π.Θεόδωρος Ζήσης, Η Θεοτόκος είδε πρώτη τον αναστάντα Χριστό (Κείμενο)

Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΕΙΔΕ ΠΡΩΤΗ ΤΟΝ ΑΝΑΣΤΑΝΤΑ ΧΡΙΣΤΟ
Πειστικὴ ἐπιχειρηματολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
1. Ἡ ἐπικρατοῦσα γνώμη μὲ βάση τὴν διήγηση τοῦ εὐαγγελιστοῦ Μάρκου. Εἶναι γνωστὸς ὁ ἀκριβὴς χρόνος τῆς Ἀναστάσεως;
Γιὰ ὅσους δὲν γνωρίζουν καλὰ τὴν Πατερικὴ καὶ Λειτουργικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ γιὰ ὅσους ἐπίσης δὲν προσπαθοῦν βάσει αὐτῆς νὰ ἑρμηνεύσουν καὶ νὰ κατανοήσουν τὰ εὐαγγελικὰ κείμενα θωρεῖται αὐτονόητο καὶ ἀναμφισβήτητο τὸ ὅτι ὁ ἀναστὰς Χριστὸς ἐμφανίσθηκε πρὶν ἀπὸ ὅλους, γιὰ πρώτη φορά, στὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνή. Στὴν ἀρίθμηση μάλιστα τῶν μετὰ τὴν Ἀνάσταση ἐμφανίσεων τοῦ Ἀναστάντος τοποθετεῖται πρώτη ἡ ἐμφάνιση στὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνή[1]. Ἐκ πρώτης ὄψεως αὐτὸ φαίνεται ἀπολύτως δικαιολογημένο, διότι ἔχει ἰσχυρὴ ἁγιογραφικὴ κάλυψη ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ Μᾶρκο, ὁ ὁποῖος διηγούμενος τὰ μετὰ τὴν Ἀνάσταση γράφει: «Ἀναστὰς δὲ πρωῒ πρώτῃ Σαββάτων ἐφάνη πρῶτον Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ ἀφ᾽ ἧς ἐκβεβλήκει ἑπτὰ δαιμόνια»[2]. Μήπως ὅμως ἡ ἑρμηνεία τοῦ χωρίου αὐτοῦ δίνει δυνατότητα καὶ γιὰ ἄλλη ἐκδοχή; Ἂς τὸ ἐξετάσουμε.
Ἤδη τὸ ἴδιο τὸ χωρίο θέτει ἕνα σοβαρὸ θέμα ὡς πρὸς τὸν χρόνο ποὺ ἔγινε ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο βέβαια εἶναι λελυμένο στὴν λειτουργικὴ καὶ κανονικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δέχεται ὅτι, μολονότι δὲν εἶναι γνωστὴ ἡ ἀκριβὴς ὥρα τῆς Ἀναστάσεως, ἐν τούτοις ἀπὸ τὸν συνδυασμὸ ὅσων λέγουν καὶ περιγράφουν οἱ τέσσαρες εὐαγγελισταὶ προκύπτει ὅτι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἔγινε περὶ τὸ μεσονύκτιο τοῦ Σαββάτου πρὸς τὴν Κυριακὴ ἢ λίγο μετὰ τὸ μεσονύκτιο, δηλαδὴ μεταφέροντας τὸν χρόνο στὸ σημερινὸ ὡράριο μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ Ἀνάσταση ἔγινε μεταξὺ τῆς 11ης βραδυνῆς (23ης) τοῦ Σαββάτου καὶ τῆς 2ας πρωϊνῆς τῆς Κυριακῆς, μεταξὺ δηλαδὴ 11 καὶ 2.
α) Περὶ τὸ μεσονύκτιο Σαββάτου πρὸς Κυριακὴ ἔγινε ἡ ᾽Ανάσταση
Ὁ χρονικὸς αὐτὸς προσδιορισμὸς τοῦ γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως περὶ τὸ μεσονύκτιο εἶναι συνοδικὰ καὶ κανονικὰ κατοχυρωμένος, τὸν ἀκολουθεῖ δὲ καὶ ἡ λειτουργικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὁρίζει ὅτι ἡ παννυχίδα τῆς Ἀναστάσεως ἄρχεται «περὶ ὥραν πέμπτην τῆς νυκτός, δηλαδὴ περὶ τὴν 11ην πρὸ τοῦ μεσονυκτίου», ρυθμίζεται δὲ ἔτσι ἡ ψαλμωδία τοῦ κανόνος καὶ ἡ ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν λοιπῶν, ὥστε τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» νὰ ἀκουσθεῖ ἀκριβῶς τὴν 12ην τοῦ μεσονυκτίου, ἡ δὲ λοιπὴ ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου καὶ τῆς Θείας Λειτουργίας ἐκτυλίσσονται στὶς 2-3 μεταμεσονύκτιες ὧρες.
Ἀναλυτικῶς μὲ τὸ θέμα τοῦ χρόνου τῆς Ἀναστάσεως ἀσχολήθηκε ὁ Ἅγιος Διονύσιος Ἀλεξανδρείας (3ος αἰών), ὑποχρεωθεὶς νὰ ἀπαντήσει σὲ ἐρώτηση ἐπισκόπου γιὰ τὸ πότε, ποιά ὥρα ἀκριβῶς, πρέπει νὰ σταματᾶ ἡ πρὸ τοῦ Πάσχα νηστεία. Τοῦ ἔγραφε ὁ ἐπίσκοπος ὅτι σὲ κάποιες περιοχὲς βιάζονται καὶ διακόπτουν τὴν νηστεία τὸ ἀπόγευμα τοῦ Σαββάτου, «ἀφ᾽ ἑσπέρας», ἐνῶ ἀλλοῦ τὴν διακόπτουν τὸ πρωΐ τῆς Κυριακῆς, τὰ χαράματα, περιμένοντας νὰ λαλήσει ὁ πετεινός, «περιμένουσι τὸν ἀλέκτορα». Δὲν πρέπει ὅμως νὰ ὁρίσουμε τὸν ἀκριβῆ χρόνο, ὥστε ὅλοι νὰ διακόπτουν τὴν ἴδια ὥρα τὴν νηστεία; Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἀπαντᾶ ὅτι τὸ νὰ ὁρισθεῖ ὁ ἀκριβὴς χρόνος τῆς Ἀναστάσεως, ἡ ἀκριβὴς ὥρα, εἶναι δύσκολο καὶ λανθασμένο, «δύσκολον καὶ σφαλερόν», διότι οἱ εὐαγγελισταὶ δὲν μᾶς παραδίδουν μὲ ἀκρίβεια τὴν ὥρα τῆς ᾽Αναστάσεως· «μηδὲν ἀπηκριβωμένον ἐν αὐτοῖς περὶ τῆς ὥρας, καθ᾽ ἣν ἀνέστη, φαίνεται». Μᾶς ὁμιλοῦν γιὰ διάφορες ἐπισκέψεις στὸν τάφο σὲ διαφορετικοὺς χρόνους, ἀλλὰ σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς ἐπισκέψεις τῶν Μυροφόρων καὶ τῶν Ἀποστόλων λέγεται ὅτι ὁ Κύριος εἶχε ἤδη ἀναστηθῆ· «Διαφόρως μὲν οἱ εὐαγγελισταὶ τοὺς ἐπὶ τὸ μνημεῖον ἐλθόντας ἀνέγραψαν κατὰ καιροὺς ἐνηλλαγμένους καὶ πάντες ἀνεστηκότα τὸν Κύριον ἔφασαν εὑρηκέναι». Πάντως κανένας εὐαγγελιστὴς δὲν μᾶς εἶπε πότε ἀκριβῶς ἀναστήθηκε ὁ Χριστός· «Καὶ πότε μὲν ἀνέστη, σαφῶς οὐδεὶς ἀπεφήνατο». Αὐτὸ στὸ ὁποῖο συμφωνοῦν ὅλοι οἱ εὐαγγελισταὶ εἶναι ὅτι ἀπὸ τὸ βράδυ ἀργὰ τοῦ Σαββάτου μέχρι τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου τὸ πρωΐ τῆς Κυριακῆς οἱ ἐπισκεφθέντες τὸν τάφο τὸν βρῆκαν κενό, ἄδειο, διότι ἤδη εἶχε ἀναστηθῆ ὁ Χριστός. Συμπερασματικά, ὁ Ἅγιος Διονύσιος λέγει ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀκριβολογοῦμε «ποίαν ὥραν ἢ καὶ ποῖον ἡμιώριον ἢ ὥρας τέταρτον» ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, ὥστε νὰ ἀρχίσουμε τὴν χαρὰ καὶ τὴν πανήγυρη τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτοὺς ποὺ βιάζονται καὶ διακόπτουν τὴν νηστεία πρὸ τοῦ μεσονυκτίου τοὺς μεμφόμεθα ὡς ἀμελεῖς καὶ ἀκρατεῖς, ἐνῶ ὅσους καθυστεροῦν καὶ περιμένουν τήν «τετάρτην φυλακὴν τῆς νυκτός»[3], δηλαδὴ τὸ τέταρτο τρίωρο τῆς νύκτας, τὸ διάστημα ἀπὸ 3-6 τὸ πρωΐ, τοὺς ἐπαινοῦμε «ὡς γενναίους καὶ φιλοπόνους». Τοὺς ἐνδιαμέσους, αὐτοὺς δηλαδὴ ποὺ κατέλυσαν μεταξὺ τοῦ μεσονυκτίου καὶ τῆς αὐγῆς, κατὰ τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, οὔτε τοὺς μεμφόμεθα οὔτε τοὺς ἐπαινοῦμε ἁπλῶς δὲν τοὺς ἐνοχλοῦμε[4]. Μὲ τοὺς ἐνδιαμέσους βέβαια αὐτοὺς δὲν ἐννοεῖ ὁ Ἅγιος Διονύσιος τοὺς σημερινοὺς Χριστιανοὺς οἱ ὁποῖοι, μόλις ἀκούσουν τό «Χριστὸς Ἀνέστη» στὶς 12 τὸ μεσονύκτιο, χωρὶς νὰ ἔχει τελειώσει ἡ Θ. Λειτουργία τῆς Ἀναστάσεως, φεύγουν ἀπὸ τὸν Ναὸ καὶ τὸ ρίχνουν στὸ φαγοπότι. Ἐννοεῖ τὸ τελείωμα τῆς Θ. Λειτουργίας σύντομα μετὰ τὰ μεσάνυκτα. Γιὰ ὅσους ἀκολουθοῦν τὴν κακίστη συνήθεια νὰ φεύγουν μετὰ τό «Χριστὸς Ἀνέστη» πρὸ τοῦ τέλους τῆς Θ. Λειτουργίας εἶναι πολὺ αὐστηρὸς ὁ Ἅγιος Νικόδημος, ὁ ὁποῖος σὲ ὑποσημείωση στὸν πθ´ κανόνα τῆς Στ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γράφει: «Βλέπεις ὅτι λέγουσι πρῶτον νὰ γίνεται ἡ λειτουργία καὶ ὕστερα νὰ πασχάζωμεν; Ὅθεν ἀξιοκατάκριτοι εἶναι καὶ πολλὰ κοιλιόδουλοι καὶ λαίμαργοι ἐκεῖνοι ὁποῦ βαστῶντες εἰς τοὺς κόλπους των αὐγὰ ἢ τυρί, εὐθὺς ὁποῦ ἀκούσουν τὸ Χριστὸς ἀνέστη, τὰ χάπτουσιν εἰς τὸ στόμα, καὶ ἂς διορθώσουν τὸ ἄτοπον αὐτὸ ἀπὸ τώρα καὶ ὕστερα· ἀλλὰ καὶ οἱ γονεῖς δὲν πρέπει νὰ ἀφίνουσι τὰ τέκνα των νὰ κάμνουν παρόμοιον ἄτακτον πρᾶγμα»[5].
Τὴν σπουδαία αὐτὴ ἀνάλυση τοῦ Ἁγίου Διονυσίου Ἀλεξανδρείας, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὸν πρῶτο ἀπὸ τοὺς τέσσερις κανόνες, στοὺς ὁποίους ἔχει διαιρεθῆ ἡ Κανονική του Ἐπιστολὴ πρὸς τὸν ἐπίσκοπο Βασιλείδη, υἱοθέτησε καὶ ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ γνωστὴ ἐν Τρούλλω (690), ἡ ὁποία ὁρίζει μὲ τὸν ΠΘ´ (89ο) κανόνα της ὅτι πρέπει ἡ παύση τῆς νηστείας νὰ γίνεται μετὰ τὸ μεσονύκτιο τοῦ Σαββάτου πρὸς τὴν Κυριακή, διότι, κατὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου στὸν ἐν λόγῳ κανόνα, ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση «συνάγεται ὅτι κατὰ τὸ μεσονύκτιον ἀνέστη ὁ Κύριος παρελθούσης τῆς στ´ ὥρας καὶ ἀρχομένης τῆς ζ´»[6]. Ὁ Θεόδωρος Βαλσαμὼν ἑρμηνεύοντας ἐπίσης τὸν κανόνα τοῦ Ἁγίου Διονυσίου παραπέμπει καὶ στὸν πθ´ τῆς ἐν Τρούλλῳ συνόδου, λέγοντας ὅτι ἐπειδή, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν κανόνα, ἡ ὥρα τῆς Ἀναστάσεως ἀποσαφηνίσθηκε παλαιότερα κατὰ τὸ δυνατὸν καὶ βάσει ἁγιογραφικῶν χωρίων (μολονότι τὸν ἀληθῆ χρόνο γνωρίζει μόνον ὁ ἀναστὰς Θεός) ὀφείλουμε νὰ ποῦμε ὅτι μέχρι τὰ μεσάνυκτα, μέχρι δηλαδὴ τὴν ἕκτη ὥρα τῆς νύκτας, πρέπει νὰ νηστεύουμε· ἀπὸ τὴν ἕβδομη ὅμως ὥρα, τὴν πρώτη δηλαδὴ μεταμεσονύκτια, ποὺ ἀρχίζει ἡ Κυριακὴ κατὰ τὴν ὁποία ἀναστήθηκε ὁ Χριστός (εἶναι δὲ εὔλογο ἡ Ἀνάσταση νὰ ἔγινε ἢ κατὰ τὴν ἑβδόμη ἢ κατὰ τὴν ὀγδόη ὥρα) δὲν πρέπει νὰ νηστεύουμε, γιὰ νὰ μὴ φανοῦμε ἀντίθετοι πρὸς τοὺς κανόνες ποὺ ἀπαγορεύουν τὴν νηστεία κατὰ τὶς Κυριακές[7].
