Και αν εγώ κουράζομαι στην προσευχή μου, στην παράστασή μου ενώπιον του Θεού, και αν εγώ αγνοώ τον Θεό, και αν νυστάζω ή δεν καταλαβαίνω ή μου φεύγουν τα λόγια της προσευχής ή ζω μέσα σε χίλια σκοτάδια, είμαι βέβαιος ότι μέσα στην άγνοιά μου, στην αορασία μου, σε αυτό το σκότος μου είναι παρών ο Θεός. Ο Θεός με ακούει, ο Θεός με βλέπει, ο Θεός παρίσταται.
Ας μη θέλω εγώ να Τον απολαμβάνω. Ας θέλω- να το πούμε έτσι- να με απολαμβάνει ο Θεός. Ας θέλω να με χαίρεται ο Θεός. Είτε κοιμάμαι είτε είμαι ξύπνιος, είτε ζώ είτε πεθαίνω, είτε είμαι ολόκληρος μια ζωντάνια ενώπιον του Θεού είτε είμαι ένας νεκρός, ο,τιδήποτε και άν είμαι, αυτό που έχει σημασία είναι να παρίσταμαι ενώπιόν του.
Επομένως, ασκητικότητα, πάλεσμα ασκητικό, σημαίνει να κάθομαι ενώπιον του Θεού… Να μη ζητάω εγώ να δω τον Θεό, αλλά να με βλέπει ο Θεός.