Εάν υποθέσωμε ότι γνωρίσαμε όλα τα προηγούμενα, αλλά δεν τα εφαρμόσαμε στη ζωή μας, τώρα τι μπορούμε να κάνουμε; Την απάντηση μας την δίνει ο άγιος Ησύχιος με το μικρό αλλά περιεκτικώτατο σε νόημα κεφάλαιο που ακολουθεί, χρησιμοποιώντας έναν ψαλμικό στίχο του Δαβίδ.
Άγιος Ησύχιος:
Ει επίστασαι και εδόθη σοι εις τας πρωίας παρεστάναι και εποπτεύεσθαι, αλλά και εποπτεύειν, οίδας ό λέγων. ει δε ου, νήφε και λάβης.
Μετάφραση:
Αν γνωρίζεις και σου δόθηκε η χάρη το πρωί να στέκεσαι εμπρός στο Θεό και να εξετάζεσαι, αλλά και να εξετάζεις τον εαυτό σου, εννοείς τι λέω για τη νήψη. Αν όχι, έχε νήψη και θα λάβεις την χάρη.
Ερμηνεία
Εάν δεν έχεις αποκτήσει αυτή την υπέροχη και μοναδική κατάσταση, για την οποία αξίζει κανείς να πεθαίνει και να ζει, τότε εφάρμοσε αυτό που λέει ο Ψαλμωδός: Να σηκώνεσαι την νύχτα και να παρίστασαι ενώπιον του Θεού, για να σε βλέπει ο Θεός και να τον βλέπεις και συ. Η καλύτερη αναγνώρισις των ιχνών του Θεού, η ανακάλυψίς του, γίνεται την νύχτα. Εάν νήφεις έτσι, οπωσδήποτε θα λάβεις, και η εμπειρία σου αυτή θα σε συνοδεύει σε όλη την ζωή σου.
Μεγαλεία και θαύματα απορρέουν από την νήψη και την ευχή. Ο άνθρωπος γίνεται ξένος κόσμος, παράδεισος αληθινός. Χρειάζεται όμως μία προϋπόθεσις: η νυχτερινή ζωή. Χωρίς αυτή, είναι αδύνατον να έχεις κάποια γεύση, κάποια γλυκύτητα στην πνευματική σου ζωή, κάποια εμπειρία ή γνώση. Δεν θα παίρνεις τίποτε από τον Θεό, οπότε θα ζεις με εντελώς εξωτερικά πράγματα, με κάποιες δραστηριότητες, με κάποιες γνώμες.
Ει επίστασαι και εδόθη σοι. Εάν, λέγει ο άγιος, γνωρίζεις να παρίστασαι εις τας πρωίας ενώπιον του Θεού, και να σου δόθηκε το να σε δει – και εποπτεύεσθαι – ο Θεός, αλλά και να εποπτεύεις, να τον βλέπεις, τότε οίδας ο λέγω, καταλαβαίνεις αυτά που σου λέγω, τα χαίρεσαι, τα ζεις.
Όταν ο Φίλιππος γνώρισε τον Χριστόν, είπε στον Ναθαναήλ: “Έρχου και ίδε”. Αλλά ο Ναθαναήλ του απήντησε: Πώς είναι δυνατόν να προέλθει από τη Ναζαρέτ προφήτης; Εν συνεχεία – λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης-, ο Ιησούς “είδε” τον Ναθαναήλ να έρχεται προς Αυτόν και είπε: “Ίδε αληθής Ισραηλίτης”. Τότε ο Ναθαναήλ πληροφορήθηκε ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, και ανεφώνησε: “Ραββί, συ ει ο Υιός του Θεού”. Λόγω της απλότητος της καρδιάς του, αμέσως ανεγνώρισε το δεύτερο πρόσωπο της θεότητος, τον Υιόν του Θεού.