Καὶ τὸ Συναξάρι τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, προφανῶς γραμμένο ἀπὸ τὸν Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο, ποὺ ἔγραψε ὅλα τὰ Συναξάρια τοῦ Πεντηκοσταρίου, μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἡ Ἀνάσταση ἔγινε περὶ τὸ μεσονύκτιο, λίγο πρὶν ἢ λίγο μετὰ ἀπὸ αὐτό: «Ἡ δὲ τοῦ Κυρίου ἀνάστασις γέγονεν οὕτω· τῶν στρατιωτῶν φυλασσόντων τὸν τάφον περὶ μέσον νυκτὸς σεισμὸς γίνεται· κατελθὼν γάρ, Ἄγγελος τὸν λίθον τῆς τοῦ μνημείου θύρας ἀφίστησιν».
β) Κάνει λάθος ὁ Εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος τοποθετώντας τὴν Ἀνάσταση τὸ πρωΐ τῆς Κυριακῆς; Οἱ θέσεις τοῦ Ἁγίου Ἱερωνύμου καὶ τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας
Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς μαρτυρίες, ποὺ τοποθετοῦν τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ περὶ τὸ μεσονύκτιο, πῶς ἐξηγεῖται ἡ φαινομενικὴ ἀντίθεση καὶ ἀντίφαση τοῦ σχετικοῦ χωρίου τοῦ εὐαγγελιστοῦ Μάρκου, ποὺ τοποθετεῖ τὴν Ἀνάσταση τὸ πρωΐ τῆς Κυριακῆς; «Ἀναστὰς δὲ πρωῒ πρώτῃ Σαββάτων ἐφάνη πρῶτον Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ»[8]. Κάνει λάθος ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος; Δὲν εἶναι πιὸ ἀξιόπιστος ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, αὐτόπτης καὶ αὐτήκοος μάρτυς τῶν γεγονότων, ποὺ λέγει ὅτι «ὀψὲ Σαββάτων», δηλαδὴ ἀργὰ τὸ Σάββατο, περὶ τὸ μεσονύκτιον, ἦλθαν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία καὶ ἔζησαν τὸν σεισμὸ ποὺ ἔγινε, τὴν ἀποκύλιση τοῦ λίθου ἀπὸ τὸν Ἄγγελο ποὺ τοὺς ἀνήγγειλε καὶ τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως[9];
Τὴν φαινομενικὴ αὐτὴ ἀντίθεση καὶ διαφορὰ τῶν εὐαγγελιστῶν ἔχουν ἐντοπίσει Ἅγιοι Πατέρες καὶ ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς, οἱ ὁποῖοι δίνουν ἀξιοπρόσεκτη καὶ πειστικὴ ἑρμηνεία στὸ χωρίο τοῦ εὐαγγελιστοῦ Μάρκου, τὴν ὁποία ἂν ἐπρόσεχαν ἢ ἂν υἱοθετοῦσαν καὶ σύγχρονοι ἑρμηνευτές, θὰ μετέφραζαν καλύτερα τὸ χωρίο στὶς κυκλοφοροῦσες νεοελληνικὲς μεταφράσεις. Ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας (265-340) καὶ ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος (347-420) δίνουν σχεδὸν τὴν ἴδια ἀπάντηση, ἀποδεχόμενοι ὅτι τὸ πρόβλημα ἔχει διπλῆ ἐπίλυση. Ἡ πρώτη λύση εἶναι ὁ ἐξοβελισμὸς τοῦ χωρίου τοῦ εὐαγγελιστοῦ Μάρκου ὡς μεταγενέστερης προσθήκης, ἐπειδὴ δὲν περιέχεται σὲ ὅλα τὰ ἀρχαῖα χειρόγραφα. Ἡ δεύτερη λύση εἶναι νὰ δεχθοῦμε τὴν γνησιότητα τοῦ χωρίου, ὅπως τελικὰ ἔπραξε ἡ Ἐκκλησία, καὶ ἁπλῶς μὲ μία ἁπλῆ ἀλλαγὴ τῆς στίξεως, μὲ ἕνα ἁπλὸ κόμμα δηλαδή, θὰ ἑρμηνεύσουμε ἔτσι ὥστε ὁ Μᾶρκος νὰ συμφωνεῖ μὲ τὸν Ματθαῖο, καὶ νὰ μὴ φαίνεται ὅτι τοποθετεῖ τὴν Ἀνάσταση τὸ πρωΐ τῆς Κυριακῆς. Ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας στὸ ἔργο του «Περὶ τῶν ἐν εὐαγγελίοις ζητημάτων καὶ λύσεων» ἀφιερώνει τὸ πρῶτο κεφάλαιο στὴν ἐπίλυση τοῦ ἐν λόγῳ προβλήματος μὲ τὸν τίτλο «Πῶς παρὰ μὲν τῷ Ματθαίῳ ὀψὲ Σαββάτων φαίνεται ἐγηγερμένος ὁ Σωτήρ, παρὰ δὲ τῷ Μάρκῳ πρωΐ τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων». Ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος στὴν Ἐπιστολὴ 120, Πρὸς τὴν Ἐδιβίαν καὶ στὴν ἐρώτηση 3, ποὺ ἔχει ὡς τίτλο «Γιατὶ οἱ εὐαγγελισταὶ ὁμιλοῦν διαφορετικὰ γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἐμφάνισή Του στοὺς Ἀποστόλους», ἀκολουθεῖ πιστὰ τὸν Εὐσέβιο ὁ Καισαρείας. Ἀμφότεροι ὁμιλοῦν περὶ διπλῆς λύσεως· ὁ Εὐσέβιος λέγει: «Τούτου διττὴ ἂν εἴη ἡ λύσις». Ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος: «Hujus quaestionis duplex solutio est; (=Αὐτοῦ τοῦ προβλήματος διπλῆ εἶναι ἡ λύση). Καὶ ἀφοῦ ἀναφέρονται στὴν πρώτη λύση, τῆς μὴ ἀποδοχῆς τοῦ χωρίου, ἐπειδὴ πολλὰ χειρόγραφα δὲν τὸ ἔχουν, ἐπικεντρώνονται στὴν καλύτερη ἑρμηνεία τοῦ χωρίου μὲ ἁπλῆ ἀλλαγὴ στίξεως, ὥστε ἔτσι νὰ ἀποκλείεται ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε τὸ πρωῒ τῆς Κυριακῆς, ἀλλὰ μόνον ὅτι τὸ πρωΐ τῆς Κυριακῆς φάνηκε πρῶτα στὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνή[10]. Παραθέτουμε ξανὰ τὸ χωρίο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου ὥστε νὰ φανεῖ εὐκρινῶς ἡ προτεινόμενη λύση, ποὺ λύει τὴν ἀντίθεση μεταξὺ Ματθαίου καὶ Μάρκου: Καὶ πρῶτα, χωρὶς κόμμα, ὅπως τὸ παραθέτουν σχεδὸν ὅλοι ὅσοι δὲν γνωρίζουν τὴν προτεινόμενη λύση τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας καὶ τοῦ Ἁγίου Ἱερωνύμου, στοὺς ὁποίους πρέπει νὰ προσθέσουμε καὶ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης: «Ἀναστὰς δὲ πρωῒ πρώτη Σαββάτων ἐφάνη πρῶτον Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ». Χωρὶς τὸ κόμμα λοιπὸν αὐτὸ μεταφράζεται ὡς ἑξῆς: «Ὅταν ἀναστήθηκε ὁ Ἰησοῦς τὸ πρωῒ τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος ἐμφανίσθηκε πρῶτα στὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνή». Ἡ γραφὴ αὐτή, χωρὶς τὸ κόμμα, δὲν λύει τὸ πρόβλημα, διότι ἐμφανίζει τὸν εὐαγγελιστὴ Μᾶρκο νὰ μαρτυρεῖ καὶ νὰ δέχεται ὅτι ἡ Ἀνάσταση ἔγινε τὸ πρωΐ. Ἂν κάνουμε ὅμως σωστὴ στίξη ἂν βάλουμε δηλαδὴ ἕνα κόμμα ἐκεῖ ποὺ πρέπει, τότε ἡ Ἀνάσταση ἀποχωρίζεται ἀπὸ τὸ πρωΐ τῆς Κυριακῆς· παραμένει μόνον ἡ ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ στὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνή. Μὲ κόμμα λοιπὸν μετὰ τό «Ἀναστὰς δέ», τὸ χωρίο καὶ ἡ μετάφραση ἔχουν ὡς ἑξῆς: «Ἀναστὰς δέ, πρωΐ πρώτῃ Σαββάτων ἐφάνη πρῶτον Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ». «Ἀφοῦ ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, ἐμφανίσθηκε τὸ πρωΐ τῆς Κυριακῆς πρῶτα στὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνή». Ἡ λύση αὐτὴ συνδέει τό «πρωῒ πρώτῃ Σαββάτων», ὄχι μὲ τό “ἀναστάς”, ἀλλὰ μὲ τό “ἐφάνη”, ὄχι «ἀναστὰς πρωῒ πρώτῃ Σαββάτων», ἀλλά «ἐφάνη πρωῒ πρώτῃ Σαββάτων». Μὲ τὸ κόμμα λοιπὸν ἐπιλύεται τὸ ζήτημα, διότι δὲν λέγεται ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε τὸ πρωΐ τῆς Κυριακῆς, ἀλλὰ ὅτι τὸ πρωΐ τῆς Κυριακῆς ἐμφανίσθηκε στὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνή. Ἑπομένως ἡ ἐμφάνιση στὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνὴ δὲν εἶναι ἡ πρώτη μετὰ τὴν Ἀνάσταση, ὅπως πιστεύουν ἀβασάνιστα οἱ περισσότεροι, ἀλλὰ ἡ πρώτη ποὺ ἔγινε τὸ πρωΐ τῆς Κυριακῆς.
γ) Ἀλλαγὴ στίξεως προτείνει καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης
Τὶς ἴδιες θέσεις μὲ τὸν Εὐσέβιο Καισαρείας καὶ τὸν Ἅγιο Ἱερώνυμο, ποὺ τὶς παραθέσαμε προηγουμένως αὐτολεξεὶ σὲ ὑποσημείωση, ἔχει καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης (335-394). Εἶναι μάλιστα πιθανώτερο ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος νὰ στηρίζεται εἰς αὐτόν, διότι εἶναι γνωστὲς οἱ ἐν ζωῇ σχέσεις του μὲ τοὺς Καππαδόκες θεολόγους. Γνωρίζει καὶ αὐτὸς ὅτι σὲ κάποια σπουδαῖα χειρόγραφα ἀπουσιάζει τὸ σχετικὸ χωρίο τοῦ Μάρκου· «Ἐν μὲν τοῖς ἀκριβεστέροις ἀντιγράφοις τὸ κατὰ (Migne: μετά) Μᾶρκον Εὐαγγέλιον μέχρι τοῦ “Ἐφοβοῦντο γάρ”, ἔχει τὸ τέλος». Σὲ μερικὰ χειρόγραφα προστίθεται καὶ τό «᾽Αναστὰς δὲ πρωῒ πρώτῃ Σαββάτων ἐφάνη πρῶτον Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ, ἀφ᾽ ἧς ἐκβεβλήκει ἑπτὰ δαιμόνια». Αὐτὸ ὅμως εἶναι ἀντίθετο πρὸς ὅσα γνωρίζουμε γιὰ τὸν χρόνο τῆς Ἀναστάσεως· διότι ἐνῶ ἡ ἀκριβὴς ὥρα τῆς νύκτας ποὺ ἔλαβε χώραν ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἄγνωστη, πῶς ἐδῶ γράφεται ὅτι ἔγινε τὸ πρωΐ; «Τῆς γὰρ ὥρας τῆς νυκτὸς ἀγνώστου τυγχανούσης, καθ᾽ ἣν ὁ Σωτὴρ ἀνέστη, πῶς ἐνταῦθα ἀναστῆναι πρωΐ γέγραπται». Ὁ μεγάλος Καππαδόκης θεολόγος ἐξομαλύνει τὴν ἀντίθεση, λέγει ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀντίθεση, ἂν ἀναγνώσουμε τὸ χωρίο ἐπιστημονικά, προσεκτικά «Ἀλλ᾽ οὐδὲ ἐναντίον φανήσεται τὸ ρητόν, εἰ μετ᾽ ἐπιστήμης ἀναγνωσόμεθα». Προτείνει λοιπὸν τὴν ἀλλαγὴ τῆς στίξεως, ὅπως καὶ οἱ δύο προηγούμενοι, ὥστε τό «πρωΐ πρώτῃ Σαββάτων» νὰ μὴ συνδέεται μὲ τό «ἀναστάς», ἀλλὰ μὲ τό «ἐφάνη πρῶτον Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ». Λέγει ἐπὶ λέξει: «Καὶ γὰρ ὑποστίξαι χρὴ συνετῶς. Ἀναστὰς δέ, καὶ οὕτως ἐπαγαγεῖν, Πρωῒ Σαββάτου ἐφάνη πρῶτον Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῆ, ἵνα τὸ μὲν Ἀναστάς, ἔχῃ τὴν ἀναφορὰν συμφώνως τῷ Ματθαίῳ πρὸς τὸν προλαβόντα καιρόν· τὸ δέ, Πρωΐ, πρὸς τὴν τῇ Μαρίᾳ γενομένην ἐπιφάνειαν ἀποδοθείη»[11].
