Η Ευχή, σέ σχέσι μέ τήν εν γνώσει σιωπή τών αισθητών καί νοητών χειλέων Π. ΣΤΕΦΑΝΟΣ

Κυριακή Ε. Λουκα 5.11.2006

Την Τετάρτη το βράδυ χριστιανοί μου,
σας είχα μιλήσει για κάποιο νέο που μύριζε σαν δενδρολίβανο, κι αυτό οφείλετο στην ευχή που καλλιεργούσε μέρα νύχτα, για πέντε περίπου χρόνια από τότε που τον συνάντησα για πρώτη φορά.
Από το νέον αυτόν μου έκανε βαθυτάτη επίσης εντύπωση η σιωπή του, με το να μελετά διαρκώς μέσα του το όνομα του Ιησού, έπαψε να πολυλογεί, έγινε λιγομίλητος, αλλά με γλυκύ χαμόγελο στα χείλη και σαφής, επέβαλε στον εαυτόν του τη σιωπή, βίαζε το στόμα του ώστε να λέγει τα χρήσιμα και τα απαραίτητα, κατάλαβε πως η νήψις και η προσοχή είναι άμεσα συνδεδεμένες με την εν γνώσει σιωπή τη γλώσσης και του στόματος που θεωρείται κατά τους πατέρας η σιωπή, ως η ουράνια πύλη της Άνω Ιερουσαλήμ.
Αυτό σημαίνει ότι η προσοχή, η νήψις, το πένθος, και η μετάνοια μαζί με τα δάκρυα, ως οι πλέον άριστες προϋποθέσεις για την πνευματική λατρεία, οδηγούν τον κάθε αγωνιζόμενο μοναχό, ή και κληρικό, ή και λαϊκό μέσα στον κόσμο, από την εν γνώσει σιωπή των αισθητών χειλέων, στην νοητή σιωπή των λογισμών, έργο δυσχερέστατον, δυσκολότατον, αλλά τα αδύνατα παρά τοις ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστί, βεβαίωσε ο ίδιος ο Κύριος.
Παρά τις αρχικές σκληρές δυσκολίες που θα συναντήσουν οι εργάτες της ευχής απλώς ή της νοεράς προσευχής, από την πίεση των λογισμών, και την σωματική δυσανασχέτηση, οφείλουν να αντιδρούν με καταφρόνηση, με νήψη και βία πολλή, ακολουθώντας πιστά και τις συνετές και διακριτικές συμβουλές του πατρός και πνευματικού γέροντος. Έτσι με τον καιρό θα διαπιστώσουν ότι όλως παραδόξως τους δωρίζεται θεία Χάριτι, μια εσωτερική ανάπαυση, μία παύσις των λογισμών.
Έτσι και σ’ αυτόν τον ανυποψίαστον εργάτη της ευχής, ύστερα από τρία τέσσερα περίπου χρόνια επίμονης νοεράς εργασίας μέσα στην καρδιά του, άρχισε να αποκτά την αίσθηση μιας παράδοξης σιγής. Μιας ανέκφραστης εσωτερικής ησυχίας, που πλημμύριζε ολόκληρον τον ψυχοσωματικό του κόσμον, από γαλήνη και γλυκύτητα.
Ενώ ταυτόχρονα έρρεαν από τα μάτια του πλήθος δακρύων μετανοίας.
Είχε, για λίγο όμως χρόνο, ένα είδος θα λέγαμε Σαββατισμού του νοός, και από τις πλέον λεπτές, τις ψιλές όπως τις αποκαλούν οι Πατέρες, φαντασίες των παθών του, μια ανείπωτη παράδοξη σιγή.
