιλία» Του και με την καθοδήγηση των πιστών, για την πλήρη ένωση τους μαζί Του, φαίνεται στο γεγονός ότι ο Θεός στέλνει ειδικά συνειδητά όργανα, στα οποία αποκαλύπτεται μυώντας, με σκοπό στη συνέχεια να μεταδώσουν αυτά στους άλλους τους λόγους και τα σχέδιά Του σ’ ό,τι τους αφορά. Στη φυσική αποκάλυψη ο καθένας γνωρίζει το Θεό με την «ομιλία» Του μέσα από τα πράγματα και τις καταστάσεις και μέσα από προσωπικά συμβάντα. Η επικοινωνία με τον Θεό δε διενεργείται όμως με τόσο εμφανή τρόπο. Ανάμεσα, στο ανθρώπινο πρόσωπο και τον Θεό, παρεμβάλλονται αναρίθμητα πράγματα, που βάζουν σε κίνδυνο την κοινωνία του πρώτου με τον Θεό.
Στην υπερφυσική Αποκάλυψη ο θεός αποκαλύπτεται ως πρόσωπο πεντακάθαρα, αφού καλεί και στέλνει ένα ορισμένο πρόσωπο σε μια ανθρώπινη κοινότητα. Το πρόσωπο αυτό πορεύεται προς την κοινότητα αυτή με υπευθυνότητα έντονα αφυπνισμένη από τον Θεό. Έτσι από τη μια μεριά ο Θεός επιβεβαιώνει τη φυσική πίστη του ανθρώπου για τη μελλοντική ολοκλήρωση του νοήματος του στην ένωση με τον Θεό, και από την άλλη του δείχνει ότι αυτή η ένωση δεν προετοιμάζεται και δε θα πραγματοποιηθεί με απομόνωση, αλλά με την αλληλεγγύη όλων των ανθρώπων μεταξύ τους.
Και γι’ αυτό, η προετοιμασία αυτή δε γίνεται μόνο μέσα από τα πράγματα όπως ερμηνεύονται απομονωμένα από κάθε άνθρωπο, αλλά και με την αποστολή ενός προσώπου που προσελκύει την προσοχή όλων στο περιεχόμενο του μηνύματος του.
Με την υπερφυσική Αποκάλυψη ο Θεός δε θέλει να σώσει μεμονωμένα άτομα, αλλά
το σύνολο των πιστών σε μια αμοιβαία και κοινή υπευθυνότητα τους απέναντι Του.
Όλοι πρέπει να αλληλοβοηθούνται στην πρόοδο που έχει ως στόχο την τελείωση και την αιώνια ζωή και να ενδυναμώνουν την μεταξύ τους κοινωνία, που βασίζεται στην κοινωνία τους με τον Θεό. Ουσιαστικά η μεταξύ τους κοινωνία αποτελεί μια προϋπόθεση για την τελείωση τους και για την πρόοδο τους προς αυτή.
δ. Η υπερφυσική Αποκάλυψη σε ενέργειες.
Για να φανερωθεί περισσότερο ως πρόσωπο ανώτερο από τη φύση και κυρίαρχο πάνω σ’ αυτή, ικανό να σώσει την ύπαρξη μας από την πτώση στη δουλεία της φύσης, ο Θεός κάνει γνωστό τον εαυτό Του στα πλαίσια της υπερφυσικής Αποκάλυψης κοντά στα άλλα και με υπερφυσικές ενέργειες ή πράξεις που δεν μπορούν να θεωρηθούν σα φαινόμενα της φύσης.
Οι πράξεις αυτές αποτελούν μια άλλη σειρά από ενσωματωμένους λόγους, ανωτέρους από τους ενσωματωμένους στα πράγματα και στα φαινόμενα της φύσης. Συνεπώς οι υπερφυσικές ενέργειες δε γίνονται συνέχεια, επειδή στην περίπτωση αυτή θα μπορούσαν να φανούν παρόμοιες με τα φυσικά φαινόμενα που επαναλαμβάνονται. Οι ενέργειες αυτές δεν είναι μόνο υπερφυσικές, αλλά και έκτακτες. Εντάσσονται όμως γενικά, μαζί με τις διδασκαλίες που τις συνοδεύουν, σε μια ανοδική πορεία ολοένα και πιο έκδηλης φανέρωσης του Θεού. Ο Θεός προετοιμάζει προοδευτικά την ανθρώπινη φύση, που βρίσκεται στο χαμηλό επίπεδο της υποδούλωσης της στο θάνατο, με την πνευματική της ανύψωση, ώστε να γίνει ικανή για να περάσει στο επίπεδο της κοινωνίας μαζί Του, έτσι ώστε να γίνεται αδούλωτη από το θάνατο, και ταυτόχρονα ικανή να συνειδητοποιήσει το πέρασμα αυτό.