δ) Οἱ νεοελληνικὲς μεταφράσεις δὲν ἀκολουθοῦν τὴν ἐπιστημονικὴ καὶ συνετὴ στίξη, καὶ ἀφήνουν τὴν ἀντίφαση γιὰ τὴν Ἀνάσταση τὸ πρωΐ τῆς Κυριακῆς.
Δυστυχῶς πολλὲς νεοελληνικὲς μεταφράσεις δὲν διαβάζουν τὸ χωρίο τοῦ εὐαγγελιστοῦ Μάρκου «μετ᾽ ἐπιστήμης», οὔτε χρησιμοποιοῦν τὸ κόμμα, τὴν στίξη, «συνετῶς», ὥστε νὰ θεραπευθεῖ ἡ ἀντίθεση, ἀλλὰ ἀφήνουν νὰ ἐννοηθεῖ ὅτι ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος μαρτυρεῖ ὅτι ἡ Ἀνάσταση ἔγινε τὸ πρωΐ τῆς Κυριακῆς.
Ἔτσι ὁ ἀκαταπόνητος ἑρμηνευτής, πολυτάλαντος καὶ πολυμερὴς θεολόγος τῶν καιρῶν μας, καθηγητὴς Π. Τρεμπέλας, ἐνῶ, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ σχόλια, γνωρίζει τὴν πρόταση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης περὶ συνετῆς στίξεως, «ὑποστίξαι χρὴ συνετῶς», παρὰ ταῦτα δὲν τὴν υἱοθετεῖ καὶ ἀφήνει τὴν λανθασμένη θέση ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε τὸ πρωΐ τῆς Κυριακῆς: «Ὅταν δὲ ἀνέστη ὁ Ἰησοῦς τὸ πρωΐ τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, ἐφάνη πρῶτον εἰς τὴν Μαρίαν τὴν Μαγδαληνήν»[12].
Οἱ παλαιοὶ τέσσαρες καθηγηταὶ Β. Βέλλας, ἀρχιμ. Ευάγγελος Αντωνιάδης, Αμ. Αλιβιζατος καὶ Γερ. Κονιδάρης ἐπίσης: «Ἀφοῦ δὲ ἀναστήθηκε τὸ πρωῒ τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, ἐμφανίσθηκε πρῶτα εἰς τὴν Μαρίαν τὴν Μαγδαληνήν»[13].
Στὴν Μετάφραση τοῦ Ιωαννου Κολιτσαρα ἐπίσης: «Ἀφοῦ δὲ ἀνεστήθη ὁ Ἰησοῦς τὸ πρωΐ τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, παρουσιάσθηκε πρῶτον εἰς τὴν Μαρίαν τὴν Μαγδαληνήν»[14].
Στὴν Μετάφραση τοῦ Νικ. Σωτηροπούλου ὁμοίως: «Ἀφοῦ δὲ ἀναστήθηκε πρωῒ τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος (τὴν Κυριακή), ἐμφανίσθηκε πρῶτα στὴ Μαρία τῇ Μαγδαληνή»[15].
Στὴν Μετάφραση τῶν νέων τεσσάρων καθηγητῶν Γ. Γαλίτη, Ι. Καραβιδόπουλου, Ιω. Γαλάνη καὶ Π. Βασιλείαδη, ἐπιδέξια καὶ διπλωματικά, τοποθετοῦν τὸ «πρωῒ πρώτῃ Σαββάτων» μεταξὺ τοῦ «ἀναστάς» καὶ τοῦ «ἐφάνη πρῶτον Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ», προφανῶς γιὰ νὰ μὴ πάρουν θέση ὑπὲρ τῆς μιᾶς ἢ τῆς ἄλλης γνώμης, ἂν καὶ φαίνεται ὅτι μᾶλλον ἀκολουθοῦν καὶ αὐτοὶ τοὺς προηγουμένους συγχρόνους ἑρμηνευτάς: «Μετὰ τὴν ἀνάστασή του ὁ Ἰησοῦς, τὸ πρωῒ τῆς Κυριακῆς, ἐμφανίσθηκε πρῶτα στὴ Μαρία τὴ Μαγδαληνή»[16].
Ἡ ἰδική μας Μετάφραση μὲ βάση τὶς ὑποδείξεις τῶν δύο Ἁγίων Πατέρων Ἱερωνύμου καὶ Γρηγορίου Νύσσης, ὡς καὶ τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας, ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Ἀφοῦ ἀνστήθηκε ὁ Χριστός, ἐμφανίσθηκε τὸ πρωῒ τῆς Κυριακῆς πρῶτα στὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνή».
2. Μετὰ τὴν Ἀνάσταση ἡ Θεοτόκος εἶδε πρώτη τὸν ἀναστάντα Χριστό
Τὰ μέχρι τώρα λεχθέντα ἀποσκοποῦσαν νὰ δείξουν ὅτι ὁ Ἀπόστολος Μᾶρκος δὲν κάνει λάθος, ὅταν μᾶς λέγει ὅτι ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ εἶδε πρώτη τὸν ἀναστάντα Χριστό· τὸν εἶδε ὄντως πρώτη, ἀλλὰ ὄχι ἀμέσως μετὰ τὴν Ἀνάσταση, ποὺ ἔγινε περὶ τὸ μεσονύκτιο, ἀλλὰ τὸν εἶδε πρώτη τὸ πρωΐ τῆς Κυριακῆς. Κατὰ τὸ διάστημα τῶν 5-6 ὡρῶν ποὺ μεσολαβεῖ μέχρι τὸ πρωΐ, ποὺ τὸν εἶδε ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ὑπάρχει πολὺς χρόνος καὶ γιὰ ἄλλες ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστάντος. Σύμφωνα δὲ μὲ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ καὶ κατὰ εὔλογο ἀπολύτως λόγο ὁ Χριστὸς ἐμφανίσθηκε πρὶν ἀπὸ ὅλους στὴν Μητέρα Του, γιὰ νὰ τῆς ἀφαιρέσει ὅσο πιὸ γρήγορα μποροῦσε τὸν πόνο καὶ τὴν θλίψη τοῦ Σταυροῦ καὶ τοῦ Τάφου, καὶ νὰ μεταδώσει πρῶτα εἰς Αὐτὴν τὴν χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως. Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο τὰ Εὐαγγέλια σιωποῦν γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ εὑρίσκεται εἰς τὸ ὅτι ἡ μαρτυρία μιᾶς μητέρας γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ παιδιοῦ της δὲν θὰ ἦταν ἀξιόπιστη, καὶ θὰ ἑρμηνευόταν ψυχοπαθολογικὰ ὡς παραίσθηση καὶ φαντασίωση. Ὑπάρχουν πάντως, καὶ μέσα στὰ Εὐαγγέλια πληροφορίες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ συναγάγει ὅτι ἡ Θεοτόκος εἶδε πρώτη τὸν ἀναστάντα Υἱό της. Ἡ Παράδοση ἐπίσης τῆς Ἐκκλησίας διαχρονικὰ ἔχει αὐτὴν τὴν γνώμη καὶ συμπληρώνει τὶς διηγήσεις τῶν Εὐαγγελίων, ὅπως συμβαίνει σὲ πλῆθος ἄλλων θεμάτων. Γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους πηγὴ τῶν ἀληθειῶν τῆς Πίστεως δὲν εἶναι μόνον ἡ Ἁγία Γραφή, ὅπως στοὺς Προτεστάντες, (Sola Scriptura), ἀλλὰ καὶ ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ὀργίζεται κανείς, ὅταν διαπιστώνει πῶς καὶ πόσο ὑποτιμοῦν τὸ πάντιμο καὶ ὑπέρτιμο πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Προτεστάντες κληρικοὶ καὶ θεολόγοι, μέχρι σημείου ποὺ φθάνει στὰ ὅρια τῆς βλασφημίας. Ἀκόμη καὶ στὸ θέμα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ κάποιοι θέλουν τὴν Θεοτόκο νὰ μὴ σκέπτεται τίποτα ὑψηλὸ γιὰ τὸν Υϊό της, νὰ ἔχει ἐξουθενωθῆ ἀπὸ τὸν Σταυρὸ καὶ τὸν Τάφο, νὰ μὴν ἀκολουθεῖ κἂν τὶς Μυροφόρες γυναῖκες, γιὰ νὰ γνωρίζει ἡ ἴδια τὰ τοῦ Υἱοῦ Της, ἀλλὰ μοιρολατρικὰ νὰ περιμένει νὰ μάθει ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Ἰωάννη ποὺ τὴν φιλοξενοῦσε, τὴν πορεία τῶν γεγονότων[17]. Ἡ Παναγία ἦταν ὅμως ἡ ψυχή, τὸ κέντρο, ἡ ἡγέτιδα τῆς ὁμάδος τῶν Μυροφόρων, ποὺ ἐπέδειξαν μεγαλύτερη ἀπὸ τοὺς ἄνδρες ἀνδρεία, ἔγιναν οἱ ἀπόστολοι τῶν Ἀποστόλων.
Τὴν διαχρονικὴ αὐτὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας κατὰ ἔξοχο τρόπο τὴν ἐκωδικοποίησε καὶ τὴν συνόψισε τὸν 14ο αἰώνα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὅπως θὰ δοῦμε, ὁ ὁποῖος ἐπίσης κατὰ ἔξοχο καὶ μοναδικὸ τρόπο ἐκωδικοποίησε καὶ συνόψισε τὴν ἡσυχαστικὴ διδασκαλία περὶ ἀμεθέκτου θείας οὐσίας καὶ μεθεκτῶν ἐνεργειῶν, περὶ τοῦ θείου φωτὸς καὶ θείου φωτισμοῦ, περὶ ἀκτίστου Θείας Χάριτος καὶ περὶ τῶν σταδίων τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θεώσεως, περὶ τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς καὶ περὶ πλήθους ἄλλων θεμάτων, ἀναδειχθεὶς εἰς τὸν μεγαλύτερο θεολόγο τῆς δεύτερης χιλιετίας, ἐφάμιλλο καὶ ἰσάξιο τῶν μεγάλων Πατέρων καὶ θεολόγων τῆς πρώτης χιλιετίας. Πρὶν νὰ παρουσιάσουμε ὅμως τὴν σπουδαία καὶ πειστικὴ ἐπιχειρηματολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, περὶ τοῦ ὅτι ἡ Θεοτόκος εἶδε πρώτη τὸν ἀναστάντα Χριστό, θὰ παραθέσουμε καὶ μερικὲς ἄλλες μαρτυρίες.
α) Μαρτυρίες ἄλλων Πατέρων καὶ ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων πρὸ τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ
Ὁ Αγιος Ρωμανος ο Μελωδος (6ος αἰών) σὲ ὕμνο του μὲ τίτλο: «Κονδάκιον τῇ Ἁγίᾳ καὶ Μεγάλῃ Παρασκευῇ, εἰς τὸ πάθος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ εἰς τοὺς θρήνους τῆς Θεοτόκου», ἀφοῦ δραματοποιήσει ἀρχικὰ τὰ παράπονα καὶ τοὺς θρήνους τῆς Θεοτόκου ποὺ βλέπει τὸν Υἱόν της ὁδηγούμενο στὴ σφαγή, στὸν δέκατο τρίτο οἶκο (στροφή) τοῦ Κοντακίου βάζει τὸν Χριστὸ νὰ τῆς δίνει θάρρος καὶ νὰ τῆς ὑπόσχεται ὅτι θὰ τὸν ἰδεῖ πρώτη νὰ ἐξέρχεται ἐκ τοῦ τάφου: «Ὡς ἤκουσε ταῦτα ὁ πάντα γινώσκων πρὶν αὐτῶν γενέσεως, Μαριὰμ ἀπεκρίθη· Θάρσει, μῆτερ, ὅτι πρώτη με ὁρᾶς ἀπὸ τῶν τάφων»[18]. Τοὺς δύο πρώτους οἴκους τοῦ θαυμασίου αὐτοῦ Κοντακίου διαβάζουμε στὴν ἀκολουθία τῶν Ἁγίων Παθῶν κατὰ τὸν Ὄρθρο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Παρασκευῆς ὡς κοντάκιο καὶ οἶκο πρὸ τοῦ Συναξαρίου. Κοντάκιον: «Τὸν δι᾽ ἡμᾶς σταυρωθέντα δεῦτε πάντες ὑμνήσωμεν…». Οἶκος: «Τὸν ἴδιον ἄρνα ἡ ἀμνὰς θεωροῦσα πρὸς σφαγὴν ἑλκόμενον…».
Σὲ συλλογὴ καθισμάτων καὶ στιχηρῶν τῆς Μ. Ἑβδομάδος ἐπίσης ὁ ὑμνογράφος συνέθεσε τροπάριο ποὺ ἀρχίζει μὲ ἀναφορὰ στοὺς θρήνους τῆς Θεοτόκου, «Σὺν ταῖς ἄλλαις ὁλοφυρομένους γυναιξὶν ἡ σὲ τεκοῦσα, Χριστέ,…». Τελειώνει τὸ τροπάριο λέγοντας ὅτι, ὅταν εἶδε τὸν ἀναστάντα Κύριο, πρώτη ἔφερε τὴν χαρμόσυνη εἴδηση στοὺς Ἀποστόλους: «Ἀλλ᾽ ἐγερθέντα κατιδοῦσά σε τὸν ὡραιότατον Κύριον, πρώτη τὴν χαρὰν εὐηγγελίσατο τοῖς ἀποστόλους σου»[19].