Το γεγονός αυτό έχει άμεση σχέση με το κείμενό μας, όπως και η συνάντηση εκείνου του μαθητού, ο οποίος είπε στον Χριστόν, Διδάσκαλε, θέλω να σε ακολουθήσω. Ο Χριστός του απήντησε τότε, “αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις, ο δε Υιός του ανθρώπου ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνη”. Που να με βρεις, του λέγει, αφού δεν έχω κατάλλυμα; Μην ψάχνεις να με βρεις κάπου, όπου νομίζεις εσύ, αλλά κάπως. Βρες τον τρόπο που θα σε οδηγήσει σε μένα. Εδώ βρίσκεται το βαθύ πρόβλημα του ανθρώπου. Γι’ αυτό λέγει ο άγιος, αν γνωρίζεις και αν σου δόθηκε το να παρίστασαι εις τον Θεόν.
Το νόημα του χωρίου είναι ότι η παρουσία του Θεού δεν είναι ορατή στην ζωή μας. Διότι μπορείς να βλέπεις τα ίχνη του λέοντος, της τίγρεως, του πανθηρος, αλλά δεν μπορείς να δεις τα ίχνη του Θεού. Μπορείς να παρακολουθήσεις ακόμη και τα ίχνη του πτηνού, τον Θεόν όμως πρέπει να τον βλέπεις πέρα από κάθε νοσσιά, πέρα από κάθε τόπο· χρειάζεται με κάτι άλλο να τον ζητήσεις, για να τον βρεις.
Ας θυμηθούμε και τους δύο μαθητές του Ιωάννου, που ακολούθησαν τον Ιησού. Όταν Εκείνος τους ρώτησε “τι ζητείτε”, διότι έπρεπε να αποκτήσουν την γνώση, το ει επίστασαι, για το πρόσωπο του Χριστού, αυτοί απήντησαν: “Ραββί, που μένεις;”. Και τότε πήγαν μαζί με τον Ιησού στο σπίτι του και ενεθυμούντο αργότερα ακόμη και την ώρα κατά την οποία έζησαν τα ωραιότερα βιώματα της ζωής τους. δεν ήταν όμως το σπίτι που τους χάρισε τα βιώματα, αλλά ο Χριστός τον οποίον εγνώρισαν.
Ει επίστασαι και εδόθη σοι. Η φράσις αυτή δημιουργεί φοβερή ένταση μέσα στην καρδιά του ανθρώπου. Είναι μία παρότρυνσις, ένα ευγενές παρακέλευσμα του αγίου προς τον άνθρωπο , σαν να του λέγει: Σου συνέβη καμιά φορά να σε δει ο Θεός; τον αντελήφθης; πέρασε μέσα από την καρδιά σου ο Χριστός και ρίγησες ολόκληρος; όχι από ενθουσιαστικό κίνημα, όχι από μία συγκίνηση, αλλά ένοιωσες πραγματικά την εποπτεία του Θεού, το βλέμμα του να καρφώνεται επάνω σου; Μια φορά εάν σου συνέβη αυτό, αρκεί. Παράλληλα όμως η φράσις αυτή είναι και μία επίπληξις: Μα, δεν γνωρίζεις τον Θεόν; δεν τον γεύθηκες; δεν τον έζησες; ζεις χωρίς αυτόν, σαν νεκρός; δεν δοκίμασες ακόμη να τον βρεις; Δεν προσπάθησες το πρωί να στέκεσαι εμπρός στο Θεό και να εξετάζεσαι αλλά και να εξετάζεις τον εαυτό σου; Εάν ναι, τότε καταλαβαίνεις αυτό που σου λέω.
Το ανωτέρω χωρίο είναι παρμένο από τον πέμπτο ψαλμό, “το πρωί εισακούση της φωνής μου, το πρωί παραστήσομαί σοι και επόψει με”, που τον διαβάζουμε στην Πρώτη ώρα. Η εμπειρία που είχε ο ψαλμωδός εκατοντάδες χρόνια πριν από εμάς, ισχύει μέχρι σήμερα. Είναι η εμπειρία της Εκκλησίας, όλων των αγίων και ποτέ δεν ανακαλείται. Κανένας δεν μπορεί να βρει τον Θεό, αν την νύχτα δεν συναυλίζεται μαζί του, παραμένοντας άγρυπνος μέχρι το πρωί.