Αυτό το γεγονός και μόνον αποδεικνύει ότι αν ο αγωνιζόμενος, πιστός χριστιανός μέσα στον κόσμο, θανατώσει εν Χριστώ, τις πρώτες κινήσεις πάσης κακίας, πάσης πονηρίας, πάσης αμαρτίας, δύναται να οδηγηθεί δια της καλλιεργείας όλων των Ευαγγελικών αρετών, και με ταπεινό φρόνημα στο ασφαλές λιμανάκι της απαθείας, δηλαδή στο θείο Σαββατισμό, όπου τα πάντα μέσα μας σιγούν.
Μακρινό το ταξίδι αλλά κατορθωτό, με τη βοήθεια πάντοτε του Αγίου Θεού.
Γι’ αυτό και απαιτείται υπομονή, επιμονή, και βία ψυχοσωματική. Άλλωστε οι βιασταί αρπάζουσι την βασιλεία των ουρανών, – ποια βασιλεία; Την βασιλεία που εντός ημών εστί.
Εκτός από το σύνολον των Ευαγγελικών αρετών που πρέπει να καλλιεργούνται, και το ’χομε τονίσει πολλάκις, απαιτείται και πρόγραμμα προσευχής σταθερό και αμετάκλητο.
Ανάλογα με τις ευκολίες και τις δυνάμεις που θα έχει ο χριστιανός, θα κάμει κάθε βράδυ τον καθορισμένον γι’ αυτόν (κανόνα, με) μικρή ή μεγάλη αγρυπνία.
Μερικές ψυχούλες αρχίζουν από τις δέκα μέχρι τις δύο, για δυο ώρες μελετούν συνεχώς το όνομα του Ιησού, με ή χωρίς κομποσχοίνι, εισπνέοντας «Κύριε Ιησού Χριστέ», εκπνέοντας «ελέησόν με», ή εισπνέοντας «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» ολόκληρο, και εκπνέοντας και πάλι «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με».
Κάποτε σταματούν αυτόν τον τρόπον, και συνεχίζουν πλέον, απλά και ήρεμα, αποβλέποντας αποκλειστικά και μόνον στο έλεος του Θεού.
Στις δυο άλλες ώρες, προ ή μετά την ευχή, θα γίνει ο ενδεδειγμένος κανόνας, με τα σταυρωτά κομποσχοίνια, τις στρωτές γονυκλισίες, τις σχετικές ακολουθίες και την αγιογραφική μελέτη.
Αυτό το πρόγραμμα άλλοι το τροποποιούν σε πρωί και βράδυ.
Άλλοι εγείρονται μετά τις δύο τα μεσάνυχτα, και συνεχίζουν μέχρι τις έξι, άλλοι τρείς με επτά, άλλοι δυό ώρες, άλλοι μία ώρα, άλλος μισή, ο καθένας ανάλογα με τις οικογενειακές του υποχρεώσεις, με τις προσωπικές του αντοχές, τις ευκολίες ή τις δυσκολίες τις προσωπικής του ζωής.
Γνώρισα μερικές ψυχούλες που άρχιζαν την αγρυπνία τους, χωρίς να αναπαυτούν από τον κόπο της ημέρας, τον άρχιζαν τα μεσάνυχτα και τελείωναν στις τέσσερεις το πρωί.
Ο ύπνος τους μόνο τέσσερεις με επτά, χειμώνα καλοκαίρι, η ανάπαυσίς τους, ο ύπνος τους, ήταν μόνον το κομποσχοίνι, «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με».

