Ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων ἦταν ὁ πιό ἔμπειρος στά πνευματικά ἀπό ὅλους τούς μοναχούς τοῦ καιροῦ του, καί τιμοῦσε τή σιωπή καί τήν ἡσυχία περισσότερο ἀπ’ ὅλους. Αὐτός λοιπόν ὁ θαυμαστός ἄνθρωπος, ὅταν εἶχε πανηγύρι στήν πόλη, πῆγε νά πουλήσει τό ἐργόχειρό του. Ὁπότε βρῆκε στήν ἀγορά ἕναν ξένο ἄρρωστο καί παραπεταμένο σέ μία ἄκρη. Τί ἔκανε τότε; Νοίκιασε ἕνα σπιτάκι καί ἔμενε κοντά του ἀσκώντας χειρωνακτική ἐργασία. Ὅ,τι ἔβγαζε τό ξόδευε γιά τόν ἄρρωστο καί τόν ὑπηρετοῦσε συνέχεια ἕξι μῆνες, μέχρι πού ὁ ἄρρωστος ἔγινε καλά.