Αλλά ποιο είναι “το πρωί”; Είναι η τελευταία νυκτερινή βάρδια, μετά από την οποία αρχίζουν οι φυλακές της ημέρας. Είναι η ώρα της νυκτός, κατά την οποία εγειρόμεθα για την πρωινή ακολουθία. Είναι η ώρα της λατρείας. Αρχίζει, σύμφωνα με την ελληνική ώρα, στις 3, 4 ή 5 την νύκτα – αναλόγως αν είναι χειμώνας ή καλοκαίρι – και τελειώνει με το χάραμα του ήλιου. Με το βυζαντινό ωράριο αρχίζει πάντα στις 9 (03:00 π.μ.). Γι’ αυτό από τις δώδεκα ευχές που διαβάζει ο ιερεύς κατά την διάρκεια του Εξάψαλμου, οι ένδεκα μιλούν για την νύκτα και για το πνευματικό φως, η δε τελευταία για την ανατολή του αισθητού και πνευματικού φωτός.
Μετά το θαύμα των πέντε άρτων, ο Χριστός επέβαλε στους μαθητές του να μπουν στο πλοίο και να περάσουν στο απέναντι μέρος, ενώ εκείνος “ανέβη εις το όρος κατ’ ιδίαν προσεύξασθαι. Οψίας δε γενομένης μόνος ην εκεί”. Η νυκτερινή ζωή του Χριστού άρχιζε από την οψία, που είναι το πρώτο τρίωρο της νυκτός. Όλες λοιπόν εκείνες τις ώρες της οψίας ο Κύριος προσευχόταν, ενώ οι μαθητές χαροπάλευαν, θαλασσοπνίγονταν. Πότε όμως πήγε να τους συναντήσει και να τους χαρίσει την φοβερή εκείνη εμπειρία, να φωνάξουν στην αρχή “φάντασμα”, διότι δεν είχαν γνωρίσει ακόμη τον Χριστό με τα μάτια του Πνεύματος, και εν συνεχεία να καταλάβουν ότι είναι ο Υιός του Θεού; “Τετάρτη δε φυλακή της νυκτός απήλθε προς αυτους… λέγων: εγώ είμι”(Ματθ. 14, 22-27). Την τετάρτη φυλακή της νυκτός τους αποκαλύπτει τον εαυτό του, δηλαδή την πρωία, από τις 9 το πρωί μέχρι τις 12 περίπου, κατά την βυζαντινή ώρα (03:00-06:00 π.μ. δική μας).
Επίσης ο ευαγγελιστής Μάρκος στο πρώτο κεφάλαιό του λέγει για τον Κύριον: “Πρωί έννυχα λίαν αναστάς εξήλθε και απήλθεν εις έρημον τόπον κακεί προσηύχετο”(Μαρκ. 1, 35). Το “πρωί” ήταν οι βασικώτερες ώρες της κοινωνίας του Χριστού με τον Πατέρα του. ΟΙ ΙΔΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΑΣ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Η ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ “ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΒΟΩΝΤΩΝ ΕΝ ΝΥΚΤΙ”, για να τους ακούει ο Θεός , και όχι γι’ αυτούς που προσεύχονται την ημέρα. Γιατί; Διότι είναι άτονη η ημέρα, αν η νύκτα δεν είναι έντονη. Κατά την διάρκεια δε της πρωίας λαμβάνομε τους καρπούς από τον Θεόν, αγρυπνούντες και αγραυλούντες μέσα στην Εκκλησία. Όταν λοιπόν χάνουμε αυτές τις ώρες, χάνουμε τη ζωή μας. Τα όσα φρικτά και ανόητα ζούμε κάθε ημέρα, αυτό δείχνουν. Περνούν οι μέρες και οι νύκτες μας, και δεν κάνομε τίποτα. Ολόκληρη η ύπαρξίς μας αναλίσκεται, φθείρεται και εξαφανίζεται.