Σημαντικώτατη καὶ εὐκρινέστατη εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ (580-662), ὁ ὁποῖος μεταξὺ τῶν λοιπῶν θεοπνεύστων ἔργων του φέρεται ὅτι ἔγραψε καί «Βίον τῆς ὑπερευλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας». Τὸ ἔργο αὐτὸ μεταφράσθηκε ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ στὴν γεωργιανὴ γλώσσα ἀπὸ τὸν γνωστότερο μαθητὴ τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, ἅγιο ἐπίσης, Εὐθύμιο τὸν Ἰβηρίτη (10ος αἰών). Ἐπειδὴ ὅμως χάθηκε τὸ ἑλληνικὸ πρωτότυπο, ἐξεδόθη γαλλικὴ μετάφραση, ἀπὸ τὰ γεωργιανὰ τὸ 1986 στὴν γνωστὴ σειρά «Corpus Scriptorum Christianorum Orientalium» στὴν Luvain τοῦ Βελγίου. Ἀπὸ τὴν ἔκδοση αὐτὴ μετέφεραν πάλι στὰ νεοελληνικὰ καὶ τὸ ἐξέδωσαν οἱ πατέρες τοῦ Ἱεροῦ Κελλίου Ἁγίου Νικολάου «Μπουραζέρη» τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Σὲ κάποιο σημεῖο λοιπὸν τοῦ ἔργου ὁ Ἅγιος Μάξιμος λέγει, συμφωνοῦντος ἀσφαλῶς καὶ τοῦ μεταφράσαντος στὰ Γεωργιανὰ ἁγίου Εὐθυμίου τοῦ Ἰβηρίτου: «Τοιουτοτρόπως λοιπόν, ἡ Παναγία μήτηρ τοῦ Κυρίου εἶδε πρὶν ἀπὸ ὅλους τὴν Ἀνάσταση τοῦ Υἱοῦ της. Τὸ ἐμήνυσε δὲ εἰς τοὺς μαθητάς του καὶ πρωτίστως τὸ ἀνήγγειλεν εἰς τὶς μυροφόρους. Καὶ ἂν γι᾽ αὐτὸ καθ᾽ ἑαυτὸ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως, οἱ εὐαγγελισταὶ τίποτε δὲν ἀναφέρουν, εἶναι, ἀκριβῶς, ἐξ αἰτίας τῆς στενωτάτης μεταξύ των συγγενείας· παρέλειψαν, δηλαδή, νὰ καταγράψουν τὴν μαρτυρία τῆς μητρὸς λόγῳ τῆς βεβαιότητος τὴν ὁποίαν εἶχεν αὕτη ἤδη ἐκ τῶν προτέρων καὶ γιὰ νὰ μὴ χρησιμοποιήση κανεὶς ὡς πρόσχημα ἀπιστίας τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ θέα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ περιεγράφη ἀπὸ τὴν μητέρα του… Ἡ ἁγία Θεοτόκος, λοιπόν, εἶδε «“ἰδίοις ὄμμασι” τὴν Ἀνάσταση τοῦ Υἱοῦ καὶ βασιλέως της καὶ πλημμυρισμένη ἀπὸ χαρὰν ἀνεχώρησε ἀπὸ τὸν τάφο καὶ ἦλθε εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἠγαπημένου μαθητοῦ, ὅπου ἀνέμενε τὴν ὥραν τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ»[20]. Καὶ ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα ὅπου ἔζησε καὶ ἐτάφη ἡ Θεοτόκος τὴν ἴδια παράδοση διασώζει ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων (580-638), συναγωνιστὴς τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοθελητισμοῦ καὶ σπουδαῖος ὑμνογράφος. Στὸ ἔργο του λοιπὸν «Τριώδιον» ὑπάρχει τροπάριο, τὸ ὁποῖο λέγει τὰ ἑξῆς: «μόνη πρὸ τῶν ἄλλων σε γυναικῶν τεθέαται, Χριστέ, ἐκ τοῦ μνήματος ὡραίως ἀστράψαντα, ἡ μόνη Παναγία, ἐπακούσασα τὸ Χαῖρε»[21].
Ἐντυπωσιακὴ εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ Γεωργίου Νικοδημείας, μαθητοῦ τοῦ Μ. Φωτίου (9ος αἰών), συγγραφέως πολλῶν ἔργων, ἰδιαίτερα ὁμιλιῶν καὶ μάλιστα σὲ θεομητορικὲς ἑορτές, ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ὁποίων ἠμπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικώτερους θεοτοκόφιλους συγγραφεῖς. Στὸ ἔργο του λοιπόν «Λόγος εἰς τὴν τῆς ἀχράντου Θεοτόκου ἐν τῷ τάφῳ προεδρείαν, καὶ εὐχαριστήριος τῆς ὑπερλάμπρου ἀναστάσεως», ἀφοῦ ἐπιχειρήσει τὴν ἐναρμόνιση τῶν εὐαγγελικῶν διηγήσεων σχετικὰ μὲ τὶς πολλὲς ἐπισκέψεις τῶν Μυροφόρων στὸν Πανάγιο Τάφο, συμπεραίνει ὅτι μόνη ἡ Θεοτόκος παρέμεινε στὸν Τάφο καὶ εἶδε τὸν σεισμὸ ποὺ ἀνέστησε τοὺς νεκροὺς καὶ ἐκοίμισε τοὺς φύλακες. Σ᾽ αὐτὴν πρῶτα δόθηκε ἡ χαρμόσυνη εἴδηση τῆς Ἀναστάσεως καὶ ἡ δυνατότητα νὰ κατατρυφήσει στὴν ἄρρηκτη οἰκονομία, θέα καὶ λαμπρότητα τοῦ Υἱοῦ της. Ἐπειδὴ ἦταν μητέρα καὶ τῆς εἶχαν ἀποκαλυφθῆ τὰ μυστήρια τῆς Θείας Οἰκονομίας, εἰς αὐτὴν μόνην ὁ Δεσπότης Χριστὸς καθυπέδειξε καὶ τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως. Ὄχι μόνον ὑπεράνω τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Μυροφόρων, ἀλλὰ καὶ ὑπεράνω ἀπὸ τὴν γνώση τῶν Ἀγγέλων. Ἔτσι λοιπὸν τὴν Θεοτόκο «ἀμέσως καὶ πρώτως» περιέλαμψε ἡ φαιδρότητα τῆς Ἀναστάσεως· δὲν ἔγινε τὸ ἴδιο μὲ τὶς Μυροφόρες γυναῖκες, στὶς ὁποῖες διαμυνήθηκε ἡ Ἀνάσταση διὰ τοῦ Ἀγγέλου καὶ μὲ τὴν μετακύλιση τοῦ λίθου[22].
Ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἐπίσης καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ Νικηφόρου Καλλίστου Ξανθοπούλου, ὀλίγον προγενεστέρου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ἔζησε κατὰ τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ ΙΓ´ αἰῶνος καὶ τὶς τρεῖς πρῶτες δεκαετίες τοῦ ΙΔ´ αἰῶνος, θεωρεῖται συγγραφεὺς τῶν Συναξαρίων τοῦ Πεντηκοσταρίου. Στὸ Συναξάριο τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα γράφει ὅτι ἡ Ἀνάσταση ἔγινε γνωστὴ πρῶτα στὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐκάθητο ἀπέναντι τοῦ Τάφου, ὅπως λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, μαζὶ μὲ τὴν Μαγδαληνή. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ ἀμφιβάλλεται ἡ Ἀνάσταση, λόγῳ τῆς συγγενείας, οἱ εὐαγγελισταὶ λέγουν, ὅτι ἐμφανίσθηκε πρῶτα στὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνή: «Καὶ πρῶτον μὲν ἡ ἀνάστασις τῇ τοῦ Θεοῦ Μητρὶ γνώριμος γίνεται, ἀπ᾽ ἐναντίας καθημένῃ τάφου, ὡς φησὶν ὁ Ματθαῖος, σὺν τῇ Μαγδαληνῇ. Ἀλλ᾽ ἵνα μὴ ἡ ἀνάστασις ἀμφιβάλλοιτο, διὰ τὴν πρὸς τὴν Μητέρα οἰκείωσιν, οἱ Εὐαγγελισταὶ φασί. Πρῶτον φαίνεται τῇ Μαγδαληνῇ Μαρία».
β) Ἡ ἀναλυτικὴ καὶ πειστικὴ ἐπιχειρηματολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ
Γνωρίζοντας ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς τὴν προηγουμένη σχετικὴ Παράδοση, ὅπως τὴν παρουσιάσαμε, χωρὶς νὰ τὴν ἐξαντλήσουμε, ἐπιχειρεῖ νὰ τὴν συνοψίσει καὶ νὰ τὴν κωδικοποιήσει. Ἔτσι λοιπὸν στὴν 18η Ὁμιλία του μὲ τίτλο «Τῇ Κυριακῇ τῶν Μυροφόρων, ἐν ᾗ καὶ ὅτι πρώτη τὸν Κύριον ἡ Θεοτόκος εἶδεν ἐκ νεκρῶν ἀναστάντα»[23], ἐκτὸς ἀπὸ τὴν βασική του ἐπιδίωξη νὰ δείξει ὅτι πρώτη ἡ Παναγία εἶδε τὸν ἀναστάντα Χριστό, ἐπιχειρεῖ, ὅπως ἔκαναν καὶ ἄλλοι Πατέρες καὶ συγγραφεῖς, νὰ ἐρευνήσει τὰ τῶν Μυροφόρων γυναικῶν καὶ νὰ δείξει ὅτι στὶς σχετικὲς διηγήσεις τῶν εὐαγγελιστῶν ὑπάρχει συμφωνία. Αὐτὸ λέγει συμπερασματικὰ περὶ τὸ τίτλο τῆς Ὁμιλίας: «Ἔχομεν δὴ τὰ τῶν Μυροφόρων ἠκριβωμένα καὶ τὴν ἄνωθεν ζητουμένην ἐπὶ ταύταις τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν συμφωνίαν»[24].
Ἂς παρακολουθήσουμε λοιπὸν τὴν πορεία τῶν σκέψεών του. Ἀρχίζει λέγοντας ὅτι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ ἀνανέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ ἀνάπλαση καὶ ἀναζώωση τοῦ πρώτου Ἀδάμ. Ὅπως λοιπόν, ὅταν ἐπλάσσετο ὁ Ἀδάμ, δὲν τὸν εἶδε τὴν ὥρα ἐκείνη κανεὶς ἄνθρωπος, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε ἄλλος ἄνθρωπος, ἔτσι καὶ τὸν δεύτερο Ἀδάμ, τὸν Χριστό, ὅταν ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν δὲν τὸν εἶδε κανεὶς ἄνθρωπος. Δὲν ἦταν ἐκεῖ κανεὶς ἀπὸ τοὺς οἰκείους, καὶ οἱ φύλακες τοῦ τάφου στρατιῶτες ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ σεισμοῦ εἶχαν γίνει σὰν νεκροί. Μετὰ τὴν Ἀνάσταση πρώτη ἀπὸ τοὺς ἄλλους τὸν εἶδε μία γυναίκα, ὅπως ἀκούσαμε σήμερα τὸν εὐαγγελιστὴ Μᾶρκο νὰ λέγει ὅτι «ἀναστὰς ὁ Ἰησοῦς πρωῒ πρώτῃ σαββάτου ἐφάνη πρῶτον Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ».
Φαίνεται ἀπὸ αὐτὸ τὸ χωρίο ὅτι ὁ εὐαγγελιστὴς μᾶς εἶπε καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, ὅτι αὐτὸ ἔγινε πρωΐ, ὅτι φανερώθηκε πρῶτα στὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνὴ καὶ ὅτι αὐτὸ ἔγινε τὴν ἴδια τὴν ὥρα τῆς Ἀναστάσεως. Δὲν λέγει ὅμως αὐτό, ὅπως θὰ δείξω, ἂν προσέξουμε, λίγο καλύτερα. Λίγο πιὸ πάνω ὁ ἴδιος ὁ εὐαγγελιστὴς μᾶς λέγει, συμφωνώντας μὲ τοὺς ἄλλους εὐαγγελιστάς, ὅτι ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἦλθε μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες Μυροφόρες στὸν Τάφο προηγουμένως, καὶ ὅτι βρῆκαν τὸν τάφο ἄδειο καὶ ἔφυγαν. Ἑπομένως καὶ κατὰ τὸν ἴδιο τὸν εὐαγγελιστὴ Μᾶρκο[25], ἡ ἀνάσταση ἔγινε πολὺ ἐνωρίτερα ἀπὸ τὸ πρωΐ ποὺ εἶδε τὸν Κύριο ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή· «ὥστε πολλῷ πρότερον τῆς πρωΐας, καθ᾽ ἣν αὐτὸν εἶδεν, ἀνέστη ὁ Κύριος»[26].
Κατὰ τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ δὲν ἦλθε μόνο στὸ μνῆμα, ἀλλὰ καὶ ἔφυγε, χωρὶς νὰ δεῖ τὸν Κύριο. Διότι τρέχει καὶ ἔρχεται πρὸς τοὺς Ἀποστόλους Πέτρο καὶ Ἰωάννη καὶ τοὺς λέγει ὄχι ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, ἀλλὰ ὅτι μεταφέρθηκε ἀπὸ τὸν τάφο, καὶ ἑπομένως δὲν ἐγνώριζε ἀκόμη τὴν Ἀνάσταση[27]. Συμπεραίνομε λοιπὸν ὅτι ὁ Χριστὸς ποὺ εἶχε ἤδη ἀναστηθῆ δὲν ἐμφανίσθηκε ἁπλῶς πρῶτα στὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνή, ἀλλὰ μετὰ τὴν πλήρη ἔλευση τῆς ἡμέρας: «Λείπεται δὴ τῇ Μαρίᾳ οὐχ ἁπλῶς πρώτῃ τὸν Κύριον ἐπιφανῆναι, ἀλλὰ μετὰ τὴν ἀκραιφνῆ τῆς ἡμέρας ὥραν»[28].