ε. Οι ενέργειες της υπερφυσικής Αποκάλυψης,
στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη.
Στην Παλαιά Διαθήκη, στις αρχές της συγκρότησης του λαού του Ισραήλ, οι υπερφυσικές ενέργειες αναφέρονται τις περισσότερες φορές στη φύση, αποβλέποντας στη διαμόρφωση της κοινότητος του λαού του Ισραήλ με τη γνώση ότι καθοδηγείται από ένα Θεό που είναι πάνω από τη φύση και στην επιτυχία της πιο στενής προσκόλλησης της κοινότητας μαζί Του. Όταν την εποχή των προφητών αυτή η γνώση είχε διαμορφωθεί και είχε ενδυναμωθεί η πίστη αυτή, ο Θεός ενεργούσε πια περισσότερο δια των λόγων Του στις ψυχές των ανθρώπων, για να τις ανυψώσει κοντά Του.
Δεν εγκαταλείπει όμως εντελώς τις υπερφυσικές ενέργειες που ασκούνται πάνω στη φύση. Στο πρόσωπο του Χριστού οι υπερφυσικές ενέργειες που κατευθύνονται προς τη φύση αναφέρονται κυρίως στην ανθρώπινη φύση και ανταποκρίνονται στο πνευματικό της ανέβασμα· υποδεικνύοντας απ’ το ένα μέρος το πνεύμα ως αιτία των υπερφυσικών πράξεων και από το άλλο μέρος το μέγιστο πνευματικό επίπεδο στο οποίο έχει ανυψωθεί η ανθρώπινη φύση εν Χριστώ, και τέλος την προοπτική πού ανοίγει Αυτός για όλους όσους ενώνονται μαζί Του δια της πίστεως.
στ. Οι υπερφυσικές ενέργειες και η μέγιστη πνευματική ανύψωση
της ανθρώπινης φύσης εν Χριστώ.
Η γραμμή των υπερφυσικών ενεργειών και η γραμμή της πνευματικότητας δεν συναντώνται εν Χριστώ, στο μέγιστο τους επίπεδο, σαν δύο παράλληλα ύψη. Η μέγιστη πνευματικότητα Του έχει ακριβώς μέσα της τη δύναμη που υπερβαίνει τον μηχανικό αυτοματισμό της φύσης. Η υπέρβαση αυτού του αυτοματισμού της επανάληψης δεν γίνεται με μία εξωτερική υπέρβαση της φύσης όπως στη μυθολογία αλλά είναι αποτέλεσμα ενεργοποίησης της ανώτερης δύναμης του πνεύματος που ξεπερνά τη φύση χωρίς όμως να την καταργεί. Ο προτεσταντισμός, που γι’ αυτόν η πνευματικότητα έχει μικρότερη αξία, δε μπόρεσε, γι’ αυτό το λόγο, να καταλάβει τις υπερφυσικές ενέργειες της ζωής του Χριστού, και τις χαρακτήρισε μυθολογικές. Γεγονός που οδήγησε λογικά στην ανάγκη της απομυθοποίησης.
Οι αναφερόμενες στο πρόσωπο του Χριστού υπερφυσικές ενέργειες όπως η υπερφυσική Του γέννηση και η ανάσταση, μόνο αν εξηγούνται με την υψίστη δύναμη του πνεύματος δεν καταργούν την ανθρώπινη φύση Του και τη συμμετοχή της, αλλά την οδηγούν στο αποκορύφωμα της επειδή έχει ως ανώτερο συστατικό της το πνεύμα, που έχει την ενδιάθετη κλίση να ενδυναμώνεται από το Θείο Πνεύμα. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού παραμένει έτσι σε μία αιώνια ύπαρξη. Γι’ αυτό οι αναφερόμενες στην ανθρώπινη Του φύση υπερφυσικές ενέργειες και πρωταρχικά η Ανάσταση, είναι μάλλον ενέργειες αποκατάστασης αυτής της φύσης και της φύσης του κόσμου γενικά.
Η ενσάρκωση του Χριστού αποτελεί ταυτόχρονα τόσο την «κατάβαση» του Θεού σε πλήρη κοινωνία με την ανθρωπότητα όσο και τη μέγιστη ανύψωση της ανθρωπότητας….
«Θεός ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν ».