Και πότε γίνεται η σπορά; Το βράδυ, το οψέ. Όταν κανείς χάνει το οψέ, χάνει και την πρωία. Και προσέξτε πως ο πονηρός πετυχαίνει και χάνομε το οψέ. Τελειώνει το Απόδειπνο, που σημαίνει ότι ετοιμαζόμαστε για το οψε, και εμείς κουβεντιάζομε. Μας αρέσει ο περίπατος, μας αρέσουν τα αστεία, μας αρέσουν άλλες δραστηριότητες. Όποιος όμως αφιερώνει την ώρα αυτή σε κοσμικά πράγματα, σε ματαιότητες καθημερινές και φθηνές, πώς μπορεί πηγαίνοντας στο κελί του να αδολεσχήσει με τον Θεόν; Γι’ αυτό, εάν ο μοναχός δεν πάει αμέσως μετά το Απόδειπνο στο κελί του, η φυσικότερη συνέπεια είναι να μην ζήσει το οψέ, την ώρα της σποράς.
Οι ώρες 12 με 3, με το Βυζαντινό ωράριο είναι χρήσιμες για μας. Κατόπιν μπορούμε να ξεκουρασθούμε. Μπορούμε επίσης να ξεκουρασθούμε και αποβραδίς, κατά την διάρκεια του οψέ, αλλά στις τρεις ή τέσσερις η ώρα, ή το πολύ πέντε το χειμώνα, να είμαστε ξύπνιοι. Άλλως δεν μπορούμε να ζήσωμε την πρωινή ακολουθία. Εγώ τουλάχιστον αυτό ξέρω από την εμπειρία μου. Ποτέ δεν χορταίνω και ποτέ δεν καταλαβαίνω ακολουθία – την ζω μόνο επιφανειακά, επιδερμικά -, εάν το οψέ μου είναι χαμένο.
Ας ξέρομε λοιπόν ότι η ώρα της λατρείας είναι η ώρα της συγκομιδής μας και ότι έχει μεγάλη σημασία ΤΟ ΠΩΣ ΘΑ ΔΙΑΤΑΞΟΜΕ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΝΥΚΤΟΣ ΜΑΣ.
Το να παρίσταμαι ενώπιον του Κυρίου άγρυπνος και προσκαρτερών, είναι η δική μου ενέργεια. Το “εποπτεύεσθαι” είναι η ενέργεια του Θεού.
Το “εποπτεύεσθαι” επομένως είναι, πρώτον, η εμπειρία του ανθρώπου ο οποίος ασχολείται με τα θεία και απευθύνεται στον Θεό με την πίστη, την βεβαιότητα και την επίγνωση ότι ο Θεός είναι μαζί του, και αισθάνεται την παρουσία Του. Διότι είναι ποτέ δυνατόν οι οφθαλμοί του Θεού να μη βλέπουν εμένα την ώρα που στέκομαι ενώπιόν του; Εάν όμως θέλω να τον δω εγώ, τότε χάνω αυτό που έχει ανάγκη η ψυχή μου. Δεύτερον, είναι έκφρασις ταπεινοφροσύνης το να λέγω, εγώ παρίσταμαι ενώπιόν σου, Θεέ μου, και σε δες με. Παρίσταμαι δηλαδή ενώπιόν του σαν σκουλήκι, νοιώθωντας εντελώς ανάξιος να τον δω. Ως ανάξιος, μου αρκεί να παρίσταμαι ενώπιόν του και να τον προσκυνώ αοράτως. Σημασία έχει για μένα το ότι με βλέπει Εκείνος. Αυτό με χαροποιεί, αυτό με γεμίζει και με μεθυει. Δεν με ενδιαφέρει το όραμα το δικό μου, το να τον βλεπω εγώ.
Αλλά τι είναι το όραμα του Θεού, το να με κοιτάζει ο Θεός, το εποπτεύεσθαι υπό του Θεού; Είναι η ακτινοβολία των οφθαλμών του, το φως του προσώπου του, ο φωτιμσός που διαλύει το σκότος. Άρα, εφ’ όσον ξέρω ότι εποπτεύομαι από τον Θεόν και ότι η εποπτεία του είναι ληψις φωτός, το εποπτεύεσθαι είναι λήψις φωτός, λήψις θεότητος.