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος λέγει ὅτι ὑπάρχει κάτι ποὺ οἱ εὐαγγελισταὶ δὲν τὸ λέγουν φανερὰ ἀλλὰ συνεσκιασμένα καὶ αὐτὸ θὰ τὸ ἀποκαλύψει πρὸς τοὺς ἀκροατές του. Λέγει λοιπὸν ὅτι τὴν χαρμόσυνη εἴδηση τῆς Ἀναστάσεως πρώτη ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως ἦταν σωστὸ καὶ δίκαιο, τὴν δέχθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο ἡ Παρθένος καὶ πρὶν ἀπὸ ὅλους. Αὐτὴ Τὸν εἶδε ἀναστημένο καὶ ἀπήλαυσε τὴν θεία ὁμιλία Του. Καὶ δὲν τὸν εἶδε μόνο μὲ τὰ μάτια της καὶ τὸν ἄκουσε μὲ τὰ ἀφτιά της, ἀλλὰ αὐτὴ πρώτη καὶ μόνη ἄγγιξε τὰ ἄχραντα πόδια του, μολονότι οἱ εὐαγγελισταὶ δὲν τὰ ἀναφέρουν ὅλα αὐτὰ φανερά, γιατὶ δὲν θέλουν νὰ παρουσιάσουν ὡς μάρτυρα τὴν Μητέρα, γιὰ νὰ μὴ δώσουν στοὺς ἀπίστους ἀφορμὴ γιὰ ὑποψίες: «Κἂν οἱ εὐαγγελισταὶ ταῦτα πάντα φανερῶς οὐ λέγουσι, μὴ θέλοντες τὴν Μητέρα προφέρειν εἰς μάρτυρα, ἵνα μὴ τοῖς ἀπίστοις ὑποψίας ἀφορμὴν δῶσιν». Ἐπειδὴ ὅμως μὲ τὴν Χάρη τοῦ Ἀναστάντος ἀπευθύνεται πρὸς πιστοὺς καὶ ἡ ἑορτὴ τῶν Μυροφόρων δίνει κατάλληλη ἀφορμὴ γιὰ διευκρίνηση τῶν σχετικῶν θεμάτων, ὑπόσχεται ὁ Ἅγιος Γρηγόριος νὰ φανερώσει ὅσα εἶναι ἀκόμη κρυφά[29].
Στὴν συνέχεια προσπαθεῖ νὰ ἐναρμονίσει, νὰ βάλει σὲ τάξη, ὅσα λέγουν οἱ Εὐαγγελισταὶ περὶ τῶν Μυροφόρων ἐμπλέκοντας καὶ τὴν παρουσία τῆς Θεοτόκου. Λέγει λοιπὸν ὅτι Μυροφόρες καλοῦνται οἱ γυναῖκες αὐτὲς ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὸν Κύριο μαζὶ μὲ τὴν Μητέρα Του, συμπαρέμειναν κατὰ τὸν καιρὸ τοῦ πάθους καὶ ἐφρόντισαν νὰ ἀλείψουν μὲ μῦρα τὸ σῶμα Του. Ἀφοῦ ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Πιλάτου πῆραν τὸ δεσποτικὸ σῶμα, τὸ περιποιήθηκαν καὶ τὸ ἔβαλαν στὸ λαξευτὸ μνημεῖο, σὲ ὅλη αὐτὴ τὴν φροντίδα τῶν ἀνδρῶν παρευρίσκονταν καὶ τὴν ἔβλεπαν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία, ποὺ ἐκάθηντο ἀπέναντι τοῦ Τάφου. Μὲ τὴ φράση «ἄλλη Μαρία» ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ἐννοεῖ τὴν Θεομήτορα. Τὴν Θεοτόκο ἐννοοῦν ἐπίσης ὅταν μεταξὺ τῶν Μυροφόρων ἀναφέρουν οἱ εὐαγγελισταὶ τὴν μητέρα Ἰακώβου καὶ Ἰωσῆ, ποὺ ἦταν παιδιὰ τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος. Δὲν ἦσαν δὲ μόνον αὐτὲς οἱ δύο ποὺ παρευρίσκονταν καὶ ἔβλεπαν τὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἄλλες γυναῖκες ποὺ ἀκολούθησαν ἀπὸ τὴν Γαλιλαία ὅπως διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς.
Ὅταν ἐπέστρεψαν λοιπὸν μετὰ τὸν ἐνταφιασμό, ἀγόρασαν ἀρώματα καὶ μῦρα· διότι δὲν εἶχαν καταλάβει ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἡ ἀληθινὴ εὐωδία τῆς ζωῆς γιὰ ἐκείνους ποὺ τὸν πλησιάζουν μὲ πίστη, ὅπως εἶναι καὶ ὀσμὴ θανάτου γιὰ ὅσους παραμένουν μέχρι τέλους ἄπιστοι καὶ ὅτι ἡ ὀσμὴ τοῦ σώματός Του εἶναι πάνω ἀπὸ ὅλα τὰ ἀρώματα, τὸ δὲ ὄνομά Του εἶναι μῦρο χυμένο, μὲ τὸ ὁποῖο γέμισε θεία εὐωδία τὴν οἰκουμένη. Ἑτοιμάζουν λοιπὸν μῦρα καὶ ἀρώματα, ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν πρὸς τιμὴν τοῦ νεκροῦ, καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου γιὰ νὰ παρηγοροῦνται ἀπὸ τὴν δυσωδία τοῦ σώματος ὅσοι ἤθελαν νὰ παραμένουν κοντά του, ὅταν θὰ ἄρχιζε ἡ ἀποσύνθεση.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἑτοίμασαν τὰ ἀρώματα, ὅλη τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου ἡσύχασαν, λόγῳ τῆς ἐντολῆς τῆς ἀργίας, τὴν ἄλλη μέρα ὅμως, τὴν πρώτη τῆς ἑβδομάδος, δηλαδὴ τὴν Κυριακή, «ὄρθρου βαθέος», ὅπως λέγει ὁ Λουκᾶς, ἦλθαν κουβαλώντας τὰ ἀρώματα ποὺ ἑτοίμασαν. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος λέγει «ὀψὲ σαββάτων», ἀργὰ τὸ Σάββατο, «τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων», δηλαδὴ τὰ ξημερώματα τῆς Κυριακῆς, καὶ ὅτι οἱ προσελθοῦσες εἶναι δύο, ἐνῶ, ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης «πρωΐ σκοτίας ἔτι οὔσης», τὸ πρωΐ ἐνῶ ἦταν ἀκόμη σκοτεινά, καὶ ὅτι ἡ προσελθοῦσα εἶναι μία, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. Ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος «λίαν πρωΐ τῆς μιᾶς σαββάτων» πολὺ πρωΐ τῆς Κυριακῆς, καὶ ὅτι οἱ προελθοῦσες εἶναι τρεῖς. Ὅλοι οἱ εὐαγγελισταὶ λέγοντας «μίαν σαββάτων» ἐννοοῦν τὴν Κυριακή. Ὅταν δὲ λέγουν «ὀψὲ σαββάτων» καὶ «ὄρθρον βαθύν» καὶ «λίαν πρωΐ σκοτίας ἔτι οὔσης» ἐννοοῦν τὸν χρόνο τοῦ ὄρθρου ποὺ εἶναι ἀνάμικτος ἀπὸ φῶς καὶ σκοτάδι, τότε ποὺ ἀρχίζει ἡ ἀνατολὴ νὰ φωτίζεται στὸν ὁρίζοντα καὶ προαναγγέλλει τὴν ἡμέρα. Μπορεῖ μάλιστα κανεὶς παρατηρώντας ἀπὸ μακριὰ πρὸς αὐτὸ τὸ μέρος τοῦ ὁρίζοντος νὰ τὸ δεῖ νὰ ἀλλάζει χρῶμα πρὸς τὸ φῶς, καὶ αὐτὸ γίνεται κατὰ τὴν ἔνατη ὥρα τῆς νύκτας, ὥστε μέχρι νὰ ἔλθει πλήρως ἡ ἡμέρα νὰ ὑπολείπονται τρεῖς ὧρες. Ὁ χρονικὸς αὐτὸς προσδιορισμὸς ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο σημαίνει ὅτι οἱ Μυροφόρες ἦλθαν στὸν Τάφο γύρω στὶς τρεῖς μετὰ τὰ μεσάνυχτα, καὶ ὅτι ἡ Ἀνάσταση εἶχε ἤδη γίνει ἐνωρίτερα.
Φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως, λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ὅτι οἱ Εὐαγγελισταὶ διαφωνοῦν μεταξύ τους καὶ γιὰ τὴν ὥρα καὶ γιὰ τὸν ἀριθμὸ τῶν γυναικῶν, ἐπειδὴ οἱ Μυροφόρες ἦσαν πολλὲς καὶ ἦλθαν στὸν Τάφο ὄχι μία φορά, ἀλλὰ δύο καὶ τρεῖς φορές, συντροφευμένες μεταξύ τους, ἀλλὰ ὄχι πάντα οἱ ἴδιες. Ὅλες ἦλθαν κατὰ τὸν ὄρθρο, ὄχι ὅμως τὴν ἴδια ὥρα ἀκριβῶς· ἡ Μαγδαληνὴ κάποια στιγμὴ ἀπομονώθηκε ἀπὸ τὶς ἄλλες, ξαναῆλθε καὶ ἔμεινε περισσότερο. Κάθε εὐαγγελιστὴς λοιπὸν ἀναφέρει μία ἀπὸ τὶς ἐπισκέψεις καὶ παραλείπει τὶς ἄλλες. Συμπεραίνει στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ὡς προσωπική του ἐκτίμηση, ἀπὸ ὅσα λέγουν οἱ εὐαγγελισταί, ὅτι ἡ Θεοτόκος, ὅπως τὸ προεῖπε, πρώτη ἀπὸ ὅλους ἦλθε στὸν Τάφο τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ της, ἔχοντας μαζί της τὴν Μαρία τὴ Μαγδαληνή: «Ὡς δὲ ἐγὼ συμβάλλω τε καὶ συνάγω παρὰ τῶν εὐαγγελιστῶν ἁπάντων, καθὰ καὶ τοῦτο προεῖπον, πρώτη πάντων ἡ Θεοτόκος ἦλθεν ἐπὶ τὸν τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ τάφον, τὴν Μαγδαληνὴν Μαρίαν ἐπαγομένη»[30]. Αὐτὸ τὸ διδάσκει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ποὺ λέγει «Ἦλθε ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ἡ ἄλλη Μαρία θεωρῆσαι τὸν τάφον».
Ἡ ἄλλη Μαρία εἶναι ἡ Θεομήτωρ. Καὶ ἀμέσως ἔγινε σεισμός Ἄγγελος Κυρίου ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ προσῆλθε καὶ ἀποκύλισε τὸν λίθο ἀπὸ τὴν θύρα τοῦ μνημείου καὶ καθόταν ἐπάνω σ᾽ αὐτόν· ἡ μορφή του ἦταν σὰν ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμά του λευκὸ σὰν χιόνι, ἀπὸ τὸν φόβο δὲ τοῦ Ἀγγέλου ταράχθηκαν οἱ φύλακες καὶ ἔγιναν σὰν νεκροί.
Ὅλες οἱ ἄλλες γυναῖκες ἦλθαν μετὰ τὸν σεισμὸ καὶ τὴν φυγὴ τῶν φυλάκων καὶ βρῆκαν τὸν τάφο ἀνοιγμένο καὶ τὸν λίθο ἀποκυλισμένο. Ἡ Παρθενομήτωρ ἦταν παροῦσα τὴν ὥρα ποὺ γινόταν ὁ σεισμός, ἀποκυλιόταν ὁ λίθος, καὶ ἄνοιγε ὁ τάφος καὶ ἐνῶ ἦσαν ἀκόμη παρόντες οἱ φύλακες, ἂν καὶ συγκλονισμένοι ἀπὸ τὸ φόβο. Αὐτοὶ μόλις συνῆλθαν ἀπὸ τὸν σεισμό, τὸ ἔβαλαν στὰ πόδια, ἔφυγαν ἀμέσως, ἐνῶ ἡ Θεομήτωρ, χωρὶς κανένα φόβο, ἀπολάμβανε τὸ θέαμα· «Ἡ δὲ Θεομήτωρ ἀδεέστερον ἐνετρύφα τῇ θέᾳ»[31]. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐκτιμᾶ ὅτι γιὰ τὴν Θεοτόκο πρῶτα-πρῶτα ἀνοίχθηκε ὁ ζωηφόρος Τάφος, ἀφοῦ ἄλλωστε γι᾽ αὐτὴν πρώτη καὶ δι᾽ αὐτῆς ἀνοίχθηκαν γιὰ μᾶς ὅλα τὰ ἀγαθά, ὅσα εἶναι ἐπάνω στὸν οὐρανὸ καὶ κάτω στὴ γῆ. Καὶ γιὰ τὴν Θεοτόκο ἄστραπτε ἔτσι ὁ Ἄγγελος, ὥστε, ἂν καὶ ἦταν ἀκόμη σκοτάδι, μὲ τὸ πλούσιο φῶς τοῦ Ἀγγέλου νὰ μπορέσει νὰ δεῖ ὄχι μόνο τὸν Τάφο ἄδειο ἀλλὰ καὶ τὰ ἐντὸς τοῦ τάφου, τὰ ὀθόνια δηλαδὴ καὶ τὸ σουδάριο, νὰ εἶναι τακτοποιημένα καὶ νὰ μαρτυροῦν τὴν ἔγερση τοῦ ἐνταφιασθέντος.