Dumitru Staniloae
Ο Χριστός έγινε απαρχή για όλους όσους πιστεύουν σ’ Αυτόν, τόσο με την υπερνίκηση των νόμων μιας φύσης πεσμένης στην αμαρτία, όσο και με το γεγονός ότι Αυτός οδηγεί έτσι στην τέλεια εκπλήρωση την αληθινή ανθρώπινη φύση, που δημιουργήθηκε για να είναι δια της πνευματοποίησής της σε κοινωνία με τον Θεό – το απόλυτο και ανυπότακτο στον αυτοματισμό της φύσης Πρόσωπο.
Τα λόγια Του, εκφράζοντας την κατάσταση Του ως τελείου ανθρώπου, είναι προορισμένα κι αυτά να μας βοηθήσουν ν’ ανυψωθούμε σε ένα πνευματικό επίπεδο παρόμοιο με το δικό Του, ανταποκρινόμενο στην αναστάσιμη κατάσταση Του. Επειδή εν Αυτώ φανερώνεται η τέλεια σχέση ανάμεσα στο πιο ψηλό πνευματικό επίπεδο και στο επίπεδο το οποίο υπερβαίνει τους νόμους της φύσης που οδηγούν στον θάνατο. Η Ανάσταση είναι το αποτέλεσμα του υπέρτατου πνευματικού επιπέδου, στο οποίο φθάνει η ανθρωπότητα εν Χριστώ στην ένωση της με τη θεότητα.
ζ. Οι υπερφυσικές ενέργειες του Χριστού και η πρόοδος της αποκάλυψης.
Ο Θεός καταφεύγει σε έκτακτες υπερφυσικές ενέργειες κυρίως στην αρχή κάθε καινούργιας περιόδου της ιστορίας της θείας οικονομίας.
Κατέφυγε σ’ αυτές την εποχή των πατριαρχών, του Μωυσή, του Ιησού Ναυή, του Ηλία, στις κυριώτερες στιγμές της συγκρότησης και υπεράσπισης του Ισραηλιτικού λαού ως φορέα του μηνύματος της σωτηρίας. Αλλά η πραγματικά καινούργια και τελευταία περίοδος εγκαινιάζεται από τις έκτακτες υπερφυσικές ενέργειες του Ιησού Χριστού, με τις οποίες συγκροτείται ο απανταχού λαός του Θεού, για να αφομοιωθούν από τον άνθρωπο όλα όσα δόθηκαν εν Χριστώ στο ανθρώπινο στοιχείο, για να συμμετάσχει στον Θεό με την άμεση και μέγιστη κοινωνία μαζί Του.
Αν όλες οι έκτακτες υπερφυσικές ενέργειες της Αποκάλυψης είναι ενέργειες μεγάλης σημασίας στην ιστορία της δικής μας σωτηρίας, καθοδηγώντας μας προς τον τελικό στόχο, οι υπερφυσικές ενέργειες που διενεργούνται με την ανθρώπινη μας φύση εν Χριστώ θέτουν αυτή στην ευθεία του τελικού της στόχου.
Η ιστορία της σωτηρίας βέβαια δεν αποτελείται μόνο από τις υπερφυσικές ενέργειες, επειδή ούτε αυτές είναι αδιάκοπες, όπως δεν είναι αδιάκοπη, ούτε η υπερφυσική Αποκάλυψη του Θεού. Έχουν ωστόσο μία ανοδική πνευματική πορεία και μ’ αυτή την έννοια έχουν μία ιστορία· απαρτίζουν την ιστορία της σωτηρίας. Ανάμεσα τους όμως πλέκεται το βίωμα των πιστών και από τα λόγια και από τις υπερφυσικές ενέργειες της Αποκάλυψης. Έτσι η κάθε φάση της Αποκάλυψης έχει μέσα της μία προωθητική δύναμη της πνευματικής ζωής του ανθρώπου ως ένα επίπεδο που την κάνει ικανή να εισέλθει σε μια καινούργια περίοδο, εγκαινιασμένη από μία σειρά με καινούργιες υπερφυσικές και έκτακτες ενέργειες και από τους λόγους μιας ανώτερης γνώσης και βίωσης.
Οι υπερφυσικές ενέργειες διενεργούμενες σε πράγματα και δυνάμεις της φύσης, ή η χρησιμοποίηση με ξεχωριστό τρόπο ορισμένων πραγμάτων και δυνάμεων της φύσης, ώστε να καθοδηγηθούν εκείνοι που πιστεύουν προς την εκπλήρωση του προορισμού τους, κάνουν πιο φανερούς όχι μόνο τους άμεσους λόγους από την υπερφυσική Αποκάλυψη αλλά και τους λόγους του Θεού από τη φύση. Οι ενέργειες αυτές φανερώνουν ότι όλη η φύση έχει κληθεί, για να γίνει ένα πιο διαφανές μέσον, δια του οποίου εκδηλώνεται το πρόσωπο, και για να διαποτισθεί από το «πνεύμα» του προσώπου.