Όταν αντιληφθώ πόσο σημαντικό πράγμα είναι αυτό, τότε νοιώθω την ανάγκη να αναζητήσω την νοητή όραση και αίσθηση του Θεού, ώστε παριστάμενος ενώπιόν του να γίνω σιγά σιγά δεκτικό χωρίο της ακτινοβολίας του. Διότι, όταν με βλέπει ο Θεός, είναι αδύνατον η έκχυσις του φωτός του να μη μου γίνει αισθητή. χωρίς να τον βλέπω μπορώ να πω ότι τον βλέπω. Αλλά και αν ακόμη δεν έχω λάβει αυτήν την αίσθηση, και αν ακόμη δεν έχω εθισθεί στην πνευματική ενόραση, και αν ακόμη δεν έχει λεπτυνθεί το εν εμόί όργανο του πνεύματός μου, το μεθύσι που μου δημιουργεί ο Θεός είναι τέτοιο, ώστε λέγω: Ναι, τον βλέπω τον Θεόν.
Μη με ρωτάς λοιπόν λέγει ο άγιος αν μπορείς να πετύχεις και συ αυτά τα κατορθώματα. ΚΑΝΕ ΜΟΝΟΝ ΤΟΥΤΟ: ΝΑ ΣΗΚΩΝΕΣΑΙ ΤΗΝ ΝΥΚΤΑ, ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΟΥ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΕΠΟΠΤΕΥΕΣΑΙ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΒΛΕΠΕΙ Ο ΘΕΟΣ, ΝΑ ΣΤΕΚΕΣΑΙ ΔΗΛΑΔΗ ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΕΞΕΤΑΣΕΙ. ΜΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΘΑ ΕΠΙΤΥΧΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΠΟΠΤΕΥΕΙΝ. Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΙΣ ΣΟΥ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΕΠΟΠΤΕΙΑ, Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΣΟΥ ΕΝ ΤΩ ΦΩΤΙ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ. ΠΡΟΣΕΞΕ ΟΜΩΣ, ΤΗΝ ΩΡΑ ΕΚΕΙΝΗ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΞΕΚΟΥΡΑΣΤΟΣ, ΑΝΕΤΟΣ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΑΙΣΘΑΝΕΣΑΙ, ΝΑ ΒΛΕΠΕΙΣ. Πες αποβραδίς το καλησπέρα στον Θεό, ούτως ώστε να σου πει Εκείνος το καλημέρα με την ανατολή του φωτός, και ΝΑ ΤΟΝ ΔΕΙΣ. Ως ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ, Η ΝΥΚΤΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΣΟΥ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΩΝ, ΤΗΣ ΣΠΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΜΑΤΩΝ.
Εάν ζεις όπως σου είπα, λέγει ο άγιος Ησύχιος, καταλαβαίνεις τι σου λέγω. Εάν και εμείς νήφωμε με κόπο και ιδρώτα την νύκτα, τότε πραγματικά θα λάβωμε. Αλλά, εάν τυχόν δεν λάβωμε, αυτό σημαίνει ότι δεν μας κόστισε η νύκτα, ότι δεν θελήσαμε να παλέψωμε. δεν βρήκαμε το εύκολο κουμπάκι, με το οποίο ανάβει το φω, έρχεται ο Χριστός, οπότε τον βλέπει αμέσως. Βρες το και αμέσως θα λάβεις.
Σκορποχώρι να είναι η ζωή μας, όμως με την νήψη αποκαθίστανται τα πάντα. Κάνε λοιπόν εσύ την λειτουργία της αγρυπνίας σου και θα λάβεις οπωσδήποτε από τον Θεό την γνώση και την δόση. Θα γνωρίσεις και θα λάβεις. ΟΥΔΕΜΙΑ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΓΙ’ ΑΥΤΟ. ΔΕΝ ΨΕΥΔΕΤΑΙ Ο ΘΕΟΣ, ΟΥΤΕ ΟΙ ΑΓΙΟΙ.
——————————————————–
πηγή: Αρχιμανδρίτου Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου, “Λόγος Περί Νήψεως”, εκδ. Ίνδικτος