Προφανῶς δὲ ὁ Ἄγγελος ποὺ κατέβηκε καὶ εὐαγγελίσθηκε τὴν Ἀνάσταση ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Γαβριήλ. Διότι μόλις τὴν εἶδε νὰ σπεύδει πρὸς τὸν Τάφο, αὐτὸς ποὺ κατὰ τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς εἶπε «μὴ φοβᾶσαι Μαριάμ, γιατὶ βρῆκες Χάρη ἀπὸ τὸν Θεό»[32], σπεύδει καὶ τώρα νὰ πεῖ τὰ ἴδια πάλι στὴν Ἀειπάρθενο καὶ νὰ ἀναγγείλει τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάσταση τοῦ γεννηθέντος ἀπὸ Αὐτὴν ἀσπόρως, νὰ σηκώσει τὸν λίθο, νὰ ὑποδείξει τὸν κενὸ τάφο καὶ τὰ ἐντάφια ἐνδύματα καὶ νὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν χαρμόσυνη εἴδηση. Διότι ὅπως διηγεῖται πάλι ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ὁ Ἄγγελος εἶπε στὶς γυναῖκες· «Μὴ φοβεῖσθε ὑμεῖς. Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν ἐσταυρωμένον; Ἠγέρθη· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔκειτο ὁ Κύριος»[33]. Μολονότι βλέπετε τοὺς φύλακες νὰ εἶναι κατατρομαγμένοι ἀπὸ τὸν φόβο, ἐσεῖς νὰ μὴ φοβῆσθε· γνωρίζω ὅτι ζητεῖτε τὸν ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ· ἀναστήθηκε, δὲν εἶναι ἐδῶ. Διότι Αὐτός, ὄχι μόνο εἶναι ἀκράτητος ἀπὸ τὶς κλειδαριὲς τοῦ ἅδη καὶ τοῦ θανάτου, ἀλλὰ εἶναι καὶ Κύριος ἡμῶν τῶν ἀθανάτων καὶ οὐρανίων ἀγγέλων, καὶ μόνον Αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος τοῦ σύμπαντος. «῎Ιδετε, λοιπόν, ὅπου ἔκειτο ὁ Κύριος» καὶ τρέξτε γρήγορα νὰ πῆτε στοὺς μαθητὰς ὅτι ἀναστήθηκε.
Λέγει κατόπιν ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ὅτι ἔφυγαν γρήγορα «μετὰ φόβου καὶ χαρᾶς μεγάλης»[34]. Κατὰ τὴν γνώμη καὶ πάλιν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ὁ φόβος κατέχει ἀκόμη τὴν Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ τὶς ἄλλες Μυροφόρες, ποὺ ὡς τότε εἶχαν ἔλθει μαζί, διότι δὲν κατενόησαν τὴν σημασία αὐτῶν ποὺ εἶπε ὁ Ἄγγελος, οὔτε κατάλαβαν τελείως τὸ φῶς, ὥστε νὰ δοῦν καὶ νὰ μάθουν μὲ ἀκρίβεια τὶ εἶχε συμβῆ. Ἡ Θεομήτωρ ὅμως ἀπέκτησε τὴν μεγάλη χαρά, διότι κατενόησε τὰ λόγια τοῦ Ἀγγέλου καὶ πλημμύρισε ὅλη ἀπὸ τὸ φῶς, γιατὶ ἦταν τελείως καθαρὴ καὶ θεϊκὰ χαριτωμένη. Κατάλαβε μὲ ὅλα αὐτὰ τὴν ἀλήθεια καὶ πίστευσε στὸν Ἀρχάγγελο, ἐπειδὴ ἐδῶ καὶ πολὺ καιρὸ τῆς εἶχε στὴν πράξη ἀποδειχθῆ ἀξιόπιστος. Πῶς ἦταν πράγματι δυνατόν, ἀφοῦ ἦταν παροῦσα στὰ γεγονότα ἡ θεόσοφος Παρθένος, νὰ μὴ καταλάβει τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως, ὅταν εἶδε τὸν σεισμό, καὶ μάλιστα δυνατὸ σεισμό, τὸν Ἄγγελο νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανό, καὶ μάλιστα ἀστραφτερό, τὴν νέκρωση τῶν φυλάκων, τὸν ἄδειο τάφο, τὴν μετακίνηση τοῦ λίθου καὶ τὸ μεγάλο θαῦμα τῶν ἐνταφίων ἐνδυμάτων, ποὺ ἦσαν ἄλυτα, συγκολλημένα μὲ σμύρνα καὶ ἀλόη καὶ ἀδειανὰ ἀπὸ τὸ σῶμα, καὶ ἐπὶ πλέον ἀπὸ τὴν χαρμόσυνη πρὸς αὐτὴν θέα καὶ ὁμιλία τοῦ Ἀγγέλου; Μετὰ ὅμως ἀπὸ αὐτὸν τὸν εὐαγγελισμὸ ἔφυγαν οἱ γυναῖκες, καὶ ἡ μὲν Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ σὰ νὰ μὴν ἄκουσε καθόλου τὸν Ἄγγελο, καὶ σὰν νὰ μὴ μίλησε ἐκεῖνος γι᾽ αὐτήν, διαπιστώνει μόνον ὅτι ὁ τάφος εἶναι ἄδειος, ἐνῶ γιὰ τὰ ἐντάφια ἐνδύματα δὲν ἔδειξε ἐνδιαφέρον, καὶ τρέχει πρὸς τὸν Σίμωνα Πέτρο καὶ τὸν ἄλλο μαθητή, ὅπως διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης[35].
Ἡ Θεοτόκος ὅμως συνοδευόμενη ἀπὸ ἄλλες γυναῖκες ἐπέστρεψε ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου ἦλθε· καὶ ἰδού, ὅπως λέγει ὁ Ματθαῖος, τὶς συνάντησε ὁ Ἰησοῦς λέγοντας τὸ χαίρετε. Βλέπετε ὅτι καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν Μαρία Μαγδαληνὴ ἡ Θεομήτωρ εἶδε Αὐτὸν ποὺ γιὰ τὴν δική μας σωτηρία ἔπαθε σαρκικά, ἐτάφηκε καὶ ἀναστήθηκε; Ὁ ἴδιος εὐαγγελιστὴς λέγει ὅτι οἱ γυναῖκες «προσελθοῦσαι ἐκράτησαν αὐτοῦ τοὺς πόδας καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ»[36]. Ὅπως δὲ συνέβη μὲ τὸ εὐαγγέλιο τῆς Ἀναστάσεως, τὸ ὁποῖο μόνο αὐτὴ κατάλαβε, ἐνῶ τὸ ἄκουσε καὶ ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἔτσι καὶ ὅταν μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες γυναῖκες συνάντησε τὸν Υἱὸ καὶ Θεό της, πρώτη ἀπ᾽ ὅλες τὶς ἄλλες εἶδε καὶ ἀναγνώρισε τὸν ἀναστάντα καὶ προσπίπτοντας ἔπιασε τὰ πόδια του καὶ ἔγινε Ἀπόστολός Του πρὸς τοὺς ᾽Αποστόλους. Περὶ τοῦ ὅτι ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ δὲν ἦταν μαζὶ μὲ τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὸν Τάφο τὴν συνάντησε ὁ Κύριος τῆς ἐφανερώθηκε καὶ τῆς ὁμίλησε, διδασκόμαστε ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος λέγει ὅτι ἡ Μαγδαληνή «τρέχει πρὸς Σίμωνα Πέτρο καὶ πρὸς τὸν ἄλλον μαθητήν, ὃν ἐφίλει ὁ Ἰησοῦς, καὶ λέγει αὐτοῖς· ἦραν τὸν Κύριον ἐκ τοῦ μνημείου καὶ οὐκ οἴδαμεν ποῦ ἔθηκαν αὐτόν»[37]. ῍Αν ὅμως εἶδε τὸν Κύριον, τὸν ἄγγιξε μὲ τὰ χέρια της καὶ τὸν ἄκουσε κατὰ τὴν συνάντηση, πῶς θὰ μποροῦσε νὰ τὰ πεῖ αὐτά, ὅτι τὸν ἐσήκωσαν καὶ τὸν μετέφεραν καὶ δὲν γνωρίζομε ποῦ; Καὶ μετὰ ἀπὸ τὸ τρέξιμο τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Ἰωάννου πρὸς τὸν Τάφο καὶ τὴν θέα τῶν σινδονιῶν καὶ τὴν ἐπάνοδό τους ὁ εὐαγγελιστὴς λέγει ὅτι ἡ Μαρία στεκόταν κοντὰ στὸ μνημεῖο ἔξω καὶ ἔκλαιγε.
Βλέπει κανεὶς ὅτι ὄχι μόνον δὲν τὸν ἔχει δῆ ἀκόμη, ἀλλ᾽ οὔτε τὸν ἄκουσε. Καὶ ὅταν τὴν ρώτησαν οἱ παρουσιασθέντες Ἄγγελοι γιατί κλαίει, ἐκείνη ἀπαντᾶ σὰν νὰ εἶναι νεκρός. Καὶ ὅταν στράφηκε καὶ εἶδε τὸν Ἰησοῦ, οὔτε τότε κατάλαβε, ἀλλὰ ἐρωτώμενη ἀπὸ Αὐτὸν γιατὶ κλαίει, ἀπάντησε παρόμοια, μέχρις ὅτου ὁ Χριστὸς εἶπε τὸ ὄνομά της καὶ παρουσίασε τὸν ἑαυτό του ζωντανό. Τότε προσέπεσε καὶ αὐτὴ καὶ ἐζήτησε νὰ ἀσπασθεῖ τὰ πόδια του ἀλλὰ ἄκουσε τό «μὴ μου ἅπτου», μὴ μὲ ἀγγίζεις. Ἀπὸ αὐτὸ μαθαίνουμε πὼς ὅταν προηγουμένως ἐμφανίσθηκε καὶ στὴν Μητέρα καὶ στὶς γυναῖκες ποὺ ἦσαν μαζί, σ᾽ Αὐτὴν μόνο ἐπέτρεψε νὰ πιάσει τὰ πόδια του, ἂν καὶ ὁ Ματθαῖος τὸ γενικεύει γιὰ ὅλες τὶς γυναῖκες, ἐπειδὴ δὲν ἤθελε γιὰ τὸν λόγο ποὺ εἴπαμε στὴν ἀρχὴ νὰ προβάλει φανερὰ τὴν Μητέρα στὰ θέματα αὐτά.
Ἀφοῦ λοιπόν, ἦλθε πρώτη στὸν Τάφο ἡ ἀπειπάρθενος Μαρία καὶ πρώτη δέχθηκε τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως, ἔπειτα ἦλθαν πολλὲς μαζί, εἶδαν καὶ ἐκεῖνες τὸν λίθο ἀποκυλισμένο καὶ ἄκουσαν τοὺς Ἀγγέλους. Κατόπιν ἐπέστρεψαν μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν θέα καὶ τὴν ἀκοὴ καὶ χωρίσθηκαν. Ἄλλες, ὅπως λέγει ὁ Μᾶρκος, «ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου καὶ εἶχεν αὐτὰς φόβος καὶ ἔκστασις καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον, ἐφοβοῦντο γάρ»[38], καὶ ἄλλες ἀκολούθησαν τὴν Μητέρα τοῦ Κυρίου καὶ ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν καὶ νὰ ἀκούσουν τὸν Κύριο. Ἡ Μαγδαληνὴ ἐπῆγε πρὸς τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη, μαζὶ μὲ τοὺς ὁποίους ἔρχεται πάλι μόνη στὸν Τάφο· καὶ ὅταν ἐκεῖνοι ἔφυγαν, αὐτὴ παρέμεινε καὶ ἀξιώθηκε καὶ αὐτὴ νὰ δεῖ τὸν Δεσπότη Χριστὸ καὶ νὰ ἀποσταλεῖ καὶ αὐτὴ πρὸς τοὺς Ἀποστόλους πάλι καὶ νὰ τοὺς πεῖ, ὅπως λέγει ὁ Ἰωάννης, «ὅτι ἑώρακε τὸν Κύριον καὶ ταῦτα εἶπεν αὐτῇ»[39].
Συμπερασματικὰ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος λέγει ὅτι αὐτὴν τὴν θέα ἐννοεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος ὅτι ἔγινε τὸ “πρωΐ”, δηλαδὴ κατὰ τὴν πλήρη ἀρχὴ τῆς ἡμέρας, ἀφοῦ πέρασε ὅλος ὁ ὄρθρος. Δὲν ἐννοεῖ ὅτι καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἔγινε τὸ πρωΐ οὔτε ἡ πρώτη του ἐμφάνιση[40]. Ἡ πρώτη του ἐμφάνιση ἔγινε ἐνωρίτερα στὴν Μητέρα Του, ἐνῶ στὴν Μαγδαληνὴ ἦταν ἡ πρώτη τὶς πρωϊνὲς ὧρες.
γ) Σημαντικὴ μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου
Δὲν ὑπάρχει κατὰ τοὺς μετὰ τὴν ἅλωση χρόνους μέχρι σήμερα καλύτερος γνώστης τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων Πατέρων ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη (1749-1809), ἰδιαίτερα γνώστης τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ ὁποίου εἶχε μελετήσει τὰ ἔργα, ἑτοίμασε μάλιστα καὶ τὴν ἔκδοσή τους κατὰ τοὺς δυσχερεῖς ἐκείνους χρόνους μὲ πολὺ κόπο, ἀλλὰ δυστυχῶς τὰ χειρόγραφα ποὺ ἐστάλησαν στὴν Βιέννη, γιὰ νὰ γίνει ἐκεῖ ἡ ἔκδοση, χάθηκαν καὶ ἀναζητοῦνται μέχρι σήμερα.