Στις περιόδους που στερούμεθα τις υπερφυσικές ενέργειες και τους λόγους που τις συνοδεύουν, η ανθρωπότητα ζει όχι μόνο από το φως των προηγουμένων υπερφυσικών ενεργειών και των λόγων που τις συνόδευαν, αλλά και από την καθημερινή φυσική αποκάλυψη που κι αυτή έχει μία ιστορική πορεία, που φωτίζεται από εκείνες τις πράξεις και από κείνους τους λόγους.
Έτσι όλη η ιστορία της σωτηρίας καθοδηγείται, φωτίζεται και ενδυναμώνεται στο καλό από τη θεία Αποκάλυψη. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι η Ιστορία της σωτηρίας αποτελείται μόνο α πό τις ενέργειες και τους λόγους της Αποκάλυψης, αλλά και από τις δικές μας απαντήσεις σ’ αυτά. Η ευαισθησία μας σ’ εκείνες τις πράξεις και τους λόγους και η δύναμη των απαντήσεων μας σ’ αυτά αποδυναμώνονται και διακόπτονται πολλές φορές από την αμαρτία.
Αλλά και η αμαρτία επηρεάζεται κατά κάποιο τρόπο από το επίπεδο γνώσης και πνευματικής εκλέπτυνσης στο οποίο έφτασε η ανθρωπότητα με την Αποκάλυψη. Η αμαρτία μπορεί να πάρει πιο εκλεπτυσμένες μορφές. Έτσι ο κόσμος δια της αποκάλυψης προχωρεί γενικά, τόσο στο καλό όσο και στο κακό. Υπάρχει κατά κάποιο τρόπο μια αλληλεπίδραση.
η. Ο προφητικός χαρακτήρας της Αποκάλυψης.
Τόσο με τις καινούργιες περιόδους που εγκαινιάζουν, όσο και με τις προοπτικές που ανοίγουν προς τον τελικό στόχο, οι υπερφυσικές ενέργειες της Αποκάλυψης και οι λόγοι που τις εξηγούν έχουν και ένα προφητικό χαρακτήρα.
Η προφητεία δεν είναι μόνο ένα εξωτερικό κριτήριο,
δια του οποίου αποδεικνύεται ένα γεγονός της υπερφυσικής Αποκάλυψης,
αλλά αποτελεί μέρος της ουσίας της.
Η Αποκάλυψη επιβεβαιώνει έτσι και υποστηρίζει την πρόοδο μας προς ένα ανοδικό τελικό στόχο, κάνοντας καθαρό το κορυφαίο ύψος αυτού του στόχου. Ακόμη και στη φυσική της κίνηση η δημιουργία εμψυχώνεται από ένα προφητικό πόθο. Είναι η κίνηση της φυσικής αποκάλυψης προς τον τελικό στόχο. Δηλαδή ακόμη και η φυσική αποκάλυψη έχει ένα προφητικό δυναμισμό. Η πορεία μας όμως προς τα εμπρός, προς τον τελικό στόχο, με βάση τη φυσική αποκάλυψη, δεν θα ήταν δυνατή χωρίς το φως και τη βοήθεια της υπερφυσικής Αποκάλυψης, εξαιτίας της αμαρτίας που βαραίνει την ανθρωπινή μας φύση. Μήτε κι αυτή η υπερφυσική Αποκάλυψη, στην καθοδήγηση της δημιουργίας προς τον τελικό της στόχο , δεν μπορεί να μην υπολογίσει τον φυσικό πόθο της δημιουργίας και τη φυσική αίσθηση της συμβολής και της βοήθειας του Θεού για την πρόοδο στις καινούργιες συνεχώς συνθήκες.
Έτσι, οι ενέργειες και οι λόγοι του Θεού και στους δύο τρόπους αποκάλυψης εντάσσονται σ’ ένα σχέδιο Του για την καθοδήγηση της δημιουργίας, προς την ένωση μαζί Του, δηλαδή στη θέωση.
θ. Η ολοκλήρωση του σχεδίου της σωτηρίας εν Χριστώ.