Οι υποχρεώσεις του πολλές, σύζυγος, παιδιά, γέροντες γονείς και ανάπηροι αδελφή στο καροτσάκι. Και όμως η αγρυπνία αγρυπνία και η προσευχή προσευχή. Άρα η θέλησίς μας για πνευματική και ουσιαστική προσευχή στο όνομα του Ιησού, δεν εξαρτάται από τις τυχόν εμπνεύσεις της στιγμής, ούτε από τις συναισθηματικές μας εξάρσεις, ούτε από τις νοσηρές μας φαντασιώσεις, ούτε από τις δήθεν καλές μας διαθέσεις, αλλά από την πόση πνευματική βία και σωματική μαζί θα χρησιμοποιήσουμε στο να κάνουμε προσευχή την προγραμματισμένη ώρα, έστω και αν τα εμπόδια είναι είτε φυσικά, είτε από τις ανθρώπινες παρεμβάσεις, είτε από τον ενελέητον αόρατον πόλεμον των δαιμόνων. Θα εγειρόμεθα πάση θυσία γι’ αυτή την εργασία, όσο και αν αυτό μας κοστίζει, διότι η προσευχή είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, για τον καθέναν από μας χωριστά, αφού «ουκ έχω μετάνοια, ουκ έχω κατάνυξιν, ουκ έχω συντριβήν, ουκ έχω δάκρυον παρακλητικόν, είμαι αμαρτωλός».
Όσο αναγκαία είναι η αναπνοή μας για να υπάρχομε στη ζωή, έτσι και για την ψυχή το οξυγόνο της, η ανάσα της, είναι η προσευχή και μάλιστα η αδιάλειπτη ευχή στο όνομα του Ιησού Χριστού. «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλόν», μέρα νύχτα χωρίς διακοπή.
Όπως δεν συζητάμε για την αναγκαιότητα της αναπνοής, διότι χωρίς αυτή θα σκάσουμε και θα πεθάνουμε, άλλο τόσο και ακόμα περισσότερο δεν θα πρέπει να λέμε ότι δεν έχω καιρό, ότι δεν έχω διάθεση, ότι δεν μπορώ, ότι τώρα βαριέμαι, ότι τώρα είμαι κουρασμένος, και χιλιάδες άλλες δικαιολογίες, εκτός της ασθενείας.
Εάν τα πούμε τα προηγούμενα, τότε είμεθα χαμένοι από χέρι, όπως λέγει ο λαός, διότι αυτοκτονούμε ψυχικά.
Γι’ αυτό να ορίσουμε μια συγκεκριμένη ώρα νυχτερινής προσευχής, μικρής ή μεγάλης, δεν έχει σημασία, αρκεί να είναι πάντοτε η ίδια, και να προσευχόμεθα πάση θυσία με συντριβή και ταπείνωση, γιατί είμεθα αμαρτωλοί, με επιμονή και υπομονή, διότι οι βιασταί – το επαναλαμβάνω – αρπάζουσι την βασιλεία των ουρανών.
Δεν υπάρχει προσευχή, και μάλιστα με την ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», χωρίς προσπάθεια, χωρίς αγώνα, χωρίς βία, για να συγκεντρωθεί ο νους μας πάνω σ’ αυτές τις λέξεις, ειδικότερα στο όνομα του Ιησού.
Χιλιάδες λογισμοί φωλιάζουνε μέσα μας, και ο διάβολος κάνει τα πάντα για να σκορπίσει το νου μας, για να μας καταβάλει ψυχικά και να μας απελπίσει. Για να μας κουράσει ψευτοσωματικά, ή να προκαλέσει ραθυμία και πολλά άλλα που γνωρίζει ο δόλιος δαίμονας.
Και αν ακόμα δεν καταλαβαίνομε τι λέμε, ή μας προκαλείται αφηρημάδα, και δυσκολίες ακόμα στη συγκέντρωση των ψυχικών μας δυνάμεων για την ευχούλα και διακόψουμε τότε, τότε χάσαμε. Κάναμε αυτό που ήθελε και που θέλει πάντα ο διάβολος. Να διακόψουμε την ευχή στο όνομα του Ιησού Χριστού. Ακούτε πολλές φορές, τι βομβαρδισμό δέχεται το μυαλό μας όταν κάνομε την ευχούλα.
Κι αν εμείς δεν καταλαβαίνουμε τι λέμε, και μετεωρίζεται έστω ο νους μας, ή και δεν ακούμε και αυτή ακόμα την ίδια τη φωνή μας, την καταλαβαίνει όμως και την ακούει ο διάβολος και καίγεται και μαστιγώνεται και λυσσομανεί από τη φρίκη του.
Για όλη μας όμως αυτή την σύγχιση, και την ψυχική μας ακαταστασία στην προσευχή, να θεωρούμε τον εαυτόν μας και μόνον υπεύθυνο, να μετανοούμε και να ζητάμε συγγνώμη, συγχώρεση και έλεος.