Ἦταν λοιπὸν πολὺ φυσικὸ ὁ Ἅγιος Νικόδημος νὰ γνωρίζει τὴν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ περὶ τοῦ ὅτι ἡ Θεοτόκος εἶδε πρώτη τὸν ἀναστάντα Χριστό, ἀλλὰ καὶ ἄλλων συγγραφέων, τὴν ὁποία υἱοθέτησε πλήρως. Στὸ ἔργο του «Πνευματικὰ Γυμνάσματα» καὶ στὴν Μελέτη ΛΒ´, οὐσιαστικῶς μᾶς δίδει μία καλὴ περίληψη τῶν ὅσων διδάσκει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Καὶ ἐπειδὴ ἡ γλώσσα τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου εἶναι ἀκόμη κατανοητή, παραθέτουμε αὐτολεξεὶ τὰ γραφόμενα:
«Συλλογίσου ἀγαπητέ, ὅτι ἔχομεν χρέος δεύτερον νὰ συγχαρῶμεν μὲ τὴν Παναγίαν Παρθένον, ἥτις ὅταν εἶδε τὸν θεῖον υἱόν της ὅπου ἀνέστη, ἐγέμισε παρευθὺς ἀπὸ τόσην μεγάλην χαρὰν ὅση ἦτο μεγάλη καὶ ἡ περασμένη θλίψις ὅπου ἐδοκίμασεν εἰς τὰ πάθη του. Οἱ πόνοι αὐτῆς καὶ αἱ θλίψεις μετροῦνται ἀπὸ τὴν γνῶσιν ὅπου εἶχε τῆς ἀπείρου ἀξιότητος τοῦ ἐνσαρκωμένου Λόγου, καὶ ἀπὸ τὴν ἀγάπην ὅπου εἶχεν εἰς αὐτόν, ὄχι μόνον ὡς Θεὸν ὁμοῦ, καὶ ὡς γέννημα τῶν σπλάγχνων της, ἀλλὰ καὶ ὡς μονογενῆ αὐτῆς υἱὸν καὶ ὡς μόνη οὖσα μήτηρ αὐτοῦ χωρὶς πατρός, τὰ ὁποῖα ὅλα δὲν ἄφιναν τὴν ἀγάπην της νὰ μοιρασθῇ εἰς ἄλλα πράγματα, ἀλλὰ τὴν ἐπολλαπλασίαζαν εἰς μόνον τὸν γλυκύν της υἱόν. Ὅθεν ἐπειδὴ καὶ τὸν ἐγνώριζε περισσότερον, τὸν ἠγάπα καὶ περισσότερον, παρὰ ὅπου τὸν ἐγνώριζαν καὶ τὸν ἠγάπων ὅλοι οἱ ἄγγελοι εἰς τὸν οὐρανόν, λοιπὸν ἀκόλουθον εἶναι νὰ εἰποῦμεν, ὅτι ἡ Παναγία Παρθένος ἔπαθεν εἰς τὸ πάθος τοῦ υἱοῦ της περισσότερον ἀπὸ ἐκεῖνο ὅπου ἔπαθαν ὅλα ὁμοῦ τὰ κτίσματα· καὶ ὅτι ἡ λύπη της δὲν εὑρίσκει ἄλλην παρομοίαν διὰ νὰ συγκριθῇ, πάρεξ τὴν λύπην ὅπου ἐδοκίμασεν ὁ ἠγαπημένος της Ἰησοῦς· “Καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ῥομφαία” (Λουκ. β´. 35). Ἀφ᾽ οὖ ὅμως αὐτὴ πρώτη ἐπῆγε κατὰ τὸ μεσονύκτιον διὰ νὰ θεωρήσῃ τὸν τάφον τοῦ Υἱοῦ της· καὶ ἀφ᾽ οὖ δι᾽ αὐτὴν καὶ μόνην ἔγινεν ὁ σεισμὸς καὶ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ ὁ συνήθης διακονητὴς καὶ τροφεὺς καὶ εὐαγγελιστής της[41]α ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἐκύλισε τὴν πέτραν ἀπὸ τὴν πόρταν τοῦ τάφου καὶ ἐκάθητο ἐπάνω εἰς αὐτὴν ἀστραπόμορφος καὶ χιονοειδέστατος· “Ἄγγελος γὰρ Κυρίου καταβὰς ἐξ οὐρανοῦ, προσελθὼν ἀπεκύλισε τὸν λίθον ἀπὸ τῆς θύρας καὶ ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ· ἦν δὲ ἡ ἰδέα αὐτοῦ ὡς ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιών”. (Ματθ. κη´. 2). Ἀφ᾽ οὖ λέγω κατέβη ὁ θεῖος Γαβριήλ· ὤ, πῶς μετετράπη εὐθὺς εἰς ὑπερβολικὴν χαρὰν ἡ ὑπερβολική της λύπη! ὢ πόσον ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμα της, ὅταν εἶδεν, ὅτι δι᾽ αὐτὴν μόνην ἀνοίχθη ὁ τάφος τοῦ Υἱοῦ της! (καθὼς γὰρ διὰ τὴν Θεοτόκον ἀνοίχθησαν εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὰ οὐράνια καὶ τὰ ἐπίγεια, ἔτσι καὶ διὰ τὴν Θεοτόκον ἀνοίχθη ὁ ζωοποιὸς τάφος τοῦ Κυρίου)· ὡς λέγει ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος· “ἐμοὶ δὲ δοκεῖ καὶ δι᾽ αὐτὴν πρώτην τὸν ζωηφόρον ἐκεῖνον ἀνοιγῆναι τάφον· δι᾽ αὐτὴν γὰρ πρώτην καὶ δι᾽ αὐτῆς πάντα ἡμῖν ἠνέῳκται, ὅσα ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ ἄνω καὶ ὅσα ἐπὶ τῆς γῆς κάτω”. (Λόγος εἰς τὴν Κυριακὴν τῶν Μυροφόρων). Καὶ ὅταν αὐτὴ πρώτη ἐθώρησε τὴν ἀνάστασιν τοῦ Υἱοῦ της! ὢ πόσον εὐφράνθη, ὅταν πλησιάζουσα εἰς τὸν ἀγαπητόν της Ἰησοῦν· ἐπίασε μὲ ἄκραν εὐλάβειαν καὶ ἀγάπην τοὺς ἁγίους του πόδας καὶ τοὺς ἐπροσκύνησε! Καὶ ὅταν εἶδε γεμᾶτα ἀπὸ θεῖον φῶς καὶ ἀπὸ τῆς ἀναστάσεως τὰ μέλη τοῦ γλυκυτάτου της Υἱοῦ, τὰ ὁποῖα πρὸ ὀλίγου ἦσαν ὅλα καταξεσχισμένα· ὅλα ἄτιμα καὶ ἀνείδεα! Μάλιστα δὲ ἐξαιρέτως πόσον ἐχάρη, ὅταν ἤκουσεν ἀπὸ τὸ θεῖον στόμα τοῦ Υἱοῦ της τὸν χαροποιὸν ἐκεῖνον λόγον ὅπου τῆς εἶπε τό, χαῖρε. Μολονότι καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ἀναφέρει, ὅτι ἦτο μαζί της καὶ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ἐπίασε καὶ αὐτὴ τοὺς πόδας τοῦ Κυρίου καὶ τὸ χαῖρε καὶ αὐτὴ ἤκουσε, μὲ σκοπὸν διὰ νὰ μὴ ἀμφιβάλλεται ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου μαρτυρουμένη ἀπὸ μόνην τὴν θείαν μητέρα του διὰ τὴν φυσικὴν οἰκειότητα, ὡς ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος (μετὰ Ξανθοπούλου ἐν τῷ συναξαρίῳ τοῦ Πάσχα) ἀποδεικνύει τοῦτο ἰσχυρῶς. (Λόγος εἰς τὴν Κυριακὴν τῶν Μυροφόρων). Καὶ λοιπὸν ποῖος νοῦς ἠμπορεῖ νὰ καταλάβῃ τὶ λογῆς τελειότης ἀγάπης καὶ χαρᾶς ἀπέρασε ἀναμεταξὺ τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ Χριστοῦ, ἀναμεταξὺ μιᾶς τοιαύτης μητρὸς καὶ ἑνὸς τοιούτου Υἱοῦ;»[42].
Δείτε σχετικά: – π.Θεόδωρος Ζήσης, Η Θεοτόκος είδε πρώτη τον αναστάντα Χριστό! [ΒΙΝΤΕΟ 2018]
[1]. Βλ. π.χ. Π. Ν. Τρεμπελα, Ἰησοῦς ὁ ἀπὸ Ναζαρέτ, ἔκδ. Γ´, Ἀδελφότης Θεολόγων ἡ «Ζωή», Ἀθῆναι 1955, σελ. 464.
[2]. Μάρκ. 16, 9.
[3]. Γιὰ τὸ «τετάρτη φυλακὴ τῆς νυκτός» βλ. Ματθ. 14, 25 καὶ τὰ σχετικὰ ὑπομνήματα.
[4]. Βλ. τὸ κείμενο τῆς Ἐπιστολῆς εἰς Πηδάλιον τῆς νοητῆς νηός, τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίας, ὑπὸ Αγαπιου Ἱερομονάχου καὶ Νικοδημου Μοναχοῦ, Ἐκδοτικὸς Οἶκος «᾽Αστήρ», Ἀθῆναι 1990, σελ. 544-545 καὶ εἰς PG 10, 1272 ἑἑ.
[5]. Πηδάλιον, ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 297, ὑποσημ. 2.
[6]. Αὐτόθι.
[7]. Βλ. Γ. Ραλλη-Μ. Ποτλη, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων, Ἀθῆναι 1854, τόμ. Δ´, σελ. 6-7: «…τὸ γὰρ ἀληθὲς μόνος οἶδεν ὁ ἀναστὰς Θεός… εἰκὸς δὲ ἐστιν ἢ κατὰ τὴν ἑβδόμην ἢ κατὰ τὴν ὀγδόην ὥραν γενέσθαι τὴν Ἀνάστασιν». Ἡ ζ´ καὶ ἡ η´ ὥρα τῆς νύκτας ἀντιστοιχοῦν στὶς ὧρες μία καὶ δύο (1 καὶ 2) μετὰ τὰ μεσάνυχτα.
[8]. Μάρκου 16, 9.
[9]. Ματθ. 28, 1-7.
[10]. Ευσεβιου Καισαρειασ, Περὶ τῶν ἐν εὐαγγελίοις ζητημάτων καὶ λύσεων 1, PG 22, 937-940: «α´. Τούτου διττὴ ἂν εἴη ἡ λύσις· ὁ μὲν γάρ, τὸ κεφάλαιον αὐτὸ τὴν τοῦτο φάσκουσαν περικοπὴν ἀθετῶν, εἴποι ἂν μὴ ἐν ἅπασιν αὐτὴν φέρεσθαι τοῖς ἀντιγράφοις τοῦ κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγελίου· τὰ γοῦν ἀκριβῆ τῶν ἀντιγράφων τὸ τέλος περιγράφει τῆς κατὰ τὸν Μᾶρκον ἱστορίας ἐν τοῖς λόγοις τοῦ ὀφθέντος νεανίσκου ταῖς γυναιξὶ καὶ εἰρηκότος αὐταῖς, “Μὴ φοβεῖσθε, Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνόν·” καὶ τοῖς ἑξῆς, οἷς ἐπιλέγει· “καὶ ἀκούσασαι ἔφυγον, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον, ἐφοβοῦντο γάρ”. Ἐν τούτῳ γὰρ σχεδὸν ἐν ἅπασι τοῖς ἀντιγράφοις τοῦ κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγελίου περιγέγραπται τὸ τέλος· τὰ δὲ ἑξῆς σπανίως ἔν τισιν ἀλλ᾽ οὐκ ἐν πᾶσι φερόμενα περιττὰ ἂν εἴη, καὶ μάλιστα εἴπερ ἔχοιεν ἀντιλογίαν τῇ τῶν λοιπῶν εὐαγγελιστῶν μαρτυρίᾳ· ταῦτα μὲν οὖν εἴποι ἄν τις παραιτούμενος καὶ πάντη ἀναιρῶν περιττὸν ἐρώτημα. Ἄλλος δέ τις οὐδ᾽ ὁτιοῦν τολμῶν ἀθετεῖν τῶν ὁπωσοῦν ἐν τῇ τῶν Εὐαγγελίων γραφῇ φερομένων, διπλῆν εἶναί φησι τὴν ἀνάγνωσιν, ὡς καὶ ἐν ἑτέροις πολλοῖς, ἑκατέραν τε παραδεκτέαν ὑπάρχειν, τῷ μὴ μᾶλλον ταύτην ἐκείνης, ἤ ἐκείνην ταύτης παρὰ τοῖς πιστοῖς καὶ εὐλαβέσιν ἐγκρίνεσθαι.