Ο Χριστός αποτελεί την τελευταία φάση της υπερφυσικής Αποκάλυψης και την ολοκλήρωση της οικονομίας της. Απ’ Αυτόν ακτινοβολεί η δύναμη για την ολοκλήρωση αυτού του σχεδίου που αποβλέπει σ’ όλη τη δημιουργία και σ’ όλο το σύμπαν. Γι’ αυτό η μετά Χριστόν περίοδος είναι η τελευταία φάση της Ιστορίας της σωτηρίας. Όλη η Ιστορία είναι το διάστημα της πορείας ως την πραγματοποίηση αυτού του σχεδίου, αλλά η τελείωση αυτής της ολοκλήρωσης θα γίνει πέρα από την Ιστορία στο μέλλοντα αιώνα. Το μέρος της Ιστορίας που προηγείται από την ολοκλήρωση, προωθείται από το Χριστό, που το έλκει στην εσχατολογική κατάσταση, στην κατάσταση της αιώνιας τελείωσης όπου έφερε Αυτός τη δική μας φύση, δηλαδή στην πλήρη ένωση με τον Θεό.
Έτσι ο Χριστός αποτελεί το αποκορύφωμα της υπερφυσικής Αποκάλυψης και την πλήρη επιβεβαίωση και διασάφηση του νοήματος της ύπαρξης μας, με την ολοκλήρωση της ύπαρξης μας εν Αυτώ, αφού εν Αυτώ πραγματοποιείται η μέγιστη ένωση μας με τον Θεό και έτσι, η τελείωση μας. Ταυτόχρονα φανερώνεται ότι το απόλυτο που επιποθούμε δεν έχει ένα απρόσωπο χαρακτήρα, αλλά είναι Πρόσωπο.
Όταν ερχόμαστε σε πλήρη κοινωνία με το Απόλυτο ως πρόσωπο, κοινωνούμε κι εμείς το απόλυτο. Έχουμε κληθεί να γίνουμε κατά χάρη απόλυτο με τη συμμετοχή μας δια της φύσης στο προσωπικό Απόλυτο.
Το προσωπικό Απόλυτο θέλει, δια της φύσης, να κάνει μέτοχο το ανθρώπινο πρόσωπο στον απόλυτο Του χαρακτήρα, εφόσον το ίδιο έγινε άνθρωπος.
Το ενσυνείδητο πρόσωπο είναι ήδη με τη δημιουργία του, χάρη σε κάποια συμμετοχή, ένα «εν δυνάμει» απόλυτο. Γι’ αυτό δεν μπορεί να παραμερίζεται. Το πρόσωπο μας δεν συμμετέχει στο απόλυτο καταργούμενο, αλλά παραμένοντας άνθρωπος και έχοντας αναγνωρισθεί μ’ αυτή του την ιδιότητα.
Η ενανθρώπηση του Θεού οδηγεί με τη συμμετοχή, στην τελείωση, στον απόλυτο πόθο μας. Γι’ αυτό πέρα από την ενσάρκωση και την ανάσταση του Υιού του Θεού ως ανθρώπου δεν μπορεί πια να γίνουν άλλες ενέργειες της υπερφυσικής Αποκάλυψης ουσιαστικά καινούργιες.
Η ιστορία της σωτηρίας έχει τώρα σκοπό να δώσει σε κείνους που πιστεύουν
την ευκαιρία να γίνουν ικανοί για την πλήρη συμμετοχή,
στο προσωπικό Απόλυτο μαζί με το Χριστό,
«εν Χριστώ».
———————————————————————————————
Dumitru Staniloae – ”Η σύμπτωση και η διάκριση των δύο αποκαλύψεων..” (Ο Θεός, ο κόσμος και ο άνθρωπος) – Αθήνα 1990, εκδ. Αρμός, Μτφρ. π. Κων. Coman – Γιω. Παπαευθυμίου
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Ο.π., Ρ G 91, 1152.
(2) Eδώ θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε αντί της λέξης: ρήματα την λέξη: λόγια. Προτιμήσαμε όμως την λέξη ρήματα εξ αιτίας της σημαντικής της στην Αγία Γραφή. Βέβαια πρόκειται για την ρουμανική λέξη cuvînte που στην καθομιλουμένη σημαίνει τα λόγια. Ο συγγραφέας όμως σε άλλα σημεία του κειμένου χρησιμοποιεί την ίδια λέξη με την ίδια σημαντική της ελληνικής λέξης: λόγοι ( Cuvînt = Λόγος, cuvînt = λόγος, cuvînte = λόγοι). Για την σημασία της ελληνικής λέξης λόγος ( cuv î nt ) βλέπε και στην εισαγωγή του π. Δημητρίου Στανιλοάε στο βιβλίο του Αγ. Μαξίμου του Ομολογητού «Φιλοσοφικά και Θεολογικά ερωτήματα» τόμος Α’, «Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος», Αθήναι 1978, σελ. 29-32 ( Σ.τ.Μ.)
Πηγή:apostoliki-diakonia.gr