Πάντως λίγη προσευχή όλοι μας μπορούμε να δώσουμε στο Χριστό και το Σωτήρα μας, δέκα λεφτά, ένα τέταρτο, είκοσι, όση μπορεί ο καθένας.

Ρωτάει ο Κύριος. «Τι κρατάς στο χέρι σου Άβελ;» «Ένα μικρό αρνάκι Κύριε, το διάλεξα απ’ το κοπάδι μου, και το προσφέρω θυσία σε Σένα!». Αυτό έκανε ο Άβελ. Και από τότε δεν σταμάτησαν οι άνθρωποι που πίστευαν στον Ένα και μόνο αληθινόν Θεόν, να προσφέρουν στον Κύριον ημών Ιησούν Χριστό και Σωτήρα, κάποια μικρή ή μεγάλη θυσία αινέσεως.

Πολλοί πρόσφεραν τα πλούτη τους. Όλα τους τα αγαθά, εκατοντάδες χιλιάδων πρόσφεραν τα νιάτα τους μέσα από το αγγελικό σχήμα στας ερήμους, στα βουνά, στα βράχια, στις σπηλιές και τις οπές της γής.
Και πολλά εκατομμύρια χριστιανών προσέφεραν την ίδια τους τη ζωή στο μαρτύριο και στην ομολογία.
Πυκνό το νέφος από μάρτυρες, μεγαλομάρτυρες, νεομάρτυρες, ιερομάρτυρες, οσιομάρτυρες και ομολογητές.

Ξαναρωτάει ο Κύριος: «Τι κρατάς στο χέρι σου Μωυσή;» «Το ραβδί Σου Κύριε για να οδηγώ και ποιμαίνω τα πρόβατά μου» «Από δω και πέρα θα το χρησιμοποιείς μόνον για μένα» Και με κείνο το απλό ραβδί έκανε τα πιο μεγάλα θαύματα που κατέπληξε τους μάγους της Αιγύπτου, και τον βασιλιά τους Φαραώ. Με το ίδιο το ραβδί χτύπησε αργότερα την Ερυθρά θάλασσα και την χώρισε στα δύο, αφήνοντας εδώ και χιλιάδες χρόνια όλον τον κόσμο με ανοιχτό το στόμα μέχρι των ημερών μας.

«Και συ παιδί μου Ταβιθά, τι κρατάς στο χέρι σου;» «Μια βελόνα Κύριε» Τότε και σύ με τη βελόνα σου κάνε ό,τι μπορείς για μένα. Και η Ταβιθά έκανε ό,τι μπορούσε. Και έντυνε την εποχή εκείνη και πτωχούς και γυμνούς και ορφανά και χήρες στην πόλη της Σιών. Είναι αυτή που ανέστησε εκ νεκρών ο Απόστολος Πέτρος. Και από τότε όλος ο χριστιανικός κόσμος τον ενθυμείται και μείς σήμερα την θαυμάζουμε και το λαμπρό σιωπηλό παράδειγμά της το ακολουθούμε. «Μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται».

«Και συ παιδί μου παραστρατημένο τι κρατάς στα χέρια σου;» ρωτάει ο Κύριος την πόρνη αμαρτωλή γυναίκα. «Ένα δοχείο Κύριε με πολύτιμο μύρο για να αλείψω μ’ αυτό τα Πανάχραντα πόδια Σου και την ακήρατο ζωηφόρο …» Και το έκανε. Και από τότε μέχρι σήμερα γεμίζει από θεία ευωδία μυρίων αρωμάτων όλος ο κόσμος. Σε κάθε σπίτι και κελί, σε κάθε σπηλιά και τρύπα, σε κάθε Ορθόδοξο ναό και εξωκκλήσι, σε κάθε καντήλι και εικόνα, κάθε παπάς και μοναχός, ακούμε και βλέπουμε να λαλείται προσευχητικά το σωτήριον όνομά Του. Το βεβαιώνει θριαμβευτικά η Αγία Γραφή: «Μύρον κενοθέν το όνομά Σου Κύριε». Ναι το όνομά Του είναι Ιησούς, είναι ο Χριστός, είναι ο Σωτήρ, το φως του κόσμου, η ζωή και η Ανάστασις. Και η ευχούλα «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», είναι θεία οσμή πνευματικής ευωδίας. Ναι, «εις οσμήν εν ευωδίας πραγματικής», όπως λέμε στις ακολουθίες μας.

«Παπά Στέφανε, με φωνάζει ο Κύριος», και με ρωτά «αυτή την ευχούλα, μπορείς να την κρατάς, και συ στο στόμα σου, στο νού σου, στην καρδιά σου, στην αγκαλιά της ψυχούλας σου; Ναι μπορείς, με την εν γνώσει σιωπή των αισθητών και νοητών χειλέων». «την ευχή, την ευχή, την ευχή» φωνάζει και ο άγιος γέροντάς μου, «την ευχή, την ευχή, την ευχή», φωνάζει και από την Άνω Ιερουσαλήμ, ο οσιότατος παππούς μου Ιωσήφ.
«Την ευχή, την ευχή», και γω και σεις, και όλοι μας χριστιανοί μου,

Αμήν.

Share Button