β´. Καὶ δὴ τοῦδε τοῦ μέρους συγχωρουμένου εἶναι ἀληθοῦς, προσήκει τὸν νοῦν διερμηνεύειν τοῦ ἀναγνώσματος· εἰ γοῦν διέλοιμεν τὴν τοῦ λόγου διάνοιαν, οὐκ ἂν εὕροιμεν αὐτὴν ἐναντίαν τοῖς παρὰ τοῦ Ματθαίου ὀψὲ σαββάτων ἐγηγέρθαι τὸν Σωτῆρα λελεγμένοις· τὸ γὰρ ἀναστὰς δὲ πρωῒ τῇ μιᾷ τοῦ Σαββάτου κατὰ τὸν Μᾶρκον, μετὰ διαστολῆς ἀναγνωσόμεθα· καὶ μετὰ τὸ ἀναστὰς δέ, ὑποστίξομεν· καὶ διὰ τὴν διάνοιαν ἀφορίσομεν τῶν ἑξῆς ἐπιλεγμένων· εἶτα τὸ μὲν ἀναστὰς ἄν, ἐπὶ τὴν παρὰ τῷ Ματθαίῳ ὀψὲ Σαββάτων· τότε γὰρ ἐγήγερτο· τὸ δὲ ἑξῆς ἑτέρας ὄν διανοίας ὑποστατικόν, συνάψωμεν τοῖς ἐπιλεγομένοις· πρωῒ γὰρ τῇ μιᾷ τοῦ Σαββάτου ἐφάνη Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ· τοῦτο γοῦν ἐδήλωσε καὶ ὁ Ἰωάννης πρωῒ καὶ αὐτὸς τῇ μιᾷ τοῦ Σαββάτου ὦφθαι αὐτὸν τῇ Μαγδαληνῇ μαρτυρήσας· οὕτως οὖν καὶ παρὰ τῷ Μάρκῳ πρωῒ ἐφάνη αὐτῇ· οὐ πρωῒ ἀναστάς, ἀλλὰ πολὺ πρότερον κατὰ τὸν Ματθαῖον ὀψὲ τοῦ Σαββάτου· τὸν δὲ τῆς τοῦ Σωτῆρος ἐπιφανείας, τὸν πρωΐ, ὃν ἔγραψεν ὁ Μᾶρκος εἰπών (ὃ καὶ μετὰ διαστολῆς ἀναγνωστέον) «ἀναστὰς δέ·» εἶτα ὑποστίξαντες, τὸ ἑξῆς ῥητέον «πρωῒ τῇ μιᾷ τοῦ Σαββάτου ἐφάνη Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ, ἀφ᾽ ἧς ἐκβεβλήκει ἑπτὰ δαιμόνια». Αγιου Ιερωνυμου, Ἐπιστολὴ 120 πρὸς Ἐδιβίαν 3, PL 22, 986-987: Quae causa sit, ut de resurrectione Domini et apparitione Evangelistae diversa narraverint. «In quibus primum quaeris, cur Matthaeus dixerit, Vespere autem sabbati illucescente in una sabbati Dominum surrexisse (Matth. ult.), et Marcus mane resurrectionem ejus factam esse commemoret, ita scribens: Cum autem resurrexisset, una sabbati, mane apparuit Mariae Magdalenae, de qua ejecerat septem daemonia: et illa abiens nuntiavit his, qui cum eo fuerant lugentibus, et flentibus. Illique audientes quod viveret, et quod vidisset eum, non crediderunt ei (Marc. ult. 9. et 10).
Hujus quaestionis duplex solutio est; aut enim non recipimus Marci testimonium, quod in raris fertur Evangeliis, omnibus Graeciae libris pene hoc capitulum in fine non habentibus, praesertim cum diversa atque contraria Evangelistis caeteris narrare videatur; aut hoc respondendum, quod uterque verum dixerit: Matthaeus, quando Dominus surrexerit vespere sabbati, Marcus autem, quando eum viderit Maria Magdalene, id est, mane prima sabbati. Ita enim distinguendum est: Cum autem resurrexisset, et parumper spiritu coarctato, inferendum, prima sabbati, mane apparuit Mariae Magdalenae, ut qui vespere sabbati (juxta Matthaeum) surrexerat, ipse mane primo sabbati (juxta Marcum) apparuerit Mariae Magdalenae. Quod quidem et Joannes Evangelista (Cap. 20) significat, mane eum alterius diei visum esse demonstrans.»
[11]. Γρηγοριου Νυσσησ, Περὶ Ἀναστάσεως Β´, PG 46, 644-645.
[12]. Π. Ν. Τρεμπελα, Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγέλιον, ἐκδόσεις Ἀδελφότητος Θεολόγων ἡ «Ζωή», Ἀθῆναι 1951, σελ. 318.
[13]. Ἡ Καινὴ Διαθήκη. Τὸ πρωτότυπον κείμενον μὲ νεοελληνικὴν μετάφρασιν, Βιβλικὴ Ἑταιρεία, Ἀθῆναι 1967, σελ. 109. Οἱ μεταφραστὲς θέτοντες σὲ ἀγκύλη [ ] τοὺς στίχους 9-20, δηλαδὴ ἀπὸ τό «Ἀναστὰς δέ…» μέχρι τέλους τοῦ εὐαγγελίου, σημειώνουν σὲ ὑποσημείωση ὅτι «Ἡ ἀκόλουθος περικοπὴ μέχρι τέλους εὑρίσκεται εἰς μερικὰ μόνον χειρόγραφα».
[14]. Ἡ Καινὴ Διαθήκη. Κείμενον – Ἑρμηνευτικὴ Ἀπόδοσις ὑπὸ Ιωαννου Κολιτσαρα, Ἀδελφότης Θεολόγων ἡ «Ζωή», Ἀθῆναι ἔκδοσις 16η, 1991, σελ. 195.
[15]. Ἡ Καινὴ Διαθήκη. Μὲ μετάφραση στὴ δημοτική, Νικ. Ι. Σωτηροπουλου, θεολόγου – φιλολόγου, Ἀθήνα 2001, Ἔκδοσις Ἀδελφότητος «Ὁ Σταυρός», σελ. 241.
[16]. Ἡ Καινὴ Διαθήκη. Μὲ μετάφραση στὴ δημοτική, Ἑλληνικὴ Βιβλικὴ Ἑταιρεία, Ἀθήνα 2003, σελ. 129. Σημειώνουν ἐπίσης ὅτι «οἱ στίχοι 9-20 λείπουν ἀπὸ ὁρισμένα ἀρχαῖα χειρόγραφα». Ὁ ἕνας ἐκ τῶν τεσσάρων μεταφραστῶν, καθηγητὴς Ιω. Καραβιδοπουλος, γνωρίζει τὴν σχετικὴ πατερικὴ καὶ λειτουργικὴ Παράδοση καὶ ἔπρεπε νὰ ἐπιμείνει στὴν σωστὴ στίξη καὶ μετάφραση τοῦ χωρίου τοῦ Μάρκου, ὥστε νὰ μὴν ἀφήνεται ἡ λανθασμένη ἐντύπωση ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε τὸ πρωῒ τῆς Κυριακῆς καὶ ὅτι ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, καὶ ὄχι ἡ Θεοτόκος, εἶδε πρώτη τὸν ἀναστάντα Χριστό. Βλ. τὸ ἄρθρο του: «Ἡ Θεοτόκος στοὺς συνοπτικοὺς εὐαγγελιστές», εἰς Πρακτικὰ Θεολογικοῦ Συνεδρίου, εἰς τιμὴν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρία, (15-17 Νοεμβρίου 1989), Ἱερὰ Μητρόπολις Θεσσαλονίκης 1991, σελ. 231-235.
[17]. Βλ. π.χ. σχόλιο εἰς Π. Τρεμπελα, Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, ἔκδοσις τρίτη, Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1979, σελ. 693, ὅπου ξένος σχολιαστὴς μὲ τὴν σύντμηση (β) (= Bernard) γράφει: «Ὁ Ἰωάννης εἶχεν ὁδηγήσει τὴν Παρθένον Μητέρα εἰς τὰ ἴδια καὶ οὐδὲν πιθανώτερον τοῦ ὅτι θὰ ἔσπευσε νὰ κομίσῃ εἰς αὐτὴν ἄνευ ἐπιβραδύνσεως τὴν χαρμόσυνον εἴδησιν». Εἰς τὸ αὐτὸ Ὑπόμνημα (σελ. 689) ἄλλος σχολιαστὴς ὑπὸ τὴν σύντμηση b (Bengel) παρουσιάζει τὴν Θεοτόκο «περιωρισμένην εἰς τὸν οἶκον» νὰ περιμένει νὰ μάθει πληροφορίες ἀπὸ τὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνὴ καὶ ἀπὸ τὸν Ἰωάννη.
[18]. Βλ. εἰς Π. Ν. Τρεμπελα, Ἐκλογὴ Ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου Ὑμνογραφίας, Ἔκδοσις δευτέρα ἐπηυξημένη, Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1978, σελ. 214.
[19]. Αὐτόθι, σελ. 420-421: Τῇ Ἁγία καὶ Μεγάλη Παρασκευῆ…Καὶ νῦν. Ἦχος β´: «Σὺν ταῖς ἄλλαις ὀλοφυρομέναις γυναιξίν…».
[20]. Aγίου Μαξιμου του Ομολογητου, Ὁ βίος τῆς Ὑπερευλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας, Ἱερὸν Κελλίον Ἁγίου Νικολάου «Μπουραζέρη», Ἅγιον Ὄρος, Δεύτερη ἔκδοση, Ἅγιον Ὄρος 2013, σελ. 172-173.
[21]. Αγίου Σωφρονιου Ιεροσολυμων, Τριώδιον, PG 87Γ´, 3920D. Νεώτεροι γραμματολόγοι ἀποδίδουν τὸ ἔργο αὐτὸ εἰς Ἰωσὴφ τὸν Ὑμνογράφο (816-886), Βλ. H. G. Beck, Kirche und theologische Literatur im Byzantinischen Reich, München 1959, σελ. 435-436.
[22]. Γεωργιου Νικομηδειασ, Λόγος εἰς τὴν τῆς ἀχράντου Θεοτόκου ἐν τῷ τάφῳ προεδρείαν καὶ εὐχαριστήριος τῆς ὑπερλάμπρου ἀναστάσεως, PG 100, 1496CD-1497A: «Μόνη τοίνυν τὰ πρὸ αὐτῶν, καὶ τὸν γλυκὺν ἐκεῖνον, καὶ ἑδραστικὸν ἡ Μήτηρ οἶδε σεισμόν· ὅς τοὺς ἀπ᾽ αἰῶνος μὲν ἀφύπνωσε νεκρούς, τοὺς δὲ γρηγορότας ἐκοίμησε φύλακας. Δι᾽ οὗ μοι δοκεῖ, καὶ τῆς θείας ἐξαναστάσεως αὐτῇ πρώτῃ δεδόσθαι τὰ εὐαγγέλια· καὶ ὡς ἐνῆν τῆς ἀῤῥήτου οἰκονομίας κατατρυφῆσαι καὶ θέας, καὶ λαμπρότητος τοῦ Υἱοῦ· Μητρί τε γὰρ οὔσῃ, καὶ μόνῃ τὰ τῆς οἰκονομίας ἐμπεπιστευμένῃ μυστήρια, μόνῃ καὶ τὰ τῆς ἀναστάσεως ὁ Δεσπότης καθυποδείκνυσι παράδοξα· οὐχ ὑπὲρ ἀποστόλους καὶ μυροφόρους, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ ἀγγελικὴν καὶ νοερὰν μύησιν. Οὕτω τοίνυν αὐτὴν μὴν ἀμέσως καὶ πρώτως ἡ τῆς ἐγέρσεως κατέλαμψε φαιδρότης· ταῖς δὲ μυροφόροις οὐχ ὁμοίως, ἀλλὰ διά τε τοῦ ἀγγέλου, καὶ τῆς τοῦ λίθου μεταθέσεως μηνύεται».
[23]. Ἡ ὁμιλία εἶναι ἐκδεδομένη εἰς PG 151, 236-248 καὶ εἰς ΕΠΕ, Γρηγορίου Παλαμᾶ Ἔργα, τόμ. 9, Θεσσαλονίκη 1985, 518-539.
[24]. ΕΠΕ, ἔνθ᾽ ἄνωτ., σελ. 536, § 14.
[25]. Μάρκ. 16, 1-8.
[26]. ΕΠΕ 9, 520, § 2.
[27]. Ἰω. 20, 1-2.
[28]. ΕΠΕ 9, 522, § 3.
[29]. ΕΠΕ 9, 522, § 3: «Ἔστι δή τι συνεσκιασμένως παρὰ τῶν εὐαγγελιστῶν ἀπαγγελλόμενον, ὅπερ ἀνακαλύψω πρὸς τὴν ὑμετέραν ἀγάπην. Τὸ γὰρ τῆς τοῦ Κυρίου ἀναστάσεως εὐαγγέλιον πρώτη πάντων ἀνθρώπων, καθάπερ καὶ προσῆκον ὑπῆρχε καὶ δίκαιον, ἡ Θεοτόκος παρὰ τοῦ Κυρίου ἐδέξατο καὶ αὕτη τοῦτον ἀναστάντα πρὸ πάντων εἶδε καὶ τῆς αὐτοῦ θείας ὁμιλίας ἀπήλαυσε, καὶ οὐκ εἶδεν ὀφθαλμοῖς μόνον αὐτὸν καὶ αὐτήκοος αὐτοῦ γέγονεν, ἀλλὰ καὶ χερσὶν ἥψατο πρώτη καὶ μόνη τῶν ἀχράντων ἐκείνου ποδῶν, κἂν οἱ εὐαγγελισταὶ ταῦτα πάντα φανερῶς οὐ λέγουσι, μὴ θέλοντες τὴν Μητέρα προφέρειν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μὴ τοῖς ἀπίστοις ὑποψίας ἀφορμὴν δῶσι».
[30]. ΕΠΕ 9, 526, § 7.
[31]. Αὐτόθι, 528, § 8.
[32]. Λουκᾶ 1, 30.
[33]. Ματθ. 28, 5-6.
[34]. Ματθ. 28, 8.
[35]. Ἰω. 20, 1-2.
[36]. Ματθ. 28, 9.
[37]. Ἰω. 28, 20-2.
[38]. Μάρκ. 16, 8.
[39]. Ἰω. 20, 18.
[40]. ΕΠΕ 9, 536, § 13: «Ταύτην οὖν τὴν θέαν πρωΐ φησι ὁ Μᾶρκος γενέσθαι, τουτέστι κατὰ τὴν ἀκραιφνῆ τῆς ἡμέρας ἀρχήν, τοῦ ὄρθρου παρελθόντος παντός, ἀλλ᾽ οὐχὶ τὴν τοῦ Κυρίου ἀνάστασιν, οὐδὲ τὴν πρώτην αὐτοῦ ἐπιφάνειαν τότε γενέσθαι ἰσχυριζόμενος».
[41]α. Ὅτι ὁ θεῖος Γαβριὴλ ἦτο ὁ καταβὰς ἀπ᾽ οὐρανοῦ καὶ κυλίσας τὸν μέγαν λίθον ἀπὸ τῆς θύρας τοῦ μνήματος τοῦ Κυρίου, πολλὰ ᾀσματικὰ τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρουσιν.
[42]. Νικοδημου Αγιορειτου, Πνευματικὰ Γυμνάσματα, Ἔκδοσις ὀγδόη, Ἐκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 277-278.

Share Button